Αστέριος ΚουκούδηςΕις μνήμην του ερευνητή, συγγραφέα και εκπαιδευτικού Αστέριου Κουκούδη, που “έφυγε” σε ηλικία 50 χρονών, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, η ιστοσελίδα Πεμπτουσία αναδημοσίευσε μια παλαιότερη συνέντευξή του η οποία δόθηκε με αφορμή την έκθεση «Η κοινωνική ζωή στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας στα 1900». Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Μακεδονία της Κυριακής”, στις 6 Αυγούστου 2006.

Την έκθεση αυτή και τον σχετικό κατάλογο επιμελήθηκε με ιδιαίτερη γνώση και φροντίδα ο ίδιος και πραγματοποιήθηκε στο Νυμφαίο της Φλώρινας τον Αύγουστο του 2012 από το Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και την Κοινότητα Νυμφαίου.

Ο εκλιπών, ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του βλαχόφωνου ελληνισμού, τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, το 1998, με το βραβείο Γραμμάτων και Τεχνών.

Στην έκθεση «κοινωνική ζωή στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας στα 1900» ο επισκέπτης μπορούσε να συναντήσει το ιδιαίτερο κομμάτι του βλαχόφωνου ελληνισμού, το οποίο «αποτελεί μέρος του πλούτου της Ρωμιοσύνης που οφείλουμε να προστατέψουμε», όπως πολύ σωστά μας είχε αναφέρει στη συνέντευξη ο Αστέριος Κουκούδης. Μέσα από το πλούσιο φωτογραφικό υλικό της έκθεσης, μπορούσες να λάβεις μέρος σε μια αναπαράσταση της κοινωνικής ζωής σε εκτεταμένες περιοχές της Μακεδονίας των αρχών του 20ού αιώνα.

Στον ιδιαίτερα επιμελημένο κατάλογο της έκθεσης ο Αστέριος Κουκούδης σημειώνει: «Το φωτογραφικό υλικό μιλά από μόνο του. Παρουσιάζει και αναδεικνύει τις πολύπλευρες διαστάσεις του μωσαϊκού των βλάχικων πληθυσμών που ζούσαν στα μακεδονικά εδάφη κατά τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας. Η επιλογή των φωτογραφιών έγινε με γνώμονα την όσο το δυνατό σαφέστερη απεικόνιση του διάσπαρτου και πολυσύνθετου χαρακτήρα των οικισμών και των εγκαταστάσεων των Βλάχων. Σε αντίθεση με τις στερεότυπες αντιλήψεις, προβάλλεται το μεγάλο εύρος της πολιτισμικής, κοινωνικής και οικονομικής τους διάρθρωσης. Αυτή η ανομοιογένεια ή, για να χρησιμοποιήσουμε μια έκφραση του συρμού, οι πολλαπλές βλάχικες ‘ταυτότητες’ αποτέλεσαν από τα πλέον σημαντικά προσόντα που διέθετε το βλαχόφωνο στοιχείο απέναντι στις προκλήσεις εκείνης της εποχής. Σε τελευταία ανάλυση, η επιλογή και η στάση των Βλάχων της Μακεδονίας κατά την κρίσιμη εκείνη περίοδο ευνόησαν τους αγώνες του ελληνισμού για την απελευθέρωση της Μακεδονίας».

Με τον Αστέριο Κουκούδη είχαμε μια πολύ σημαντική συζήτηση που αποκαλύπτει τις ποικίλες -ερευνητικές και άλλες- πτυχές του θέματος. Ο ερευνητής μάς εισάγει στο ζήτημα και μας προκαλεί να ασχοληθούμε περαιτέρω με τη βλάχικη διάσταση της Ελλάδας…

Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε συστηματικά με τον βλαχόφωνο ελληνισμό;

