ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Α. OI ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΠΙΝΔΟΥ. ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΙΤΕΣ ΚΑΙ MAΛΑΚΑΣΙΩΤΕΣ ΒΛΑΧΟΙ

2. ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ. "Η ΜΕΓΑΛΗ ΒΛΑΧΙΑ".

 

Παναγία Καλαμπάκας 1952. (Σάρρος Γ. - Στρατής Α.)Οι βλάχικοι οικισμοί του Ασπροποτάμου και του Μαλακασίου διαφύλαξαν μέχρι σήμερα ένα σημαντικό μέρος του βλάχικου δημογραφικού δυναμικού της μεσαιωνικής Θεσσαλίας, της Μεγάλης Βλαχίας. Η ιστορική ταυτότητα αυτού του πληθυσμού, μέσα από τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους και την τουρκοκρατία, είναι η πλέον ισχυρότερη μαρτυρία για την κοινή ιστορική και πολιτισμική πορεία των λατινόφωνων Βλάχων και των ελληνόφωνων Γκραίκων. Στα βλαχοχώρια της Νότιας Πίνδου γίνεται άμεσα κατανοητή η συμβολή των Βλάχων στη δημιουργία και την ανάπτυξη της νεοελληνικής πραγματικότητας και ταυτότητας.1

Tουλάχιστον από τα τέλη του 10ου αιώνα, η παρουσία βλάχικων πληθυσμών, διάσπαρτων στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την Αλβανία, ήταν σίγουρα αρκετά έντονη και σημαντική. Οι ίδιες περιοχές είχαν υπάρξει για χρόνια το θέατρο του ανταγωνισμού ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Βουλγάρους. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της αντιπαράθεσης και για λόγους ίσως στρατηγικούς, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος τοποθετεί, γύρω στα 980, το Λαρισαίο πρόκριτο Νικολίτσα στη θέση του "Aρχηγού των Βλάχων της Ελλάδας". Ο Νικολίτσας αναφέρεται να είχε τους τίτλους του σπαθάριου και του βέστη και τα αξιώματα του δούκα και του δομέστικου των εξκουβίτων της Ελλάδος.2 Ο γεωγραφικός προσδιορισμός του τίτλου θα πρέπει να περιελάμβανε εκτός από τη Θεσσαλία και περιοχές της σημερινής Στερεάς Ελλάδας-Ρούμελης, της Ηπείρου και της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας. Αυτή είναι μία από τις πρώτες σαφείς αναφορές για την ύπαρξη κάποιου, μάλλον, αξιόλογου βλάχικου πληθυσμού στην ευρύτερη Θεσσαλία. Το 1001 ο Νικολίτσας παρουσιάζεται στο πλευρό των Βουλγάρων ως διοικητής του κάστρου των Σερβίων, το οποίο τελικά παρέδωσε στο Βασίλειο Β΄.3 Η οικογένεια Νικολίτσα φέρεται να διατήρησε και στη συνέχεια πρωταγωνιστικό ρόλο στα ιστορικά δρώμενα και ένα υψηλό κύρος ανάμεσα στους Βλάχους και τους υπόλοιπους κατοίκους της Θεσσαλίας, έχοντας μάλιστα αναπτύξει σχέσεις αγχιστείας με σημαίνουσες βυζαντινές οικογένειες εκείνης της εποχής. Παρά τα όσα έχουν κατά καιρούς γραφτεί, η βλάχικη καταγωγή της οικογένειας Νικολίτσα δύσκολα τεκμηριώνεται, αλλά δεν αποκλείεται.

Κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα έχουμε πια πολύ περισσότερες αναφορές για την ύπαρξη και τη στάση των διάσπαρτων βλάχικων πληθυσμών. Από εδώ και πέρα η θέση των Βλάχων ισχυροποιείται και γίνονται ένας σημαντικός πολιτικός παράγοντας μέσα στη βυζαντινή ιστορία και τις αντιπαραθέσεις των Βυζαντινών. Το 1066, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ι' Δούκα ξέσπασε στάση στη Θεσσαλία, με κέντρο τη Λάρισα, λόγω της φορολογικής πολιτικής του αυτοκράτορα. Στη στάση συμμετείχαν Ρωμαίοι (Γκραίκοι), Βλάχοι και Βούλγαροι της Λάρισας και της περιοχής της. Αρχηγός της εξέγερσης τέθηκε ένα νεότερο μέλος της οικογένειας Νικολίτσα και πρόκριτος της Λάρισας, γνωστός με το όνομα Νικολίτσας ο Δελφινάς. Η εξέγερση έληξε μετά από διαπραγματεύσεις και σίγουρα δεν είχε εθνικά κίνητρα. Τα γραφόμενα του Κεκαυμένου στο "Στρατηγικό", την ιστορική πηγή για αυτή την εξέγερση, δίνουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την ύπαρξη των Βλάχων στη Θεσσαλία και τις όμορες περιοχές όπου φέρονται να ήταν μάλλον πολυάριθμοι και ιδιαίτερα στην περιοχή των Φαρσάλων. Κάποιοι από αυτούς ήταν σίγουρα νομαδοκτηνοτρόφοι, καθώς κατά τη διάρκεια της επαναστατικής κίνησης οι οικογένειες και τα κοπάδια των Βλάχων βρίσκονταν στα παραδοσιακά ορεινά λιβάδια τους, κάπου στα κοντινά βουνά της «Μακεδονίας». Κάποιοι άλλοι φέρονται να ήταν εδραίοι και πιθανότατα μέρος του πληθυσμού κάποιων αστικών κέντρων. Όπως ο τοπικός Βλάχος άρχοντας Βεριβόης ο οποίος φέρεται να είχε σπίτι μέσα στη Λάρισα.4 Κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα, η ύπαρξη βλάχικων πληθυσμών μόνιμα εγκαταστημένων σε διάφορα σημεία της Θεσσαλίας είναι σίγουρη, δίχως όμως να μπορούμε να προσδιορίσουμε το μέγεθός τους ή τη χρονολόγηση της απαρχής τους. Ο Αραβαντινός, βασιζόμενος σε βυζαντινά χρυσόβουλα των Μετεώρων, επισημαίνει πως ήδη στα 1040 υπήρχαν ομάδες βλάχικων οικογενειών που κατοικούσαν και εργάζονταν σε εκκλησιαστικά κτήματα της επισκοπής Σταγών, της σημερινής Καλαμπάκας.5 Αυτή ίσως είναι και η πρώτη σαφής αναφορά για Βλάχους στην περιοχή τους Ασπροποτάμου ή τόσο κοντά σε αυτή.

Το 1083 και μέσα από τις γραφές της Άννας της Κομνηνής έχουμε την πληροφορία πως στην ανατολική Θεσσαλία, κάπου ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσαβο, υπήρχε κάποιο χωριό Βλάχων με το όνομα Εζεβάν.6 Το χωριό αυτό θα μπορούσε να ταυτιστεί με το χωριό Nεζερός, τη σημερινή Καλλιπεύκη, στις νότιες πλαγιές του Ολύμπου. Επιπλέον, πολλά τοπωνύμια των περιοχών της Ελασσόνας και των Σερβίων έχουν πιθανότατα λατινική προέλευση, όπως τα τοπωνύμια Μιλόγουστα, Δομενικό, Βερδικούσα, Πραιτώρι, Αμούρι, Βίγλα, Βελβεντός, Σέρβια, Καισαρεία, Γράτσιανη, Κάλλιανη, Δεσκάτη, Μπανάσια κ.α.. Ο Α. Λαζάρου, βασιζόμενος σε αυτές τις πρώτες βυζαντινές αναφορές για Βλάχους στη Θεσσαλία, στα λατινογενή τοπωνύμια, αλλά και στο βλάχικο όνομα της Ελασσόνας, που είναι Λασούν, εκφράζει την άποψη πως τουλάχιστον ένα μέρος των προγόνων των σημερινών Βλάχων της Θεσσαλίας, στην περιοχή του Ολύμπου, και κατ' επέκταση και στην Πίνδο, ήταν αυτόχθονοι. Τον εκλατινισμό - βλαχοφωνία αυτού του αυτόχθονου πληθυσμού τον ανάγει πριν από τον 6ο αιώνα, καθώς δεν είναι απίθανο να είχε εκλατινιστεί μέρος των αρχαίων πληθυσμών, όπως οι Περραιβέοι που ζούσαν νότια του Ολύμπου.7

Το 1160, ο Ισπανοεβραίος περιηγητής Βενιαμίν εκ Τουδέλης ταξιδεύοντας στις ελληνικές χώρες του Βυζαντίου επισημαίνει την ύπαρξη βλάχικων πληθυσμών στα βουνά της περιοχής της Λαμίας, στα όρια της σημερινής Θεσσαλίας.

«Σε μια ημέρα φθάνουμε στο Σινόν ποταμό (Ζητούνιον - Λαμία), όπου ζουν πενήντα περίπου Ιουδαίοι, με πρώτους ανάμεσά τους τους ραβίνους Σολομώντα και Ιακώβ. Η πόλη βρίσκεται στους πρόποδες των λόφων της Βλαχίας. Στα βουνά αυτά ζει το έθνος που ονομάζεται Βλάχοι. Είναι πολύ γρήγοροι και κατεβαίνουν από τα βουνά για να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν την ελληνική γη. Κανείς δεν μπορεί να τους πολεμήσει και κανένας βασιλιάς δεν καταφέρνει να τους κυβερνήσει. Δεν είναι ιδιαίτερα δεμένοι με την πίστη των Ναζαρηνών (χριστιανών), αλλά δίνουν στους εαυτούς τους ιουδαϊκά ονόματα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αυτοί είναι Ιουδαίοι - και πράγματι αποκαλούν τους Εβραίους αδελφούς τους - και όταν συναντώνται μαζί τους, αν και τους ληστεύουν, δεν τους σκοτώνουν, όπως κάνουν με τους Έλληνες. Είναι όλοι μαζί εκτός νόμου.» 8

