Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
1. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΣΑΡΟΥΝΑ
1.4.    Η ΒΛΑΧΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ 1821 ΜΕ 1912

Λάμπρος ΚορομηλάςΜπορεί στις προηγούμενες περιόδους η παρουσία Βλάχων στη Θεσσαλονίκη να θεωρείται περιορισμένη ή τουλάχιστον δύσκολη να εντοπιστεί, όμως μετά τη λήξη της επανάστασης του 1821 και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, η βλάχικη παρουσία στην πόλη γνώρισε μία βαθμιαία πρόοδο και το βλάχικο στοιχείο έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στα δρώμενα της τοπικής  “ρωμέικης”  κοινότητας. Όπως θα εξεταστεί αναλυτικότερα, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, οι Βλάχοι της Θεσσαλονίκης δεν αποτελούσαν απλά ένα σημαντικό δημογραφικό μέρος της τοπικής “ρωμέικης” - ελληνορθόδοξης κοινότητας, αλλά παρουσίαζαν την πλέον δυναμική οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και πατριωτική δράση.

                Το 1825, μετά τις σφαγές και τις διώξεις με τα γεγονότα της ελληνικής επανάστασης, ο αριθμός των χριστιανών της πόλης είχε περιοριστεί κατά πολύ. Ίσως είχαν σφαγιαστεί ή είχαν εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη μέχρι και 8.000 χριστιανοί. Έτσι, οι Εβραίοι ήταν πια τετραπλάσιοι των χριστιανών.[1] Όμως ένα τουλάχιστον μέρος του δημογραφικού κενού στους κόλπους της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης συμπληρώθηκε σύντομα από νέους εσωτερικούς μετανάστες - φυγάδες. Επιβεβαιωτικό της μετακίνησης και της εγκατάστασης φυγάδων μετά το 1821, ιδιαίτερα από την περιοχή του Ολύμπου στη Θεσσαλονίκη, είναι ένα τουρκικού έγγραφο του Ιστορικού Αρχείου Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με αυτό, το 1829, οι τουρκικές αρχές αναζητούσαν επώνυμα 89 χριστιανούς πρώην κατοίκων του καζά Ελασσόνας, ώστε να εισπράξουν από αυτούς τον κεφαλικό φόρο που χρωστούσαν. Οι φυγάδες αναζητούνταν στη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Αχρίδα και τη Λάρισα. Σύμφωνα με τα ονόματά τους αρκετοί από αυτούς ήταν Βλάχοι και μάλλον κατάγονταν από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου, κάποιοι επισημαίνεται πως ήταν μπακάληδες και ράφτες. Με την ίδια διαταγή αναζητούνταν επώνυμα 5 άνδρες από τον Κοκκινοπλό οι οποίοι ήταν γνωστό πως είχαν καταφύγει και εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη.[2]

                 Στα 1835 και σύμφωνα με τουρκικό απογραφικό κατάστιχο του Ιστορικού Αρχείου Θεσσαλονίκης, τα άρρενα μέλη της ελληνοορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης αριθμούσαν περίπου 3.621 ψυχές. Στον αριθμό αυτό συμπεριλαμβάνονταν όχι μόνο οι ενήλικοι  άνδρες, αλλά και τα νεογέννητα αγόρια.  Από τον αριθμό των αρρένων μελών μπορούμε να υποθέσουμε πως το σύνολο των χριστιανών της πόλης αριθμούσε τότε γύρω στις 7.000 ψυχές. Σύμφωνα με άλλες ανάλογες δημογραφικές πηγές της ίδιας περιόδου, οι Εβραίοι αποτελούσαν  τότε το 44.55% των ανδρών της πόλης, οι μουσουλμάνοι το 33.76% και οι χριστιανοί το 21.69%. Συνολικά υπήρχαν 12.720 άνδρες και ίσως γύρω στις 35.000 με 40.000 κάτοικοι. Το απογραφικό κατάστιχο των χριστιανών συντάχθηκε από τις τουρκικές αρχές για φορολογικούς κυρίως λόγους και αποτελεί μία ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών για τη σύνθεση και το δυναμικό της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Ανάμεσα στα μέλη της υπήρχαν περίπου 1.277 άνδρες και αγόρια που αντιμετωπίζονταν ως ξένοι - μέτοικοι και όχι ως οριστικοί κάτοικοι της πόλης, καθώς οι ίδιοι ή οι γονείς τους είχαν πρόσφατα εγκατασταθεί εδώ, πιθανότατα μετά τα τραγικά γεγονότα του 1821 και μέσα στα 10 επόμενα χρόνια. Οι νεοφερμένοι αποτελούσαν περίπου το 35,26% του δημογραφικού δυναμικού των χριστιανών και σύμφωνα με τους οικισμούς προέλευσή τους σχημάτιζαν ένα ετερόκλητο μωσαϊκό. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους προέρχονταν από την κοντινή περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, αλλά και από πιο μακρινές περιοχές της μακεδονικής ενδοχώρα. Ωστόσο υπήρχαν μέτοικοι και από άλλες οθωμανικές επαρχίες στα Βαλκάνια, όπως από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και από ακόμη πιο μακρινά μέρη. Η πολυπληθέστερη ομάδα των μέτοικων δεν απογράφηκε σύμφωνα με τον οικισμό προέλευσής τους, αλλά σύμφωνα με την καταγωγή τους. Καθώς ανάμεσα στους 1.277 μέτοικους υπήρχαν 130 άτομα τα οποία απογράφηκαν απλά ως Βλάχοι. Σίγουρα όμως υπήρχαν πολύ περισσότεροι μέτοικοι βλάχικης καταγωγής. Όπως 69 άτομα που προέρχονταν από το Λιβάδι ή Βλαχολίβαδο του Ολύμπου, 17 άτομα από το Μοναστήρι, 3 άτομα από τη Σίπισκα και 1 άτομο από το Κρούσοβο. Βλάχικης καταγωγής ίσως ήταν και ορισμένοι από αυτούς που προέρχονταν από τα Ιωάννινα, την περιοχή του Ζαγορίου, τα Τρίκαλα, τη Λάρισα, την Ελασσόνα, τη Σιάτιστα, την Εράτυρα, τους Πύργους Εορδαίας (Κατράνιτσα -Kartica), το Σέλι, τη Νάουσα, τη Βέροια, την Κατερίνη και τις Σέρρες.  Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε πως  οι μέτοικοι βλάχικης καταγωγής ήταν περισσότεροι από 220 άτομα και αποτελούσαν περίπου το 1/5 των νεοφερμένων χριστιανών της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, η παρουσία των Βλάχων δεν περιορίζονταν μόνο ανάμεσα στους μέτοικους. Βλάχοι θα πρέπει σίγουρα να υπήρχαν και ανάμεσα στους χριστιανούς που απογράφηκαν ως γηγενείς. Ισχυρότατη ένδειξη αυτής της υπόθεσης αποτελούν τα πολυάριθμα ονόματα που αναγνωρίζονται ως υποκοριστικά ονομάτων που προέρχονται από τα  βλάχικα ή και από τα βλάχικα.  Όπως είναι τα υποκοριστικά ονόματα Γιάγκος, Γιαγκούλας, Γιαμαντής, Γκόγκος, Γούσος, Γούτας, Γώγος, Δόδος, Ζήκας, Κόλας, Λιόλιος,  Μήτας, Μίσος, Μίχος, Μούρτζος, Νάκος, Νάνος, Νάτσος, Πάτσικας, Πούλιος, Ρίζος, Ρούσος, Τάκος, Τασούλας, Τζάνας, Τζήκας, Τζήμας, Τζήτζης, Τζίκος, Τζινίτας, Τζίτζος, Τζόμος, Τζόντζος, Τζότζης, Φάκας. Ανάμεσα στους Βλάχους που θεωρούνταν πια ως γηγενείς Θεσσαλονικείς θα πρέπει σίγουρα να συμπεριλαμβάνονταν αρκετοί από τους φυγάδες της Μοσχόπολης και της περιοχής της. Όπως ο σαραντάχρονος αμαξάς Πέτρος, ο οποίος κατοικούσε στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου και είχε τρεις μικρούς γιους. Την περίοδο της απογραφής ο Πέτρος έλειπε και δικοί του δήλωσαν στις αρχές πως βρίσκονταν στη Μοσχόπολη.  Άρα μπορούμε να υποθέσουμε πως οι φυγάδες της Μοσχόπολης εξακολουθούσαν να διατηρούν επαφές με την πατρίδα τους. Εκτός από αυτή την περίπτωση παρατηρούμε πως ορισμένοι από τους νεότερους μέτοικους βλάχικης καταγωγής έλειπαν από την πόλη ή την είχαν εγκαταλείψει οριστικά. Κάποιοι από αυτούς βρίσκονταν στα Γιαννιτσά, την Κατερίνη, τη Λάρισα, το Κρούσοβο, το Μοναστήρι και το Βλαχολίβαδο. Θα μπορούσαμε,  λοιπόν, να υποθέσουμε πως οι επαγγελματικές τους υποχρεώσεις τους έφερναν συχνά πίσω στις πατρίδες τους ή πως φρόντιζαν για την επέκταση των δραστηριοτήτων τους και σε άλλες περιοχές, εκτός της Θεσσαλονίκης. Ίσως πάλι η εγκατάστασή τους στη πόλη της Θεσσαλονίκης δεν ήταν οριστική και συνέχιζαν να αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες και συνθήκες σε άλλες περιοχές.