Άρχισα να ασχολούμαι, πιο συστηματικά, σε ερευνητικό και συγγραφικό επίπεδο, την περίοδο 1994-1997, όταν το «Μακεδονικό» είχε γίνει και πάλι ένα πολύ σοβαρό θέμα πολιτικής. Βέβαια, η πρωταρχική μου ενασχόληση με τους Βλάχους είχε ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν, θα μπορούσα να πω με την ίδια μου τη γέννηση. Γεννήθηκα από Βλάχο πατέρα και μεγάλωσα ανάμεσα σε Βλάχους συγγενείς και περιβάλλον, στη Βέροια, όπου η παρουσία του βλάχικου στοιχείου είναι ακόμη ιδιαίτερα έντονη. Ωστόσο, πριν από δέκα περίπου χρόνια, είχα την τύχη να στεγάσω -κατά κάποιον τρόπο- τις ανησυχίες μου και να συνεργαστώ με το ερευνητικό τμήμα του Μουσείου του Μακεδονικού Αγώνα, εδώ στη Θεσσαλονίκη. Οι άνθρωποι του Μουσείου με στήριξαν στην εκπόνηση μιας έρευνας, η οποία αρχικά είχε ως σκοπό την καταγραφή των βλάχικων οικισμών και των εγκαταστάσεων στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο, έτσι όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Εξελικτικά, η έρευνα επεκτάθηκε σε όλη τη νότια Βαλκανική, κι αυτό γιατί, αν και οι βλάχικοι πληθυσμοί ως σύνολο μας δίνουν την εικόνα ενός διάσπαρτου και πολυσύνθετου μωσαϊκού, δε θα έπρεπε να εξετάζονται αποσπασματικά και κατά γεωγραφικές περιφέρειες, ώστε να μην περιορίζονται ως εικόνα και να μην αδικούνται ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Τελικά, το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε περισσότερο στην Κεντρική Μακεδονία, όπου το ερευνητικό πεδίο περί Βλάχων θα μπορούσε να θεωρηθεί πως ήταν τότε terra incognita. Έτσι, μας προέκυψε μια τετράτομη εργασία με τον συλλογικό τίτλο «Μελέτες για τους Βλάχους».

Πάντως μέχρι πρότινος ανάλογες μελέτες με τις δικές σας, που ασχολούνταν με τα διάφορα κομμάτια του ελληνισμού, όπως για παράδειγμα με τον ποντιακό ή τον μικρασιατικό ελληνισμό, γίνονταν με προσπάθειες και αγωνίες ερευνητών και όχι πανεπιστημιακών. Σήμερα πώς έχουν τα πράγματα;

Ας μη μας ξενίζει κάτι τέτοιο. Είναι μια μάλλον λογική και αναμενόμενη εξέλιξη. Το ενδιαφέρον για ένα οποιοδήποτε θέμα αγγίζει πρώτα εκείνον που τον αφορά άμεσα και αργότερα τον ειδικό επιστήμονα. Δέστε ποιοι είναι αυτοί που, κατά κύριο λόγο, συγγράφουν τοπικές ιστορίες, δηλαδή τις ιστορίες συγκεκριμένων χωριών και πόλεων. Μα φυσικά άνθρωποι που κατάγονται από αυτά τα μέρη. Κι αυτό γιατί αγαπούν με πάθος τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Όταν πια ένας επαγγελματίας ιστορικός θα έρθει να ασχοληθεί, «επιστημονικά», με το συγκεκριμένο θέμα, θα χρησιμοποιήσει συστηματικά όλες αυτές τις μονογραφίες των χαρακτηρισμένων ως «ερασιτεχνών». Θα αποτελούν τον βασικό κορμό της βιβλιογραφίας του. Ας μην αδικούμε ούτε τους απλούς ερευνητές ούτε τους επαγγελματίες, τους πανεπιστημιακούς. Επιπλέον, οι πανεπιστημιακοί έχουν να αντιμετωπίσουν έντονα και τις κατά καιρούς περιρρέουσες πολιτικές συνθήκες. Τα πράγματα δεν άλλαξαν και δεν μοιάζει να αλλάζουν σύντομα.

