ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Δ. ΟΙ AΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ
2. Οι Βυζαντινοί Χρόνοι

Το χειμαδιό των Πιτουλαίων στη Φιλιππιάδα, 1910-12. (Παπαθανασίου Γ.)Η ενασχόληση με τα διάφορα ονόματα των Αρβανιτόβλαχων δεν μπορεί να απαντήσει άμεσα στα ερωτήματα για το ποιοι είναι οι Αρβανιτόβλαχοι και γιατί θεωρούνται ιδιαίτερη ομάδα των Βλάχων. Η οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα γύρω από αυτούς έρχεται αντιμέτωπη με την έλλειψη ιδιαίτερων ιστορικών στοιχείων, καθώς μάλιστα, οι πηγές δεν τους διαχωρίζουν και τόσο εύκολα από τους υπόλοιπους Βλάχους. Ίσως βέβαια αυτό να συμβαίνει γιατί κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της εμφάνισης των Βλάχων στον ιστορικό χώρο, δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί οι συνθήκες που διαφοροποίησαν τους Αρβανιτόβλαχους. Για τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους δε μπορούμε να αναφερόμαστε με σιγουριά για το πού ζούσαν και ποια ήταν η ιστορική διάσταση των προγόνων τους. Θα μπορούσαμε ίσως να υποθέσουμε πως δε διαφοροποιούνταν κατά πολύ από τα δεδομένα που υπάρχουν για τους υπόλοιπους βλάχικους πληθυσμούς και κύρια για αυτούς που φέρονται να ζούσαν τότε σε σημαντικούς αριθμούς και σε διάφορες περιοχές της σημερινής Θεσσαλίας, Ηπείρου, Ρούμελης- Στερεάς Ελλάδας, Μακεδονίας και Αλβανίας.

Είναι γενικότερα παραδεκτό πως οι εγκαταστάσεις λατινόφωνων πληθυσμών και ο εκλατινισμός γηγενών ομάδων είχαν πάρει μαζικότερη διάσταση στις δυτικές χώρες της Βαλκανικής κατά μήκος των ακτών της Αδριατικής. Μία από τις πρώτες αναφορές για την επιβίωση αυτών των λατινόφωνων πληθυσμών στις ακτές της Αδριατικής, αλλά και στην άμεση ενδοχώρα, από το Δυρράχιο μέχρι το Ντουμπρόβνικ, γίνεται στα τέλη του 10ου αιώνα (980-990) από το λόγιο βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο.362 Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του G. Hammond, ο οποίος ανάγει τις πρώτες επαφές των Βλάχων με τους Αλβανούς πολύ πριν τις μαζικές μετακινήσεις, των αλβανικών-αρβανίτικων κυρίως πληθυσμών, αλλά και βλάχικων προς τη νότια Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του 13ου και 14ου αιώνα. Είναι λοιπόν αρκετά πιθανό κάποιοι λατινόφωνοι-βλαχόφωνοι πληθυσμοί να είχαν ήδη βρεθεί από πολύ πιο νωρίς να κατοικούν μαζί με τους προγόνους των σημερινών αλβανικών πληθυσμών σε περιοχές της κεντρικής Αλβανίας. Τα γεωγραφικά σημεία αυτών των συγκατοικήσεων και επαφών είναι πιθανό να εντοπίζονται κυρίως στην περιοχή της Μαλακάστρας ή Μαλακάσας, ανάμεσα στην Αυλώνα και το Μπεράτι. Από αυτή την περιοχή ίσως ξεκίνησε για να εγκατασταθεί τελικά στην Κεντρική Πίνδο ένα τουλάχιστον μέρος των Μαλακασίων ή Μαλακασιωτών Βλάχων, αν και η εγκατάστασή τους στην Πίνδο θα πρέπει να έγινε ανάμεσα σε βλάχικους πληθυσμούς που βρίσκονταν ήδη εκεί. Μία άλλη περιοχή εκκίνησης ίσως βρισκόταν δυτικά και νότια της λίμνης Αχρίδας, από όπου ξεκίνησαν οι Μπούιοι Βλάχοι