ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Ζ. OI BΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
3.3.3. Μεταναστευτικές κινήσεις κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι το 1912


Οικογένεις απο το ΝυμφαίοΓύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, είχε πια οριστικοποιηθεί το δίκτυο των βλάχικων οικισμών και των εγκαταστάσεων αυτής της ομάδας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η άφιξη ιδιαίτερα μετά την επαναστατική κίνηση του 1854 νομαδοκτηνοτρόφων από τα βλαχοχώρια των Γρεβενών και η εγκατάστασή τους, κυρίως, στην Κλεισούρα, τη Βλάστη, τα Νάματα, την Εράτυρα, τη Σιάτιστα και το Τσοτύλι, αλλά και η εγκατάσταση Αρβανιτόβλαχων σε διάφορους οικισμούς, όπως στην Άνω Μπεάλα, τη Νιζόπολη, τη Δροσοπηγή, το Φλάμπουρο και αλλού. Αυτή την περίοδο, σημειώνεται μία κλιμακούμενη οικονομική πρόοδος και μεγάλη δημογραφική ανάπτυξη. Ενδεικτικοί είναι οι αριθμοί που μας μεταφέρει ο Π. Αραβαντινός. Στη μονογραφία του για τους Βλάχους, που εκδόθηκε το 1905, αλλά είχε γραφτεί το 1865 με προγενέστερα σίγουρα στοιχεία, αναφέρει: 80 βλάχικες οικογένειες στην Αχρίδα, 1.050 βλάχικες οικογένειες στο Γκόπεσι, 650 οικογένειες στη Μηλόβιστα, 1.250 οικογένειες στο Μεγάροβο και το Τύρνοβο, 200 οικογένειες στη Νιζόπολη, 1.350 οικογένειες στο Μοναστήρι και τα γύρω χωριά, 450 οικογένειες στο Μπούκοβο, 1.500 οικογένειες στο Κρούσοβο, 50 οικογένειες στα Βελεσσά, 700 οικογένειες στην Κλεισούρα, 500 οικογένειες στο Νυμφαίο, 400 οικογένειες στη Βλάστη και 400 οικογένειες στα Καλύβια(;),[1] συνολικά 8.600 οικογένειες και περίπου 43.400 Βλάχους.[2] Στον κατάλογο αυτό δεν περιλαμβάνονται οι Βλάχοι κάτοικοι της Άνω και της Κάτω Μπεάλας, της Στρούγκας, της Ρέσνας, του Γιαγκοβετσίου, της Μπιρίνας, του Τρεστενικίου, του Περλεπέ, του Πισοδερίου, των Ναμάτων και των μικρότερων εγκαταστάσεων σε πολιτείες και κεφαλοχώρια της περιοχής της, όπως στη Φλώρινα, την Καστοριά, το Άργος Ορεστικό, το Τσοτύλι, την Εράτυρα και τη Σιάτιστα. Ωστόσο αναφέρονται Βλάχοι στο χωριό Μπούκοβο του Μοναστηρίου και ίσως έτσι επιβεβαιώνονται και κάποιες άλλες αναφορές[3] για την ύπαρξη βλάχικων εγκαταστάσεων σε χωριά ανάμεσα στο Μοναστήρι και τις πλαγιές του Περιστερίου, όπως στα χωριά Μπούκοβο, Λάβτσι, Μπρούσνικ, Ντίχοβο και Μπράτιν Ντολ, όπου οι Βλάχοι ζούσαν μαζί με σλαβόφωνους χριστιανούς. Οι περισσότεροι από αυτούς θα πρέπει να συγκεντρώθηκαν σταδιακά στο Μοναστήρι. Αυτό που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι το γεγονός πως οι περισσότεροι από τους βλάχικους οικισμούς αυτής της ομάδας ήταν πραγματικά πολυπληθείς για τα δεδομένα και τις αναλογίες της εποχής. Αποτελούσαν λαμπρές εξαιρέσεις για τη δημογραφία της περιοχής τους, αν μάλιστα συγκριθούν με τους γειτονικούς ελληνόφωνους, σλαβόφωνους και αλβανόφωνους οικισμούς. Ενδεικτικό για τη διάσταση και το δυναμικό ορισμένων βλάχικων οικισμών αυτής της ομάδας είναι επίσης το γεγονός πως από τα τέλη τουλάχιστον του 19ου αι.  το Κρούσοβο, το Νυμφαίο και η Κλεισούρα ήταν έδρες τριών μικρών αλλά ιδιαίτερα δυναμικών ναχιέδων.[4] 

                 Μετά την εγκατάσταση των προσφύγων από τις περιοχές της Μοσχόπολης και του Γράμμου δεν άργησαν να αποκατασταθούν οι εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες τους. Μετέφεραν το ανήσυχο εμποροβιοτεχνικό πνεύμα τους στους νέους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις και ενίσχυσαν κατά πολύ το δυναμικό των παλαιότερων οικισμών. Έτσι, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ο F. Pouqueville επισημαίνει την παρουσία δραστήριων Κλεισουριάνων εμπόρων και μεταφορέων στους δρόμους των Βαλκανίων με κατεύθυνση την Κεντρική Ευρώπη.[5] Οι διάφορες μορφές βιοτεχνίας, οι μεταφορές και το μεταπρατικό εμπόριο στάθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι βασικές και αρκετά επικερδείς δραστηριότητες των κατοίκων, όλων σχεδόν των οικισμών και των εγκαταστάσεων αυτής της ομάδας. Οι επαφές με τους συγγενείς και τους πατριώτες τους, που βρέθηκαν στις παροικίες της Βόρειας Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης, πριν τις εξόδους, αλλά και κατά τη διάρκεια των μεγάλων εξόδων στα τέλη του 18ου αιώνα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω ανάπτυξή τους. Επιπλέον, φαίνεται πως υπήρξε μία συνεχής ροή μετοικεσίας μεμονωμένων ατόμων ή μικρών ομάδων οικογενειών προς τα αυστροουγγρικά εδάφη, τις βόρειες γιουγκοσλαβικές χώρες και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μετά το 1769.