Το βρίσκετε σωστό αυτό;

Θέλω να πω πως, πέρα από το όποιο επιστημονικό ενδιαφέρον, η προσοχή που δίνεται για τα διάφορα κομμάτια του ελληνισμού είναι και παραμένει πάντα αντικείμενο πολιτικής. Έτσι, μέχρι πρότινος, το επιστημονικό ενδιαφέρον για τους Βλάχους ήταν κατά πολύ μικρότερο από ό,τι -ας πούμε- για τους Πόντιους. Έχω την αίσθηση πως για πολλές δεκαετίες οι πολιτικοί ιθύνοντες και κατ’ επέκταση οι επιστήμονες αντιμετώπιζαν την όποια ετερότητα των Βλάχων -πολιτισμική ή γλωσσική- με έντονο προβληματισμό, ίσως ως ένα θέμα ταμπού. Η άγνοια που χαρακτήριζε πολιτικούς και επιστήμονες είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη κάποιας φοβίας. Έτσι, τα πράγματα σε ερευνητικό επίπεδο είχαν μείνει αρκετά πίσω. Νομίζω όμως πως η ανάπτυξη προβληματισμού, τουλάχιστον τις δύο τελευταίες δεκαετίες, από τους ίδιους τους πολίτες, τους απλούς Βλάχους, για την ταυτότητά τους, ως δικαιωματικά μέλη της ρωμιοσύνης, του ελληνισμού, έχουν αλλάξει την εικόνα, ωθώντας πολιτικούς και επιστήμονες στην ανάπτυξη και την καλλιέργεια ουσιαστικότερου ενδιαφέροντος.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως υπάρχει μεγάλο ανεξερεύνητο πεδίο όσον αφορά τα θέματα αυτά; Ποιες δυσκολίες παρουσιάζονται στην προσέγγισή τους;

Τα κύρια ερωτήματα περί Βλάχων, είτε πολιτικά είτε επιστημονικά, έχουν ήδη απαντηθεί. Οι απαντήσεις έχουν δοθεί από τη συντριπτική πλειοψηφία των απλών ανθρώπων, μέσα από την ιστορική τους πορεία, τις εκάστοτε επιλογές, ακόμη και με τη σύγχρονη στάση ζωής που ακολουθούν. Και σίγουρα οι απαντήσεις δεν θα μπορούσαν να δοθούν από τις ισχνές, μεμονωμένες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Ωστόσο πιστεύω πως η πολιτεία έχει την ηθική υποχρέωση και οφείλει να σταθεί αρωγός απέναντι σε όλους τους πολίτες της. Το επιστημονικό και πολιτικό ενδιαφέρον δεν θα έπρεπε να είναι επιλεκτικό και να καλλιεργείται μόνο για ορισμένα από τα κομμάτια τους ελληνισμού, δίνοντας την αίσθηση πως κάποιοι είναι καλύτεροι από άλλους. Ίσως είναι καιρός η μελέτη των Βλάχων να αποτελέσει ουσιαστικότερο κομμάτι του ελληνικού επιστημονικού ενδιαφέροντος. Εξάλλου, δικά μας πράγματα θα μελετούσαν και θα καλλιεργούσαν. Το ενδιαφέρον δεν θα αναπτυσσόταν σε ξένο πεδίο, αλλά πάνω σε ένα αναπόσπαστο, συστατικό κομμάτι της ρωμιοσύνης – αν και για πολύ καιρό υπήρξε παραμελημένο και μάλλον αγνοημένο. Πέρα από τη γενικότερη θεώρηση των πραγμάτων, υπάρχουν θέματα της ιστορικής και πολιτισμικής «ταυτότητας» των Βλάχων, για να χρησιμοποιήσω μια λέξη του επιστημονικού συρμού, που θα έπρεπε να καταγραφούν και να μελετηθούν σε βάθος. Η βλάχικη γλώσσα, όπως αυτή παραμένει ακόμη σε μια μη κοινά αποδεκτή, μη ομογενοποιημένη και μη κωδικοποιημένη μορφή, αυτή των διαφόρων διαλέκτων, θα πρέπει να καταγραφεί και να μελετηθεί πριν να είναι πια πολύ αργά. Αποτελεί μέρος του πλούτου της ρωμιοσύνης που οφείλουμε να προστατέψουμε.

