ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Δ. ΟΙ AΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ
4. Οι Αρβανιτόβλαχοι στην Ηπειρο και την Αλβανία μετά το 1821
Παρά τις όποιες διώξεις και τις σίγουρες μετακινήσεις ο κύριος όγκος των Αρβανιτόβλαχων παρέμεινε στις περιοχές της Ηπείρου και της Αλβανίας. Ο Π. Αραβαντινός υπολογίζει πως γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα ο πληθυσμός των νομάδων Αρβανιτόβλαχων στην Ήπειρο, βόρεια και νότια, ήταν κάπου ανάμεσα στις 1.500 με 2.000 οικογένειες.389 Σε αναλυτικότερες καταγραφές του αναφέρει πως 500 περίπου οικογένειες νομάδων Αρβανιτόβλαχων βρίσκονταν σκορπισμένες σε διάφορα χωριά της Πρεμετής, όπου και σήμερα υπάγεται διοικητικά η περιοχή του Νταγκλί. Κάνει κάποια ιδιαίτερη αναφορά για 20 οικογένειες Αρβανιτόβλαχων μόνιμα εγκατεστημένων στο χωριό Οστρίτσα (Odriçan), το οποίο σήμερα υπάγεται στην επαρχία Πρεμετής. Επίσης επισημαίνει την ύπαρξη άλλων 200 οικογενειών νομάδων Αρβανιτόβλαχων στην περιοχή της Αυλώνας, πέρα από 20 οικογένειες Βλάχων στην πόλη της Αυλώνας και άλλες 40 οικογένειες Αρβανιτόβλαχων στη γειτονική Σελενίτσα (Seleniçë). Οι οικογένειες της Σελενίτσας ζούσαν σταθερά εκεί δουλεύoντας στα ορυχεία της πίσσας και κυρίως ως αγωγιάτες.390 Ο I. Λαμπρίδης αναφέρει ότι γύρω στα 1888 υπήρχαν 143 αρβανιτοβλάχικες οικογένειες στο Μετζιτιέ, το σημερινό Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου, 19 οικογένειες στα Καλύβια Πογδόριανης, σημερινό Παρακάλαμο (Πογδόριανη) Ιωαννίνων και 16 οικογένειες στον οικισμό Λουτρό κοντά στον Παρακάλαμο. Όλες αυτές οι οικογένειες προέρχονταν από το Μπιτσικόπουλο, το οποίο καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε ύστερα από ληστρικές επιθέσεις γύρω στα 1840.391
Στα 1853, οι οθωμανικές αρχές βοηθούν στη δημιουργία ενός νέου οικισμού για τους Αρβανιτόβλαχους του Μπιτσικόπουλου. Το νέο χωριό που θεμελιώθηκε όχι πολύ μακριά από το παλιό ονομάστηκε Μετζιτιέ, τιμώντας τον τότε σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α'.392 Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των Αρβανιτόβλαχων του Μπιτσικόπουλου είχαν φύγει για το νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος, για να δημιουργήσουν αργότερα τα επτά σημερινά βλαχοχώρια της Αιτωλοακαρνανίας. Πολλοί όμως Αρβανιτόβλαχοι του Μπιτσικόπουλου σκόρπισαν σε μικρότερες ομάδες και βρίσκονται ακόμη εγκατεστημένοι σε διάφορα χωριά κυρίως του Πωγωνίου αλλά και των Κουρέντων. Το 1878, μετά τη συμμετοχή τους στο τότε επαναστατικό κίνημα, ένας σημαντικός αριθμός Αρβανιτόβλαχων κατέφυγε στην Κέρκυρα, αλλά και τη Λευκάδα, τόσο από το ίδιο το Κεφαλόβρυσο