                 Οι κάτοικοι των περισσότερων οικισμών διατήρησαν μία μικτή αγροτοκτηνοτροφική οικονομία, παράλληλα με την όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξη του εμπορίου, των βιοτεχνιών και των μεταφορών. Το μέγεθος της αγροτικής οικονομίας διέφερε από οικισμό σε οικισμό και ήταν αντιστρόφως ανάλογο της ανάπτυξης του εμπορίου. Η Κάτω Μπεάλα παρουσιάζεται ως ο οικισμός με τη στενότερη σχέση με τη γεωργική παραγωγή,[6] αν και η αμπελουργία δεν ήταν άγνωστη ακόμη και στην Κλεισούρα, όπου η οικονομία του εμπορίου επικρατούσε. Στις περισσότερες περιπτώσεις, την όποια γεωργική παραγωγή αναλάμβαναν συνήθως εργάτες και υπηρέτες που προσλαμβάνονταν από τα γειτονικά σλαβόφωνα ή ελληνόφωνα χωριά.[7]

                 Ήδη κατά τη διάρκεια του α' μισού του 19ου αιώνα, η κτηνοτροφική οικονομία άρχισε να περιορίζεται, καθώς σημειωνόταν μία ακόμη μεγαλύτερη στροφή προς τις βιοτεχνίες, το εμπόριο, τις μεταφορές και την περιοδική  μετανάστευση. Το κενό αυτό ήρθαν να καλύψουν ομάδες νομαδοκτηνοτρόφων Αρβανιτόβλαχων και άλλων Βλάχων από τη Βόρεια Πίνδο, που βρέθηκαν συνδεδεμένοι με τους διάφορους οικισμούς και τελικά σε πολλές περιπτώσεις εγκαταστάθηκαν οριστικά εκεί. Η κτηνοτροφία βέβαια δεν εξέλειψε εντελώς ή δεν πέρασε στο σύνολό της στα χέρια των Αρβανιτόβλαχων. Στο Κρούσοβο αναφέρονται μεγάλα κοπάδια στα χέρια παλιών οικογενειών γραμμουστιάνικης καταγωγής μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.[8] Στη Βλάστη και τα Νάματα δημιουργήθηκαν δύο σαφώς διακριτές και περίπου ισομερείς ομάδες κατοίκων, αυτές των εδραίων κατοίκων και των νομαδοκτηνοτρόφων. Οι βλάχικες οικογένειες που συνέβαλαν στη δημιουργία της ομάδας των εδραίων κατοίκων, δηλαδή των εμποροβιοτεχνών, των επαγγελματιών, των μεταναστών και των μικροκαλλιεργητών, αποβλαχίστηκαν γλωσσικά πολύ γρήγορα, φτάνοντας μέχρι το σημείο της άρνησης της βλάχικης ταυτότητας ή και καταγωγής. Σε αυτή την εξέλιξη είναι σίγουρο πως συνέβαλε αρκετά η συνύπαρξη και οι επιγαμίες ανάμεσα σε Βλάχους και Γκραίκους, που βρέθηκαν να συνοικίζουν από κοινού και ιδιαίτερα τη Βλάστη, αλλά και οι ιδιαίτερα στενές σχέσεις με ελληνόφωνα κέντρα όπως η Σιάτιστα. Από την άλλη μεριά, η ομάδα των νομαδοκτηνοτρόφων κατοίκων ήταν αυτή που διατήρησε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τόσο τη χρήση της βλάχικης γλώσσας, όσο και την αίσθηση της βλάχικης καταγωγής. Μέχρι περίπου το 1910, οι περισσότεροι από τους εδραίους κατοίκους των Ναμάτων μετακινήθηκαν για περισσότερη ασφάλεια στη διπλανή Βλάστη και το χωριό εξελίχθηκε σε ορεινή κοινότητα ημινομάδων Βλάχων, που λίγο ή πολύ είχαν και αυτοί αποβλαχιστεί γλωσσικά, ακολουθώντας το πρότυπο της Βλάστης.

                 Η αποστασιοποίηση από τις οργανωμένες μορφές της νομαδικής ή ημινομαδικής κτηνοτροφίας των περισσότερων οικισμών αυτής της ομάδας, οδήγησε σε έναν πολύ ενδιαφέροντα ενδοφυλετικό διαχωρισμό. Στο Νυμφαίο, οι εδραίοι Βλάχοι κάτοικοι αυτοχαρακτηρίζονταν ως Αρμούνοι (Βλάχοι στα βλάχικα) και διαχώριζαν τους εαυτούς τους από τους ομόγλωσσους και μη νομαδοκτηνοτρόφους, στους οποίους απέδιδαν συλλογικά το όνομα “βλάχοι”, με το βήτα μικρό και με στοιχεία πολιτισμικής, επαγγελματικής και κοινωνικής διάκρισης. Στο διαχωρισμό αυτό θα πρέπει να τους οδήγησε η μακροχρόνια και η παράλληλη συνύπαρξη τόσο βλάχικων κοινωνιών με εμποροβιοτεχνικό προσανατολισμό, όσο και κοινωνιών που βρίσκονταν σε άμεση και στενότατη επαφή με τις διάφορες μορφές της κτηνοτροφίας, Οι εμποροβιοτεχνικές-"αστικές" βλάχικες κοινωνίες αυτής της ομάδας έρχονται να καταρρίψουν τη λανθασμένα στερεοτυπική αίσθηση που κυριάρχησε για τους Βλάχους μέχρι και σήμερα.