Αυτή είναι η πρώτη σαφής αναφορά πως, τουλάχιστον από το 12ο αιώνα, η Θεσσαλία, μαζί με κάποιες όμορες περιοχές, επικράτησε να ονομάζεται Βλαχία, πιθανότατα λόγω της ύπαρξης αξιόλογης δημογραφικής παρουσίας Βλάχων κατοίκων αλλά και του ισχυρού πολιτικού ρόλου που έπαιζαν. Επιπλέον, ο Βενιαμίν μας πληροφορεί πως, κατά κάποιον τρόπο, ένα τουλάχιστον μέρος αυτών των Βλάχων βρίσκονταν σε κατάσταση ανυποταξίας ή αυτονομίας και είχαν ληστρικές διαθέσεις. Από το 13ο αιώνα και σύμφωνα με την αναφορά του βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη η Θεσσαλία ονομαζόταν, ξεκάθαρα πια, Μεγάλη Βλαχία ή Άνω Βλαχία.9 Από τότε και μέχρι τους τουρκικούς ακόμη χρόνους αυτό ήταν το όνομα για το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο F. Ροuqueville την ονομάζει Ελληνική Βλαχία, έτσι ώστε να αποφύγει την πιθανή σύγχυση με μία άλλη Βλαχία, τη ρουμανική επαρχία βόρεια του Δούναβη. 10

Οι αναφορές για την παρουσία βλάχικων πληθυσμών στη Θεσσαλία και την Ήπειρο δε θα πρέπει να εξετάζονται αποκομμένες από ανάλογες αναφορές για άλλες περιοχές της Βαλκανικής, καθώς είναι εμφανές πως «βλάχικοι πληθυσμοί», όποιοι και αν ήταν αυτοί, ήταν και τότε, όπως και σήμερα, διάσπαρτοι τόσο στα βυζαντινά όσο και στα βουλγαρικά τότε εδάφη. Όπως και να έχει, από το 12ο αιώνα και μετά, οι αναφορές για τους Βλάχους πληθαίνουν. Οι βλάχικοι πληθυσμοί εκείνης της εποχής δεν πρέπει να είχαν διαμορφώσει ακόμη μεγάλες συγκεντρώσεις οικισμών με αποκλειστικά βλάχικο πληθυσμό, εκτός ίσως από την περιοχή κατά μήκος της Πίνδου, ανάμεσα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Γύρω στα 1228, πληροφορούμαστε πως ο Γεώργιος Χωνιάτης, αδελφός του ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, είχε ονομαστεί «πρωτοβεστιαρίτης» του Δεσπότη της Ηπείρου και φέρεται να διοικούσε την περιοχή της «Βλαχίας», επιφορτισμένος πιθανά με την είσπραξη των στρατιωτικών φόρων. Την ίδια περίοδο και στην ίδια περιοχή, μία ομάδα οικισμών που κατοικούνταν από Βλάχους είχαν παραχωρηθεί ως «πρόνοια» σε κάποιο μικρότερο στρατιωτικό αξιωματούχο. Ο Χωνιάτης εξέφρασε την επιθυμία να επισκεφτεί ένα από τα χωριά αυτής της πρόνοιας και ο προνοιάριος παράγγειλε στον πιο ευκατάστατο του χωριού να ετοιμάσει τα σχετικά για να φιλοξενήσει τον επισκέπτη, αν και γνώριζε πως «το βλάχικο γένος ήταν πολύ αφιλόξενο». Ο συγκεκριμένος πάροικος φαίνεται πως δεν υπάκουσε στην εντολή και στο επεισόδιο που ακολούθησε ο προνοιάριος σκότωσε έναν άλλο δουλοπάροικο που τόλμησε να αναμείχθηκε στη φιλονικία. Ο δράστης κρίθηκε ένοχος φόνου και τιμωρήθηκε από τον επίσκοπο Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκο. 11 Τη σποραδική εγκατάσταση Βλάχων σε διάφορα σημεία της Θεσσαλίας κατά το 13ο αιώνα (1266, 1273) επιβεβαιώνουν και κάποιες άλλες έγγραφες βυζαντινές αναφορές για ομάδες Βλάχων, οι οποίοι φέρονται να κατοικούσαν ως δουλοπάροικοι σε μοναστηριακά κτήματα της Μακρυνίτσας και της Πορταριάς στο Πήλιο. 12 Παρατηρούμε, λοιπόν, πως αρκετοί Βλάχοι ήταν εγκατεστημένοι σε σταθερούς οικισμούς, συνδεδεμένοι με την αγροτοκτηνοτροφική ζωή και ενταγμένοι στη βυζαντινή κοινωνικοοικονομική διάρθρωση, καθώς κάποιοι από αυτούς ήταν δουλοπάροικοι σε εκκλησιαστικά κτήματα και στρατιωτικές πρόνοιες.

