Θυμάμαι τον Γκραίκο παππού μου, τον μπάρμπα-Τζιόρτζη να με ρωτά, σαν πήγαινα στο χωριό της μητέρας μου στο Ρουμλούκι: “Τι είσαι βρε 'συ, Ρωμιός για Βλάχος;” Ενώ στη Βέροια, ο Βλάχος παππούς μου, ο λάλα-Στέργιος, με ρωτούσε στα βλάχικα: “Τσε χι τίνι, Αρμούν ια Γκρέκ;” (Τι είσαι εσύ, Αρμούνος ή Γκραίκος;). Και εγώ, μη θέλοντας να τους κακοκαρδίσω, έδινα στον καθένα τους την απάντηση που ήθελε να ακούσει. Ήταν χρόνια αργότερα, όταν κατάλαβα πως και οι δυο τους ήθελαν να τους πω το ίδιο πράγμα, μα ο καθένας τους ήθελε να το ακούσει στη δική του γλώσσα.
Θυμάμαι πως όταν ήμουν πιτσιρικάς στα σοκάκια της Βέροιας, η Βλάχα γιαγιά μου, η τέτα-Χρυσούλα, δε γύριζε το κεφάλι της, ούτε μου απαντούσε, αν έκανα το λάθος να τη φωνάξω “γιαγιά”. Ήθελε οπωσδήποτε να μάθουν τα εγγόνια της, ακόμη και αυτά που ήταν από τις Γκραίκες νύφες της, να τη φωνάζουν “μάνα μάρι”, “μεγάλη μάνα” στα βλάχικα. Θυμάμαι πως δεν άφηνε τα εγγόνια της να φωνάζουν “παππού” ούτε το λάλα-Στέργιο, τον άνδρα της. Ήθελε να τον φωνάζουμε “αφέντη”, έτσι όπως τα βλαχόπουλα έπρεπε να αποκαλούν τον πατέρα του πατέρα τους. Ο λάλα-Στέργιος χαιρόταν να μας ακούει να τον φωνάζουμε “αφέντη”, μα δεν επέμενε. Η τέτα-Χρυσούλα όμως, αφού δεν μπορούσε να μας μάθει βλάχικα, ήθελε οπωσδήποτε να τη φωνάζουμε “μάνα μάρι”. Η επιμονή της ήταν ακόμη μεγαλύτερη, αν κάναμε το λάθος να την αποκαλέσουμε “γιαγιά” μπροστά στις Βλάχες γειτόνισσές της, μέσα στο μαχαλά της, εκεί όπου ήταν το πατρικό σπίτι του πατέρα μου. Και έτσι έγινε. Kανένα από τα εγγόνια της δεν την αποκάλεσε ποτέ “γιαγιά”. Για μας, ακόμη κι όταν δεν ήταν παρούσα, ήταν η “μάνα μάρι” και έτσι μάθαμε να τη φωνάζουμε και να την αποκαλούμε, προκαλώντας την περιέργεια αυτών που δεν ήξεραν τι σήμαινε “μάνα μάρι”. Όταν πια μεγάλωσα και θέλησα να μάθω βλάχικα, προσπαθούσα να την πείσω να μου μιλήσει στα βλάχικα, μα ήταν αργά, όπως η ίδια έλεγε. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κουβέντα της προκοπής και η τέτα-Χρυσούλα μου μιλούσε στα ελληνικά. Μονάχα σαν ήθελε να μου πει κάποιο μυστικό, για να μην καταλάβει η μητέρα μου ή όταν είχε τα κέφια της, μου μιλούσε στα βλάχικα, ελπίζοντας πως θα την καταλάβαινα. Πράγματι, ήταν πια αργά.
Μπορεί να ήταν αργά για να μάθω βλάχικα, όμως σίγουρα δεν ήταν αργά για να μάθω περισσότερα για τους Βλάχους. Και σίγουρα δεν τους αναζήτησα σε ευκαιριακά συγγράμματα, γραμμένα από κάποιον ξενοτοπίτη ή κάποιον παντελώς άσχετο και επικίνδυνα ενδιαφερόμενο. Για μένα οι Βλάχοι ήταν κομμάτι της ίδιας μου της ταυτότητας. Όπως ο κάθε άνθρωπος που ψάχνει στοιχεία για την κοντινή ή την απώτερη καταγωγή του, άρχισα να αναζητώ τις ρίζες μου. Οι σκόρπιες αναφορές για τους Βλάχους στα διάφορα βιβλία της ελληνικής ιστοριογραφίας δεν μπόρεσαν να με “ξεδιψάσουν”. Αρκετά συχνά η πληροφόρηση που μου παρείχαν ήταν αντιφατική ή και προσβλητική για τους Βλάχους. Και ακόμη πιο συχνά τους παρουσίαζαν μέσα από στερεοτυπικές αντιλήψεις και πολιτικές προδιαθέσεις. Ήταν από τις πρώτες μου απογοητεύσεις. Βέβαια δεν άργησα να ανακαλύψω σημαντικές εργασίες και ιδιαίτερα νεότερες, τόσο ελληνικές, όσο και ξένες, που αντιμετώπιζαν τους Βλάχους με περισσότερη κατανόηση και με μεγαλύτερη αντικειμενικότητα.
Σκέφτηκα λοιπόν πως θα μπορούσα να ψάξω και να μάθω περισσότερα. Άρχισα να ρωτώ τους συγγενείς μου και τους πιο ηλικιωμένους ανθρώπους του βλάχικου περίγυρού μου. Αυτό που μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το γεγονός πως ανάμεσα στους Βλάχους υπήρχαν σαφείς διαχωρισμοί που είχαν να κάνουν με τη γεωγραφική προέλευσή τους και την καταγωγή τους από συγκεκριμένους οικισμούς, με παλαιότερες πληθυσμιακές μετακινήσεις και εξόδους, με τον τύπο των οικισμών και των εγκαταστάσεών τους, τη βλάχικη διάλεκτο που μιλούσαν και τον τρόπο ζωής τους, την οικονομία τους και την κοινωνική τους θέση, το περιβάλλον τους και τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς τους. Η ιδέα μίας εργασίας που θα μπορούσε να παρουσιάζει όλες αυτές τις διακρίσεις άρχισε να με κερδίζει.
Η προσπάθεια καταγραφής των ιστορικών στοιχείων ενός τόσο μεγάλου αριθμού οικισμών και εγκαταστάσεων εμφανίζει ομοιότητες με την υπομονετική εργασία ενός ειδικευμένου συντηρητή να εντοπίσει, να συγκολλήσει και να αποκαταστήσει στην αρχική του μορφή ένα θρυμματισμένο βυζαντινό ψηφιδωτό. Απαιτεί την ανάπτυξη ενός είδους πνευματικής σχέσης με το αντικείμενο. Προϋποθέτει γνώση των ανθρώπων και των τόπων των Βλάχων, αλλά και μία προδιάθεση για καταδύσεις στο χρόνο και ανάπλαση με το νου της ατμόσφαιρας και του ύφους περασμένων εποχών και της ζωής άλλων ανθρώπων. Ωστόσο, οι Βλάχοι εξακολουθούν να υπάρχουν και η ενασχόληση μαζί τους διαφέρει από την ενασχόληση με πολιτισμικές ομάδες και κοινότητες που χάθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Είναι, λοιπόν, σίγουρο πως απαιτείται ένας μεγαλύτερος βαθμός ευαισθησίας και υπευθυνότητας. Επιπλέον, επιβάλλεται μία συναισθηματική αποστασιοποίηση του ερευνητή από το αντικείμενό του, έτσι ώστε να εγγυάται την αμεροληψία του. Ξεκίνησα την προσπάθεια μου ελπίζοντας πως θα μπορούσα να διατηρήσω τις ισορροπίες ανάμεσα σε αυτά που έλεγε από τη μία μεριά η καρδιά μου και από την άλλη το μυαλό μου.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε τρία επίπεδα: 1. Βιβλιογραφική έρευνα. 2. Αρχειακή έρευνα. 3. Επιτόπια έρευνα και προσωπικές μαρτυρίες. Η βασική πηγή των πληροφοριών υπήρξε η βιβλιογραφία, η οποία είναι προϊόν ιστορικών και ιστοριοδιφών διαφόρων γενεών και εποχών. Τα συγγράμματα των περιηγητών των αρχών του 19ου αιώνα, όπως του F. Pouqueville, του W.M. Leake και του H. Holland, προσέφεραν πολύτιμες πληροφορίες καθώς γράφτηκαν πριν την έκρηξη των εθνικισμών και των επακόλουθων προπαγανδών. Ανεκτίμητες ήταν και οι πληροφορίες που παρείχαν τα έργα Ελλήνων ερευνητών του 19ου αιώνα, όπως του Π. Αραβαντινού και του Ι. Λαμπρίδη. Παρά τα λάθη τους, αξεπέραστες λόγω του πλήθους των πληροφοριών που περιέχουν παραμένουν οι εργασίες του G. Weigand και το βιβλίο των A. Wace και M. Thompson, όπως και οι εργασίες του Th. Capidan και του A. Haciu. Πολύτιμες υπήρξαν επίσης και κάποιες εργασίες σχετικές με τους Βλάχους που γράφηκαν σε εποχές που δεν υπήρχε ερευνητικό και συγγραφικό ενδιαφέρον για αυτούς, όπως τα έργα του υπέργηρου σήμερα κύριου Σωκράτη Λιάκου. Αξιολογότατα παραμένουν και τα δύο σχεδόν άγνωστα βιβλία του Νικόλαου Ζιάγκου όπου καταγράφεται ένα μεγάλο πλήθος ιστορικών και κοινωνικοοικονομικών στοιχείων της ταυτότητας των Βλάχων της Πίνδου κατά τη διάρκεια των βυζαντινών και των οθωμανικών χρόνων. Από τις νεότερες εργασίες εκτιμήθηκε ιδιαίτερα η συγγραφική προσπάθεια ανθρώπων που μέσα από τις μονογραφίες και τα σχεδόν άγνωστα βιβλία τους παρουσίασαν με αγάπη τις ιστορίες των ιδιαίτερων πατρίδων τους.
