ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Γ. ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΠΙΝΔΟΥ. TΑ ΒΛΑΧΟΧΩΡΙΑ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ
1.3. ΟΙ ΚΟΥΠΑΤΣΑΡΑΙΟΙ.
Στην περιοχή των Γρεβενών, εκτός από τα γνωστά βλαχοχώρια, συναντούμε και μία άλλη ιδιαίτερη ομάδα χωριών η οποία παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για την παλαιότερη έκταση των βλάχικων οικισμών. Είναι τα κουπατσιοχώρια ή αλλιώς τα χωριά των Κουπατσιαραίων. Αν και για πολλές γενιές τα περισσότερα από αυτά τα χωριά παρουσιάζονται να είναι αποκλειστικά ελληνόφωνα, έχουν γραφτεί κατά καιρούς απόψεις που τα παρουσιάζουν να ήταν άλλοτε βλαχοχώρια ή χωριά που είχαν και βλάχικο πληθυσμό, ο οποίος όμως με τα χρόνια αφομοιώθηκε και χάθηκε μαζί με τη βλάχικη γλώσσα. Τα κυριότερα από τα χωριά των Κουπατσιαραίων βρίσκονται στα δυτικά της πόλης των Γρεβενών και είναι: ο Δοξαράς (Μπούρα), η Κυρακαλή, ο Έλατος (Ντιβράνι), το Κάστρο, Αναβρυτά (Βραστινό), η Καληράχη (Βραβονίστα), η Αετιά (Τσουριάκας), το Μεσολούρι, το Πρόσβορο (Δέλνο ή Δέλβινο), η Αλατόπετρα (Τούζι), το Δοτσικό (Ντούσκο), οι Φιλιππαίοι (στα βλάχικα Φιλκλί ή Φιρκλί), το Πολυνέρι (Βοντεντσκό), το Πανόραμα (Σαργαναίοι, στα βλάχικα Σιάργκανλι), η Λάβδα, το Περιβολάκι (Λιπινίτσα), ο Ζιάκας (Τίστα), το Σπήλαιο, το Τρίκωμο (Ζάλοβο), το Παρόρειο (Ριάχοβο), ο Σταυρός (Παλιοχώρι), το Κοσμάτι (στα βλάχικα Κουσμάτσλι), ο Σιταράς (Σίτοβο), οι Μαυραναίοι (στα βλάχικα Μαβράνλε), το Μαυρονόρος, το Κηπουριό (στα βλάχικα Τσιπουρίε), η Λαγκαδιά (Ζάπαντο, Ζαπανταίοι), το Μικρολίβαδο (Λαμπανίτσα) και το Μοναχίτι (στα βλάχικα Μουναχίτλου).[1] Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί πως η έκταση και ο αριθμός των κουπατσιοχωριών δε μπορούν να οριστούν με ακρίβεια. Ανάμεσά τους θα πρέπει να συνυπολογίζονται και χωριά που βρίσκονται βόρεια και νότια της πόλης των Γρεβενών, όπως τα χωριά Καλαμίτσι, Μεσόλακκος (Ζγκόστι), Καλόχι, Ελευθεροχώρι, Φελλί, Δεσπότης (Σχίνοβο), Πηγαδίτσα, Αιμηλιανός (Γκριντάδες), Μελίσσι (Πλέσια), Άγιοι Θεόδωροι, Σιταράς, Διάκος (Λιμπίνοβο), Ανθρακία κ.α..[2]
Όταν από τα μέσα περίπου του 17ου αιώνα άρχισε ο σταδιακός εξισλαμισμός των κατοίκων πολλών χωριών της άνω κοιλάδας του Αλιάκμονα στις περιοχής των Γρεβενών, της Ανεσελίτσας (επαρχία Βοϊου Κοζάνης) και της Καστοριάς αρκετοί Κουπατσαραίοι έγιναν μουσουλμάνοι, διατηρώντας όμως την χρήση της ελληνικής γλώσσας και πολλά από τα παλιά χριστιανικά έθιμά τους. Οι εξισλαμισμένοι ελληνόφωνοι κάτοικοι αυτών των περιοχών επικράτησε να είναι περισσότερο γνωστοί με το όνομα Βαλαάδες. Επίσης ήταν γνωστοί με το όνομα Φούτσιδες, (από το αδελφούτσι), ενώ οι Βλάχοι της περιοχής των Γρεβενών τους αποκαλούσαν και Βλαχούτσοι. Ανάμεσα στα χωριά των Κουπατσαραίων που προαναφέρθηκαν και σύμφωνα με ελληνική στατιστική του 1923 τα χωριά Αναβρυτά (Βραστινό), Κάστρο, Κυρακαλή και Πηγαδίτσα κατοικούνταν αποκλειστικά από μουσουλμάνους, δηλαδή Βαλαάδες, ενώ στα χωριά Έλατος (Ντιβράνι), Δοξαράς (Μπούρα), Καλαμίτσι, Φελλί, και Μελίσσι (Πλέσια) κατοικούσαν μουσουλμάνοι Βαλαάδες και χριστιανοί Κουπατσαραίοι. Βαλαάδες κατοικούσαν επίσης στην πόλη των Γρεβενών όπως και σε άλλα χωριά στα βόρεια και τα ανατολικά της πόλης.