                          Εδώ αξίζει να αναφερθεί το τι γράφει σχετικά με αυτό το θέμα ο συγγραφέας του "Ετυμολογικού Λεξικού της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης", Κωνσταντίνος Νικολαϊδης στα 1907. Πέρα από τους νομάδες και ημινομάδες Βλάχους:

                "....Οι Κουτσόβλαχοι είναι κατ' εξοχήν λαός εμπορικός και βιομηχανικός, μετερχόμενος όλα τα επαγγέλματα και όλας τας τέχνας και επιστήμας...."[9]

Ανάλογη και ίσως ακόμη πιο διευκρινιστική είναι η εκτίμηση του Σκυριανού λογοτέχνη και δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Φαλτάϊς, ο οποίος έγραψε στα χρόνια του μεσοπολέμου πως:

"Oι λατινόφωνοι Βλάχοι αποτελούν λαόν ασχολούμενον με παν είδος τέχνης. Οι Βλάχοι, θα ηδύνοντο να ονομασθούν οι παντεχνίται της Βαλκανικής. Ιδίως ασχολούνται με την αργυρουργίαν, την υφαντουργικήν, την βαρελοποιίαν, την κατασκευήν ξύλινων γεωργικών εργαλείων, την σαγματοποιίαν, την τσαρουχοποιίαν, την ορειχαλκουργικήν, την μαχαιροποιίαν, την αγιογραφίαν, την οικοδομικήν, την ραπτικήν, την ανθρακοποιίαν, την ξυλουργικήν, την υλοτομίαν, την τυροκομίαν. Είναι επίσης αγωγιάται, παντοπώλαι, ξενοδόχοι, διευθυνταί χανίων και γενικώς έμποροι, επιχειρηματίαι και επιστήμονες. Το υπόλοιπον μέγα μέρος των Βλάχων της Βαλκανικής είναι κτηνοτρόφοι, όχι όμως νομάδες, όπως κακώς και κατ' εσφαλμένην αρχήν γράφεται. Βλάχοι γεωργοί, ναυτικοί και χειράνακτες, άνευ ωρισμένης τέχνης, ελάχιστοι υπάρχουν."[10]

                 Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, το κυρατζιλίκι, δηλαδή οι μεταφορές εμπορευμάτων, αγαθών και ανθρώπων με τα πολυάριθμα καραβάνια, βρίσκονταν σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια των βλαχοχωριών της περιοχής που εξετάζουμε. Οι μόνοι ανταγωνιστές τους σε αυτό το χώρο ήταν πιθανότατα μόνο οι Γκραίκοι από πολιτείες όπως η Κοζάνη, η Σιάτιστα, η Καστοριά και τα κεφαλοχώρια της Ανεσελίτσας (επαρχία Βοϊου). Με την ανάπτυξη του βασικού τουρκικού οδικού δικτύου και την καταστευή των πρώτων σιδηροδρομικών γραμμών οι μεταφορές σημείωσαν κάμψη και οι κάτοικοι στράφηκαν ακόμη περισσότερο στην ανεύρεση εσόδων μέσω της αποδημίας των νέων ανδρών, για μεγάλα ή μικρά χρονικά διαστήματα.[11] Σε αυτή τη φάση και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, η μεταναστευτική κίνηση και η δημιουργία παροικιών στρέφεται στο χώρο των Βαλκανίων, στα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τα βαλκανικά κράτη. Βέβαια υπήρξαν λαμπρές εξαιρέσεις, όπως οι παροικίες των Βλάχων αυτής της ομάδας, αλλά και του Μετσόβου, στην Αίγυπτο.[12] Η παράλληλη χρονικά μεταπρατική τομή που σημειώνεται στην οικονομική λειτουργία των βαλκανικών πόλεων βοήθησε ιδιαίτερα τους Βλάχους κατοίκους των οικισμών και των εγκαταστάσεων της βορειοδυτικής Μακεδονίας στο να ξεφύγουν από την παλαιότερη παραδοσιακή οικονομία τους. Οι παλιές γνώσεις τους στο χώρο του εμπορίου και των βιοτεχνικών ήταν τα πλέον πολύτιμα προσόντα για την ενίσχυση της παλιάς τους τάσης για αστικοποίηση.

                 Oι κάτοικοι του Κρουσόβου, Βλάχοι και μη, μετανάστευαν ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η έλλειψη παραγωγικών πηγών ήταν επόμενο να τους αναγκάσει να στραφούν στην ανεύρεση καλύτερων ευκαιριών σε μακρινά ή κοντινά μέρη. Περίπου από το 1880 οι μετανάστες άρχισαν να παίρνουν μαζί και τις οικογένειες τους, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν μικρές ή μεγάλυτερες κρουσοβίτικες παροικίες σε όλες σχεδόν τις μακεδονικές πόλεις. Εγκαταστάθηκαν σε μεγάλες ομάδες στο Μοναστήρι, τον Περλεπέ, το Κίτσεβο, την Αχρίδα, τα Σκόπια,[13] το Κουμάνοβο, την Κότσανη, τη Θεσσαλονίκη, την Κορυτσά, τα Γιάννενα, την Άνω Τζουμαγιά[14] (Μπλαγκόεβγκραντ της Βουλγαρίας), τις Σέρρες, τη Δράμα, το Νευροκόπι (Γκότσε Ντέλτσεβ της Βουλγαρίας) και μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Μικρότερες ομάδες δημιούργησαν παροικίες στη Γευγελή, το Νεγκότινο, το Καφαντάρι και την Κρίβα Παλάνκα. Άλλοι έφταναν μέχρι την Αθήνα, τη Σόφια, το Βιδίνι, το Βελιγράδι, το Νις, το Βουκουρέστι, την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο και μέχρι την Αιθιοπία, την Νότια Αφρική, τις Η.Π.Α και τις Ινδίες.[15] Η έξοδος των Κρουσοβιτών πήρε μαζικότερη διάσταση μετά την αποτυχία της επανάστασης του Ίλιντεν το 1903, η οποία υποκινήθηκε ουσιαστικά από τη Βουλγαρία και είχε σαν επίκεντρό της το Κρούσοβο. Οι καταστροφές που υπέστησαν τότε οι κάτοικοι και ιδιαίτερα οι "γραικομάνοι" Βλάχοι οδήγησαν στην ενίσχυση και την εδραίωση των κρουσοβίτικων παροικιών σε όλη σχεδόν τη Μακεδονία, καθώς πολλές οικογένειες ακολούθησαν οριστικά τους άνδρες μετανάστες. Χαρακτηριστική ίσως είναι η περίπτωση της παροικίας των Κρουσοβιτών στο γειτονικό Κίτσεβο.[16]