Ενισχυτικά της βιβλιογραφίας λειτούργησε η έρευνα στο Iστορικό Aρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών, το Αρχείο της Γενικής Διοίκησης Μακεδονίας, το Αρχείο του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα στη Θεσσαλονίκη και τα Αρχεία Δραγούμη της Γενναδείου Βιβλιοθήκης. Τα ελληνικά διπλωματικά και άλλα έγγραφα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα αποκάλυψαν άγνωστες πτυχές και παρείχαν ένα πλήθος πολύτιμων πληροφοριών και γνώσεων που βοήθησαν στην ερμηνεία των γεγονότων, των καταστάσεων και των ανθρώπινων επιλογών. Τα έγγραφα των ιστορικών αρχείων στέκονται μάρτυρες για το ποιοι ήταν και για το τι δημιούργησαν στη ζωή τους αναρίθμητοι άνθρωποι, άνθρωποι τις περισσότερες φορές παντελώς άγνωστοι, και άλλοι που έπαιξαν σημαντικούς ρόλους ως πολιτικοί, οικονομικοί και κοινωνικοί παράγοντες σε κάποιες μακρινές ή κοντινές εποχές. Συχνά, στα διάφορα ελληνικά συγγράμματα για τους Βλάχους γίνονται προσπάθειες να εξυμνηθούν σημαίνοντα πρόσωπα βλάχικης καταγωγής, όπως στις περιπτώσεις των εθνικών ευεργετών και των ηρώων βλάχικης καταγωγής, που δεν ήταν και λίγοι σε σύγκριση με τη δημογραφική δύναμη που αναλογεί στους Βλάχους. Όμως, όταν κάποιος ερευνά τα έγγραφα των αρχείων, βρίσκεται πολύ συχνά ενώπιον των απλών ανθρώπων, των ανώνυμων Βλάχων, που αναφέρονται ως απλά στατιστικά στοιχεία. Η στάση αυτών των απλών ανθρώπων μας παρουσιάζει μια άλλη, σχεδόν άγνωστη διάσταση της βλάχικης ταυτότητας η οποία δε διαφοροποιείται ουσιαστικά από αυτές άλλων ομάδων των σημερινών Ελλήνων, αν και πολλές φορές θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αξιοθαύμαστη. Η ταυτότητα αυτών των απλών Βλάχων θα έπρεπε να φέρει ορισμένους από τους παλαιότερους και σύγχρονους μελετητές των Βλάχων σε άβολη θέση, όχι απλά γιατί αγνόησαν ή στάθηκαν αδιάφοροι απέναντι στους απλούς, αλλά και τους σημαίνοντες πολλές φορές Βλάχους, μα κυρίως γιατί προτίμησαν να αντιμετωπίζουν τους Βλάχους έχοντας ως κριτήριο τις εξαιρέσεις και όχι τον κανόνα.
Η επιτόπια έρευνα και οι προσωπικές μαρτυρίες στάθηκαν το πλέον ενδιαφέρον μέρος της όλης έρευνας. Η συλλογική μνήμη των απλών ανθρώπων αποτέλεσε τη μεγαλύτερη έκπληξη, καθώς μέσα από τις δεκάδες συνεντεύξεις επιβεβαιώθηκαν πολλές βιβλιογραφικές και αρχειακές αναφορές και ερμηνεύτηκαν τα στοιχεία που σχηματίζουν τη νεότερη ιστορία των Βλάχων. Επιπλέον, μετέφεραν άγνωστες πτυχές της τοπικής ιστορίας των οικισμών και των πληθυσμιακών ομάδων. Οι τυχαίες και οι προγραμματισμένες συναντήσεις και συνεντεύξεις με δεκάδες γυναίκες και άνδρες στα μικρά καφενεία των χωριών και των επαρχιακών πόλεων ή στα φιλόξενα σπίτια τους και τους χώρους εργασίας τους υπήρξαν η μεγαλύτερη απόλαυση κατά τη διάρκεια της έρευνας. Αυτοί οι άγνωστοι και ηλικιωμένοι συνήθως άνθρωποι έγιναν για μια στιγμή επώνυμοι μάρτυρες της πολιτισμικής και της ιστορικής κληρονομιάς τους. Κυρίως σε αυτούς χρωστώ τις πολυτιμότερες γνώσεις σχετικά με το ποιοι είναι οι Βλάχοι. Από τα βάθη της καρδιάς μου τους ευχαριστώ για το χρόνο που μου διέθεσαν και για την εμπιστοσύνη που μου έδειξαν.
Θα ήθελα επίσης να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στο διοικητικό συμβούλιο του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα στη Θεσσαλονίκη και στον πρόεδρό του κύριο Δημήτριο Ζάννα για το ενδιαφέρον με το οποίο αγκάλιασαν την προσπάθειά μου και τη βοήθεια που μου προσέφεραν. Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον καθηγητή Βασίλη Γούναρη και τα άλλα μέλη του ερευνητικού τμήματος του Μουσείου που στάθηκαν ανεκτίμητοι συνεργάτες. Δίχως την επιστημονική και ηθική τους στήριξη το έργο αυτό δε θα είχε πραγματοποιηθεί. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω την “Πανελλήνια Ένωση Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων” και τους κατά τόπους βλάχικους πολιτιστικούς συλλόγους για το ενδιαφέρον τους και την όλη στήριξή τους κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Τα χρονικά όρια που καλύπτει η μελέτη διαφέρουν από ενότητα σε ενότητα. Στις περιπτώσεις των μητροπολιτικών ομάδων κατά μήκος της Πίνδου, (2ος τόμος: “Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων”), η αναδρομή ξεκινά με τις θολές μεσαιωνικές αναφορές και καταλήγει στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Συλλέχθηκαν και παρουσιάστηκαν οι σκόρπιες πληροφορίες για την ανάπτυξη των βλάχικων οικισμών κατά τη διάρκεια των οθωμανικών χρόνων. Ιδιαίτερη βαρύτητα δόθηκε στα στοιχεία που συνθέτουν την οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική διάσταση των βλάχικων κοινοτήτων. Εξετάζονται τόσο οι νομαδοκτηνοτροφικές, όσο και οι εμποροβιοτεχνικές - “αστικές” καταβολές των βλάχικων πληθυσμών, όπως και οι δημογραφικές ανακατατάξεις και η διασπορά τους στο σύνολο της Βαλκανικής μέχρι τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα. Στην περίπτωση των μητροπολιτικών ομάδων δεν εξετάζεται το φαινόμενο της ρουμανικής προπαγάνδας, η οποία άλλωστε είναι μία πολύ νεότερη και εισαγόμενη εξέλιξη στα βλάχικα ιστορικά δρώμενα. Στις ενότητες που αφορούν τις βλάχικες ομάδες της Κεντρικής Μακεδονίας, (1ος τόμος: “Η Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι”, 3ος τόμος: “Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογλενά”, 4ος τόμος: “Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας”), η χρονική αναδρομή ξεκινά από τους ρωμαϊκούς και μεσαιωνικούς χρόνους και καταλήγει στη μετεμφυλιακή εποχή. Σε αυτές τις ενότητες εξετάζεται αναλυτικότερα η δράση της ρουμανικής προπαγάνδας και η νεότερη εξέλιξη των βλάχικων πληθυσμών της Κεντρικής Μακεδονίας. Οι περιοχές της Κεντρικής αλλά και της Ανατολικής Μακεδονίας επιλέχθηκαν ως βασικοί χώροι έρευνας, καθώς υπήρξαν ταυτόχρονα χώροι παλαιότερων μητροπολιτικών εστιών, διασποράς Βλάχων από όλες σχεδόν τις ορεινές μητροπόλεις κατά μήκος της Πίνδου, αφετηρία για νέες εγκαταστάσεις και τόπος παραθερισμού και ξεχειμωνιάσματος τσελιγκάτων κάθε προέλευσης. Επιπλέον, σε αυτό τον χώρο σημειώθηκαν όλες οι μορφές βλάχικης εγκατάστασης (νομαδική, ημινομαδική, γεωργική, ημιαστική και αστική) και εκδηλώθηκαν όλοι οι δυνατοί ιδεολογικοί προσανατολισμοί. Εκτιμάται πως η επέκταση της αναλυτικής μελέτης και σε άλλες γεωγραφικές περιφέρειες μπορεί να προσέφερε περισσότερα στοιχεία για τους διάφορους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις όμως δε θα άλλαζε τα συμπεράσματα. Αν μάλιστα η αναλυτικότερη εξέταση των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων επεκτείνονταν προς την Ήπειρο και τη Θεσσαλία τότε θα ενισχύονταν ακόμη περισσότερο η θεμελιώδης άποψη για την ελληνική διάσταση της ταυτότητας των Βλάχων.
Για την καταγωγή και την προέλευση των Βλάχων έχουν γραφτεί αρκετές θεωρίες και απόψεις. Δυστυχώς, αρκετές από αυτές χαρακτηρίζονται από μία ρομαντική και μάλλον απεγνωσμένη αναζήτηση ένδοξου παρελθόντος και προγόνων. Επιπλέον είναι στενά συνδεδεμένες με πολιτικές σκοπιμότητες και τις βαλκανικές εθνικιστικές εξάρσεις, κυρίως τις ρουμανικές επιδιώξεις και τον ελληνικό αντίλογο. Η παρούσα εργασία δεν έχει για αντικείμενο την απώτερη καταγωγή των Βλάχων. Και αυτό γιατί όποια και αν είναι η καταγωγή τους δε φαίνεται να έπαιξε κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στη νεότερη εξέλιξή τους. Το ουσιαστικό αντικείμενο αυτής της εργασίας είναι η παρουσίαση των ίδιων των Βλάχων και το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο “ποιοι είναι” οι Βλάχοι και όχι στο “τι είναι”! Πέρα από το αναμφισβήτητο γεγονός της ύπαρξης των Βλάχων, η μελέτη αυτή έχει ως κύριο αντικείμενο την παρουσίαση της συμβίωσης και της ενσωμάτωσης των βλαχόφωνων πληθυσμών με τους ελληνόφωνους και μη συνοδοιπόρους τους, όπως επίσης και την παρουσίαση της ιδιαίτερα σημαντικής συμβολής και προσφοράς τους στη διαμόρφωση της ρωμιοσύνης και στη δημιουργία της νεοελληνικής πραγματικότητας και ταυτότητας. Μέσα από αυτές τις σελίδες γίνεται κατανοητό πως το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν των Βλάχων (17ος - 20ος αι.) ήταν το πιο σημαντικό και το πλέον καθοριστικό για την ταυτότητά τους. Η μελέτη γράφηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετήσει ως ένα είδος λεξικού, όπου ο αναγνώστης θα μπορεί να ανατρέξει και να διαβάσει αποσπασματικά στοιχεία για την πληθυσμιακή ομάδα, τον οικισμό ή την εγκατάσταση που τον ενδιαφέρει. Έτσι, κάποιες επικαλύψεις και επαναλήψεις ήταν αναπόφευκτες.
