ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Α. OI ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΠΙΝΔΟΥ. ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΙΤΕΣ ΚΑΙ MAΛΑΚΑΣΙΩΤΕΣ ΒΛΑΧΟΙ

7.1. ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ.

 

Η Οικογένεια του Τάκη Κωνσταντούλα από το χωριό ΚαστανιάΜετά τις δύσκολες καταστάσεις κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, επικρατούν συνθήκες πολύ πιο ευνοϊκές για την ασφάλεια και την ανάπτυξη όλων σχεδόν των βλαχοχωριών κατά μήκος της Πίνδου. Τα θεμέλια όμως για αυτή την ευημερία και την ανάπτυξη είχαν μπει από πολύ πιο νωρίς, παρόλες τις δυσκολίες των προηγούμενων περιόδων. Η ανάπτυξη ήρθε σταδιακά και όχι ταυτόχρονα και στον ίδιο βαθμό για όλα τα βλαχοχώρια της περιοχής. Η βάση της οικονομίας σε πολλά από αυτά ήταν σίγουρα η κτηνοτροφία. Εξάλλου, η ίδρυση πολλών από αυτά ήταν αποτέλεσμα συνοίκησης και ένωσης κτηνοτροφικών πατριών - τσελιγκάτων, που εξελίχθηκαν σε πιο οργανωμένους κτηνοτροφικούς οικισμούς. Οι απλές κατούνες εξελίσσονταν σε οργανωμένα χωριά. Έχοντας για παράδειγμα τις περισσότερο γνωστές περιπτώσεις των σημαντικότερων από τα βλαχοχώρια της Νότιας Πίνδου, όπως το Μέτσοβο[1], το Συρράκο[2] και τους Καλαρίτες[3], μπορούμε να σχηματίσουμε μία συλλογικότερη άποψη για το πώς οι Βλάχοι της περιοχής βρέθηκαν να γίνουν από τους βασικότερους φορείς της οικονομικής και πολιτισμικής αναγέννησης και ανάπτυξης του νεότερου ελληνισμού.

                 Η αθρόα μετεγκατάσταση πληθυσμών στις ορεινές κοινότητες, από την αρχή ακόμη της τουρκικής κατάκτησης, και η σχετική έστω ασφάλεια που παρείχαν αρχικά η αυτοδιοίκηση και τα αρματολίκια στάθηκαν οι πρώτοι παράγοντες για την ανάπτυξη που άνθησε κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Η φτωχή γεωργοκτηνοτροφική παραγωγή των ορεινών περιοχών είναι ευνόητο πως δεν ήταν σε θέση να συντηρήσει τον αυξανόμενο πληθυσμό. Μόνο όταν δημιουργήθηκαν ευνοϊκότερες συνθήκες για την οργάνωση και την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας μπόρεσαν τα βλαχοχώρια να ξεφύγουν από την οικονομική καθήλωση. Ωστόσο, δε θα πρέπει να αγνοηθεί το γεγονός πως όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια του Μαλακασίου και του Ασπροποτάμου διατήρησαν μέχρι ένα βαθμό κάποια γεωργική παραγωγή ανάλογη με το βαθμό της οικονομικής τους ανάπτυξης, που καθιστούσε αναγκαία ή όχι τη συνέχιση της γεωργικής ενασχόλησης.[4] Η εντύπωση πως οι βλάχικες κοινότητες ήταν πάντα απόλυτα και αποκλειστικά συνδεδεμένες με την κτηνοτροφία είναι ένα στερεότυπο που δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα. Η ταύτιση των Βλάχων με την κτηνοτροφία και μάλιστα με τις νομαδικές της μορφές ήταν αποτέλεσμα περισσότερο της ιστορικής, οικονομικής και πολιτισμικής τους εξέλιξης, αλλά και της προσαρμογής τους προς το περιβάλον και τις γενικότερες πολιτικές συνθήκες. Μελετώντας τις περιπτώσεις των βλαχοχωριών τόσο της Νότιας, όσο και της Βόρειας Πίνδου, γίνεται εύκολα κατανοητό πως οι οικονομικές συνθήκες και η ανάγκη για επιβίωση οδηγούσαν τους Βλάχους στο να αναπτύξουν τη νομαδοκτηνοτροφία περισσότερο από άλλους και να ταυτιστούν τελικά τόσο στενά με αυτή.

