ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
ΣΤ.ΟΙ BΛΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΟΥ.
ΟΙ ΓΡΑΜΜΟΥΣΤΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
2.8.4. Η διασπορά και οι αποικίες των Γραμμουστιάνων
Αξίζει να αναφερθούν, έστω και επιγραμματικά, οι οικισμοί και οι καλυβικές εγκαταστάσεις που συνοίκησαν ή δημιούργησαν από μόνοι τους οι Γραμμουστιάνοι, δίχως όμως να μπορούμε να τις χρονολογήσουμε με απόλυτη ακρίβεια, καθώς τα κύματα των εξόδων αλληλοδιαδέχτηκαν το ένα το άλλο. Γραμμουστιάνικα φαλκάρια είχαν κάνει την εμφάνισή τους στο Κρούσοβο και την περιοχή του, προς αναζήτηση θερινών βοσκών, πριν από την εγκατάσταση σε αυτό των εδραίων Νικολιτσιάνων. Αρχικά, όταν το Κρούσοβο μεταμορφωνόταν σε οικισμό με εδραίο βλάχικο πληθυσμό, οι Γραμμουστιάνοι κατοικούσαν σε αυτό μόνο τη θερινή περίοδο. Αργότερα και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, εγκαταλείποντας τη νομαδοκτηνοτροφία, εγκαταστάθηκαν οριστικά στο Κρούσοβο. Λίγο νοτιότερα από το Κρούσοβο δημιούργησαν ένα μικρό οικισμό με αποκλειστικά γραμμουστιάνικο πληθυσμό, τη Μπιρίνα. Η Μπιρίνα φέρεται να είχε 100 περίπου οικογένειες και σύντομη ζωή, καθώς, ύστερα από επίθεση Τουρκαλβανών ληστών, οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στο Κρούσοβο, όπου δημιούργησαν μία νέα συνοικία με το όνομα Μπιρίνα. Αναφέρεται πως αρκετοί από τους Γραμμουστιάνους της Μπιρίνας ήταν εκτός από κτηνοτρόφοι και πολύ καλοί σιδηροτεχνίτες. Δύο μάλλον μικρές εγκατάστασεις αποκλειστικά Γραμμουστιάνων είχαν δημιουργηθεί στις θέσεις Τσαρνούσι-Μουκός και Καντιγίτσα κοντά στα στενά της Μπαμπούνας, ανάμεσα στον Περλεπέ και το Τίτο Βέλες. Το Τσαρνούσι-Μουκός φέρεται να συγκέντρωνε τον πιθανότατα υπερβολικό αριθμό των 300-400 οικογενειών κτηνοτρόφων και κυρατζήδων και δεν έμελλε να ευημερήσει. Γύρω στα 1850, ύστερα και πάλι από ληστρική επίθεση Τουρκαλβανών, αυτή τη φορά από τη Σκόδρα, οι Γραμμουστιάνοι του Τσαρνούσι-Μουκός σκόρπισαν και πολλοί από αυτούς βρέθηκαν στο Κρούσοβο, το Στιπ και το Τέτοβο. Ανάμεσα σε αυτούς που εγκαταστάθηκαν στο Τέτοβο αναφέρονται και κάποιοι καλοί οπλουργοί.[1] Μετά την καταστροφή του Τσαρνούσι-Μουκός και της Καντιγίτσας είναι πολύ πιθανό να ενισχύθηκαν τα νομαδικά φαλκάρια και οι καλυβικές εγκαταστάσεις των Γραμμουστιάνων προς τα ανατολικότερα εδάφη της Μακεδονίας. Οι αναφορές για Γραμμουστιάνους σιδηρουργούς και οπλουργούς ενισχύουν την άποψη πως η Γράμμουστα δεν ήταν ένα απλό χωριό νομαδοκτηνοτρόφων Βλάχων και πως ανάμεσά τους υπήρχαν πληθυσμιακά στοιχεία με εμποροβιοτεχνικό προσανατολισμό. Μικρότερες ομάδες Γραμμουστιάνων, κυρίως κτηνοτρόφων, συνέβαλαν, όπως έχει ήδη αναφερθεί, στη συνοίκηση του Μεγάροβου, αλλά και του Τύρνοβου και της Νιζόπολης, στις πλαγιές του Περιστερίου, μαζί με Βλάχους φυγάδες και από άλλες περιοχές.
