ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
1.3. Η σύσταση των βλαχοχωριών του Ολύμπου. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι
1.4. Η παλαιότερη έκταση των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στην περιοχή του Ολύμπου

 

Οικογένεια Κιτσούλη1.3. Η σύσταση των βλαχοχωριών του Ολύμπου. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι 

Οι Οθωμανοί Τούρκοι έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους στη Θεσσαλία στα 1393. Επέστρεψαν πολύ πιο δυναμικά στα 1423 και εδραίωσαν σταδιακά την κυριαρχίας τους, ξεκινώντας από τα οχυρά και τα διοικητικά κέντρα των πεδινών περιοχών. Η αντιπαράθεσή τους με τους χριστιανούς, οι οποίοι από την αρχική ακόμη φάση της οθωμανικής κυριαρχίας βρίσκονταν αποτραβηγμένοι στις ημιορεινές και ορεινές περιοχές του Ολύμπου, φαίνεται πως προβλημάτισε σοβαρά τους Οθωμανούς. Έτσι στα 1425, ο “στρατηγός” των Οθωμανών στη Θεσσαλία Τουρχάν φέρεται να εισηγήθηκε στο σουλτάνο Μουράτ Β' την παραχώρηση ή την αναγνώριση κάποιων προνομίων στους ανυπότακτους κατοίκους των ορεινών περιοχών του Ολύμπου. Το βασικό προνόμιο φαίνεται πως ήταν η δυνατότητα διατήρησης μίας ένοπλης πολιτοφυλακής. Το γεγονός αυτό πιθανότατα σημαίνει πως οι Οθωμανοί αναγνώριζαν κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας στους χριστιανούς κατοίκους των οικισμών γύρω από το Όλυμπο, είτε ελληνόφωνους, είτε βλαχόφωνους. Η παρουσία ένοπλης πολιτοφυλακής θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα προδρομικό στάδιο των αρματολικίων της περιοχής του Ολύμπου. Μέσα από αυτά τα γεγονότα ενισχύεται η άποψη πως τα αρματολίκια και οι αρματολοί ήταν θεσμοί που βρήκαν οι Οθωμανοί και οι οποίοι πήραν μεγαλύτερη διάσταση την περίοδο της κυριαρχίας τους.[1]

                Όπως ήδη έχουμε αναφέρει η εμφάνιση των Οθωμανών και η εποίκηση των πεδινών περιοχών και των αστικών κέντρων από αυτούς είχε ως αποτέλεσμα την ώθηση των χριστιανικών πληθυσμών προς τις ημιορεινές και ορεινές περιοχές.[2] Ο βλάχικος πληθυσμός που, στα τέλη του 15ου και της αρχές του 16ου αιώνα, μαρτυρείτε από οθωμανικές πηγές να υπάρχει ακόμη στα πεδινά της Θεσσαλίας, όπως στο Δαμάσι κοντά στην Ελασσόνα), θα πρέπει να ενίσχυσε όχι μόνο τις βλάχικες εγκαταστάσεις της Βόρειας Πίνδου, αλλά και αυτές της περιοχής του Ολύμπου. Παραδόσεις από το Βλαχολίβαδο, αλλά και καταγραφές του G. Weigand αναφέρουν πως το χωριό είναι η οικιστική εξέλιξη της συγκέντρωσης για λόγους ασφάλειας των κατοίκων 16 περίπου μικρών οικισμών που βρίσκονταν άλλοτε σκορπισμένοι στις γύρω ορεινές και πεδινές περιοχές. Δε μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το πότε ακριβώς έγινε αυτή η συνοίκηση στο Βλαχολίβαδο, αν και θα πρέπει να θεωρηθεί μία διαδικασία που κράτησε αρκετό χρονικό διάστημα, (από τα τέλη 15ου  αι.), και ίσως το μεγαλύτερο μέρος της είχε συντελεστεί πριν την άφιξη των Βλάχων και μη προσφύγων από την περιοχή της Πίνδου, κατά τη διάρκεια του 17ου  αιώνα. Θα πρέπει επίσης να θεωρηθεί σίγουρο πως η δημιουργία τους και η σταδιακή ανάπτυξή τους σημειώθηκε παράλληλα με την ανάπτυξη του θεσμού των ισχυρών τοπικών αρματολικίων.

