Οικογένεια βλάχων από τον Ασπροπόταμο.Όταν γύρω στα 1770 ξέσπασε το κίνημα των Ορλωφικών, τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου βρίσκονταν σε μία πορεία ανάπτυξης, όπως κι άλλες ορεινές και προνομιούχες, για τα τότε δεδομένα, περιοχές της Ελλάδας. Από τότε και μέχρι τα 1832 και τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους, για περισσότερες από δύο γενιές, μία σειρά από δύσκολες κι αξεπέραστες καταστάσεις ήρθαν να αποδυναμώσουν, σταδιακά, και τελικά να εξαφανίσουν σχεδόν ολοκληρωτικά τις συνθήκες για  μεγαλύτερη πρόοδο.
Τα γεγονότα αυτής της περιόδου είχαν ως αποτέλεσμα αλυσιδωτές πληθυσμιακές εξόδους, τα κύματα των οποίων έφτασαν σε μακρινές περιοχές, συντελώντας στην ενίσχυση άλλων βλάχικων εγκαταστάσεων ή τη δημιουργία νέων.

 

Κατά τη διάρκεια των Ορλωφικών, ο Ασπροπόταμος φαίνεται πως βρέθηκε αντιμέτωπος μόνο με παράπλευρες κι αντανακλαστικές επιπτώσεις. Τα χωριά του απεφύγανε τις καταστροφές στο μέγεθος που τις γνώρισαν η Μοσχόπολη κι οι άλλοι βλάχικοι οικισμοί στις βορειότερες προεκτάσεις της Πίνδου. Είναι, μάλιστα, πιθανό τα μεγαλύτερα από τα βλαχοχώρια της περιοχής, όπως η Καστανιά, να δέχθηκαν κάποια κύματα ομόγλωσσων προσφύγων ως ασφαλέστερες περιοχές . Αν και σύμφωνα με παραδόσεις, κάποια χωριά δέχτηκαν ληστρικές επιθέσεις από τους Τουρκαλβανούς, που διέσχιζαν την Πίνδο κατευθυνόμενοι προς την Πελοπόννησο ή όταν επέστρεφαν από αυτή μετά την καταστολή του επαναστατικού κινήματος. Ωστόσο, το πλέον ισχυρό πλήγμα ήρθε όταν οι οθωμανικές αρχές της Θεσσαλίας κατόρθωσαν να απαλλαχθούν από τους φερόμενους ως τους πλέον δυναμικούς από τους δημογέροντες του Ασπροποτάμου μαζί με ένα μεγάλο αριθμό υποστηρικτών τους, ίσως το πιο δραστήριο στοιχείο στην περιοχή των Τρικάλων. Τα διαδραματιζόμενα γεγονότα έχουν παρουσιαστεί σε διάφορες εκδοχές και με διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Μία από αυτές αναφέρει πως δύο ισχυροί δημογέροντες του Ασπροποτάμου, ο Δημάκης κι ο Γιωργάκης, βρίσκονταν σε έντονη αντιπαράθεση . Το πείσμα των δύο μερίδων οδήγησε σε εκδίκαση κι επίλυση της αντιπαράθεσης από τον Αγά Πασά, έναν από τους τρεις πασάδες της Λάρισας. Μετά από προτροπή των αρχών οι αντίδικοι έφτασαν στη Λάρισα συνοδευμένοι από όσους περισσότερους υποστηρικτές τους μπορούσαν να συγκεντρώσουν. Στις 9 Μαρτίου του 1770 οι κυρίαρχοι άρπαξαν την ευκαιρία και κατέσφαξαν το συγκεντρωμένο πλήθος των αντιδίκων. Σύμφωνα με έγγραφο του αρχείου του βενετικού προξενείου στη Θεσσαλονίκη, οι εκτελεσθέντες ανέρχονταν σε 700 Τρικαλινούς και 20 Λαρισαίους . Το γεγονός αυτό δεν πρέπει να ήταν μεμονωμένο. Την ίδια χρονιά στην Κωνσταντινούπολη, συληφθήκαν  κι εκτελεστήκαν τα μέλη μίας αποστολής  προκρίτων από την Καστανιά κι ανάμεσά τους ο Ηλίας Πύρρος, πατέρας του ιατροφιλόσοφου Διονύσιου Πύρρου. Τελικά, αν και τα αρματολίτικα σωμάτων του Ασπροποτάμου κινητοποιηθήκαν και συμμετείχαν στα πολεμικά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη Ρούμελη, τα ίδια τα  βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου παρέμειναν αμέτοχα στο κίνημα των Ορλωφικών. Οι κοτζαμπάσηδες παρουσίασαν αυτοσυγκράτηση, φοβούμενοι μεγαλύτερες καταστροφές στα ίδια τους τα χωριά. Από τότε όμως ξεκινά μία νέα περίοδο ανοικτής σύγκρουσης ανάμεσα στους αρματολούς και τις οθωμανικές αρχές, τοπικές ή κεντρικές.

