ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Δ. ΟΙ AΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ
5. Οι Αρβανιτόβλαχοι στη Μακεδονία

Αρβανιτόβλαχοι της Νιζόπολης, τέλη 19ou αι.. (Μακεδονικό Ημερολόγιο 1910).Τα χρόνια και τα γεγονότα του 1821 υπήρξαν μία χρονική και ιστορική καμπή για τη γεωγραφική χωροθέτηση των Αρβανιτόβλαχων στη Βαλκανική. Μέχρι τότε μπορούμε να πούμε πως το μεγαλύτερο μέρος των προγόνων των σημερινών Αρβανιτόβλαχων κινούνταν κυρίως στην Ήπειρο και τη σημερινή Κεντρική και Νότια Αλβανία. Μετά όμως από το 1821 οι Αρβανιτόβλαχοι εξαπλώνονται και δημιουργούν νέες εγκαταστάσεις που μας έδωσαν τους σημερινούς αρβανιτοβλάχικους πληθυσμούς πέρα από την Ήπειρο και την Αλβανία. Η παρούσα εργασία δεν έχει εντοπίσει στοιχεία για την έξοδο και τη μαζική μετακίνηση αρβανιτοβλάχικων πληθυσμιακών ομάδων πριν από την πτώση και το θάνατο του Αλή Πασά το 1822. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι πληθυσμοί των Αρβανιτόβλαχων δεν αντιμετώπισαν τις καταπιέσεις και τις διώξεις που βίωσαν άλλοι πληθυσμοί και ανάμεσά τους και Βλάχοι, κατά την περίοδο της κυριαρχίας του Αλή Πασά. Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως ο Αλή βοήθησε στη δημιουργία του Μπιτσικόπουλου, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι σχέσεις ανάμεσα στον Αλή Πασά και τους Αρβανιτόβλαχους ήταν σχετικά αγαθές. Ο Αλή είχε κατακλέψει από διάφορους Τουρκαλβανούς μπέηδες και Βλάχους τσελιγκάδες χιλιάδες ζώα. Ο Pouqueville αναφέρει πως γύρω στα 1815 ο Αλή Πασά είχε στην κυριότητά του 2.000.000 κεφάλια αξίας περίπου 2.000.000 πιάστρων. Ο Αλή είχε γίνει ο μεγαλύτερος αρχιτσέλιγκας της επικράτειας του. Χρειαζόταν ικανούς τσοπαναραίους για την φύλαξή αυτών των κοπαδιών. Το ρόλο αυτό φαίνεται πως ανέλαβαν κάποιες ισχυρές και μάλλον πιστές σε αυτόν φάρες Αρβανιτόβλαχων.407

Όταν πια, από το 1820, ο Αλή Πασάς βρισκόταν σε πολεμική σύγκρουση με τα στρατεύματα που έστειλε ο σουλτάνος Μαχμούτ για να τον εξουδετερώσουν, θα πρέπει να άρχισαν τα προβλήματα και για τους Αρβανιτόβλαχους, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις αρπαγές και τις επιτάξεις των στρατευμάτων των αντίπαλων πλευρών. Τα κοπάδια και οι αγέλες των φορτηγών ζώων ήταν η μόνη παραγωγική περιουσία τους, αλλά έγιναν σίγουρα στόχος των συνεχώς μετακινούμενων στρατευμάτων, ατάκτων και μη. Μπορεί τα καλοκαίρια να βρίσκονταν στην ασφάλεια των βουνών, κατά τη διάρκεια όμως των δύο ετήσιων μετακινήσεων και κατά την περίοδο της παραμονής τους στα χειμαδιά ήταν εκτεθειμένοι σε κάθε κίνδυνο. Επιπλέον είχαν να αντιμετωπίσουν τις ληστρικές ομάδες, που μέσα στα πολεμικά γεγονότα δρούσαν ανεξέλεγκτα σε όλη την παλαιότερη επικράτεια του Αλή Πασά. Όταν μάλιστα το 1821 ξέσπασε και η ελληνική επανάσταση, οι περιουσίες και οι οικογένειές τους βρίσκονταν σε ακόμη πιο επισφαλή θέση, εξαιτίας της γενικότερης πολεμικής αναστάτωσης που επέφερε. Η καταστροφή και η ερήμωση του Μπιτσικόπουλου από ληστές, στα 1840, είναι ίσως η πλέον ενδεικτική περίπτωση.