ή Μετζιτιέ όσο και από το χειμαδιό που είχαν στο Λυκούρσι των Αγίων Σαράντα. Στην Κέρκυρα οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν λίγο έξω από την πόλη της Κέρκυρας, στη σημερινή συνοικία της Γαρίτσας. Το 1889 ο G. Weigand αναφέρει πως οι Αρβανιτόβλαχοι της Γαρίτσας αριθμούσαν γύρω στις 2.000 ψυχές.393 Αν και εκ των πραγμάτων στην Κέρκυρα έπαψαν να είναι νομαδοκτηνοτρόφοι και πολύ γρήγορα απώλεσαν τη βλάχικη γλώσσα, οι Αρβανιτόβλαχοι της Κέρκυρας διατήρησαν τη μνήμη της βλάχικης καταγωγής τους όπως και το διαφορετικό ενδυματολογικό τους τύπο μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Το 1880, ο I. Λαμπρίδης μας δίνει τα ονόματα 17 χωριών της Πρεμετής και της περιοχής της Ζαγοριάς όπου κατοικούσαν και Αρβανιτόβλαχοι.394 Τα ονόματα αυτών των χωριών είναι: Τόποβα, Ιλιάρα, Ζέι, Μαλιέσοβο, Μπρέζιανη, Γράμποβο Πέρα, Άργοβα, Μπούχαλη, Λίπα, Ελεούσα, Μαντιλιόνη, Γκίγκαρη, Πουντάρα, Κούταλη, Κοσήνα, Χοτοχόβα και Λιάψκα.395 Για τη Χοτοχόβα μάλιστα μας δίνει αναλυτική καταγραφή των κατοίκων της. Αναφέρει λοιπόν πως κατοικούσαν 34 χριστιανικές οικογένειες, πιθανότατα αλβανόφωνες, 10 οικογένειες Τσιγγάνων, 23 οικογένειες Οθωμανών, πιθανότατα μουσουλμάνων Αλβανών, και 18 οικογένειες Βλάχων. Θα μπορούμε να υποθέσουμε πως ανάλογη ήταν η πληθυσμιακή σύνθεση και των υπόλοιπων χωριών. Στην πατριαρχική απογραφή των βλάχικων πληθυσμών του 1905 αναφέρονται Βλάχοι κάτοικοι, σίγουρα Αρβανιτόβλαχοι, σε 10 χωριά της Πρεμετής που εκκλησιαστικά υπάγονταν στη μητρόπολη Κορυτσάς. Αναφέρονται 187 συνολικά οικογένειες και αναλυτικότερα 25 οικογένειες στην Κοσόβα, 36 οικ. στην Κοσίνα, 20 οικ. στην Κούταλη, 10 οικ. στο Μποντάρι, 20 οικ. στο Μπαντιλιόνι, 20 οικ. στην Πρεμετή, 10 οικ. στην Οδρίτσανη, 20 οικ. στη Χοτοχόβα, 15 οικ. στο Κιλαρίστι και 11 οικ. στο Τρεμπιζίστι.396 Την ίδια περίοδο (1910) και σύμφωνα με στοιχεία των ελληνικών προξενικών αρχών, στο καζά της Πρεμετής αναφέρονται να υπήρχαν συνολικά 247 οικογένειες και περίπου 1.235 Αρβανιτόβλαχοι. Αναλυτικότερα αναφέρονται 10 οικογένειες στη Μπούχαλη, 22 οικογένειες στην Πρεμετή, 20 οικογένειες στο Μπαντιλιόνι, 14 οικ. στη Χοτοχόβα, 25 οικ. στην Κοσόβα, 35 οικ. στην Κοσίνα, 28 οικ. στα χωριά Κούταλη και Μποντάρι, 4 οικ. στην Πρεμίστα (;), 25 οικ. στο Κιλαρίστι, 6 οικ. στο Πριμποσίτι (;), 35 οικ. στη Φράσαρη, 20 οικ. στη Γκορόσιανη και 3 οικ. στη Γορίτσα (;).397 Χαρακτηριστική είναι η κατάσταση που παρουσίαζε το χωριό Ζαβαλιάνη της περιοχής του Νταγκλί το 1906-1907. Στο χωριό κατοικούσαν κυρίως πλούσιοι Τουρκαλβανοί μπέηδες με εντυπωσιακά σπίτια, υπήρχαν επίσης και 10 φτωχές αρβανιτοβλάχικες οικογένειες που διατηρούσαν την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής και τα παιδιά τους πήγαιναν στο εκεί μικρό ελληνικό σχολείο. 398