            Στα 1785, ο περίφημος Αλή Πασάς των Ιωαννίνων κατόρθωσε να τοποθετηθεί από τις αρχές στην Κωνσταντινούπολη ως δερβεντζής της Θεσσαλίας, δηλαδή αρχηγός του σώματος για την ασφάλεια των οδικών αρτηριών και των ορεινών διαβάσεων. Ο Αλή βάλθηκε να ξεκαθαρίσει τη Θεσσαλία όχι μόνο από τους ληστές, αλλά και να υποτάξει ή και να εξαφανίσει τους ισχυρούς καπεταναίους των αρματολών και τους δυναμικούς δημογέροντες του Ασπροποτάμου και του Μαλακασίου, όπως έπραξε αργότερα και στην περιοχή του Ολύμπου. Οι σχέσεις, όμως, του Αλή με την περιοχή και τους άρχοντές της ίσως είχαν ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Σύμφωνα με παραδόσεις, όταν στην αρχή της σταδιοδρομίας του ο Αλή είχε έρθει σε σύγκρουση με συγγενείς του κι άλλους ισχυρούς Τουρκαλβανούς τοπάρχες αναζήτησε καταφύγιο στον Ασπροπόταμο. Εκεί, ίσως, είχε βρεθεί στη δούλεψη  κάποιων κοτσαμπάσηδων κι αρχιτσελιγκάδων, είτε πιθανότερα των Χατζηπετραίων του Νεραϊδοχωρίου είτε των Δημακαίων του Χαλικίου ή της Καστανιάς. Τότε φημολογείται  πως έγινε η πρώτη συνάντηση του νεαρού Αλή με τον Κοσμά τον Αιτωλό, ο οποίος παρουσιάζεται να προφήτεψε τόσο την άνοδο όσο και την πτώση του.

Όταν πια από τα 1788 εξελίχθηκε σε απόλυτο κύριο της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, οι προσπάθειές του στραφήκαν στο να ιδιοποιηθεί τον πλούτο και των βλαχοχωριών, αποσπώντας όλο και μεγαλύτερες εισφορές. Σε πολλές περιπτώσεις απώτερος στόχος του ήταν να μετατρέψει τα πλούσια κεφαλοχώρια των Βλάχων σε δικά του τσιφλίκια. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στα 1814 ο Γάλλος πρόξενος και περιηγητής F. Pouqueville:
        «Οι Μεγαλοβλαχίτες έπεσαν στο ζυγό του σατράπη των Ιωαννίνων. Ο Αλή Πασάς άλλους απ` αυτούς άρχισε να τους χαϊδεύει, να τους εξαγοράζει και να τους μετατρέπει σε καταδότες των συμπατριωτών τους, και γενικά να τους διαιρεί και να τους διαφθείρει και έτσι να οδηγεί μια φυλή περήφανη και μέχρι τότε αξιοσέβαστη για τις αρχές της, στην ανηθικότητα και σε μια μελλοντική καταστροφή».
Έφτανε μέχρι το σημείο να διευθετεί ακόμη και τις συγγενικές σχέσεις, μέσω των επιγαμιών, ανάμεσα στους κοτζαμπάσηδες και τους καπεταναίους. Όπως όταν, γύρω στα 1816, επέβαλε στον αρχιαρματολό του Ασπροποτάμου Nικόλαο Στουρνάρα από την Κουτσιάνα (Στουρναραίικα) να δώσει για σύζυγο την κόρη του Ευαγγελή, αλλά και ένα τμήμα του αρματολικίου του, αυτό του Κλινόβο Κολ, ως προίκα, στο νεότερο αρματολό και Σαρακατσάνο στην καταγωγή Γρηγόρη Λιακατά.

            Γύρω στα 1790 ο Αλή Πασάς φέρεται να κάλεσε στα Γιάννενα πολλούς από τους προκρίτους του Ασπροποτάμου, προσπαθώντας να μεθοδεύσει τη διαδικασία της υποταγής τους. Ο Αλή παρουσιάζεται να ζήτησε από τη συνέλευση των κοτζαμπάσηδων ένα μεγάλο χρηματικό ποσό και τους τίτλους ιδιοκτησίας κάποιων βλαχοχωριών του Ασπροποτάμου. Μετά από αυτή τη συνέλευση εξόρισε τον προύχοντα της Καστανιάς Γιάννη Δημάκη, ο οποίος προφανώς στεκόταν εμπόδιο στις διαθέσεις του, με απώτερο όμως σκοπό να εκφοβίσει τους υπόλοιπους. Σύμφωνα με παραδόσεις, ανάμεσα στους προκρίτους μίας τέτοιας συνέλευσης φέρεται να ήταν κι ο Αθανάσιος Ντάκος ή Καλαμαρτζής από την Αγία Παρασκευή. Οι παραδόσεις παρουσιάζουν τον Καλαμαρτζή να αντιστάθηκε στις πιέσεις και τα βασανιστήρια του Αλή. Όταν τελικά αποφυλακίστηκε κι επέστρεψε στο χωριό του ενημέρωσε τους συγχωριανούς του και φέρεται να τους παρότρυνε να το εγκαταλείψουν, αναγνωρίζοντας πως σύντομα ο Αλή θα τους έφερνε σε αδιέξοδο. Οι πανικόβλητοι κάτοικοι φέρονται να εγκατέλειψαν συλλογικά το χωριό και να διασκορπίστηκαν προς τις περιοχές της Βέροιας και των Σερρών. Οι περισσότεροι επέστρεψαν μόνο μετά την πτώση του Αλή, ύστερα από δεκαοκτώ περίπου χρόνια. Στο διάστημα αυτό, στα λιβάδια της Αγίας Παρασκευής αναφέρεται πως είχε εγκατασταθεί κάποια ομάδα Σαρακατσαναίων. Μπροστά στην αντίσταση των Ασπροποταμιτών ο Αλή μεθόδευσε ασφυκτικότερες πιέσεις. Γύρω στα 1894, υποκίνησε επιθέσεις έμπιστων σε αυτόν Τουρκαλβανών, όπως το Γιουσούφ Αράπης, σπέρνοντας την τρομοκρατία στα χωριά που αντιστέκονταν στις διαθέσεις του. Έτσι, ένας απροσδιόριστος αλλά μάλλον σημαντικός αριθμός  ανθρώπων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις εστίες του και να φύγει από την επικράτεια του Αλή.

