ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
1.6. Η Ρουμανική Προπαγάνδα στα Μογλενά 

ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΠΡΟΚΡΙΤΩΝ ΤΟΥ ΣΚΡΑ (ΛΟΥΜΝΙΤΣΑ) ΣΤΟ ΠΡΟΞΕΝΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣΌπως παρουσιάζεται αναλυτικότερα στα επόμενα κεφάλαια, η εμπειρία των βλαχομογλενίτικων κοινοτήτων σε σχέση με τη ρουμανική προπαγάνδα διέφερε σημαντικά από αυτή που παρατηρείται στους κόλπους των υπόλοιπων βλάχικων κοινοτήτων στη νότια Βαλκανική. Δε θα ήταν διόλου παρακινδυνευμένο να εκφραστεί η άποψη πως τα βλαχοχώρια των Μογλενών και τα βλαχοχώρια του Ολύμπου ή του Ασπροποτάμου αποτελούν τα δύο εκδιαμέτρου αντίθετα άκρα μίας κλίμακας που θα μπορούσε να μετρήσει το βαθμό της επιτυχίας ή της αποτυχίας της προπαγάνδας. Ωστόσο, θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως τα αίτια της όποιας επιτυχίας της προπαγάνδας στα Μογλενά δεν είχαν εθνική υπόσταση. Ήταν αρκετά σημαντική και ιδιαίτερα δυναμική η μερίδα των Βλαχομογλενιτών που αντέδρασε. Τα πραγματικά αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν σε κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά δεδομένα. Είναι γνωστό[1] πως τα πρώτα αξιόλογα βήματα της προπαγάνδας σημειώθηκαν, κυρίως, στα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών και τους βλάχικους οικισμούς του Περιστερίου λίγο μετά το 1860. Στις βλάχικες κοινότητες της Πίνδου, αλλά και αλλού, η προπαγάνδα χρειάστηκε αρκετές δεκαετίες μέχρι να ανταμειφθούν οι επίπονες και πολυδάπανες προσπάθειές της, δίχως μάλιστα να παρατηρηθεί καθολική επιτυχία. Σε αντίθεση, αν και στα Μογλενά η ρουμανική προπαγάνδα παρουσιάστηκε αρκετά καθυστερημένα, γύρω στα 1895, σημείωσε ταχύτατη πρόοδο και οι αντιπαραθέσεις που γεννήθηκαν ήταν ίσως οι πλέον σκληρές.

                 Αν και από τις αρχές τους 19ου αιώνα, οι ευρωπαίοι περιηγητές είχαν ήδη περιγράψει, με αρκετή ίσως έκπληξη, τους Βλάχους της νότιας Βαλκανικής, μέχρι τα τέλη του ίδιου αιώνα, οι κοινότητες των Βλαχομογλενιτών παρέμεναν ουσιαστικά βυθισμένες σε μία απόμερη γωνιά της σχεδόν άγνωστης και παραμελημένης μακεδονικής ενδοχώρας. Ο πρώτος ίσως που τις έβγαλε από την αφάνεια ήταν ο G. Weigand, όταν βρέθηκε έκπληκτος μπροστά στους ανθρώπους που ο ίδιος ονόμασε Βλαχομογλενίτες. Βρήκε ανθρώπους που ήταν βλαχόφωνοι, αλλά ήταν τόσο διαφορετικοί από τους Βλάχους που ήδη είχε γνωρίσει. Η δημογραφική τους δύναμη ήταν μικρή. Οι περισσότεροι από τους οικισμούς τους ήταν ακόμη τσιφλίκια και η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν φτωχοί κολίγοι. Η γη τους ήταν σχετικά γόνιμη και παραγωγική και οι άνθρωποι της ήταν βαθιά ριζωμένοι σε αυτή, δίχως κάποια σοβαρή τάση προς “αστικοποίηση”. Το κυριότερο εμπορεύσιμο είδος που παρήγαγαν ήταν τα κουκούλια μεταξιού. Η κτηνοτροφία τους ήταν οικόσιτη. Το δυναμικό εμπόριο και ακόμη περισσότερο ο βλάχικος νομαδισμός ήταν σχεδόν άγνωστες έννοιες για αυτούς. Επιπλέον, οι Βλαχομογλενίτες βρίσκονταν σε μία στενή συμβίωση με τους σλαβόφωνους χριστιανούς γείτονές τους. Οι σλαβικές επιρροές φαίνεται πως ήταν ισχυρές και ένα σημαντικό μέρος των Βλαχομογλενιτών είχαν από καιρό αφομοιωθεί ή βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο αφομοίωσης από τους σλαβόφωνους. Και ακόμη, ο μεγαλύτερος και πιο αξιόλογος οικισμός τους, η Νώτια, είχε εξισλαμιστεί.[2] Τελικά, ενώ οι υπόλοιποι Βλάχοι δεν άφηναν κανένα περιθώριο, για να τους αγνοήσει κανείς, οι Βλαχομογλενίτες φαίνεται πως μόλις έβγαιναν από το μεσαιωνικό τους λήθαργο.

