Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
1. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΣΑΡΟΥΝΑ
1.1. Η ΒΛΑΧΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ, 15ος - ΜΕΣΑ 18ου αι.

Οικογένεια Θεόδωρου Βαφέα, Μοναστήρι αρχές 20ου αι., (Τζινίκου Α.)Στις αρχές του 15ου αιώνα, οι Τούρκοι εδραίωσαν σταδιακά τις κατακτήσεις τους στα Βαλκάνια και άρχισαν να απειλούν σοβαρά τη Θεσσαλονίκη. Οι Βενετοί, τότε, κύριοι της πόλης προσπαθούσαν να οργανώσουν την άμυνά της όσο καλύτερα μπορούσαν. Σύμφωνα με έγγραφο των αρχείων της Βενετίας, στις 27 Ιουλίου 1423, η γερουσία της Βενετίας και ο Δόγης διάτασσαν τους διοικητές της Θεσσαλονίκης:

"....Δια τη φύλαξιν της πόλεως, αν το κρίνεται εύλογον, να ζητήσετε από την εν Κρήτη διοίκησιν να σας στείλη 500 βαλλισταρίους. Σας δίδομεν επίσης το δικαίωμα, αν ίδητε ότι αναγκαιούν προς φύλαξιν της ειρημένης πόλεως μισθοφόροι στρατιώται μέχρις εκατόν, είτε Βλάχοι, είτε άλλων εθνοτήτων, (vel Valachos vel aliam gentem), να προβήτε εις την πρόσληψίν των με μισθόν δύο δουκάτων μηνιαίως και να τους προσλάβητε δια τέσσαρας ή εξ μήνας, ως υμείς κρίνητε προτιμότερον.....".1

Ίσως, λοιπόν, κάποιοι Βλάχοι πολεμιστές προσλήφθηκαν τελικά από τους Βενετούς και πολέμησαν στα τείχη της. Ποιοι ήταν αυτοί οι Βλάχοι και πού βρίσκονταν οι εστίες των οικογενειών τους είναι δύσκολο να απαντηθεί. Σίγουρα όμως οι οικογένειές τους δε ζούσαν μέσα στη Θεσσαλονίκη, αλλά κάπου στη μακεδονική ενδοχώρα. Μέσα όμως από αυτή την ολιγόλογη αναφορά μπορούμε να υποθέσουμε πως κάποιοι βλάχικοι πληθυσμοί ήταν ήδη γνωστοί για τις "πολεμικές αρετές" τους. Έτσι, δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως μέσα στους επόμενους αιώνες οι Βλάχοι της ενδοχώρας έγιναν γνωστοί όχι μόνο ως νομαδοκτηνοτρόφοι και εμποροβιοτέχνες, αλλά και ως πολεμιστές των αρματολικίων.

Έναν αιώνα αργότερα, το 1525, οι Τούρκοι πια κύριοι της Θεσσαλονίκης συνέταξαν ένα μεγάλο κατάλογο με τα ονόματα των εκατοντάδων χριστιανών ραγιάδων που κατοικούσαν σε αυτή. Σύμφωνα με την τυπολογία τους αρκετά από αυτά τα ονόματα θα μπορούσαν να ήταν ονόματα ραγιάδων με βλάχικη καταγωγή. Ανάμεσά τους υπήρχε κάποιος ραγιάς με το όνομα Θόδωρος Βλάχος (Ulaho). Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε πως, από τους πρώτους ακόμη τουρκικούς χρόνους, ανάμεσα στους χριστιανούς ραγιάδες της πόλης υπήρχαν και ορισμένοι με βλάχικη καταγωγή, έστω και λίγοι.2