                 Αυτή την περίοδο, οι κάτοικοι της Άνω και της Κάτω Μπεάλας αναζήτησαν καλύτερες ευκαιρίες κυρίως στη Στρούγγα, τη Δίβρη, τα Τίρανα και τις πόλεις της Κεντρικής Αλβανίας.[17] Οι παλαιότεροι Νιζοπολίτες και λιγότερο οι Αρβανιτόβλαχοι του χωριού, εγκαταστάθηκαν αυτή την περίοδο στο Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη. Οι Μεγαροβίτες και οι Τυρνοβίτες δημιούργησαν παροικίες στο Μοναστήρι, τη Φλώρινα, τη Θεσσαλονίκη, την Κότσανη, την Ξάνθη, τα Γιαννιτσά και την Αριδαία. Κάποιοι από αυτούς έφτασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Αίγυπτο. Αρκετοί βρέθηκαν σε βουλγαρικές και ρουμανικές πόλεις. Οι κάτοικοι του Γκοπεσίου στράφηκαν περισσότερο προς τις πόλεις της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Μικρότερες ομάδες από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη. Η συγκέντρωση στο Μοναστήρι δεκάδων οικογενειών από το κάθε ένα βλαχοχώρι αυτής της ομάδας πήρε ακόμη μεγαλύτερη διάσταση, κατά τη διάρκεια της ένοπλης αντιπαράθεσης για την τύχη των μακεδονικών επαρχιών και ιδιαίτερα στις αρχές του 20ου αιώνα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως αυτή την περίοδο 60 οικογένειες από τη Μηλόβιστα είχαν εγκατασταθεί στο Μοναστήρι.[18] Η εξέλιξη του Μοναστηρίου σε πόλο έλξης και δραστήριο οικονομικό κέντρο ενός μεγάλου αριθμού Βλάχων μεταναστών ενισχύθηκε κατά πολύ από το γεγονός πως το Μοναστήρι ήταν τότε το διοικητικό και οικονομικό κέντρο του ομώνυμου τουρκικού Βιλαετίου. Μέσα στα όρια αυτού του Βιλαετίου περιλαμβάνονταν οι πλέον ανθηροί από τους βλάχικους οικισμούς της Βαλκανικής.[19]

                 Η μεταναστευτική τακτική σε συνδυασμό με τις αντιπαραθέσεις των βαλκανικών κρατών για την τύχη των μακεδονικών εδαφών οδήγησε σε μαρασμό τις βλάχικες εγκαταστάσεις της Αχρίδας και των Βελεσσών. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι Βλάχοι της Αχρίδας διακρίθηκαν ιδιαίτερα στην κατεργασία και το εμπόριο της γούνας και τις μεταφορές. Οι δραστηριότητές τους τους οδηγούσαν μέχρι τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Κεντρικής Ευρώπης, όπως τη Λειψία, τις τότε Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι την εμφάνιση και την εδραίωση της βουλγαρικής εκκλησιαστικής Εξαρχίας, οι Βλάχοι της Αχρίδας λειτουργούσαν από ένα ελληνικό σχολείο στις δύο βλάχικες συνοικίες της πόλης. Αρκετοί νέοι της Αχρίδας, βλαχόφωνοι και σλαβόφωνοι πήγαιναν για σπουδές στα σχολικά ιδρύματα της Αθήνας και των Ιωαννίνων. Η βλάχικη όμως παροικία της Αχρίδας δεν έμελλε να ριζώσει και να ευημερήσει. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, τα μέλη της μετανάστευσαν μαζικά, αναζητώντας καλύτερη τύχη σε μακρινά ή κοντινά μέρη, όπου τους οδηγούσε η αναζήτηση εμποροβιοτεχνικών ευκαιριών.[20] Προς τα τέλη μάλιστα του 19ου αιώνα, όταν η βουλγαρική κίνηση στην πόλη είχε ενισχυθεί κατά πολύ, πολλές από τις βλάχικες οικογένειες φέρονται να ακολούθησαν την Εξαρχία, προσπαθώντας ίσως να εναρμονιστούν με το περιβάλλον τους. Ωστόσο, οι πιο δραστήριες από τις βλάχικες και κάποιες σλαβόφωνες οικογένειες, που παρέμεναν πιστές στις ελληνικές θέσεις και το Πατριαρχείο, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αχρίδα. Οι περισσότεροι από αυτούς βρέθηκαν τότε στο Μοναστήρι και μετά το 1912 στη Θεσσαλονίκη.[21]

                 Την ίδια φθίνουσα πορεία φαίνεται να ακολούθησε και η "ελληνοβλαχική" παροικία των Βελεσσών, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε ελληνικά διπλωματικά έγγραφα του 19ου αιώνα. Το 1894 και μετά την επικράτηση της βουλγαρικής εκκλησιαστικής κίνησης στην πόλη και την γύρω περιοχή, οι Βλάχοι των Βελεσσών παρέμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και συνέχισαν τη λειτουργία της μικρής πατριαρχικής-ελληνορθόδοξης κοινότητας, η οποία στο σύνολό της αποτελούταν από τους Βλάχους της πόλης και αριθμούσαν μέχρι 200 περίπου οικογένειες. Το δυναμικό της κοινότητας φαίνεται πως εξασθένισε όταν έκανε την εμφάνισή της και η ρουμανική κίνηση με τη βοήθεια των Βουλγάρων.[22] Από το 1912 και μετά, τα ηγετικά στελέχη της κοινότητας και οι οικονομικά ισχυρότεροι έφυγαν για την Ελλάδα και στο σύνολό τους σχεδόν εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Κάποιες άλλες οικογένειες έφυγαν για τη Ρουμανία ή εφομοιώθηκαν ανάμεσα στους κατοίκων της Σερβίας και της π.Γ.Δ.Μ.[23]