για να βρεθούν αργότερα εγκατεστημένοι σε περιοχές ανάμεσα στη νότια Θεσσαλία και τη βορειοανατολική Στερεά Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια αυτών των μετακινήσεων ένας ορισμένος βλάχικος πληθυσμός θα πρέπει να παρέμεινε στις περιοχές εκκίνησης, όπου αργότερα και με το πέρασμα των χρόνων σχημάτισε τις βλάχικες εγκαταστάσεις των περιοχών του Νταγκλί, της Κολώνιας, της πεδιάδας της Μουζακιάς και των βλαχοχωριών γύρω από τη Μοσχόπολη, όπως τη Νίτσα, τη Λάγγα, τη Γκράμποβα, τη Σίπισκα και άλλα. 363

Βυζαντινές πηγές έρχονται να ενισχύσουν την άποψη πως υπήρχαν βλάχικοι πληθυσμοί σε περιοχές της Βόρειας Ηπείρου τουλάχιστον από τον 11ο αιώνα και πως, παρόλες τις μετακινήσεις και τις δημογραφικές ανακατατάξεις, κάποιοι από αυτούς παρέμειναν τελικά στην περιοχή. Από τα έργα του αρχιεπισκόπου Αχρίδας Δημήτριου Χωματιανού πληροφορούμαστε πως στα μέσα περίπου του 13ου αιώνα κάποια ομάδα Βλάχων κατοικούσε στο χωριό Χοτεάχοβο της επισκοπής Βοθρωτού. Ο τότε επίσκοπος Βοθρωτού Δημήτριος προσέφυγε στη σύνοδο της αρχιεπισκοπής της Αχρίδας, όπου υπαγόταν η επισκοπή του, ζητώντας τη γνώμη της σχετικά με κάποιο πρόβλημα που είχε προκύψει με αυτούς τους Βλάχους. Αναφέρει πως «Βλάχοι τινές εις γην προκαθήμενοι χωρίου τινός υπό εμήν ενορίαν όντος» προσέφεραν τα δώρα τους στο ναό αυτού του χωριού, μεταλάμβαναν και τελούσαν τις θρησκευτικές πράξεις που απέρρεαν από τη χριστιανική τους ιδιότητα. Ο ηγούμενος όμως της παρακείμενης μονής Χοτεάχοβου, στην οποία περιήλθε το χωριό μετά το θάνατο του ιερέα του επέμεινε να υποστηρίζει ότι «ουκ εδικαιούντο επί τοις Βλάχοις» οι ιερείς που χειροτονήθηκαν μετέπειτα για αυτό το χωριό. Υποστήριζε τη θέση του επικαλούμενος το γεγονός πως το χωριό είχε περάσει στην κυριότητα της μονής του πριν από 15 και πλέον χρόνια. Αντίθετα ο επίσκοπος Βοθρωτού υποστήριζε ότι «υπό την πνευματικήν εξουσίαν του κατά χώραν αρχιερέως οφείλουσιν είναι οι λαϊκοί πάντες, οποίου άρα και γένους εισί». 364 Για να τονίζει κάτι τέτοιο θα πρέπει να υποθέσουμε πως μέσα στα γεωγραφικά όρια της επισκοπής Βοθρωτού υπήρχαν ομάδες ανθρώπων που ανήκαν σε διάφορα «γένη» και πιθανότατα και άλλοι Βλάχοι πέρα από αυτούς του Χοτεάχοβου. Το χωριό αυτό δεν πρέπει να είναι άλλο από το χωριό Χοτοχόβα (Hotovë) της Πρεμετής στην περιοχή του Νταγκλί, όπου μέχρι και σήμερα, μετά από επτά και πλέον αιώνες, κατοικούν Βλάχοι της ομάδας των Αρβανιτόβλαχων. Αξίζει να αναφερθεί πως από αυτές τις βλάχικες οικογένειες της Χοτοχόβας καταγόταν ο μεγάλος εθνικός ευεργέτης Απόστολος Αρσάκης.365

Κάποιες άλλες πληροφορίες προέρχονται από ένα μεταγενέστερο χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου σε σχέση με την αποκατάσταση των δικαίων, των προνομίων και των περιουσιακών στοιχείων της μητρόπολης Ιωαννίνων και το οποίο εκδόθηκε το 1321. Σε αυτό το χρυσόβουλο αναφέρεται πως ανάμεσα στους διάφορους αγρότες που δούλευαν τα κτήματα της μητρόπολης υπήρχαν και πέντε ομάδες βλάχικων οικογενειών.