            Είναι ενδεικτικό πως το 1795 ο Αλή καταστρατήγησε τα ισχυρά προνόμια της γειτονικής «Χώρας Μετσόβου», αποσκοπώντας στον πλήρη έλεγχο των διαβάσεων και στην οικονομική απομύζηση των δραστήριων κατοίκων της περιοχής. Από τότε και μέχρι τα μετεπαναστατικά χρόνια ένας ακαθόριστος αριθμός Μετσοβιτών, κυρίως εμπορευόμενοι κι επαγγελματίες, εγκατέλειψε σταδιακά τις εστίες του κι αναζήτησε ασφάλεια σε μέρη μακριά από την επικράτεια του Αλή, συνήθως εκεί όπου είχαν ήδη αναπτύξει κάποιες επαγγελματικές δραστηριότητες. Πολλοί εγκαταστάθηκαν σε διοικητικά, αστικά και οικονομικά κέντρα της Ανατολικής Μακεδονίας, άλλοι έφτασαν μέχρι τη Φιλιππούπολη κι άλλοι οριστικοποίησαν την παραμονή τους στις παροικίες στα εδάφη των Αψβούργων και της Ρωσίας. Από τότε και μέσα στα επόμενα χρόνια μικρές ομάδες Μετσοβιτών φαίνεται πως έφτασαν μέχρι το Κρούσοβο, το Μοναστήρι, ακόμη και στη Μηλόβιστα, δηλαδή στις βλάχικες εγκαταστάσεις της Πελαγονίας στην Άνω Μακεδονία. Την ίδια πορεία προς το βορρά φαίνεται πως ακολούθησαν και κάποιοι φυγάδες από διάφορα χωριά του Ασπροποτάμου.

Μετά το 1803 κι αφού καθυπόταξε τους Σουλιώτες, ο Αλή αφαίρεσε και κατήργησε όλα τα προνόμια που είχαν απομείνει και στο εξής τα βλαχοχώρια, όπως κι άλλα μέρη, εξαρτιόνταν απόλυτα από τη θέλησή του. Ο Αλή Πασάς ακολούθησε μια στρατηγική προσαύξησης των φόρων και των έκτακτων εισφορών. Η στρατηγική που ακολούθησε για την απομύζηση του πλούτου που είχε συγκεντρωθεί στα χέρια των Βλάχων, με απώτερο στόχο την υποταγή των κοινοτήτων τους, γίνεται εμφανής στην περίπτωση των Καλαριτών. Οι οφειλές των κατοίκων της μικρής αλλά πλούσιας πολιτείας αυξήθηκαν από 14.000 σε 45.000 γρόσια, με αποτέλεσμα να οδηγηθούν  σε συλλογικό δανεισμό από μουσουλμάνους πιστωτές στα Γιάννενα. Η περίπτωση του γειτονικού Ματσουκιού είναι ακόμη πιο χαρακτηριστική για το πώς μεθόδευε την οικονομική εξαθλίωση των κεφαλοχωριών, μέχρι οι κάτοικοι να εξαναγκαστούν να του πουλήσουν τα χωριά τους. Έτσι, ανάμεσα στα 1805 με 1818, μη μπορώντας να ανταποκριθούν στις οικονομικές απαιτήσεις του Αλή, οι Ματσουκιώτες σκόρπησαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Καταφύγανε κυρίως στα Άγραφα, αλλά και στην Άρτα, τα Τρίκαλα, το Καρπενήσι, την Υπάτη, τη Λαμία και τη Μενδενίτσα της Φθιώτιδας.

            Μπορεί το Ματσούκι να ήταν ένα σχετικά εύκολο θύμα για τον Αλή, σύντομα όμως στράφηκε και προς τα πιο μεγάλα και πιο δυναμικά κεφαλοχώρια. Το 1812 ο Αλή κάλεσε στα Γιάννενα τον Ιακωβάκη Οικονόμου, προύχοντα του Κλεινού, και τον γιο του Δημήτρη μαζί με άλλους εννέα προκρίτους. Ύστερα από ατυχείς διαπραγματεύσεις για την πώληση του Κλεινού έπνιξε στη λίμνη των Ιωαννίνων όλα τα μέλη της αποστολής. Την ίδια περίπου διαδικασία ακολούθησε και με την Καστανιά. Αυτή τη φορά όμως έδρασε ο γιος του Αλή, ο Βελή Πασάς. Αντιμέτωπος με την αντίσταση που πρόβαλαν οι δημογέροντες του χωριού μπροστά στην επιθυμία του να μετατρέψει την Καστανιά από κεφαλοχώρι σε τσιφλίκι, ο Βελή κρέμασε τελικά από τη γέφυρα της Λάρισας το μεγάλο κοτζαμπάση της Καστανιάς Κωνσταντίνο Παπαπολύμερο. Όταν οι Καστανιώτες, με τις ισχυρές διασυνδέσεις που φέρονται να διέθεταν, κίνησαν έλεγχο της Υψηλής Πύλης για την εκτέλεση, η απάντηση που έλαβαν ήταν πως «είχε γίνει λάθος». Πριν από αυτά τα γεγονότα πολλοί Καστανιώτες, λόγω της στενότητας του χώρου, είχαν ήδη αρχίσει να εκπατρίζονται αναζητώντας καλύτερη τύχη κι εμπορικές δραστηριότητες σε άλλα μέρη. Οι παρεμβάσεις όμως του Αλή Πασά, τόσο οι έμμεσες, όπως οι συχνές επιθέσεις των Τουρκαλβανών ληστών, όσο και οι άμεσες, όπως η δολοφονία του Παπαπολύμερου, οδήγησαν πολλούς Καστανιώτες σε απόγνωση κι αναγκαστικό εκπατρισμό. Η Καστανιά φαίνεται πως έχασε, σταδιακά, τους μισούς από τους 6.000 κατοίκους που ίσως είχε μέχρι τότε. Αρκετοί από αυτούς στράφηκαν προς τα αστικά και εμπορικά κέντρα της Ανατολικής Ρωμυλίας και της Ανατολικής Μακεδονίας, (Πέστερα, Αλιστράτη, Προσωτσάνη, Σέρρες, Σωχός κ.ά). Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία πως, ανάμεσα στα 1800 με 1840, δηλαδή τόσο πριν όσο και μετά τις καταστροφές της επανάστασης του 1821, ένας σημαντικός αριθμός οικογενειών από την Καστανιά εγκαταστάθηκε, κυρίως ως επαγγελματίες, στο Αϊβαλί στα παράλια της Αιολίδας στη Μικρά Ασία, Λέγεται πως είχαν φτάσει να έχουν 42 εμποροβιοτεχνικά καταστήματα. Μετά την μικρασιατική καταστροφή, οι απόγονοί τους κατάφυγαν στην Ελλάδα μαζί με τους υπόλοιπους Μικρασιάτες.