Παρά τα λάθη και τις παραλήψεις τους, οι στατιστικές του G. Weigand (1889) και του Πατριαρχείου (1905) αποτελούν ίσως τις καλύτερες πηγές για τον εντοπισμό των οικισμών ή καλύτερα των χειμαδιών των Μουζακιαραίων στις κεντρικές περιοχές της σημερινής Αλβανίας. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι Μουζακιαραίοι αποτελούν απλά μία υποομάδα των Αρβανιτόβλαχων, οι οποίοι συνήθιζαν να παραχειμάζουν στις χέρσες τότε πεδινές εκτάσεις της Μουζακιάς ανάμεσα στο Δυρράχιο, την Αυλώνα και το Μπεράτι, κατά μήκος της παραλίας της Αδριατικής και των χαμηλών κοιλάδων των ποταμών Σκούμπη ή Γεννούσου, Σέμαν ή Άψου και Βοϊούσα ή Αώου. Αν και παραμένει άγνωστο πόσο παλιά είναι η πρακτική των Μουζακιαραίων να παραχειμάζουν σε αυτές τις περιοχές, οι ρίζες αυτής της παραδοσιακής πρακτικής μοιάζουν να χάνονται στους μεσαιωνικούς ακόμη χρόνους. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα οι Μουζακιαραίοι σχημάτιζαν εδώ ίσως μέχρι και 50 μικρά και μεγάλα χειμαδιά. Τα περισσότερα από αυτά ήταν ολιγοπληθή και βρίσκονταν δίπλα στους μικρούς και φτωχούς κολιγικούς οικισμούς του κάμπου. Μεγαλύτερες συγκεντρώσεις παρατηρούνταν γύρω από τις πόλεις της Αυλώνας, του Φιερίου, του Μπερατίου, της Λούσνιας, της Καβάγιας και του Δυρραχίου, θα πρέπει όμως να επισημανθεί πως, τουλάχιστον από το 1769 και μετά, σε αυτές τις περιοχές και ιδιαίτερα στις πολιτείες οι νομαδοκτηνοτρόφοι Αρβανιτόβλαχοι - Μουζακιαραίοι συνυπήρχαν με παροικίες εδραίων εμποροβιοτεχνών Βλάχων που βρέθηκαν οριστικά εδώ μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης και των βλάχικων οικισμών γύρω από αυτή. Αυτή η συμβίωση, αρχικά τουλάχιστον κατά τους χειμερινούς μήνες, έφερε τις δύο ομάδες σε στενότερη επαφή. Το πέρασμα του χρόνου και οι μεταξύ τους επιγαμίες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, κάνουν δύσκολο πια το διαχωρισμό τους. Ο Weigand αναφέρει πως γύρω στα 1889 στα 40 χειμαδιά των Μουζακιαραίων που κατέγραψε υπήρχαν 738 νομαδοκτηνοτροφικά σπιτικά και ίσως περισσότερες από 4.000 ψυχές.399 Το 1905 στη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναφέρονται 1.352 βλάχικες οικογένειες στην επικράτεια της μητρόπολης Βελεγραδών και 799 βλάχικες οικογένειες στην επικράτεια της μητρόπολης Δυρραχίου. Αν από αυτές τις οικογένειες αφαιρέσουμε τους Βλάχους κατοίκους των πόλεων και των οικισμών με εδραίους Βλάχους κατοίκους, τότε ο αριθμός των νομαδοκτηνοτρόφων Μουζακιαραίων ίσως ήταν γύρω στις 869 οικογένειες, οι οποίες μάλλον αριθμούσαν περισσότερες από 4.500 ψυχές και κατοικούσαν σε 43 χειμαδιά και οικισμούς.400
