ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
ΤΑ ΒΛΑΧΟΜΟΓΛΕΝΑ
1.3. Η προέλευση των Βλαχομογλενιτών

Ασπρόμαυρη φωτογραφία που απεικονίζει την τελετή των "Λαβάρων-Σταυρών" στο Σκρά, τη δεκαετία του '60.Είναι γεγονός πως, εκτός του αυτοπροσδιοριστικού όρου, οι Βλαχομογλενίτες παρουσιάζουν αξιοσημείωτες διαφορές από τους υπόλοιπους Βλάχους της Νότιας Βαλκανικής. Στην περίπτωση των Βλαχομογλενιτών, η στερεότυπη αντίληψη περί Βλάχων είναι παντελώς άτοπη. Οι Βλαχομογλενίτες κάνουν την εμφάνισή τους στους νεότερους χρόνους ως ένας αγροτικός πληθυσμός στενότατα συνδεδεμένος με τη γη και την αγροτική ζωή. Αυτές και άλλες διαφορές τους, σε σχέση με τους υπόλοιπους Βλάχους, φαίνεται πως ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο το ενδιαφέρον και προβλημάτισαν τους πρώτους ερευνητές. Καθώς οι έρευνες προχωρούσαν, αποκαλύφθηκε πως η προέλευση των Βλαχομογλενιτών είναι πραγματικά αινιγματική, και μάλιστα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι των υπόλοιπων Βλάχων.

Μία από τις απόψεις που έχουν εκφραστεί σχετίζει τους Βλαχομογλενίτες με τους Πετσενέγκους ή Πατζινάκους και τους Κουμάνους ή Κομάνους, που εγκατέστησαν στην περιοχή οι βυζαντινοί αυτοκράτορες ανάμεσα στα τέλη του 11ου και τις αρχές του 12ου αιώνα. Από τον 9ο αιώνα, τα δύο αυτά τουρκικά φύλα της Κεντρικής Ασίας αλληλοδιαδέχτηκαν το ένα το άλλο στις στέπες της Νότιας Ρωσίας, της Ουκρανίας και στις σημερινές ρουμανικές επαρχίες της Μολδαβίας (Moldova) και της Βλαχίας (Muntenia και Oltenia). Στις ρουμανικές επαρχίες βόρεια του Δούναβη, αλλά και κατά τις επιδρομές τους στα τότε βυζαντινά εδάφη στη σημερινή Βουλγαρία, φαίνεται πως ήρθαν σε επαφή με κάποιες ομάδες «βλάχικων πληθυσμών». Αυτοί οι «βλάχικοι πληθυσμοί» είτε βρίσκονταν ήδη εκεί, οπότε θα πρέπει να λογίζονται ως γηγενές και εκλατινισμένο στοιχείο, είτε μετακινήθηκαν από το νότο και άρα θα πρέπει να είχαν κάποια συγγένεια με τους μακρινούς προγόνους των Βλάχων των ελληνικών χωρών. Όπως και να έχει, οι τουρκόφωνοι Πετσενέγκοι και Κουμάνοι και οι βλαχόφωνοι πληθυσμοί που συνάντησαν ήρθαν, πολύ πιθανόν, σε κάποια στενή επαφή, δημιουργώντας ένα φυλετικό και πολιτισμικό αμάλγαμα, ανάλογο του φυλετικού κράματος ανάμεσα στους Βούλγαρους-Σλάβους και τους Βλάχους της μεσοανατολικής Βαλκανικής, την περίοδο της δυναστείας των Ασανηδών. Την περίοδο των πολεμικών αντιπαραθέσεων των Βυζαντινών με τους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους εισβολείς, στα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας και της Θράκης, συναντούμε «βλάχικους πληθυσμούς» να συμμετέχουν και στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Το 1091, σε μία από τις συχνές επιδρομές, οι εισβολείς ηττήθηκαν από τον Αλέξιο A' Κομνηνό σε μία μάχη στο όρος Λεβούνιο, κοντά στο ανατολικό στόμιο