Όταν το 1667 ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή πέρασε από τη Θεσσαλονίκη μας πληροφορεί πως οι χριστιανοί ραγιάδες της πόλης κατοικούσαν σε 16 μαχαλάδες - συνοικίες. Ανάμεσα τους αναφέρει μαχαλάδες Ρωμιών, Αρμενίων, Φράγκων, Σέρβων και Βουλγάρων, καθώς και ένα μαχαλά όπου κατοικούσαν μέλη του Λατίν-μιλέτι, "γιατί, μαζί με τους άλλους άπιστους κατοικούσαν κι αυτοί οι απαίσιοι". Οι Φράγκοι θα πρέπει να είναι οι γνωστοί Φραγκολεβαντίνοι, δηλαδή οι διάφοροι καθολικοί χριστιανοί από την Δύση που εγκαταστάθηκαν κατά διαστήματα και δημιούργησαν παροικίες στις πόλεις και ιδιαίτερα τα λιμάνια της Ανατολής. Με τον όρο Λατίν-μιλέτι ή Λατίν-ραγιάσι οι Τούρκοι δήλωναν τους καθολικούς χριστιανούς υπηκόους του σουλτάνου. Όμως, η αναφορά για την ύπαρξη τόσο Φράγκων, όσο και Λατίν-μιλέτι ραγιάδων αφήνει περιθώρια να υποθέσουμε πως μία από τις δύο αυτές ομάδες δεν ήταν καθολικοί στο θρήσκευμα ραγιάδες, αλλά Βλάχοι. Ο Τσελεμπή χρησιμοποιεί τον όρο Λατίν-μιλέτι για ομάδες χριστιανών ραγιάδων που κατοικούσαν και σε άλλες πόλεις, όπως στις Σέρρες, τη Βέροια, την Αχρίδα, τα Σκόπια, την Άρτα, τη Λαμία και τη Λειβαδιά, όπου, εκτός από τα Σκόπια, είναι σίγουρο πως εκείνες τις εποχές δεν υπήρχαν οργανωμένες ομάδες καθολικών χριστιανών. Άρα, τα γραφόμενα του Τσελεμπή μπορούν να σταθούν ως μία επιπλέον μαρτυρία για την ύπαρξη βλάχικης καταγωγής ραγιάδων μέσα στη Θεσσαλονίκη.3

Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από μία σειρά τουρκικών εγγράφων του Ιστορικού Αρχείου Θεσσαλονίκης, όπου υπάρχουν σαφείς αναφορές για την εγκατάσταση στην πόλη πολλών χριστιανών ραγιάδων γνωστών με το συλλογικό όνομα "Σκούρτα", ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα.4 Με αυτό το όνομα δηλώνονται οι χριστιανοί των ορεινών όγκων της Πίνδου, κυρίως των Αγράφων και του Ασπροπόταμου, οι οποίοι άφηναν τις ορεινές εστίες τους για να εγκατασταθούν ως εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες στις αναπτυσσόμενες πολιτείες των πεδινών και τα μεγάλα διοικητικά κέντρα. Αρχικά, η παρουσία τους στις πολιτείες, όπως η Θεσσαλονίκη, ήταν περιοδική και μέσα από τα έγγραφα πληροφορούμαστε πως δε θεωρούνταν μόνιμοι κάτοικοι της. Η πρώτη αναφορά για την παρουσία τους εδώ χρονολογείται από το 1605.5

Η αρχική φάση της εγκατάστασής τους στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια του α' μισού του 17ου αιώνα (1600-1650), συμπίπτει με την αναστάτωση που επικράτησε στις ορεινές κοινότητες της Πίνδου μετά τα επαναστατικά κινήματα του μητροπολίτη Τρικάλων Διονύσιου (1600 και 1611). Η καταστολή τους οδήγησε σε έξοδο από την Πίνδο ενός απροσδιόριστου, αλλά αρκετά μεγάλου αριθμού ορεινών χριστιανικών πληθυσμών που κατευθύνθηκαν για περισσότερη ασφάλεια σε άλλους ορεινούς όγκους, όπως ο Όλυμπος, ο Κίσαβος και το Πήλιο, αλλά και σε αναπτυσσόμενους τότε χριστιανικούς οικισμούς, όπως η Μοσχόπολη, η Κοζάνη και η Σιάτιστα, διοικητικά κέντρα όπως η Λάρισα και μέχρι τη Φιλιππούπολη. Η τάση εξόδου από την Πίνδο διογκώθηκε ακόμη περισσότερο, καθώς αρκετοί από τους πρώην προνομιούχους οικισμούς της Πίνδου πέρασαν στην ιδιοκτησία τιμαριούχων σπαχήδων, παράλληλα με τις προσπάθειες των αρχών να περιορίσουν τη δύναμη των χριστιανών αρματολών.6 Ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος εξέφρασε την άποψη πως οι χριστιανοί που αναφέρονται ότι βρέθηκαν και εγκαταστάθηκαν αυτή την περίοδο στη Θεσσαλονίκη ήταν μία μίξη ελληνόφωνων και βλαχόφωνων που προέρχονταν από όλο το μήκος της Πίνδου7 και ίσως και από άλλους ορεινούς όγκους όπως ο Όλυμπος.