Οι στερεότυπες αντιλήψεις γύρω από τους Βλάχους είναι γεμάτες μυθεύματα που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι απόρροια των περιπετειών που έζησαν οι ίδιοι οι Βλάχοι. Η παρούσα μελέτη φιλοδοξεί να καταρρίψει αρκετά από αυτά τα μυθεύματα. Η πλέον ανεδαφική είναι η αντίληψη πως οι Βλάχοι ήταν μία περιθωριακή και ολιγοπληθής ομάδα παραδοσιακών και απολίτιστων νομαδοκτηνοτρόφων. Όσο όμοιοι και αν φαντάζουν, υπάρχει σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στον όρο “βλάχος” με το βήτα μικρό και τον όρο “Βλάχος” με το βήτα κεφαλαίο. Βέβαια, ανάμεσα στις διάφορες ομάδες των Βλάχων υπήρξαν πληθυσμοί σε άμεση σχέση με τις διάφορες μορφές της κτηνοτροφίας και αυτή η σχέση έχει βαθιές και μεσαιωνικές ρίζες. Ωστόσο, η παρουσία Βλάχων γεωργών, εμποροβιοτεχνών και επαγγελματιών δεν είναι διόλου αμελητέα. Όταν από τις αρχές του 17ου αιώνα οι βλάχικοι πληθυσμοί άρχισαν να κάνουν σταδιακά πιο αισθητή την παρουσία τους στο βαλκανικό στερέωμα, παρουσιάζονται τόσο ως νομαδοκτηνοτρόφοι, όσο και ως πραματευτάδες, (εμποροβιοτέχνες, επαγγελματίες και μεταπράτες), αλλά και ως ικανότατοι πολεμιστές (αρματολοί και κλέφτες). Σε παλαιότερες μελέτες παραβλέφθηκε ο καθοριστικός χαρακτήρας της κοινωνικής και οικονομικής εξέλιξης των βλάχικων πληθυσμών, αν και είχε τραβήξει τον ενδιαφέρον των ξένων περιηγητών ήδη από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Εν τέλη, οι εμποροβιοτεχνικές - “αστικές” καταβολές των Βλάχων δε φαίνεται να είναι λιγότερο παλιές από τις νομαδοκτηνοτροφικές. Το αντίθετο μάλιστα, η αστική τους τάξη είναι ταυτόχρονη ή και παλαιότερη πολλών άλλων βαλκανικών ομάδων.
Μυθεύματα επικρατούν και στο χώρο της ονοματολογίας των Βλάχων. Ας μη παραγνωρίζουμε το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων, μέσα και έξω από τα ελληνικά σύνορα, αυτοπροσδιορίζονται στη γλώσσα τους με τους όρους “Αρμούνου - Αρμούνι”. Οι όροι αυτοί δεν έχουν διαφορετικές ρίζες από τους όρους Ρωμιός - Ρωμιοί που χρησιμοποιούσαν οι ελληνόφωνοι κυρίως πληθυσμοί μέχρι τη νεότερη επικράτηση των όρων Έλληνας - Έλληνες. Όλα τα άλλα ονόματα που χρησιμοποιούνται για να προσδιοριστούν οι Βλάχοι είναι ονόματα που τους δόθηκαν από τους διάφορους κατά καιρούς γείτονές τους. Ακόμη και το όνομα Βλάχοι τους δόθηκε αρχικά από τους γερμανόφωνους επιδρομείς στα Βαλκάνια και χαρακτήριζε γενικότερα τους διάφορους λατινόφωνους ή πολιτισμικά εκλατινισμένους πληθυσμούς. Από τους γερμανόφωνους πέρασε στους σλαβόφωνους και τελικά υιοθετήθηκε από τους Βυζαντινούς και αργότερα από τους Οθωμανούς. Όροι όπως Κουτσόβλαχος, Μπουρτζόβλαχος, Καράβλαχος, Γκόγκας, Τσομπάνος και Τσίντσαρος έχουν σκωπτικό περιεχόμενο και είναι προσβλητικοί για τους Βλάχους, αν και ο όρος Τσίντσαρος απέκτησε μία ταξική και μάλλον τιμητική διάκριση, ιδιαίτερα στις βορειότερες βαλκανικές περιοχές. Χαρακτηριστική είναι η επισήμανση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Σπυρίδωνα Βλάχου προς τον Αλέξανδρο Σβώλο πως: “όποιος αναφέρεται σε Κουτσόβλαχους είναι ο ίδιος κουτσοσυγγραφέας”. Στην παρούσα μελέτη προτιμήθηκε η χρήση του όρου Βλάχος και όχι ο όρος Αρμούνος ή οι νεολογικοί τύποι Αρωμούνος και Αρωμάνος, καθώς τον όρο αυτό προτιμούν να χρησιμοποιούν σήμερα οι ίδιοι οι Βλάχοι όταν αυτοπροσδιορίζονται στα ελληνικά. Επιπλέον, ο όρος Βλάχος χρησιμοποιείται και γίνεται κατανοητός και στις υπόλοιπες βαλκανικές γλώσσες, ενώ ο όρος Αρμούνος είναι σχεδόν άγνωστος πέρα από τους κύκλους των ειδικών και βέβαια τους ίδιους τους Βλάχους.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστούν και οι άλλοι όροι που έχουν χρησιμοποιηθεί στη μελέτη, όπως ο όρος Γκραίκος ή Γραικός. Οι βλαχόφωνοι ονομάζουν γκραίκικους όλους εκείνους τους χριστιανικούς πληθυσμούς που ως μητρική τους γλώσσα είχαν μία από τις ελληνικές διαλέκτους που μιλιόταν στα Βαλκάνια. Σε πολλές, όμως, περιπτώσεις ο όρος Γκραίκος ή γκραίκικος έπαιρνε πολιτική διάσταση και χαρακτήριζε άτομα, ομάδες ή πληθυσμούς που αν και είχαν άλλες μητρικές γλώσσες πέρα από τα ελληνικά, ήταν οπαδοί της “ελληνικής ιδέας”. Προέκταση των τότε πολιτικών αντιλήψεων είναι ο όρος “γραικομάνος”. Ο όρος αυτός που ουσιαστικά δηλώνει ένα μανιώδη υποστηρικτή της “ελληνικής ιδέας” χρησιμοποιούνταν προσβλητικά από τις αντίπαλες παρατάξεις. Το ίδιο όμως προσβλητικός στη χρήση του ήταν και ο όρος “ρουμανίζων” που χαρακτήριζε τα άτομα που φέρονταν να είχαν ακολουθήσει τις διδαχές της ρουμανικής προπαγάνδας. Όσο για το σύνθετο όρο Ελληνόβλαχος είναι σαφές πως, πέρα από την πολιτισμική, εμπεριέχει και μία πολιτική διάκριση. Αν και οι όροι Ελληνόβλαχος και Γραικόβλαχος χρησιμοποιήθηκαν από τις αρχές του 19ου αιώνα και πριν την έκρηξη των διάφορων προπαγανδιστικών κινήσεων και των εθνικισμών, σήμερα πια η προσδιοριστική χρήση του όρου Έλληνας ως πρώτο συνθετικό φαντάζει ως πλεονασμός. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα λόγια των απλών ανθρώπων που μου έδωσαν τις πιο φιλοσοφημένες, τις πιο ξεκάθαρες και βιωματικές απαντήσεις. Όπως του μπάρμπα-Κώστα του Ζιώγα στο Περιθώρι του Νευροκοπίου, που μου είπε χαρακτηριστικά: “Άκουσε παιδί μου, οι Γκραίκοι δεν είναι περισσότερο Έλληνες από `μας. Μπορεί εμείς να `μαστε Βλάχοι κι αυτοί να `ναι Γκραίκοι, όμως μαζί κάνουμε τους Έλληνες”.
Οι Βλάχοι είχαν και έχουν μέχρι και σήμερα σαφείς όρους για τον προσδιορισμό και υπόλοιπων κατοίκων των Βαλκανίων. Με την ίδια βιωματική πολιτική αντίληψη οι Βλάχοι χαρακτήριζαν ως Τούρκους όλους τους Βαλκάνιους μουσουλμάνους. Αν και ανάμεσα στους διάφορους μουσουλμάνους αναγνώριζαν κάποιες μη τουρκόφωνες γλωσσικές ομάδες, όπως τους αλβανόφωνους Τουρκαλβανούς - Αρναούτηδες, τους σλαβόφωνους Πομάκους και Καρατζοβαλήδες, τους ελληνόφωνους Βαλαάδες και τους μουσουλμάνους Βλαχομογλενίτες της Νώτιας. Όσον αφορά τους σλαβόφωνους ορθόδοξους χριστιανούς γείτονές τους, αναγνώριζαν την ύπαρξη Βουλγάρων και Σέρβων, αλλά και αυτή των σλαβόφωνων “γραικομάνων”. Χαρακτηριστική είναι η καταγραφή πως μέχρι και σήμερα οι βλάχικης καταγωγής κάτοικοι του Κρουσόβου στην π.Γ.Δ.Μ. ονομάζουν “Βίργκαρι”, δηλαδή Βούλγαρους, τους συμπολίτες τους που έχουν καταγωγή από σλαβόφωνες οικογένειες. Οι Αρβανίτες, δηλαδή οι αλβανόφωνοι ορθόδοξοι χριστιανοί, ονομάζονται από τους Βλάχους “Αρμπινέσι”. Αυτό είναι και το όνομα με το οποίο κάνουν την πρώτη μεσαιωνική τους εμφάνιση οι πρόγονοι των σημερινών Αλβανών.
Για τους Σαρακατσαναίους υπάρχει η λανθασμένη άποψη πως είναι εξελληνισμένοι γλωσσικά Βλάχοι. Η άποψη αυτή, που ουσιαστικά πρωτοκαλλιεργήθηκε από τη ρουμανική συγγραφική σχολή, δύσκολα τεκμηριώνεται. Επιπλέον, φαντάζει σα μια από τις προσπάθειες που αποσκοπούν στην ενίσχυση των έντεχνων εντυπώσεων πως οι πληθυσμοί των Βλάχων ήταν κατά πολύ μεγαλύτεροι. Τελικά όμως, οι Σαρακατσαναίοι δεν είναι τίποτα άλλο παρά ελληνόφωνοι και απόλυτα νομαδοκτηνοτροφικοί πληθυσμοί γνωστοί και ως βλάχοι, με το βήτα μικρό. Σε αυτό συνηγορεί και το γεγονός πως οι ίδιοι οι Βλάχοι τους θεωρούν γκραίκικους πληθυσμούς, αλλά και η άρνηση των Σαρακατσαναίων να προσδιορίζονται ως Βλάχοι, με το βήτα κεφαλαίο. Εξάλλου, στα Βαλκάνια των τριών τελευταίων, τουλάχιστον, αιώνων (18ος - 20ος αι.), πέρα από τους βλαχόφωνους υπήρξαν νομαδοκτηνοτροφικοί πληθυσμοί και άλλων γλωσσικών ομάδων, καθώς η νομαδοκτηνοτροφία δεν αποτελούσε αποκλειστικό μονοπώλιο των βλαχόφωνων. Επιπλέον δεν θα πρέπει να ξεχνούμε πως το μεγαλύτερο μέρος της γλωσσικής αφομοίωσης των Βλάχων δε σημειώθηκε στα ορεινά, όπου άλλωστε κυριαρχούσαν, αλλά στους πεδινούς και κατά βάση αγροτικούς οικισμούς και στις γειτονιές των μεγάλων και μικρών οικονομικών, αστικών και διοικητικών κέντρων.
