Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλάχοι της Κεντρικής Μακεδονίας
Μελέτες για τους Βλάχους - 4ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
462 σελίδες, 4 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
220 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2001
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Πρόλογος
του Καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου,
Διευθυντή του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης
Μελέτες για τους Βλάχους Δ`,
Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας
Στον τέταρτο και τελευταίο τόμο της ενότητας “Μελέτες για τους Βλάχους” επιχειρείται μία αναλυτική εξιστόρηση της άφιξης, της εγκατάστασης και της νεότερης εξέλιξης των κυμάτων της βλάχικης διασποράς που ρίζωσαν στην Κεντρική Μακεδονία, στην περιοχή από την Έδεσσα μέχρι την Κατερίνη. Η αναδρομή ξεκινά με την καταγραφή στοιχείων και ενδείξεων που ενισχύουν την άποψη μίας διαχρονικότερης παρουσίας βλάχικων πληθυσμών σε αυτή την περιοχή. Ωστόσο, η νεότερη βλάχικη παρουσία έχει τις ρίζες στις αρχές του 19ου αιώνα, στα χρόνια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και της Ελληνικής Επανάστασης. Διαδοχικά κύματα φυγάδων προερχόμενα κυρίως από τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών και απόλυτα νομαδικές ομάδες Αρβανιτόβλαχων από την περιοχή του Νταγκλί, με κέντρο αναφοράς τη Φράσαρη, στη Βόρεια Ήπειρο - Νότια Αλβανία, δημιούργησαν σταδιακά ένα πλήθος νέων εγκαταστάσεων και οικισμών στις πλαγίες του Βόρρα, του Βερμίου και των Πιερίων, στο κενό που άφησαν οι καταστροφές της επανάστασης του 1822.
Στα χρόνια που ακολούθησαν αναπτύχθηκαν δύο, αρχικά, διακριτές μεταξύ τους ομάδες Βλάχων. Οι πιο εξελιγμένοι Βεργιάνοι Βλάχοι που συνδέθηκαν στενά με την πόλη της Βέροιας και οι πιο παραδοσιακοί Αρβανιτόβλαχοι, γνωστοί ως Φαρσαριώτες. Έχοντας για βάση της οικονομίας τους τα τσελιγκάτα και τις παράγωγες εμποροβιοτεχνικές δραστηριότητες αυτοί οι νεότεροι μέτοικοι σύντομα πρόκοψαν και διεκδίκησαν τη συμμετοχή τους στα τοπικά δρώμενα. Έλαβαν ιδιαίτερα ενεργό ρόλο στην επαναστατική κίνηση του 1878 για την απελευθέρωση της περιοχής. Οι συνακόλουθες περιπέτειες των Μπαδραλεξαίων, της άρχουσας οικογένειας των πρώτων οικιστών του Κάτω Βερμίου, αποτελούν μαρτυρίες των αισθημάτων ταύτισης με την εξέλιξη και τη μοίρα της Ελλάδας. Η εμφάνιση της διασπαστικής δράσης της ρουμανικής προπαγάνδας, προς τα τέλη του 19ου αιώνα, ήρθε να αναστατώσει τις βλάχικες κοινωνίες της περιοχής, ίσως πολύ περισσότερο από ότι σε άλλες περιπτώσεις.
Η αναλυτική εξέταση της δράσης της προπαγάνδας στην περιοχή και της εμπλοκής της στα τοπικά δρώμενα του Μακεδονικού Αγώνα έρχεται να εκθέσει τα αίτια και τις επιπτώσεις. Ξεκινώντας από τη μητροπολιτική Αβδέλλα, έκανε τα πρώτα αβέβαια βήματά της ανάμεσα στους Βεργιάνους Βλάχους εκμεταλλευόμενη τις συγγενικές σχέσεις, που σε εκείνες τις εποχές έπαιζαν έναν ιδιαίτερα καθοριστικό παράγοντα στους παραδοσιακούς δεσμούς ανάμεσα στις φάρες και τα τσελιγκάτα. Εισχώρησε στο κοινωνικό σύστημα του τσελιγκάτου και προσπάθησε να προσεταιριστεί ορισμένους μεγαλοτσελιγκάδες, για να μπορέσει να επιβάλει τις απόψεις της στους πιστικούς και τους μικρούς σμίκτες. Μπόρεσε να κερδίσει έδαφος εκμεταλλευόμενη τοπικές έριδες, κοινωνικές ή οικονομικές συγκρούσεις, ακόμη και ενδοοικογενειακές διαφορές. Ενίσχυσε και ενισχύθηκε από ανθρώπους που θέλησαν να προστατέψουν ή να επεκτείνουν τα συμφέροντά τους. Συχνά οι οπαδοί της ήταν άνθρωποι που είχαν ταλέντο στην πολιτική και που οι προσωπικές τους φιλοδοξίες βρήκαν διέξοδο και προοπτική στους στόχους της προπαγάνδας. Ευθύνη για την εξέλιξη έφεραν και οι κυρίαρχες και κατεξοχήν ελληνόφωνες κοινωνίες των πόλεων που αντιμετώπιζαν τους Βλάχους ως επυλίδες και αρνιόταν να τους αναγνωρίσουν το δικαίωμα της ισοπολιτεία στα κοινά. Στην περίπτωση των λιγότερο προνομιούχων Αρβανιτόβλαχων η συλλογικότερη περιθωριοποίησή τους τους έκανε περισσότερο ευάλωτους. Οι ρουμανικές οικονομικές και εκπαιδευτικές παροχές έπαιξαν και αυτές το ρόλο τους. Βέβαια, στις τότε επιλογές σοβαρό ρόλο έπαιξαν και οι πιέσεις και οι τακτικές των διάφορων ένοπλων ομάδων όλων των παρατάξεων, όπως και η στρατηγική του “διαίρει και βασίλευε” που ακολουθούσαν οι οθωμανικές αρχές. Η εκρηκτική κατάσταση και ο κύκλος του αίματος οδήγησαν σε διάσπαση της παραδοσιακής συνοχής ανάμεσα στους Βλάχους της περιοχής καθώς η προπαγάνδα δε μπόρεσε να επιβάλει συλλογικά τις απόψεις και τις επιθυμίες της. Ουσιαστικά η δράση της οδήγησε σε μια δραματική εμφύλια σύγκρουση.