Αν και οι τότε μέτοικοι έχει επικρατήσει να θεωρούνται στο σύνολό τους Αγραφιώτες και άρα στην πλειοψηφία τους ελληνόφωνοι, η άφιξη και βλαχόφωνων θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την πληροφορία που αντλείται από ένα σχετικό έγγραφο του 1707, όπου αναφέρεται η εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη τεσσάρων ανδρών που κατάγονταν από το χωριό Βελίτσα των "Αγράφων" και οι οποίοι ζητούσαν να απαλλαγούν από τις πιέσεις των φοροεισπρακτώρων. Οι διαμαρτυρόμενοι θεωρούσαν την εγκατάστασή τους στη Θεσσαλονίκη οριστική και ανέφεραν πως δεν είχαν πια καμία περιουσία στο παλιό τους χωριό.8 Το χωριό Βελίτσα θα πρέπει να ταυτίζεται με τη σημερινή Καλλιρόη του Ασπροποτάμου, γνωστή παλαιότερα ως Βιλικάνι ή Βελίτσενα, και όχι με κάποιο χωριό της περιοχής που σήμερα είναι γνωστή ως Άγραφα. Γνωρίζουμε πως η Καλλιρόη, ένα από τα παλαιότερα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου, είχε αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα και ένα μέρος των κατοίκων της είχε κατευθυνθεί και εγκατασταθεί σε οικισμούς της ανατολικής Θεσσαλίας, στις πλαγιές του Κίσαβου.9 Αν η Βελίτσα του εγγράφου δεν είναι η σημερινή Καλλιρόη θα μπορούσε να είναι η "οχυρή Βυλίζα", ένα άλλο μεγάλο και σχεδόν μυθικό βλαχοχώρι του Βλαχοτζουμέρκου - Νότιου Μαλακασίου οι κάτοικοι του οποίου φέρονται να ενίσχυσαν δημογραφικά τους γειτονικούς Καλαρίτες και το Συρράκο, μετά τη διάλυσή του πιθανότατα κάπου ανάμεσα στον 16ο με 17ο αιώνα.10 Γνωρίζοντας την ύπαρξη ανάλογων εξόδων και από άλλους βλάχικους οικισμούς της Νότιας Πίνδου κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, μπορούμε να υποθέσουμε πως ήταν αρκετοί οι βλαχόφωνοι μέτοικοι που βρέθηκαν ανάμεσα στην ομάδα των "Σκούρτα". Όπως από το χωριό Μαλακάσι, από όπου σύμφωνα με παραδόσεις, γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα, αρκετοί κάτοικοι έφυγαν κατευθυνόμενοι προς την Ανατολική Μακεδονία.11