Τα χωριά που αναφέρονται από το Λαμπρίδη, το Πατριαρχείο, το Weigand και τις ελληνικές προξενικές αρχές δεν αντιπροσωπεύουν σε καμία περίπτωση το σύνολο των οικισμών της Βορείου Ηπείρου - Νοτίου Αλβανίας και της Κεντρικής Αλβανίας όπου κατοικούσαν Αρβανιτόβλαχοι στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα νομαδικό στην πλειοψηφία του πληθυσμό, τότε είναι εύκολο να κατανοήσουμε τη μεγαλύτερη διασπορά του σε δεκάδες χωριά και πόλεις της περιοχής.401 Ιδιαίτερα μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας στην Αλβανία και οι τελευταίοι νομάδες Αρβανιτόβλαχοι εγκαταστάθηκαν οριστικά σε διάφορους οικισμούς και κυρίως στα πρώην χειμαδιά τους στις επαρχίες Αγίων Σαράντα, Δέλβινου, Αργυρόκαστρου, Πρεμετής, Κολωνίας, Κορυτσάς, Αυλώνας, Φιερίου, Μπερατίου, Ελβασάν, Τιράνων, Λούσνιας, Καβάγιας και Δυρραχίου.402
Τελικά η διασπορά τους σε όλες σχεδόν τις νότιες και κεντρικές επαρχίες της Αλβανίας είναι μάλλον ο κανόνας. Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως κατά τη διάρκεια του 19ου και μέχρι το 1914 η αέναη αναζήτηση χειμαδιών οδηγούσε κάποιους νομάδες Αρβανιτόβλαχους της Μουζακιάς και της Κολώνιας να περνούν κάθε χειμώνα με τα κοπάδια τους στο μικρό νησί Σάσων, στον κόλπο του Αυλώνα, όπου για πολλές δεκαετίες φαίνεται πως ήταν οι μόνοι κάτοικοί του, έστω και περιοδικά.403
Η οριστική χάραξη των συνόρων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία δημιούργησε προβλήματα στη ζωή πολλών αρβανιτοβλάχικων φαλκαριών που κινούνταν, κατά παράδοση, ανάμεσα στα βουνά της Βορείου Ηπείρου-Νοτίου Αλβανίας και τα χειμαδιά τους, που βρίσκονταν στο ελληνικό πια έδαφος και κυρίως στο νομό Θεσπρωτίας και την επαρχία Πωγωνίου. Ένας σημαντικός αλλά απροσδιόριστος αριθμός οικογενειών πέρασε οριστικά στην Ελλάδα και αναζήτησε νέα θερινά λιβάδια στα βουνά του ελληνικού τμήματος της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας από όπου κάποιες ομάδες οικογενειών κατέληξαν, όπως θα εξετάσουμε, στην Κρύα Βρύση των Γιαννιτσών. Το 1923 καταγράφηκαν 531 οικογένειες νομάδων Αρβανιτόβλαχων στους νομούς Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας. Αναλυτικότερα αναφέρεται πως υπήρχαν 19 οικογένειες στην επαρχία Ιωαννίνων, 105 οικογένειες στην επαρχία Ηγουμενίτσας, 224 οικογένειες στην επαρχία Φιλιατών, 136 οικογένειες στην επαρχία Μαργαριτίου και 47 οικογένειες στην επαρχία Παραμυθιάς.404