Επιπλέον, η διαδικασία της ανάπτυξής τους δε διέφερε ουσιαστικά από την αντίστοιχη που γέννησε τους γειτονικούς γκραίκικους οικισμούς γύρω από τον Όλυμπο και τα Πιέρια. Η μοίρα τους ήταν κοινή τόσο στις περιόδους ακμής όσο και στις δύσκολες περιόδους, καθώς φαίνεται να αποτελούσαν μία συλλογικότερη ομάδα ορεινών χριστιανικών οικισμών, άσχετη της γλωσσικής κατάστασης του κάθε χωριού. Ιδιαίτερα συγκρίσιμη είναι η περίπτωση της οικιστικής δημιουργίας και της δημογραφικής εξέλιξης του Καταφυγίου, ενός ελληνόφωνου οικισμού στις πλαγιές των Πιερίων σε ύψος 1.400 μέτρων. Σύμφωνα με ισχυρές παραδόσεις και καταγραφές η οικιστική απαρχή του Καταφυγίου ξεκίνησε από τους γειτονικούς οικισμούς Ποδάρι και Γράτσιανη. Η Γράτσιανη, με το πιθανότατα λατινικής προελεύσεως όνομα και ένα κάποιο ρωμαϊκό παρελθόν, βρίσκονταν σε χαμηλότερο υψόμετρο και το Ποδάρι δίπλα σχεδόν στην κοίτη του Αλιάκμονα σε μία ακόμη πιο ευάλωτη τοποθεσία.  Οι δύο αυτοί μικροί οικισμοί, που ίσως και να ταυτίζονταν, παρουσιάζονται να δέχτηκαν κύματα προσφύγων - μετοίκων λίγο μετά τις επαναστατικές κινήσεις του 1600 και 1611. Οι ετερόκλητες ομάδες των προσφύγων που κατέφυγαν εδώ προέρχονταν από διάφορες περιοχές της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Ρούμελης  και ήταν πιθανότατα ανάλογης προέλευσης με τους πρόσφυγες που την ίδια περίοδο αναζήτησαν ασφάλεια και προοπτική στην Κοζάνη, στη Σιάτιστα, αλλά  και στα σημερινά βλαχοχώρια της περιοχής του Ολύμπου. Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε πως ανάμεσά τους  υπήρχε και ένας απροσδιόριστος αριθμός βλαχόφωνων οικογενειών που μάλλον αφομοιώθηκαν ανάμεσα στους πολυπληθέστερους ελληνόφωνους. Ωστόσο πολύ σύντομα, λόγω των καταπιέσεων και της ανασφάλειας, τόσο οι γηγενείς, όσο και οι μέτοικοι αναγκάστηκαν  να μετακινηθούν σε μεγαλύτερο υψόμετρο στις πλαγιές των Πιερίων και να  δημιουργήσουν τον οικισμό του Καταφυγίου. Η μετακίνηση αυτή χρονολογείται γύρω στα 1700, καθώς η πρώτη εκκλησία του χωριού φέρεται να κτίστηκε γύρω στα 1712 με 1718. Σταδιακά οι Καταφυγιώτες ανέπτυξαν μία ανάλογη με τα γειτονικά βλαχοχώρια οικονομία (κτηνοτροφία και υλοτομία) και στις αρχές του 20ου αιώνα το χωριό τους έφτανε να συγκεντρώνει 600 οικογένειες.[3]