            Οι περισσότερες από τις ληστρικές επιθέσεις που δέχτηκαν εκείνη την περίοδο τα διάφορα βλαχοχώρια φαίνεται πως υποκινούνταν από τον ίδιο τον Αλή ή λάμβαναν χώρα με την ανοχή του. Τον Αύγουστο του 1809, ο γνωστός αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης Γεώργιος Καραϊσκάκης, που τότε βρίσκονταν στην υπηρεσία του, επιτέθηκε κι έκαψε το μισό χωριό της Πολυθέας. Το 1816 κάποιος ληστής κατάστρεψε το Χαλίκι, καθώς οι κάτοικοι δεν ήταν σε θέση να του παραδώσουν το ποσό που απαιτούσε. Μετά τον εμπρησμό του χωριού, ένα μέρος των κατοίκων αναφέρεται πως έφυγε κρυφά και σκόρπισε σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας. Αν κι ο Αλή Πασάς φέρεται να είχε καλές σχέσεις με τους προκρίτους του Χαλικίου, η ληστρική επίθεση ίσως αποτελούσε σχέδιό του. Σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις πολλοί Χαλικιώτες έφυγαν από το χωριό τους μπροστά στην επιθυμία του Αλή να το μετατρέψει σε τσιφλίκι του. Τελικά, αρκετά από τα πιο αδύναμα βλαχοχώρια της περιοχής υπέκυψαν κι έγιναν τσιφλίκια του Αλή και των γιων του. Ως αποτέλεσμα άλλοι από τους κατοίκους αναγκαστούν να εκπατριστούν, ενώ αυτοί που παρέμειναν βρέθηκαν στη θέση να πληρώνουν ενοίκιο για να μπορούν τα κοπάδια τους να βόσκουν ανεμπόδιστα στα προγονικά ορεινά λιβάδια. Τέτοια τύχη αναφέρονται πως είχαν τα χωριά Ματονέρι, Αμπελοχώρι, Ορθοβούνι, Καλομοίρα, Ελάφι, Περτούλι, Πύρρα, Δέση, Άγιος Νικόλαος, Δροσοχώρι, Αγία Παρασκευή, Γαρδίκι και Αθαμανία.

            Αυτοί που εγκατέλειπαν τότε τα χωριά τους ήταν κυρίως αυτοί που κινδύνευαν περισσότερο από την αρχηγική μανία του Αλή Πασά. Ήταν οι ευκατάστατοι πρόκριτοι, τσελιγκάδες, έμποροι και τεχνίτες. Έφευγαν μεμονωμένα ή κατά ομάδες, ακολουθούμενοι από τις οικογένειές τους και τις οικογένειες που εξαρτιόνταν από αυτούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των περιπετειών που έζησαν μεμονωμένα ατόμα ή και οικογένειες αποτελεί η περίπτωση του Γούσιου Χατζηπέτρου, ενός δραστήριου προύχοντα, μεγαλοτσέλιγκα κι εμπόρου μάλλινων ειδών από το Νεραϊδοχώρι. Είχε μάλιστα υπάρξει προεστός και στην πόλη των Τρικάλων. Αν και προηγουμένως είχαν αναπτύξει καλές με τον Αλή, οι Χατζηπετραίοι έπεσαν στη δυσμένειά του καθώς αρνούνταν την ακόμη στενότερη συνεργασία και την υποταγή. Η οικογένεια καταστράφηκε οικονομικά και στα 1812 οι δύο μικρότεροι από τους τρεις γιους του Γούσιου, ο Γιαννάκης και ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, αναζήτησαν καλύτερη τύχη στις Σέρρες, όπου η οικογένεια είχε ήδη αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες. Από εκεί ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος ταξίδεψε μέχρι τη Βιέννη μαζί με άλλους εμπόρους από τις Σέρρες. Αποτέλεσε μέλος μίας επιτροπής Ελλήνων που συνάντησε το Ναπολέοντα και ζήτησε την αρωγή του για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Αργότερα, στα 1817, ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος επέστρεψε στην περιοχή και βρέθηκε στην αυλή και την υπηρεσία του Αλή Πασά ως δεύτερος γραμματικός. Στην πορεία έλαβε μέρος στην επανάσταση του 1821 και υπήρξε υπασπιστής του Όθωνα, ιδρύοντας τη σημερινή προεδρική φρουρά και στελεχώνοντάς την κυρίως με Ασπροποταμίτες.

            Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος των εξόδων και των δημογραφικών μεταβολών αρκεί μία σύγκριση των πληθυσμιακών στοιχείων που μας δίνει ο F. Pouqueville για την περίοδο ανάμεσα στα 1806 με 1815 με τα δημογραφικά δεδομένα του «Κώδικα Τρίκκης» του 1820, ο οποίος συντάχθηκε με εντολή του Αλή για φορολογικούς λόγους. Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως τα στοιχεία του Pouqueville καταγράφηκαν στα 1806 με 1815 και πως οι έξοδοι είχαν ξεκινήσει σταδιακά αρκετά χρόνια νωρίτερα, τότε μπορούμε εύκολα να υποθέσουμε πως ο αριθμός των ανθρώπων, που εγκατέλειψαν τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου, κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας του Αλή Πασά (1788-1820), ίσως να έφτανε και να ξεπερνούσε το 1/3 του πληθυσμιακού δυναμικού που είχαν στα τέλη του 18ου αιώνα. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί πως, παρά τις απώλειες, αυτοί οι οικισμοί συνέχισαν να αποτελούν  εξαιρέσεις για τα δημογραφικά δεδομένα της περιοχής των Τρικάλων, σε σύγκριση με τα χωριά του κάμπου ή άλλων ορεινών περιοχών, όπως τα Χάσια.

            Όμως, ακόμη κι όταν τα θύματα του Αλή Πασά κατόρθωναν να ξεφεύγουν από την επιτήρησή του κι έβρισκαν καταφύγιο κι ασφάλεια σε άλλες περιοχές, ο Αλή δεν έπαυε να τους αναζητά. Το 1816 είχε θορυβηθεί πια τόσο πολύ ώστε μαζί με το γιο του Βελή, που ήταν τότε μουτεσερίφης του σαντζακίου Τρικάλων, κίνησαν διαδικασία για τον εντοπισμό κάποιων φυγάδων και τον εξαναγκασμό τους να επιστρέψουν στις προηγούμενες εστίες τους. Κινώντας τις διασυνδέσεις τους με την Υψηλή Πύλη, εκδόθηκε φιρμάνι του σουλτάνου Μαχμούτ Β' με το οποίο διατάσσονταν να επιστρέψουν στις παλιές τους εστίες όλοι όσοι είχαν φύγει από τον καζά των Τρικάλων μέσα στα προηγούμενα δέκα χρόνια κι είχαν καταφύγει στις περιοχές της Θεσσαλονίκης, των Σερρών, της Ζίχνης, της Κομοτηνής κι αλλού. Σύμφωνα με το φιρμάνι, ο Αλή αναζητούσε ονομαστικά 800 άτομα που είχαν εγκαταλείψει τον καζά των Τρικάλων. Παρόλες τις στρατηγικές κινήσεις του Αλή, οι έξοδοι δε σταμάτησαν και μάλλον πήραν δραματικές διαστάσεις. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί πως οι έξοδοι βλαχόφωνων από την επικράτεια του Αλή ήταν ταυτόχρονες με ανάλογες εξόδους γειτονικών ελληνόφωνων κι αλβανόφωνων πληθυσμών της επικράτειάς του, ακόμη και μουσουλμάνων. Στο απόγειο της παντοδυναμίας του στα 1820, η επικράτειά του απλωνόταν στα νότια μέχρι πέρα από τη Λειβαδιά, στα βόρεια μέχρι ανάμεσα τη Φλώρινα και το Μοναστήρι και στα ανατολικά μέχρι τις όχθες του Αξιού στα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης. Έτσι, άλλοι τράβηξαν για τη Βοιωτία, την Αττική και την Εύβοια και άλλοι για την Πελαγονία ή για την Ανατολική Μακεδονία

            Η πτώση του Αλή Πασά κι ο θάνατός του το 1822 δεν απάλλαξαν τα βλαχοχώρια από τις καταστροφές, καθώς συνέπεσαν με τα πρώτα γεγονότα της  ελληνικής επανάστασης. Τα αρματολίκια του Ασπροποτάμου αναστατωθήκαν κι ακολούθησαν το κάλεσμα, αν και οι κοτζαμπάσηδες παρέμεναν επιφυλακτικοί. Τα  Στρατιωτικά Ενθυμήματα του αγωνιστή Νικολάου Κ. Κασομούλη, ο οποίος έζησε τα τοπικά δρώμενα από κοντά, παραμένουν μία από τις ισχυρότερες μαρτυρίες για τα γεγονότα εκείνων των χρόνων.

