Σπίτι στον Αρχάγγελο Αλμωπίας, το 1929Πολλά έχουν γραφτεί γύρω από την ονοματολογία των Βλάχων και είναι μάλλον αναγκαίο να γίνει μία προσπάθεια παρουσίασης των διάφορων ονομάτων με τα οποία είναι γνωστοί οι Βλάχοι. Θα πρέπει να εξετάσουμε τόσο τους αυτοπροσδιοριστικούς όρους και τους ενδοφυλετικούς όρους διάκρισης που χρησιμοποιούν οι ίδιοι οι Βλάχοι, όσο και τους όρους που χρησιμοποιούν για να τους προσδιορίσουν οι αλλόγλωσσοι και γειτονικοί προς αυτούς πληθυσμοί.
Όπως επίσης και τους νεολογικούς όρους που δημιούργησαν οι διάφοροι κατά καιρούς επιστήμονες και ερευνητές που ασχολήθηκαν με Βλάχους, αλλά και όρους που είναι απόρροια πολιτικών καταστάσεων. Οι απαντήσεις γύρω από την ονοματολογία των Βλάχων μπορούν να οδηγήσουν στο διαχωρισμό ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα.

 

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων, τόσο στο μητροπολιτικό τους χώρο ( Ελλάδα ), όσο και στη διασπορά ( γύρω Βαλκανικές Χώρες ), όταν αυτοπροσδιορίζονται, στην ίδια τους τη γλώσσα, κάνουν χρήση του όρου “Αρμούν-Αρμούνι”, ο οποίος συναντιέται σε διάφορες φωνολογικές παραλλαγές και νεολογικούς τύπους. Μία τέτοια φωνολογική παραλλαγή είναι ο όρος “Ρμέν-Ρμένι”, με χαρακτηριστική εκφορά του αρχικού “ρο”. Αυτή η παραλλαγή χρησιμοποιείται από τον κλάδο των Βλάχων που είναι γνωστοί και ως Αρβανιτόβλαχοι, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Αλβανία. Όπως και να έχει, ο όρος “Αρμούν-Αρμούνι” δεν έχει διαφορετικές καταβολές από τον όρο “Ρωμιός-Ρωμιοί” που χρησιμοποιούσαν οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί μέχρι την νεότερη επικράτηση του όρου “Έλληνας-Έλληνες”. Ο όρος “Αρμούν” είναι παραφθορά του λατινικού όρου “Romanus”, όπως ο όρος “Ρωμιός” είναι παραφθορά του ελληνικού όρου “Ρωμαίος”. Ωστόσο, οι δύο αυτοί όροι είναι ταυτόσημοι καθώς και οι δύο προσδιορίζουν, ο ένας στα λατινικά και ο άλλος στα ελληνικά, τον “πολίτη” και αργότερα τον “πολιτισμικό κληρονόμο” της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της μετέπειτα Ρωμανίας, της κρατικής και πολιτισμικής οντότητας που είναι περισσότερο γνωστή σε μας με το νεολογικό όρο Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Θα πρέπει επίσης να γνωρίζουμε πως οι όροι “Ρουμανία” και “Ρουμάνοι” είναι, μάλλον, δύο όροι νεολογικοί που υιοθετήθηκαν από τους Ρουμάνους μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα.

Ο όρος “Βλάχος-Βλάχοι” έχει γερμανική γλωσσολογική καταβολή και αρχικά χρησιμοποιούταν για τον προσδιορισμό των Ρωμαίων ή των λατινόφωνων πληθυσμών ή ακόμη πιο αόριστα των κατοίκων των ρωμαϊκών εδαφών. Ο όρος αυτός πέρασε στους Σλάβους και από αυτούς στους Βυζαντινούς και αργότερα στους Οθωμανούς. Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί πως από τους βυζαντινούς ακόμη χρόνους και μέχρι σήμερα ο όρος “βλάχος-βλάχοι”, με το βήτα μικρό, δηλώνει εκείνους τους πληθυσμούς, όχι απαραίτητα βλαχόφωνους, που ασχολούνται με τη κτηνοτροφία και κυρίως τις νομαδικές και ημινομαδικές της μορφές. Κατ` επέκταση, ο όρος αυτός έφτασε στο σημείο να δηλώνει στα νεοελληνικά και πολλές φορές και στα βλάχικα το νομαδοκτηνοτρόφο, τον άξεστο, τον αγροίκο, τον απολίτιστο, το χωριάτη. Ωστόσο, είναι εμφανές πως υπάρχει μία σαφής διάκριση ανάμεσα στον σημερινό όρο “Βλάχος”, με το βήτα κεφαλαίο, και τον όρο “βλάχος”, με το βήτα μικρό.

