ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Β. ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΟΥ ΖΑΓΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ
3.2.2. Ο ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΗ ΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΒΛΑΧΟΖΑΓΟΡΟΥ.
Σύμφωνα με μία ξεπερασμένη σήμερα άποψη, τα βλαχοχώρια του Ζαγορίου είναι οικιστικά δημιουργήματα του 15ου αιώνα. Ο εκφραστής αυτής της άποψης Π. Αραβαντινός εντάσσει ανάμεσα τους και τα χωριά Νεγάδες, Τσεπέλοβο και Τρίστενο, αφήνοντας να υποτεθεί πως οι βλάχικες εγκαταστάσεις του Ζαγορίου είχαν μεγαλύτερη έκταση από τη σημερινή, καθώς τα χωριά αυτά φαίνεται ότι κατοικούνται από ελληνόφωνους εδώ και πολλές γενιές. Αυτή η αναφορά του Αραβαντινού ίσως είναι η απαρχή του ερευνητικού προβληματισμού για την παλαιότερη έκταση και τον αριθμό των βλάχικων εγκαταστάσεων στο Ζαγόρι.[1] Επιπλέον, κάποιες αναφορές του Ι. Λαμπρίδη συνηγορούν με την άποψη πως οι βλάχικες εγκαταστάσεις του Ζαγορίου επεκτείνονταν παλαιότερα και προς το Κεντρικό και το Δυτικό Ζαγόρι. Χωριά όπως η Λεπτοκαρυά (Λιασκοβέτσι), το Καβαλλάρι, οι Νεγάδες (στα βλάχικα Νεάγαν ή Νεάτσιανι), οι Φραγγάδες (στα βλάχικα Φρίντζι), το Τσεπέλοβο και το Σκαμνέλι αναφέρεται ότι κατοικούνταν κάποτε από Βλάχους ή τουλάχιστον και από Βλάχους. Παράλληλα, ορισμένα ονόματα χωριών και αρκετά τοπωνύμια σε όλο σχεδόν το Ζαγόρι φαίνεται πως έχουν λατινική - βλάχικη καταβολή και έρχονται να ενισχύσουν αυτή την άποψη. Τέτοια είναι τα ονόματα των χωριών Σκαμνέλι, Βραδέτο, Κουκούλι, Μπάγια (σήμερα Κήποι), Σιοποτσέλι (σήμερα Δίλοφο) και Τσερβάρι (σήμερα Ελαφότοπος).[2] Το ανθρωπολογικό αμάλγαμα Βλάχων και Γκραίκων στα χωριά του Κεντρικού, κυρίως, Ζαγορίου θα πρέπει να αναζητηθεί ακόμη και στα βλάχικα έθιμα που φαίνεται να επιβίωσαν εκεί, όταν πια οι όποιες βλάχικες ομάδες των κατοίκων τους αφομοιώθηκαν από τους πιθανότατα πολυπληθέστερους Γκραίκους.[3]Επιπλέον, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα πέρασε από την περιοχή ο G. Weigand, αναφέρει πως κάποιοι ηλικιωμένοι κάτοικοι στα χωριά Tσεπέλοβο, Σκαμνέλι και Δίλοφο (Σιοποτσέλι) καταλάβαιναν τα βλάχικα, όμως οι υπόλοιποι κάτοικοι ήταν πια ελληνόφωνοι. Η παρατήρηση του Weigand θα πρέπει να μεταφέρει μία πραγματική κατάσταση, δηλωτική της αφομοίωσης βλαχόφωνων ομάδων ανάμεσα στους ελληνόφωνους, κυρίως, κατοίκους του Κεντρικού και Δυτικού Ζαγορίου.