Έτσι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, στις αρχές της δεκαετίας του 1820, ξεκίνησαν οι πρώτες μαζικές έξοδοι των Αρβανιτόβλαχων προς τη Μακεδονία. Δυστυχώς, δεν έχει εντοπιστεί κάποια πολύ αξιόπιστη καταγραφή αυτών των εξόδων. Ωστόσο αρκετά και σημαντικά στοιχεία μπορούν να αντληθούν από προφορικές παραδόσεις, που είχαν διασωθεί ανάμεσα στους κατοίκους των βλάχικων εγκαταστάσεων στο Βέρμιο.408 Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις παραδόσεις, ένα αρκετά μεγάλο φαλκάρι Αρβανιτόβλαχων έφτασε στην ορεινή περιοχή του Μοριχόβου, στα βορειοδυτικά της Έδεσσας, γύρω στα 1822. Το φαλκάρι αυτό φέρεται να οδηγήθηκε στο Μορίχοβο κάτω από την ηγεμονία των Τζεγκαίων, μίας δυναμικής οικογένειας αρχιτσελιγκάδων. Στις παραδόσεις αυτές αναφέρεται αόριστα πως οι προηγούμενες εστίες αυτών των φυγάδων βρίσκονταν στην περιοχή του Νταγκλί και της Κολωνίας, δίχως ιδιαίτερο προσδιορισμό κάποιων χωριών ή οικισμών. Ωστόσο, η προσωνυμία Φρασαριώτες, που χρησιμοποιούν οι άλλοι Βλάχοι της Κεντρικής Μακεδονίας, όταν αναφέρονται σε αυτούς και τους απογόνους τους, μπορεί να είναι ενδεικτική για την υπόθεση πως προέρχονταν είτε από την ίδια τη Φράσαρη είτε από τη γύρω από αυτή περιοχή. Δε μπορούμε να γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η δύναμη αυτού του φαλκαριού σε οικογένειες και κοπάδια, αν και στην καταγραφή των προφορικών παραδόσεων αναφέρονται 200 οικογένειες και 50.000 πρόβατα. Οι αριθμοί αυτοί ίσως να ανταποκρίνονται στα δεδομένα μετά το σχηματισμό και την εδραίωση της εγκατάστασής τους στο Μορίχοβο, αφού προστέθηκαν στην αρχική ομάδα και άλλες μικρότερες αρβανιτοβλάχικες φάρες και φαλκάρια. Σύμφωνα με κάποια άλλη καταγραφή αυτής της εξόδου το αρχικό φαλκάρι μετακινήθηκε σταδιακά προς την περιοχή του Μοριχόβου.409 Αρχικά, παρέμειναν για κάποιο απροσδιόριστο χρόνο στη θέση Λαπουσνέτς κοντά στη Φλώρινα, η οποία πρέπει να ταυτίζεται με τη θέση Λοπουσέτς της κοινότητας Σκοπιάς. Από εκεί τράβηξαν για το Μορίχοβο και τα υψώματα του Καϊμάκτσαλαν ή Νίτσε, του ελληνικού Βόρρα. Εκεί πια δημιούργησαν ένα νέο θερινό καλυβικό οικισμό στη θέση Τσιακούρα ή Τσεκούρα, ο οποίος σε πολλούς χάρτες και μεταγενέστερες αναφορές ταυτίζεται με τον καλυβικό οικισμό Καλύβια Παπαδιάς ή απλά Παπαδί. Θα πρέπει βέβαια να εξετάσουμε την περίπτωση ο οικισμός που δημιούργησαν στην Τσιακούρα να μην ήταν ο μοναδικός, αλλά απλά ο σημαντικότερος και κεντρικότερος από μία ομάδα μικρών καλυβικών οικισμών, που δημιούργησαν στα υψώματα του Βόρρα για τις ανάγκες της βοσκής των κοπαδιών τους.