[3] Θα πρέπει να επισημανθεί πως ο όρος Βαλαάδες δε χαρακτήριζε μόνο τους ελληνόφωνους μουσουλμάνους της περιοχής των Γρεβενών αλλά και αυτούς της Ανεσελίτσας. Το 1924, κατά την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, παρά τις αντιρρήσεις, ακόμη και των ίδιων των Βαλαάδων, έφυγαν και οι τελευταίοι από αυτούς σαν ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι. Μέχρι τότε εξακολουθούσαν να μιλούν σχεδόν μόνο ελληνικά. Πολλοί από τους απογόνους των Βαλαάδων της Ανεσελίτσας (επαρχία Βοϊου), σκορπισμένοι σε διάφορα μέρη της Τουρκίας και ιδιαίτερα στην Ανατολική Θράκη (Kumburgaz, Buyukcekmece, Catalca κ.α.) εξακολουθούν να μιλούν την ελληνική διάλεκτο της Δυτικής Μακεδονίας. Ιδιαίτερα ενδεικτικό είναι το γεγονός πως τη γλώσσα που μιλούν την ονομάζουν "ρουμέικα".[4] Αξίζει κανείς να αναφερθεί στην πρόσφατη έρευνα του Κεμάλ Γιαλτσίν η οποία μας αποκάλυψε με ανθρωπιά την τύχη των 120 περίπου οικογενειών των Αναβρυτών και του Κάστρου που ακολούθησαν την ανταλλαγή των πληθυσμών. Από τη Θεσσαλονίκη πήραν τα καράβια των ανταλλαξίμων για τη Σμύρνη και από εκεί βρέθηκαν συλλογικά εγκατεστημένες στο χωριό Χονάζ κοντά στο Ντενιζλί.[5]
Τα χωριά των Κουπατσιαραίων υπήρξαν μάλλον φτωχοί γεωργοκτηνοτροφικοί οικισμοί με πολύ μικρό αριθμό κατοίκων, σε σύγκριση τουλάχιστον με τα γειτονικά βλαχοχώρια, αν και ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα σε ορισμένα από αυτά είχε αναπτυχθεί η ημινομαδική κτηνοτροφία κατά το πρότυπο των βλαχοχωριών.[6] Σήμερα, τα χωριά Δοτσικό και Μεσολούρι, κοντά στη Σαμαρίνα, δεν κατοικούνται πια το χειμώνα, καθώς οι κάτοικοι τους ακολούθησαν πιστά τα πρότυπα του ημινομαδικού βίου. Μία από τις επικρατέστερες απόψεις για την ετυμολογική προέλευση του ονόματος Κουπατσιάρης είναι πως προέρχεται από τη βλάχικη λέξη "κουπάτσιου" που σημαίνει βελανιδιά και ιδίως τα νεόφυτα γύρω από τον κύριο κορμό του δένδρου. Ίσως λοιπόν ονομάστηκαν Κουπατσαραίοι καθώς ζούσαν σε μία περιοχή όπου άλλοτε επικρατούσαν δάση βαλανιδιάς. Ωστόσο, ο G. Weigand αναφέρει πως η ετυμολόγηση του ονόματος Κουπατσιάρης είναι πιθανότερο να προέρχεται από τη σλάβικη λέξη "κουπάτς" που σημαίνει σκαφτιάς-γεωργός και που ταιριάζει περισσότερο στους κατοίκους της περιοχής, καθώς οι περισσότεροι ήταν γεωργοί.[7] Σύμφωνα με την έρευνα της Ρίκη Βαν Μπουσχότεν, όποια και να είναι η σωστή ετυμολόγηση, ο όρος Κουπατσιάρης μοιάζει να εμπεριέχει κάποια υποτιμητική διάκριση και αυτό γιατί οι Βλάχοι περιφρονούσαν τους ανθρώπους που κατοικούσαν σε χαμηλότερους οικισμούς και ασχολούνταν με τη γεωργία. Ωστόσο τα αρνητικά αισθήματα ήταν μάλλον αμοιβαία και σήμερα οι Κουπατσαραίοι θεωρούν μάλλον προσβλητικό να χαρακτηρίζονται ως Βλάχοι. Πέρα από τα όποια πολιτικά και ιστορικά γεγονότα και καταστάσεις που ενίσχυσαν αυτά τα αισθήματα (Μακεδονικός Αγώνας, Κατοχή), τα βαθύτερα και πραγματικά αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν στο διαφορετικό ρόλο Βλάχων και Κουπατσαραίων στην τοπική οικονομία και στις κοινωνικές αντιθέσεις που γεννούσε.[8]