               Καθώς  είναι δύσκολο να εντοπίσουμε με ακρίβεια ποιοι από τους γηγενείς χριστιανούς ήταν βλάχικης καταγωγής, τα συμπεράσματα για τους Βλάχους της Θεσσαλονίκης βασίζονται κυρίως στα στοιχεία της ομάδας των μετοίκων που απογράφηκαν σαφώς ως Βλάχοι και στα στοιχεία της ομάδας των μετοίκων που προέρχονταν από το Λιβάδι του Ολύμπου. Το σύνολο των 130 μετοίκων που απογράφηκαν απλά ως  Βλάχοι, δίχως κάποια ένδειξη  για τον οικισμό προέλευσής τους, παρουσιάζονται να κατοικούσαν στην συνοικία του Αγίου Αθανασίου και αποτελούσαν το 42.70% των μετοίκων αυτής της χριστιανικής συνοικίας. Αν όμως σε αυτούς προστεθούν 2 μέτοικοι με καταγωγή από το Λιβάδι,  4 μέτοικοι από το Μοναστήρι και 1 μέτοικος από το Κρούσοβο που κατοικούσαν επίσης στην ίδια συνοικία, όπως και ορισμένους άλλους μέτοικους πιθανής βλάχικης καταγωγής από τις πόλεις που προαναφέρθηκαν, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως τα άτομα βλάχικης καταγωγής αποτελούσαν τους μισούς περίπου από τους  μετοίκους της συνοικίας του Αγίου Αθανασίου. Οι 69 μέτοικοι που φέρονται να προέρχονταν από  το Λιβάδι κατοικούσαν στις εξής συνοικίες: Αγίου Νικολάου 29 μέτοικοι, Παναγούδας 15 μέτοικοι, Αγίου Υπατίου 10 μέτοικοι, Μητροπόλεως 10 μέτοικοι, Μονής Λαγού 3 μέτοικοι και Αγίου Αθανασίου 2 μέτοικοι. Το γεγονός πως η μεγαλύτερη συγκέντρωση Βλάχων μετοίκων σημειώνεται στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου μπορεί να μας οδηγήσει στην υπόθεση πως σε αυτή τη συνοικία υπήρχε ήδη ένας ισχυρός πυρήνας κατοίκων βλάχικης καταγωγής οι οποίοι αντιμετωπίζονταν πια ως γηγενείς.

                Για τις ασχολίες των Βλάχων μετοίκων παρατηρούμε πως έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση, με μονοπωλιακές τάσεις, στα επαγγέλματα του φούρναρη (ψωμάδες και φραντζολάδες), του χανιτζή, του ταβερνιάρη, του μπακάλη, του ράφτη και του χαλκωματή. Από τους 85 χριστιανούς ψωμάδες της πόλης οι 58 ήταν μέτοικοι και από αυτούς οι 31 ήταν σίγουρα βλάχικης καταγωγής. Ανάμεσά τους υπήρχαν 11 μέτοικοι από το Λιβάδι. Από τους 21 χριστιανούς χανιτζήδες της πόλης οι 16 ήταν βλάχικης καταγωγής. Οι 13 χανιτζήδες της συνοικίας του Αγίου Αθανασίου ήταν όλοι Βλάχοι. Από τους 5 χανιτζήδες της συνοικίας του Αγίου Νικολάου οι 2 ήταν από Λιβάδι. Από τους 45 χριστιανούς ταβενιάρηδες της πόλης οι 26 ήταν μέτοικοι και από αυτούς οι 20 ήταν βλάχικης καταγωγής. Από τους 6 χριστιανούς χαλκωματάδες της πόλης οι 5 ήταν μέτοικοι βλάχικης καταγωγής και από αυτούς οι 2 ήταν από το Λιβάδι. Ανάμεσά στους Βλάχους μέτοικους συναντούμε επίσης  ορισμένους κατασκευαστές μάλλινων υφασμάτων και σειρητιών (αμπατζήδες και γαϊταντζήδες), χρυσοχόους, παραγγελιοδόχους, εργάτες (μάλλον οικοδόμοι), αγωγιάτες, μυλωνάδες,  μυροπώλες (αχτάρηδες), μαθητευόμενους τεχνίτες και παραγιούς, υπηρέτες, βοσκούς, πλανόδιους πωλητές και έναν ιερέα. Συγκριτικά και σύμφωνα με τα επαγγέλματα και τις τέχνες που ασκούσαν οι μέτοικοι βλάχικης καταγωγής ήταν αρκετά ευκατάστατοι. Αν μάλιστα κρίνουμε από τις φορολογικές υποχρεώσεις των 200 χριστιανών μέτοικων με σίγουρη βλάχικη καταγωγή μπορούμε να υποθέσουμε πως η οικονομική τους κατάσταση ήταν καλύτερη από αυτή του μέσο όρου των χριστιανών της Θεσσαλονίκης. Οι 118 από αυτούς πλήρωναν φόρους, οι 18 υπάγονταν στην ανώτερη φορολογική κλίματα, οι 76 στη μεσαία και οι 24 στην κατώτερη.

                Αν και παρατηρούμε πως οι γιοι εργάζονταν συνήθως δίπλα στον πατέρα τους, όπως και οι νεότεροι αδελφοί δίπλα στο μεγαλύτερο αδελφό, δε λείπουν οι περιπτώσεις που τα μέλη της ίδια οικογένειας ασκούσαν διαφορετικά επαγγέλματα. Όπως στις εξής περιπτώσεις: 1. Ο Βλάχος μέτοικος Γιάννης του Αναστάση  (73 ετών) ήταν χρυσοχόος, ενώ ο γιος του Τζήκας  (28 ετών) ήταν ταβερνιάρης. 2. Ο Βλάχος μέτοικος Γιαννούλης του Δημήτρη (28 ετών) ήταν ψωμάς, ενώ τα αδέλφια του Δημήτρης (25 ετών) και Κωνσταντίνος (22 ετών) ήταν ράφτες. 3. Ο μέτοικος από το Λιβάδι Κώστας του Νίκου (63 ετών) ήταν βοσκός, ενώ οι γιοι του Γιώργος (32 ετών) και Νικόλας (19 ετών) ήταν ψωμάδες. Επίσης παρατηρούμε πως αν και οι μέτοικοι βλάχικης καταγωγής προτιμούσαν να προσλαμβάνουν τεχνίτες και παραγιούς επίσης βλάχικης καταγωγής, δεν λείπουν οι περιπτώσεις που οι παραγιοί και τα αφεντικά δεν είχαν την ίδια καταγωγή. Το γεγονός αυτό ίσως δηλώνει μία τάση σταδιακής και αμοιβαίας αφομοίωσης ανάμεσα στις διάφορες ομάδες που αποτελούσαν τότε την κοινότητα των χριστιανών - Ρωμιών της Θεσσαλονίκης.[3] Μία περίπου γενιά αργότερα (1856, 1865) και μέσα από κατάστιχα των κατοίκων των 12 χριστιανικών μαχαλάδων και των χριστιανικών συντεχνιών της Θεσσαλονίκης επιβεβαιώνεται η ύπαρξη των προγόνων αρκετών οικογενειών βλάχικης καταγωγής που δραστηριοποιούνται στους κόλπους της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.[4]