Όσον αφορά τους έντεχνους όρους “Μακεδονόβλαχοι” ή “Μακεδορωμάνοι”, που έχουν χρησιμοποιηθεί, για να προσδιορίσουν τους Βλάχους, είναι όχι μόνο πολιτικοί και αποτυχημένοι νεολογισμοί, αλλά και άδικοι για τους Βλάχους. Και αυτό γιατί Βλάχοι υπήρξαν και υπάρχουν πολύ πέρα από τα γεωγραφικά όρια της Μακεδονίας και κυρίως στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και την Αλβανία. Μέσα από την παρούσα μελέτη γίνεται κατανοητό πως η σημερινή διασπορά των ανθρώπων βλάχικης καταγωγής σε όλες τις βαλκανικές χώρες είναι αποτέλεσμα σχετικά νεότερων πληθυσμιακών ανακατατάξεων. Ενώ στους μεσαιωνικούς και βυζαντινούς χρόνους “βλάχικοι πληθυσμοί” παρουσιάζονται να κινούνται σε όλο το μήκος και το πλάτος των κεντρικών Βαλκανίων, η εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας σημειώθηκε παράλληλα με μία ανακατάταξη αυτών των μεσαιωνικών βλάχικων πληθυσμιακών ομάδων, των οικισμών και των εγκαταστάσεών τους. Μέχρι τα 1769, έτος της πρώτης “καταστροφής” της Μοσχόπολης και ορόσημο για την έναρξη σοβαρότατων εξόδων και διασπορών, βλάχικοι πληθυσμοί είχαν επιβιώσει μόνο στο νοτιοδυτικό τμήμα της Βαλκανικής, κατά μήκος της ελληνικής χερσονήσου. Μέχρι εκείνη την εποχή, οι παλαιότεροι “βλάχικοι πληθυσμοί” που βρίσκονταν βόρεια και ανατολικά της νοητής γραμμής Δυρράχιο - όρος Περιστέρι (Πέλιστερ) - Μογλενά - Θεσσαλονίκη φαίνεται πως είχαν αφομοιωθεί και εξαφανιστεί. Οι παλαιότεροι και μεσαιωνικοί “βλάχικοι πληθυσμοί”, όποιοι και αν ήταν αυτοί, στη Θράκη, τη Βουλγαρία, τη Σερβία, το Κόσοβο, το Μαυροβούνιο, την Ερζεγοβίνη, τη Βοσνία και μέχρι το λιμάνι του Ντουμπρόβνικ (Ραγκούζα) στη Δαλματία είχαν πια χαθεί οριστικά. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η εξαφάνιση των μεσαιωνικών “βλάχικων πληθυσμών” της δυναστείας των Ασανηδών που ζούσαν στα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας με πιθανό επίκεντρο τις πλαγιές του Αίμου (Μπαλκάν).
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί πως βασιζόμενοι σε γλωσσολογικά κριτήρια η εξαφανισμένη, εδώ και έναν αιώνα, λατινόφωνη ομάδα των ακτών της Δαλματίας και της άμεσης ενδοχώρας, γνωστή ως Μορλάκοι (Μαυρόβλαχοι), θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μία διαφορετική οντότητα από αυτή των Βλάχων - Αρμούνων. Ανεξάρτητες των Βλάχων είναι και οι άλλες δύο λατινόφωνες ομάδες που έχουν επιβιώσει μέχρι σήμερα νότια του Δούναβη. Η πρώτη ομάδα, γνωστή ως Τσίτσοι ή Τσιριμπίροι, βρίσκεται στην περιοχή της Ίστριας στην Κροατία, είναι ιδιαίτερα ολιγοπληθής και μάλλον τείνει σε οριστική εξαφάνιση. Η δεύτερη ομάδα, γνωστή ως Βλάσοι ή Τσαρένοι, βρίσκεται κυρίως στην περιοχή του ποταμού Τιμόκ στην ανατολική Σερβία και φαίνεται πως αποτελεί μία συνέχεια των Ρουμάνων νότια του Δούναβη. Όπως και να έχει, νότια της προαναφερθείσας νοητής γραμμής είχαν δημιουργηθεί ιδιαίτερα πολυπληθείς συγκεντρώσεις βλάχικων πληθυσμιακών ομάδων και οικισμών. Όμως, από το 1769 και μετά, αυτή η γεωγραφική χωροθέτηση των Βλάχων ανατρέπεται, οι συνεχείς έξοδοι και η διασπορά τους οδηγούν μέχρι τις πλαγιές της Ροδόπης και του Δυτικού Αίμου, όπως και σε διάφορες πολιτείες της σημερινής Βουλγαρίας. Πλημμυρίζουν το σύνολο σχεδόν της γεωγραφικής Μακεδονίας, τόσο τα ορεινά όσο και τις πολιτείες. Φτάνουν μέχρι τις πόλεις της Σερβίας, του Κοσόβου και της Βοσνίας. Περνούν το Δούναβη και το Σάβο και δημιουργούν παροικίες στα εδάφη των Αψβούργων - Αυστροουγγαρία και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Εξαπλώνονται και προς το νότο, μέχρι την Αττική. Σημαντικοί βλάχικοι οικισμοί και εγκαταστάσεις, όπως του Κρουσόβου στην π.Γ.Δ.Μ. και των Σερρών στην Ανατολική Μακεδονία, είναι αποτελέσματα αυτής της νεότερης και μάλλον αγνοημένης βλάχικης διασποράς.
Καθώς όμως δεν μπορεί να υπάρξει διασπορά δίχως κάποια πηγή εκκίνησης είναι επόμενο να αναζητηθούν οι βλάχικες μητροπόλεις. Δε θα μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία πως από τους μεσαιωνικούς, τουλάχιστον, χρόνους και μέχρι λίγο μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, οι ορεινοί όγκοι της Πίνδου και των προεκτάσεών της συγκέντρωσαν τις βλάχικες μητροπολιτικές εστίες. Οι παλαιότεροι και οι πυκνότεροι βλάχικοι οικισμοί επιβιώνουν μέχρι και σήμερα μόνο στις πλαγιές της Πίνδου, από το όρος Περιστέρι (Πέλιστερ) μέχρι τα Τζουμέρκα και τον Κόζιακα. Τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου, του Βλαχοτζουμέρκου, της Χώρας Μετσόβου, των Γρεβενών, του Βλαχοζάγορου, της Κόνιτσας, του Γράμμου, της Δυτικής Μακεδονίας, της Μοσχόπολης, και οι αρβανιτοβλάχικες εγκαταστάσεις του Νταγκλί και της Κολώνιας υπήρξαν οι βλάχικες μητροπόλεις μέχρι περίπου τα 1769. Αναπόσπαστο μέρος αυτών των μητροπολιτικών εστιών αποτελούν και τα βλαχοχώρια γύρω από τον Ολύμπο, παρά την απόσταση που τα χωρίζει από την Πίνδο. Ως μητροπολιτική θα πρέπει επίσης να αντιμετωπίζουμε και την ομάδα των Βλάχων στην περιοχή των Μογλενών, παρά τις απόψεις για τη διαφορετική προέλευσή τους και τις όποιες διαφορές τους με τους υπόλοιπους Βλάχους. Οι άνθρωποι βλάχικης καταγωγής που σήμερα ζουν στην Ανατολική Μακεδονία, τη Βουλγαρία, το μεγαλύτερο μέρος της π.Γ.Δ.Μ., το Κόσοβο και τη Σερβία διατηρούν παραδόσεις πως οι πρόγονοί τους βρέθηκαν εκεί προερχόμενοι από κάποια από αυτές τις μητροπολιτικές περιοχές. Ακόμη και οι άνθρωποι βλάχικης καταγωγής που σήμερα ζουν στη Ρουμανία και ιδιαίτερα στη Δοβρουτσά είναι γνωστό πως οι πρόγονοί τους ή και οι ίδιοι βρέθηκαν μαζικά εκεί κυρίως στα χρόνια του μεσοπολέμου.
Η παρουσίαση των εξόδων και της διασποράς των Βλάχων αποσκοπεί σε μία εναλλακτική προσέγγιση της ίδιας τους της ταυτότητας. Η μελέτη των Βλάχων δεν είναι η μελέτη μίας απόλυτα διακριτής γλωσσικής ομάδας, που μετακινείται στο χώρο και το χρόνο, αλλά η ίδια η ιστορία του σταδιακού γλωσσικού εκλατινισμού και απολατινισμού των νότιων Βαλκανίων με όλες τις κατά τόπους μεταλλάξεις της και σε στενή σχέση με την περιβαλλοντική προσαρμογή και την πολιτισμική διάκριση της εργασίας. Στην ιστορία των Βλάχων οι πληθυσμιακές μετακινήσεις και η διασπορά αποτελούν σταθερά χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα, τόσο σημαντικά όσο ίσως και η λατινοφωνία τους. Ως πρωταρχική μετακίνηση ή μάλλον μετατόπιση θα πρέπει να θεωρήσουμε την άνοδό τους στα ορεινά την εποχή της άφιξης και της εγκατάστασης των Σλάβων. Εκεί, επωφελούμενοι από τη γεωγραφία, τις ιδιόρρυθμες σχέσεις τους με την κεντρική εξουσία, τους πλούσιους και αξιοποιήσιμους στη δεδομένη χρονική συγκυρία πόρους πρόβαλαν αποφασιστικά στο ιστορικό προσκήνιο ως βασικά στελέχη της εμποροβιοτεχνικής και στρατιωτικής τάξης των Βαλκανίων. Ήταν δύο ιδιότητες συμπληρωματικές του καταρχήν κτηνοτροφικού προσανατολισμού των ορεινών κοινοτήτων τους, που έθεσαν τους Βλάχους στην κορυφή της παραδοσιακής κοινωνικής πυραμίδας των τουρκοκρατούμενων Βαλκανίων. Το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό σύστημα του τσελιγκάτου, όπως και ο εμποροβιοτεχνικός προσανατολισμός και το πολυκύμαντο δυναμικό των ορεινών κοινοτήτων των Βλάχων έπαιξαν το ρόλο του φυτώριου για την καλλιέργεια ισχυρών παραδοσιακών αξιών, ιδεών και αντιλήψεων. Μία μακρά σειρά από ηρωικούς παραδοσιακούς πολεμιστές (αρματολοί και κλέφτες), από ισχυρές και ηγετικές μορφές κοτζαμπάσηδων και πολιτικών παραγόντων, ικανότατων πραματευτάδων, εμποροβιοτεχνών και κεφαλαιούχων, εθνικών ευεργετών, ανθρώπων των γραμμάτων και ιεραρχών ήταν γεννήματα της ταυτότητας των ορεινών κοινοτήτων και των τσελιγκάτων των Βλάχων. Αν και σε ορισμένες περιπτώσεις οι μετακινήσεις και η διασπορά είχαν σαν αποτέλεσμα την αφομοίωση, στις περισσότερες περιπτώσεις η κινητικότητα των Βλάχων ενίσχυσε το δυναμικό τους και βοήθησε την επιβίωσή τους ως μία ιδιαίτερη εθνοπολιτισμική ή εθνογλωσσική ομάδα, καθώς οι μετακινήσεις συνοδεύονταν από μεταλλαγές που αξιοποιούσαν τις πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η ταύτισή τους με τα ορεινά δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ένδειξη στεγανότητας μίας κλειστής και αποκομμένης κοινωνίας. Αντίθετα, η αρχική και για αιώνες ανάπτυξη των μητροπολιτικών εστιών τους στα ορεινά φαίνεται πως προσέφερε στους Βλάχους τις καλύτερες ευκαιρίες για διάκριση. Τελικά, η οικονομική και κοινωνική εξέλιξη των διάφορων βλάχικων ομάδων, και όχι η γλωσσική τους ταυτότητα και ακόμη λιγότερο η προέλευσή τους, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που διαμόρφωσε τις σχέσεις τους με τους γείτονές τους και ιδιαίτερα με τους υπόλοιπους Έλληνες.