                 Όταν στα τέλη του 19ου αιώνα, η βουλγαρική εθνική κίνηση προσπαθεί να επεκτείνει τη δράση της στα μακεδονικά εδάφη, τότε, ίσως για πρώτη φορά, ενδιαφέρθηκαν σοβαρότερα για τους Βλαχομογλενίτες οι ελληνικοί πολιτικοί, εκκλησιαστικοί, διπλωματικοί και εκπαιδευτικοί κύκλοι των ιθυνόντων. Στα 1888 αναφέρεται πως λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία στο Σκρα, την Κούπα, τον Αρχάγγελο, την Λαγκαδιά και τα Τρία Έλατα.[3] Στην περίπτωση των Βλαχομογλενιτών, οι Βούλγαροι άρπαξαν την ευκαιρία που τους δόθηκε και έπαιξαν αποτελεσματικά το χαρτί της ρουμανικής προπαγάνδας. Μέσα στην κρίση για την τύχη των μακεδονικών εδαφών, η συνεργασία των βουλγαρικών και των ρουμανικών κύκλων δεν ήταν πουθενά και ποτέ τόσο στενή, όσο στα Μογλενά. Δίχως αυτή τη συνεργασία, η επιτυχία που θα σημείωναν στην περιοχή τόσο οι Βούλγαροι, όσο και Ρουμάνοι, θα ήταν αμφίβολη, ή τουλάχιστον δε θα είχε πάρει τις διαστάσεις που πήρε. Για τη ρουμανική προπαγάνδα, η καλλιέργεια και η ανάπτυξη ερεισμάτων στην περιοχή των Μογλενών κρινόταν ως η πλέον στρατηγική κίνηση. Η αξία της επιτυχίας της εδώ ήταν σημαντικότερη από ό,τι σε άλλες περιοχές των οθωμανικών εδαφών στα Βαλκάνια. Τα Μογλενά βρίσκονταν στη μέση των μακεδονικών επαρχιών, τόσο κοντά στη Θεσσαλονίκη και πάνω ακριβώς στην κεντρική αρτηρία που τη συνέδεε με την Ευρώπη. Οποίος και αν ήταν τελικά αυτός που θα γινόταν κύριος της περιοχής, θα είχε να διαπραγματευτεί κάτι με τη Ρουμανία. Τα Μογλενά θα μπορούσαν να γίνουν το ισχυρότερο διπλωματικό χαρτί της για τις βαλκανικές εξελίξεις. Το όφελος για αυτή κρινόταν ιδιαίτερα σημαντικό, όμως παραμένει άγνωστο αν οι υπεύθυνοι αναλογίζονταν πραγματικά και το μακροπρόθεσμο όφελος των Βλαχομογλενιτών. Τελικά, η βουλγαρική τρομοκρατία από τη μία μεριά, και το άφθονο ρουμανικό χρήμα από την άλλη, έφεραν τα πιο γρήγορα και επιθυμητά αποτελέσματα για την προπαγάνδα από οποιαδήποτε άλλη περίπτωση. Ανάμεσα στους τόσο φτωχούς Βλαχομογλενίτες το ρουμανικό χρήμα βρήκε το πλέον γόνιμο έδαφος για τη σπορά των τότε ρουμανικών απόψεων. Επιπλέον, το ενδιαφέρον που έδειξαν για τους Βλαχομογλενίτες οι κύκλοι της προπαγάνδας θα πρέπει σίγουρα να τους γοήτευσε, και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι γοήτευσε άλλες βλάχικες ομάδες. Αν μάλιστα αναλογιστούμε την προηγούμενη αδιαφορία που είχαν δείξει για αυτούς οι ελληνικοί ιθύνοντες. Όπως και αλλού, με τον περίφημο πια οθωμανικό σουλτανικό “ιραδέ” του 1905, που αναγνώριζε τη δυνατότητα οργάνωσης και ανάπτυξης “βλάχικων κοινοτήτων”, οι τοπικές αντιπολιτευόμενες ομάδες, που είχαν υιοθετήσει τις ρουμανικές θέσεις, άρπαξαν την ευκαιρία να οργανωθούν επίσημα. Μπορούσαν πια να ανταγωνιστούν αποτελεσματικότερα τους τοπικούς πολιτικούς αντιπάλους τους, που εκπροσωπούνταν από τις οικογένειες των παραδοσιακών προκρίτων, οι οποίοι παρέμεναν “γραικομάνοι”. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες η αντιπαλότητα πήρε, ίσως, την πιο αιματηρή της διάσταση και η αντίσταση που προέβαλαν οι “γραικομάνοι” Βλαχομογλενίτες ήταν ίσως η πιο δυναμική και η πλέον απεγνωσμένη. Σύμφωνα με έκθεση του Μητροπολίτη Μογλενών Άνθιμου προς το Πατριαρχείο, με ημερομηνία 11 Ιουνίου 1907, από το 1898 μέχρι τα τέλη του 1906, στα 7 βλαχόφωνα χριστιανικά χωριά της μητρόπολης Μογλενών είχαν δολοφονηθεί 45 “γραικομάνοι” πρόκριτοι, αλλά και απλοί τσομπαναραίοι, και είχαν τραυματιστεί άλλοι 20. Οι καταστροφές στα κοπάδια και τις περιουσίες ήταν τεράστιες, ιδιαίτερα των Μεγαλολιβαδιωτών. Τις επιτυχίες της προπαγάνδας τις απέδιδε, εκτός από την τρομοκρατία, στη στενότατη συνεργασία Βουλγάρων και Ρουμάνων και στο άφθονο ρουμανικό χρήμα.[4]  Ο κύκλος του αίματος δίχασε ανεπανόρθωτα τις βλάχικες κοινότητες των Μογλενών και δύσκολα ξεχάστηκε μετά το 1912. Επιπλέον, οι τοπικές ρουμανικές κοινότητες μπόρεσαν να επανασυσταθούν βάση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου.