            Από τα βλαχοχώρια που πλήρωσαν σκληρότερα τη συμμετοχή τους στην επανάσταση ήταν το Συρράκο και οι Καλαρίτες, οι κάτοικοι των οποίων ήταν γείτονες και συγγενείς των Ασπροποταμιτών. Οι δύο ευημερούσες μέχρι τότε κοινότητες είχαν ελάχιστες γνώσεις στα άρματα. Θεωρήθηκαν, όμως, απρόσβλητες όχι μόνο λόγω της ασφάλειας των ορεινών θέσεών τους, αλλά κυρίως λόγω της πολιτικής ισχύος των προκρίτων τους. Τον Ιούλιο του 1821 τα κατασταλτικά στρατεύματα λεηλάτησαν και καταστρέψανε συνθέματα τα δύο χωριά. Οι κάτοικοι και οι Γιαννιώτες που είχαν καταφύγει εκεί διασκορπιστήκαν στα Τζουμέρκα και τα Άγραφα. Αρκετοί κατάφυγαν στο Μεσολόγγι και χάθηκαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας και της εξόδου το 1826. Άλλοι βρέθηκαν στα Επτάνησα, κυρίως στη Ζάκυνθο και την Κέρκυρα, και κάποιοι μέχρι τα λιμάνια της Ιταλίας στην Αδριατική. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως στα 1831, όταν οι κάτοικοι των δύο οικισμών είχαν πια αμνηστευτεί, στους Καραλίτες είχαν καταμετρηθεί μόνο 26 οικογένειες από τις 500 και πλέον που φέρονται να κατοικούσαν εκεί πριν την καταστροφή. Είναι φανερό πως οι περισσότεροι από αυτούς που μπόρεσαν να επιβιώσουν στα δύσκολα επαναστατικά χρόνια προτίμησαν να εγκατασταθούν οριστικά κυρίως στα Γιάννενα, αλλά και στα Επτάνησα και  τις πόλεις του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, όπως την Πάτρα, τον Πύργο, τη Χαλκίδα, τη Λειβαδιά και την Αθήνα. Οι κάτοικοι του Μετσόβου δεν μπόρεσαν να πάρουν ενεργό μέρος στην επανάσταση, καθώς οθωμανικά στρατεύματα είχαν εδραιωθεί εκεί ελέγχοντας τη διάβαση του Ζυγού. Ωστόσο, ούτε το Μέτσοβο μπόρεσε να αποφύγει τη μερική έστω καταστροφή. Οι επαναστατημένοι αρματολοί του Ασπροποτάμου, προσπαθώντας να παρασύρουν και τους Μετσοβίτες ή έχοντας διάθεση εκδίκησης για τη μη συμμετοχή τους στην επανάσταση, επιτέθηκαν και έκαψαν 180 σπίτια. Το 1822 ο Χουρσίτ Πασάς πήρε ως ομήρους έναν αριθμό προκρίτων του Μετσόβου, προσπαθώντας να αποτρέψει οποιαδήποτε κίνησή τους. Το γεγονός ότι αργότερα εκτέλεσε τους ομήρους μπορεί να δηλώνει τις διαθέσεις των Μετσοβιτών σε σχέση με την επανάσταση. Έτσι κάτω από τις συνθήκες γενικής ανασφάλειας ένας αριθμός οικογενειών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Μέτσοβο και πάλι.

Τον Ιούνιο του 1823 στρατεύματα Τουρκαλβανών, υπό την αρχηγία του Σελιχτάρ Μπόντα ή Πόδα, πρώην στενού συνεργάτη του Αλή, επιχείρησαν να εισβάλουν στον Ασπροπόταμο. Ξεκινώντας από την Πύλη Τρικάλων ανέβαιναν για τα βλαχοχώρια, λεηλατώντας και καταστρέφοντας τα πάντα στο πέρασμά τους. Οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους και κατέφυγαν στην ασφάλεια των βουνών. Τα μεγάλα και ακμαία μέχρι τότε χωριά Περτούλι, Νεραϊδοχώρι και Πύρρα κυριολεκτικά ισοπεδώθηκαν. Όταν το 1826 πέρασε από αυτά τα χωριά, ο Νικόλαος Κασομούλης δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει ούτε καν που βρίσκονταν άλλοτε τα θεμέλια των σπιτιών. Με τα ίδια γεγονότα καταστράφηκαν και κάποια γειτονικά ελληνόφωνα χωριά, όπως η Πύλη Τρικάλων. Μετά την καταστροφή οι κάτοικοι της Πύλης ακολούθησαν τα κύματα εξόδου προς τα ανατολικά και πολλοί βρέθηκαν μαζί με τους βλαχόφωνους γείτονές τους στις περιοχές της Θεσσαλονίκης και των Σερρών. Καθώς όμως τα χωριά έμειναν άδεια από κατοίκους έγιναν εύκολος στόχος λεηλασίας, ακόμη κι από γνωστούς αγωνιστές, όπως το Γεώργιο Καραϊσκάκη, ο οποίος το 1824 λεηλάτησε την άδεια από κατοίκους Κρανιά.

Ανάλογα κύματα εξόδου είχαν ως εστία εκκίνησης και τη γειτονική Μηλιά Μετσόβου. Παραδόσεις αναφέρουν πως ίσως μέχρι κι 80 οικογένειες στραφήκαν προς τα ανατολικά και πολλοί φέρονται να αναζήτησαν ασφάλεια στη μακρινή Θράκη, κυρίως στην Αδριανούπολη και την περιοχή της. Την ίδια περίοδο, το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του Αμάραντου εγκατέλειψε το χωριό, αναζητώντας καλύτερη τύχη μακριά από τις καταπιέσεις και τα πολεμικά γεγονότα. Κατευθύνθηκαν κυρίως προς τις πόλεις και τα κεφαλοχώρια της Ανατολικής Μακεδονίας. Πριν από την έξοδο το χωριό φέρεται να είχε 500 οικογένειες. Λόγω των συνθηκών έφυγαν συλλογικά από τον Αμάραντο, αφού εκποίησαν τις όποιες περιουσίες τους, και οι οικογένειες των εξισλαμισμένων Βλάχων, οι οποίοι αναφέρεται πως ζούσαν μέχρι τότε εκεί. Χαρακτηριστικό παράδειγμα παροικίας που δημιούργησαν οι κάτοικοι του Αμάραντου στην Ανατολική Μακεδονία είναι η περίπτωση του χωριού Περιθώρι του Νευροκοπίου.

