Όταν αναζητούμε τους σημαντικότερους βλάχικους οικισμούς ή τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους πλέον προβεβλημένους. Παραμένει μία σχετικά άγνωστη περίπτωση, ίσως γιατί βρίσκεται μακριά από την κορυφογραμμή της Πίνδου. Ωστόσο, αν και δεν κατοικήθηκε ποτέ αποκλειστικά και μόνο από Βλάχους, υπήρξε, άλλοτε, η πιο αξιόλογη εγκατάστασή τους σε ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία. Γνωστή παλιότερα με το όνομα Κάτω Τζουμαγιά δε φημίζεται για το απώτερο ιστορικό παρελθόν της, καθώς μας παρουσιάζεται ως ένας οικισμός που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της οθωμανικής κυριαρχίας. Αυτό που την έκανε ξεχωριστή ήταν ο ρόλος της ως ένα ιδιαίτερα δραστήριο κέντρο εμπορίου, το οποίο γεννήθηκε μέσα από την παραγωγική οικονομία του κάμπου του Στρυμόνα και τις επιχειρηματικές ικανότητες των Βλάχων κατοίκων της, και το οποίο τόλμησε, κάποτε, να ανταγωνιστεί ακόμη και τις Σέρρες.
Εις μνήμην του ερευνητή, συγγραφέα και εκπαιδευτικού Αστέριου Κουκούδη, που “έφυγε” σε ηλικία 50 χρονών, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, η ιστοσελίδα Πεμπτουσία αναδημοσίευσε μια παλαιότερη συνέντευξή του η οποία δόθηκε με αφορμή την έκθεση «Η κοινωνική ζωή στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας στα 1900». Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Μακεδονία της Κυριακής”, στις 6 Αυγούστου 2006.
Εισαγωγικά - ιστορικές διευκρινίσεις
Ο όρος εθνισμός (ethnicity) (Αγγελόπουλος 1997: 18-25, Williams 1989: 401-444. Barth 1969, Danfort, 1995, Hobsbawm, 1990) προσδιορίζει τις κοινωνικές σχέσεις μιας ομάδας ανθρώπων και αυτές με την σειρά της είναι παράγωγο της ιστορίας. Στα Βαλκάνια, όπως κι αλλού, ο εθνισμός ως ομαδική ταυτότητα ανάγεται στα εθνικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η γλώσσα (π.χ. οι Βούλγαροι), η θρησκεία (π.χ. οι Εβραίοι), ο τρόπος ζωής (π.χ. οι Τσιγγάνοι / Ρομά), η κοινή ιστορία διώξεων (π.χ. οι Τάταροι), τα κοινά οικονομικά συμφέροντα ή ο συνδυασμός δύο ή και περισσοτέρων από τους παραπάνω παράγοντες ή ακόμη και ιδιαίτερα κριτήρια (π.χ. οι Ντονμέδες). Ωστόσο στη χρήση των όρων αυτών μετά την δεκαετία του 1950 εστιάζουμε στις πολιτισμικές διαφορές που συναντούμε κυρίως στα σύνορα, αλλά και στη χρήση / αξιοποίηση των διαφορών αυτών από τις ίδιες τις ομάδες και όχι από τους ερευνητές / μελετητές. Το να υποθέσει κανείς πως η γλώσσα είναι το μοναδικό ή το κύριο στοιχείο από το οποίο απορρέει η εθνικότητα (nationhood), κάτι που έγινε δημοφιλές μέσα από τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης, ισοδυναμεί με την εικασία πως ένας Τζαμαϊκανός, ένας Ιρλανδός, ένας Αμερικανός ή ένας Νοτιοαφρικανός έχει την ίδια εθνικότητα με έναν Άγγλο λόγω μητρικής γλώσσας. Επανερχόμενοι στα Βαλκάνια και με την ίδια λογική, οι Κροάτες, οι Βοσνιάκοι και οι Μαυροβούνιοι θα έπρεπε να θεωρούνται Σέρβοι, αλλά έτσι όλες οι πολιτισμικές ετερότητες αποσιωπώνται. Παρόμοια, όλοι όσοι μιλούν ρουμανικά ή παραπλήσιες γλώσσες / διαλέκτους θα έπρεπε να εντάσσονται στην εθνικότητα των Ρουμάνων κι όλοι όσοι μιλούν ελληνικά θα έπρεπε να θεωρούνται Έλληνες.