Στις αρχές του 20ου αιώνα και σύμφωνα με την οικονομία τους, τα βλαχοχώρια μπορούν να χωριστούν σε δύο βασικές αλλά όχι σαφώς διακριτές κατηγορίες: 1. οικισμοί όπου επικρατούσε η κτηνοτροφική οικονομία και 2. οικισμοί όπου επικρατούσε η εμποροβιοτεχνική οικονομία. Αν και για μία μακρά σειρά γενεών οι κτηνοτροφικοί πληθυσμοί φαίνεται πως αποτελούσαν το δημογραφικό αποθεματικό των Βλάχων, στους νεότερους χρόνους και τουλάχιστον από τα μέσα του 17ου αιώνα, υπήρξαν ιδιαίτερα πολυπληθείς ομάδες Βλάχων που ήταν εδραίοι ή και περιφερόμενοι πραματευτάδες, εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες, αλλά και αγρότες. Τα περισσότερα από τα βλαχοχώρια κατοικούνταν καθόλη τη διάρκεια του χρόνου και οι ημινομαδικές κοινότητες, που κατοικούνταν μόνο κατά τη διάρκεια της θερινής περιόδου, αποτελούσαν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα. Όσο για τους βλάχικους πληθυσμούς που ακολουθούσαν την απόλυτα νομαδική ζωή, όπως οι περισσότεροι από τους Αρβανιτόβλαχους και τους Γραμμουστιάνους Βλάχους, αποτελούσαν πραγματικά μία μειοψηφία σε σύγκριση με το δημογραφικό όγκο των βλαχοχωριών και των εγκαταστάσεων που είχαν μόνιμους Βλάχους κατοίκους και εμποροβιοτεχνικό - “αστικό” προσανατολισμό. Αν και οι ημινομάδες και νομάδες Βλάχοι θεωρούσαν τη γεωργία μία όχι και τόσο τιμητική ενασχόληση, η γεωργία αποτελούσε μία συμπληρωματική οικονομία για πάρα πολλούς από τους βλάχικους οικισμούς. Για τους δε Βλαχομογλενίτες η γεωργία ήταν η βάση της οικονομίας τους. Σε τελική ανάλυση, οι βλάχικοι οικισμοί διατηρούσαν μία πραγματικά μικτή οικονομία, αλλού κτηνοτροφική και εν μέρη βιοτεχνική και αλλού εμποροβιοτεχνική και εν μέρη αγροτοκτηνοτροφική, όμως σχεδόν παντού σημειωνόταν αξιοποίηση της κτηνοτροφικής παραγωγής τουλάχιστον από την οικιακή βιοτεχνία. Η σχετική αυτονομία των ορεινών κοινοτήτων τους, η μικτή οικονομία τους, η άμεση πρόσβαση σε πρώτες ύλες, οι εμποροβιοτεχνικές γνώσεις, η συγκέντρωση κεφαλαίου, οι αναγκαστικές εποχιακές μετακινήσεις με τα κοπάδια και τα μακρινά περιπετειώδη ταξίδια με τα καραβάνια έφεραν το πλεονάζον δημογραφικό δυναμικό των Βλάχων στις πολιτείες και οδήγησαν στην ανάπτυξη μίας τρίτης κατηγορίας βλάχικων εγκαταστάσεων, τις ιδιαίτερα δυναμικές εγκαταστάσεις-παροικίες στα αστικά, διοικητικά και οικονομικά κέντρα. Το βλάχικο εμποροβιοτεχνικό δαιμόνιο που γεννήθηκε στα ορεινά αξιοποιήθηκε ακόμη πιο αποτελεσματικά στις δεκάδες παροικίες που σχηματίσθηκαν σε όλες σχεδόν τις πολιτείες της ηπειρωτικής Ελλάδας και τα σημαντικότερα από τα πεδινά και τα ημιορεινά κεφαλοχώρια. Σε εποχές που δεν υπήρχαν σύνορα στα Βαλκάνια, οι αεικίνητοι Βλάχοι αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερα σημαντικό, αλλά δυσανάλογο για τη δημογραφία τους, μέρος της βάσης για την ανάπτυξη της αστικής τάξης ενός πλήθους ελληνορθόδοξων κοινοτήτων και όχι μόνο στη σημερινή ελληνική επικράτεια, αλλά και στις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Αυτές οι παροικίες φαίνεται πως έπαιξαν έναν ιδιαίτερα καθοριστικό ρόλο στις νεότερες βλάχικες εξελίξεις.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, τόσο τα βλαχοχώρια που χαρακτηρίζονται από έναν εμποροβιοτεχνικό - “αστικό” προσανατολισμό, όσο και αυτά που βρίσκονταν σε άμεση επαφή με τις διάφορες μορφές της κτηνοτροφίας ήταν ευκατάστατοι και πολυπληθείς οικισμοί σε σύγκριση τουλάχιστον με τα γειτονικά χωριά και τα τσιφλίκια των μικροκαλλιεργητών και των κολίγων άλλων γλωσσικών ομάδων. Και όπου οι Βλάχοι συγκατοικούσαν στους ίδιους οικισμούς με άλλες ομάδες βρίσκονταν συνήθως σε υψηλές θέσεις της τοπικής οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής διαστρωμάτωσης. Υπήρχαν βέβαια και εξαιρέσεις όπως οι βλαχομογλενίτικοι οικισμοί και οι καλυβικές εγκαταστάσεις των Βλάχων που ακολουθούσαν την απόλυτα νομαδική ζωή των κτηνοτρόφων. Το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών στράφηκε περισσότερο γύρω από τις ομάδες των νομαδοκτηνοτρόφων Βλάχων και μάλλον αγνόησαν τους εξίσου πολυπληθείς αλλά εδραίους εμποροβιοτέχνες. Ένα από τα άμεσα αποτελέσματα ήταν η ενίσχυση των λανθασμένων στερεοτυπικών αντιλήψεων. Τα παραδείγματα των βλάχικων εγκαταστάσεων στις πολιτείες της Κεντρικής και της Ανατολικής Μακεδονία, όπως στην Κατερίνη, τα Σέρβια, τη Βέροια, τη Νάουσα, την Έδεσσα, την Αριδαία, τη Γευγελή, τις Σέρρες, την Ηράκλεια, την Αλιστράτη, το Νευροκόπι, την Προσωτσάνη, τη Δράμα, τη Χρυσούπολη και ιδιαίτερα στη Θεσσαλονίκη αποτελούν μία μεγάλη έκπληξη για τους περισσότερους και καταδεικνύει την ουσιαστική άγνοια ή το λιγότερο τη μερική γνώση γύρω από το “ποιοι είναι” οι Βλάχοι.
Εξετάζοντας τις δημογραφικές ανακατατάξεις των Βλάχων γίνεται αντιληπτό πως από το 1912-13 και μετά η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων στα Βαλκάνια, τα 2/3 σύμφωνα με τις δημογραφικές εκτιμήσεις του G. Weigand, απέκτησαν και την ταυτότητα του έλληνα πολίτη, πέρα από αυτήν που ήδη είχαν ως συστατικά μέλη της ρωμιοσύνης. Το 1912-13, από τους περίπου 160.000 Βλάχους που ο G. Weigand υπολόγισε πως ζούσαν στα Βαλκάνια στα τέλη του 19ου αιώνα, οι 102.330 βρέθηκαν στην Ελλάδα, οι 30.830 στη σημερινή π.Γ.Δ.Μ., οι 13.465 στην Αλβανία και περίπου 10.000 στη Βουλγαρία, τη Σερβία, το Κόσοβο και τη Βοσνία. Ωστόσο οι δημογραφικές καταγραφές του G. Weigand δε χαρακτηρίζονται από πληρότητα και απόλυτη ακρίβεια, όπως και άλλες της ίδιας περιόδου, (στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου). Εκ διαμέτρου αντίθετη και σίγουρα υπερβολική θέση παρουσιάζουν οι δημογραφικές αναφορές και οι πληθυσμιακοί κατάλογοι συγγραφέων της ρουμανικής βιβλιογραφίας (στατιστικές Μαργαρίτη - Rubin, Boga), όπου οι σκόπιμα προσαυξημένοι αριθμοί έρχονται σε πλήρη αντίθεση τόσο με τις σλαβικές (βουλγαρικές και σερβικές), όσο και με τις επίσημες οθωμανικές στατιστικές. Έτσι, συγκρίνοντας τις διάφορες ετερόκλιτες δημογραφικές αναφορές και συνυπολογίζοντας και κάποια άγνωστα ή λιγότερο γνωστά στατιστικά στοιχεία δεν είναι δύσκολο να καταλήξουμε στο ασφαλές συμπέρασμα πως στις αρχές του 20ου αιώνα οι Βλάχοι αριθμούσαν τουλάχιστον 200.000 ψυχές και μάλλον όχι περισσότερες από 220.000.
Αν όμως εξετάζουμε ποιοι ήταν οι βλάχικοι οικισμοί και οι εγκαταστάσεις που απελευθερώθηκαν και ενσωματώθηκαν τότε στην Ελλάδα αποδεικνύεται πως όχι μόνο η δημογραφική πλειοψηφία των Βλάχων, αλλά και το σύνολο των βλάχικων μητροπολιτικών εστιών, εκτός της παρηκμασμένης Μοσχόπολης και ορισμένων άλλων εξαιρέσεων (Γκόπεσι, Μηλόβιστα, Χούμα κ.α.), αποτελούν οριστικά πια αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της Ελλάδας. Μόνο στις πλαγιές της Πίνδου από τη Γράμμοστα μέχρι το Περτούλι, εξακολουθούν να υπάρχουν 80 περίπου ορεινά μητροπολιτικά βλαχοχώρια, παρά τις βαθιές αλλαγές που έφεραν οι δεκαετίες του 20ου αιώνα. Όμως η βλάχικη δημογραφική παρουσία στην ελληνική επικράτεια δεν είναι ένα φαινόμενο που περιορίζεται απλά και μόνο σε κάποιες ορεινές και απρόσιτες περιοχές. Μικρότερες ή μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ομάδων βλάχικης καταγωγής υπάρχουν από την Ξάνθη στη Θράκη μέχρι την Κέρκυρα στο Ιόνιο και από τις εκβολές του Αχελώου μέχρι τις εκβολές του Σπερχειού. Στην Ελλάδα και σε αντίθεση με την εικόνα που παρουσιάζει η βλάχικη δημογραφία στις γύρω βαλκανικές χώρες, ένα μεγάλο πλήθος νεώτερων βλάχικων εγκαταστάσεων στα πεδινά μέρη και τα αστικά, οικονομικά και διοικητικά κέντρα συνυπάρχει μαζί με τις πολυάριθμες μεσαιωνικές και ορεινές μητροπόλεις όλων των Βλάχων.