                 Μία από τις δραματικότερες αναλύσεις των βιωμάτων των Βλάχων των Μογλενών καταγράφηκε σε μία έκθεση με ημερομηνία 31 Ιουλίου 1913. Ο Αρχιερατικός Επίτροπος περιφερείας Γευγελής Μ. Οικ. Ιωακείμ Ανανιάδης έγραψε προς τον τότε Γενικό Διοικητή Μακεδονίας κύριο Στέφανο Δραγούμη:

“Η περιφέρεια ημών μεταξύ άλλων αριθμεί και επτά ρουμανίζοντα χωριά, την Λούμνιτσαν, την Οσσιάνην, την Κούπα, τα Λειβάδια, την Χούμαν, το Βερισλάβ και Λούγκουντσαν, ων οι κάτοικοι ρουμουνόφωνοι υπαγόμενοι αρχήθεν εκκλησιαστικώς εις την επαρχίαν Μογλενών. Ο ρουμουνισμός εις τας ρουμανικάς των ειρημένων χωρίων κοινότητας εισήχθει το 1894 και βαθμηδόν αυξανόμεναι αι ειρημέναι κοινότητες πρωτοστατούντων των ιερέων, των διδασκάλων και άλλων μισθάνδρων οργάνων της ρουμουνικής προπαγάνδας ήρχισαν τη βοηθεία των επιτοπίων αρχών να διεκδικώσι σχολεία και εκκλησίαι ελληνικάς. Από το 1906, επί Χιλμή Πασιά, ότε ο ρουμουνισμός της περιφερείας έλαβε μεγαλύτεραν έντασιν, μετά δε την ανακήρυξιν του συντάγματος επί Νεοτούρκων, αφού υπέστη τραχείαν ύφεσιν και πάλιν το 1909 και 1910 έλαβε δύναμιν και νεύρα. Δι ών συνεργεία των νεοτουρκικών οργάνων ήγειρεν εξοντωτικόν αγώνα κατά του ελληνισμού. Οι ρουμούνοι χωρικοί, συνεπεία της μακκιαβελικής πολιτικής των ιθυνόντων, του αφθόνης εισρεύσαντος ρουμουνικού χρήματος και της αναπτιχθείσης αφαντάστου λύσσης των οργάνων, εφανατήσθησαν εντός ολίγου τόσον, ώστε είχον υπερβή κατά το μίσος και την αγριότητα και τα διαπραττόμενα υπό αυτών όργια και φόνους κατά των ημετέρων, των εμμενόντων εις τα πάτρια εις τα ειρημένα χωριά και αυτούς τους Βούλγαρους. Ώστε μέχρι της οριστικής εγκαταστάσεως, εις τα μέρη ταύτα, του στρατού ημών, προ μηνών, δεν ήθελον να ακούωσιν όνομα ελληνικόν. Επροτίμων δε, ως έλεγον απροκαλύπτως, Τούρκοι να γείνωσι παρά Έλληνες.