                 Η δυναμικότερη ανάπτυξη της νομαδικής και ημινομαδικής κτηνοτροφίας ήταν εν μέρει, απόρροια της καταστροφής των συνθηκών για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής στα πεδινά. Όταν τα πεδινά χωριά πέρασαν στα χέρια των Τούρκων σπαχήδων η γεωργική παραγωγή σταδιακά περιορίστηκε ή και καταστράφηκε. Μεγάλες πεδινές εκτάσεις έμειναν ακαλλιέργητες και μεταβλήθηκαν σε λιβάδια. Η ερήμωση των κάμπων έδωσε λύση στα προβλήματα υπερπληθυσμού και επιβίωσης των ορεινών. Μπορούσαν πια να αναπτύξουν πιο οργανωμένες μορφές κτηνοτροφίας που απαιτούσε την ύπαρξη μεγάλων χειμερινών βοσκών στα πεδινά. Οι ανταγωνιστές τους, οι νομαδοκτηνοτρόφοι Γουρούκοι Τούρκοι είχαν σταδιακά αποδυναμωθεί. Παράλληλα, οι Τούρκοι ιδιοκτήτες των πεδινών λιβαδιών δέχονται ευνοϊκά τους νομάδες ή ημινομάδες κτηνοτρόφους, καθώς τους πρόσφεραν επιπλέον έσοδα ενοικιάζοντας τις ανεκμετάλλευτες πεδινές εκτάσεις. Τα φορολογικά έσοδα του “προβατονόμιου” που συνέρρεαν στα κρατικά οθωμανικά ταμεία, αλλά και τα ταμεία των τοπαρχών, οδήγησαν επίσης σε μία θετικότερη αντιμετώπιση των κτηνοτρόφων, Βλάχων ή όχι.

                 Γίνεται λοιπόν αντιληπτό πως η οργανωμένη νομαδοκτηνοτροφία βοήθησε στη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών διαβίωσης των Βλάχων. Η ευημερία όμως οδήγησε σε υπερπληθυσμό και γέννησε την ανάγκη για την ανάπτυξη νέων μορφών οικονομίας. Ένα μέρος των Βλάχων στρέφεται στη βιοτεχνική εκμετάλλευση της κτηνοτροφικής παραγωγής τους. Η οικοβιοτεχνία των μάλλινων ειδών, που αρχικά γινόταν για λόγους επιβίωσης, μετατρέπεται σε μαζική εμπορεύσιμη παραγωγή. Η βιοτεχνική παραγωγή των μάλλινων υφασμάτων οδήγησε στην τυποποίηση και την κατασκευή ενδυμάτων. Από τα περίφημα βλάχικα "σκούτια" πέρασαν στις φημισμένες "κάπες". Το αυστηρό όμως σύστημα των τσελιγκάτων έφερε κοινωνική και οικονομική ασφυξία σε πολλά από τα μέλη τους. Η κατάσταση εκτονώνεται καθώς, μπροστά στο αδιέξοδο, πολλά από τα μη προνομιούχα μέλη μετατρέπονται σε μεταφορείς, τους γνωστούς αγωγιάτες ή κυρατζήδες. Έχοντας ήδη στην κατοχή τους μεγάλα κοπάδια από φορτηγά ζώα για τις ανάγκες των εποχιακών νομαδικών μετακινήσεών τους, την τροφοδοσία των ορεινών χωριών τους και τη λειτουργία των διαβάσεων, στρέφονται στην επαγγελματική εκμετάλλευση των μεταφορών τόσο της βιοτεχνικής παραγωγής των χωριών τους, όσο και άλλων εμπορευμάτων, αγαθών και ανθρώπων μέσα από τα ορεινά περάσματα της Πίνδου. Κάποιοι από τους αγωγιάτες δεν άργησαν να εξελιχθούν σε χανιτζήδες, πανδοχείς και κρασοπούληδες στα οικονομικά και διοικητικά κέντρα, αλλά και τα μήκος των δρόμων των Βαλκανίων μέχρι το Βελιγράδι και το Βουκουρέστι. Παράλληλα, μέλη των τσελιγκάδικων οικογενειών μετατρέπονται σταδιακά από μεταφορείς σε κεφαλαιούχους εμπόρους της βιοτεχνικής παραγωγής των μάλλινων ειδών και αργότερα γίνονται μεταπράτες και διακινητές οποιωνδήποτε εμπορευμάτων. Έτσι φτάνουμε στην ανάπτυξη της κάστας των περίφημων πραματευτάδων.[5] Όταν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα το βαμβάκι παρουσιάζεται να κερδίζει το μαλλί σε εμπορικότητα και κέρδος, γίνονται έμποροι βαμβακιού και το εξάγουν στη Δύση. Το ίδιο έκαναν και με το εμπόριο του καπνού, στα τέλη του 19ου αιώνα.