Αυτοί οι Βλάχοι θα πρέπει να ζούσαν και να εργάζονταν στα εκκλησιαστικά αυτά κτήματα ως δουλοπάροικοι καλλιεργητές, κατά έναν παραδοσιακό και δεσμευτικό τρόπο, από πατέρα σε γιο. Τα κτήματα βρίσκονταν κυρίως στη σημερινή περιοχή των Κατσανοχωρίων, νότια των Ιωαννίνων.366 Ο Αραβαντινός, ο οποίος πρωτοδημοσίευσε το σχετικό χρυσόβουλο, αναφέρει πως Βλάχοι δουλοπάροικοι υπήρχαν στις αναφερόμενες στο χρυσόβουλο περιοχές ήδη πριν το 1080.367 Κατά τη διάρκεια των νορμανδικών επιδρομών, το 1082, ο Βοημούνδος φέρεται να κατέλαβε τα Ιωάννινα και την Άρτα με τη βοήθεια κάποιων Βλάχων της περιοχής, γεγονός που μάλλον δηλώνει την ήδη ισχυρή παρουσία τους στα εδάφη της Ηπείρου.368 Ανάμεσα στις διάφορες βλάχικες εγκαταστάσεις που αναφέρονται στο χρυσόβουλο υπάρχει κάποιο χωριό με το όνομα Σούχα, το οποίο περνούσε και πάλι στην ιδιοκτησία της μητρόπολης Ιωαννίνων και στο οποίο κατοικούσαν Βλάχοι απαλλαγμένοι από στρατιωτικές υποχρεώσεις. Το γεγονός αυτής της απαλλαγής θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην υπόθεση πως είχαν κάποιες άλλες υποχρεώσεις, πιθανά προς τη μητρόπολη Ιωαννίνων, όπως την καλλιέργεια των κτημάτων του χωριού ή τη βοσκή κοπαδιών. Το σημαντικότερο είναι πως το χωριό αυτό ταυτίζεται με το ομώνυμο χωριό Σούχα (Suhe) της περιοχής Αργυροκάστρου, όπου και σήμερα κατοικούν Βλάχοι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως Αρβανιτόβλαχοι.

Ο Κ. Κρυστάλλης, σχολιάζοντας και ερμηνεύοντας τα περιεχόμενα του χρυσόβουλου, συνδέει τις αναφερόμενες βλάχικες εγκαταστάσεις στα Καστανοχώρια των Ιωαννίνων με μετακινήσεις βλάχικων πληθυσμών από περιοχές της Βόρειας Ηπείρου, θεωρεί λοιπόν πως με το πέρασμα του χρόνου η εγκατάσταση κάποιου Κολωνιάτη Βλάχου, μαζί με τις εξαρτώμενες από αυτόν οικογένειες, οδήγησε στην οικιστική γέννηση του Κολωνιάτι, ενός οικισμού που βρισκόταν κοντά στη σημερινή Νεοκαισάρεια, νότια των Ιωαννίνων. Συνεχίζοντας, θεωρεί τον αναφερόμενο Κολωνιάτη Βλάχο ως αρχηγό μίας ομάδας-πατρίας που βρέθηκε στην περιοχή προερχόμενης από την περιοχή της Κολώνιας στη Βόρεια Ήπειρο. Για την αναφορά στο χρυσόβουλο περί Βλάχων στο χωριό Λουζέτσι, το σημερινό Ελληνικό Ιωαννίνων, επισημαίνει πως υπήρχε