Υπάρχουν ενδείξεις πως Βλάχοι υπήρχαν και σε νοτιότερες από τη Θεσσαλία περιοχές. Σε αντιδιαστολή με τη Μεγάλη Βλαχία, η περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας και της Ευρυτανίας επικράτησε να είναι γνωστή με το όνομα Μικρή Βλαχία. Το 1221 ο επίσκοπος Ναυπάκτου Ιωάννης Απόκαυκος επισημαίνει την ύπαρξη στην περιοχή της Ακαρνανίας, κάπου κοντά στη Βόνιτσα, ενός μάλλον αξιόλογου αριθμού "Ρωμαίων αποίκων", οι οποίοι, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, ονομάζονταν πια Βλάχοι. Επιπλέον μας μεταφέρει το όνομα ενός αρχηγού τους, του Αυριλιόνη Κωνσταντίνου, ενός ανθρώπου βίαιου, καθώς παρουσιάζεται ως βιαστής κάποιας κοπέλας και οργανωτής βίαιων επεισοδίων. Το όνομα Αυριλιόνης μοιάζει πιθανά να είναι παραφθορά του λατινικού ονόματος Αυριλιανός. Βέβαια, δε μπορούμε να είμαστε και τόσο σίγουροι για το ποιοι ακριβώς ήταν αυτοί οι Βλάχοι στην περιοχή της Αιτωλίας και Ακαρνανίας και τι τελικά απέγιναν. 13 Ενδιαφέρον για την εξάπλωση λατινόφωνων πληθυσμών σε ακόμη νοτιότερες περιοχές παρουσιάζει μία αρκετά μεταγενέστερη αναφορά του Χαλκοκονδύλη για Βλάχους οι οποίοι ίσως βρέθηκαν να κατοικούν στη Μάνη μαζί με τους σλαβικούς πληθυσμούς που είχαν εγκατασταθεί εκεί. 14

Η διάλυση του Βυζαντίου με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των σταυροφόρων το 1204 ίσως βοήθησε στο να αποκτήσουν οι Βλάχοι της Θεσσαλίας μία σχετική τοπική αυτονομία, όπως και άλλες ομάδες και τμήματα της αυτοκρατορίας. Αν και στα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι την άφιξη των Τούρκων, η Θεσσαλία γνώρισε μία σειρά από νέους και βραχύβιους κατακτητές, όπως τους Φράγκους, τους Καταλανούς και τους Σέρβους, οι Βλάχοι συνέχισαν να παίζουν σημαντικό πολιτικό ρόλο στα δρώμενα της περιοχής. Μετά το θάνατο του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Άγγελου, από το 1271 και μέχρι το 1295, ημιανεξάρτητος κυβερνήτης της Μεγάλης Βλαχίας παρουσιάζεται να είναι ο Ιωάννης Α' Άγγελος Δούκας, νόθος γιος του Μιχαήλ Β' και της Γαγγρινής, μίας γυναίκας από την Άρτα η οποία ίσως ήταν βλάχικης καταγωγής. 15 Ο Ιωάννης Δούκας βρέθηκε σε αυτή τη ηγεμονική θέση έχοντας νυμφευθεί την όμορφη, σύμφωνα με τις γραφές, κόρη του Ταρόνα ή Ταρωνά, κάποιου "κληρονομικού άρχοντα των Βλάχων" της Θεσσαλίας-Φθιώτιδας. 16 Η Μεγάλη Βλαχία είχε ήδη βρεθεί συνδεδεμένη με το Δεσποτάτο της Ηπείρου από την ίδρυσή του και οι Βλάχοι υπό την αρχηγεία του Ιωάννη Α΄ παρουσιάζονται να βοήθησαν στα 1258-59 το Δεσποτάτο της Ηπείρου στις αντιπαραθέσεις του με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, αλλά και με τους Φράγκους ηγεμόνες της νότιας Ελλάδας. Οι Μεγαλοβλαχίτες αποτελούσαν το κύριο στρατιωτικό σώμα που είχε ο Μιχαήλ Β΄ στην κρίσιμη μάχη της Πελαγονίας. Εκείνα τα χρόνια, η πρωτεύουσα της Μεγάλης Βλαχίας ή καλύτερα το διοικητικό της κέντρο βρίσκονταν στην οχυρή Υπάτη - τη Νέα Πάτρα στις βόρειες πλαγιές της Οίτης κοντά στη Λαμία. Αν και τα σύνορα της Μεγάλης Βλαχίας ήταν συχνά μεταλλασσόμενα, κατά την περίοδο της μεγάλης ισχύος του Ιωάννη Α`, ξεκινούσαν από το Λιδορίκι και το Γαλαξίδι στον Κορινθιακό κόλπο και έφταναν μέχρι το Σαραντάπορο της Ελασσόνας και τα Σέρβια στις πλαγιές του Ολύμπου. Προσπαθώντας μάλιστα να ενισχύσει τη θέση και την ηγεμονία του έδωσε ως σύζυγο μία από τις κόρες του σε έναν ανιψιό του βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, τον Ανδρόνικο Ταρχανειώτη, και ο ίδιος ο Ιωάννης Α`, ο οποίος δεν είχε επίσημο τίτλο, ονομάστηκε σεβαστοκράτορας και έτσι απέκτησε μία επίτιμη θέση στο βυζαντινό κατεστημένο. 17