                 Η απόσταση που χωρίζει τα βλαχοχώρια του Ολύμπου από τον κεντρικό κορμό των βλάχικων εγκαταστάσεων στην Πίνδο δε σημαίνει πως η εξέλιξή τους διαφοροποιήθηκε κατά πολύ. Μπορεί στα βλάχικα του Ολύμπου να παρατηρείται μία μεγαλύτερη επιρροή της ελληνικής γλώσσας, ωστόσο η ζωή των κατοίκων, η δομή των οικισμών, η οικονομία, ο πολιτισμός και η γενικότερη εξέλιξη τους παρέμειναν ανάλογα χαρακτηριστικά στοιχεία με τα αντίστοιχα των βλαχοχωριών της Πίνδου και ιδιαίτερα των βλαχοχωριών του Ασπροποτάμου και του Μαλακασίου. Όπως ήδη έχει αναφερθεί και όπως θα εξεταστεί αναλυτικότερα, οι πληθυσμιακές έξοδοι από τα βλαχοχώρια της Πίνδου ενίσχυσαν σημαντικά το παλαιότερο βλάχικο πληθυσμιακό στοιχείο της περιοχής του Ολύμπου και βοήθησαν στην τελική διαμόρφωση του οικιστικού δικτύου των βλαχοχωριών του Ολύμπου. Σύμφωνα και με τις επισημάνσεις του Κ. Κρυστάλλη, οι ομοιότητες ανάμεσα στα ονόματα, τη γλώσσα, την προφορά, τα ήθη και έθιμα των Βλάχων της περιοχής του Ολύμπου και της Πίνδου είναι ενισχυτικά στοιχεία μίας συνεχούς επαφής και των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στις δύο ομάδες και μάλλον επιβεβαιώνουν τη μετακίνηση βλάχικων πληθυσμών από την Πίνδο, προς τους βλάχικους οικισμούς που προϋπήρχαν στην περιοχή του Ολύμπου.[4] Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως οι ετήσιες εποχιακές μετακινήσεις των ημινομάδων κτηνοτρόφων, ιδιαίτερα από τα βλαχοχώρια της Βόρειας Πίνδου - Γρεβενών, τους έφερναν κάθε χρόνο στους πρόποδες του Ολύμπου, στα χωριά και τα χειμαδιά της Ελασσόνας και της Ποταμιάς, μπορούμε να κατανοήσουμε αυτή τη συνεχή και αδιάκοπη επαφή.[5]

 

1.4. Η παλαιότερη έκταση των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στην περιοχή του Ολύμπου

Στα τέλη του 18ου  αιώνα και στις αρχές του 19ου, την περίοδο των μεγάλων πολεμικών αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους αρματολούς του Ολύμπου, από τη μία μεριά, και τους Τουρκαλβανούς και τον Αλή Πασά των Ιωαννίνων, από την άλλη, θα πρέπει να αναζητηθεί η μερική συρρίκνωση του αριθμού των βλάχικων εγκαταστάσεων στην περιοχή του Ολύμπου. Ως πρώην βλάχικες εγκαταστάσεις αναφέρονται τα χωριά Άγιος Δημήτριος και Βροντού της Πιερίας και το Πύθιο της Ελασσόνας.[6] Η διαδικασία της εξαφάνισης των Βλάχων, που πιθανά κατοικούσαν σε αυτά τα χωριά, θα πρέπει ίσως να ήταν ανάλογη με αυτή που, όπως θα εξετάσουμε, μετέτρεψε και τη Μηλιά σε ελληνόφωνο οικισμό, στις πρώτες πια δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ίσως όμως σε αυτά τα χωριά να σημειώθηκε  συνοίκηση Βλάχων και Γκραίκων αρκετά νωρίς, με αποτέλεσμα την αφομοίωση των Βλάχων, όπως πολύ πιθανά συνέβη στην περίπτωση του Καταφυγίου.

                 Το χωριό Άγιος Δημήτριος ή Σαμέντρου, όπως είναι γνωστό στους Βλάχους των χωριών του Ολύμπου, βρίσκεται στα στενά της Πέτρας, από όπου περνά ο ορεινός δρόμους που ενώνει τη Θεσσαλία με την Κεντρική Μακεδονία. Εδώ και αρκετές γενιές οι κάτοικοί του παρουσιάζονται να είναι αποκλειστικά ελληνόφωνοι, αν και σύμφωνα με παραδόσεις ανάμεσά τους υπάρχουν και οικογένειες αρβανίτικης καταγωγής. Οι Αρβανίτες αυτοί βρέθηκαν εγκατεστημένοι εδώ ως εξειδικευμένοι κτίστες στα τέλη του 19ου αιώνα, προερχόμενοι από χωριά της Βορείου Ηπείρου. Oικογένειες της ίδιας προέλευσης αναφέρονται να εγκαταστάθηκαν και στα χωριά Μηλιά, Λόφος και Βροντού της Πιερίας. Όσο για τη βλάχικη καταγωγή ορισμένων από τους παλαιότερους κατοίκους ενδεικτικό στοιχείο ίσως αποτελούν οι επιγαμίες που αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε οικογένειες αρματολών του Ολύμπου. Ο πρωταρματολός Έξαρχος Γιάννης Λάζος παντρεύτηκε στα 1795 την Ευανθία, κόρη του Γεώργιου Τσιρογιάννη, προύχοντα του Αγίου Δημητρίου. Η αδελφή του Βασιλική παντρεύτηκε επίσης στον Άγιο Δημήτριο κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας των Τσιρογιανναίων.[7] Οι Λαζαίοι με καταγωγή από τη Φτέρη αναγνωρίζονται ως Βλάχοι και οι σχέσεις επιγαμίας που ανέπτυξαν με τους προύχοντες Τσιρογιανναίους του Αγίου Δημητρίου φαίνεται να δηλώνουν την πιθανή βλάχικη καταγωγή τουλάχιστον ορισμένων από τους παλαιότερους κατοίκους του χωριού. Αν όμως οι Τσιρογιανναίοι ήταν Γκραίκοι και όχι Βλάχοι τότε οι επιγαμίες τους με τους Λαζαίους μαρτυρούν μία παλιά και φυσική τάση αφομοίωσης ανάμεσα στους ελληνόφωνους και τους βλαχόφωνους πληθυσμούς του Ολύμπου.