Θα πρέπει, όμως, να εξετάσουμε τις εγκαταστάσεις των Αρβανιτόβλαχων στο Μορίχοβο σε σχέση και με τις άλλες ομάδες νομαδοκτηνοτρόφων, Βλάχων και μη, που έφτασαν στην περιοχή την ίδια περίπου εποχή, αλλά και σε σχέση με προϋπάρχουσες βλάχικες εγκαταστάσεις. Είναι σίγουρο πως στην περιοχή του Μοριχόβου ήρθαν σε επαφή με βλάχικα φαλκάρια που είχαν προηγηθεί και που προέρχονταν από την περιοχή του Γράμμου και αρκετά αργότερα με Σαρακατσαναίους. Ωστόσο, οι Αρβανιτόβλαχοι θα πρέπει να ήταν η πολυπληθέστερη ομάδα νομάδων κτηνοτροφών του Μοριχόβου καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αν μάλιστα δεχτούμε πως η δημοτική ποίηση μπορεί να διασώζει πραγματικά ιστορικά γεγονότα, τότε θα πρέπει να δεχτούμε πως ήδη από την αρχική φάση της εγκατάστασης των Αρβανιτόβλαχων στο Μορίχοβο είχε δημιουργηθεί κάποια πληθυσμιακή συμφόρηση ανθρώπων και κοπαδιών, με αποτέλεσμα μία ομάδα 60 περίπου οικογενειών κάτω από την αρχηγεία του τσέλιγκα Βασίλη ή Σέρμπου να φύγει το 1837 από την Τσιακούρα και να δημιουργήσει μία νέα θερινή εγκατάσταση στο βόρειο Βέρμιο, στη θέση των ερειπίων του χωριού Σέλι, το οποίο είχε καταστραφεί με τα γεγονότα της επανάστασης το 1822. Αυτή η ομάδα έθεσε τα θεμέλια του μεγαλύτερου ορεινού αρβανιτοβλά- χικου οικισμού στην Κεντρική Μακεδονία, του Ανω Βερμίου (Σέλια ντιν Σους).410 Γύρω στα 1878 ο οικισμός στην Τσιακούρα διασπάστηκε με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες ορεινές καλυβικές εγκαταστάσεις, όπως στο Πάτημα (Πατιτσίνα) στις νότιες πλαγιές του Βόρρα, στο Ανω Γραμματικό (Καλίβιλι ντιν Γραμματίκοβα) και στον Άγιο Δημήτριο Έδεσσας (Κίντροβα) στις βόρειες πλαγιές του Βερμίου, και στην Ελαφίνα (Σπουρλίτα) στα Πιέρια. Όσο για τις ανάγκες της χειμερινής βοσκής των κοπαδιών τους, από την αρχική ακόμη φάση της εγκατάστασής τους στη Μακεδονία, στράφηκαν προς τα πεδινά της Βέροιας και της Κατερίνης, εκεί όπου αναζήτησαν χειμαδιά και οι Βλάχοι που βρέθηκαν στο Βέρμιο, προερχόμενοι από τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών. Η ιστορική συνέχεια των Αρβανιτόβλαχων που βρέθηκαν τότε στο Μορίχοβο, το Βέρμιο και τα Πιέρια θα μας απασχολήσουν εκτενέστερα σε επόμενα κεφάλαια.411

Βέβαια τα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια που βρέθηκαν εκείνη την περίοδο στο Μορίχοβο και το Βέρμιο δεν ήταν τα μόνα που εγκατέλειψαν τις προηγούμενες εστίες τους, για να στραφούν προς βορειότερες περιοχές. Κάποιες άλλες φάρες και φαλκάρια στράφηκαν προς τον ορεινό όγκο του Μοράβα, στα ανατολικά της Κορυτσάς. Εκεί, κάτω από την ηγεμονία των αρχιτσελιγκάδων Μπαλιμάτση ή Μπαλαμάτση, δημιούργησαν νέες θερινές εγκαταστάσεις με σημαντικότερη αυτή στην Άνω Πλεάσα. Αυτοί που τότε βρέθηκαν στις πλαγιές του Μοράβα στράφηκαν για χειμαδιά στην ανατολική Θεσσαλία, στις περιοχές του Αλμυρού και του Σέσκλου. Το 1880 ο I. Λαμπρίδης αναφέρει την ύπαρξη τριών βλάχικων θερινών καλυβικών εγκαταστάσεων κοντά στην Κορυτσά, στο τμήμα του Δεβολίου, των οποίων οι κάτοικοι κατέβαιναν το χειμώνα στη Θεσσαλία. Τις αναφέρει με τα ονόματα Καλύβια Γιαννούλη Βλάχου, Καλύβια Σπύρου Βλάχου και Καλύβια Πήτου Βλάχου, δίχως να δίνει περισσότερα στοιχεία για αυτές.412 Οι τρεις αυτές καλυβικές εγκαταστάσεις θα πρέπει να ταυτίζονται με τις αρβανιτοβλάχικες εγκαταστάσεις που αναφέρει ο G. Weigand, μερικά χρόνια αργότερα, στις θέσεις Άνω Πλεάσα, Στροπάνι και Μοράβα.413