του δέλτα του Έβρου. Ο στρατός των συμμάχων εισβολέων φαίνεται πως αποτελούνταν από Πετσενέγκους, Κουμάνους και Βλάχους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Άννα Κομνηνή, ένας αναρίθμητος λαός με γυναίκες και παιδιά χάθηκε ολόκληρος σε μία μέρα. Από τους αιχμαλώτους σχηματίστηκε ένα τάγμα του βυζαντινού στρατού και κάποια ομάδα αιχμαλώτων «εις το των Μογλενών θέμα κατωκίσθησαν». Οι ηττημένοι Πετσενέγκοι και Κουμάνοι εγκαταστάθηκαν στα Μογλενά ως «προνοιάριοι» (κληρούχοι γης) και φαίνεται πως παρέμειναν εκεί με τις οικογένειές τους δουλεύοντας τη γη. Στα 1122-23 σημειώνεται η τελευταία αναφερόμενη στις πηγές επιδρομή στο Βυζάντιο από τους τελευταίους Πετσενέγκους και Κουμάνους που είχαν διαφύγει από την πανωλεθρία του Λεβουνίου. Ο Ιωάννης Β' Κομνηνός συνέτριψε τους εισβολείς και πολλοί από τους διασωθέντες απορροφήθηκαν από την αυτοκρατορία ως μισθοφόροι. Παράλληλα σε ορισμένους από αυτούς δόθηκαν γαίες στην περιοχή των Μογλενών.278 Ήδη στα 1181 είχαν δημιουργηθεί αρκετές «πρόνοιες» στο θέμα των Μογλενών για Κουμάνους στρατιώτες. Ο βυζαντινός θεσμός της «πρόνοιας» ήταν η παραχώρηση φορολογικών εσόδων σε στρατιώτη σε αντάλλαγμα στρατιωτικής υπηρεσίας. Οι παραχωρήσεις αυτές δεν ήταν κληρονομικές το 12ο αιώνα. Στο χωριό Χώστιανη, το σημερινό Αρχάγγελο, παραχωρήθηκαν πρόνοιες και πάροικοι σε έξι στρατιώτες.279 Αυτοί όμως δεν πρέπει να ήταν οι μόνοι Κουμάνοι στρατιώτες που πήραν πρόνοιες στην περιοχή των Μογλενών. Είναι γνωστό πως στα χρόνια του Μανουήλ Κομνηνού είχαν παραχωρηθεί πρόνοιες στα Μογλενά σε δεκαέξι τουλάχιστον Κουμάνους στρατιώτες.280

Αν και οι γραφές αναφέρονται σε μετεγκατάσταση Πετσενέγκων και Κουμάνων, ανάμεσα στους αιχμαλώτους που βρέθηκαν στα Μογλενά θα πρέπει να υπήρχαν και αρκετοί από τους βλαχόφωνους συμμάχους τους. Το αν και κατά πόσο οι αιχμάλωτοι τουρκογενείς και τουρκόφωνοι εισβολείς, Πετσενέγκοι ή Κουμάνοι, που εγκαταστάθηκαν στα Μογλενά, γνώριζαν μία λατινογενή γλώσσα δεν είναι και τόσο σίγουρο. Η βλαχοφωνία θα πρέπει να ήταν χαρακτηριστικό των συμμάχων τους, που ίσως αιχμαλωτίστηκαν μαζί τους, ή ανθρώπων που βρήκαν να κατοικούν ήδη στα Μογλενά. Το 12ο αιώνα η Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους κατείχε ορεινά βοσκοτόπια στο θέμα των Μογλενών που τα χρησιμοποιούσαν κάποιοι Βλάχοι. Στα 1184 η μονή αναγκάστηκε να προσφύγει στον αυτοκράτορα. όταν κάποιοι Κουμάνοι των Μογλενών εκμεταλλεύτηκαν τα βοσκοτόπια αυτά, γνωστά ως βοσκοτόπια των «Πουζουχίων», χωρίς να καταβάλουν τη «δεκαετία». Επίσης ιδιοποιήθηκαν τα δικαιώματα της μονής πάνω σε Βλάχους και Βούλγαρους κτηνοτρόφους, μετατρέποντάς τους παράνομα σε δικούς τους πάροικους. Οι ενέργειες τους οδήγησαν σε έλλειψη βοσκοτόπων, και οι Βλάχοι μετέφεραν τα κοπάδια τους σε γειτονική κρατική γη, χρησιμοποιώντας δύο στάνες που βρίσκονταν σε κρατικά ορεινά βοσκοτόπια, «δημοσιακή πλάνηνα». Τελικά οι δύο στάνες παραχωρήθηκαν στη Μεγίστη Λαύρα μαζί με το δικαίωμα να εισπράττει όλα τα ενοίκια που κατέβαλαν στο παρελθόν οι χρήστες της στάνης. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσο οι κτηνοτρόφοι αυτοί εφάρμοζαν εποχιακή μετακίνηση ή κάποια λιγότερο οργανωμένη μορφή νομαδικού βίου.281 Μέσα όμως από τις σχετικές βυζαντινές πηγές πληροφορούμαστε πως οι διεκδικούμενοι Βλάχοι ανήκαν αρχικά στη δικαιοδοσία του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου και προφανώς ήταν δουλοπάροικοι στα κτήματά του. Το μοναστήρι αυτό ήταν μετόχι του μοναστηριού του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, δηλαδή της Μεγίστης Λαύρας. Ωστόσο, το σημαντικότερο είναι πως οι πηγές μας πληροφορούν για την ύπαρξη στην περιοχή και κάποιων άλλων Βλάχων κατοίκων, οι οποίοι όμως αναφέρονται ως «ελεύθεροι».282 Θα πρέπει, λοιπόν, να εξεταστεί σοβαρότερα η περίπτωση οι αιχμάλωτοι Πετσενέγκοι και Κουμάνοι να εγκαταστάθηκαν στα Μογλενά δίπλα σε προϋπάρχοντα βλαχόφωνα πληθυσμιακά στοιχεία.283

Οι διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στους Βλαχομογλενίτες και τους υπόλοιπους Βλάχους δε σημαίνουν αναγκαστικά πως έχουν απόλυτα διαφορετική προέλευση. Μπορεί και οι δύο ομάδες να προέρχονται από αυτοχθόνους, αλλά και ετερόκλητους πληθυσμούς, οι οποίοι λατινοφώνησαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες, με την προσθήκη κάποιων Κουμάνων Πετσενέγκων Βλάχων στην περίπτωση των Μογλενιτών Βλάχων. Εξάλλου, πολλές βυζαντινές πηγές αναφέρουν την ταυτόχρονη, λίγο ή πολύ, παρουσία Βλάχων στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Αλβανία, τη Δυτική Μακεδονία και τη Χαλκιδική. Κάποιες μάλιστα από αυτές τις αναφορές είναι κατά πολύ προγενέστερες της εγκατάστασης των αιχμαλώτων στα Μογλενά.284 Η διαφοροποίηση ανάμεσα στους Βλαχομογλενίτες και τους υπόλοιπους Βλάχους της νότιας Βαλκανικής θα πρέπει να ενισχύθηκε σημαντικά και στα χρόνια που ακολούθησαν, καθώς βρέθηκαν να ζουν δίπλα σε διαφορετικούς γείτονες. Οι Βλαχομογλενίτες βρέθηκαν ανάμεσα σε σλαβόφωνους, ενώ οι υπόλοιποι Βλάχοι, ανάμεσα σε ελληνόφωνους κυρίως, αλλά και αλβανοφώνους πληθυσμούς. Τελικά, όπως και να έχει, η γλωσσική διαφοροποίηση ανάμεσα στην «κοινή» βλάχικη και τη μογλενίτικη βλάχικη είναι αρκετά σημαντική, έτσι ώστε η επιστήμη της ρωμανικής γλωσσολογίας να θεωρεί πως η μογλενίτικη βλάχικη είναι σήμερα μία από τις τέσσερις νεολατινικές γλώσσες, που προήλθαν από τη δημώδη βαλκανική λατινική. 285