                 Στις περιπτώσεις της Βροντού και του Πύθιου ή Σέλλους είναι αρκετά πιθανό να υπήρχαν άλλοτε Βλάχοι ανάμεσα στους παλαιότερους κατοίκους τους, σίγουρα όμως μαζί με πολυπληθέστερους Γκραίκους. Το 1863 ο Γερμανός Barth αναφέρει τη Βροντού μεταξύ των βλαχοχωριών του Ολύμπου, αν και στα νεότερα χρόνια το χωριό αναγνωρίζεται ως ελληνόφωνος οικισμός. Οι Βλάχοι που προκάλεσαν αυτή την επισήμανση του Barth, είτε χάθηκαν ανάμεσα στους πλειοψηφούντες ελληνόφωνους κατοίκους του χωριού, είτε ήταν Κοκκινοπλίτες, καθώς σύμφωνα με παραδόσεις κάποια ομάδα των κατοίκων του Κοκκινοπλού συνήθιζε να κατεβαίνει στη Βροντού και να περνά τους χειμώνες εκεί.[8] Όσο για το Πύθιο χαρακτηριστική είναι η αναφορά σε ελληνικό προξενικό έγγραφο του 1900, όπου επισημαίνεται η ύπαρξη 20 βλάχικων οικογενειών ανάμεσα στους κατοίκους του.[9] Ωστόσο, ισχυρές μέχρι και σήμερα παραδόσεις τόσο στο Πύθιο, όσο και στο γειτονικό Κοκκινοπλό χαρακτηρίζουν με σαφήνεια το Πύθιο ως γκραίκικο χωριό. Η σημερινή παρουσία κατοίκων βλάχικης καταγωγής στο Πύθιο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της εγκατάστασης  βλάχικων οικογενειών, και κυρίως από τον Κοκκινοπλό, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, αλλά  και ως αποτέλεσμα των επιγαμιών που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στους Ολύμπιους Βλάχους και τους Γκραίκους γείτονές τους.[10] Ίσως τελικά μέσα στις πληθυσμιακές ανακατατάξεις, που σημειώθηκαν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου, να χάθηκαν ή να αφομοιώθηκαν κάποιοι βλάχικοι πληθυσμοί ανάμεσα στους πολυπληθέστερους ελληνόφωνους κατοίκους της περιοχής του Ολύμπου. Από την άλλη όμως μεριά, οι εξελίξεις του 19ου και του 20ου αιώνα είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία και την παγίωση κάποιων νεότερων βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων, όπως η Καρίτσα Πιερίας, το Δίο, ο Άγιος Σπυρίδωνας, η Πέτρα και τα Καλύβια Ελασσόνας.

 