κάποια παράδοση στο χωριό Λουζάτι του Τεπελενίου (Luzat), και η οποία μιλούσε για μία ομαδική φυγή από αυτό κάποιων παλαιότερων κατοίκων του, πολύ πριν να εξισλαμιστεί το χωριό. Πιστεύει πως η ομάδα αυτή κατέληξε αρκετά νοτιότερα και δημιούργησε το Λουζέτσι. Επιπλέον ο Κρυστάλλης, όπως και ο Αραβαντινός, θεωρεί πως τα λεγάμενα Κατσανοχώρια των Ιωαννίνων και οι κάτοικοί τους, που ονομάζονταν Κατσάνοι, πήραν το όνομά τους από κάποια οικογένεια «φεουδαρχών» της περιοχής, τους Κασσιάνους ή Κατσιάνους, οι οποίοι έπαιξαν κάποιο ρόλο στα δρώμενα του 14ου αιώνα. Ο Κρυστάλλης εκφράζει την άποψη πως οι Κασσιάνοι ή Κατσιάνοι είχαν αρβανιτοβλάχικη καταγωγή. Η άποψη αυτή ίσως να είναι παρακινδυνευμένη, καθώς δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί οι συνθήκες που δημιούργησαν τους Αρβανιτόβλαχους, έτσι τουλάχιστον όπως τους γνωρίζουμε στους νεότερους χρόνους. Ίσως λοιπόν προέρχονται από πληθυσμούς που αργότερα γέννησαν τους Αρβανιτόβλαχους. Ως απόρροια της εγκατάστασης Βλάχων, αλλά και Αλβανών στα Καστανοχώρια ή Κατσανοχώρια, ο Κρυστάλλης θεωρεί την επιβίωση κάποιας συνθηματικής και συντεχνιακής γλώσσας στην περιοχή με πολλές βλάχικες και αλβανικές λέξεις. Βέβαια τα ελληνικά ήταν η μόνη γλώσσα που μιλούσαν οι κάτοικοι των Κατσανοχωρίων, τουλάχιστον από το 19ο αιώνα.369 Ωστόσο, από την άλλη μεριά, έχουμε την πληροφορία από το F. Pouqueville πως στις αρχές του 19ου αιώνα ο πληθυσμός των Κατσανοχωρίων, αλλά και άλλων ομάδων χωριών ανάμεσα στα Ιωάννινα και την Πίνδο, είχε μικτή σύνθεση Γκραίκων και Βλάχων.370 Παρά την έλλειψη πιο ισχυρών στοιχείων, το σημαντικό ίσως συμπέρασμα είναι πως υπήρχαν βλάχικες εγκαταστάσεις σε περιοχές της Βόρειας Ηπείρου-Νότιας Αλβανίας, τουλάχιστον από τον 11ο αιώνα, και πως, παρά τις πληθυσμιακές μετακινήσεις που σημειώθηκαν στους αιώνες που ακολούθησαν, κάποιες από αυτές διατηρήθηκαν, για να μας δώσουν αργότερα τον κλάδο των Αρβανιτόβλαχων. Ίσως τελικά, η παρουσία Βλάχων σε χωριά της Βόρειας Ηπείρου, όπως η Χοτοχόβα και η Σούχα, είναι περισσότερο διαχρονική από όσο αρχικά μπορεί να εκτιμηθεί λόγω του νομαδοκτηνοτροφικού, μέχρι πρόσφατα, χαρακτήρα των σημερινών Αρβανιτόβλαχων κατοίκων τους.