Ως εκ τούτου οι φανατικώτεροι μεταξύ αυτών ρουμουνίζοντες, ιδίως των χωρίων Όσσιανης, Λουβνίτσης, Χούμας και Λουγούντσης προθύμως υπεστήριξαν κατά διαφόρους περιστάσεις αλληλοδιαδόχως πάσαν κίνησιν καθ' ημών στρεφομένης, βουλγαρικών και τουρκικών συμμοριών. Προκαλούντες και διεγείροντες, διά ραδιουργιών και διαβολήν και παντοίων τρόπων την καθ' ημών μηνών αυτών. Προθύμος καταδόται εις τας Τουρκικάς Αρχάς και των αθωοτέρων πράξεων και ενεργειών των ημετέρων. Μηχανορράφοι δε και δολοπλόκοι αίσχιστοι, κατά πάσης πνευματικής και εθνικής Αρχής, ως συνέβη εν παραδείγματι το 1910, κατά την σύλληψιν και την εγκάθειρξιν του Αρχιερατικού Επιτρόπου Αρχιμανδρίτου Αλεξάνδρου Βασιλειάδου. Μετά τας επιτυχίας του βαλκανοτουρκικού πολέμου, καίτοι τα μέρη αυτών κατελήφθησαν, πρώτον υπό του Ελληνικού Στρατού, ούτοι εξ αντιζηλίας και φθόνου, προσεκάλουν εις βοήθειαν αυτών, ως δήθεν εν κινδύνω ευρισκομένων, άλλοτε μεν βουλγαρικόν, τελευταίος δε και σερβικόν στρατόν, μεθ' ων ειργάζοντο. Παρέχοντες διάφορα πράγματα εις ημετέρους, σπείροντες ζιζάνια μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων στρατιωτών δι' ευνόητους σκοπούς, εκμεταλλευόμενοι τα ληστρικά και κακόβουλα ένστικτα των Βουλγάρων στρατιωτών προς σύλληψιν και κακοποίησιν Ελλήνων ιερέων. Ως συνέβη εν Οσσιάνη, εις τον ηγούμενων της μονής Αρχαγγέλου Αρχιμανδρίτη Μεθόδιον, κατά Νοέμβριον παρελθόντος έτους, εις τον ιερέα και δάσκαλον Παπαναστάσιον της Κούπας, κατά Μάιον παρόντος έτους.

Μετά δε την οριστικήν πλεόν στρατιωτική κατοχήν των χωρίων τούτων, αποσυρθέντων των Σέρβων, οι ρουμανίζοντες των ειρημένων χωρίων, βαρέως φέροντες την τοιαύτην τροπήν ειργάζοντο υπούλως κατά του καθεστώτος. Διατελούντες εν μηστική συνεννοήσιν μετά των Βουλγάρων Γευγελής, μεθ' ων διά των οργάνων αύτων εγκατεστημένων εν Γευγελή: Πέτρο Γιόφι, Ναούμ Νικολάου και Γεωργίου Λιόκκου, αδιαλείπτως ευρίσκοντο εις συνεργασίαν και σχέσεις κομιτατζηδιστικάς. Εσχάτως δε, μετά τας τελευταίας εχθροπραξίας και εισήλασιν του βουλγαρικού στρατού εις Γευγελήν, ως διά συνθήματος εσηκώθησαν, εν προμεμελέτημένω σχέδιω, ένοπλοι και διηυκόλυναν την προέλασιν των Βουλγάρων κομιτατζήδων εις τα χωρία ταύτα, χρησιμεύσαντες όργανα αι οδηγοί των κινήσεων αυτών. Αναγκάσαντες διά τούτων, την εκ των τόπων αυτών εκτόπισιν και απομάκρυνσιν των λόχων κατοχής. Εν Λουβνίτση δε κρεουργήσαντες τον ατυχή διδάσκαλον Χαράλαμπον Γκαρτζιάν, ελθόντα εκείσε εκ Λειβαδίου, μετά την απομάκρισιν του στρατού μας.