 Για τη διακίνηση των εμπορευμάτων τους και την περαιτέρω ανάπτυξη των εμπορικών τους δραστηριοτήτων ταξιδεύουν σε όλα τα οθωμανικά Βαλκάνια. Πολλοί εγκαθίστανται σταδιακά κυρίως στις πόλεις της Θεσσαλίας και της Ηπείρου. Μικρές ομάδες εγκαταστάθηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας μέχρι την ίδια την Κωνσταντινούπολη (Πόλεα). Στα Γιάννενα (Ιάλνα) και τα Τρίκαλα (Τρικόλου) ανταγωνίζονται ή και εκτοπίζουν τις παλαιότερες ομάδες των αστών εμπόρων.[6] Τουλάχιστον από τα μέσα 18ου αιώνα οι άρχουσες οικογένειες του Ασπροποτάμου, όπως οι Δημάκη από το Χαλίκι, οι Παπαπολυμέρου και οι Δημάκη ή Παπαδήμα από την Καστανία και οι Χατζηπέτρου από το Νεραϊδοχώρι σχημάτιζαν ένα σημαντικότατο μέρος από το χριστιανικό αρχοντολόι των Τρικάλων, καταλαμβάνοντας ή και μονοπωλώντας τις θέσεις των κοτζαμπάσηδων της πόλης.[7] Έμποροι από τους Καλαρίτες διακινούν την παραγωγή σε σκούτια, όχι μόνο από τα βλαχοχώρια της Νότιας Πίνδου, αλλά και από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου.[8] Οι δυναμικές οικογένειες των μεγαλεμπόρων και των κοτζαμπάσηδων, αλλά και των φτωχότερων εμποροβιοτεχνών, που εγκαθίστανται στις πόλεις και δημιουργούν οικογενειακά δίκτυα, παίρνουν ενεργό και καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της νεοελληνικής αστικής τάξης στις πόλεις της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.[9] Ενδεικτική είναι η περίπτωση των Ιωαννίνων όπου εμποροβιοτέχνες Βλάχοι κυρίως από το Βλαχοτζουμέρκο (Καλαρίτες, Συρράκο) και τη Χώρα Μετσόβου εγκαταστάθηκαν και ανέπτυξαν αξιόλογη οικονομική-συντεχνιακή και κοινοτική δράση. Όπως οι οικογένειες των Λαμπραίων, του Τουρτούρη, του Σγούρου και των Δαμιραίων από τους Καλαρίτες που παρουσιάζονται να αντικατέστησαν παλαιότερους Γιαννιώτες συντεχνίτες στην αγορά των Ιωαννίνων στα χρόνια του Αλή Πασά. Στα κλιμάκια της πολύκοσμης και πολυσυζητημένης αυλής του Αλή υπήρχε ένα αξιόλογο πλήθος Βλάχων. Από τους ταπεινούς Μετσοβίτες αχθοφόρους που κουβαλούσαν στις πλάτες τους το φορείο του Αλή, μέχρι γραμματικούς όπως το Χριστόδουλο Χατζηπέτρο από το Νεραϊδοχώρι του Ασπροποτάμου, (αργότερα υπασπιστής του βασιλιά Όθωνα), τον επιστάτη της αγοράς των Ιωαννίνων Αναστάσιο Σαμαρινιώτη, μυστικοσυμβούλους όπως τον πλούσιο έμπορο Γεώργιο Τουρτούρη από τους Καλαρίτες και γιατρούς σπουδαγμένους στην Ευρώπη,  όπως το Συρρακιώτη Ιωάννη Κωλέττη (αργότερα πρώτος πρωθυπουργός της Ελλάδας) και τον Καλαριτινό Γεώργιο Τσαπρασλή (συγγραφέα μίας από τις πρώτες γραμματικές της βλάχικης γλώσσας). Καλαριτινοί, Συρρακιώτες και Μετσοβίτες εγκαταστάθηκαν ομαδικά στα Ιωάννινα και έλαβαν ενεργό ρόλο στην αναζωογόνηση της κατεστραμμένης πολιτείας και στα μετεπαναστατικά χρόνια.[10]