Ο Σ. Λιάκος, κάνοντας κάποια αναφορά για την καταγωγή των αστών Βλάχων της Κορυτσάς, επισημαίνει πως σύμφωνα με κάποια γραπτή μαρτυρία που είχε εντοπίσει και που χρονολογούνταν από το 1867 εκτός από τους Μοσχοπολίτες υπήρχαν και Βλάχοι που προέρχονταν από το χωριό Σιάλεσι (Shallës) της Κολώνιας, το οποίο χαρακτηρίζει ως πρώην αρβανιτοβλάχικη εγκατάσταση.414 Ο Π. Αραβαντινός αναφέρει πως η εγκατάσταση των Σιαλεσαίων και πολλών Μοσχοπολιτών στην Κορυτσά έγινε μάλλον με κάποια οργάνωση, όταν μετά το 1834 επικράτησε σχετική ηρεμία στην περιοχή. Οιέποικοι αυτοί δημιούργησαν τη συνοικία της αγοράς στην Κορυτσά, το Βαρόσι.415Αν αναλογιστούμε πως οι Αρβανιτόβλαχοι, που στις αρχές του 19ουαιώνα έφτασαν στην περιοχή της Κορυτσάς, συνέβαλαν κατά πολύ στη δημιουργία της χριστιανικής αστικής τάξης της Κορυτσάς, τότε, με κάποια ίσως επιφυλακτικότητα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως μία από τις εστίες εκκίνησής τους βρισκόταν και στο Σιάλεσι.

Όταν προς τα τέλη του 18ου αιώνα καταστράφηκαν τα βλαχοχώρια του Γράμμου και οι περισσότεροι από τους κατοίκους τους τα εγκατέλειψαν, κάποιοι άλλοι Βλάχοι ήρθαν με τα κοπάδια τους στα άδεια θερινά λιβάδια αυτού του βουνού. Ήταν κυρίως αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια, που και αυτά, με τη σειρά τους, είχαν αναγκαστεί να μετατοπιστούν στο Γράμμο. Έχουμε την πληροφορία πως στα 1845 μία ομάδα 10 με 15 αρβανιτοβλάχικων οικογενειών προσκλήθηκε να εγκαταλείψει το Γράμμο και να εγκατασταθεί στο Μεγάροβο, στις πλαγιές του Περιστεριού, δυτικά του Μοναστηριού. Η μετεγκατάστασή τους αποσκοπούσε στο να καλυφθούν οι ανάγκες των κτηνοτροφών του Μεγάροβου σε τσοπαναραίους, καθώς τα βλαχοχώρια της Πελαγονίας στις πλαγιές του Περιστεριού είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται σε κοινότητες εμποροβιοτεχνών, με συνέπεια την έλλειψη εργατικών χεριών.416

Παρόμοιες μετακινήσεις και εγκαταστάσεις αρβανιτοβλάχικων πληθυσμιακών ομάδων σημειώθηκαν προς τα περισσότερα από τα βλαχοχώρια της δυτικής και βόρειας Μακεδονίας. Μία από τις πιο αξιόλογες περιπτώσεις είναι η εγκατάσταση μίας αρκετά μεγάλης ομάδας ανάμεσα στους παλαιότερους Βλάχους κατοίκους της Νιζόπολης, δίπλα στο Μεγάροβο, με αποτέλεσμα οι Αρβανιτόβλαχοι να αποτελούν πια ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρος των κατοίκων του χωριού. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Νιζόπολη εκκενώθηκε και καταστράφηκε, οι κάτοικοι της, Αρβανιτόβλαχοι και μη, μετακινήθηκαν στην Κατερίνη, όπου αρκετοί τελικά παρέμειναν οριστικά.