                 Καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι Βλαχολιβαδιώτες ή απλά Λιβαδιώτες αποτελούσαν το πολυπληθέστερο στοιχείο ανάμεσα στους Βλάχους της πόλης. Ο Ν. Γεωργιάδης μας πληροφορεί πως από το 1821 και μέχρι την πρώτη έκδοση του βιβλίου του με τον τίτλο "Θεσσαλία" το 1880, υπήρξε μία συνεχής ροή Βλαχολιβαδιωτών μεταναστών στη Θεσσαλονίκη, όπου αναζητούσαν μία καλύτερη τύχη και όπου αποτελούσαν σπουδαίο μέρος του πληθυσμού της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας.[5] Οι Ολύμπιοι Βλάχοι που συνέρευσαν σταδιακά στη Θεσσαλονίκη μετά το 1821 δεν ανήκαν μόνο στην ανήσυχη τάξη των εμποροβιοτεχνών και επαγγελματιών. Ανάμεσά τους υπήρχαν και απελπισμένοι άνθρωποι που οι καταστροφές και η ανέχεια τους οδήγησαν στη μεγάλη πόλη, ελπίζοντας πως θα μπορούσαν να επιβιώσουν δίπλα στους πιο δραστήριους συμπατριώτες τους. Γύρω στα 1837 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, ως μαθητευόμενος χρυσοχόος δίπλα σε έναν τεχνίτη ηπειρώτικης και μάλλον βλάχικης καταγωγής, ο Δημήτριος Λάζος ή Κοεμτζόπουλος, δευτερότοκος γιος του πρωταρματολού του Ολύμπου Γιάννη Λάζου. Ανάλογο παράδειγμα είναι αυτό της συζύγου του αρματολού Λιόλιου Λάζου, η οποία μαζί με την κόρη της Τριανταφυλλιά βρέθηκαν, το 1863, να ζουν πάμπτωχες στη Θεσσαλονίκη.[6] Τα γραφόμενα του Γεωργιάδη δε διαφέρουν ουσιαστικά από τις επισημάνσεις του G. Weigand, ο οποίος αναφέρει πως η μαζική μετανάστευση των Ολύμπιων Βλάχων στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε ανάμεσα στο 1820 με 1830. Επιπλέον μας πληροφορεί πως, γύρω στα 1888, σχεδόν όλοι οι φουρνάρηδες και περισσότεροι από τους καφετζήδες της Θεσσαλονίκης κατάγονταν από το Βλαχολίβαδο. Ίσως όμως ο Weigand να υπερβάλλει όταν αναφέρει πως η παροικία των Βλαχολιβαδιωτών αριθμούσε τότε γύρω στις 3.000 ψυχές.[7] Όμως οι έξοδοι ανθρώπων από την περιοχή του Ολύμπου και η μαζική εγκατάστασή τους στη Θεσσαλονίκη δεν αφορούσαν μόνο τους Βλάχους. Ανάλογα κύματα είχαν για αφετηρία τους και τους ελληνόφωνους οικισμούς στις πλαγιές του Ολύμπου, όπως το Λιτόχωρο, αλλά  και τα χωριά του Κάτω Ολύμπου, όπως η Κρανιά και η Ραψάνη. Τα κύματα των Βλάχων και Γκραίκων μετοίκων από την περιοχή του Ολύμπου διογκώνονταν κάθε φορά που ξεσπούσε κάποια επαναστατική κίνηση (1854, 1878) ή σημειώνονταν έξαρση της ληστείας.

                 Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα η θέση και ο ρόλος της Θεσσαλονίκης ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο και εξελίχθηκε στο σημαντικότερο αποκεντρωτικό πόλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Η πρόοδό της σε όλους τους τομείς ήταν ραγδαία με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση εσωτερικών μεταναστών από όλο το βαλκανικό χώρο. Όπως ήταν επόμενο προσέλκυσε έναν ιδιαίτερα σημαντικό αριθμό Βλάχων εμποροβιοτεχνών και επαγγελματιών από όλες σχεδόν τις ανθηρότατες μέχρι τότε βλάχικες πολιτείες της Μακεδονίας. Δεκάδες οικογένειες από την Κλεισούρα, το Νυμφαίο, τη Βλάστη, το Πισοδέρι, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, το Μεγάροβο, το Τύρνοβο, τη Νιζόπολη, τη Μηλόβιστα, το Γκόπεσι, τη Ρέσνα, την Αχρίδα, αλλά και από τα Βελασσά (Τίτο Βέλες)[8] δημιούργησαν μικρές ή μεγαλύτερες παροικίες στην αναπτυσσόμενη μεγαλούπολη των Βαλκανίων. Λιγότερο γνωστές είναι οι περιπτώσεις οικογενειών που βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη προερχόμενες από τις βλάχικες εγκαταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί στην Ανατολική Μακεδονία, όπως από τις Σέρρες, αλλά και από τα μητροπολιτικά βλαχοχώρια κατά μήκος της Πίνδου. Το μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Θεσσαλονίκη και όχι μόνο των Βλάχων, διογκώθηκε ιδιαίτερα την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, καθώς οι αντιπαραθέσεις για την τύχη των οθωμανικών επαρχιών στα Βαλκάνια νέκρωσαν σχεδόν τις οικονομικές δραστηριότητες στην ύπαιθρο και έκαναν επικίνδυνη τη διαμονή των εύπορων οικογενειών στις απομονωμένες πολιτείες τους και ακόμη πιο δύσκολη την επιβίωση των οικονομικά ασθενέστερων βιοπαλαιστών. Η παλιά παροικία των Κρουσοβιτών προσαύξησε το δημογραφικό δυναμικό της ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα του Ίλιντεν (1903) και τις καταστροφές που γνώρισαν τότε ιδιαίτερα οι "γραικομάνοι" Βλάχοι κάτοικοι του Κρουσόβου. Πολλές από τις οικογένειες που εγκατέλειψαν τότε το Κρούσοβο βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη κοντά στους συγγενείς τους που είχαν ήδη αποκατασταθεί και εργάζονταν εδώ. Η μετεγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη φαίνεται πως ήταν ευκολότερη για εκείνους που ήρθαν ως πράκτορες των οικογενειακών επιχειρήσεων και των δικτύων των εμπορικών οίκων των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της βορειοδυτικής Μακεδονίας.


Εδώ αξίζει να αναφερθεί μία αποσπασματική παραπομπή στα γραφόμενα του Ιωσήφ Νεχαμά, ο οποίος περιγράφει παραστατικότατα το τρόπο με το οποίο εγκαταστάθηκαν και ενσωματώθηκαν στην τοπική ελληνορθόδοξη κοινότητα της Θεσσαλονίκης αυτοί οι νεότεροι Βλάχοι μέτοικοι.