Ποια πιστεύετε πως είναι η γοητεία για έναν μελετητή ο οποίος ασχολείται με ανάλογα θέματα;

Για τον ερευνητή η γοητεία που μπορεί να αποπνέει το αντικείμενο της μελέτης του αποτελεί μια ισχυρή κινητήριο δύναμη. Ωστόσο η συναισθηματική φόρτιση μπορεί να έχει και αρνητικές επιδράσεις. Μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την αμεροληψία και την αντικειμενικότητά του. Ο επιστήμονας οφείλει να κρατήσει λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα.

Αστέριος Κουκούδης: Οι Βλάχοι έχουν σοβαρούς λόγους για να περηφανεύονται για την καταγωγή τους!

Ποιες είναι οι προσδοκίες σας από την έκθεση αυτή, που θα πραγματοποιηθεί στο Νυμφαίο;

Καταρχάς οι προσδοκίες μου δεν μπορεί να είναι προσωπικές, κι αυτό γιατί η έκθεση πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα και με διάθεση να εξυπηρετήσει γενικότερες εκπαιδευτικές ανάγκες και κενά. Το ότι θα φιλοξενηθεί στο Νυμφαίο την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου θεωρώ πως είναι μεγάλη τιμή για όλους όσους συνέβαλαν στη δημιουργία της.

Όπως και να το κάνουμε, και δίχως να υπάρχει διάθεση υποτίμησης άλλων χωριών και εγκαταστάσεων, κάποιοι βλάχικοι οικισμοί της Μακεδονίας -κι ανάμεσά τους το Νυμφαίο σίγουρα πρωτοστατεί- αποτέλεσαν και αποτελούν μια πολυδιάστατη πηγή από όπου όλοι οι Βλάχοι αντλούν ένα μεγάλο μέρος της περηφάνιας που νιώθουν για τη «ράτσα» τους. Θα πρέπει όμως να πω πως η έκθεση έχει ήδη φιλοξενηθεί στο Λιβάδι του Ολύμπου τον Μάιο, στα Γιάννενα στις αρχές Ιουλίου, στο πλαίσιο του ετήσιου «Ανταμώματος» της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων, και στον Αρχάγγελο Αλμωπίας πάνω στο Πάικο στα τέλη του Ιουλίου. Ελπίζουμε πως η έκθεση θα φιλοξενηθεί και σε άλλα μέρη, όπου ζητηθεί, και βέβαια θα βρίσκεται στην έδρα της, στο Μουσείο, από τον Οκτώβριο μέχρι τον Δεκέμβριο, στο πλαίσιο των φετινών Δημητρίων.

Πρωταγωνιστές της έκθεσης αυτής θα είναι τα πρόσωπα μέσα από τις φωτογραφίες;