                 Οι κάτοικοι του Πισοδερίου, οι οποίοι κατά παράδοση ασκούσαν το επάγγελμα του χανιτζή-πανδοχέα κατά μήκος των οδών επικοινωνίας της Βαλκανικής, δημιούργησαν μικρές παροικίες στη Ρέσνα, το Μοναστήρι, τη Φλώρινα, το Άργος Ορεστικό και την Καστοριά. Οι περισσότεροι, αν όχι και οι πιο δραστήριοι έφυγαν για πιο μακρινές περιοχές. Αναφέρεται πως από το 1830 μέχρι το 1912, 80 οικογένειες από το Πισοδέρι εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της τότε νότιας Σερβίας, ενώ άλλες οικογένειες μετανάστευσαν σε πόλεις της Ρωσίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας και κάποιες βρέθηκαν μέχρι τις παροικίες της Αιγύπτου.[24]

                 Την ίδια περίοδο οι περισσότεροι από τους άνδρες του Νυμφαίου, ζούσαν τις οικογένειές τους ασκώντας το επάγγελμα του χρυσοχόου, του ράφτη, του βαφέα ή του μεταφορέα. Αρχικά δούλευαν σαν πλανόδιοι τεχνίτες και σταδιακά δημιούργησαν παροικίες σε μία σειρά από πόλεις και κεφαλοχώρια της Μακεδονίας και πέρα από αυτή μέχρι την Πρεμετή και τη Θήβα. Πολλοί από αυτούς, ξεκινώντας κυρίως σαν χρυσοχόοι, εξελίχθηκαν σε δραστήριους εμπόρους και κυρίως καπνέμπορους, τόσο στα Βαλκάνια, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, τη Ρουμανία, την Αίγυπτο και μέχρι τη Σουηδία. Τους ξενιτεμένους άνδρες ακολούθησαν σταδιακά και οι οικογένειές τους και ιδιαίτερα στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, σχηματίζοντας αξιόλογες παροικίες Νεβεστιάνων, άλλες ολιγομελείς και άλλες ιδιαίτερα αξιόλογες, στη Φλώρινα, την Καστοριά, το Μοναστήρι, την Έδεσσα, τη Νάουσα, τη Βέροια, τα Γιαννιτσά, με πιο πολυπληθή και πιο δυναμική αυτή της Θεσσαλονίκης. Στην Ανατολική Μακεδονία συνάντησαν τους παλαιότερους Νεβεστιάνους των προηγούμενων κυμάτων. Αυτή την εποχή με το νεότερο κύμα των μεταναστών από το Νυμφαίο δημιουργούνται δραστήριες και εύπορες παροικίες κυρίως χρυσοχόων και καπνεμπόρων στις Σέρρες, τη Δράμα, την Προσωτσάνη, το Δοξάτο, την Καβάλα, και την Ξάνθη. Από την Καβάλα και την Κωνσταντινούπολη θα πρέπει να ξεκίνησε η επαφή των Νεβεστιάνων με την Αίγυπτο, όπου δημιούργησαν δραστήριες και πλούσιες παροικίες.[25]

                 Οι κάτοικοι της Κλεισούρας, έχοντας ήδη στενές σχέσεις με τις παροικίες της Αυστροουγγαρίας και της Σερβίας, κινήθηκαν προς εκείνα τα μέρη μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα και δημιούργησαν πλούσιες παροικίες στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, τη Δρέσδη, το Ζέμουν, το Βελιγράδι, το Πάντσεβο, το Βουκουρέστι, το Ιάσιο και μέχρι την Οδησσό. Σε αυτές τις παροικίες των Κλεισουριάνων αναφέρεται πως βρέθηκαν σταδιακά περισσότερες από 2.000 οικογένειες, αριθμός πιθανότατα υπερβολικός, αλλά σίγουρα ενδεικτικός του μεγέθους των μεταναστευτικών εξόδων από την Κλεισούρα. Σε αντίθεση με τους κατοίκους των υπόλοιπων βλάχικων οικισμών και των εγκαταστάσεων αυτής της ομάδας, οι Κλεισουριάνοι δε σκόρπισαν σαν εμποροβιοτέχνες στις πόλεις και τα κεφαλοχώρια της Μακεδονίας, με τις εξαιρέσεις βέβαια των παροικιών τους στις γειτονικές πόλεις της Καστοριάς, Αμυνταίου και Πτολεμαϊδας. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα η Κλεισούρα εξελίχθηκε σε δραστήριο εμπορικό, βιοτεχνικό και διαμετακομιστικό κέντρο, ανταγωνιστικό της Καστοριάς. Στη μεγάλη της ακμής έφτασε να έχει ίσως μέχρι και 1.000 σπίτια. Η αγορά της δυναμικότατης τότε πολιτείας είχε περισσότερα από 100 εμπορικά και βιοτεχνικά καταστήματα. Πολυάριθμα βλάχικα καραβάνια, ακόμη και από άλλες περιοχές, όπως από τη Βέροια και την Κατερίνη, ξεκινούσαν από την Κλεισούρα και έφταναν σε όλα τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της βαλκανικής μεταφέροντας κάθε εμπορεύσιμο και βιοτεχνικό είδος. Η μετανάστευση μείωσε στο μισό τους κατοίκους της, ανάμεσα στο 1870 (6.400 κάτοικοι) με 1912 (3.000 κάτοικοι). Οι περισσότεροι από αυτούς που ξενιτεύονταν τότε μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από το 1890 κατευθυνόταν μαζικότερα προς την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Στις αρχές του 20ου αιώνα η παροικία της Κωνσταντινούπολης αριθμούσε γύρω στους 80 δραστήριους εμποροβιοτέχνες και 300 συνολικά ψυχές. Για την καλύτερη οργάνωση της παροικίας ιδρύθηκε δραστήρια αδελφότητα με την επωνυμία "Προφήτης Ηλίας". Η αδελφότητα διαλύθηκε μετά το 1908 και το δυναμικό των Κλεισουριάνων μετατοπίστηκε κυρίως στη Θεσσαλονίκη, όπου η παλιά παροικία τους έπαιξε ηγετικό ρόλο στις υποθέσεις της ελληνικής κοινότητας. Το 1907 ίδρυσαν στην Θεσσαλονίκη την αδελφότητα "Άγιος Μάρκος". Μία μικρότερη ομάδα εγκαταστάθηκε αυτή την περίοδο και στην Καβάλα ασχολούμενοι κυρίως με το καπνεμπόριο.[26]

