Ηλικιωμένος άνδρας από το Μέτσοβο ποζάρει σε εξωτερικό χώρο.Τις τελευταίες δεκαετίες, μία πληθώρα βιβλίων με αντικείμενο τους Βλάχους και τους Σαρακατσαναίους έχει κατακλίσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ενθαρρυντικό είναι επίσης το γεγονός πως πολλά από αυτά δεν είναι προϊόντα παραγωγής επαγγελματιών και ειδικών επιστημόνων, αλλά το αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς ανθρώπων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, κάπως αβασάνιστα, ως ερασιτέχνες συγγραφείς.
Η αγάπη και η περηφάνια για τη βλάχικη ή τη σαρακατσάνικη ρίζα τους είναι, συνήθως, οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από τέτοιου είδους συγγραφικές προσπάθειες. Καθώς οι νεότερες γενιές των Βλάχων και των Σαρακατσαναίων έχουν, αναπόφευκτα, απομακρυνθεί από τους αντιστοίχους παραδοσιακούς τρόπους ζωής κι έχουν ανέλθει στην κοινωνική και οικονομική ιεράρχηση αισθάνονται, μάλλον, την ανάγκη να καταγράψουν και να προσφέρουν στις επόμενες γενιές, που δεν θα έχουν τις απαραίτητες παραστάσεις, την ιστορία και τις παραδόσεις που διαφορετικά θα ξεχνιόνταν και θα χάνονταν.

 

                Δυστυχώς, κάποιοι από τους νεότερους μελετητές μοιάζει να μη δράττονται της ευκαιρίας να αποσαφηνίσουν παλαιότερα συγγραφικά λάθη. Απεναντίας, συνεχίζουν να προσφέρουν τροφή στην πόλωση και στις παρανοήσεις του παρελθόντος, όταν η επιστήμη ήταν μία πιστή θεραπαινίδα της πολιτικής, την περίοδο που τα βαλκανικά κράτη δημιουργούσαν τις εθνοκεντρικές ιστοριογραφικές σχολές τους. Κάποιοι, λοιπόν, αναμασούν την άποψη πως οι Σαρακατσαναίοι υπήρξαν εξελληνισμένοι γλωσσικά Βλάχοι. Αυτή η άποψη, που ουσιαστικά πρωτοκαλλιεργήθηκε από τη ρουμανική συγγραφική σχολή, δύσκολα τεκμηριώνεται. Αρχικά, φάνταζε ως μια από τις προπαγανδιστικές προσπάθειες που αποσκοπούσαν στην προαγωγή χειραγωγημένων εντυπώσεων, πως οι πληθυσμοί των βλαχόφωνων ήταν κατά πολύ μεγαλύτεροι. Επιχειρήθηκε εκμετάλλευση της σύγχυσης ανάμεσα στους όρους Βλάχος με το βήτα κεφαλαίο και βλάχος με το βήτα μικρό. Βέβαια, ο όρος Βλάχος με το βήτα κεφαλαίο αποδίδεται στους βλαχόφωνους, οι οποίοι είναι γνωστοί αυτοπροσδιοριστικά κι ως Αρμούνοι / Αρωμούνοι ή Αρμάνοι / Αρωμάνοι.  Από την άλλη μεριά, από τους βυζαντινούς ακόμη χρόνους, ο όρος βλάχος με το βήτα μικρό εμπεριέχει επαγγελματικά, κοινωνικά και οικονομικά προσδιοριστικά χαρακτηριστικά. Αποδίδεται σε όλους τους νομαδοκτηνοτρόφους, άσχετα της όποιας γλωσσικής τους ταυτότητας.

Το πιθανότερο, βέβαια, είναι πως οι Σαρακατσαναίοι δεν υπήρξαν κάτι άλλο παρά ελληνόφωνοι κι αποκλειστικά νομαδοκτηνοτροφικοί πληθυσμοί, γνωστοί κι ως βλάχοι με το βήτα μικρό. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός πως οι ίδιοι οι βλαχόφωνοι τους θεωρούσαν και τους αντιμετώπιζαν ως γκραίκικους, δηλαδή ελληνόφωνους πληθυσμούς. Εξάλλου, λόγω των γεωφυσικών χαρακτηριστικών τους, τα Βαλκάνια έδιναν ζωή σε  νομαδοκτηνοτροφικούς πληθυσμούς κι άλλων γλωσσικών ομάδων πέρα από τους  βλαχόφωνους, καθώς η νομαδοκτηνοτροφία δεν αποτέλεσε ποτέ αποκλειστικό μονοπώλιό τους. Κι επιπλέον, σε αντίθεση με τους Σαρακατσαναίους, η κοινωνική και οικονομική διάρθρωση των Βλάχων ξεπερνούσε με εντυπωσιακό τρόπο τα στενά όρια της νομαδικής κτηνοτροφίας.