Το 1856 ο Π. Αραβαντινός παρουσίασε τα περισσότερα από τα χωριά των Κουπατσαραίων να ανήκουν στη διοικητική διαίρεση της περιοχής των Γρεβενών η οποία ήταν γνωστή με το όνομα "Βλάχ Κολ" ή περιοχή των Βλάχων. Στην περιοχή αυτή, σύμφωνα με το όνομα, θα πρέπει να υποθέσουμε πως επικρατούσε το βλάχικο πληθυσμιακό στοιχείο. Επιπλέον σημειώνει πως σχεδόν σε όλα τα χωριά του "Βλαχ Κολ" μιλιόταν τόσο τα ελληνικά, όσο και τα βλάχικα. Όμως το 1865 στη μονογραφία τους για τους Βλάχους δεν περιλαμβάνει τα κουπατσιάρικα χωριά ανάμεσα στα αδιαμφισβήτητα βλαχοχώρια, αναγνωρίζοντας προφανώς κάποιο προηγούμενο λάθος του.[9] Το 1887 ο Ν. Σχινάς αναφέρει πως στο τμήμα του "Βλαχ Κολ" υπάγονταν 24 συνολικά χωριά.[10] Όταν το 1889 ο G. Weigand πέρασε από τα βλαχοχώρια της περιοχής επισήμανε την ύπαρξη βλάχικων λεκτικών δανείων στην ελληνική διάλεκτο των κουπατσιάρικων χωριών και εξέφρασε την άποψη πως οι Κουπατσιαραίοι είναι εξελληνισμένοι γλωσσικά Βλάχοι. Βέβαια κάποιες άλλες γλωσσολογικές του παρατηρήσεις ήταν μάλλον άτοπες, όπως λανθασμένη ήταν και η εκτίμησή του για τη μεγαλύτερη έκταση της περιοχής των Κουπατσιαραίων, από την Ελασσόνα μέχρι την Καστοριά.[11]
Τη διαδικασία της αφομοίωσης του βλάχικου πληθυσμιακού στοιχείου σε κουπατσιάρικα χωριά επισήμαναν και κατέγραψαν και οι Wace και Thompson, όταν το 1911 πέρασαν από την περιοχή. Χαρακτήρισαν τους Κουπατσαραίους εξελληνισμένους ή ημιεξελληνισμένους γλωσσικά Βλάχους. Η διαδικασία της αφομοίωσης και η εξέλιξη της ήταν, κατά τη γνώμη τους, λίγο ή πολύ, φυσιολογική. Σε μία γενικότερη θεώρησή τους για την αφομοίωση των βλάχικων πληθυσμών της Πίνδου σημειώνουν πως ο τρόπος ζωής και η οικονομία των χωριών υπαγόρευε τις συνθήκες της αφομοίωσης. Αναφέρουν πως τα πιο εξελληνισμένα χωριά, πιθανώς τόσο πολιτικά όσο και γλωσσικά, ήταν εκείνα που υπήρξαν αγροτικά για πολύ καιρό. Στα ορεινά χωριά που εξαρτιόνταν από την κτηνοτροφία, το εμπόριο και τους αγωγιάτες, δραστηριότητες πολύ στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, οι Βλάχοι διατηρούσαν μεγαλύτερη αίσθηση της διαφορετικότητά τους. Aκόμη και αν είχαν ενστερνιστεί την ελληνική εθνική συνείδηση θεωρούσαν τους εαυτούς τους Βλάχους. Όσο το σύστημα και η oργάνωση των τσελιγκάτων ήταν σε ισχύ, λειτουργούσαν θετικά για τη διατήρηση της αίσθησης της διαφορετικότητας. Τα γεωργικά, όμως, βλαχοχώρια, όπως πιθανότατα ήταν άλλοτε ορισμένα και σίγουρα όχι όλα τα χωριά των Κουπατσαραίων, είχαν την τάση να αρνούνται