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία που αναφέρει ο βυζαντινός ιστορικός Χωνιάτης για κάποιο Βλάχο με το όνομα Ντομπρομίρ Χρυσής ή Χρυσός. Στα τέλη του 12ου αιώνα, ο Χρυσής υποστήριξε αρχικά τους Βυζαντινούς και αργότερα τους Ασανήδες. Ωστόσο, στα 1196 οι Βυζαντινοί του παραχώρησαν τη διοίκηση της Στρώμνιτσας και ο Χρύσης μπήκε και πάλι στην υπηρεσία τους. Φέρεται μάλιστα πως παντρεύτηκε μία βυζαντινή πριγκίπισσα, τη Θεοδώρα, εγγονή του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ' Αγγέλου. Λίγο αργότερα, εκμεταλλευόμενος τις συγκρούσεις των Βυζαντινών με τους Ασανήδες, ο Χρύσης επαναστάτησε και δημιούργησε ένα εφήμερο ανεξάρτητο «δουκάτο» στην περιοχή της κοιλάδας του Αξιού και την περιοχή της Στρώμνιτσας. Το διοικητικό κέντρο της επικράτειάς του βρισκόταν στην πόλη-οχυρό του Πρόσακου, κοντά στο Δεμίρ Καπού, στις Σιδηρές Πύλες του Αξιού.Ένα μέρος αυτών των περιοχών υπαγόταν τότε στην επισκοπή Μογλενών. Ο Χρύσης λεηλάτησε τις γύρω περιοχές, κατέλαβε τον Πρίλαπο (Περλεπέ) και το Μοναστήρι και έφτασε μέχρι τις περιοχές των Σερρών και της Στερεός Ελλάδας. Συνεργάστηκε μάλιστα με δύο Βυζαντινούς στασιαστές, το Μανουήλ Καμύτζη και τον Ιωάννη Σπυριδωνάκη.286 Εκείνη την εποχή, στην περιοχή της Στρώμνιτσας και του κάτω Αξιού είναι πολύ πιθανόν να υπήρχε κάποιο βλάχικο πληθυσμιακό στοιχείο που βοήθησε τις επιδιώξεις του Χρύση. Αυτοί οι Βλάχοι και οι πρόγονοι των σημερινών Μογλενιτών Βλάχων προέρχονται πιθανώς από την ίδια και κάποτε πολυπληθέστερη ομάδα Βλάχων, που ζούσε τότε στην ευρύτερη Κεντρική Μακεδονία. Μετά την ήττα του Χρύση, στα 1199, ένα μέρος των υποστηρικτών του και ανάμεσά τους ίσως και αρκετοί Βλάχοι της περιοχής, αιχμαλωτίστηκαν και αναφέρεται πως μεταφέρθηκαν στη Μικρά Ασία, με πιθανό αποτέλεσμα τη συρρίκνωση του δημογραφικού τους δυναμικού.287 Ωστόσο η βλάχικη παρουσία στην περιοχή της κάτω κοιλάδας του Αξιού δεν πρέπει να είχε εκλείψει εντελώς και αυτό γιατί μερικά χρόνια αργότερα, στα 1205, ο Ετζυισμένος ή Σισμάν, ένας Βλάχος στρατιωτικός στην υπηρεσία των Ασανηδών, ήταν φρούραρχος του Πρόσακου. Με τις διασυνδέσεις που διέθετε ήρθε σε συνεννόηση με τους Θεσσαλονικείς και φέρεται πως τους έπεισε ότι η κυριαρχία ενός ορθόδοξου ηγεμόνα ήταν προτιμότερη από την κυριαρχία των αιρετικών σταυροφόρων που είχαν πριν από λίγο καταλάβει τη Θεσσαλονίκη. Μπόρεσε να διεισδύσει στην πόλη και να πολιορκήσει στην ακρόπολη του Επταπυργίου τη Μαργαρίτα την Ουγγρική, χήρα του αυτοκράτορα Ισαάκιου Αγγέλου και σύζυγο του τότε Φράγκου βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφάτιου του Μομφερατικού.288

 


278. Κατσουγιάννης, Τηλέμαχος Μ., «Περί των Βλάχων των ελληνικών χώρων», A’. Ε.Μ.Σ., Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 34-36. Παπαβασιλείου, Α., «Ιστορικά σημειώματα για τους Βλάχους ή Κουτσόβλαχους», Βέροια 1969, σελ. 81-82. Κομνηνή, Αννα. «Αλεξιάς». Τόμος A’, Βιβλία A’-Θ’, μετάφραση: Αλόη Σιδέρη, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 1990, σελ. 299-300. Καφτατζής, Γιώργος, «Ιστορία της πόλεως Σερρών και της περιφέρειάς της. Τόμος 3ος, Βυζαντινή Περίοδος - Τουρκοκρατία - Νεότεροι Χρόνοι». Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 127- 128. Εκτενέστερη αναφορά στους Πετσενέγκους και τους Κουμάνους στην εργασία: Σαββίδης, Αλέξης Γ.Κ., «Οι Τούρκοι και το Βυζάντιο. Α’ Προ-οθωμανικά φύλα στην Ασία και στα Βαλκάνια», Εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 19%. σελ. 65-82, 85-95. Angold, Michael. «Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204, μία πολιτική ιστορία», μετάφραση: Ευαγγελία Καργιανιώτη, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 1997. σελ. 218-222.
279. Παπαγεωργίου, Μαρία Γ., «Το χωριό Χώστιανες του θέματος Μογλενών». Μακεδονικά 1969, σελ. 48-63. Harvey, Alan, «Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο. 900-1200». μετάφραση: Ελένη Σταμπογλή, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Αθήνα 1997. σελ. 127.
280. Angold, ό.π., σελ. 413.
281. Harvey, ό.π., σελ.127, 257. Angold, ό.π., σελ. 485.
282. Παπαγεωργίου, ό.π., σελ. 48-63. Caranica. Nikolas. «Les Aroumains. recherches sur l’ identite d’ une ethnie», Universite de Franche – Comte, Département des Sciences Humaines U.F.R. des Sciences du Langage, de l’ Homme et de la Société. Thèse pour le Doctorat Nouveau Regime présentée par Nicolas Caranica sous la direction de Monsieur le Professeur Pierre Lévêque Doyen de la Faculté de Lettres, Paris 28 Juin 1990, σελ. 281-282.
283. Βλέπε κεφάλαιο: «Αρχάγγελος». 
284. Winnifrith. TJ., «The Vlachs, the History of a Balkan People», Duckworth, London 1987, σελ. 110-122.
285. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής. Βλάχοι, Ιστορική - Φιλολογική Μελέτη», β’ έκδοση, Αθήνα 1986, παραπέμπει: Tagliavini, C., «Le origini delle lingue neolatine», Bologna 1964, σελ. 300.
286. Άμαντος, K, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τόμος Β’, Αθήνα 1957, σελ. 317-18. Ostrogorsky, Georg, «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», Τόμος Γ’, μετάφραση: Ιωάννης Παναγόπουλος, Επιστημονική Εποπτεία: Ευάγγελος Κ. Χρυσός, Εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος. Αθήνα 1981, σελ. 81-82. Wace, Alan J.B. - Thompson, Maurice ., «Οι Νομάδες των Βαλκανίων», Αφοί Κυριακίδη, Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων 2, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 263-264. Nardis, J.G., «The Aromani: Approches to the evidence», Balkan Archiv, NF, Beiheft, Bd.5, «Die Aromunen», Ed. Rupprecht Rohr, Hamburg 1987, σελ. 44. Winnifrith. ό.π., σελ. 119. Καφτατζής, ό.π. σελ. 131.
287. Caranica, ό.π., σελ. 289.
288. Ταρφαλής, Ορέστης, «Θεσσαλονίκη, από τις απαρχές μέχρι τον ΙΔ’ αιώνα», μετάφραση: Αγγελική Νικολοπούλου, επιμέλεια: Α.Γ.Κ. Σαββίδης, Τροχαλίας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 145-146.