[1] Αρσενίου, Λάζαρος, “Το πρώτο αρματολίκι του Ολύμπου που αναγνώρισαν οι Τούρκοι”, Ανακοινώσεις στο Α' Πανελλήνιο Συνέδριο “Ο Όλυμπος στη ζωή των Ελλήνων”, Ελασσόνα 1982, Λαογραφική - Αρχαιολογική Εταιρεία Ελασσόνας, σελ.57-60.
[2] Βλέπε κεφάλαιο: “Οι Βλάχοι της Νότιας Πίνδου. Οι Ασπροποταμίτες και οι Μαλακασιώτες Βλάχοι”. Επίσης Νιτσιάκος, Βασίλης Γ., “Λαογραφικά ετερόκλητα”, κεφάλαιο: “Από τα κονιαροχώρια στις σύγχρονες κοινότητες της περιοχής Αμπελώνα”, σελ.96-110, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1997.
[3] Νάστος, Κλεάνθης Αθαν., “Καταφύγι Πιερίων - Κοζάνης, ιστορική, λαογραφική επισκόπισις”, Θεσσαλονίκη 1971, σελ.8-16, 32-33, 75.
[4] Κρυστάλλης, Κ., “Οι Βλάχοι της Πίνδου”, Άπαντα, Β' έκδοση, Αθήνα 1959, σελ.439-440.
[5] Το 1913-14, μετά την απελευθέρωση, και σύμφωνα με εκθέσεις των κατά τόπους δασκάλων, στην επαρχία Ελασσόνας αναφέρονται παραχειμάζοντες ή μόνιμα εγκατεστημένοι Βλάχοι κάτοικοι στα εξής χωριά. Στο Δαμασούλι αναφέρονται 200 κάτοικοι, από αυτούς οι 150 ήταν παραχειμάζοντες Βλάχοι (από την Αβδέλλα). Στο Δαμάσι αναφέρονται 540 Γκραίκοι κάτοικοι και 640 παραχειμάζοντες Βλάχοι (από την Αβδέλλα και τη Βλάστη). Στο Βλαχογιάννη υπήρχαν 689 κάτοικοι, από αυτούς οι 268 ήταν παραχειμάζοντες Βλάχοι. Στο Ελευθεροχώρι υπήρχαν 400 κάτοικοι, οι 250 ήταν Γκραίκοι και οι 150 Βλάχοι. Στην Ελασσόνα κατοικούσαν 1.850 Βλάχοι και Γκραίκοι και 1.000 Τούρκοι. Στο Μεσοχώρι (Μηλόγουστα) υπήρχαν 600 κάτοικοι, από αυτούς οι 300 ήταν παραχειμάζοντες Βλάχοι. Στο Πραιτώρι υπήρχαν 300 με 400 Γκραίκοι και Βλάχοι κάτοικοι. Στο Αγιονέρι (Τσερνίλο) αναφέρονται 200 Γκραίκοι και Βλάχοι κάτοικοι. Στο Παλιόκαστρο (Λαχανόκαστρο) αναφέρονται 260 κάτοικοι, από αυτούς οι 100 ήταν παραχειμάζοντες Βλάχοι. Παραχειμάζοντες Βλάχοι υπήρχαν επίσης και στην Τσαρίτσανη, το Δομενικό, τη Βερδικούσα και αλλού. ΓΔΜ Φ.58, Στατιστική πληθυσμού και εκπαίδευσης Ελασσόνας, Πίναξ Α', Εθνολογική στατιστική του πληθυσμού των κατοίκων Ελασσώνας, σχολικό έτος 1913-14, Εκθέσεις τοπικών δασκάλων.
[6] Λιάκος, Σωκράτης Ν., “Η καταγωγή των Βλάχων ή Αρμανίων”, Μικροευρωπαϊκές (Βαλκανικές) Μελέτες 2, Θεσσαλονίκη Ιαν.-Φεβρ. 1965, σελ.14.
[7] Κοεμτζόπουλος, Κίμωνας Γ., “Οι Λαζαίοι του Ολύμπου και απόγονοι”, Δωδώνη, Αθήνα-Ιωάννινα 1994, σελ.28, 133.
[8] Γκούμας, Ε.Κ., “Λιβάδι, γεωγραφική, ιστορική, λαογραφική επισκόπησις”, Λιβάδι 1973, σελ.13. Καϊμακάμης, Βασίλης, “Οι Ελληνόβλαχοι (Κουτσόβλαχοι), Κοκκινοπλός το βλαχοχώρι του Ολύμπου”, Μαίανδρος, Θεσσαλονίκη 1984, σελ.104.
[9] ΑΥΕ, 1901, ΑΑΚ/Θ Επιτροπή προς Ενίσχυσιν Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας (Μακεδονία), αρ.πρ.492, 20-08-1900, Προξενείο της Ελλάδος εν Σερβίοις, Εδρεύον εν Ελασσώνι, Προς τον Κύριο Πρόεδρο της Επιτροπής προς ενίσχυσιν της Ελληνικής Εκκλησίας και Παιδείας, ο Πρόξενος Χ. Κουγιουμτζέλης.
[10] Για το Πύθιο βλέπε: Αδάμου, Γιάννης, “Το Πύθιο (Σέλλος) στο πέρασμα των αιώνων”, Έκδοση Κοινότητας Πυθίου, Πύθιο 1997, σελ.24