Στους αριθμούς αυτούς είναι σίγουρο πως δεν περιλαμβάνεται το σύνολο των Αρβανιτόβλαχων της Ηπείρου, όπως οι κάτοικοι του Κεφαλόβρυσου, και σίγουρα δεν καταγράφηκαν ανάμεσά τους αυτοί που είχαν ήδη εγκατασταθεί οριστικά σε κάποιους οικισμούς. Πολλοί από αυτούς συνέχισαν τη ζωή των νομαδοκτηνοτρόφων μέχρι τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο οι περισσότεροι από αυτούς αποκαταστάθηκαν σταδιακά και οριστικά σε χωριά και πόλεις των νομών Θεσπρωτίας και Πρέβεζας στο κενό που άφησαν μουσουλμάνοι Αλβανοί της περιοχής, οι γνωστοί Τσάμηδες, αλλά και σε διάφορα χωριά των περιοχών του Πωγωνίου και των Κουρέντων στο νομό Ιωαννίνων. Οι σημαντικότερες σήμερα εγκαταστάσεις τους σε χωριά και πόλεις των νομών Θεσπρωτίας και Πρέβεζας είναι στη Σαγιάδα, το Ασπροκκλήσι, την Ηγουμενίτσα, τον Άγιο Βλάσιο (Σούβλιασι), τον Παραπόταμο (Βάρφανη), την Πλαταριά, τους Μύλους (Σκέφαρι), την Παραμυθιά, τα Αμπέλια (Βρέστας), τη Ραχούλα (Τσιφλίκι), τον Ξηρόλοφο (Ζελεσό),το Καρβουνάρι, το Σκάνδαλο, τη Χόικα, την Πέρδικα (Αρπίτσα), τη Μηλοκοκκιά, την Καταβόθρα (Λιγοράτι), το Μαργαρίτι, την Καλουδίκη, τη Μόρφη (Μορφάτι), την Τζάρα, την Πάργα και τον μεγαλύτερο οικισμό τους, το Θέμελο (Ταμπάνια) στο νομό Πρέβεζας.405 Από τα χρόνια του μεσοπολέμου, στις επαρχίες Πωγωνίου και Ιωαννίνων εκτός από το Κεφαλόβρυσο και τον Παρακάλαμο (Πογδόριανη) μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες Αρβανιτόβλαχων βρέθηκαν εγκατεστημένες και στα χωριά Βήσσανη (Φραστανά), Κάτω Μερόπη, Πωγωνιανή, Δόλο, Δελβινάκι, Λίμνη, Άνω και Κάτω Ραβένια, Σιταριά, Κουκλιοί, Πρωτόπαππας και Χρυσορράχη.406
389. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Α', ό.π., σελ.196. Αραβαντινός, Χρονογραφία, τόμος Β', ό.π., σελ.147.
390. Αραβαντινός, Μονογραφία, ό.π., σελ.49-50.
391. Λαμπρίδης I., «Ηπειρωτικές Μελέτες, τεύχος 2. Ο Τεπελενλής Αλή Πασάς», Εν Αθήναις 1887, σελ.8. Λαμπρίδης I., «Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 5, Μαλακασιακά, μέρος Β', Μέτσοβον και Σεράκου», Εν Αθήναις 1888, σελ.12. Για την εγκατάσταση των Αρβανιτόβλαχων στο Παρακάλαμο (Πογδόριανη) και τα γύρω χωριά βλέπε: Γκόγκος, Ανδρέας, Κ., «Παρακάλαμος, Α' τόμος, από τα προϊστορικά χρόνια ως την απελευθέρωση το 1913», Δωδώνη, Γιάννενα 1995, σελ.753-761. Στην απογραφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στα 1905, αναφέρεται πως στο Κεφαλόβρυσο κατοικούσαν 1.620 βλάχικες οικογένειες (περισσότερες από 8.000 ψυχές), αριθμός πραγματικά εντυπωσιακός, αν αναλογιστούμε πως σε αυτή την στατιστική η μόνη μεγαλύτερη βλάχικη εγκατάσταση ήταν αυτή του Μοναστηριού με 2.107 βλάχικες οικογένειες.
392. Αλεξάκης, Ελευθέριος Π., «Χορός, εθνοτικές ομάδες και συμβολική συγκρότηση της κοινότητας στο Πωγώνι της Ηπείρου, μελέτη μίας περίπτωσης», Εθνογραφικά τόμος 8, σελ.71-86.