Ότι δε ταύτα ούτω συνέβησαν μαρτυρούσιν οι αριθμοί του προσεπισυνημμένου καταλόγου των ενεχόντων εις την βουλγαρικήν επαναστατικήν οργάνωσιν και των φυγόντων μετά των Βουλγάρων κομιτατζίδων, μετά την ανάκτησιν των ειρημένων χωρίων υπό του Ελληνικού Στρατού.

Επί τούτου, μετά βαθυτάτου σεβασμού διατελώ προθυμότατος.

Γευγελή 31 Ιουλίου 1913.”[5]

Στη συνέχεια ακολουθεί ένας μακρής κατάλογος με τα ονόματα και τις πράξεις όλων εκείνων που συμμετείχαν στα διαδραματιζόμενα γεγονότα. Τελικά, με αυτά τα επεισόδια ίσως σκοτώθηκαν και κακοποιήθηκαν αρκετοί ρουμανίζοντες. Κάποιοι ακολούθησαν την οπισθοχώρηση των Βουλγάρων και άλλοι αμνηστεύτηκαν και γύρισαν στα χωριά τους.[6]

                 Κατά τη διάρκεια των μαχών του Μακεδονικού Μετώπου του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, τα βλαχομογλενίτικα χωριά, εκτός της Κάρπης, καταστράφηκαν ολοκληρωτικά και οι κάτοικοί τους σκόρπισαν για δύο και πλέον χρόνια. Άλλοι βρέθηκαν εκτοπισμένοι στα εδάφη της Βουλγαρίας και της Σερβίας και άλλοι στα χωριά των Γιαννιτσών, της Νάουσας και τα χωριά δυτικά της Θεσσαλονίκης. Αν αναλογιστούμε τις δολοφονίες, τις καταστροφές και τον οικονομικό μαρασμό μέχρι το 1913, οι καταστροφές του 1916-18 και η επιδημία της ισπανικής γρίπης που ακολούθησε εξουθένωσαν τους Βλαχομογλενίτες τόσο δημογραφικά, όσο και οικονομικά. Το κράτος δεν ήταν σε θέση να παρέχει ουσιαστική βοήθεια, ασφάλεια και εκπαίδευση. Μπροστά σε αυτή την αδυναμία ή την αδιαφορία των ελληνικών αρχών, από το 1920 και μετά σημειώθηκαν σοβαρές προσπάθειες για την ανάπτυξη και πάλι των ρουμανικών κοινοτήτων και των ρουμανικών σχολείων, βάση της Συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1913.

 Ωστόσο, με το πρώτο κύμα των γνωστών εξόδων για τη Ρουμανία στα 1926, αλλά και αργότερα κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου μέχρι περίπου το 1935, έφυγαν εκείνες οι οικογένειες που είχαν συνεργαστεί στενότερα με τη ρουμανική κίνηση, αλλά και αρκετές από τις εξαθλιωμένες οικονομικά οικογένειες, οι οποίες πίστεψαν στις υποσχέσεις για μία καλύτερη τύχη στη Ρουμανία. Η έξοδος των Βλαχομογλενιτών για τη Ρουμανία πήρε τη μεγαλύτερη διάσταση από οποιαδήποτε άλλη βλάχικη ομάδα στην Ελλάδα, δίχως βέβαια να παρατηρηθεί συλλογική έξοδος από κάποιο χωριό. Ο αριθμός αυτών των μεταναστών παραμένει άγνωστος, αν και μία επισφαλής εκτίμηση θα μπορούσε να τον προσδιορίσει κάπου γύρω στις 350 μέχρι το πολύ 450 οικογένειες. Στην περίπτωση των Βλαχομογλενιτών, η έξοδός τους ήταν περισσότερο ένα αποτέλεσμα της βίας και της εξαθλίωσης και σίγουρα δεν είχε εθνική υπόσταση, αν αναλογιστούμε τους φερόμενους ως “γραικομάνους” που παρέμειναν στις εστίες τους. Οι περισσότερες, αν όχι όλες οι οικογένειες που έφυγαν για τη Ρουμανία βρέθηκαν αρχικά να συμμετέχουν στο εποικισμό της Νότιας Δοβρουτσάς. Ωστόσο, τα προβλήματά τους δεν έληξαν εκεί. Όταν  μετά το 1940, η Ρουμανία αναγκάστηκε να επιστρέψει την περιοχή αυτή στη Βουλγαρία, οι Βλαχομογλενίτες έποικοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν και πάλι και οι περισσότεροι βρέθηκαν συγκεντρωμένοι κυρίως στην πόλη Cerna και τη γύρω περιοχή, του νομού της Τulcea, στα βόρεια της επαρχίας της Δοβρουτσάς, κοντά στο δέλτα του Δούναβη, αλλά και σε άλλα μέρη της ίδιας επαρχίας. Ένας μικρός αριθμός οικογενειών εγκαταστάθηκε εξελικτικά και στις επαρχίες του Banat και της Μuntenia.