Ωστόσο, λίγο αργότερα, γύρω στα 1271, ο Ιωάννης Α΄ βρέθηκε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον αυτοκράτορα. Ανάμεσα στις διαφορές τους υπήρχαν και εκκλησιαστικά θέματα. Στο χώρο του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της Μεγάλης Βλαχίας είχαν καταφύγει αρκετοί από αυτούς που αντιδρούσαν στην ένωση των εκκλησιών που επεδίωκε τότε ο Μιχαήλ Η΄, γεγονός που είχαν καταδικάσει σε τοπική σύνοδο οι εκκλησιαστικές αρχές της Μεγάλης Βλαχίας, αναθεματίζοντας τον τότε ενωτικό πατριάρχη και τους επίσης ενωτικούς επισκόπους Υπάτης και Τρίκκης ακόμη και τον ίδιο τον αυτοκράτορα. 18 Λίγο αργότερα, αυτοκρατορικά στρατεύματα 40.000 περίπου ανδρών, ανάμεσα στους οποίος υπήρχαν Κουμάνοι και άλλοι Τούρκοι μισθοφόροι, εισέβαλαν στη Μεγάλη Βλαχία και πολιόρκησαν το οχυρό κάστρο της Νέας Πάτρας - Υπάτης, όπου είχε καταφύγει ο Ιωάννης Α΄. Ξεγλιστρώντας ανάμεσα από τους πολιορκητές ο Ιωάννης Α΄ κατέφυγε στη Θήβα και ζήτησε βοήθεια από τον τότε Δούκα της Αθήνας Ιωάννη ντε λα Ρος (Jean de la Roche). Με τη βοήθεια των Φράγκων ηγεμόνων της Αθήνας ο Ιωάννης Α΄ νίκησε και εξεδίωξε τα αυτοκρατορικά στρατεύματα από την επικράτειά του. Σε ανταμοιβή για αυτή τη βοήθεια προσέφερε το χέρι μία άλλης κόρης του, της Ελένης, και ως προίκα τις περιοχές της Λαμίας, του Γαρδικίου, της Γραβίας και του Σιδηροκάστρου στο Γουλιέλμο ντε λα Ρος (Guillaume de la Roche), αδελφό του Ιωάννη και επόμενο δούκα των Αθηνών. Ο Ιωάννης Α΄ απεβίωσε πιθανότατα το 1289 και η ηγεμονία της Μεγάλης Βλαχίας πέρασε στους δύο δευτερότοκους γιους του, το Θεόδωρο και τον Κωνσταντίνο, καθώς ο πρωτότοκος Μιχαήλ βρίσκονταν αιχμάλωτος του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Οι νέοι ηγεμόνες συνέχισαν μία πολιτική σύγκρουσης με τους συγγενείς τους και ηγεμόνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου για εδάφη που ανήκαν στο Δεσποτάτο. Πολύ γρήγορα ο Θεόδωρος χάνεται από το προσκήνιο και ο Κωνσταντίνος παρέμεινε ηγεμόνας της Μεγάλης Βλαχίας μέχρι το θάνατό του στα 1303. Τη θέση του πήρε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Β΄, η κηδεμονία του οποίου ανατέθηκε στο θείο του και Δούκα των Αθηνών Γκουίδων Β΄ (Γκιγιό) ντε λα Ρος. Το 1309 ή το 1315 νυμφεύτηκε την Ειρήνη, μία νόθα κόρη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγο, και κυβέρνησε τη χώρα περισσότερο ως υποτελής του αυτοκράτορα παρά σαν ανεξάρτητος ηγεμόνας. 19

Η «βλάχικη ηγεμονία» στην Κεντρική Ελλάδα φαίνεται πως διαλύθηκε μετά το θάνατο του Ιωάννη Β' Δούκα το 1318. Η άφιξη των Καταλανών φαίνεται πως οδήγησε σε οριστική διάλυση της ηγεμονίας της Μεγάλης Βλαχίας. Το 1348 ακολούθησαν οι Σέρβοι του Στέφανου Δουσάν και οι διάφοροι ηγεμονίσκοι, μικτής ή ακαθόριστης καταγωγής οι οποίοι σύμφωνα με τους τίτλους τους παρουσιάζονται ως κύριοί της. "Το Χρονικό του Μορέως" παραμένει η πλέον ανεκτίμητη πηγή για τα γεγονότα εκείνων των εποχών και τη συνύφανση των Βλάχων με τα δρώμενα στον ελληνικό χώρο. 20 Οι Βλάχοι δέθηκαν τόσο στενά με τον ελληνικό χώρο, ώστε πέρασαν μέχρι και στην αναγεννησιακή ελληνική λογοτεχνία, αν κρίνουμε από τον ενδιαφέροντα και πρωταγωνιστικό τους ρόλο στην πλοκή του "Ερωτόκριτου" του Βιτσέντζου Κορνάρου και την αντιπαλότητά τους με το "βασίλειο της Αθήνας". 21