Τα έργα του Π. Αραβαντινού και του I. Λαμπρίδη είναι από τις λίγες ελληνικές βιβλιογραφικές πηγές όπου θησαυρίζονται πολλά στοιχεία για την ιστορική πορεία αυτού του κλάδου των Βλάχων και για το πώς κατέληξαν να θεωρούνται μία ιδιαίτερη ομάδα. Ο Αραβαντινός θεωρούσε πως το 10ο αιώνα οι πρόγονοι των Αρβανιτόβλαχων αποκόπηκαν από τον κύριο κορμό των Βλάχων στη Μακεδονία και βρέθηκαν εγκατεστημένοι στη δυτική πλευρά της Πίνδου σε περιοχές της Νέας Ηπείρου, που γειτνιάζουν με τη Μακεδονία, θα πρέπει βέβαια να εξετάζουμε με επιφυλακτικότητα την άποψη του Αραβαντινού, για το αν και κατά πόσο υπήρξε κάποτε ένας κάποιος συγκεντρωτικός κορμός βλάχικων πληθυσμών, από τον οποίο αποσπάστηκαν οι πρόγονοι των Αρβανιτόβλαχων. Οι περιοχές που αναφέρει πως πρωτοεγκαταστάθηκαν θα πρέπει να ταυτίζονται, λίγο ή πολύ, με περιοχές δυτικά και νότια των λιμνών της Πρέσπας και της Αχρίδας. Στη συνέχεια αναφέρει πως οι βλάχικοι αυτοί πληθυσμοί πιέστηκαν από τους Αλβανούς να μετεγκατασταθούν και να συγκεντρωθούν στην περιοχή του Νταγκλί, ανάμεσα σε αλβανόφωνους πληθυσμούς. Εκεί το αποτέλεσμα ήταν να έρθουν σε τόσο στενή επαφή με τους αλβανόφωνους, ώστε να καταλήξουν να γίνουν δίγλωσσοι και να μιλούν τόσο τα βλάχικα όσο και τα αλβανικά. Καταλήγει επισημαίνοντας πως αυτή η διγλωσσία τους στάθηκε η αιτία να ονομαστούν Αρβανιτόβλαχοι.371 Κατά πάσα πιθανότητα οι πρώτοι νομαδοκτηνοτρόφοι οικιστές της Μοσχόπολης ίσως είχαν κοινές ρίζες με τους Βλάχους που αργότερα και κυρίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εξελίχθηκαν στον ιδιαίτερο κλάδο των Αρβανιτόβλαχων.372

362. Λιάκος, Σωκράτης Ν., «Καταγωγή των Βλάχων ή Αρμονίων», Μικροευρωπαϊκές (Βαλκανικές) Μελέτες 2, Θεσσαλονίκη 1965, σελ.9-10. Brezeanu, Stelian, «Από τους εκλατινισμένους πληθυσμούς στους Βλάχους της Βαλκανικής», μετάφραση: Α.Ε. Καραθανάσης, Βαλκανική Βιβλιογραφία, Τόμος V-1976, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1979, σελ.449-467.
363. Hammond, N.G.L., «Migrations and invasions in Greece and adjacent areas», Noyes Press, Park Ridgen, New Jersey 1976, σελ.39-46.
364. Δήμου, Βασίλειος Απ., «Εθνολογικά στοιχεία στα έργα του Δημήτριου Χωματιανού», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου (Άρτα, 27-31 Μαΐου 1990), Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Άρτης «Ο Σκουφάς», σελ.279-302.
365. Παπαγεωργίου, Στέφανος Π., «Έλληνες Ευεργέτες, Άξιοι της Εθνικής Ευγνωμοσύνης», Εκδόσεις Παπαζήση, Δήμος Αθηναίων Πολιτισμικός Οργανισμός, Αθήνα 1997, σελ.71-75.
366. Αραβαντινός, Π., «Χρονογραφία της Ηπείρου», τόμος Β', Εν Αθήναις 1856, σελ.307- 311.
367. Αραβαντινός, Π. «Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων» (γράφηκε το 1865), Αθήνα 1903, σελ.30-31.
368. Θεοχαρίδης, Γεώργιος I., «Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους, 285- 1354», ΕΜΣ 55, Θεσσαλονίκη 1980, σελ.286.
369. Κρυστάλλης, ό.π., σελ.464-465.
370. Pouqueville, F., «Ταξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος», μετάφραση Παναγιώτας Γ. Κώτσου, Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1994, σελ.298. Pouqueville, F., «Ταξίδι στην Ελλάδα. Τα ηπειρωτικά», τόμος Α', Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1994, σελ.81-82.
371. Αραβαντινός, Π., «Περιγραφή της Ηπείρου», μέρος Α' (πρώτη έκδοση 1866), Ε.Η.Μ., Ιωάννινα 1984, σελ.196.
372. Κρυστάλλης, ό.π., σελ.403.