                 Οι Μπλατσιώτες, είτε αυτοί κατάγονταν από τους Βλάχους πρόσφυγες των εξόδων από το 1769 και μετά, είτε από Γκραίκους που βρέθηκαν να κατοικούν στη Βλάστη, συνέχισαν τις επαφές και την μεταναστευτική κίνηση προς τις παροικίες της Αυστρουγγαρίας και των βόρειων γιουγκοσλαβικών περιοχών, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ακολουθώντας τα βλάχικα ή γκραίκικα καραβάνια που τραβούσαν για το βορρά και τις περιοχές πέρα από το Δούναβη. Οι παροικίες που δημιούργησαν στις πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την διάρκεια του α' μισού του 19ου αιώνα ενισχύθηκαν κατά πολύ από το 1860-70 και μέχρι τις αρχές του 20ου. Αυτή την τελευταία περίοδο οι μετακινηθέντες ήταν μετανάστες και όχι φυγάδες και προέρχονταν από τις τάξεις των εμποροβιοτεχνών και όχι των ημινομάδων κτηνοτρόφων του χωριού. Έτσι οι περισσότεροι από τους Μπλατσιώτες που βρέθηκαν αυτή την περίοδο στη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Καβάλα, τη Δράμα και μέχρι την Κωνσταντινούπολη και τις παροικίες της Αιγύπτου και της Ρουμανίας είχαν σχεδόν ξεχάσει τα βλάχικα.[27]

                 Πέρα από τις παροικίες που δημιουργούνται από τα πιο δυναμικά μέλη σε διάφορες μακρινές περιοχές, κάποιοι άλλοι σκόρπισαν σαν μικροβιοτέχνες και μεταπράτες σε διάφορους οικισμούς και κυρίως κεφαλοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα εδραιώνεται η αρχικά μικρή βλάχικη εγκατάσταση στη Φλώρινα από εμποροβιοτέχνες των γύρω χωριών και κυρίως από το Πισοδέρι.[28] Βλάχοι εμποροβιοτέχνες από την Κλεισούρα και τη Βλάστη φέρονται να είναι και οι πρώτοι χριστιανοί που μπόρεσαν να εγκατασταθούν ως επαγγελματίες στην τότε τούρκικη πόλη της Πτολεμαϊδας (Καϊλάρια). Την ίδια περίοδο, βλάχικες οικογένειες εμποροβιοτεχνών εγκαταστάθηκαν στο Αμύνταιο (Σόροβιτς) και κτηνοτρόφων από τη Βλάστη στο Μυλοχώρι (Λίνγκα) της Εοδραίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η στατιστική του D.M. Brancoff, όπου αναφέρονται μικρές ομάδες βλάχικων οικογενειών ανάμεσα στους κατοίκους χωριών της Καστοριάς, όπως στα χωριά Βασιλειάδα (Ζαγορίτσανη), Πεντάβρυσος (Ζελεγκόσντη), Κορησός (Γκορεντζί) και Καλοχώρι (Ντομπρολίτσα), αλλά και στο Βατοχώρι (Μπρέσνιτσα) της Φλώρινας.[29]

                 Ίσως η πλέον ακριβής μαρτυρία για την κοινωνική και οικονομική ταυτότητα, αλλά και για τη μεταναστευτική τακτική των μελών των βλάχικων κοινοτήτων και εγκαταστάσεων της βορειοδυτικής Μακεδονίας είναι ο "Κατάλογος των αρρένων της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Ρέσνης του έτους 1912. Εν Ρέσνη τη 10 Φεβρουαρίου 1912". Σε αυτό τον κατάλογο περιέχονται πολύτιμα στοιχεία για τους 220 άνδρες βλάχικης καταγωγής, οι οποίοι αποτελούσαν τότε τη μικρή αλλά αρκετά δυναμική ελληνορθόδοξη κοινότητα της Ρέσνας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του καταλόγου το 34.5% των μελών της κοινότητας ήταν μετανάστες. Από αυτούς οι μισοί είχαν μεταναστεύσει μέσα στα όρια της γεωγραφικής Μακεδονίας και την Κωνσταντινούπολη και οι άλλοι μισοί στις βαλκανικές χώρες και την Αμερική. Γνωρίζοντας τα επαγγέλματα του κάθε ενός πληροφορούμαστε πως το 64% των μελών, μετανάστες και μη, ήταν έμποροι, τεχνίτες και επαγγελματίες.[30]