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του Σκαμνελίου στο Κεντρικό Ζαγόρι. Αρχικά στη θέση του σημερινού χωριού ίσως υπήρχε κάποιος μικρός οικιστικός πυρήνας, όχι όμως τόσο μεγάλος ή τόσο σημαντικός, έτσι ώστε να μην αναφέρεται σε τουρκικά κατάστιχα του 1564. Αργότερα, και ίσως στις αρχές του 17ου αιώνα, στον αρχικό πυρήνα του Σκαμνελίου μετακινήθηκαν και οι κάτοικοι των γειτονικών οικισμών Κατούνα, Άγιος Γεώργιος, Προφήτης Ηλίας, Τσεπέτσι, Κοτσινάδες και Νούκα. Η συρροή όμως μεγάλου αριθμού μετοίκων φαίνεται πως οδήγησε σύντομα σε πληθυσμιακό πλεόνασμα και προβλήματα επιβίωσης. Έτσι, στα μέσα του 17ου αιώνα, ένα μέρος των κατοίκων αναζήτησε καλύτερη τύχη κυρίως στη Μοσχόπολη, αλλά και στη Σωπική και τη Μόλιτσα της Κόνιτσας.[4] Ο αριθμός των ανθρώπων που έφυγαν τότε για τη Μοσχόπολη θα πρέπει να ήταν αρκετά μεγάλος, καθώς παρουσιάζονται να δημιούργησαν εκεί μία εξολοκλήρου νέα συνοικία, που έφερε το βλάχικο όνομα Σκαμνελίτσιλι, δηλαδή συνοικία των Σκαμνελιωτών και που αργότερα επικράτησε να ονομάζεται Σκαμνελίκι. Σύμφωνα με μία πολύ πιθανότερη εκδοχή, η μετακίνηση των Σκαμνελιωτών στη Μοσχόπολη θα πρέπει να έγινε όχι μόνο λόγω του υπερπληθυσμού και της απλής αναζήτησης καλύτερης τύχης, αλλά κυρίως λόγω της γενικότερης ανασφάλειας που προκαλούσαν στους κατοίκους των Ζαγοροχωρίων, στα μέσα του 17ου αιώνα, οι συχνές ληστρικές επιθέσεις διάφορων ομάδων Τουρκαλβανών. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή, πριν τις επιθέσεις, οι προαναφερθέντες οικισμοί, κάτοικοι των οποίων συνοίκισαν το Σκαμνέλι, αριθμούσαν συνολικά, μαζί με το κυρίως Σκαμνέλι, γύρω στις 800 οικογένειες. Μετά ίσως από κάποια πολύ σοβαρότερη επίθεση, ένα μέρος των κατοίκων κατέφυγε για ασφάλεια στη Μοσχόπολη. Ο λόγος της επιλογής της Μοσχόπολης για καταφύγιο θα πρέπει να αναζητηθεί όχι μόνο στην ασφάλεια που παρείχε ένας μεγάλος και προνομιούχος οικισμός, όπως η Μοσχόπολη, αλλά και στους πιθανούς συγγενικούς και επαγγελματικούς δεσμούς που είχαν με τους κατοίκους της.[5] Μετά τις επιθέσεις και την πληθυσμιακή έξοδο ο μόνος από αυτούς τους οικισμούς που φέρεται να επιβίωσε ήταν το κυρίως Σκαμνέλι, όπου θα πρέπει να δεχτούμε πως συγκεντρώθηκαν και οι τελευταίοι κάτοικοι των γύρω οικισμών. Σύμφωνα με κάποια άλλη εκδοχή, η βλάχικη ομάδα των κατοίκων του Σκαμνελίου, αλλά και του Τσεπέλοβου, προερχόταν από τον οικισμό Νούκα (καρυδιά στα βλάχικα), που βρισκόταν λίγο ανατολικότερα στην περιοχή του Γυφτόκαμπου. Το γεγονός αυτό μπορεί να σημαίνει πως, πριν τη διάλυση των διαφόρων οικισμών που συνέβαλαν στη συνοίκηση του Σκαμνελίου, τουλάχιστον ένας από αυτούς, η Νούκα, ήταν βλάχικος οικισμός. Σύμφωνα με παραδόσεις από την Νούκα προέρχονταν και πρώτοι κτηνοτρόφοι οικιστές του Βραδέτου οι οποίοι φέρονται να εγκαταστάθηκαν εκεί γύρω στα 1616. Επιπλέον, οι συχνές επιγαμίες ανάμεσα σε Βλάχους και Γκραίκους Ζαγορίσιους έφεραν στα χωριά του Κεντρικού Ζαγορίου βλαχόφωνους κατοίκους.[6]