"... Η ελληνική κοινότητα έπειτα από την εγκατάσταση των σιδηροδρόμων, ενισχύθηκε αριθμητικά από ένα πλήθος ορθόδοξων αποικιών, που ήρθαν απ' όλα τα μέρη της Μακεδονίας και της Ηπείρου και εγκαταστάθηκαν στην πόλη. Οι έμποροι της ενδοχώρας, που ερχόταν να κάνουν προμήθειες, τα 'χαναν κατά κάποιον τρόπο στην μεγάλη αγορά της Θεσσαλονίκης. Εκ φύσεως δύσπιστοι, ήθελαν να έχουν επί τόπου δικούς τους αντιπροσώπους. Από κάθε κωμόπολη ήρθε στη Θεσσαλονίκη ένας αντιπρόσωπος, που επιφορτίστηκε με τις αγορές, τις πωλήσεις, τις αποστολές των συμπολιτών του, των οποίων έγινε ο εκπρόσωπος και ο αποκλειστικός πράκτορας και συνάμα ο οδηγός και ο σύμβουλος. Ο εντολοδόχος εφάρμοζε αυστηρά τοπικιστικά κριτήρια στην επιλογή του προσωπικού του, έπαιρνε στη δουλειά του υπάλληλους και υπηρέτες που καταγόταν μόνο από το μικρό του μέρος. Γύρω του και χάρη σ' αυτόν, συγκροτήθηκε μία μικρή αποικία. Όταν έκανε περιουσία, γινόταν εκείνος ο ίδιος έμπορος, ίδρυε πλούσιους εμπορικούς οίκους και παραχωρούσε την θέση του μεσάζοντα σ' έναν συμπατριώτη του. Έτσι σχηματίζονταν στη Θεσσαλονίκη μικροσκοπικές αποικίες, πιστές στην γενέτειρά τους, που διοργάνωναν κάθε χρόνο στην πόλη γιορτές, χορούς, υπέρ του σχολείου ή της εκκλησίας του χωριού τους. Ενσωματώνονταν, όμως, όλες στην ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης, μετείχαν στην διοίκησή της, συντελούσαν με τις δωρεές τους στην ευημερία της. Οι ορθόδοξοι Τόσκηδες (Αρβανίτες - Αλβανοί) και οι Βλάχοι, που είχαν γίνει κάτοικοι της πόλης, δεν ξεχώριζαν από τους Έλληνες, των οποίων αυξάναν το πληθυσμιακό δυναμικό. Δεν έγινε το ίδιο με τους Βούλγαρους..."[9]

                 Τις ομάδες των Βλάχων που προέρχονταν από οικισμούς με εμποροβιοτεχνικό - "αστικό" προσανατολισμό ήρθαν να ενισχύσουν και μεμονωμένα άτομα προερχόμενα από βλάχικες κοινότητες όπου επικρατούσε η οικονομία της κτηνοτροφίας. Οι τσελιγκάδες των Ολύμπιων και των Βεργιάνων Βλάχων, των Αρβανιτόβλαχων της Κεντρικής Μακεδονίας και των Γραμμουστιάνων Βλάχων από τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου διατηρούσαν στενές επαφές με την αγορά της Θεσσαλονίκης, όπου προωθούσαν τα προϊόντα τους και συχνά έκαναν τις προμήθειές τους. Στην αγορά του Βαρδαρίου πωλούνταν τα βλάχικα μάλλινα και οι περίφημες βλάχικες κάλτσες. Ορισμένα μέλη των τσελιγκάδικων οικογενειών που αναζητούσαν οικονομική διέξοδο στην εμπορική και βιοτεχνική εκμετάλλευση της οικογενειακής παραγωγής και άλλες ανεξάρτητες δραστηριότητες προσπάθησαν να δημιουργήσουν σταθερότερη εγκατάσταση στην πόλη και την αγορά της. Από όλους αυτούς τους ημινομάδες Βλάχους, οι Μεγαλολιβαδιώτες είχαν αναπτύξει τη στενότερη επαφή με τη Θεσσαλονίκη, καθώς ένα πολύ σημαντικό μέρος των φαλκαριών τους αναζητούσε χειμαδιά στους χαμηλούς λόφους γύρω από τις πλαγιές του Χορτιάτη, την περιοχή της Καλαμαριάς και μέχρι τη Χαλκιδική. Τα χάνια της περιοχής Βαρδαρίου ήταν γεμάτα από Βλάχους κυρατζήδες - μεταφορείς και τσαμπάζηδες - ζωεμπόρους. Οι προμήθειες της Θεσσαλονίκης σε πρόβιο κρέας γίνονταν κυρίως από τους Βλάχους της ενδοχώρας και τους Βλάχους μεσάζοντες που ήταν ήδη εγκατεστημένοι στην πόλη. Τα αρνιά που προορίζονταν για σφαγή οδηγούνταν από τους Βλάχους μέχρι την κεντρική αγορά του Καπανίου.[10] Η επαφή τουλάχιστον των μεγαλοτσελιγκάδων με τη Θεσσαλονίκη θεωρείται βέβαιη ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα και πριν το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821. Ως διαχειριστές της οικονομικής ζωής των τσελιγκάτων, τα αρχηγικά δηλαδή στελέχη, κατέβαιναν στη Θεσσαλονίκη όχι μόνο για την αγορά της, αλλά και για τις ετήσιες επαφές και δοσοληψίες με τους Τούρκους τσιφλικάδες που ζούσαν στην πόλη. Από αυτούς ενοικίαζαν τα περισσότερα από τα χειμαδιά στην πεδιάδα της Κεντρικής Μακεδονίας, τη Χαλκιδική, τις χαμηλές πλαγιές του Χορτιάτη και μέχρι τα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης, στις πλαγιές του Σέιχ-Σου.[11] Η περιοδική έστω παρουσία των νομαδοκτηνοτρόφων Βλάχων γύρω από τη Θεσσαλονίκη, αλλά και μέσα στην πόλη επιβεβαιώνεται, έστω και έμμεσα από το τουρκικό απογραφικό κατάστιχο του 1835, όπου καταγράφονται αρκετοί βοσκοί με πιθανή βλάχικη καταγωγή, αλλά και δύο επιστάτες χειμαδιών.[12] 