Είναι γεγονός πως οι Σαρακατσαναίοι διαθέτουν ένα μεγάλο αριθμό λεκτικών δανείων από τα λατινογενή βλάχικα στη διαλεκτική μορφή των ελληνικών τους και κυρίως λέξεις που έχουν να κάνουν με  την κτηνοτροφία και τις παράγωγες ασχολίες.  Αυτό είναι πιθανό να δηλώνει την ύπαρξη μίας παλιάς και, μάλλον, στενής σχέσης επαγγελματικής εξάρτησης των Σαρακατσαναίων από τους Βλάχους. Από την άλλη μεριά, τα βλάχικα έχουν δεχτεί ισχυρές επιρροές από τα ελληνικά και διαθέτουν ένα ιδιαιτέρα μεγάλο ποσοστό ελληνικών λεκτικών δανείων. Το γεγονός αυτό μαρτυρά μία μακραίωνη συμβίωση βλαχόφωνων και ελληνόφωνων πληθυσμών. Ωστόσο, πουθενά δεν εντοπίζονται πειστικές μαρτυρίες που να συνηγορούν υπέρ ενός υποτιθέμενου γλωσσικού εξελληνισμού των Σαρακατσαναίων. Όταν αυτοί εμφανίστηκαν στο ιστορικό προσκήνιο ήταν ελληνόφωνοι δίχως αναμνήσεις για τη γνώση και τη χρήση μιας άλλης γλώσσας στην κοινοτική και την ενδοοικογενειακή ζωή τους. Κι ακόμη, δε θα πρέπει να ξεχνούμε μία άλλη εξίσου σημαντική πραγματικότητα. Το μεγαλύτερο μέρος της γλωσσικής αφομοίωσης βλαχόφωνων από ελληνόφωνους πληθυσμούς δε σημειώθηκε στα ορεινά, όπου έμοιαζε να κυριαρχούσαν για μία αρκετά μακριά σειρά γενεών, αλλά στις πεδινές εγκαταστάσεις τους και κυρίως στις γειτονιές των μεγάλων και μικρών οικονομικών, αστικών και διοικητικών κέντρων. Η αφομοίωσή τους ξεκινούσε με τις ομάδες που βρίσκονταν στα υψηλότερα κλιμάκια της κοινωνικής ιεράρχησης, τους εμπόρους και τους αστούς, κι ολοκληρωνόταν όταν οι γυναίκες  των κτηνοτρόφων έπαυαν να μιλούν και να μαθαίνουν στα παιδιά τους βλάχικα. Στη βαλκανική ενδοχώρα της προ-εθνοκεντρικής περιόδου, όταν η τότε ελληνική παιδεία απευθυνόταν και προσφερόταν μόνο στα αγόρια και τους άντρες, δύσκολα θα μπορούσαν να υπάρξουν μηχανισμοί είτε αυθόρμητοι είτε μεθοδευμένοι που θα επέβαλλαν στις αγράμματες γυναίκες κάποιων συνεχώς μετακινούμενων νομαδοκτηνοτρόφων να υιοθετήσουν μια άλλη γλώσσα για την ενδοικογενειακή επικοινωνία. Εξάλλου, μέχρι πολύ πρόσφατα, ακόμη και υπό τις συνθήκες του αναπόφευκτου κι ισοπεδωτικού για όλους πολιτισμικού εκμοντερνισμού, οι λιγότερο εξελιγμένες ομάδες των βλαχόφωνων και περισσότερο προσκολλημένες σε παραδοσιακούς τρόπους ζωής, όπως κάποιοι Αρβανιτόβλαχοι, παρουσίαζαν τις ισχυρότερες αντιστάσεις απέναντι στο γλωσσικό αποβλαχισμό.

Αν επιμένουμε πως οι Σαρακατσαναίοι είναι  εξελληνισμένοι γλωσσικά Βλάχοι, τότε θα πρέπει να εξηγήσουμε πειστικά αν και γιατί υπήρξαν συνθήκες και μηχανισμοί οι οποίοι θα ήταν αντίθετοι προς τους ανθρωπολογικούς κανόνες του γλωσσικού αποβλαχισμού, έτσι όπως γνωρίζουμε πως αυτός συνέβη. Διαφορετικά, αυτό που μένει είναι μία καθόλου γοητευτική εμμονή πως οι πάντες και τα πάντα στην Ελλάδα ήταν βλάχικα. Όπως και να έχει,  αυτό που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι πως, αν και οι Σαρακατσαναίοι μοιράστηκαν κοινά πολιτισμικά χαρακτηριστικά με μια μερίδα των Βλάχων, όπως ήταν η ενασχόλησή τους με τη νομαδική κτηνοτροφία, τελικά η κάθε ομάδα είχε τη δική της γλωσσική ταυτότητα.

Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 2007

Σαρακατσαναίοι και Βλάχοι: ομοιότητες και διαφορές
Αστέρης Κουκούδης