Μα φυσικά, είναι μια έκθεση φωτογραφιών που απεικονίζουν πρόσωπα. Οι πρωταγωνιστές είναι οι ίδιοι οι Βλάχοι, άγνωστοι και επώνυμοι, όπως αυτοί φωτογραφήθηκαν γύρω στα 1900. Αν και χιλιοειπωμένο και κοινότυπο, το ρητό που λέει πως «μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις» χαρακτηρίζει έντονα την έκθεση αυτή. Ξέρετε, δεν είχα αντιληφθεί τη δύναμη των φωτογραφιών παρά αφού είχα τελειώσει τη συγγραφή της πρωταρχικής μου εργασίας για τους Βλάχους. Οι περισσότερες φωτογραφίες συλλέχθηκαν όταν βρισκόμουν στο στάδιο της έκδοσης της δουλειάς μου. Τότε ήταν που κατάλαβα πως ολόκληρες παράγραφοι, όπου περιέγραφα το πολυσύνθετο και πολυδιάστατο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό μωσαϊκό των Βλάχων, θα μπορούσαν να αποδοθούν πολύ πειστικότερα μέσα από την παρουσίαση ορισμένων και μόνο φωτογραφιών. Αυτό προσπάθησα τελικά να κάνω σ’ αυτή μου τη συνεργασία με το Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα. Θέλησα να αφήσω να μιλήσουν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές μέσα από τις φωτογραφίες τους.

Με τους ανθρώπους αυτούς νιώθετε πως διαλέγεστε; Πιστεύετε πως κρύβουν πολλά μυστικά μέσα στα βλέμματά τους; Μπορούμε να τα αποκρυπτογραφήσουμε σήμερα;

Δεν είναι μόνο τα βλέμματά τους που αποκαλύπτουν μυστικά και αλήθειες. Είναι κι όλες εκείνες οι ανεπαίσθητες λεπτομέρειες που ίσως δεν τις είχαν αντιληφθεί ούτε οι φωτογράφοι. Η επιλογή των φωτογραφιών έγινε με γνώμονα τη σκέψη πως θα πρέπει να είναι ενδεικτικές, αντιπροσωπευτικές και «πολύλογες». Μπροστά από τον επισκέπτη παρελαύνουν ένα καραβάνι ημινομάδων κτηνοτρόφων σε μια στάση τους στην πορεία για το ορεινό χωριό τους στη βόρεια Πίνδο, ένα φαλκάρι κάπως πιο «πρωτόγονων» και απόλυτα νομάδων Αρβανιτόβλαχων, ένας τσομπάνος σε όλο του το μεγαλείο. Ο θεατής βλέπει στιγμιότυπα από παραδοσιακούς γάμους με όλους τους συγγενείς και τους φίλους, στιγμιότυπα από κοινωνικές εκδηλώσεις, από περίφημα πανηγύρια χωριών ή από περίφημες αγορές πόλεων. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός αναμνηστικών οικογενειακών φωτογραφιών όλων των κοινοτικών τάξεων. Άλλοτε απεικονίζονται άνδρες και γυναίκες που παρέμεναν προσκολλημένοι στις παραδόσεις και συνέχιζαν να φορούν τσιπούνια, τσαρούχια και περίτεχνους κεφαλόδεσμους, κι άλλοι που είχαν υιοθετήσει τις κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές εκείνης της εποχής και φορούσαν ευρωπαϊκά κοστούμια και καπέλα με φτερά και βέλο. Αγωγιάτες, χασάπηδες, υφάντρες, εμποροβιοτέχνες, ξενιτεμένοι στο Βουκουρέστι και το Κάιρο, αγωνιστές με τις αρματωσιές τους, απλοί ιερείς, επιστήμονες, γιατροί, μεγαλοαστοί, εκπαιδευτικοί και μικροί μαθητές, από όλα σχεδόν τα μακεδονικά βλαχοχώρια και τις βλάχικες εγκαταστάσεις, έχουν θέση και παίζουν τον ρόλο τους στην έκθεση.