                 Η χαρακτηριστικότερη, ίσως, περίπτωση βλάχικης παροικίας που αναπτύχθηκε αυτή την περίοδο στη Θεσσαλονίκη είναι αυτή των κατοίκων της Κλεισούρας. Ήδη από τα τέλη του 18ου και καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ένας από τους σημαντικότερους πόλους της μεταναστευτικής έλξης των Κλεισουριωτών ή Κλεισουριάνων εμποροβιοτεχνών και επαγγελματιών είχε σταθεί η Κωνσταντινούπολη, όπως και οι μεγάλες πόλεις της Σερβίας και της Αυστροουγγαρίας. Οι επαφές και οι σχέσεις με την αγορά της Θεσσαλονίκης ενισχύθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ωστόσο, οι επαφές των Κλεισουριάνων με τη Θεσσαλονίκη θα πρέπει να ξεκίνησαν σε πολύ παλαιότερους χρόνους. Στις 8 Νοεμβρίου του 1767 δύο Κλεισουριάνοι, ο γαλακτοπώλης Κώστας και ο λαχανοπώλης Παναγιώτης προσέφυγαν ως πληρεξούσιοι στις τουρκικές δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης ζητώντας το δίκιο τους για τη ληστρική επίθεση που είχαν δεχτεί, δύο μήνες νωρίτερα, αυτοί και οι σύντροφοί τους λίγο έξω και προς τα δυτικά της Θεσσαλονίκης. Το καραβάνι των Κλεισουριάνων επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη, ωστόσο το γεγονός πως προσέφυγαν με άνεση προς τις δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης δηλώνει πιθανά την επαφή τους ή και την παραμονή τους κατά διαστήματα στη Θεσσαλονίκη.[13] Από το 1890 περίπου, η μεταναστευτική κίνηση των Κλεισουριάνων προς τη Θεσσαλονίκη πήρε μαζικότερη διάσταση και τους άνδρες εμποροβιοτέχνες ακολούθησε οριστικά και ένας σημαντικός αριθμός οικογενειών. Κύρια αίτια του περιορισμού του ρόλου της Κλεισούρας ως ένα αξιόλογο διαμετακομιστικό κέντρο και της μαζικής μεταναστευτικής κίνησης που ακολούθησε θα πρέπει να θεωρήσουμε πως ήταν: 1. H ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου, που είχε ως αποτέλεσμα την πτώση των μεταφορών με τα καραβάνια των Κλεισουριάνων. 2. Η έξαρση του φαινομένου της ληστείας που είχε σαν στόχο τις πιο αρχοντικές και πιο πλούσιες οικογένειες. 3. Η δράση της ρουμανικής προπαγάνδας που δημιούργησε εντάσεις, αντιπαλότητες και εχθρότητες ανάμεσα στους κατοίκους της μικρής πολιτείας και 4. Οι διώξεις μετά την αποκάλυψη της συμμετοχής αρκετών Κλεισουριάνων στη “Νέα Φιλική Εταιρεία” (1886). Έτσι, ενώ γύρω στα 1870 η Κλεισούρα αναφέρεται πως συγκέντρωνε 6.400 κατοίκους, το 1912 είχε μόνο 3.000 κατοίκους. Αν και όλοι όσοι εγκατέλειψαν αυτή την περίοδο την Κλεισούρα δε συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη, η μακεδονική πρωτεύουσα φαίνεται πως προσέλκυσε κάποιους από τους πιο δραστήριους Κλεισουριάνους. Οι πρώτοι και παλαιότεροι μετανάστες που βρέθηκαν εγκατεστημένοι στη Θεσσαλονίκη ενσωματώθηκαν γρήγορα στην τοπική ελληνορθόδοξη κοινότητα και ορισμένοι από αυτούς υπήρξαν από τα πιο αξιόλογα μέλη της. Από απλοί βιοτέχνες, μικρέμποροι και επαγγελματίες ορισμένοι Κλεισουριάνοι εξελίχθηκαν σε δυναμικούς παραγγελιοδόχους και χονδρέμπορους με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και σημαντική επιρροή στους κόλπους της κοινότητας. Όπως ο Σίμος Σιμώττας και ο γιος του Γιαννάκης, μεγάλοι υφασματέμποροι με εμπορικές διασυνδέσεις με την Ευρώπη και τη μακεδονική ενδοχώρα και ο Γεώργιος Τορνιβούκας, μεγάλος καπνέμπορος όπως και ο γιος του Κωνσταντίνος που αργότερα ήταν ιδιοκτήτης του φημισμένου ξενοδοχείου "Ολύμπιον Μέγαρον της Μεσογείου - Mediterrane" στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Οι βάσεις της οικονομικής δεινότητας και του πρωταγωνιστικού ρόλου των Κλεισουριάνων στη σκηνή της ελληνικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης θα πρέπει να αναζητηθούν στις πολύ στενές επαφές τους με τις δυναμικές παροικίες που είχαν από καιρό σχηματίσει οι Κλεισουριάνοι στις πόλεις της Αυστροουγγαρίας, της Σερβίας, μέχρι τη Δρέσδη και την Οδησσό και επιπλέον στην Κωνσταντινούπολη. Οι παροικίες αυτές είναι προφανές πως λειτούργησαν ενισχυτικά ως ένα δίκτυο αλληλοϋποστήριξης για τις πάσης φύσεως οικονομικές δραστηριότητές τους. Όταν μετά το 1908 η παλιά παροικία των Κλεισουριάνων στην Κωνσταντινούπολη άρχισε να διαλύεται το δυναμικό της μεταφέρθηκε στην παροικία της Θεσσαλονίκης.[14]

                 Την εγκατάσταση των Κλεισουριάνων στη Θεσσαλονίκη ακολούθησαν στενά μικρότερες ομάδες μετοίκων από όλες σχεδόν τις βλάχικες εγκαταστάσεις και τους οικισμούς της βορειοδυτικής Μακεδονίας. Καθώς οι οικονομίες αυτών των οικισμών βασίζονταν κατά πολύ στην εποχιακή, αλλά πολλές φορές και στη μακροχρόνια μετανάστευση των ανδρών ήταν επόμενο αρκετοί Βλάχοι επαγγελματίες και εμποροβιοτέχνες να εγκατασταθούν στη μακεδονική πρωτεύουσα. Οι περισσότεροι από τους Νυμφαιώτες ή Νεβεστιάνους εγκαταστάθηκαν αρχικά ως χρυσοχόοι, ράφτες και βαφείς. Αρκετοί από αυτούς εξελίχθηκαν σε ιδιαίτερα δραστήριους εμπορευόμενους και μεταπράτες. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα οι καπνεμπορικοί οίκοι Σωσσίδη, Λιάτση, Μίσιου, Νίκου, Κίκη και Τορνιβούκα από την Κλεισούρα και το Νυμφαίο, έχοντας ως κέντρα τους τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, ανέπτυξαν ισχυρά οικογενειακά δίκτυα στις καπνοπαραγωγικές αγορές των Γιαννιτσών, των Σερρών, της Δράμας, της Καβάλας και της Ξάνθης και τα κέντρα προώθησης στην Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο και την Ευρώπη.[15]Ανάλογο παράδειγμα είναι και η οικογένεια Μπουτάρη με καταγωγή από το Νυμφαίο. Με ενδιάμεσο σταθμό τη Νάουσα, τα μέλη της οικογένειας Μπουτάρη εξελίχθηκαν σε αξιολογότατους οινεμπόρους. Κάποιοι από τους κεφαλαιούχους έγιναν σαράφηδες και αργότερα τραπεζίτες και τσιφλικάδες, όπως οι Μιχαήλβεης (από Κρούσοβο - Σέρρες), Οικονόμου (από Νυμφαίο), Τσικαρδέκος (από Βελασσά), Κοβτσιντάρης (από Κρούσοβο), Παπάζογλου (από Μοναστήρι).[16] Δίπλα στους μεγάλους επιχειρηματίες και κεφαλαιούχους βρέθηκαν φτωχοί βιοπαλαιστές που αναζήτησαν εδώ πελατεία για τις τέχνες τους, όπως καζαντζήδες, σιδεράδες, πεταλωτές, ράφτες και χρυσοχόοι από το Κρούσοβο, ράφτες και χρυσοχόοι από το Μεγάροβο και το Τύρνοβο, μαχαιροποιοί από τη Σαμαρίνα και ένα μεγάλο πλήθος από χανιτζήδες, καφετζήδες, φουρνάρηδες, χασάπηδες και μαγαζάτορες από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου και όλα σχεδόν τα άλλα γνωστά βλαχοχώρια. Οι τάξεις όμως όλων αυτών των ανθρώπων της αγοράς δεν άργησαν να γεννήσουν μορφωμένους ανθρώπους και επιστήμονες. Θα ήταν περιττό να καταγράψουμε τους Βλάχους εκπαιδευτικούς, γιατρούς και δικηγόρους που γεννήθηκαν και έζησαν στη Θεσσαλονίκη πριν το 1912, όμως η ύπαρξή τους και μάλιστα σε υψηλές αναλογίες, είναι η επιβεβαίωση πως οι Βλάχοι της Θεσσαλονίκης αξιοποίησαν τις ευκαιρίες που τους προσέφερε η πιο εξευρωπαϊσμένη και κοσμοπολίτικη πόλη των τότε οθωμανικών Βαλκανίων.