Ήδη από τα τέλη του 13ου αιώνα και κυρίως κατά τη διάρκεια του 14ου, παρατηρούνται νέες πληθυσμιακές ανακατατάξεις στη Θεσσαλία και τη νοτιότερη Ελλάδα. Είναι η εποχή που μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες «Αλβανών» κάνουν την εμφάνισή τους καθώς μετακινούνται προς το νότο. Ανάμεσα όμως σε αυτούς τους αλβανικούς - αρβανίτικους πληθυσμούς είναι σίγουρο πως υπήρχαν ομάδες Βλάχων, οι οποίοι φέρονται να ακολούθησαν την ίδια πορεία, προερχόμενοι πιθανότατα από περιοχές της σημερινής κεντρικής και νότιας Αλβανίας. Αν και είναι δύσκολο να γίνει κάποιος σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στους μετακινούμενους βλάχικους και αρβανίτικους πληθυσμούς, πολλοί ερευνητές έρχονται να συμφωνήσουν πως οι «φυλές» των επονομαζόμενων Μαλακασίων ή Μαλακασιωτών, Βούιων ή Μπούιων και Μεσσαρητών ή Δασσαρητών ήταν βλάχικης καταγωγής, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος από αυτούς. Οι Μαλακασιώτες φέρονται να εγκαταστάθηκαν σταθερά και οριστικά κατά μήκος της Νότιας Πίνδου, ανάμεσα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, και οι Μπούιοι στα εδάφη ανάμεσα στη σημερινή Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα, ενώ οι Μεσσαρήτες θα πρέπει να παρέμειναν αμετακίνητοι στις βορειότερες προεκτάσεις της Πίνδου. 22 Οι εγκαταστάσεις αυτές ήταν μάλλον μαζικές και πολυάριθμες. Όμως είναι σίγουρο πως έγιναν επάνω ή δίπλα σε προϋπάρχοντες βλάχικους πληθυσμούς της Κεντρικής Ελλάδας τους οποίους θα πρέπει να ενίσχυσαν και με τους οποίους, σταδιακά, ήρθαν σε αμοιβαία αφομοίωση.

Η μαζική τους όμως άφιξη στη Θεσσαλία, σε συνδυασμό με την έλλειψη ισχυρής κεντρικής εξουσίας, τους οδήγησε σε κατάσταση αναρχίας και πιθανότατα σε κάποιο μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας από ό,τι πριν. Το 1334, οι νομαδοκτηνοτροφικές φυλές των Μαλακασιωτών, των Μπούιων και των Μεσσαρητών, οι οποίες φέρονται να αριθμούσαν συνολικά περίπου 12.000 ψυχές, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την υποταγή τους και τη βυζαντινή κυριαρχία στα εδάφη της Θεσσαλίας. Η υποταγή τους σημειώθηκε όταν ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος έστειλε δυνάμεις από την Κωνσταντινούπολη για την επικύρωση της τοπικής κυριαρχίας του. Καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι ανυπότακτες φυλές συνθηκολόγησαν φοβούμενες την τέλεια καταστροφή τους μην μπορώντας να καταφύγουν με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους στην ασφάλεια των βουνών. 23 Στα χρόνια που ακολούθησαν, και μέχρι την οριστική κατάκτηση της κεντρικής Ελλάδας από τους Τούρκους, οι Βλάχοι εξακολουθούν να παρουσιάζονται αναμεμιγμένοι στις διοικητικές και στρατιωτικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους διάφορους τοπικούς ηγεμόνες και ηγεμονίσκους, δίχως να μπορούμε να τους διαχωρίσουμε με ευκολία από τις άλλες ομάδες και ιδιαίτερα από τους αρβανίτικους πληθυσμούς, με τους οποίους φέρονται να είχαν στενές επαφές και σχέσεις. 24 Τεκμήριο της ανάμειξης των διάφορων ομάδων που βρέθηκαν να κατοικούν από κοινού στις κεντρικές ελληνικές χώρες και να αφομοιώνονται μεταξύ τους είναι ο χαρακτηρισμός κάποιων επώνυμων εκείνων των εποχών ως "Σερβαλβανιτοβουλγαρόβλαχοι". 25 Με το πέρασμα τελικά των αιώνων, από όλο εκείνο το συνονθύλευμα Γκραίκων (Ρωμαίων-Ρωμιών), Βλάχων (Ρωμάνων-Αρμούνων), Αρβανιτών, Βούλγαρων και Σέρβων, στην περιοχή της Πίνδου απέμειναν μόνο ελληνόφωνοι και βλαχόφωνοι πληθυσμοί, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι Ρωμιοί-Γκραίκοι και οι Αρμούνοι-Βλάχοι ίσως είχαν, από τότε, τα ισχυρότερα δημογραφικά και πολιτισμικά ερείσματα.