Για τους ορεινούς-θερινούς καλυβικούς οικισμούς των Γραμμουστιάνων είναι αρκετά δύσκολο να αναφερόμαστε με μεγάλη σαφήνεια, λόγω της ίδιας τους της φύσης. Πολύ συχνά διασπόνταν και ο πληθυσμός τους αυξομειώνονταν ή κατοικούνταν μόνο για κάποια χρόνια. Κάποιες από αυτές τις εγκαταστάσεις εξελίχθηκαν σε σταθερούς θερινούς οικισμούς με τη οργάνωση ορεινής κοινότητας. Όμως, οι περισσότερες από αυτές παρέμειναν, μέχρι την οριστική τους εγκατάλειψη, απλές θερινές καλυβικές εγκαταστάσεις με μικρό πληθυσμό και πολύ συχνά δεν εμφανίζονται στις διάφορες επίσημες ή μη στατιστικές. Ωστόσο, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μία όσο το δυνατόν πληρέστερη παρουσίασή τους, έτσι όπως τουλάχιστον είχαν διαμορφωθεί γύρω στα 1900.
Στην περιοχή του Μοριχόβου, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βόρρα, δημιουργήθηκε η εγκατάσταση Καλύβια της Ρόντοβας, που έμελλε να διατηρηθεί μόνο μέχρι τα τέλη περίπου τις δεκαετίας του 1900-1910, όταν οι περισσότερες οικογένειές της βρέθηκαν πια στην Έδεσσα. Στο Πάικο, ανάμεσα στους εδραίους Μογλενίτες Βλάχους, δημιουργήθηκαν οι οικισμοί Μεγάλα Λιβάδια και Μικρά Λιβάδια, οι οποίοι άρχισαν να παίρνουν τη μορφή σταθερής ορεινής ημινομαδικής κοινότητας με τη συνοίκηση όχι μόνο Γραμμουστιάνων, αλλά και Μοσχοπολιάνων, Περιβολιατών και Σαρμανιωτών. Οι οικισμοί της Ρόντοβας και των Λιβαδίων θα μας απασχολήσουν εκτενέστερα.
Προς τα ανατολικότερα μακεδονικά εδάφη, στις πλαγιές του Όρβηλου ή Πιρίν, αναπτύχθηκε μία ιδιαίτερα αξιόλογη ομάδα γραμμουστιάνικων καλυβικών οικισμών. Αναφέρονται οι καλυβικοί οικισμοί στη Λόποβα, τη Μπόζντοβα, τη Σιάτροβα ή Σιάτρα, το Λαϊλιά και το Παπά Τσιαϊρ, όπως και κάποιες μικρότερες εγκαταστάσεις, με τις οποίες θα ασχοληθούμε αναλυτικότερα. Μία άλλη ομάδα εγκαταστάσεων δημιουργήθηκε στη Ροδόπη, σε εδάφη, που μετά τη χάραξη των συνόρων (1878), βρέθηκαν άλλες στο οθωμανικό έδαφος και άλλες στο έδαφος της Ανατολικής Ρωμυλίας. Στο έδαφος της Ανατολικής Ρωμυλίας βρίσκονταν η Πίζντιτσα, το Καρτάλι του Γιάνκου, το Τσακμάκ, η Κρίβα Ρέκα, το Ζάλτι Καμέν, τα Καλύβια του Κοστάντοβου και ο μεγαλύτερος από αυτούς τους οικισμούς η Μπακίτσα ή Κούρτοβα. Οι Γραμμουστιάνοι