                 Από τις δημοσιευμένες και γνωστές στατιστικές για τους βλάχικους πληθυσμούς της ομάδας της βορειοδυτικής Μακεδονίας, στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα (1900-1912), η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1905), παρά τα λάθη και τις παραλήψεις της, είναι ίσως η πιο κατατοπιστική. Σε αυτή τη στατιστική αναφέρονται: Μοναστήρι 2.107 βλάχικες οικογένειες, Μεγάροβο 454 βλ. οικ., Τύρνοβο 481 βλ. οικ., Νιζόπολη 186 βλ. οικ., Κρούσοβο 1.174 βλ.οικ., Περλεπές 75 βλ. οικ., Μηλόβιστα 304 βλ. οικ., Γκόπεσι 324 βλ. οικ., Ρέσνα 56 βλ. οικ., Γιαγκοβέτσι 28 βλ. οικ., Καλύβια Ιστόκ 130 βλ. οικ., Αχρίδα 121 βλ. οικ., Στρούγγα 17 βλ. οικ.,  Άνω Μπεάλα 208 βλ. οικ., Κάτω Μπεάλα 176 βλ. οικ., Πισοδέρι 140 βλ. οικ.,  Φλώρινα 29 βλ. οικ., Δροσοπηγή 230 (;) βλ. οικ., Φλάμπουρο 150 (;) βλ. οικ., Νυμφαίο 400 βλ. οικ.,  Καλύβια Μοριχόβου (Καϊμακτσιλάρ) 60 βλ. οικ., Κλεισούρα 515 βλ. οικ., Κρυσταλλοπηγή 30 βλ. οικ. και Άργος Ορεστικό 120 βλ. οικ., συνολικά 7.515 βλάχικες οικογένειες.[31] Συνυπολογίζοντας, όμως, και τις βλάχικες οικογένειες που σίγουρα ζούσαν στο Τρεστενίκ δίπλα στο Κρούσοβο, στην Καστοριά, τη Γράμμουστα, τη Βλάστη, το Σισάνι, τα Νάματα, το Τσοτύλι, την Εράτυρα, τη Σιάτιστα[32] και την Κοζάνη,[33] όπως και κάποια νομαδικά φαλκάρια Αρβανιτόβλαχων που κινούνταν στην περιοχή (Ιλίνο, Λέβα Ρέκα κ.α.), τότε ο συνολικός αριθμός των Βλάχων της ομάδας της βορειοδυτικής Μακεδονίας θα πρέπει σίγουρα να ξεπερνούσε τις 40.000 ψυχές. Ο αριθμός αυτός θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθώς για τους ίδιους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις σε αυτή την περιοχή ο Weigand (1894) αναφέρει 46.430 Βλάχους, ο Kancof(1900) αναφέρει 36.398 Βλάχους και ο Brancoff (1905) αναφέρει 37.004 Βλάχους. Έτσι γίνεται κατανοητό πως τα δημογραφικά δεδομένα της στατιστικής του Μαργαρίτη-Rubin (1894-1913) για 88.750 Βλάχους σε αυτή την περιοχή είναι σίγουρα υπερβολικά. [34] Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί πως στις αρχές του 20ου αιώνα, από όλους αυτούς τους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις μόνο η Κλεισούρα, το Νυμφαίο, το Πισοδέρι, η Μηλόβιστα και το Γκόπεσι κατοικούνταν αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά από Βλάχους, όπως και τα Καλύβια του Ιστόκ, αλλά και οι λιγότερο οργανωμένες ορεινές καλυβικές εγκαταστάσεις των Αρβανιτόβλαχων.

 

 

[1] Ο οικισμός αυτός είναι πιθανό να ταυτίζεται είτε με τον οικισμό που δημιούργησαν τα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων στην περιοχή του Μοριχόβου, και πιθανότατα στη θέση Τσιακούρα, είτε με τους δύο οικισμούς που δημιούργησαν οι Περιβολιάτες στις θέσεις Ανω και Κάτω Ιστόκ, ανάμεσα στη Ρέσνα και την Αχρίδα.

[2] Αραβαντινός, Π., "Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων", Αθήνα 1905, σελ.50-52.

[3] Όπως στις στατιστικές καταγραφές του S. Gopgevic, Makedonien und Alt Serbien”, Wien 1889, σελ. 409-4110, όπου αναφέρονατι βλάχικοι κάτοικοι και στα χωριά: Ντίχοβο, Ντραγκός και Κανίνο.  Επίσης Κατσουγιάννης, Τηλέμαχος Μ., "Περί των Βλάχων των ελληνικών χώρων", Τόμος Β', Ε.Μ.Σ. 23, Θεσσαλονίκη 1966, σελ.59.

[4] Ο ναχιές ήταν υποδιαίρεση του καζά.

[5] Pouqueville, ο.π., σελ.75-76

[6] Τοπάλης, ο.π..

[7] Trifunovski, "Gopes", ο.π., σελ.259-266.

[8] Haciu, ο.π., σελ.185. Μπάλλας, ο.π., σελ.32-34.

[9] Νικολαϊδης, Κωνσταντίνος, "Ετυμολογικό Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης", Τύποις Π.Δ.Σακελλαρίου, Εν Αθήναις 1909, σελ.μδ'.

[10] Εγκυκλοπαίδεια "Πυρσός", Αθήνα 1933.

[11] Παπαμιχαήλ, ο.π., 9, 88-89.

[12] Χατζηφώτης, Ιωάννης Μ., "Οι Μετσοβίτες στην Αλεξάνδρεια" και Κατσάνης, Νικόλαος Α., "Η δημιουργία βλάχικης αστικής τάξης, (η περίπτωση της Μοσχόπολης, Μετσόβου, Νυμφαίου κ.λ.π.)", Πρακτικά Α' Συνεδρείου Μετσοβίτικων Σπουδών, Μέτσοβο 28-30 Ιουνίου 1991, Εξωραϊστικός Σύλλογος Μετσόβου, Αθήνα 1993, σελ.87-96, 445-452.

[13] Α.Γ.Β.-Α.Ο.Δ., Φ.206.1.1/εγγ.138, Επιστολή Γ. Σούνδου προς Κ. Λιάκο, Κρούσοβο, 8 Δεκεμβρίου 1903.

[14] Παπαδόπουλος, Στέφανος Ι., "Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τον τελευταίο αιώνα της τουρκοκρατίας", ΕΜΣ 31, Θεσσαλονίκη 1970, σελ.30.

[15] Μπάλλας, ο.π., σελ.32-34. Haciu, ο.π., σελ.183-184.

[16] Α.Γ.Β.-Α.Ο.Δ., Φ.206.1.1/εγγ.138, Επιστολή Γ. Σούνδου προς Κ. Λιάκο, Κρούσοβο, 8 Δεκεμβρίου 1903. Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α., "Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, 1894- 1904", Μπαρμπουνάκης Θεσσαλονίκη 1986.

[17] Τοπάλης, ο.π..

[18] Ηaciu, ο.π., σελ.173-178. Χριστίδης, ο.π., σελ.65-67.

[19] Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος A., "Πολιτική, κοινωνική και οικονομική δομή του πασαλικίου Μοναστηρίου στα μέσα του 19ου αιώνα", Μακεδονικά 21, Θεσσαλονίκη 1981, σελ.168-199.