Είναι γνωστό ότι αρκετοί ιστορικοί και μελετητές των Βλάχων αγνόησαν την πραγματικότητα μέσα από την οποία αναγεννήθηκε το νεοελληνικό έθνος. Αγνοώντας ή παραβλέποντας τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους ήταν επόμενο οι Βλάχοι να μείνουν στην αφάνεια. Αφήνοντάς τους στα αζήτητα ήταν επόμενο να τους διεκδικήσουν αυτόκλητοι σωτήρες και πάτρωνες. Τελικά, παρόλη την αδιαφορία, αλλά πολλές φορές και την απόρριψη, οι Βλάχοι αναδείχθηκαν από μόνοι τους σε ένα πολύτιμο συστατικό στοιχείο της νεότερης ελληνικής ιστορίας και της σημερινής ελληνικής ταυτότητας. Η ιστορία των βλάχικων πληθυσμών είναι αναπόσπαστο κομμάτι της περιπέτειας της ρωμιοσύνης και ταυτόχρονα σημαντικό κεφάλαιο της βαλκανικής ιστορίας. Δίχως αμφιβολία οι Βλάχοι είναι από τους βασικότερους φορείς της βαλκανικής διάστασης της ρωμιοσύνης και της σημερινής Ελλάδας, μίας διάστασης που άλλες φορές παραγκωνίζεται και άλλες εξυμνείται. Όταν όμως τα θέματα γύρω από τους Βλάχους καταλήγουν να θεωρούνται ταμπού τότε ο κίνδυνος της γέννησης ενός αισθήματος αποξένωσης από τον χώρο τους και την πατρίδας τους είναι η πιο σοβαρή απόρροια. Ωστόσο, αυτή η αποξένωση των Βλάχων έρχεται σε αντίθεση με τη συλλογική μνήμη τους, η οποία διαφύλαξε την ταύτισή τους με τη ρωμιοσύνη. Η πορεία των Βλάχων από το “μιλέτι των Ρωμιών” μέχρι την ανασύσταση του ελληνικού έθνους δε διαφέρει ουσιαστικά από αυτή άλλων ομάδων, ελληνόφωνων και μη, που την ίδια περίοδο (19ος - 20ος αι.), βρέθηκαν να συμμετέχουν στις εθνογεννητικές ζυμώσεις και μεταλλαγές για τη ανάπτυξη της σημερινής νεοελληνικής ταυτότητας. Μέσα από την παρούσα εργασία γίνεται φανερό πως αν και υπήρξαν και υπάρχουν Βλάχοι και στις άλλες βαλκανικές χώρες, σήμερα πια και μέσα από τις βαλκανικές οσμώσεις των τελευταίων αιώνων αποτελούν ξεκάθαρα μία ελληνική εθνοπολιτισμική ή εθνογλωσσική ιδιαιτερότητα.
Πέρα από τα συμπεράσματα για την εξέλιξη των βλάχικων πληθυσμών, των οικισμών και των εγκαταστάσεών τους αξίζει να επισημανθούν και ορισμένα συμπεράσματα που έχουν να κάνουν με το φαινόμενο της ρουμανικής προπαγάνδας. Πρωτίστως θα πρέπει να γίνει αντιληπτό πως το φαινόμενο της ρουμανικής προπαγάνδας είναι μία πολύ νεότερη και εισαγόμενη εξέλιξη στα βλάχικα δρώμενα. Εξάλλου δεν αποτέλεσε μία αυτοτελή κίνηση των Βλάχων, αλλά γεννήθηκε και αναπτύχθηκε μέσα στο πλαίσιο του ρουμανικού εθνικισμού. Η πρώτη αβέβαιη εμφάνισή της σημειώνεται γύρω στα 1860 και άρχισε να κερδίζει κάποιο αξιόλογο έδαφος μόλις την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, κατά τη διάρκεια της κρισιμότερης φάσης για την τύχη των οθωμανικών επαρχιών στα Βαλκάνια. Σε αρκετές από τις μελέτες που ασχολήθηκαν με αυτό το φαινόμενο αγνοήθηκαν τα κοινωνικά και οικονομικά στοιχεία της διάστασής του. Οι οπαδοί αυτής της ρουμανικής κίνησης βρίσκονταν συνήθως σε χαμηλότερη οικονομική και συχνά πολιτισμική ανάπτυξη από ό,τι η πλειοψηφία των Βλάχων που παρέμεναν πιστοί στο “ρωμέικο μιλέτι”. Η ρουμανική προπαγάνδα βασιζόμενη σε παροχές και υποσχέσεις, όπως άλλωστε και οι άλλες ταυτόχρονες κινήσεις των υπόλοιπων βαλκανικών αλλά και των ευρωπαϊκών χωρών προσπάθησε να εκμεταλλευτεί ευκαιρίες ανάμεσα στους λιγότερο προνομιούχους Βλάχους.
Αν παρακολουθήσουμε, ενδεικτικά, τη δημιουργία, την ανάπτυξη και την εδραίωση της ρουμανικής κίνησης στο βαλκανικό χώρο θα δούμε πως αυτή στάθηκε ιδιαίτερα τυχερή στην περίπτωση της Αβδέλλας. Ήδη από τα 1860 και καθώς αρκετοί από τους τότε πρωτεργάτες της κίνησης, όπως ο μοναχός Αβέρκιος και ο Απόστολος Μαργαρίτης κατάγονταν από την Αβδέλλα, η προπαγάνδα δημιούργησε ισχυρά ερείσματα σε αυτό το βλαχοχώρι. Από την Αβδέλλα και μέσω των συγγενικών σχέσεων, που σε εκείνες τις εποχές έπαιζαν ένα ιδιαίτερα καθοριστικό παράγοντα στις σχέσεις ανάμεσα στις φάρες των νομαδοκτηνοτρόφων Βλάχων, η προπαγάνδα μπόρεσε να επεκταθεί στις αποικίες της Αβδέλλας στο Βέρμιο, αλλά και στην Ανατολική Μακεδονία, όπου η κίνηση μπόρεσε να εισχωρήσει μόνο στα Άνω Πορόια μέσω κάποιας ομάδας φτωχών νομαδοκτηνοτρόφων αβδελλιάτικης καταγωγής. Η προπαγάνδα εκμεταλλεύτηκε το κοινωνικό σύστημα του τσελιγκάτου και προσπάθησε να προσεταιριστεί τους μεγαλοτσελιγκάδες, για να μπορέσει να επιβάλει τις απόψεις της στους πιστικούς και τους μικρούς σμίκτες. Έτσι, παρατηρούμε πως τα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια της Κεντρικής Μακεδονίας, αλλά και αυτά της Κορυτσάς, ακολουθώντας τις επιλογές ορισμένων από τους αρχιτσελιγκάδες τους βρέθηκαν να είναι οπαδοί της προπαγάνδας, αν και η περίπτωση του Άνω Βερμίου έρχεται να δηλώσει την αντίσταση που προέβαλαν απέναντι στην προπαγάνδα ακόμη και οι λιγότερο προνομιούχοι και “λιγότερο” πολιτισμένοι Αρβανιτόβλαχοι.
Στις βλάχικες κοινωνίες με εμποροβιοτεχνικό - “αστικό” προσανατολισμό, η ρουμανική κίνηση βρήκε ευκαιρίες και στήριξη σε Βλάχους μετανάστες στη Ρουμανία ή άτομα και ομάδες που βρίσκονταν σε πολιτική, κοινωνική και οικονομική αντιπαλότητα με τους κατά τόπους ιθύνοντες και εκφραστές των ελληνικών θέσεων. Σε κάποιες μάλιστα περιπτώσεις οι φορείς των ρουμανικών επιδιώξεων χαρακτηρίζονταν ως “οικονομικά ή κοινωνικά ναυάγια” με αρκετές, όμως, φιλοδοξίες και ενισχυμένο από την προπαγάνδα δυναμισμό. Πολύ συχνά η προπαγάνδα εκμεταλλεύτηκε τοπικές έριδες, κοινωνικές ή οικονομικές συγκρούσεις, ακόμη και ενδοοικογενειακές διαφορές. Με πιο χαρακτηριστική την εκμετάλλευση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσης ανάμεσα στους Βεργιάνους Βλάχους και τους Γκραίκους συμπατριώτες τους. Ενίσχυσε και ενισχύθηκε από ανθρώπους που θέλησαν να προστατέψουν ή να επεκτείνουν τα συμφέροντά τους. Συχνά οι οπαδοί της ήταν άνθρωποι που είχαν ταλέντο στην πολιτική και που οι προσωπικές τους φιλοδοξίες βρήκαν διέξοδο και προοπτική στους στόχους της προπαγάνδας. Εξάλλου, το προσωπικό όφελος ή το συλλογικότερο όφελος κάποιας ομάδας ήταν συχνά καθοριστικός παράγοντας για τις εκάστοτε επιλογές και όχι μόνο για τους βλάχικους πληθυσμούς και τις εποχές που εξετάζουμε.
Βέβαια, στις τότε επιλογές σοβαρό ρόλο έπαιξαν και οι πιέσεις και οι τακτικές των διάφορων ανταρτικών ομάδων των Ελλήνων, των Βουλγάρων, των ρουμανιζόντων, όπως και η στρατηγική του “διαίρει και βασίλευε” που ακολουθούσε η οθωμανική διοίκηση. Ιδιαίτερα ανάμεσα στους οικονομικά και πολιτισμικά “ασθενέστερους” Μογλενίτες Βλάχους, το άφθονο ρουμανικό χρήμα και η στενή συνεργασία ανάμεσα στη ρουμανική προπαγάνδα και τους Βούλγαρους κομιτατζήδες ήταν οι κανόνες που καθόρισαν την εξέλιξη της προπαγάνδας στα Βλαχομογλενά, αν και είναι γεγονός πως και εδώ η προπαγάνδα συνάντησε ισχυρές αντιστάσεις. Είναι σίγουρο πως η διαιώνιση των αντιπαραθέσεων και οι αιματηρές συγκρούσεις αυτής της περιόδου (1900 - 1910) δημιούργησαν φανατικότερους οπαδούς σε όλες τις παρατάξεις. Στις περισσότερες, όμως, περιπτώσεις είτε έχουμε να κάνουμε με πλούσιους εμποροβιοτέχνες, είτε με φτωχούς κτηνοτρόφους και γεωργούς οι άνθρωποι και οι κοινωνίες των Βλάχων αναζητούσαν το λιγότερο μία εκτόνωση της κατάστασης.