αυτής της ομάδας επικράτησε να είναι γνωστοί ως Κουτρουβιάνοι. Σύμφωνα με τις καταγραφές του G. Weigand, λίγο πριν το 1907, οι εγκαταστάσεις αυτές αριθμούσαν συλλογικά 305 περίπου καλύβες και ίσως πολύ περισσότερες από 2.000 ψυχές. Στο οθωμανικό έδαφος, γραμμουστιάνικες καλυβικές εγκαταστάσεις αναπτύχθηκαν στις θέσεις Καραμάντρα και Σουφαντερέ, αλλά και δίπλα στους οικισμούς της Μπελίτσα, της Γκόλντοβα, του Νεντομπάρσκο, της Ντράγκλιστα, της Γκιακορούντα, του Μπάτσεβο και στην κωμόπολη του Ραζλόγκ - Μαχομία. Οι Γραμμουστιάνοι αυτής της ομάδας επικράτησε να ονομάζονται Ραζλουκιάνοι. Σύμφωνα με στατιστική των ελληνικών προξενικών αρχών, γύρω στο 1906, η ομάδα αυτή αριθμούσε γύρω στις 2.000 ψυχές.[2]
Mία άλλη ομάδα δημιουργήθηκε γύρω από το όρος Ρίλα τόσο στο τουρκικό, όσο και στο βουλγαρικό έδαφος. Κάποιοι από τους Γραμμουστιάνους που βρέθηκαν στο βουλγαρικό έδαφος φέρονται να είχαν περάσει πρώτα από την περιοχή του Όρβηλου. Οριστικοποίησαν τις εγκαταστάσεις τους εκεί μετά την αναγνώριση της αυτονομίας της Βουλγαρίας (1878). Στο βουλγαρικό τότε έδαφος αναφέρονται η Ράβνα Μπούκα, το Μπεσμπουνάρ και το Κοστενέτς Μπάνια. Στο τουρκικό έδαφος αναφέρονται θερινές καλυβικές εγκαταστάσεις στο Ντομπροπόλε, το Ρίσοβο ή Χρίσοβο, το Αργκάτς, τη Μπίστριτσα, το Μπακίρ Τεπέ, καθώς και οι χειμερινές εγκαταστάσεις στην Άνω Τζουμαγιά (Μπλαγκόεβγκραντ), το Στρούμσκι Τσιφλίκ τη Γραμάντα και το Κρούπνικ. Κάποια μικρότερα φαλκάρια είχαν δημιουργήσει ορεινές καλυβικές εγκαταστάσεις και στις δυτικές πλαγιές του Αίμου στην περιοχή του Πιρντόπ-Άντον.[3] Σύμφωνα με το G. Weigand η ομάδα στις πλαγιές της Ρίλας αριθμούσε γύρω στους 1.500 με 2.000 ψυχές. Οι Γραμμουστιάνοι που είχαν τις θερινές τους εγκαταστάσεις στα ορεινά της οθωμανικής επικράτειας, αναζητώντας χειμαδιά, πλημμύριζαν κάθε χειμώνα τις πεδιάδες κατά μήκος του Στρυμόνα, την πεδιάδα της Δράμας και τις παράλιες χαμηλές περιοχές από την Ιερισσό μέχρι το Πόρτο Λάγος. Ενώ αυτοί που βρίσκονταν στο έδαφος της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας αναζητούσαν χειμαδιά προς τον Δούναβη και κατά μήκος της κοιλάδας του Έβρου, μέχρι την Αδριανούπολη και τα λιβάδια της Ανατολικής Θράκης.