Σταδιακά και μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, το ρεύμα μετεγκατάστασης διογκώθηκε και αρκετοί από τους μετοίκους εγκαταστάθηκαν σταθερά και οριστικά μέσα στη Θεσσαλονίκη, ως άνθρωποι της αγοράς, προσαυξάνοντας τον αριθμό των χριστιανών ραγιάδων και ανατρέποντας την παλαιότερη δημογραφική αναλογία υπέρ των Εβραίων της πόλης. Η αναλογία αυτή ανατράπηκε όχι μόνο λόγω της μαζικής άφιξης των "Σκούρτα", αλλά και λόγω της μείωσης του πληθυσμού των Εβραίων. Μετά από μία μεγάλη πυρκαγιά στα 1660 που κατέστρεψε την αγορά και το κυρίως εβραϊκό κέντρο της πόλης πολλοί Εβραίοι κάτοικοί της έφυγαν για τις πόλεις και τις αγορές της μακεδονικής ενδοχώρα. Ένα ακόμη σοβαρότερο πλήγμα για την εβραϊκή κοινότητα ήρθε γύρω στα 1666 όταν 300 περίπου από τις άρχουσες εβραϊκές οικογένειες εξισλαμίστηκαν ακολουθώντας το παράδειγμα του ψευδομεσία Σαμπετάι Σεβή, οι διδαχές του οποίου είχαν αναστατώσει τη ζωή των Εβραίων της πόλης ήδη από το 1655.12 Έτσι, γύρω στα 1687 η παρουσία των μετοίκων "Σκούρτα" μαρτυρείται πως ήταν ιδιαίτερα αισθητή και το άθροισμα των παλαιότερων και των νεότερων και ευκατάστατων χριστιανών κατοίκων ξεπερνούσε πια τον αριθμό των Εβραίων ραγιάδων.13 Η ανατροπή των δημογραφικών αναλογιών ανάμεσα στους Εβραίους και χριστιανούς ραγιάδες οδήγησαν σε προστριβές για την κατανομή των φορολογικών υποχρεώσεων και των αγκαριών που τους αναλογούσαν. Οι Εβραίοι κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν και ζητούσαν να επανεξεταστούν οι αναλογίες αυτών των υποχρεώσεων, αν και η ομάδα των χριστιανών ραγιάδων ανέφερε στις αρχές πως η παρουσία των "Σκούρτα" δεν ήταν μόνιμη και οριστική. Τελικά εκ των πραγμάτων οι τουρκικές αρχές δεν πείστηκαν και θεώρησαν την παρουσία των "Σκούρτα" ως οριστική. Έτσι, στις αρχές του 18ου αιώνα (1718, 1720), οι μουσουλμάνοι κάτοικοι κατέβαλαν το 1/4 των υποχρεώσεων, οι Εβραίοι το 1/4, οι γηγενείς χριστιανοί το 1/4 και οι μέτοικοι "Σκούρτα" το υπόλοιπο 1/4.14 Το συμπέρασμα είναι πως στα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνα η ομάδα των χριστιανών μετοίκων, εμπόρων και βιοτεχνών, από την Πίνδο, και ανάμεσά τους και αρκετών Βλάχων κυριαρχούν στην αγορά και ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις τους δραστήριους Εβραίους.15 Γύρω στα 1731 αρκετοί από τους μετοίκους φαίνεται πως είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη και οι χριστιανοί κάτοικοι διαμαρτύρονταν για την αναλογία των φορολογικών υποχρεώσεων.16 Όπως θα εξετάσουμε αναλυτικότερα, ίσως ορισμένοι από αυτούς εγκαταλείποντας την πόλη βρέθηκαν εγκατεστημένοι στο Ασβεστοχώρι, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη.17

1. Μέρτζος, Κωνσταντίνος Δ., "Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας", Ε.Μ.Σ. 7, Θεσσαλονίκη 1947, σελ.37-39.
2. Δημητριάδης, Βασίλης, "Ο Kannuname και οι χριστιανοί κάτοικοι της Θεσσαλονίκης γύρω στα 1525", Μακεδονικά 19, Θεσσαλονίκη 1979, σελ.328-395, (σελ.369).
3. Δημητριάδης, Βασίλης, "Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή", Ε.Μ.Σ. 39, Θεσσαλονίκη 1973, σελ.70. Τσελεμπή, Εβλιγιά, "Ταξίδι στην Ελλάδα", Έρευνα-Λογοτεχνική Απόδοση: Νίκος Χειλαδάκης, Εκάτη, Αθήνα 1991, σελ.118.
4. Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., "Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, Α' Αρχείο Θεσσαλονίκης, 1695-1912", Ε.Μ.Σ. 13, Θεσσαλονίκη 1952, εγγ. 1, 65, 87, 101, 112, 119, 150, 211.
5. Βασδραβέλλης, ο.π., σελ.4, εγγρ.1.
6. Βλέπε κεφάλαιο: "Οι Βλάχοι της Νότιας Πίνδου. Ασπροποταμίτες και Μαλακασιώτες".
7. Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., "Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Τουρκοκρατία 1453-1669. Τόμος Β'. Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας", έκδοση Β', Θεσσαλονίκη 1976, σελ.426-427. Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., "Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833", Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.143, 494.
8. Βασδραβέλλης, ο.π., σελ.79, εγγρ.65.
9. Παπασωτηρίου, Ι.Β., "Επαρχία Καλαμπάκας", Τρικαλινά 7, Τρίκαλα 1987, (πρώτη έκδοση 1935-39), σελ.217.
10. Καλούσιος, Δημήτριος, "Η Βυλίζα", Ματσούκι Ιωαννίνων 1992.
11. Παπασωτηρίου, ο.π., σελ. 199.
12. Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., "Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833", Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.235-237.
13. Βασδραβέλλης, ο.π., σελ.108, εγγρ.87.
14. Βασδραβέλλης, ο.π., σελ.133 εγγρ.101, 147 εγγρ.112, 156, εγγρ.119.
15. Μοσκώφ, Κωστής, "Θεσσαλονίκη, τομή της μεταπρατικής πόλης", Στοχαστής, Αθήνα 1978, σελ.48.
16. Βασδραβέλλης, ο.π., σελ.192, εγγρ.150.
17. Βλέπε κεφάλαιο: "Ασβεστοχώρι".