393. Weigand, G., «Die Aromunen», τόμος A', Leipzing 1895, σελ.292.
394. Λαμπρίδης I., «Περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων», μέρος Β", Εν Αθήναις 1880, σελ.235.
395. Τα σημερινά αλβανικά ονόματά τους είναι: Topovë, Ιliar, Zheji, Maleshovë, Mbrezhdan, Grabovë, Argovë, Buhal, Lipë, Leuse, Badëlonjë, Gjinkar, Bodar, Kutal, Kosinë, Hotovë και Lupckë.
396. Πατριαρχικό Τυπογραφείο, «Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηρός καταστάσεως, εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου 1906», Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. μθ'.
397. Κολτσίδας, Αντώνιος Μιχ., «Ιδεολογική Συγκρότηση και Εκπαιδευτική Οργάνωση των Ελληνόβλαχων στο Βαλκανικό Χώρο, 1850-1913», Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1994, σελ.547-549.
398. Πλατάρης, Γ., «Το σημειωματάρι ενός Μετσοβίτη, 1871-1943», Αθήνα 1972, σελ.70.
399. Weigand, G., «Die Aromunen», Α' τόμος, Leipzing 1895, σελ.289-291, αναλυτικότερα: Dusnik 10 σπ., Kilbisire 15 σπ., Schkjepur 20 σπ., Pobrat 15 σπ., Kaflan 10 σπ., Radostina 13 σπ., Kruegjata 15 σπ., Pojani 15 σπ., Sopi 12 σπ., Kolkondasi 20 σπ., Levani 20 σπ., Skrofotina 20 σπ., Tserkovina 40 σπ., Goristan 20 σπ., Kutali 10 σπ., Svernesi, Mefoli, Armenia, Skapari, Kolonia 40 σπ., Tsuplak 3 σπ., Liboftsa 20 σπ., Imista 20 σπ., Driza 5 σπ., Kossova 40 σπ., Uragurta 10 σπ., Suljani 15 σπ., Vadisa 10 σπ., Schtulas 10 σπ., Levan-Schaban 30 σπ., Levan-Samar 30 σπ., Frakula 20 σπ., Duviak 40 σπ., Kruate 20 σπ., Garmani 20 σπ., Miza 30 σπ., Kurekukje 20 σπ., Baburi 20 σπ., Kjatra 20 σπ., Gradiste 40 σπ., σύνολο 738 σπίτια.
400. Πατριαρχικό Τυπογραφείο, ό.π., σελ. μδ'-μθ'., αναλυτικότερα. Μητρόπολη Βελαγραδών: Φράκουλα 62 οικογένειες, Απολλωνία 32 οικ., Λιμπόφσα 21 οικ., Κολώνια 38 οικ., Διβιάκα 42 οικ., Γραμπιάνη 42 οικ., Γραδίστα 38 οικ., Μπουμπουλιμάνι 16 οικ.. Άνω Κρούατη 5 οικ., Κάτω Κρούατη 5 οικ., Γούρεζα 22 οικ., Τσέρμα 22 οικ., Βορτόπη 10 οικ., Δομπρονίκη 10 οικ., Δουσνίκη 15 οικ., Κονιοβάλτα 12 οικ., Σεκίστα 26 οικ., Σβερνέτση 8 οικ., Σκέπουρη 27 οικ., Σέλιστα 10 οικ., Κοσσόβα 8 οικ., Μεκάτιον 73 οικ., Μιφόλιον 30 οικ., Μποστρόβα 32 οικ., Πετροχόνδη 32 οικ., Πόσνια 20 οικ., Κούμανη 9 οικ., Σελενίτσα 47 οικ., Τσερβένη 30 οικ., στάνη Σίνια 5 οικ., Κελμπεσίρα 10 οικ.. Μητρόπολη Δυρραχίου: Σιναβλάς 7 οικ., Σσύχδη 10 οικ., Αράπα 4 οικ., Πιέσκιζα 20 οικ., Ρεθ 4 οικ., Λαγασέν 7 οικ., Ιούπα 2 οικ., Δουσκ 8 οικ., Ρούσκιλ 3 οικ., Μπλούτανι 12 οικ., Βήλλα 17 οικ., Γκρεθ 15 οικ., Σύνολο 869 οικογένειες. Βλέπε επίσης και Rubin, A., «Les Roumains de la Macédoine», Bucarest 1913, όπου δίνεται ένας ανάλογος και σίγουρα υπερβολικός κατάλογος 130 και πλέον χωριών της Κεντρικής Αλβανίας όπου φέρονται να κατοικούσαν Αρβανιτόβλαχοι.