οποιαδήποτε βλάχικη καταγωγή. Η θεμελιώδης αιτία ήταν, κατά τη γνώμη των Wace και Τhompson, ιστορική και αναγόταν σε χρόνους παλιότερους από οποιαδήποτε σύγχρονη πολιτική προπαγάνδα. Τα αγροτικά χωριά είχαν πάντοτε μία πιο αβέβαιη ύπαρξη και οι καταπιέσεις από τους κατακτητές και τους συμπατριώτες τους είχαν ελαττώσει σε ένα μεγάλο βαθμό την έννοια της ανεξαρτησίας και της διαφοροποίησης. Επιπλέον, οι επιγαμίες ανάμεσα σε Βλάχους των αγροτικών χωριών και σε αλλόγλωσσους γειτονικούς πληθυσμούς βοήθησαν την ήδη διαμορφωμένη τάση. Στα χωριά όμως όπου η κτηνοτροφία, η βιοτεχνίες, το εμπόριο και οι μεταφορές ήταν οι βάσεις της οικονομίας, οι επιγαμίες με αλλόγλωσσους ήταν σπανιότατες. Και αυτό γιατί οι Βλάχοι αυτών των χωριών θεωρούσαν κοινωνικά κατώτερους όλους όσους ασχολούνταν με τη γεωργική παραγωγή, ακόμη και τους ομόγλωσσους γεωργούς. Η γεωργία απέδιδε πολύ λιγότερα από ό,τι οι δικές τους ασχολίες. Έτσι, δεν έδιναν τις κόρες τους να γίνουν σύζυγοι γεωργών και δεν παντρεύονταν εύκολα αγρότισσες, που δε γνώριζαν πως να βοηθήσουν τους Βλάχους συζύγους τους και δυσκολεύονταν να ακολουθήσουν την ιδιότυπη πολλές φορές ζωή των Βλάχων.[12] Η εξασθένιση της αίσθησης της διαφορετικότητας και η αφομοίωση των Βλάχων ξεκινούσε από τη στιγμή που εγκατέλειπαν τον παραδοσιακό βλάχικο τρόπο ζωής, εγκαθίσταντο σταθερά σε κάποιον οικισμό των κοιλάδων και των πεδινών ανάμεσα σε αλλόγλωσσους πληθυσμούς και άρχιζαν να καλλιεργούν τη γη.[13] Για όσο καιρό το φαινόμενο της πολιτισμικής διάκρισης της εργασίας ήταν σε ισχύ η αίσθηση της διαφορετικότητας παρέμενε ιδιαίτερα έντονη και αυτό είτε έχουμε να κάνουμε με νομαδοκτηνοτρόφους, είτε με εμποροβιοτέχνες Βλάχους.
Όπως και να έχει, ακόμη και σήμερα επιβιώνουν παραδόσεις τόσο στα βλαχοχώρια των Γρεβενών, όσο και σε ορισμένα κουπατσιάρικα χωριά, που επιβεβαιώνουν την άποψη πως ένα μέρος των προγόνων των Κουπατσαραίων ήταν Βλάχοι που με το πέρασμα των χρόνων ξέχασαν τα βλάχικα. Οι παραδόσεις αναφέρουν πως κάποιοι από τους προγόνους των Κουπατσιαραίων μιλούσαν τα βλάχικα και αυτό δεν παρουσιάζεται απλά και μόνο σαν αποτέλεσμα της γειτνίασης και της οικονομικής εξάρτησης από τα βλαχοχώρια της περιοχής, αλλά ως μία απόρροια βλάχικης καταγωγής. Μέχρι και σήμερα τα βλάχικα μιλιούνται ακόμη από ορισμένους ηλικιωμένους κατοίκους σε ορισμένα από τα κουπατσιάρικα χωριά, και κυρίως σε αυτά που διατήρησαν στενότερες σχέσεις με τα βλαχοχώρια ή όπου μαρτυρείται εγκατάσταση βλάχικων ομάδων, όπως στα χωριά Μικρολίβαδο, Μοναχίτι, Φιλιππαίοι και Δοτσικό. Ενδεικτικό της αίσθησης που είχαν τόσο οι Βλάχοι, όσο και οι Κουπατσαραίοι, για τη μεταξύ τους στενή πολιτισμικά συγγενική σχέση είναι οι συνοικήσεις που δημιούργησαν και οι επιγαμίες που ανέπτυξαν στα μέρη όπου τους οδήγησαν οι έξοδοί τους, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, όπως στα βλαχοχώρια του Βερμίου (Μικρή Σάντα) και Άσκιου (Βλάστη, Νάματα).