Μετά την υποταγή του Ασπροποτάμου, πολλοί από τους αγωνιστές της περιοχής ακολούθησαν τους καπεταναίους και συνέχισαν να μάχονται στη νοτιότερη Ελλάδα. Αρκετοί ήταν αυτοί που βρέθηκαν στο Μεσολόγγι, όπου πολέμησαν κι έπεσαν ηρωικά κατά την πολιορκία και την έξοδο του 1826. Άλλοι πάλι πέρασαν στο Μοριά και πολέμησαν μέχρι και στην Πύλο. Είναι προφανές πως τους αγωνιστές είχαν ακολουθήσει κι ομάδες οικογενειών που βρέθηκαν να περιπλανιούνται στη νοτιότερη Ελλάδα. Μία τέτοια μικρή ομάδα από την Πύρρα φέρεται να δημιούργησε ή να ενίσχυσε δημογραφικά το χωριό Πυρί, σήμερα συνοικία της Θήβας. Ο G. Weigand αναφέρει πως, πολλά χρόνια αργότερα, στα 1889, στη Θήβα υπήρχαν 50 περίπου οικογένειες Βλάχων με καταγωγή από διάφορα χωριά του Ασπροποτάμου, όπως την Πύρρα, το Κατάφυτο και την Ανθούσα, μαζί με κάποιες λίγες οικογένειες χρυσοχόων από το Νυμφαίο της Φλώρινας. Αυτές οι προσφυγικές οικογένειες των Ασπροποταμιτών Βλάχων, που δεν επέστρεψαν πίσω στις εστίες τους στα μετεπαναστατικά χρόνια, εγκαταστάθηκαν οριστικά εκεί γύρω στα 1840. Αυτοί ήταν οι φορείς του αποκριάτικου εθίμου του «Βλάχικου Γάμου» που επιβίωσε μέχρι τις μέρες μας στη Θήβα.

Η κατάσταση στην περιοχή  παρέμενε τραγική ακόμη και μετά τη λήξη των τοπικών επαναστατικών δρώμενων, ακόμη και μετά την αναγνώριση του πρώτου μικρού ελληνικού κράτους. Αναφέρεται, χαρακτηριστικά, πως από το 1821 και μετά οι κάτοικοι που δεν εγκατέλειψαν την περιοχή οριστικά παρέμειναν για δεκαοκτώ περίπου χρόνια σε καλύβες μέσα στα δάση, περιμένοντας καλύτερες εποχές. Ανεξέλεγκτες ληστρικές ομάδες δρούσαν ανενόχλητες, εκμεταλλευόμενες τη γενική αναρχία που επικρατούσε. Πολλές από αυτές αποτελούνταν από χριστιανούς, βλαχόφωνους και ελληνόφωνους. Ενδεικτική είναι η καταγραφή πως, το 1831, ομάδες χριστιανών ληστών επιτέθηκαν στον Κλεινό, τον Πλατανιστό, τη Μηλιά Μετσόβου και τα Γρεβενά. Στο πέρασμά τους έκαψαν και λήστεψαν τα πάντα. Οι δολοφονίες και οι βιασμοί που διέπραξαν ήταν πρωτόγνωρες, παρόλες τις προηγούμενες δοκιμασίες. Ήταν επόμενο, μέσα σε αυτές τις τραγικές συνθήκες, να υπάρχει μία σταθερή ροή φυγάδων και προσφύγων. Αξίζει να αναφερθεί σε συνδυασμό πως, ανάμεσα στα 1830 με 1840, εκτός από τους Βλάχους, στις περιοχές πέρα από τον Αξιό και μέχρι τα ορεινά της Ροδόπης και του Αίμου, βρέθηκαν και πολλά απόλυτα νομαδικά τσελιγκάτα Σαρακατσαναίων. Κάποια από αυτά συνήθιζαν να περνούν τα καλοκαίρια στα βουνά του Ασπροποτάμου και των Αγράφων. Ωστόσο, η συμπεριφορά ορισμένων θεωρήθηκε προβληματική, καθώς φέρονται να διαπράττουν αδικήματα σε βάρος των εδραίων κατοίκων των ορεινών οικισμών. Έτσι, ύστερα από τις πιέσεις των συγχωριανών τους, κάποιοι προεστοί του Ασπροποτάμου και των Αγράφων ζήτησαν από τις οθωμανικές αρχές την απομάκρυνσή τους. Φαίνεται πως τελικά, παρά τις αντεγκλήσεις, τις αντίρροπες παρεμβάσεις και τις υποσχέσεις για μελλοντική καλύτερη συμπεριφορά, κάποιοι Σαρακατσαναίοι δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την «εξορία».