Μία άλλη ενδεικτική περίπτωση είναι αυτή του χωριού Άνω Μπεάλα, δυτικά της Στρούγκας, στην π.Γ.Δ.Μ., δίπλα στα σύνορα με την Αλβανία. Τα κοπάδια των μόνιμων Βλάχων κατοίκων του χωριού τα φρόντιζαν νομάδες Αρβανιτόβλαχοι, και για την ακρίβεια Μουζακιαραίοι που μετακινούνταν ανάμεσα στην Άνω Μπεάλα και την παραλιακή πεδιάδα της Μουζακιάς, στην Κεντρική Αλβανία. Η αρχική ομάδα των Αρβανιτόβλαχων που έφτασε στην Άνω Μπεάλα αριθμούσε γύρω στα 150 άτομα. Όταν κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα η ομάδα αυτή προσπάθησε να εγκατασταθεί μέσα στην Άνω Μπεάλα συνάντησε την αντίθεση των παλαιότερων και εδραίων Βλάχων κατοίκων. Παρά τις προστριβές, μετά από διαπραγματεύσεις μπόρεσαν να εγκατασταθούν μέσα στο χωριό και αρχικά μόνο για τους θερινούς μήνες. Σιγά σιγά, κάποιες από αυτές τις οικογένειες αγόρασαν σπίτια στην Άνω Μπεάλα από τους παλαιότερους Βλάχους κατοίκους που εξισλαμίστηκαν και εγκατέλειψαν το χωριό. Σταδιακά, το αρχικό φαλκάρι τους διασπάστηκε και μικρές ομάδες οικογενειών βρέθηκαν και στην Κάτω Μπεάλα, αλλά και στα γειτονικά μη βλάχικα χωριά Βέφτσανι, Βίσνι, Ποντγκόρτσι και Λαμπουνίστα.417 Στις αρχές του 20ου αιώνα οι οικογένειες των Αρβανιτόβλαχων ήταν πια γύρω στις 40 με 50, ενώ 10 περίπου οικογένειες, οι πιο εύπορες, είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό και αφομοιώθηκαν από τους παλαιότερους και εδραίους Βλάχους κατοίκους.418 Αρβανιτόβλαχοι έφτασαν και εγκαταστάθηκαν μέχρι το Κρούσοβο, όπου η ομάδα τους ήταν γνωστή με το ιδιαίτερο όνομα Πολονάκοι.419 Αρβανιτόβλαχοι εγκαταστάθηκαν σταδιακά δίπλα στις βλάχικες αστικές παροικίες της Αχρίδας και του Μοναστηριού.

Πέρα όμως από τους Αρβανιτόβλαχους που βρέθηκαν συνδεδεμένοι με τα μόνιμα βλαχοχώρια και τις βλάχικες παροικίες των μεγάλων πόλεων, κάποια ανεξάρτητα φαλκάρια εμφανίζονταν στην περιοχή μόνο κατά τους θερινούς μήνες και σχημάτιζαν θερινούς καταυλισμούς στα ορεινά της περιοχής, όπως αυτούς που αναφέρουν οι Thompson και Wace πως υπήρχαν στις αρχές του 20ου αιώνα στις πλαγιές της Γκαλισίτσας ή Πέτρινου, ανάμεσα στις λίμνες της Αχρίδας και της Μεγάλης Πρέσπας, στις θέσεις Ιλίνο και Λέβα Ρέκα.420 Από αυτά τα ανεξάρτητα φαλκάρια θα πρέπει πιθανά να προερχόταν η μικρή ομάδα των Αρβανιτόβλαχων που αναφέρεται να εγκαταστάθηκε οριστικά στο Γκόπεσι ανάμεσα στο 1913 με 1920.421 Κάποια ανεξάρτητα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια βρέθηκαν και σε βορειότερες περιοχές της π.Γ.Δ.Μ. μέχρι την πόλη των Σκοπίων και την πεδιάδα του Κουμάνοβου.