Η εξέταση της μετανάστευσης των βλάχικων πληθυσμών της περιοχής στη Ρουμανία, στα χρόνια του μεσοπολέμου, έρχεται να επιβεβαιώσει το γεγονός πως αυτή πήρε μαζικότερη διάσταση μόνο ανάμεσα στους νομαδοκτηνοτρόφους Βλάχους της Κεντρικής και εν μέρη της Ανατολικής Μακεδονίας, όπως και ανάμεσα στους εξαθλιωμένους Μογλενίτες Βλάχους. Αυτή η μεταναστευτική κίνηση αποτέλεσε περισσότερο έναν αντίκτυπο της αναδιάρθρωσης της τοπικής οικονομίας και του ιδιοκτησιακού καθεστώτος γης με την άφιξη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ο χαρακτήρας της ήταν σαφώς τοπικός και περιορισμένος και αυτό γιατί είναι γνωστό πως δεν την ακολούθησαν οι νομαδοκτηνοτρόφοι Βλάχοι άλλων περιοχών, όπως της Πίνδου, του Ολύμπου και του Άσκιου, όπου η προπαγάνδα είχε αναπτύξει πολύ περιορισμένη ή και χαρακτηριστικά μηδενική δράση. Επιπλέον, σε αντιστάθμισμα αυτής της μεταναστευτικής κίνησης υπήρξαν μαζικές αφίξεις Βλάχων προσφύγων στην Ελλάδα από την αλβανική, την τότε σερβική - γιουγκοσλαβική και τη βουλγαρική επικράτεια από το 1912 και μετά. Μέσα από τα σχετικά κεφάλαια μας αποκαλύπτεται πως, σε τελική ανάλυση, η προπαγανδιστική τακτική συνέχισε να αντιμετωπίζει τους βλάχικους πληθυσμούς ως αντικείμενο συνδιαλλαγής και μοχλό πίεσης για τις ρουμανικές διεκδικήσεις στις ραγδαίες βαλκανικές ανακατατάξεις των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Επιπλέον, καταλυτικό ρόλο έπαιξε, για άλλη μία φορά, η καιροσκοπική δράση κάποιων τοπικών πρωταγωνιστών της προπαγάνδας, που απέβλεπαν σε προσωπικά οφέλη, οδηγώντας τις βλάχικες κοινωνίες της περιοχής σε ακόμη βαθύτερη ρήξη και τελικά στη δημογραφική αφαίμαξή τους.
Σε αυτό τον τόμο της εργασίας του κυρίου Κουκούδη ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με κάποιες από τις πλέον δραματικές περιπέτειες των Βλάχων. Η προσέγγιση και η παρουσίασή τους από το συγγραφέα επιχειρήθηκε με διάθεση αυτογνωσίας και ιδιαίτερη ευαισθησία, εξετάζοντας όλες τις εμπλεκόμενες παραμέτρους. Οι αναφορές σε αυτά τα γεγονότα δε θα πρέπει, σε καμία περίπτωση, να αντιμετωπιστούν ως στοιχεία κάποιας συλλογικής ενοχής και στιγματισμού. Αντίθετα μάλιστα, κρίνονται επιβεβλημένες για να κατανοήσει κανείς πως ουσιαστικά αποτέλεσαν περιορισμένα και περιθωριακά κεφάλαια της συλλογικότερης ιστορίας των Βλάχων, μιας ιστορίας άρρηκτα συνυφασμένης με την ιστορία της Ρωμιοσύνης, του Νεότερου Ελληνισμού.
Έχοντας την αίσθηση πως οι Βλάχοι υπήρξαν μία από τις λιγότερο γνωστές ομάδες του πολυδιάστατου μωσαϊκού της Ρωμιοσύνης, το Ινστιτούτο μας πήρε την απόφαση να στηρίξει την αναμενόμενη έκδοση στην αγγλική γλώσσα του δευτέρου τόμου αυτής εργασίας με τον τίτλο “The Vlachs: Metropolis and Diaspora”. Η επιλογή αυτού του τόμου έγινε με γνώμονα τη διάθεση να βοηθήσουμε το διεθνές αναγνωστικό κοινό έτσι ώστε να κατανοήσει την ιστορική πορεία του συνόλου των βλάχικων πληθυσμών μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, όταν αυτή η αξιοθαύμαστη πορεία γέννησε το ερώτημα για την ταυτότητά τους, ακόμη και στους ίδιους.
Εκ μέρους του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων, στους καταστατικούς σκοπούς του οποίου περιλαμβάνεται και προτείνεται η στήριξη και εκπόνηση μελετών και δημοσιεύσεων για σημαντικά θέματα της νεοελληνικής ιστορίας, χαιρετίζω και πάλι με ιδιαίτερη ευχαρίστηση την κυκλοφορία του τελευταίου τόμου της τετράτομης ενότητας “Μελέτες για τους Βλάχους του κ. Αστέριου Κουκούδη.
Γιάννης Ζ. Δρόσος
Διευθυντής Ι.Α.Α.