Θα σας ενδιέφερε να συνθέσετε ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστές κάποιους απ’ αυτούς τους ανθρώπους μέσα στις συνθήκες της εποχής τους;

Μακάρι να μπορούσα να γράψω ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστές τους Βλάχους και τις κοινωνίες τους και με χρονική τοποθέτηση εκεί γύρω στα 1900. Πραγματικά θαυμάζω αυτούς που μπορούν να γράψουν μυθιστορήματα και μάλιστα τέτοια που να είναι σε επαφή με την ιστορική πραγματικότητα. Αισθάνομαι πως δεν είναι κάτι που μπορώ να κάνω. Έχοντας μάθει να γράφω ιστορικά κείμενα, νομίζω πως η γραφή μου έχει όρια. Νιώθω πως δεν είμαι έτοιμος να φανταστώ και να συνθέσω μια μυθιστορηματική πλοκή. Αυτό απαιτεί άλλο ταλέντο που μάλλον δεν έχω ή ίσως δεν έχω αναπτύξει ακόμη. Ίσως αργότερα. Θα δούμε.

Ο επισκέπτης της έκθεσης τι θα πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα; Πιστεύετε πως η έκθεση αυτή θα μιλήσει πολύ εύγλωττα -στον απλό κόσμο αλλά και στους πιο ειδικούς- περισσότερο ίσως από κάποια άλλη προσπάθεια;

Η έκθεση έχει ως σκοπό να διδάξει, να μορφώσει. Γι’ αυτό και τα συνοδευτικά κείμενα είναι μικρά και περιεκτικά, αποφεύγοντας τις υπερβολές. Ξέρετε, υπάρχει ακόμη, και ιδιαίτερα στη νοτιότερη Ελλάδα, μια σύγχυση ανάμεσα στον όρο «βλάχος» με το βήτα μικρό και τον όρο «Βλάχος» με το βήτα κεφαλαίο. Ε, λοιπόν, η έκθεση φιλοδοξεί να καταδείξει, με τον πιο απλό τρόπο, μέσα απ’ αυτές τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες εποχής, τη διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς τους δύο όρους. Μπορεί ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές και οικονομικές τάξεις των Βλάχων, με το βήτα κεφαλαίο, να υπήρξαν πολυάριθμες ομάδες νομάδων και ημινομάδων κτηνοτρόφων, ωστόσο ιδιαίτερα πολυπληθείς, και σε κάποιες περιπτώσεις δυσανάλογα μεγάλες, ήταν και οι τάξεις των αστών ή των αστικοποιημένων εμποροβιοτεχνών. Αυτοί υπήρξαν φορείς κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών, καθώς χαρακτηρίζονταν από ένα ισχυρό πνεύμα προόδου. Η έκθεση φιλοδοξεί να ανατρέψει τα μυθεύματα και τις λανθασμένες εντυπώσεις γύρω από τις κοινωνικές και πολιτισμικές καταβολές των Βλάχων. Οι συμπατριώτες μας βλάχικης καταγωγής δεν έχουν λόγους να αισθάνονται πως μειονεκτούν ως προς την καταγωγή τους σε σχέση με άλλους. Αντίθετα μάλιστα, 1 αυτήν όπως και άλλοι για τη δική τους.

Αστέριος Κουκούδης: Οι Βλάχοι Μακεδονομάχοι ήταν στυλοβάτες του αγώνα

Αναφέρετε στον πρόλογό σας για τη στάση των Βλάχων στους αγώνες του ελληνισμού για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Θέλετε να μας πείτε περισσότερα πράγματα; Αυτός είναι και ο λόγος που το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα πραγματοποιεί την έκθεση αυτή;