Μετά από την οικιστική και πληθυσμιακή ανακατάταξη, κατά τη διάρκεια του α' μισού του 17ου αιώνα, το Σκαμνέλι θα πρέπει να έπαψε σταδιακά να θεωρείται βλαχοχώρι. Αν πράγματι ήταν, πριν από αυτά τα γεγονότα, όπως μπορεί να μαρτυρεί και το βλάχικης προέλευσης όνομά του. Για την παλαιότερη βλάχικη καταγωγή των κατοίκων του Σκαμνελίου συνηγορεί και ο Αθανάσιος Ψαλίδας ο οποίος γύρω στα 1830 έγραψε πως τα βλάχικα είχαν πια από καιρό ξεχαστεί.[7] Το γεγονός όμως πως Σκαμνελιώτες, μαζί ίσως με κάποιους άλλους Ζαγορίτες, κατέφυγαν και δημιούργησαν μία δυναμική συνοικία στη Μοσχόπολη έρχεται να ενισχύσει την άποψη για την μερική, έστω, βλάχικη καταγωγή των παλαιότερων κατοίκων του Σκαμνελίου. Αν και όλοι όσοι κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στη Μοσχόπολη κατά τη διάρκεια του 17ου και του 18ου αιώνα δεν ήταν αναγκαστικά βλάχικης καταγωγής. Θα πρέπει επίσης να τονιστεί είναι πως η έξοδος των Σκαμνελιτών αποτελούσε μέρος των συλλογικότερων πληθυσμιακών εξόδων από τα βλαχοχώρια της Πίνδου, κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα. Την εποχή αυτή έκτος από τους Σκαμνελιώτες έφτασαν στη Μοσχόπολη πρόσφυγες και από το Μέτσοβο και τη γύρω περιοχή του Μετσόβου.[8]
Τα χωριά του Κεντρικού Ζαγορίου Λεπτοκαρυά (Λιασκοβέτσι) και Καβαλλάρι, που σε διάφορες εργασίες άλλοτε αναφέρονται να εντάσσονται στο Βλαχοζάγορο και άλλοτε όχι, δεν μπορούν να χαρακτηριστούν βλαχοχώρια με μεγάλη ευκολία. Ωστόσο υπάρχουν πληροφορίες που αναφέρουν την παλαιότερη ύπαρξη Βλάχων ανάμεσα στους κατοίκους τους. Η Λεπτοκαρυά φαίνεται ότι πήρε μεγαλύτερη οικιστική διάσταση γύρω στα 1687, όταν εγκαταστάθηκαν εδώ κάτοικοι από τους γειτονικούς μικρούς οικισμούς, όπως από τον Άγιο Μηνά, τις Πάδες, το Ρωμνηά, το Μεγάλο Δένδρο, τον Άγιο Γεώργιο, το Σωτήρα και κάποιους άλλους προς τα ανατολικά. Σύμφωνα με παλιότερες καταγραφές στα 1732, αλλά πιθανότερα γύρω στα 1769, αναφέρεται η εγκατάσταση εδώ κάποιων οικογενειών από τη Μοσχόπολη και αργότερα κάποιων οικογενειών από τη Φούρκα, που σίγουρα θα ήταν Βλάχοι. Η ομάδα μάλιστα των Μοσχοπολιτών φέρεται να μετέφερε μαζί της και κάποιες εικόνες από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου της Μοσχόπολης. Την ίδια περίπου περίοδο Μοσχοπολίτες και Φουρκιώτες βρέθηκαν και στο Τσεπέλοβο και Φουρκιώτες στο Κουκούλι του Κεντρικού Ζαγορίου.[9] Τελικά οι διάφορες ομάδες βλαχόφωνων οικογενειών που συνέβαλαν στη δημογραφία οικισμών του Κεντρικού Ζαγορίου όπως το Σκαμνέλι, το Τσεπέλοβο, η Λεπτοκαρυά κ.α. αφομοιώθηκαν σταδιακά ανάμεσα στις πολυπληθέστερες ελληνόφωνες, όμως θα πρέπει να στάθηκαν η αιτία, ώστε να λογίζονταιι άλλοτε ως βλάχικες εγκαταστάσεις και άλλοτε όχι.