Ο όρος “Κουτσόβλαχος-Κουτσόβλαχοι”, όποια και αν είναι ετυμολογική του ανάλυση, είτε από τα τουρκικά, είτε από τα νεοελληνικά, και παρά τη χρήση του για πολύ περισσότερο από έναν αιώνα, είναι ένας αποτυχημένος σύνθετος και μάλλον νεολογικός όρος, ο οποίος επιπλέον μοιάζει να είναι προσβλητικός για τους Βλάχους. Χαρακτηριστική παραμένει η επισήμανση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνα Βλάχου προς ακαδημαϊκό δάσκαλο Αλέξανδρο Σβώλο πως: “όποιος αναφέρεται σε Κουτσόβλαχους είναι ο ίδιος κουτσοσυγγραφέας”.

Αν και ο όρος “Ελληνόβλαχος-Ελληνόβλαχοι”, όπως και ο ταυτόσημος όρος “Γραικόβλαχος-Γραικόβλαχοι”, έχει χρησιμοποιηθεί από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, δηλαδή πριν την έκρηξη των βαλκανικών εθνικισμών και των επακόλουθων προπαγανδών, είναι εμφανές πως πέρα από το δικαιολογημένο πολιτισμικό προσδιορισμό εμπεριέχει και μία πολιτική διάκριση και διάσταση. Ο όρος αυτός φαίνεται πως είχε λόγο ύπαρξης και χρήσης για όσο καιρό χρησιμοποιούνταν σε αντιδιαστολή με τον όρο “Σλαβόβλαχος-Σλαβόβλαχοι”, ο οποίος με τη σειρά του χρησιμοποιούταν για τον πολιτισμικό προσδιορισμό των Ρουμάνων. Σήμερα πια, η προσδιοριστική χρήση του όρου “Έλληνας”, ως πρώτο συνθετικό, φαντάζει ως πλεονασμός, όπως και στην περίπτωση των όρων “Ελληνοπόντιος” και “Ελληνοκαραμανλής”. Επιπλέον, η χρήση του όρου αυτού θα άφηνε περιθώρια για τη αποδοχή και θα δικαιολογούσε τη χρήση τεχνιτών όρων, όπως: “Αλβανόβλαχοι”, “Βουλγαρόβλαχοι”, “Ρουμανόβλαχοι”, “Σερβόβλαχοι” και “Μακεδονόβλαχοι”.

Με την ίδια λογική, θα έπρεπε, ίσως, να μη χρησιμοποιούμε τον όρο “Αρβανιτόβλαχος-Αρβανιτόβλαχοι”, αν και η αδυναμία αντικατάστασης αυτού του όρου από κάποιον άλλον και η πιθανότατα μακραίωνη χρήση του μας υποχρεώνουν να τον αποδεχτούμε. Ο σύνθετος αυτός όρος δηλώνει εκείνους τους Βλάχους των οποίων οι πρόγονοι είχαν βρεθεί να κατοικούν ανάμεσα σε “Αρβανίτες”-αλβανόφωνους πληθυσμούς. Αυτή η συμβίωση είχε σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων, όπως η γνώση και η χρήση από το ένα μεγάλο μέρος των “Αρβανιτόβλαχων” τόσο της δική τους διαλεκτικής μορφής των βλάχικων, όσο και των αλβανικών. Ωστόσο, οι “Αρβανιτόβλαχοι” δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας κλάδος των Βλάχων, διασκορπισμένων σε διάφορα μέρη της Στερεάς Ελλάδας-Ρούμελης, της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Αλβανίας, της ΠΓΔΜ και μέχρι τη Ρουμανία και την Αμερική, όπου βρέθηκαν ως μετανάστες. Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί πως οι Βλάχοι που βρέθηκαν να ζουν στην Αλβανία δεν είναι σύνολό τους “Αρβανιτόβλαχοι”.