 Πρόσφυγες, και μάλιστα ποντιακής καταγωγής, εγκαταστάθηκαν στη Νώτια, την Περίκλεια και την Λαγκαδιά και οι τελευταίοι μουσουλμάνοι Βλάχοι της Νώτιας έφυγαν για την Τουρκία το 1924. Στη Λαγκαδιά, η συνοίκηση δεν ευνόησε τελικά, ούτε τους γηγενείς, ούτε τους πρόσφυγες. Το τέλος της όποιας ρουμανικής κίνησης έσβησε οριστικά μετά το 1944-45 και την περίοδο του Εμφυλίου. Με το τέλος του Εμφυλίου σημειώνεται μία ακόμη ομαδική έξοδος από τα βλαχομογλενίτικα χωριά, καθώς αρκετές οικογένειες ακολούθησαν τη συλλογικότερη έξοδο των ηττημένων προς τις τότε σοσιαλιστικές χώρες. Τελικά, για 40 και πλέον χρόνια, οι καθηλωμένοι στη γη τους Βλαχομογλενίτες, υπέφεραν συνεχείς καταστροφές, μεγαλύτερες από οποιαδήποτε άλλη βλάχικη ομάδα. Αν προσθέσουμε και τις καταστροφές της Κατοχής και του Εμφυλίου, οι περισσότεροι από τους Βλαχομογλενίτες βρέθηκαν μπροστά στην εικόνα των καταστραμμένων σπιτιών τους τουλάχιστον τρεις φορές. Οι προπαγάνδες και οι εθνικισμοί άφησαν πίσω τους πικρές μνήμες, όσες ίσως η άγνοια και η αμέλεια των ιθυνόντων.

  


[1] Βλέπε: Νικολαϊδου, Ελευθερία Ι., “Η ρουμανική προπαγάνδα στο Βιλαέτι Ιωαννίνων και στα βλαχόφωνα χωριά της Πίνδου, τ. Α', μέσα 19ου - 1900”, Ε.Η.Μ., Ιωάννινα 1995.
[2] Weigand, G., “Vlacho-Meglen”, Leipzing 1892.
[3] ΑΥΕ 1888 ΑΑΚ/Α. Μακεδονία, Πίναξ των εν τη περιφερεία του Γενικού Προξενείου Θεσσαλονίκης επιχορηγούμενων ελληνικών κοινοτήτων, Γεν. Προξ. της Ελλάδος εν Θεσσαλονίκη προς τον Κύριο Πρόεδρο της προς ενίσχυσιν της ελληνικής εκκλησίας και παιδείας επιτροπής, 31 Μαϊου 1888.
[4] Η έκθεση και ο ονομαστικός κατάλογος των θυμάτων στην Εκκλησιαστική Αλήθεια, έτος 27ο, Εν Κωνσταντινουπόλη, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου 1907, σελ.397-401.
[5] Α.Γ.Β.-Α.Ο.Δ., Φ.114.1/εγγ.11, Έκθεση Αρχιερατικού Επιτρόπου περιφερείας Γευγελής Μ. Οικ. Ιωακ. Ανανιάδη προς το Γενικό Διοικητή Μακεδονίας Στέφανο Δραγούμη, Γευγελή 31 Ιουλίου 1913.
[6] Α.Γ.Β.-Α.Ο.Δ., Φ.114.1/εγγ.2, “Μετάφραση στα ελληνικά άρθρου της εφημερίδας “Πρωία” του Βουκουρεστίου, τη 3η Ιουλίου 1913".