Ακόμη και μετά την αναγνώριση, το 1905, του “βλάχικου μιλετίου” και όχι ρουμανικού, οι Βλάχοι δεν έτρεξαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία που πρόσφεραν τότε οι Οθωμανοί, όπως εκμεταλλεύτηκαν κάποιες παλαιότερες και ανάλογες οι Βούλγαροι. Και αυτό γιατί η πλειοψηφία των Βλάχων ιθυνόντων των τοπικών κοινωνιών ακολουθούσαν παραδοσιακά την “ελληνική ιδέα” και ταύτιζαν την εξέλιξή τους με τη μικρή τότε Ελλάδα. Χαρακτηριστική είναι η αποτυχία της ρουμανικής προπαγάνδας να δημιουργήσει ουσιαστικά ερείσματα ανάμεσα στους Βλάχους της Ανατολικής Μακεδονίας είτε ανάμεσα στους εδραίους, είτε ανάμεσα στους νομαδοκτηνοτρόφους. Και αυτό γιατί οι Βλάχοι της περιοχής είχαν αναγνωριστεί από τις τοπικές κοινωνίες ως βασικοί φορείς του νεοελληνισμού. Ανάλογη ήταν η αποτυχία της κίνησης και στα βλαχοχώρια του Ολύμπου, όπου τόσο οι πρόκριτοι, όσο και οι απλοί κάτοικοι δεν αισθάνονταν να διαφοροποιούνται από τους Γκραίκους στην ανάπτυξη της νεοελληνικής ταυτότητας. Ιδιαίτερα στις περιοχές της Πίνδου (Ασπροπόταμος, Χώρα Μετσόβου, Βλαχοτζουμέρκο, Βλαχοζάγορο, Κόνιτσα, Γρεβενά, Γράμμος), του Ολύμπου και του Άσκιου η ταυτόσημη νεότερη ιστορία των Γκραίκων και των Βλάχων, η κοινή συμμετοχή τους στα αρματολίκια και στην επανάσταση του 1821, όπως και στις επαναστατικές κινήσεις που ακολούθησαν (1854, 1878), ο πρωταγωνιστικός ρόλος των Βλάχων στα οικονομικά και πολιτισμικά δρώμενα, η κοινή εξέλιξή τους και η πολιτική ταύτισή τους δεν άφησαν πολλά περιθώρια ανάπτυξης για την προπαγάνδα. Άκρως ενδεικτική αυτής της ταύτισης παραμένει η περιπέτεια της Κουτσούφλιανης, μετά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, όταν οι κάτοικοί της προτίμησαν να κάψουν τα σπίτια τους και να περάσουν στο ελληνικό έδαφος.
Μπορεί οι Βλάχοι και οι Γκραίκοι να αντιμετωπίζονται ως δύο διακριτές γλωσσικές ομάδες, ωστόσο οι υπόλοιπες πολιτισμικές διαφορές τους, τουλάχιστον στις περιοχές όπου βρίσκονται σε συνεχή και για αιώνες επαφή, ίσως και να μην έπαιξαν και να μην παίζουν καθοριστικό ρόλο ή και να είναι σχεδόν αμελητέες, για τη συμβίωση και την κοινή τους εξέλιξη. Σε τελική ανάλυση, η αφομοίωση των Βλάχων στις ελληνικές περιοχές είναι περισσότερο γλωσσική και όχι συλλογικά πολιτισμική. Η ύπαρξη του κλάδου των Αρβανιτόβλαχων φαίνεται πως επιβεβαιώνει μία ανάλογη αλλά μικρότερη σχέση διάχυσης ανάμεσα στους Βλάχους και τους Αρβανίτες. Αντίθετα, στις περιοχές όπου βλάχικοι πληθυσμοί βρέθηκαν ανάμεσα σε σλαβικούς παρουσίασαν και συνεχίζουν να παρουσιάζουν μεγαλύτερες αντιστάσεις στη διαδικασία της αφομοίωσης. Αν και κάποια στοιχεία της πολιτισμικής ταυτότητας των Βλάχων των Μογλενών φαίνεται να μαρτυρούν μία παλαιότερη διαδικασία όσμωσης ανάμεσα σε αυτή την ιδιαίτερη και ολιγοπληθή βλαχόφωνη ομάδα και τους σλαβόφωνους γείτονές της.
Βέβαια, η γλωσσική αφομοίωση για ομάδες όπως οι Βλάχοι μπορεί να σημαίνει την εξαφάνισή τους. Ωστόσο, στην απώλεια της γλώσσας συνέβαλαν κατά πολύ και οι ίδιοι οι Βλάχοι όπου και αν βρέθηκαν. Ο μοντερνισμός στάθηκε μεγαλύτερος εχθρός για τη γλωσσική επιβίωση από ό,τι η στάση και οι θέσεις των αρχών. Είναι σίγουρο πως η γλώσσα και μία ισχυρότερη αίσθηση της βλάχικης καταγωγής συνέχισαν να επιβιώνουν σε ομάδες, κοινωνίες και κοινότητες χαμηλότερης οικονομικής και κοινωνικής διαστρωμάτωσης, όπως ανάμεσα στους νομαδοκτηνοτρόφους και τους απογόνους τους από ό,τι ανάμεσα στους Βλάχους των πιο αστικοποιημένων και ευπορότερων οικισμών και ομάδων. Το αξιοσημείωτο για τη γλώσσα είναι πως αυτή επιβιώνει μέχρι και σήμερα σε περιοχές και οικισμούς με σταθερό και συλλογικό “γραικομάνικο” προσανατολισμό, σε αντίθεση, ίσως, με το αναμενόμενο. Εκεί όπου η βλάχικη καταγωγή δεν ενοχοποιήθηκε, αλλά έφτασε μέχρι το σημείο να απολαμβάνει κάποια τιμητική διάκριση τόσο από τους Βλάχους, όσο και από τους μη Βλάχους η γλώσσα αποενοχοποίηθηκε και οι συνθήκες για την επιβίωσή της ήταν καλύτερες. Γεγονός που μάλλον επιβεβαιώνει την άποψη πως οι αντιπαραθέσεις στάθηκαν μία από τις βασικές αιτίες για την εξαφάνιση της γλώσσας σε περιοχές και οικισμούς όπου οι Βλάχοι διχάστηκαν σε αντίπαλες παρατάξεις. Από την άλλη μεριά η επιβίωση της γλώσσας δεν πρόβαλε μεγαλύτερες αντιστάσεις και η βλάχικη ταυτότητα δε σημείωσε μεγαλύτερη πρόοδο σε ομάδες, κοινωνίες και κοινότητες όπου η ρουμανική κίνηση καλλιέργησε οπαδούς μέχρι τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Από το 1912-13 και μετά η παγίωση των συνόρων ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη αποδυνάμωσε το βλάχικο εμποροβιοτεχνικό δαιμόνιο και στάθηκε εμπόδιο για τις εποχιακές νομαδοκτηνοτροφικές μετακινήσεις ορισμένων ομάδων. Όταν κατάρρευσε ο θεσμός του τσιφλικιού, προδιαγράφηκε και το μέλλον του θεσμού του τσελιγκάτου. Η κτηνοτροφία έπαψε να είναι η βασική παραγωγική πηγή πλούτου για ένα σημαντικό μέρος των βλάχικων πληθυσμών. Οι πολιτικές εξελίξεις μετά το 1912-13 φαίνεται πως ενίσχυσαν τα οικονομικά προβλήματα και προκάλεσαν κάποια αρχική σύγχυση τουλάχιστον στους “γραικομάνους” Βλάχους, καθώς με την αναγνώριση του επίσημου κράτους παρουσιάζονταν να δικαιώνονταν οι απόψεις και οι φορείς της ρουμανικής προπαγάνδας. Οι διπλωματικοί - πολιτικοί χειριστές της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913) στάθηκαν, μάλλον, αδιάφοροι απέναντι στην ιστορική πορεία των Βλάχων και την ήδη εκφρασμένη διάθεση της συντριπτικής πλειοψηφίας τους. Προτίμησαν να τους θυσιάσουν για την κατοχύρωση κρίσιμων εθνικών συμφερόντων και εδαφικών και οικονομικών ανταλλαγμάτων. Έτσι δε θα πρέπει να θεωρηθεί υπερβολικά δραματοποιημένη η εκτίμηση πως, το 1913, οι Βλάχοι βρέθηκαν να βιώνουν τον τραγικό ρόλο της Ιφιγένειας. Σύντομα όμως, η τραγικότητα συνοδεύτηκε από την αντίφαση και το οξύμωρο, καθώς οι Βλάχοι στιγματίστηκαν συλλογικά για επιλογές και χειρισμούς που δεν ήταν απόλυτα και αποκλειστικά δικοί τους. Οι ουσιαστικά ρουμανικές και όχι βλάχικες κοινότητες συνέχισαν να λειτουργούν στην Ελλάδα μέχρι το τέλος της Κατοχής και του Β' Παγκόσμιου Πόλεμου. Στην Αλβανία και τη Βουλγαρία η δράση τους ήταν υποτονική, ενώ στη Γιουγκοσλαβία παρά τις συμφωνίες έπαψαν να υπάρχουν μετά το 1918. Η μεταναστευτική έξοδος ορισμένων Βλάχων από την Ελλάδα προς τη Ρουμανία κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου πήρε μαζικότερη διάσταση μόνο ανάμεσα στους νομαδοκτηνοτρόφους της Κεντρικής και εν μέρη της Ανατολικής Μακεδονίας όπως και ανάμεσα στους εξαθλιωμένους Μογλενίτες Βλάχους. Αυτή η μεταναστευτική κίνηση ήταν περισσότερο ένας αντίκτυπος της αναδιάρθρωσης της οικονομίας με την άφιξη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής και είχε τοπικό χαρακτήρα. Σε αντιστάθμισμα των εξόδων προς τη Ρουμανία υπήρξαν μαζικές αφίξεις Βλάχων προσφύγων στην Ελλάδα από την αλβανική, την τότε σερβική - γιουγκοσλαβική και τη βουλγαρική επικράτεια από το 1912-13 και μετά. Επιπλέον, αυτοί που έφυγαν για τη Ρουμανία την περίοδο του μεσοπολέμου δεν ήταν απαραίτητα και οπαδοί της προπαγάνδας. Οι περισσότεροι ήταν άνθρωποι καταστραμμένοι και απελπισμένοι από τα συνεχή προβλήματα για μία σειρά δεκαετιών. Ο χαρακτήρας της εξόδου προς τη Ρουμανία ήταν τοπικός και περιορισμένος και αυτό γιατί είναι γνωστό πως δεν την ακολούθησαν οι νομαδοκτηνοτρόφοι Βλάχοι άλλων περιοχών, όπως της Πίνδου, του Ολύμπου και του Άσκιου, των οποίων η οικονομία δε φαίνεται να ταράχθηκε στον ίδιο βαθμό. Επιπλέον, είχαν την προνοητικότητα να εξετάσουν προσεκτικά τις προτάσεις για τη μετανάστευση στις αφιλόξενες, τότε, στέπες της Δοβρουτσάς. Οι Βλάχοι που προέρχονταν από τα βλαχοχώρια και τις εγκαταστάσεις με εμποροβιοτεχνικό χαρακτήρα στάθηκαν ακόμη πιο αδιάφοροι απέναντι σε αυτές τις ομαδικές εξόδους. Την ίδια περίοδο στη Βουλγαρία η πραγματικά μαζική έξοδος των νομαδοκτηνοτρόφων Γραμμουστιάνων Βλάχων προς τη Ρουμανία φαίνεται πως ήταν αποτέλεσμα των διαφορών των δύο χωρών για τα εδάφη της Νότιας Δοβρουτσάς, Ένα άλλο σοβαρότατο γεγονός που επηρέασε την έξοδο τους ήταν και η ύπαρξη των ελληνοβουλγαρικών συνόρων τα οποία χώρισαν τις ορεινές καλυβικές εγκαταστάσεις τους και τα παραδοσιακά χειμαδιά τους.