Αν και τα βοσκοτόπια των βόρειων πλαγιών του Βερμίου θα πρέπει να ήταν γνωστά στα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων που έφτασαν ήδη από τα μέσα του α' μισού του 19ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή, ανάμεσα στο Βόρρα και το Μορίχοβο και το βόρειο Βέρμιο, η παρουσία τους στην περιοχή του Γραμματικού υποθέτουμε ότι ήταν περιστασιακή και παροδική μέχρι το 1878. Σύμφωνα με παλαιότερα καταγεγραμμένες παραδόσεις, μετά το 1878 και τη διάσπαση του μεγάλου καλυβικού οικισμού της Τσιακούρας στο Μορίχοβο, κάποιο φαλκάρι, ακολουθώντας τους τσελιγκάδες Γούσιο Τσέλιο και Τέγα Κούσα, βρέθηκε να αναζητά την ευκαιρία να δημιουργήσει κάποιον πιο σταθερό θερινό οικισμό στα πλούσια βοσκοτόπια της περιοχής του βόρειου Βερμίο 2. Ακολουθώντας τις πρακτικές των απόλυτα νομαδικών φαλκαριών, περιπλανήθηκαν για αρκετά χρόνια και έστησαν τις θερινές τους καλύβες σε διάφορες τοποθεσίες. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, δημιούργησαν ένα σταθερότερο θερινό καλυβικό οικισμό σε κτήματα της τότε κοινότητας Γραμματίκοβου, του σημερινού Κάτω Γραμματικού. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, το Κάτω Γραμματικό κατοικούταν από περίπου ισάριθμους σλαβόφωνους χριστιανούς, πιστούς στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και κατ' επέκταση στις ελληνικές θέσεις, και Τούρκους με καταγωγή από τα γειτονικά κονιαροχώρια της Εορδαίας3 .
1.1. Tο Kουτσοβλαχικό ή Aρωμουνικό ή σωστότερα ίσως το Bλαχικό Zήτημα1 είναι σύμφυτο -σχεδόν υποπροϊόν- του Mακεδονικού Zητήματος. Aν και η ονομασία δεν βρίσκει σύμφωνη τη βιβλιογραφία, ωστόσο υπάρχει ομοφωνία για τη γένεση του προβλήματος: η μελέτη των Bλάχων στα Bαλκάνια έγινε ενδιαφέρουσα από τη στιγμή που η ταυτότητά τους απέκτησε ανταλλάξιμο χαρακτήρα στο τραπέζι των διπλωματικών σχεδίων για την κληρονομιά των ευρωπαϊκών επαρχιών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Δυστυχώς στα επόμενα χρόνια ο χαρακτήρας αυτός δεν αποβλήθηκε. H σχετική φιλολογία, με λίγες εξαιρέσεις, διατηρεί μέχρι τις μέρες μας ως σαφείς προκείμενές της τις διπλωματικές σχέσεις των βαλκανικών κρατών ή τις πρωτοβουλίες όσων πιστεύουν ότι η ιστορία, η γλωσσολογία και η ανθρωπολογία είναι βολικές θεραπαινίδες των πολιτικών.
Παρά τα όποια προβλήματα προσαρμογής των πρώτων ημερών της απελευθέρωσης και σε αντίθεση με τους αναμενόμενους φόβους για πράξεις αντεκδικήσεις1 , πολύ σύντομα, οι ομάδες των ρουμανιζόντων Βλάχων της ευρύτερης περιοχής της Βέροιας ήταν ελεύθερες να συνεχίσουν τη δράση τους με ιδιαίτερη άνεση. Οι σχετικές διπλωματικές πιέσεις της Ρουμανίας και η αποδοχή μεγάλου μέρους των απαιτήσεών της από το Βενιζέλο, στο πλαίσιο της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913, παρείχαν τα απαραίτητα εχέγγυα. Οι διασπαστικές βλάχικες και όχι ρουμανικές κοινότητες, που είχαν σκόπιμα αναγνωρίσει οι οθωμανικές αρχές με τον περίφημο σουλτανικό ιραδέ του 1905, μετατράπηκαν, ουσιαστικά με τη συγκατάθεση του επίσημου ελληνικού κράτους, στις λεγόμενες «κουτσοβλαχικές» κοινότητες των διπλωματικών εγγράφων υπό ρουμανική αρωγή και προστασία2 . Αν και στην πράξη, θα μπορούσαν κανείς να τις χαρακτηρίσει πραγματικές, ρουμανικές, μειονοτικές κοινότητες.
Αγαπητά μας παιδία,
Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια, δηλαδή ένας ολόκληρος αιώνας, από τότε που η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία απελευθερώθηκαν και εντάχθηκαν μαζί με άλλες περιοχές της πατρίδας μας στον εθνικό κορμό. Είναι μια ιδιαίτερα σημαντική ιστορική επέτειος καθώς η μικρή τότε Ελλάδα είχε μόλις βγει νικήτρια μέσα από τις μάχες των δύο Βαλκανικών Πολέμων και είχε διπλασιάσει σχεδόν την έκταση και τον πληθυσμό της, επιτυγχάνοντας ένα σημαντικό μέρος της γεωγραφικής εθνικής ολοκλήρωσής της. Όμως οι επιτυχίες και τα κατορθώματα εκείνης της χρονιάς δεν ήρθαν στα ξαφνικά και δίχως κόπο. Είχε προηγηθεί μια μακροχρόνια και σκληρή πάλη, τόσο ένοπλη όσο και ιδεολογική, ώστε να προετοιμάσει κατάλληλα το έδαφος.
Μα κυρίως, η Ελλάδα είχε περάσει μέσα από τις εμπειρίες του περίφημου Μακεδονικού Αγώνα. Την επέτειο αυτού του αγώνα τιμάμε σήμερα με τη μικρή σχολική μας γιορτή.
Σελίδα 1 από 5