Επιπλέον, ένα πολύ μεγάλο μέρος των “Αρβανιτόβλαχων” είναι γνωστοί και με τον όρο “Φαρσαριώτης-Φαρσιαριώτες” ή “Φρασαριώτης-Φρασιαριώτες”. Ο όρος αυτός έχει τοπωνυμική προέλευση καθώς σύμφωνα με ισχυρές παραδόσεις και ενδείξεις ένα σημαντικό μέρος των “Αρβανιτόβλαχων” ξεκίνησε τη διασπορά του στη Νότια Βαλκανική προερχόμενο από το χωριό Φράσιαρη της Πρεμετής ή από τη γύρω περιοχή του Νταγκλί στη Βόρεια Ήπειρο - Νότια Αλβανία. Ωστόσο, ο όρος αυτός δεν γίνεται αποδεκτός από το σύνολο των “Αρβανιτόβλαχων, καθώς διάφορες ομάδες υιοθετούν άλλους όρους και πάλι τοπωνυμικής προέλευσης, όπως οι όροι: “Κεστρινιώτες” (από την περιοχή της Κεστρίνης κατά μήκος του ποταμού Καλαμά -Θύαμη), “Ζαρκανιώτες” (από το χωριό Ζάρκανη), “Κουρτισιάνοι” (από το χωριό Κουρτέσι), “Γκουμπλιάροι (από το χωριό Κομπλιάρα), “Πλεασιώτες” (από το χωριό Πλεάσα), “Πολονάκοι” (στο Κρούσοβο), “Κολωνιάτες” (από την περιοχή Κολώνιας), “Μουζακιαραίοι” (από την περιοχή Μουζακιάς), “Τσαμουρένοι” (από την περιοχή Τσαμουριάς - Θεσπρωτίας) και “Μιτσιντόνοι” (από το χωριό Κεφαλόβρυσο - Μετζιτιέ Πωγωνίου). Σε κάποιους δε από τους Αρβανιτόβλαχους δίνεται το όνομα “Ντότανοι” με σκωπτική διάθεση, λόγω της συχνής χρήσης της λέξης “ντότ”, που σημαίνει “δεν, δίχως, όχι”. Επιπλέον, πολλοί από τους “Αρβανιτόβλαχους” και κυρίως στην Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα είναι γνωστοί με τον όρο “Καραγκούνης - Καραγκούνοι ή Καραγκούνηδες”. Ο σύνθετος και μάλλον περιγραφικός αυτός όρος θα μπορούσε να παραφραστεί ως “Μαυροσυγκούνηδες” ή “Μαυροφορεμένοι”, καθώς σύμφωνα με παραδόσεις και παλιές καταγραφές οι πρόγονοι των “Αρβανιτόβλαχων” συνήθιζαν να φορούν μαύρα - σκούρα παραδοσιακά ρούχα σε αντιδιαστολή με τους γειτονικούς προς αυτούς πληθυσμούς. Αν και νεότερες απόψεις αποδίδουν στα τουρκικά την ετυμολογία αυτού του λόγου, ο οποίος πολύ πιθανά σημαίνει “κακομοίρηδες” ή “κακορίζικοι”, ίσως λόγω της εικόνας τους στα μάτια των κυρίαρχων Τούρκων. Εδώ θα πρέπει να επισημανθούν δύο ακόμη θέματα: α). Οι “Αρβανιτόβλαχοι” που προσδιορίζονται ως “Καραγκούνηδες” δεν ταυτίζονται με τους ελληνόφωνους αγροτικούς πληθυσμούς της δυτικής πεδινής Θεσσαλίας που επίσης είναι γνωστοί με αυτό τον όρο. β). Η εξαφανισμένη, εδώ και έναν αιώνα, ομάδα των “Μαυρόβλαχων”, γνωστή και ως “Μορλάκοι”, που έζησαν κατά μήκος των ακτών της Δαλματίας και στην άμεση ενδοχώρα, αποτελούσε μία λατινογεννή γλωσσική οντότητα ανεξάρτητη των “Βλάχων-Αρμούνων”.