[20] Haciu, ο.π., σελ.104-108.

[21] Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α., "Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, 1878-1894. Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχέωνα", ΙΜΧΑ 196, Θεσσαλονίκη 1983, σελ.351. Βerard, V., "Τουρκία και Ελληνισμός. Οδοιπορικό στη Μακεδονία. Ελληνες-Τούρκοι-Βλάχοι-Αλβανοί-Βούλγαροι-Σέρβοι", μετάφραση: Λυκούδης Μ., εισαγωγή-σχόλια: Πυλαρινός, Θ., Εκδόσεις Τροχαλία Αθήνα 1987, σελ.155-161.

[22] Βακαλόπουλος, ο.π., σελ.314. Για τους Βλάχους των Βελεσσών και την τοπική ελληνική κοινότητα βλέπε: Αγγελόπουλος, Αθανάσιος, "Η εποπτεία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης επί της ελληνικής ορθοδόξου κοινότητας Βελεσών, 1876-1914", Μακεδονικά 17, Θεσσαλονίκη 1977, σελ.139-180. Αγγελόπουλος, Αθανάσιος Α., "Ελληνοορθόδοξες κοινότητες της σημερινής νοτίου Γιουγκοσλαβίας, Β' μισό του 19ου αιώνα", Συμπόσιο "Η διαχρονική πορεία του κοινοτισμού στη Μακεδονία", Θεσσαλονίκη 1991, σελ.96-98.

[23] Filipovic, ο.π., σελ. 317-328.

[24] Λιάκος, ο.π., ένθετο φύλλο ανάμεσα στις σελ.64-65. Τσάμη, ο.π., σελ.16-19.

[25] Λούστας, ο.π., σελ.253-290, όπου υπάρχει κατάλογος της διασποράς των χρυσοχόων του Νυμφαίου.

[26] Τζιώγος, Αριστοτέλης Ι., "Συνοπτική ιστορία της Κλεισούρας Δυτική Μακεδονίας", Θεσσαλονίκη 1962, σελ.46-71. Παπαμιχαήλ, ο.π., σελ.87-99, 138-140.

[27] Καλινδέρης, ο.π., σελ.59-66. Τσίρος, ο.π., σελ.89-106.

[28] ΑΥΕ 1908, ΑΑκ/Ζγ, Μακεδονικά, άνευ αρ.πρ., Εν Φλώρινα 22 Δεκεμβρίου 1905, όπου αναφέρονται 29 κεφαλές οικογενειών. Από αυτούς οι 18 κατάγονταν από το Πισοδέρι, 2 από το Τύρνοβο, 2 από τη Σαμαρίνα, 2 από το Κρούσοβο, 2 από τη Μηλόβιστα, 1 από το Μεγάροβο, 1 από το Νυμφαίο και 1 από τη Βέροια. Οι παλαιότεροι αναφέρονται εγκατεστημένοι στη Φλώρινα από το 1870. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν εμποροβιοτέχνες.

[29] Brancoff, D.M., "La Macedoine et sa population chretienne", Paris 1905, σελ.182-183.

[30] Παπαστάθης, Χ., "Οι Έλληνες της Ρέσνης κατά τας αρχάς του 20ου αιώνα. Συμβολή στην δημογραφική και οικονομική δομή της Πελαγωνικής κωμόπολης", Μακεδονικά, Θεσσαλονίκη 1974, σελ.25-26, 30-38

[31] Πατριαρχικό Τυπογραφείο, "Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηράς καταστάσεως, εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου 1906", Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993. Σε αυτή τη στατιστική λανθασμένοι και σίγουρα υπερβολικοί είναι οι αριθμοί των βλάχικων οικογενειών που δίνονται για τη Δροσοπηγή και το Φλάμπουρο, καθώς φαίνεται πως ανάμεσά τους συνπολογίστηκαν και αρκετές από τις αρβανίτικες οικογένειες των δύο αυτών χωριών.

[32] ΑΥΕ 1908 ΑΑΚ/Ζγ, “Έκθεση-Επιστολή μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Σεραφείμ προς τον μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ για τους βλάχικους πληθυσμούς της εκκλησιαστικής επαρχίας Σισανίου και Σιατίστης” Εν Σιατίστη τη 24 Μαρτίου 1904, όπου αναφέρονται εδραίοι εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες Βλάχοι εγκατεστημένοι στο Τσοτύλι και την Σιάτιστα. ΑΥΕ 1908 ΑΑΚ/Ζγ, “Έκθεση για το νομαδοκτηνοτροφικό βλάχικο πληθυσμό της Βλάστης και των Ναμάτων προς τον μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Σεραφείμ”, εν Βλάστη τη  13 Μαρτίου 1904, όπου αναφέρεται πως, εκτός των εδραίων κατοίκων, στη Βλάστη υπήρχαν και 175 ημινομαδικές οικογένειες Βλάχων και στα Νάματα άλλες 30 ημινομαδικές οικογένειες Βλάχων.

[33] ΑΥΕ 1908 ΑΑΚ/Ζγ, “Έκθεση-Επιστολή αρχιερατικού επιτρόπου Κοζάνης Οικονόμος Ιωάννης προς τον μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ για τους βλάχικους πληθυσμούς της εκκλησιαστικής επαρχίας Κοζάνης και Σερβίων”, εν Κοζάνη τη 27 Φεβρουαρίου 1904, αρ.πρ.77, όπου αναφέρεται πως στην Κοζάνη υπήρχαν 50 βλάχικες οικογένειες από τη Σαμαρίνα. Από αυτές άλλες είχαν εγκατασταθεί στην πόλη μόνιμα και άλλες απλά παραχειμάζαν.

[34] Weigand, G., "Die Aromunen", τόμος A', Leipzing 1895. Kancof, Vasil, "Mακεδονία-Εθνογραφία και Στατιστική", (βουλγαρικά), Sofia 1900. Brancoff, D.M., "La Macedoine et sa population chretienne", Paris 1905. Rubin, A., "Les Roumains de la Macedoine", Bucarest 1913.