1 Ζιάγκου, Νικ. Γ., «Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ελλάδας. Σύμβολή στο Νέο Ελληνισμό», Αθήναι 1974 ιδιαίτερα σελ.232-250 και Ζιάγκου, Νικ. Γ. Τουρκοκρατούμενη Ήπειρος. Τιμαριωτισμός, Αστισμός, Νεοελληνική Αναγέννηση (1648-1820)», Αθήναι 1974. Σε αυτά τα δύο αξιολογότατα έργα του Ζιάγκου καταγράφεται ένα μεγάλο πλήθος ιστορικών πληροφοριών και κοινονικοοικονομικών στοιχείων για τη συνεισφορά των Βλάχων της Πίνδου στην ανάπτυξη της νεοελληνικής πραγματικότητας.

2 Κεκαυμένος, "Στρατηγικόν", γ' έκδοση, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια: Δημήτρης Τσουγκράκης, Εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 1996, σελ.254. Χρήστου, Κωνσταντίνου Π., "Αρωμούνοι, μελέτες για την καταγωγή και την ιστορία τους", Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1996, σελ.56.

3 Θεοχαρίδης, Γεώργιος Ι., «Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους (285-1354)», ΕΜΣ 55, Θεσσαλονίκη 1980, σελ.275, 304.

4 Κεκαυμένος, ο.π., σελ.15, 18, 216-234. Winnifrith, T.J., "The Vlachs, the history of a balkan people", Duckworth, London 1987, σελ.106, 108, 110-111. Χρήστου, ο.π., σελ.61. Harvey, Alan, "Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο, 900-1200", Μετάφραση: Ελένη Σταμπογλή, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997, σελ.190-191, 256-257.

5 Αραβαντινός, Π., "Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων", (γράφτηκε 1865), Αθήνα 1903, σελ. 31.

6 Κομνηνή, Άννα, "Αλεξιάς", τόμος Α', Άγρας, Αθήνα 1990, σελ.198. Winnifrith, ο.π., σελ.111.

7 Λαζάρου, Α., "Βαλκάνια και Βλάχοι", Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Αθήναι 1993, "Οι Βλάχοι του Ολύμπου", σελ.34-43, "Η εξέγερση των Λαρισαίων το 1066", σελ.44-73.

8 Βενιαμίν εκ Τουδέλης, "Το βιβλίο των ταξιδιών στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική", Εισαγωγή-Σχόλια: Κοασμάς Μεγαλομμάτης-Αλέξης Σαββίδης, Μετάφραση: Φωτεινή Βλαχοπούλου, Επιμέλεια μετάφρασης: Κοσμάς Μεγαλομμάτης, Βιβλιογραφία: Αλέξης Σαββίδης, Στοχαστής, Αθήνα 1994, σελ.63.

9 Winnifrith, ο.π., σελ.119.

10 Pouqueville, F., "Tαξίδι στην Ελλάδα. Τα ηπειρωτικά", Τόμος Α', Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1994, σελ.86-87.

11 Λαμπρόπουλος, Κοσμάς, «Ιωάννης Απόκαυκος. Συμβολή στην έρευνα του βίου και του συγγραφικού έργου του», Ιστορικές Μονογραφίες 6, Ιστορικές Εκδόσεις Στ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1988, σελ.157, 281-282.

12 Κορδάτος, Γ., "Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς", Eκδόσεις 20ος αιώνας, Αθήνα 1960, σελ.159-161.

13 Winnifrith, ο.π., σελ.119. Δήμου, Βασίλειος Απ., «Εθνολογικά στοιχεία στα έργα του Δημήτριου Χωματιανού», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου, (Άρτα 27-31 Μαϊου 1990), Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Άρτης «Ο Σκουφάς», σελ. 279-302. Λαμπρόπουλος, ο.π., σελ.271-272.

14 Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., "Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τόμος Α', Αρχές και διαμόρφωση του", έκδοση Β', Θεσσαλονίκη 1974, σελ.39, παραπέμπει: Χαλκοκονδύλης, εκδ. Ε. Darkό, τόμος 1, Budapest 1922-1923, σελ.31

15 Ζιάγκου, Νικ. Γ., «Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ηπείρου. Συμβολή στο Νέο Ελληνισμό, Αθήναι 1997, σελ.112.

16 Ο όνομα της κόρης του Ταρωνά και συζύγου του Ιωάννη Α΄ Άγγελου Δούκα παραμένει άγνωστο. Στα 1289, μετά το θάνατο του συζύγου της και ίσως λόγω παρασκηνιακών ενεργειών του αυτοκράτορα, αποσύρθηκε από τα εγκόσμια ως μοναχή με το όνομα Υπομονή στη μονή της Θεοτόκου Ελεούσης στη Λυκουσάδα κοντά στο Φανάρι της Θεσσαλίας. Στο μοναστήρι που είχε ιδρυθεί από την ίδια δόθηκαν τότε ειδικές αυτοκρατορικές παραχωρήσεις.