Βλάχοι κατοικούν και έχουν προσφέρει στη μοίρα και άλλων περιοχών της Ελλάδας, κυρίως στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, ωστόσο το ενδιαφέρον της έκθεσης εστιάζεται στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας. Αναμφίβολα, η στάση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Βλάχων στους αγώνες του ελληνισμού για την απελευθέρωση της Μακεδονίας είναι ένας από τους σοβαρούς λόγος από όπου μπορούν και αντλούν περηφάνια οι σημερινοί συμπατριώτες μας βλάχικης καταγωγής. Στις αρχές του 20ού αιώνα, στα υπό οθωμανική κυριαρχία μακεδονικά εδάφη παιζόταν ένα σκληρό παιχνίδι για την τύχη τους, όχι μόνο ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη και έθνη, αλλά κι ανάμεσα στις τότε Μεγάλες Δυνάμεις. Κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, παρά τις έντονες παρεμβάσεις, τις προπαγανδιστικές ενέργειες, τη μεροληπτική στάση των αρχών και τα μεγάλα κεφάλαια που ξοδεύτηκαν, τίποτε δεν ήταν τόσο αξιωματικό όσο η ταύτιση και η συμπόρευση των Βλάχων με τη ρωμιοσύνη. Όχι μόνο προσαύξαναν δημογραφικά το δυναμικό του τοπικού ελληνισμού, αλλά με τις καίριες και ρυθμιστικές κοινωνικές και οικονομικές θέσεις που κατείχαν μπορούσαν να επιβάλλουν τις επιλογές τους. Οι οποίες άλλωστε δεν υπαγορεύονταν από απλό συμφέρον, μιας και στηρίζονταν πάνω σε ισχυρά δομημένη και μαρτυρημένη ιδεολογική βάση. Ναι, ο βλάχικος παράγοντας υπήρξε καταλυτικός για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Οι βλάχικης καταγωγής μακεδονομάχοι και στυλοβάτες του αγώνα που δόθηκε τότε ήταν ιδιαίτερα πολυάριθμοι και το Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα δεν θα μπορούσε να τους ξεχάσει.

Στις μέρες μας πολύ εύκολα μιλούμε για πολυπολιτισμό, αλλά ανάλογες δραστηριότητες θεωρούνται απλώς φολκλορικές ουτοπίες. Ποια είναι η δική σας άποψη;

Η ενασχόληση με τους Βλάχους και η δημόσια προβολή τους δεν είναι ένα θέμα που αφορά τον σεβασμό απέναντι σε μια σύγχρονη πολυπολιτισμικότητα. Οι Βλάχοι είναι συστατικό και αναπόσπαστο στοιχείο του ελληνισμού, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, για να μην αναφερόμαστε και σε παρελθοντικούς χρόνους. Το ζητούμενο δεν μπορεί να είναι το αν οι Βλάχοι είναι Έλληνες ή όχι. Αυτό θα ήταν και κουτό και προσβλητικό. Νομίζω πως αυτό που θα έπρεπε να αναζητούμε και να προβάλλουμε πια είναι η βλάχικη διάσταση της Ελλάδας, μία από τις πολλές και καθόλου ουτοπικές ή φολκλορικές, που διαθέτει και που την κάνουν «πλούσια και ισχυρή».

Τι ετοιμάζετε για τη συνέχεια;

Τώρα δουλεύω την ιστορία του σχολείου όπου εργάζομαι, του 57ου Δημοτικού Σχολείου, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς αποτελεί μετεξέλιξη της Αστικής Σχολής Βαρδαρίου, του δεύτερου πρωτοβάθμιου εκπαιδευτήριου που έθεσε σε λειτουργία η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Θεσσαλονίκης στα 1866. Τα μαθητολόγια, όπου καταγράφεται η προέλευση και η καταγωγή των μικρών μαθητών, αποτελούν μαρτυρίες για τις περιπέτειες που έζησε η πόλη και ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων της.

Ο Αστέριος Κουκούδης, στη σειρά «Μελέτες για τους Βλάχους», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ζήτρος, εξέδωσε τους εξής τόμους: «Η Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι», «Οι Μητροπόλεις και η Διασπορά των Βλάχων», «Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογλενά», «Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας». Για την εξαιρετική αυτή εργασία, όπως αναφέραμε και πιο πάνω, τιμήθηκε με βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών.

Στέλιος Κούκος
Πηγή:
Εφημερίδα “Μακεδονία” 6 Αυγούστου 2006.
η συνέντευξη αναδημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα Πεμπτουσία τον Μάρτιο του 2018