Από τη θέση αυτή ας μου επιτραπεί να εκφράσω ορισμένες γενικότερες εκτιμήσεις. Σήμερα για τους απλούς Βλάχους η βλάχικη ταυτότητα είναι ζήτημα καταγωγής και όχι ζήτημα “εθνικής ή εθνοτικής δικαίωσης”. Ανάμεσα στους πιο ηλικιωμένους σπάνια θα συναντήσει κανείς ανθρώπους που δε θα εκφράσουν κάποια λύπη για την απώλεια της γλώσσας στις νεότερες γενιές, όπως και για τη μοιραία πορεία της που φαίνεται πως έχει ήδη προδιαγραφεί. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι Βλάχοι είναι άνθρωποι περήφανοι για την καταγωγή τους, όποια και αν είναι αυτή ή όποια και αν πιστεύουν πως είναι. Αυτή η περηφάνια δεν πηγάζει από μία αίσθηση εθνικής ή εθνοτικής διαφοροποίησης. Η περηφάνια τους είναι απόρροια της θέσης των Βλάχων σε προηγούμενους χρόνους, σε εποχές που οι Βλάχοι, οι οικισμοί και οι κοινωνίες τους βρίσκονταν στα ψηλότερα σκαλοπάτια της βαλκανικής κοινωνικής και οικονομικής διαστρωμάτωσης. Επιπλέον, στη συλλογική μνήμη τους διαφυλάχθηκε η τραυματική αίσθηση πως η προσφορά τους στα ελληνικά δρώμενα δεν εκτιμήθηκε όπως θα έπρεπε. Το γεγονός αυτό ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την παραδοσιακή περηφάνια τους. Οι όποιες “δυναμικές απόψεις” εκφράζονται μονοπωλιακά από τους “αλυτρωτικούς κύκλους” του εξωτερικού που έχουν χάσει για μια μακρά σειρά δεκαετιών την επαφή με την πραγματικότητα των Βλάχων στην ελληνική κοινωνία. Όσο και αν οι άνθρωποι αυτών των κύκλων “αγαπούν ή νοιάζονται” για τους Βλάχους, σίγουρα δεν μπορούν να γνωρίζουν καλύτερα από τους ίδιους για το ποια είναι η θέση και η συμμετοχή τους στο γίγνεσθαι της Ελλάδας. Ωστόσο, η πιο άδικη και ανεδαφική στάση και αντιμετώπιση των Βλάχων δεν πηγάζει από τους πρακτικά αδύναμους και χρονικά φθίνοντες κύκλους του εξωτερικού, αλλά από την επιφυλακτικότητα, τη συχνά αρνητική στάση και την τραγική, πολλές φορές, άγνοια των ελλήνων πολιτικών ιθυνόντων, βλάχικης ή μη καταγωγής. Όσο για τη διεθνή κοινότητα οι κύκλοι του εξωτερικού θα παρουσιάζονται ως οι μόνες πηγές πληροφόρησης για θέματα σχετικά με τους Βλάχους, τόσο θα διαιωνίζονται τα όποια προβλήματα. Η πολιτεία δεν είναι λιγότερο υπεύθυνη για το σημερινό ρόλο αυτών των “αλυτρωτικών κύκλων” και η άγνοια δε δικαιολογεί τη στάση της και ιδιαίτερα στα μάτια των απλών Βλάχων. Για τους απλούς ανθρώπους ίσως θα αρκούσαν απλά πράγματα.
Οι Ευρωπαίοι που σήμερα, αλλά και παλαιότερα, ενδιαφέρθηκαν για την τύχη των Βλάχων δεν είναι λιγότερο υπεύθυνοι για ορισμένα από τα προβλήματά τους. Η στάση τους στις αρχές του 20ου αιώνα και τα διαπλεκόμενα συμφέροντά τους στάθηκαν ενισχυτικά για τις δύσκολες καταστάσεις που βίωσαν τότε οι Βλάχοι, όπως και οι υπόλοιποι κάτοικοι των Βαλκανίων. Οι Ευρωπαίοι δεν ήταν άμοιροι των καταστροφών που σημειώθηκαν σε ένα μεγάλο αριθμό βλαχοχωριών και εγκαταστάσεων κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Σε αρκετούς μάλιστα από αυτούς τους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις οι βουλγαρικές δυνάμεις βρήκαν την ευκαιρία να οργανώσουν συστηματικά πογκρόμ τόσο του βλάχικου, όσο και του γκραίκικου στοιχείου, δίχως διάκριση. Κατά τη διάρκεια των τριών βουλγαρικών κατοχών της Ανατολικής Μακεδονίας (1912-13, 1915-18, 1940-44), η εμπειρία των βλάχικων και των γκραίκικων πληθυσμών της ήταν κοινή και εξίσου τραγική. Ανάλογα ήταν και τα βιώματα των Βλάχων της Πελαγονίας στα χρόνια του Α` Παγκοσμίου Πολέμου.[1] Μία από τις σημαντικότερες αποδείξεις της θεμελιώδους άποψης για την ελληνική διάσταση των Βλάχων είναι η καταστροφή, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, περισσότερων από 50 ακμαιότατων μέχρι τότε βλαχοχωριών. Ιδιαίτερα στα τέλη του 1943, αλλά και κατά τη διάρκεια του 1944, οι γερμανικές κυρίως δυνάμεις κατοχής κατέστρεψαν ολοσχερώς ή μερικώς βλάχικους οικισμούς από το Πάικο μέχρι το Πωγώνι, τα Ζαγοροχώρια, τον Ασπροπόταμο και τον Όλυμπο. Τα βλαχοχώρια που γλίτωσαν από την καταστροφή ήταν ελάχιστα. Οι Βλάχοι που έχασαν τη ζωή τους σε αυτές τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, και όχι μόνο, ήταν σαφώς πολλαπλάσιοι των δοσίλογων εκείνης της εποχής που είχαν βλάχικη καταγωγή. Σε τελική ανάλυση, οι γερμανικές, οι βουλγαρικές αλλά και οι ιταλικές δυνάμεις κατοχής δε συμπεριφέρθηκαν στους Βλάχους διαφορετικά από ό,τι στους υπόλοιπους Έλληνες, αναγνωρίζοντας προφανώς την ελληνική διάσταση της ταυτότητά τους. Ιδιαίτερα οι Γερμανοί εκείνης της εποχής που είχαν αναγάγει τους φυλετικούς διαχωρισμούς σε καθοριστικό κανόνα της πολιτικής τους ήταν αδύνατον να μη γνώρισαν ποιοι ήταν οι κάτοικοι των χωριών που κατέστρεφαν.[2] Έτσι, η επιφανειακή ή μονομερής ενασχόληση με τα γεγονότα της περίφημης “Λεγεώνας” μοιάζει να είναι υποβολιμαία, αν μάλιστα αναλογιστούμε την ταυτόχρονη και την ηγετική πολλές φορές συμμετοχή των Βλάχων στις διάφορες ομάδες της Εθνικής Αντίστασης.
Η όλη έρευνα έδειξε πως οι προπαγάνδες και οι εθνικισμοί άφησαν πικρές αναμνήσεις στη συλλογική μνήμη των Βλάχων. Γνωρίζοντας πως πολύ συχνά σημειώθηκε μία μάλλον συστηματική διαστρέβλωση της πραγματικότητας γύρω από τα θέματα των Βλάχων, από όλους τους εμπλεκόμενους παράγοντες, γίνεται κατανοητή η ενίσχυση της παραδοσιακής επιφυλακτικότητας των Βλάχων, όπως επίσης το πώς και το γιατί η πλειοψηφία των Βλάχων διατηρεί μία στάση καχυποψίας για όποιον παρουσιάζεται να ενδιαφέρεται για αυτούς. Καταλήγοντας, θα πρέπει να τονιστεί πως οι Βλάχοι Έλληνες, όπως και οι συγγενείς τους που βρέθηκαν να ζουν πέρα από την ελληνική επικράτεια, επιθυμούν την ειρήνη, την ευημερία και την πρόοδο περισσότερο από οτιδήποτε άλλο και το λιγότερο που τους οφείλεται είναι ενδιαφέρον, κατανόηση και αγάπη.
Αστέριος Ι. Κουκούδης.
Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 1997.
[1] Οι βλάχικοι οικισμοί και εγκαταστάσεις που καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών του Μακεδονικού Μετώπου είναι: Μοσχόπολη, Άνω Μπεάλα, Κάτω Μπεάλα, Άνω Ιστόκ, Κάτω Ιστόκ, Ρέσνα, Γκόπεσι, Μηλόβιστα, Μεγάροβο, Τύρνοβο, Νιζόπολη, Μοναστήρι εν μέρη, Καλύβια Παπαδιάς, Νώτια, Αρχάγγελος, Περίκλεια, Λαγκαδιά, Μεγάλα Λιβάδια, Μικρά Λιβάδια, Κούπα, Σκρα, Χούμα, Άνω Πορόια, Φιλλύρα, Ράμνα, Ηράκλεια, Σέρρες.
[2] Μερικοί από τους βλάχικους οικισμούς που καταστράφηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής είναι: Μεγάλα Λιβάδια, Μικρά Λιβάδια, Σκρα, Άνω Βέρμιο, Ξηρολίβαδο, Βλαχολίβαδο, Κοκκινοπλός, Φτέρη, Κλεισούρα, Βλάστη, Σαμαρίνα, Σμίξη, Αβδέλλα, Περιβόλι, Κρανιά Γρεβενών, Φούρκα, Παλιοσέλι, Πάδες, Άρματα, Δίστρατο, Βρυσοχώρι, Ηλιοχώρι, Λάιστα, Βωβούσα, Γρεβενίτι, Μηλιά Μετσόβου, Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου, Πλατάνιστος, Παναγία, Καστανιά Ασπροποτάμου, Αμάραντο, Δολιανά, Κρανιά Ασπροποτάμου, Παλιοχώρι, Πολυθέα, Χαλίκι, Ανθούσα, Κατάφυτο, Καλλιρόη, Γαρδίκι, Αθαμανία, Άγιος Νικόλαος, Δέση, Νεραϊδοχώρι, Δροσοχώρι, Πύρρα, Περτούλι, Κλεινός, Χρυσομηλιά και Αηδώνα.