                 Πέρα από την ανάπτυξη των διάφορων βιοτεχνιών που είχαν ως βάση την κτηνοτροφική παραγωγή, στα βλαχοχώρια επιβιώνουν και αναπτύσσονται παράλληλα και άλλες μορφές βιοτεχνιών, που χάθηκαν ή που αδυνατούσαν να αναπτυχθούν στους πεδινούς οικισμούς και στα περισσότερα από τα αστικά κέντρα. Πέρα από τη σημαντική και μαζική παραγωγή και εμπορία γαλακτοκομικών προϊόντων, κάποια βλαχοχώρια γίνονται γνωστά για την ανάπτυξη της αργυροχρυσοχοϊας, της μεταλλοτεχνίας και της ραφτικής, όπως οι Καλαρίτες και το Συρράκο.[11] Η υλοτομία οδηγεί στην παραγωγή ξύλινων εργαλείων και ειδών και σταδιακά στην ανάπτυξη της ξυλογλυπτικής και της παραγωγής εκκλησιαστικών τέμπλων. Η φήμη των Μετσοβιτών ταλιαδούρων-ξυλουργών τους έφερε μέχρι τη Φιλιππούπολη. Υπάρχουν φημισμένοι βαρελάδες, τσαρουχάδες, πεταλωτές και σαμαροποιοί. Δημιουργούνται φημισμένες ομάδες κτιστών και μαραγκών. Η ραπτική γέννησε την εξειδικευμένη τέχνη της χρυσοκεντητικής.[12] Όλες αυτές οι βιοτεχνικές παραγωγές δίνουν διέξοδο σε ένα μέρος των κατοίκων που δε συμμετέχουν ενεργά στο σύστημα και τις κάστες των τσελιγκάτων και των μεγαλεμπόρων.

        Kατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και εντονότερα από το 1760, οι Μαλακασιώτες και οι Ασπροποταμίτες ακολούθησαν το πρότυπο των Μοσχοπολιτών Βλάχων. Με τα καραβάνια τους και τα εμπορεύματά τους έφτασαν στις εμπορικές πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. Με την παράλληλη ανάπτυξη της ελληνικής ναυτιλίας, περνούν τις θάλασσες και φτάνουν στα λιμάνια της Μεσογείου, δημιουργούν εμπορικούς οίκους και παροικίες. Έμποροι από το Μέτσοβο, τους Καλαρίτες, το Συρράκο, και τα μεγάλα κεφαλοχώρια του Ασπροποτάμου φτάνουν μέχρι το Κάδιξ στην Ισπανία, τη Σαρδηνία, τη Γένοβα, το Λιβόρνο, τη Νάπολη, τη Μάλτα, την Αγκόνα, τη Βενετία, την Τεργέστη και το Ντουμπρόβνικ. Ταξιδεύουν και εγκαθίστανται μέχρι τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, τη Βιέννη και τη Μόσχα. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως στους καταλόγους των μελών της Φιλικής Εταιρείας (1816-1821), ανάμεσα στους διάφορους Ηπειρώτες, καταγράφεται ένα σημαντικότατο ποσοστό Βλάχων εμπορευομένων με καταγωγή από το Μέτσοβο, τη Μηλιά Μετσόβου, τους Καλαρίτες, το Συρράκο, τη Μοσχόπολη και τα Ιωάννινα, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι στην Οδησσό, τη Μόσχα, τη Βαρσοβία, την Τεργέστη, το Τούρνου Σεβερίν, το Βουκουρέστι, το Γαλάτσι, το Ιάσιο, το Ρένι, τη Νάπολη της Ιταλίας, την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.[13] Όταν αργότερα, στις αρχές του 19ου αιώνα, η Αίγυπτος γίνεται το νέο Ελντοράντο, οι Βλάχοι είναι από τους πρώτους και βασικότερους συντελεστές στη δημιουργία των ελληνικών παροικιών και εκεί.[14]