Όροι όπως “Μπουρτζόβλαχος”, “Καράβλαχος”, “Αγριόβλαχος” “Γκόγκας”, “Λατσιβάτσης και “Τσιομπάνος” έχουν σκωπτική και μάλλον προσβλητική χροιά και η χρήση τους σίγουρα αντενδείκνυται. Ο όρος “Τσίντσαρος-Τσίντσαροι” με τον οποίο ήταν και είναι γνωστοί οι Βλάχοι που βρέθηκαν ως μετανάστες από τα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της Σερβίας, της Βοϊβοντίνας, της Βοσνίας, της Κροατίας και της Ουγγαρίας, έχει επίσης σκωπτικό περιεχόμενο, αν και στην πορεία ο όρος αυτός απέκτησε μία ταξική και μάλλον τιμητική διάσταση.

Βέβαια, υπάρχουν πολλοί άλλοι όροι που χρησιμοποιούνται ανάμεσα στους Βλάχους με σκοπό τον προσδιορισμό των διάφορων ομάδων που συγκροτούν το πολυσύνθετο μωσαϊκό των Βλάχων. Τέτοιοι είναι οι όροι όπως: “Γραμμουστιάνοι” γνωστοί και ως “Τσίποι-Τσίπιανοι-Τσίπηδες” (από το χωριό Γράμμουστα ή και την περιοχή του Γράμμου), “Μοσχοπολιάνοι” ή “Σκουμπουλιάνοι” (από τη Μοσχόπολη και την περιοχή της), “Μπιτουλιάνοι” (από το Μοναστήρι ή την περιοχή της Πελαγονίας), “Ζαγοριάνοι” (από την περιοχή του Ζαγορίου), “Μότσιανοι” (από την περιοχή του Ασπροποτάμου ή της Νότιας Πίνδου γενικότερα) “Βεργιάνοι” (από την περιοχή της Βέροιας), “Σεαριάνοι” (από την περιοχή των Σερρών), “Μπασιώτες” (από το χωριό Βωβούσα) και ένα σωρό άλλοι όροι τοπωνυμικής κυρίως προέλευσης.

Μία ιδιαίτερη ομάδα είναι αυτή των “Μογλενιτών Βλάχων” ή “Βλαχομογλενιτών”, οι οποίοι κατοικούν σε έξι χωριά ανάμεσα στους Νομούς Πέλλας και Κιλκίς και ένα ακόμη που βρίσκεται πίσω από τα σύνορα στο έδαφος της π.Γ.Δ.Μ.. Επισημαίνεται πως ο όρος “Μογλενίτες Βλάχοι” ή “Βλαχομογλενίτες” αν και τοπωνυμικής προέλευσης είναι σίγουρα νεολογικός και ουσιαστικά άγνωστος, τόσο στους ίδιους, όσο και στους γειτονικούς βλαχόφωνους και αλλόγλωσσους πληθυσμούς. Επιπλέον, οι “Βλαχομογλενίτες”, σε αντιδιαστολή με τους υπόλοιπους βλαχόφωνους πληθυσμούς, είναι οι μόνοι Βλάχοι που χρησιμοποιούν αυτοπροσδιοριστικά τους όρους “Βλάου-Βλάσι”, δηλαδή “Βλάχος-Βλάχοι”, στη δική τους βλάχικη γλώσσα.

Έντεχνος, νεολογικός και σίγουρα πολιτικός είναι ο ρουμανικός όρος “Μακεδορομάνοι” ή “Μακεδόνες”. Επιπλέον, ο όρος αυτός είναι άδικος για τους Βλάχους καθώς ιδιαίτερα οι μητροπολιτικές τους εστίες εκτείνονται πολύ πέρα από γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας, στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Αλβανία.
Τελικά, ο όρος “Βλάχος-Βλάχοι” μοιάζει να είναι ο επικρατέστερος και πιθανά ο ορθότερος για τον προσδιορισμό των Βλάχων. Και αυτό γιατί οι ίδιοι οι Βλάχοι προτιμούν να χρησιμοποιούν αυτόν τον όρο όταν αυτοπροσδιορίζονται στα ελληνικά, ενώ παράλληλα ο όρος αυτός γίνεται κατανοητός και είναι σε χρήση και στις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες, σε αντιδιαστολή με τους όρους “Αρμούν-Αρμούνι” που είναι άγνωστος πέρα από τους κύκλους των ειδικών και βέβαια τους ίδιους τους Βλάχους.

ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Αστέριος Ι. Κουκούδης