                 Η ενσωμάτωση των Βλάχων μετοίκων στην τοπική ελληνορθόδοξη κοινότητα δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως κάτι το αξιοπερίεργο, αλλά ως μία δικαιωματική και αναγκαία εξέλιξη. Η αλλογλωσσία τους ήταν κοινωνικά αποδεκτή και δεν αποτελούσε εμπόδιο. Επιπλέον, οι νεότεροι Βλάχοι μέτοικοι δεν αποτελούσαν μία περιθωριακή ομάδα επυλίδων, η οποία θα μπορούσε εύκολα να αποκλειστεί από την αγορά και την κοινοτική οργάνωση. Η κοινωνική τους διαστρωμάτωση ξεκινούσε με τους απλούς τεχνίτες και επαγγελματίες της αγοράς και έφτανε μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια της κοινωνικής ιεράρχησης, το "αρχοντολόι", τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τους τραπεζίτες, τους επιστήμονες και τους εκπαιδευτικούς. Εξάλλου, οι βλαχόφωνοι κάτοικοι στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Η ύπαρξη από παλαιότερους χρόνους δραστήριων μελών με βλάχικη καταγωγή μέσα στους κόλπους της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας φαίνεται πως βοήθησε στην ενσωμάτωση των νεότερων μετοίκων. Ο προσανατολισμός τους προς την οικονομία της αγοράς φαίνεται πως ενίσχυσε και καθόρισε ακόμη περισσότερο τη δικαιωματική και ισότιμη ένταξή τους στις τάξεις της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως στα 1868 ο σοφός Μαργαρίτης Δήμιτσας, Μοσχοπολιάνος Βλάχος από την Αχρίδα, προσκλήθηκε και ανέλαβε το έργο της διεύθυνσης  της ελληνικής σχολής της πόλης, που εκείνη την περίοδο είχε αναβαθμιστεί σε γυμνάσιο και είχε καταστεί το ανώτατο ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στη Μακεδονία.[17] Αρκετά συχνά, Βλάχοι εκλέγονται στις θέσεις των εκπροσώπων των συντεχνιών,[18] των δημογερόντων,[19] των κοινοτήτων και ενοριακών αντιπροσώπων και επιτρόπων, των εφόρων για τα κοινοτικά σχολεία, το νοσοκομείο, το γηροκομείο και τα άλλα ιδρύματα.[20] Έτσι, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα, η ζωή των μελών της κοινότητας αναστατώνεται από διαμάχες και αντιπαλότητες, για τη διαχείριση της, συναντούμε Βλάχους και στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, δηλαδή την "αριστοκρατική" και τη λαϊκή παράταξη των λεγόμενων "οχλαγωγών".[21] Γνωρίζοντας όλα αυτά μπορούμε να υποθέσουμε είτε πως τα μέλη της κοινότητας με βλάχικη καταγωγή ήταν πραγματικά πολυπληθή, είτε πως τα προσόντα που συγκέντρωναν ήταν αρκετά ισχυρά και ανταγωνιστικά για την κατοχύρωση αυτών των αξιόλογων θέσεων.[22] Από τις 19 σημαντικότερες οικογένειες των προυχόντων της ελληνορθόδοξης κοινότητας, ανάμεσα στα 1700 με 1912, οι Ζάννα, Καυτατζόγλου, Μιχαήλβεη, Πάικου, Παπαγεωργίου, Τάττη και Χατζηκώστα είναι γνωστό πως είχαν κάποια μακρινή ή κοντινή βλάχικη καταγωγή. Η συμμετοχή των Βλάχων στα κοινά της πόλης δεν περιορίζονταν μόνο στα οικονομικά και τα κομματικά πράγματα, αλλά επεκτείνονταν και στα πνευματικά. Αξίζει να αναφερθεί η συμμετοχή τους στην ίδρυση και την έκδοση ελληνικών εφημερίδων. Όπως η πρώτη ελληνόγλωσση μη κρατική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης ο “Ερμής” που εκδόθηκε το 1875 από το Σοφοκλή Γκαρμπολά. Ο Σ. Γκαρμοπλάς είχε ελληνική υπηκοότητα και είχε εγκατασταθεί στην πόλη στα 1850. Η οικογένειά του φέρεται να ήταν βλάχικης καταγωγής και προέρχονταν από την Κρανιά του Ολύμπου.  Το 1881 η εφημερίδα του μετονομάζεται "Φάρος της Μακεδονίας” και το 1898 “Φάρος της Θεσσαλονίκης". Την εκδοτική του δράση συνέχισαν οι γιοι του Νίκος και Αλέκος Γκαρμπολάς. Το 1908 εκδόθηκε το "Σύνταγμα" από το δικηγόρο Αθανάσιο Βόγα με καταγωγή από την Πελαγονία και το 1911 η "Μακεδονία" από τον Κωνσταντίνο Βελλίδη, ο οποίος γεννήθηκε κάπου κοντά στη Δεσκάτη Γρεβενών με καταγωγή, όμως, από το Βλαχολίβαδο.[23]

                 Η ροή Βλάχων μετοίκων στη Θεσσαλονίκη καθόλη τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα τροφοδοτούσε συνεχώς με νέο αίμα τη βλάχικη ομάδα των κατοίκων της πόλης. Έτσι, ενώ από τη μία μεριά οι παλαιότερες οικογένειες βλάχικης καταγωγής ήρθαν σε επιγαμίες με τους ελληνόφωνους χριστιανούς που βρήκαν να κατοικούν στην πόλη και αναπόφευκτα αφομοιώνονταν γλωσσικά, από την άλλη μεριά η παρουσία αυτών των συνεχώς αφομοιούμενων φαίνεται πως ήταν ένας από τους λόγους προσέλκυσης των νεότερων μετοίκων που διατηρούσαν ζωντανή τη χρήση της βλάχικης γλώσσας. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στη Θεσσαλονίκη ανάγκασε τον Γάλλο M. E. Picot, έναν από τους πρώτους ερευνητές με φιλορουμανικές θέσεις, να καταγράψει πως, το 1875, η βλάχικη εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη ήταν “γραικομάνικη” - “ελληνίζουσα”.[24] Ίσως λοιπόν οι εντυπώσεις που κατέγραψε στα 1889 ο G. Weigand να ανταποκρίνονται πλήρως στη γλωσσική πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί στους κόλπους της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Ο Weigand αναφέρει πως ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού στοιχείου της πόλης προερχόταν από "εξελληνισμένους γλωσσικά" Βλάχους, αλλά και Βούλγαρους. Ελληνικά μιλούσαν και πολλοί από τους Εβραίους της πόλης. Οι περισσότεροι από τους Βλάχους της Θεσσαλονίκης κατάγονταν από το Λιβάδι του Ολύμπου, την Κλεισούρα και τη Μοσχόπολη. Ωστόσο επισημαίνει πως τα βλάχικα εξακολουθούσαν να μιλιούνται από αρκετούς κατοίκους στις χριστιανικές συνοικίες όπου υπήρχε μεγαλύτερη συγκέντρωση Βλάχων, όπως στις συνοικίες του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Αθανασίου και της Αγίας Θεοδώρας.[25] Το γεγονός πως ένα υψηλό ποσοστό των Βλάχων της Θεσσαλονίκης κατοικούσε στις συνοικίες του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Νικολάου, όπου μέχρι τη δημιουργία των αριστοκρατικών συνοικιών στην ανατολική πλευρά και έξω από τα τείχη της πόλης, συγκεντρώνονταν τα οικονομικά και κοινωνικά πιο δραστήρια μέλη της ελληνικής κοινότητας[26] μπορεί να δηλώνει από μόνο του τη θέση των Βλάχων στους κόλπους της κοινότητας.