Εκτός από τις συνοικήσεις Αρβανιτόβλαχων με άλλους Βλάχους είχαμε και περιπτώσεις συνοικήσεων με Αρβανίτες. Το 1841 κάποιοι Αρβανιτόβλαχοι μαζί με πολυπληθέστερους Αρβανίτες και κάποιους λιγότερους Γκραίκους δημιούργησαν το χωριό Δροσοπηγή, την παλιά Μπελκαμένη, και το 1861 το χωριό Φλάμπουρο, την παλιά Νεγκοβάνη ή Νιγκουβάνλι στα βλάχικα.422 Οι πρώτοι οικιστές αυτών των δύο χωριών της Φλώρινας προέρχονταν από το χωριό Πληκάτι της Κόνιτσας, στις νότιες πλαγιές του Γράμμου. Εκεί, ανάμεσα στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, κατά την περίοδο των γενικότερων καταστροφών διάφορων οικισμών και των μετακινήσεων πολλών χριστιανικών πληθυσμών, βλάχικων και μη, βρέθηκαν να έχουν καταφύγει Αρβανίτες και Αρβανιτόβλαχοι προερχόμενοι από το Νταγκλί και την Κολώνια. Ανάμεσά τους ίσως είχαν βρεθεί και Βλάχοι από τα κατεστραμμένα βλαχοχώρια του Γράμμου, Γράμμουστα και Νικολίτσα. Ωστόσο, ο κύριος όγκος του πληθυσμού του Πληκατίου ήταν Αρβανίτες. Το 1839, λόγω των πιέσεων των Τουρκαλβανών της Κολώνιας, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που είχε συγκεντρωθεί στο Πληκάτι, έφυγε αναζητώντας ασφαλέστερες περιοχές προς τη Μακεδονία.423 Οι δύσκολες καταστάσεις που βίωσαν τότε οι κάτοικοι του Πληκατίου θα πρέπει να ήταν ανάλογες με αυτές που είχαν ως αποτέλεσμα την ταυτόχρονη καταστροφή και ερήμωση του Μπιτσικόπουλου. Οι οικογένειες των Αρβανιτόβλαχων που βρέθηκαν τελικά στη Δροσοπηγή και το Φλάμπουρο πρέπει να κατάγονταν ή να είχαν τις παλαιότερες εστίες τους σε διάφορα μέρη της Ηπείρου και όχι μόνο στο Πληκάτι, όπως τον Παρακάλαμο και τη Φούρκα στο νομό Ιωαννίνων, αλλά και σε διάφορα χωριά της Βορείου Ηπείρου, κυρίως στην περιοχή της Κολωνίας, όπως τα χωριά Φράσαρη, Ραντιμίστι, Μπαρμάσι, Κιαφζέζι, Στίκα, Κιουτέζα και Δάρδα.424 Ορισμένοι Αρβανιτόβλαχοι βρέθηκαν την ίδια περίπου περίοδο ή και νωρίτερα και στο Λέχοβο, ένα άλλο αρβανιτοχώρι της Φλώρινας.425 Ο ερευνητής των Βλάχων Σ. Διάκος αναφέρει πως οι Βλάχοι που συνέβαλαν στη δημιουργία του Φλάμπουρου και της Δροσοπηγής είχαν βρει καταφύγιο στο Πληκάτι, όπως και στα γειτονικά χωριά Πλαγιά και Χιονιάδες, μετά την καταστροφή των προηγούμενων εστιών τους στον οικισμό Βάλιανη. Σημειώνει πως η Βάλιανη ήταν αρβανιτοβλάχικος οικισμός και βρισκόταν στις δυτικές, σήμερα αλβανικές, πλαγιές του Γράμμου, στα ανατολικά της Ερσέκας.426 Αν και σήμερα το Πληκάτι φέρεται να είναι το μοναδικό αρβανίτικο χωριό της επαρχίας Κόνιτσας, το 1865 ο Αραβαντινός αναφέρει πως οι 90 οικογένειες που κατοικούσαν τότε στο Πληκάτι ήταν Βλάχοι.427 Η αναφορά του Σ. Λιάκου για τη Βάλιανη δεν πρέπει να είναι εντελώς αβάσιμη. Θα πρέπει να θεωρείται σίγουρο πως εκείνη την εποχή ύστερα από τις διάφορες καταστροφές, σημειώθηκαν ομαδικές πληθυσμιακές μετακινήσεις, μικρές όμως σε μέγεθος, που δεν άφησαν ιδιαίτερα ίχνη. Η εγκατάσταση βλάχικων προσφυγικών ομάδων για κάποια έστω χρόνια σε διάφορα χωριά της νότιας πλευράς του Γράμμου, που σήμερα δε θεωρούνται βλάχικα, έρχεται να ενισχυθεί και από σχετική αναφορά του F. Pouqueville. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Pouqueville επισημαίνει την εγκατάσταση στο χωριό Λυκόρραχη ή Κεφαλοχώρι (Λούψικο ή Λούμπισκο) της Κόνιτσας μίας ομάδας 70 οικογενειών, οι οποίες, όπως αναφέρει, είχαν καταφύγει εκεί προερχόμενες από τη Μοσχόπολη.428 Σήμερα βέβαια δεν υπάρχει κανένα ίχνος αυτή της βλάχικης εγκατάστασης στη Λυκόρραχη και το πιο πιθανό είναι ότι οι Βλάχοι πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί αναγκάστηκαν και πάλι να μετακινηθούν.