            Η αναζήτηση εγκατάστασης στην Ανατολική Μακεδονία δεν ήταν καθόλου τυχαία, τόσο πριν όσο και μετά την επανάσταση. Οι αγορές των πόλεων και των κεφαλοχωριών της περιοχής ήταν γνώριμες και οικίες στους Βλάχους, καθώς βρίσκονταν πάνω στο πέρασμα των καραβανιών τους, τα οποία διέσχιζαν τα Βαλκάνια με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη και τις αγορές και τις παροικίες πέρα από το Δούναβη και το Σάβο, ήδη πριν από τα χρόνια του Αλή. Επιπλέον, η στάση των Οθωμανών τοπαρχών των Σερρών στάθηκε αρκετά ευνοϊκή. Περιηγητές όπως ο W. M. Leake κι ο Μ. Ε. Μ. Cousinery αναφέρουν πως, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ο Ισμαήλ μπέης των Σερρών κι ο διάδοχος γιος του Γιουσούφ, αντίπαλοι κι οι δύο του Αλή Πασά, υπήρξαν προστάτες και υποστηρικτές των εμπορικών δραστηριοτήτων και της εγκατάστασης στην επικράτειά τους δραστήριων εμποροβιοτεχνών, νομαδοκτηνοτρόφων και πολεμιστών, Βλάχων και μη, από τα μέρη της επικράτειας του Αλή. Με αυτό τον τρόπο ενίσχυαν την οικονομία της περιοχής, αλλά και τα δικά τους ταμεία μαζί με την πολιτική τους δύναμη. Εξάλλου, την ίδια πορεία για ασφάλεια και προοπτική, μετά από περιόδους κρίσης, είχε ακολουθήσει ένα μεγάλο κι ετερόκλιτο πλήθος Βλάχων φυγάδων κι από άλλες περιοχές. Προέρχονταν από τη Μοσχόπολη, την περιοχή του Γράμμου, τη Δυτική ή Άνω Μακεδονία (κυρίως Βλάστη και Νυμφαίο), τα βλαχοχώρια των Γρεβενών (κυρίως Αβδέλλα), του Ζαγορίου (κυρίως Βωβούσα) και του Ολύμπου (κυρίως Λιβάδι και Κοκκινοπλός).

            Στην Ανατολική Μακεδονία, όπως και στην Πελαγονία, οι φυγάδες – πρόσφυγες από τον Ασπροπόταμο, μαζί με άλλους Βλάχους από τη Νότια Πίνδο, επικράτησε να είναι συλλογικά γνωστοί με το όνομα Μοτσαναίοι ή Μότσιανοι. Διασκορπιστήκαν σε μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες σε όλες σχεδόν τις πόλεις της περιοχής και στα μεγαλύτερα από τα τότε κεφαλοχώρια. Οι περισσότερες από τις εγκαταστάσεις τους ήταν σταθερές κι αποκόμιζαν τα προς το ζην ασκώντας κυρίως εμποροβιοτεχνικά επαγγέλματα κι ασχολούμενοι πολύ λιγότερο με τη γεωργία από ό,τι οι παλαιότεροι και γηγενείς κάτοικοι. Σε πολλές περιπτώσεις, στις νέες τους εστίες βρέθηκαν μαζί με βλαχόφωνους κι ελληνόφωνους φυγάδες -  πρόσφυγες από τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τις δυτικότερες περιοχές της Μακεδονίας. Εγκαταστάθηκαν στο Σωχό, τη Νιγρίτα, τις Σέρρες και τα Δαρνακοχώρια (Άγιο Πνεύμα), την Ηράκλεια, το Σιδηρόκαστρο και τα ορεινά κεφαλοχώρια του (Άγγιστρο, Αχλαδοχώρι κ.ά), τα Άνω Πορόια, τη Ζίχνη, την Αλιστράτη, την Κορμίτσα, το Μαντίλι, το Ροδολίβος, τη Μεσολακκιά, την Ελευθερούπολη, το Νευροκόπι (Γκότσε Ντέλτσεφ), το Περιθώρι Νευροκοπίου και τα γύρω κεφαλοχώρια (Εξοχή, Λευκόγεια, Παγονέρι, Βαθύτοπος, Κάτω Νευροκόπι), την Μικρόπολη, την Προσωτσάνη και τη Δράμα. Ως βασικοί συντελεστές στην εδραίωση και την ανάπτυξη μικρών, αλλά ιδιαιτέρα δυναμικών, εγκαταστάσεων με τη μορφή οικογενειακών επαγγελματικών δικτύων αναφέρονται ομάδες προερχόμενες κυρίως από την Καστανιά και τον Αμάρνατο. Στην πορεία του 19ου αιώνα ενίσχυσαν κατά πολύ το γηγενές ελληνόφωνο ή μη στοιχείο στη στελέχωση των τοπικών ρωμαίικων - ελληνορθόδοξων κοινοτήτων. Σε κάποιες δε περιπτώσεις η οικονομική τους δεινότητα τούς οδήγησε στα υψηλότερα κλιμάκια της κατά τόπους κοινοτικής ιεράρχησης. Ωστόσο, ορισμένοι φαίνεται πως δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από την παραδοσιακή ενασχόληση με την κτηνοτροφία κι αφομοιώθηκαν με Γραμμουστιάνους Βλάχους, όπως στην περίπτωση του Παπά-Τσιαϊρ και της Ντρένοβας. Αξίζει να αναφερθεί, έστω κι επιγραμματικά, πως σε πολλές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα οι ομάδες των απογόνων των Ασπροποταμιτών, που βρέθηκαν εγκατεστημένοι σε διάφορα ορεινά κεφαλοχώρια, παρουσίαζαν έντονη αντίσταση στη φυσική διαδικασία της αφομοίωσης από τους γηγενείς και κατεξοχήν σλαβόφωνους κατοίκους. Κι ακόμη περισσότερο, υπήρξαν από τα βασικά στελέχη στα τοπικά δρώμενα του αγώνα, μέσα σε ένα ιδιαίτερα εχθρικό περιβάλλον, όπως στην περίπτωση του Περιθωρίου και των γύρω κεφαλοχωριών του Νευροκοπίου.


ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΚΟΥΚΟΥΔΗΣ
Ασπροπόταμος, 11-13 Μαΐου 2007
Πληθυσμιακές έξοδοι από τον Ασπροπόταμο,
τέλη 18ου - αρχές 19ου αιώνα