17 Nicol, Donald M., «Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, 1267-1479. Μία συνεισφορά στην ελληνική ιστορία κατά τον Μεσαίωνα», Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1991, σελ.23

18 Βέλκος, Γρηγόριος Παν., «Η επισκοπή Δομενικού και Ελλασσώνος», Έκδοση Ιεράς Μητροπόλης Ελασσόνας, Ελασσόνα 1980, σελ.61-62.

19 Ζιάγκου, ο.π., σελ.126-131, 134-137, 143-145, 149.

20 Τα στοιχεία για τη Μεγάλη Βλαχία προέρχονται από τα εξής έργα: Aνωνύμου, "Το Χρονικό του Μορέως", Εισαγωγή-Υποσημειώσεις- Επεξεργασία: Πέτρος Π. Καλονάρος, Εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα, σελ.κστ', 45, 47, 109, 132, 150-164, 174, 236, 322-323. Winnifrith, ο.π., σελ.121. Ταρφαλή, Ορέστης, "Θεσσαλονίκη, από τις απαρχές μέχρι τον ΙΔ' αιώνα", μετάφραση: Αγγελική Νικολοπούλου, επιμέλεια: Α.Γ.Κ. Σαββίδης, Τροχαλίας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ.176-178. Γεωργιάδης, Νικόλαος, «Θεσσαλία», Περιφεριακές Εκδόσεις «Έλλα», Λάρισα 1995, (πρώτη έκδοση 1880), σελ.74, 79-81. Ηammond, N.G.L., "Migrations and invasions in Greece and adjacent areas", Noyes Press, Park Ridgen, New Jersey, σελ.39. Παπαβασιλείου, Α., "Ιστορικά σημειώματα για τους Βλάχους ή Κουτσόβλαχους", Βέροια 1969, σελ.73-80. Παπαρηγόπουλος, Κ., "Ιστορία του ελληνικού έθνους", (πρώτη έκδοση 1885), βιβλίο 14ο, Κάκτος, Αθήνα 1992, σελ.35-36, 47-48. Θεοχαρίδης, Γεώργιος Ι., "Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους, 285-1354", ΕΜΣ 55, Θεσσαλονίκη 1980, σελ.353, 356, 358. Caranica, Nikolas, "Les Aroumains, recherches sur l'identite d'une ethnie", Universite de Franche-Comte, Departement des Sciences Humaines U.F.R. des Sciences du Langage, de l' Homme et de la Societe, These pour le Doctorat Nouveau Regime presentee par Nicolas Caranica sous la direction de Monsieur le Professeur Pierre Leveque Doyen de la Faculte de Lettres, Paris 28 Juin 1990, σελ.291, 307. Για το πνεύμα εκείνων των εποχών και για τα ιστορικά δρώμενα στην Κεντρική Ελλάδα βλέπε: Nicol, Donald M., «Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, 1267-1479. Μία συνεισφορά στην ελληνική ιστορία κατά τον Μεσαίωνα», Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1991, σελ.21-117 και Ostrogorsky, Georg., "Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους", Τόμος 3ος, Μετάφραση: Ιωάννης Παναγόπουλος, Εποπτεία: Ευάγγελος Κ. Χρυσός, Εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1981, σποράδην και σελ.189-190.

21 Κορνάρος, Βιτσέντζος, "Ερωτόκριτος", γ' έκδοση, Κριτική Έκδοση: Στυλιανός Αλεξίου, Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1994, σελ.νζ'-νη', π'- πα'. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., "Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσης αυτής. Βλάχοι, Ιστορική-Φιλολογική-Μελέτη", β' έκδοση, Αθήνα 1986, σελ.125.

22 Pouqueville, F., "Tαξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος", Τολίδης Αθήνα 1994, σελ.287-319. Hammond, ο.π., σελ.39. Winnifrith, ο.π., σελ.120-121. Βακαλόπουλος, Α., ο.π., σελ.25-40. Ζιάγκου, ο.π., σελ. 218-225.

23 Pouqueville, ο.π., σελ.287-319. Αραβαντινός, Π., "Χρονογραφία της Ηπείρου", τόμος Α', Εν Αθήναις 1856, σελ.112-113. Aραβαντινός, Μονογραφία, ο.π., σελ.31-32. Κρυστάλλης, Κ., "Οι Βλάχοι της Πίνδου", Άπαντα, Β' έκδοση, Αθήνα 1959, σελ.518-519. Winnifrith, ο.π., σελ.120-121. Βακαλόπουλος, Α., ο.π..

24 Περισσότερα στοιχεία για αυτή την περίοδο και τα γεγονότα βλέπε: Αραβαντινός, Χρονογραφία, τόμος Α', ο.π., σελ.89-171. Κρυστάλλης ο.π., σελ.518-530.

25 Βακαλόπουλος, Α., σελ.260.