Αρβανιτόβλαχοι της ίδιας προέλευσης με αυτούς που βρέθηκαν στα ανατολικά της Κορυτσάς, στο Μοράβα, θα πρέπει να ήταν αυτοί που στη διάρκεια του α' μισού του 19ου αιώνα βρέθηκαν εγκατεστημένοι και στο Πισοδέρι, για να καταλήξουν να αφομοιωθούν με τους παλαιότερους Βλάχους του χωριού.429 Οι θερινές βοσκές των βουνών γύρω από τις λίμνες των Πρεσπών και της Αχρίδας συνέχισαν να προσελκύουν λιγότερο οργανωμένα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Νομάδες Αρβανιτόβλαχοι θα πρέπει να είναι οι 30 βλάχικες οικογένειες που στην πατριαρχική απογραφή των βλάχικων πληθυσμών του 1905 καταγράφονται να κατοικούν στο χωριό Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι) της Φλώρινας,430 προφανώς δίπλα στους εδραίους σλαβόφωνους χριστιανούς κατοίκους.

Τα κύματα μετακίνησης Αρβανιτόβλαχων προς τη Μακεδονία συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωση της το 1912, ιδιαίτερα μετά το 1918-19 και τον τερματισμό των πολεμικών γεγονότων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Μικρές ομάδες αρβανιτοβλάχικων οικογενειών από αυτές που βρέθηκαν ή πέρασαν εκείνη την περίοδο από το αλβανικό στο ελληνικό έδαφος στράφηκαν σταδιακά για νέες θερινές και χειμερινές εγκαταστάσεις στο νομό Πέλλας και εξελικτικά οι περισσότεροι βρέθηκαν, ήδη από το μεσοπόλεμο, εγκαταστημένοι στην Κρύα Βρύση των Γιαννιτσών. Η πορεία τους θα παρουσιαστεί εκτενέστερα σε επόμενα κεφάλαια. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου και από το 1951 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Μακεδονία το τελευταίο κύμα νομάδων Αρβανιτόβλαχων. Με την καθοδήγηση και τη βοήθεια του κράτους ένας σημαντικός αριθμός χωριών της Φλώρινας και της Καστοριάς, που είχαν ερημώσει λόγω των γεγονότων του Εμφυλίου, εποικίστηκαν από Αρβανιτόβλαχους. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν περάσει στο ελληνικό έδαφος μετά την οριστική χάραξη των συνόρων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία. Χάνοντας τα θερινά τους λιβάδια, που παρέμειναν στο αλβανικό έδαφος, βρέθηκαν σκορπισμένοι κυρίως στην ελληνική Ήπειρο. Την περίοδο του μεσοπολέμου, πολλοί από αυτούς που συνέχισαν τη νομαδική κτηνοτροφική ζωή αναζήτησαν θερινά λιβάδια στην ελληνική πλευρά του Γράμμου και σε ορεινές περιοχές της Φλώρινας και της Καστοριάς, ενώ το χειμώνα κατέβαιναν κυρίως στη Θεσπρωτία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το κράτος, θέλοντας να ενισχύσει πληθυσμιακά τις παραμεθόριες περιοχές, βοήθησε στη μόνιμη και οριστική εγκατάσταση αυτών των περιπλανώμενων ακόμη Αρβανιτόβλαχων σε χωριά γύρω από τις Πρέσπες. Έτσι σήμερα βρίσκουμε Αρβανιτόβλαχους στα χωριά Βροντερό (Γκάσντανη), Πύλη (Βίνενη), Άγιο Γερμανό (Γέρμαν), Καλλιθέα (Ρουντάρι), Καρυές, Οξυά (Μπουκόβικ) και Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι) της Φλώρινας και Ιεροπηγή (Κοστενέτσι) και Δενδροχώρι (Δίμπενη) της Καστοριάς. Σε κάποια από αυτά είναι οι μόνοι κάτοικοι, όπως στο Βροντερό, την Κρυσταλλοπηγή και την Ιεροπηγή, ενώ στα άλλα αποτελούν ένα μόνο μέρος των κατοίκων.

Θα πρέπει να επισημανθεί πως στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα η διασπορά και η ενσωμάτωση μικρών ομάδων Αρβανιτόβλαχων σε όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια και τις εγκαταστάσεις της νότιας Βαλκανικής ήταν μάλλον ο κανόνας. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της ομάδας των Αρβανιτόβλαχων που εγκαταστάθηκαν και συνδέθηκαν με τη Φούρκα της Κόνιτσας.431 Οι μεγάλοι Βλάχοι τσελιγκάδες αναζήτησαν ανάμεσα στους Αρβανιτόβλαχους επιδέξιους πιστικούς για τις ανάγκες των κοπαδιών τους. Ωστόσο, οι κτηνοτροφικές ικανότητες και τεχνογνωσία των Αρβανιτόβλαχων δεν ήταν τα μόνα κριτήρια για την πρόσληψή τους από τα άλλα βλάχικα τσελιγκάτα. Η γνώση της αλβανικής γλώσσας και οι διασυνδέσεις τους με τους τότε Τουρκαλβανούς κυρίως ληστές στάθηκαν εξίσου σημαντικά προσόντα για την αποτροπή των συχνών τότε ληστρικών επιθέσεων.432