                 Αυτός ο ενισχυμένος οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά ρόλος των Θεσσαλονικέων Βλάχων επιβεβαιώνεται απόλυτα μέσα από μία σειρά εγγράφων του Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας. Χαρακτηριστικός είναι ένας κατάλογος με την επιγραφή "Κατάλογος Λογίων και Προκρίτων Ελλήνων της πόλεως Θεσσαλονίκης", όπου αναγράφονται συνολικά 439 ονοματεπώνυμα ανδρών κατοίκων, καθώς και η συνοικία όπου διέμενε ο καθένας. Ο κατάλογος αυτός συντάχθηκε από τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης γύρω στον Απρίλιο του 1913, μερικούς μήνες μετά την απελευθέρωση της πόλης. Περιελάμβανε όλα εκείνα τα μέλη της κοινότητας που θεωρούνταν ικανά να βοηθήσουν στην πρώτη επίσημη ελληνική απογραφή του πληθυσμού της πόλης.[27] Αν και τα ονοματεπώνυμα μπορεί να σταθούν παραπλανητικά σε μία προσπάθεια για την εκτίμηση της καταγωγής του φέροντος, είναι σαφές πως ο κατάλογος περιέχει δεκάδες κατοίκους βλάχικης καταγωγής. Έχοντας υπόψη τα επώνυμα γνωστών οικογενειών βλάχικης καταγωγής μπορούμε να εκτιμήσουμε πως οι Θεσσαλονικείς Βλάχοι αποτελούσαν τουλάχιστον το ένα τέταρτο (1/4) των λογίων και προκρίτων Ελλήνων κατοίκων της. Αυτή η αναλογία μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη αν στην εκτίμηση συνυπολογίζονταν και τα άτομα που φέρουν επώνυμα κοινά ανάμεσα σε Βλάχους και μη. Η παρουσία των Βλάχων επισημαίνεται και σε άλλους καταλόγους που συντάχθηκαν με τον ίδιο σκοπό και όπου περιλαμβάνονται τα μέλη λεσχών, οι υπάλληλοι τραπεζικών οργανισμών, οι πρόεδροι και τα μέλη συντεχνιών ακόμη και οι μαθητές του ελληνικού γυμνασίου.[28]

                 Όσον αφορά την οικονομική θέση των Βλάχων κατοίκων της Θεσσαλονίκης πριν την απελευθέρωση, ο οδηγός του Γεώργιου Χατζηκυριάκου του 1910-11 είναι ίσως η πλέον ισχυρή μαρτυρία. Στον οδηγό αυτό παρουσιάζεται μία από τις πληρέστερες εικόνες της επαγγελματικής και οικονομικής ταυτότητας των κατοίκων της. Σε πολλές περιπτώσεις άνθρωποι βλάχικης καταγωγής και γνωστά μέλη της ελληνικής κοινότητας παρουσιάζονται σε υψηλές αναλογίες και σε αρκετές περιπτώσεις ως οι μόνοι χριστιανοί ανάμεσα σε πολυπληθέστερους Εβραίους διαφόρων εμπορικών, βιοτεχνικών, επαγγελματικών και μεταπρατικών κλάδων της οικονομικής ζωής της Θεσσαλονίκης. Όπως στην περίπτωση των παραγγελιοδόχων, όπου ανάμεσα στους 27 επαγγελματίες αυτού του κλάδου, οι 12 τουλάχιστον αναγνωρίζονται ως βλάχικης καταγωγής.[29]

 

 


[1] Βασδραβέλλη, Ι.Κ., "Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας, 1796-1832", Ε.Μ.Σ. 10, Θεσσαλονίκη 1950, σελ.149.

[2] Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., "Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, Α' Αρχείο Θεσσαλονίκης, 1695-1912", Ε.Μ.Σ. 13, Θεσσαλονίκη 1952, σελ.514- 517. Οι Κοκκινοπλίτες που αναζητιόνταν ήταν οι: Παπαγιάννης Γεώργιος, Δήμος Γεώργιος, Νικόλαος Σαλάρης και ο γιος του και ο Νικόλαος Δήμου Χατζή.

[3] Τα στοιχεία για την παρουσία των Βλάχων στη Θεσσαλονίκη σύμφωνα με το τουρκικό απογραφικό κατάστιχο του 1835 προέρχονται από τις εργασίες: 1. Anastassiadou, Meropi, "Yanni, Nikola, Lifder et les autres ... Le profil demographique et socio-professionnel de la popoulation orthodoxe de Salonique a la veille des Tanzimat", Sudost- Forschungen, Band 53/1994, σελ.73-130. 2. Δημητριάδης, Βασίλης, “Η Θεσσαλονίκη της παρακμής. Η ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης κατά τη δεκαετία του 1830 με βάση ένα οθωμανικό κατάστιχο απογραφής του πληθυσμού”, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σελ.29-30, 61-65, 85, 139-140 και σποράδην. Θα πρέπει να επισημανθεί πως και στις δύο αυτές εργασίες υπάρχει λανθασμένη ταύτιση του Λιβαδίου ή Βλαχολίβαδου του Ολύμπου στην πρώτη εργασία με το χωριό Λιβάδι, στα όρια των νομών Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής και στη δεύτερη με την πόλη της Λειβαδιάς στη Ρούμελη.

[4] Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α., "Χριστιανικές συνοικίες, συντεχνίες και επαγγέλματα της Θεσσαλονίκης στα μέσα του 19ου αιώνα", Μακεδονικά 18, Θεσσαλονίκη 1978, σελ.103-141.

[5] Γεωργιάδης, Ν., "Θεσσαλία", (πρώτη έκδοση 1880), Ελλα, Λάρισα 1995, σελ.179.

[6] Κοεμτζόπουλος, Κίμων Γ., "Οι Λαζαίοι του Ολύμπου και απόγονοι", Δωδώνη, Γιάννινα-Αθήνα 1994, σελ.71-83, 131-133.

[7] Weigand, G., "Die sprache des Olympo-Valachen", Leipzing 1888, σελ.12-13.

[8] Για την εγκατάσταση βλάχικων οικογενειών από το Τίτο Βέλες πριν και μετά το 1912 βλέπε: Filipovic, Mil. S., "Cincari u Velesu", (Juzni Pregled, Skoplje sv.5, Maj 1936), Mετάφραση: Ι. Παπαδριανός, Βαλκανική Βιβλιογραφία, τόμος V-1976, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1979, σελ.317-328.

[9] Ριζάλ, Π., (Νεχαμά, Ιωσήφ), "Θεσσαλονίκη η περιπόθητη πόλη", (πρώτη έκδοση στα γαλλικά το 1917), μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1997, σελ.161-162.

[10] Δημητριάδης, Βασίλης, "Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, 1430-1912", Ε.Μ.Σ. 61, Θεσσαλονίκη 1983, σελ.192.

[11] Χιονίδης, Γ.Χ., "Οι ανέκδοτες αναμνήσεις του Γιώτη, (Παναγιώτη), Ναούμ για τους Βλάχους της Ηπείρου και της Μακεδονίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα και για την επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία", Μακεδονικά ΚΔ', Θεσσαλονίκη 1984.

[12] Δημητριάδης, Βασίλης, “Η Θεσσαλονίκη της παρακμής. Η ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης κατά τη δεκαετία του 1830 με βάση ένα οθωμανικό κατάστιχο απογραφής του πληθυσμού”, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σελ.71, 287.

[13] Βασδραβέλλης, ο.π., σελ.264-265.

[14] Τζιώγος, Αριστοτέλης Ι., "Συνοπτική ιστορία της Κλεισούρας Δυτικής Μακεδονίας", Θεσσαλονίκη 1961, σελ.42, 45-71. Παπαμιχαήλ, Μιχαήλ Κ., "Κλεισούρα Δυτ. Μακεδονίας", Θεσσαλονίκη 1972, σελ.9, 99, 140-142, 179-185. Βακουφάρης, Περικλής, "Ο Κώδικας της κοινότητας Κλεισούρας, 1868-1880", Έκδοση Συλλόγου απανταχού Κλεισουριέων ο "Αγιος Μάρκος" 2, Θεσσαλονίκη 1996, σποράδιν. Ορισμένα οικογενειακά ονόματα των παλαιότερων Κλεισουριάνων που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη είναι: Βήκας, Βώβου, Δήμτσας, Δούμπης, Δούφος, Κιάντου, Κιούκας, Κοπέλος, Κούφας, Κώκκος ή Κόκκος, Λέκκου, Μανδρινός, Μάου, Μούσιος, Μπίμπης, Μυρώνης, Νανώρας, Νάσκου, Nάτσης, Νίκου, Παπαγερμανού, Παπάνας, Πάτσας, Πέκος, Ρούβας, Σιμώτας, Σιδέρης, Σουλτάνης, Τορνιβούκας, Τόττης, Τσιάρας, Τσίτσας, Τσούλης, Χατζηβιάλλου, Χατζηγιάντσου, Χερτούρας κ.α.