Στο σημερινό έδαφος της π.Γ.Δ.Μ., στις πλαγιές του Ογκράζντεν και της Καντιγίτσα είχαν δημιουργηθεί δύο καλυβικές εγκαταστάσεις, γνωστές με τα ονόματα Τσερναντόλ και Μαλέσοβο. Επίσης στην π.Γ.Δ.Μ., πάνω στις ορεινές βοσκές του Οσόγκοβου, υπήρχε ένας αξιόλογος αριθμός θερινών καλυβικών εγκαταστάσεων. Τέτοιες εγκαταστάσεις αναφέρονται να υπάρχουν στις θέσεις Καλίν Κάμεν, Κίτκα, Πόνικβα, Λόπεν, Ζάμιστα, Κοζαρίτσα ή Σαμάρι, Οζντένιτσα, Λίσετς, Στάντσι, Ντουράσκα και λίγο βορειότερα στις πλαγιές του Γέρμαν υπήρχαν η Μπάρα, το Βακούφ και η Ουσίτσα. Στο ορεινό όγκο του Γκόλακ υπήρχαν τουλάχιστον δύο θερινοί οικισμοί. Στον ορεινό όγκο της Πλατσκοβίτσα θερινές καλυβικές εγκαταστάσεις αναφέρονται να υπήρχαν στις θέσεις Τσατάλ Tσέσμα ή Παλιά Βλάχικα Καλύβια, Λίσετς, Καρτάλι, Τσούπινο, Ατζινίτσα, Κούκλα, Κολαρνίτσα, Καράτεπε, Ασανλία, Τσοκονίτσα, Λεονίτσα, Μπλάτσα ή Μπλάτετς, Ταραντσί και Ταρσίνο. Σύμφωνα με τον G. Weigand στις αρχές του 20ου αιώνα σε όλους αυτούς τους ορεινούς καλυβικούς οικισμούς υπήρχαν 500 καλύβες και ίσως περισσότερες από 3.000 ψυχές. Σύμφωνα με ελληνικό προξενικό έγγραφο της ίδια εποχής υπήρχαν συνολικά 314 καλύβες και ίσως γύρω στις 2.000 ψυχές.[4] Για χειμαδιά κατέβαιναν προς το Κουμάνοβο και κατά μήκος της κοιλάδας του Αξιού, μέχρι τις περιοχές του Κιλκίς, τη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά, την Καλαμαριά και μέχρι τη Χαλκιδική. Σταδιακά και κατά τη διάρκεια του 20ου πια αιώνα, ο πληθυσμός αυτών των ορεινών καλυβικών εγκαταστάσεων βρέθηκε να εγκαταλείπει τη νομαδική κτηνοτροφία και εγκαταστάθηκε τελικά κυρίως σε πεδινούς οικισμούς και πόλεις των ανατολικών επαρχιών της π.Γ.Δ.Μ., και κυρίως στις επαρχίες της Κότσανης, του Στιπ, του Όβτσε Πόλιε και του Τίτο Βέλες, κατά μήκος των κοιλάδων του Αξιού και του παραποτάμου του Μπρεγκάλνιτσα.
Πέρα από αυτές τις εγκαταστάσεις θα πρέπει να προστεθούν και αυτές που αναφέρονται να είχαν δημιουργηθεί μέσα στα σύνορα της τότε Σερβίας, ανάμεσα στο Πιρότ και τη Βράνια, στα βουνά Στάρα Πλανίνα, Γκαβέσκα Πλανίνα, Σλιέπ, Βίντλιτς, Σούχα Πλανίνα και μέχρι τις πλαγιές του Καποάνικ, στα σύνορα Σερβίας-Κοσσόβου.[5] Προς τα τέλη του 19ου αιώνα τα φαλκάρια στο Καποάνικ φέρονται να έχουν 80.000 πρόβατα και 2.000 φορτηγά ζώα.[6] Με τα χρόνια τα ίχνη αυτών φαλκαριών φαίνεται πως χάθηκαν οριστικά.
Κάποιες από αυτές τις εγκαταστάσεις ήταν αρκετά πολυπληθείς και συγκέντρωναν περισσότερες από 100 οικογένειες, ενώ κάποιες άλλες δεν είχαν περισσότερες από 15 με 20 οικογένειες. Ωστόσο και μόνο ο μεγάλος αριθμός τους και το μέγεθος της διασπορά τους μπορούν να μας δώσουν την εκπληκτική διάσταση των πληθυσμιακών εξόδων από τη Γράμμουστα και τους γύρω βλάχικους οικισμούς στις πλαγιές του Γράμμου. Με όλα αυτά τα δεδομένα ερχόμαστε να επιβεβαιώσουμε τις αναφορές και το γεγονός πως, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, η Γράμμουστα ήταν πραγματικά μία από τις πολυπληθέστερες βλάχικες κοινότητες. Έτσι δε θα ήταν υπερβολικό να δεχτούμε πως, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, και ακόμη περισσότερο στα προηγούμενα χρόνια της ακμής, στη Γράμμουστα και τους περιφερειακούς οικισμούς της κατοικούσαν τουλάχιστον 3.000 οικογένειες και ίσως περισσότερες από 15.000 ψυχές.