 Από την ξενιτιά επιστρέφουν στα βλαχοχώρια της Πίνδου μεταφέροντας όχι μόνο οικονομικό πλούτο, αλλά αποτελούν και φορείς μίας πολιτισμικής και πνευματικής αναγέννησης και ανάπτυξης. Τα βλαχοχώρια μεταμορφώνονται σε οργανωμένες μικρές πολιτείες και παρουσιάζουν εικόνα πρωτόγνωρη για το μεγαλύτερο μέρος του διαμορφούμενου τότε νεότερου ελληνισμού. Στους Καλαρίτες μπορούσε κανείς να βρεί ισχυρούς χρηματοπιστοτικούς οργανισμούς και να πληροφορηθεί για τις τιμές των ευρωπαϊκών χρηματιστηρίων και όπως αναφέρει ο Leake πουθενά αλλού δεν ήταν τόσο ασφαλείς οι πιστώσεις όσο στους Καλαρίτες. Οι ταξιδεμένοι Βλάχοι πραματευτάδες μιλούσαν πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες και φέρονται να είναι από τους λίγους ικανούς ανθρώπους της βαλκανικής ενδοχώρας με τους οποίους οι δυτικοί έμποροι θα μπορούσαν να αναπτύξουν δραστηριότητες και συνεργασίες. Χαρακτηριστική είναι η οργάνωση στο Μέτσοβο από Γάλλους εμπόρους μεγάλων αποθηκών απαραίτητων για τη συγκέντρωση και τη διακίνηση των εμπορευμάτων, ήδη από το 1719. Στα βλαχοχώρια δημιουργούνται πλούσιες βιβλιοθήκες με ξένες και ελληνικές εκδόσεις, φαινόμενο σπάνιο για τα δεδομένα της εποχής. Εντύπωση είχε προκαλέσει στο F. Pouqueville η τάξη και η ομόνοια που επικρατούσε στους Καλαρίτες, όπως επίσης και οι αυστηροί κανόνες που είχαν θεσπιστεί κατά της πολυτέλειας και των μεγάλων προικών και υπέρ της ενίσχυσης των τοπικών προϊόντων. Οι γυναίκες των Βλάχων συναγωνιζόταν σε εργατικότητα τους άνδρες τους και οι φτωχότερες δεν είχαν πρόβλημα να εργαστούν ακόμη και ως αχθοφόροι. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Pouqueville, γύρω στο 1814, η αξία των κοπαδιών των βλάχικων πληθυσμών και κοινοτήτων, κατά μήκος της Πίνδου, υπολογίζονταν σε 40.000.000 πιάστρα, ενώ η αξία των κοπαδιών του Αλή Πασά ανερχόταν μόνο σε 2.000.000 πιάστρα.[15] Ο H. Holland περνώντας από τα βλαχοχώρια γύρω στα 1812 με 1813 σημειώνει χαρακτηριστικά:

        "Οι σημαντικότερες πόλεις των Βλάχων επιδίδονται στην εριουργική δραστηριότητα της περιοχής ή σε κάποιο κλάδο του δια ξηράς εμπορίου και οι κάτοικοί τους έχουν τη φήμη πως είναι από τους καλύτερους τεχνίτες της Ελλάδας. Μπορούμε ακόμη να παρατηρήσουμε πως υπάρχει ένας αέρας εργατικότητας, ευπρέπειας και τάξης στις πόλεις αυτές, που, εκτός του ότι τις διακρίνει από όλες τις άλλες στη νότια Τουρκία (νότια Βαλκανική), αποτελούν μοναδική αντίθεση στο άγριο και κακοτράχαλο τοπίο που τις περιβάλει".[16]

Το ίδιο χαρακτηριστική και ενδιαφέρουσα είναι και κάποια εκτίμηση του W.M. Leake:

        "Οι Βλάχοι, που υστερούν των Γραικών σε οξύνεια είναι, προικισμένοι  με περισσότερη σταθερότητα, σύνεση και επιμονή, αλλά σπάνια απηλλαγμένοι εσωτερικών ραδιουργιών, έριδων και διαιρέσεων".[17]

Ο Pouqueville με τη σειρά του επισημαίνει πως:

                “Τους κατηγορούν για υπερβολική τσιγγουνιά και για πείσμα, αλλά μέσα σε αυτά τα αργοτικά τους ήθη διακρίνουμε μία πρωτόγνωρη ειλικρίνεια, που δεν τη βρίσκουμε στο χαρακτήρα του Ανατολίτη”.[18]

                 Πέρα από τον ατομικό πλουτισμό και παράλληλα με το υψηλό αίσθημα της κοινοτικής οργάνωσης, που χαρακτηρίζει τα περισσότερα βλαχοχώρια, δημιουργούνται συνθήκες γενικότερης κοινοτικής ευμάρειας. Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, σε όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια της Νότιας Πίνδου κτίζεται τουλάχιστον από μία νέα και λαμπρή για την εποχή εκκλησία. Σήμερα αυτές οι εκκλησίες, αλλά και τα πολυάριθμα και πλούσια άλλοτε μοναστήρια της περιοχής, στέκουν αδιάψευστοι μάρτυρες εκείνης της ένδοξης εποχής.[19] Θα ήταν μάλλον περιττό να επεκταθούμε στην καταγραφή της ανάπτυξης της ελληνικής παιδείας που σημειώνεται την ίδια εποχή στα μεγαλύτερα από τα βλάχικα κεφαλοχώρια της Νότιας Πίνδου. Σχολεία όπως αυτά του Μετσόβου αποτέλεσαν αναγνωρισμένα κέντρα του ελληνικού διαφωτισμού, όπου δίδαξαν σημαντικότατοι δάσκαλοι βλάχικης και μη καταγωγής.[20] Έχοντας όλα αυτά υπόψη, θα μπορούσε να εκφραστεί η άποψη πως η πολιτισμική συμβολή των Βλάχων στη διαμόρφωση του νεότερου ελληνισμού είναι ίσως ακόμη πιο σημαντική και από τη συμβολή τους στους πολεμικούς αγώνες. Και μάλιστα σε εποχές που οι Νεοέλληνες βρίσκονταν ακόμη σε αναζήτηση και διαμόρφωση μίας νέας ελληνικής ταυτότητας.

 

 