[15] Haciu, Anastase N., "Aromanii", Foscani 1936, σελ.255.

[16] Haciu, ο.π..

[17] Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., “Ιστορία της Θεσσαλονίκης, 316π.Χ. - 1983”, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997. σελ.329.

[18] Το 1890 από τους 17 εκπροσώπους των χριστιανικών συντεχνιών της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον οι 6 αναγνωρίζονται ως βλάχικης καταγωγής. Ήταν οι εκπρόσωποι των χρυσοχόων, των ραπτάδων, των καπήλων, των ξενοδόχων, των καφεπωλών-καπνοπωλών και των νέων μπακάληδων. Χεκίμογλου, Ευάγγελος Α., "Θεσσαλονίκη, Τουρκοκρατία και Μεσοπόλεμος. Κείμενα για την ιστορία και την τοπογραφία της πόλης", "Ιστορία και Πολιτισμός" 3, Διεύθυνση: Π. Πετρίδης-Γ. Αναστασιάδης, Έκφραση-University Studio Press 1996, σελ.174-175.

[19] Στις αρχαιρεσίες του 1884 για την εκλογή των δημογερόντων οι τρεις από τους επτά δημογέροντες που εκλέχθηκαν ήταν βλάχικης καταγωγής: ο πρόεδρος Μιχαήλ Ν. Μιχαήλ, ο Βασίλειος Αστερίου, ο Κ. Συνδίκας και ο Βασίλειος Μάου. Βλάχοι υπήρχαν και ανάμεσα στους επιλαχόντες και τους αντιπροσώπους όπως: Αθ Βλιάτης, Αθ. Παπαγεωργίου, Ι. Σιμώτας, Β. Παπάζογλου, Δ. Βλάτσης, Ελ. Χατζηκώστας κ.α.. Χεκίμογλου, ο.π., σελ.184.

[20] Στις 23 Μαϊου 1991, από τα 34 άτομα που εξελέγησαν ως μέλη για την επιτροπή που θα εξέλεγε τους εφόρους των σχολείων, του γηροκομείου και του νοσοκομείου της κοινότητας μπορούμε να αναγνωρίσουμε πως τουλάχιστον 10 από αυτούς είχαν βλάχικη καταγωγή: Δ. Ζάννας, Ι. Αυγερινός, Ι. Μπίτσιος, Τ. Παπαγεωργίου, Ν. Βικόπουλος, Γ. Παπαγεωργίου, Σ. Τάττης, Κ. Μήττας, Ι. Μπουτάρης, Σ. Σιμώτας και Ε. Χατζηκώστας. Τομανάς, Κώστας, "Χρονικό της Θεσσαλονίκης, 1875-1920", Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1995, σελ.97-98.

[21] Μοσκώφ, σελ.129-130.

[22] Για τη δράση Θεσσαλονικέων Βλάχων στα κοινά της πόλης βλέπε: Χεκίμογλου, ο.π., σελ.173-217. Όπου αναφέρονται συχνά τα ονόματα μελών της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης τα οποία αναγνωρίζονται ως βλάχικης καταγωγής, όπως: B. Aστερίου, Κ. Συνδίκας, Β. Μάου, Αθ. Παπαγεωργίου, Τ. Παπαγεωργίου, Ι. Σιμώτας, Β. Παπάζογλου, Δ. Βλάτσης ή Μπλάτσης, Ε. Χατζηκώστας, Κ. Σφήκας, Δ. Ζάννας, Οικονόμου, Ι. Μπήτσιος, κ.α. Για τη δομή της κοινωνίας της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης βλέπε: Σερεμέτης, Δημήτρης Γ., "Ο Στέφανος Κων. Τάττης (1825-1910), στη δομή της κοινωνίας της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης (19ος αι.)", Μακεδονικά 25, θεσσαλονίκη 1986, σελ.266-296 και Μοσκώφ, Κ., "Θεσσαλονίκη 1700- 1912, τομή της μεταπρατικής πόλης", Αθήνα 1974, σελ.93 και passim.

[23] Kόκκας, Παναγιώτης Γ., "Οικογένεια Γκαρμπόλα και η πρώτη ελληνική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης", Μακεδονικά 25, Θεσσαλονίκη 1981, σελ.222-251. Κανδυλάκης, Μανώλης, “Εφημεριδογραφία της Θεσσαλονίκης. Συμβολή στην Ιστορία του Τύπου, Α` Τουρκοκρατία”, University Studio Press / Έκφραση, Θεσσαλονίκη 1998, σελ.48, 183-184, 220 και σποράδην.

[24] Picot, M.E., "Les Roumains de la Macedoine", Paris 1875, σελ.39.

[25] Weigand, G., "Die Aromunen", τόμος A', Leipzing 1895, σελ. 221.

[26] Μοσκόφ, σελ.36-37.

[27] Δημητριάδης, Βασίλης, "Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης και η ελληνική κοινότητα της το 1913", Μακεδονικά 23, Θεσσαλονίκη 1983, σελ.88-116. Τα έγγραφα περιέχονται στον φάκελο ΓΔΜ.32-1913, "Φάκελλος Απογραφής Ελλήνων λογίων, προκρίτων κλπ. Θεσσαλονίκης".

[28] Μερικά από τα επώνυμα ατόμων με σίγουρη βλάχικη καταγωγή είναι: Αστερίου, Βαλαούρης, Βαλτατζής, Βελλίδης, Βέρρου, Βήκας, Βλιάντης, Βόγας, Βρέττας, Γιαννούλης, Γιάτας, Γιάκος, Γκινάλης, Γκοτζαμάνης, Γούσιας, Γριζόπουλος, Δαλέγκας, Δαναμπάσης, Δούμας, Δούφου, Δώδος, Ζάννας, Ζάχου, Ζουζακίδης, Καζάζης, Καλαϊτζής, Καπέττης, Κοεμτζόπουλος, Κόκκου, Κοπέλλης, Κούφας, Κουφτσιγάρης, Κράλλης, Κρέης, Λάλας, Λούσου, Μάνδρου, Μάνος, Μάου, Μητάκου, Μητσοπούνας, Μιχαήλβεης, Μούσιος, Μπέλλας, Μπίτσιος, Μπλάτσης, Μποσνάκου, Νάλτσας, Ναούμ, Νούσιας, Νούσκας, Παχέου, Παπαγεωργίου, Παπάζογλου, Πασανίκας, Πήκας, Πηχεών, Πισουρίκας, Πλάστας, Πρασάς, Ρούβας, Σακελλαρόπουλος, Σιάνου, Σιμώττας, Σιούντας, Σιώσσιου, Στράλλας, Συνδίκας, Τάττης, Τότης, Τέττος, Τζεμετίκου, Τζιοβαρίδης, Τορνιβούκας, Τσίτσας, Φάκας, Χατζηκώστας, Χερτούρας, Ωρολογάς κ.α.

[29] Χατζηκυριακού, Γ., "Οδηγός της Ελλάδος, τμήμα Α', 1910-11, Μακεδονία μετά του παρακείμενου τμήματος της Θράκης", έκδοση Νικ. Γ. Ιγγλέση, Αθήναι 1911, σελ.34-50.