401. Για τη σημερινή διασπορά τους στην Αλβανία βλέπε Winnifrith, Τ. J., «Shattered Eagles, Balkan Fragments», Duckworth, London 1995, σελ.56-70 και χάρτης 4. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Καταγωγή και επίτομη ιστορία των Βλάχων της Αλβανίας», Επιτροπή Ενημέρωσης για τα Εθνικά θέματα, Σειρά Μελετημάτων Αυτοτελών και σε Ανάτυπα, Ιωάννινα 1994, σελ.43-44.
402. Blanc, Andre, «L’evolution contemoraire de la vie pastorale en Albanie meridionale», Revue de Geographic Alpine, Vol.51, No 3,1963, σελ.424-461. Για τους οικισμούς όπου κατοικούν Βλάχοι (1995) και τους πληθυσμούς τους στις επαρχίες Αγίων Σαράντα, Δέλβινου και Αργυροκάστρου βλέπε: Βερέμης, Θ.-Κουλουμπής θ.- Νικολακόπουλος Η., «Ο Ελληνισμός της Αλβανίας», Βιβλιοθήκη Διεθνών Ευρωπαϊκών Μελετών, Πανεπιστήμιο Αθηνών-ΕΛΙΑΜΕΠ, Εκδόσεις Ι.Σιδέρης, Αθήνα 1995, σελ.51-58, 160, 214, 223. Ενδεικτικά και με επιφύλαξη αναφέρεται πως σύμφωνα με την «Ένωση Βλάχων Αλβανίας» και τον πρόεδρό της βουλευτή Κορυτσάς Χρήστο Γκότση οι Βλάχοι της Αλβανίας αριθμούν (1997) περίπου 250.000 ψυχές, αναλυτικότερα ανά επαρχία και κατά προσέγγιση: Άγιοι Σαράντα 4.000, Αργυρόκαστρο 8.000, Τεπελένι 1.000, Πρεμετή 20.000, Ερσέκα 5.000, Κορυτσά 40.000, Πόγραδετς 12.000, Αυλώνα 16.000, Φιέρι 22.000, Μπεράτι 30.000, Κουτσόβα 25.000, Ελβασάν 15.000, Λούσνια 16.000, Καβάγια 10.000, Δυρράχιο 7.000, Τίρανα 22.000. Σωτηρίου, Στέφανος Ν., «Οι Βλαχόφωνοι του ευρωπαϊκού και βαλκανικού χώρου». Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 1998, σελ.77.
403. Αραβαντινός, Χρονογραφία, τόμος Α', ό.π., σελ.145. Pouqueville, F., «Ταξίδι στην Ελλάδα. Τα ηπειρωτικά», Τόμος Α', Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1994, σελ.28-30.
404. Καραβίδας, Κ.Δ., «Αγροτικά», φωτογραφική ανατύπωση από την έκδοση του 1931, Εκδόσεις Παπαζήση, σελ.55.
405. Μουσελίμης, Σπυρ. Γ., «Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία», Θεσσαλονίκη 1976, σελ.91,98-99,106,109-111,115. Dahmen, Wolfgang-Kramer, Johannes, «Aromunischer Sprachatlas», Band I, Balkan Archiv, Neue Folge-Beiheft, Hamburg 1985, σελ.14-15.
406. Αλεξάκης, ό.π.. Γκόγκος, ό.π..