[1] Leake, ο.π., σελ.101-104. Ρόκκου, Β., "Υφαντική οικιακή βιοτεχνία, Μέστοβο 18ος-20ος αιώνας", Κέντρο Έρευνας Παράδοσης και Πολιτισμού Ιωάννινα, Αθήνα 1994.
[2] Κρυστάλλης, ο.π.. Μουστάκης, Γ., "Το Συρράκο και η Πρέβεζα", Πρεβεζάνικα Χρονικά, τεύχ.27-28, Ιαν.-Δεκ. 1992, σελ.177-214. Καρατζένης, Ν.Β., "Οι Νομάδες κτηνοτρόφοι των Τζουμέρκων", Άρτα 1991.
[3] Pouqueville, F., "Tαξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος", Τολίδη, Αθήνα 1994, σελ.287-319. Leake, ο.π., σελ.88-98, 186-190. Περισσότερα στοιχεία για Μέτσοβο, Συρράκο και Καλαρίτες βλέπε: Βακαλόπουλος, Κ., "Ήπειρος", Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.392-397.
[4] Για την αγροτική οικονομία στα βλαχοχώρια βλέπε: Καλούσιος, Δ.Γ., "Το Ματσούκι Ιωαννίνων", Τόμος Α' Ιστορικά, Τόμος Β' Λαογραφικά, Ματσούκι-Τρίκαλα 1994.
[5] Φαλτάϊτς, Κωνσταντίνος, “Οι πλανόδιοι Ηπειρώται τεχνίται και η εθνική μας υπόθεσις”, εν Αθήναις 1928.
[6] Βακαλόπουλος, Κ.Α., "Ήπειρος", Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.73-74. Παπαγεωργίου, Γεώργιος, "Οι συντεχνίες στα Γιάννενα κατά τον 19ο και τις αρχές του 20ού αιώνα", διδακτορική διατριβή, έκδοση Β΄, ΙΜΙΑΧ 10,  Ιωάννινα 1988, σελ.47, 104-117.
[7] Παπανικολάου, Ν.Γ., “Καστανιά, το χωριό μου”, Τρίκαλα 1997, σελ.179-189.
[8] Μουστάκης, ο.π., σελ.203.
[9] Pouqueville, ο.π., σελ.307-308. Leake, ο.π., σελ.90-91.
[10] Παπαγεωργίου, ο.π., σελ.45-47, 51-52, 60, 108, 112, 173-174, 180, 237.
[11] Για τους χρυσοχόους και τους καποτάδες των Καλαριτών και του Συρράκου βλέπε Παπαγεωργίου, ο.π., παραπέμπει στις εργασίες: Φαλτάϊτς, Κ., “Οι πλανόδιοι τεχνίτες στην Ελλάδα”, Ελληνικά Γράμματα, τ.Γ`, αρ.1(25), 16 Ιουνίου 1928. Φαλτάϊτς, Κ., “Καποτάδες - Τερζήδες και Καζάζηδες”, Ελληνικά Γράμματα, 1 Ιουλίου 1928. Ζώρα, Πόπη, “Δύο μεγάλοι μάστοροι του ασημιού, Αθανάσιος Τζημούρης - Γεώργιος Διαμαντής Μπάφας”, Αθήνα 1972. Κονόμος, Ντίνος, “Ηπειρώτες στη Ζάκυνθο”, Ιωάννινα 1964.
[12] Χατζημιχάλη, Αγγελική, “Ραπτάδες - χρυσορραπτάδες και καποτάδες”, από το συλλογικό εργό “Αφιέρωμα στη μνήμη του Μανόλη Τριανταφυλλίδη”, Αθήνα 1960, σελ.445-474.
[13] Αραβαντινός, Παναγιώτης, “Περιγραφή της Ηπείρου εις μέρη τρία΄”, μέρος Γ, ΕΗΠ, Ιωάννινα 1984, σελ.337-339. Βακαλόπουλος, Ήπειρος, ο.π., σελ.211-216.
[14] Από τους βασικότερους πρωταγωνιστές υπήρξαν ο έμπορος Κυριάκος Τασίκας με καταγωγή από τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου, ο εθνικός ευεργέτης Μιχαήλ Τοσίτσας από το Μέτσοβο, προσωπικός φίλος και στενός συνεργάτης του Τουρκαλβανού ηγεμόνα της Αιγύπτου Μωχάμετ Αλή και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Ιερόθεος Α` από τον Κλινοβό του Ασπροποτάμου, ο οποίος ανέβηκε στην πατριαρχική έδρα το 1825 και παρέμεινε μέχρι το θάνατό του  το 1844.
[15] Pouqueville, ο.π., σελ.307-312. Αρσενίου, ο.π., σελ.54-59, 70, 77-83, 94-95. Pouqueville, F, "Ταξίδι στην Ελλάδα, Στερεά Ελλάδα- Αττική-Κορινθία", Μετάφραση: Μίρκα Σκάρα, Αφοι Τολίδη, Αθήνα 1995, σελ.216. Περιγραφή των καταγραφών του F. Pouqueville για τους Βλάχους βλέπε: Σιμόπουλος, Κυριάκος, "Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα, 1810-1821", Τόμος Γ2, έκδοση 4η, Αθήνα 1992, σελ.341-349.
[16] Holland, H., "Tαξίδι στη Μακεδονία και Θεσσαλία, 1812-1813", Αφοι Τολίδη, Αθήνα 1989, σελ.64.
[17] Leake, ο.π., σελ.86.
[18] Pouqueville, ο.π., σελ.348.
[19] Νημάς, Θ.Α., "Τρίκαλα, Καλαμπάκα, Μετέωρα, Πίνδος, Χάσια", Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1987, σελ.235-279.
[20] Χατζημιχάλη, Αγγελική, “Οι εν τω Ελληνοσχολείο Μετσόβου διδάξαντες και διδαχθέντες”, Ιωάννινα 1939 και στα Ηπειρωτικά Χρονικά έτους 1940. Ζιάγκος, Νικ. Γ., “Τουρκοκρατούμενη Ήπειρος. Τιμαριωτισμός, αστισμός, νεοελληνική αναγέννηση (1648-1820)”, Αθήνα 1974. Για την ελληνική παιδεία στον Ασπροπόταμο βλέπε: Νημάς, Θεόδωρος Α., “Η εκπαίδευση στη Δυτική Θεσσαλία κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας”, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1995.