407. Σιμόπουλος, ό.π., σελ. 348-349,400.
408. Χιονίδης, Γεώργιος X., «Οι ανέκδοτες αναμνήσεις του Γιώτη, (Παναγιώτη), Ναούμ για τους Βλάχους της Ηπείρου και της Μακεδονίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα και για την επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία», Μακεδονικά ΚΔ', Θεσσαλονίκη 1984, σελ.61-66.
409. Capidan, ό.π., σελ.63,74-75.
410. Χιονίδης ό.π., σελ.79. Παδιώτης, Γεώργιος, «Fărşeroteşti, Τραγούδια Φαρσαριωτών- Αρβανιτόβλαχων», Τοπικοί Πολιτισμοί αρ.2, Εταιρεία Αρωμανικού (Βλάχικου) Πολιτισμού, Αθήνα 1991, σελ.73.
411. Βλέπε: «Οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας».
412. Λαμπρίδης I., «Περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων», μέρος Β', Εν Αθήναις 1880, σελ.235.
413. Weigand, ό.π., σελ.289.
414. Walker, Mary Adelaide, «Διά της Μακεδονίας ως τις αλβανικές λίμνες, Οχρίδα και Μαλίκης», Μετάφραση: Κ. Πύρζας, Θεσσαλονίκη 1973, σελ.137.
415. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Α', ό.π., σελ.116.
416. Κίζας, Γεώργιος, «Μεγάροβο», Μακεδονικό Ημερολόγιο, Αθήνα 1910, σελ.239-250.
417. Trajanovski, Todor, «Vlazkite rodovi vo Struzko», Skopje 1979, σελ.29,66.
418. Τοπάλης Α., «Τα χωριά Άνω και Κάτω Μπεάλα. Η λιμνολεκάνη Στρούγκας Αχρίδας», Μακεδονικά, Θεσσαλονίκη 1972, σελ.432-433,440. Trajanovski, ό.π„ σελ.66-68.
419. Μπάλλας, ολ., σελ.20.
420. Wace, Alan J.B.-Thompson, Maurice S., «Οι Νομάδες των Βαλκανίων, Περιγραφή της ζωής και των εθίμων των Βλάχων της Βόρειας Πίνδου», Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1989, σελ.216-217.
421. Trifunovski, Jovan, «Gopes», (σλαβομακεδονικά), Faculte de Philosophic de l’Universite de Skopje, Tome 10 (1957), Skopje, σελ.259-266.
422. Ανωνύμου, «Η Νεγοβάνη», Μακεδονικό Ημερολόγιο 1908, σελ.218.
423. Hâciu, Anastase Ν., «Aromânii», Foscani 1936, σελ. 171-173. Στυλίδης, Χαράλαμπος I., «Το χωριό Φλάμπουρο (Νεγοβάνη), Ν. Φλώρινας», Θεσσαλονίκη 1990.
424. Στυλιάδης, ό.π., σελ.28-29, 35-41, 46-47.
425. Οικονόμου, Παντελής Π., «Το Λέχοβο στην ιστορική του πορεία», Θεσσαλονίκη 1976, σελ.7-11.
426. Λιάκος, Σ.Ν., «Τα 150 ονόματα των οικισμών της Λύγκου. Τεκμήρια καταγωγής των προ το 1912 κατοίκων της Μακεδονίας ειδικά και της Μικρευρώπης γενικά», Μικροευρωπαϊκές Μελέτες 10, Θεσσαλονίκη 1961, σελ.49.
427. Αραβαντινός, Μονογραφία, ό.π., σελ.49.
428. Pouqueville, F., «Ταξίδι στην Ελλάδα, Τα ηπειρωτικά», Τόμος Α', Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1994, σελ.169.
429. Hâciu, ό.π., σελ. 171. Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος Α., «Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, 1878-1894. Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχέωνα», ΙΜΧΑ 196, Θεσσαλονίκη 1983, σελ.285.
430. Πατριαρχικό Τυπογραφείο, ό.π., σελ. μδ'.
431. Βλέπε κεφάλαιο: «Κρύα Βρύση Γιαννιτσών».
432. Αρσενίου, Λαζ. Αρσ., «Τα τσελιγγάτα», Β' έκδοση, Αθήναι 1972, σελ.33-34.