Αστική Σχολή ΒαρδαρίουΗ Αστική Σχολή Βαρδαρίου υπήρξε το δεύτερο πρωτοβάθμιο εκπαιδευτήριο για αγόρια που έθεσε σε λειτουργία η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης, μετά από αυτό της Κεντρικής Αστικής Σχολής. Το πιθανότερο είναι πως πρωτολειτούργησε στα 1866, στα δυτικά της περιτειχισμένης ακόμη πόλης, σε μια προσπάθεια να καλύψει τις διογκούμενες εκπαιδευτικές ανάγκες της κοινότητας. Κατά το σχολικό έτος 1874-1875, στην Αστική Σχολή Βαρδαρίου φαίνεται πως είχαν εγγραφεί 93 μικροί μαθητές, ενώ στην Κεντρική Σχολή είχαν εγγραφεί 340 μαθητές και στο παρθεναγωγείο 344 μαθήτριες. Σε αυτούς τους αριθμούς συμπεριλαμβανόταν και οι μαθητές και οι μαθήτριες των εξαρτημένων μικτών νηπιαγωγείων. Από τους 93 μαθητές της Αστικής Σχολής Βαρδαρίου μόλις 5 δεν κατάγονταν από την ίδια την πόλη2 .

 

 

Είναι ευτύχημα που η μεγάλη πυρκαγιά του `17 δεν κατάστρεψε το αρχείο της Σχολής, το οποίο χρονολογείται από το 1897. Είναι βέβαιο πως υπήρξαν και παλαιότερα κώδικες, που όμως δεν γνωρίζουμε αν χάθηκαν στην πυρκαγιά ή αν ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 στάθηκε η αιτία να μη διασωθούν μέχρι τις μέρες μας. Στις μέρες μας, το αρχείο φυλάσσεται στο 57ο Δημοτικό Σχολείο, στο σχολικό συγκρότημα που κτίστηκε τη δεκαετία του `30 και που περικλείουν οι οδοί Κρυστάλλη, Συγγρού και Αμβροσίου. Ωστόσο, πολλά και πολύτιμα ιστορικά στοιχεία μπορούν να αντληθούν ή και να επιβεβαιωθούν μέσα από το αρχείο που έχει διασωθεί. Για αυτή την παρουσίαση αντλήθηκαν πληροφορίες από τους τρεις παλαιότερους κώδικες του αρχείου3 .

Το ενδιαφέρον αυτής της παρουσίασης επικεντρώνεται στο πως τα ιστορικά γεγονότα και οι συνθήκες επηρέασαν τη σύνθεση του μαθητικού δυναμικού ως προς την προέλευσή του. Είναι γνωστό πως, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η αναπτυσσόμενη Θεσσαλονίκη υπήρξε ένας ισχυρός πόλος έλξης για ένα μεγάλο αριθμό μεταναστών πολλών και διαφορετικών εθνικών, γλωσσικών θρησκευτικών, και πολιτισμικών ομάδων4 . Στα 1835, μετά τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης, και σύμφωνα με οθωμανικό απογραφικό κατάστιχο του Ιστορικού Αρχείου Θεσσαλονίκης5 , τα άρρενα μέλη της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας αριθμούσαν 3.641 ψυχές, συμπεριλαμβανομένων και των νεογέννητων αγοριών. Αυτό σημαίνει πως μαζί με τις γυναίκες και τα κορίτσια ίσως ξεπερνούσαν τις 7.000 ψυχές. Ίσως, λοιπόν, οι χριστιανοί να αντιστοιχούσαν στο 21,69% των κατοίκων της πόλης, οι μουσουλμάνοι στο 33,76% και οι Εβραίοι στο 44,55%, σε ένα συνολικό πληθυσμό 35.000 με 40.000 κατοίκων. Σύμφωνα με την απογραφή, οι 1.277 χριστιανοί άντρες και ποσοστό 35,26% αντιμετωπίζονταν ως ξένοι – μέτοικοι και όχι ως οριστικοί κάτοικοι της πόλης, καθώς οι ίδιοι ή οι γονείς τους είχαν πρόσφατα εγκατασταθεί στην πόλη, πιθανότατα μετά τα τραγικά γεγονότα της επανάστασης του ’21 και μέσα στα δέκα επόμενα χρόνια.

Σύμφωνα με τα στοιχεία για τους τόπους καταγωγής ή προέλευσής τους σχημάτιζαν ένα ετερόκλητο μωσαϊκό. Στην πλειοψηφία τους προέρχονταν από την κοντινή περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, αλλά και από πιο μακρινές περιοχές της μακεδονικής ενδοχώρας. Ωστόσο, υπήρχαν μέτοικοι κι από άλλες οθωμανικές επαρχίες, από τη Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Βουλγαρία ή και από τη νεοσύστατη ακόμη μικρή Ελλάδα. Ανάμεσα στους μετοίκους, αλλά πιθανότατα κι ανάμεσα στους γηγενείς, υπήρχαν άντρες που είχαν ως μητρικές γλώσσες άλλες από τα ελληνικά. Οι βλαχόφωνοι σχημάτιζαν μία ιδιαίτερα μεγάλη ομάδα μετοίκων. Υπήρχε και ένα μεγάλο πλήθος σλαβόφωνων προερχόμενων από πόλεις όπως η Δίβρη, η Δοϊράνη, το Κιλκίς, αλλά και τα χωριά στα δυτικά της πόλης. Θα πρέπει επίσης να υπήρχαν, έστω και ελάχιστοι, Αρβανίτες και Αρμένιοι, ίσως και Βόσνιοι χριστιανοί. Από τα μέσα, περίπου, του 19ου αιώνα και μετά, τα βαλκανικά εθνικά ιδεολογήματα παρείσφρεαν, σταδιακά, ανάμεσα στους ορθόδοξους χριστιανούς της πόλης. Η πρώτη διάσπαση έρχεται στα 1871, καθώς αρκετοί από τους σλαβόφωνους μετοίκους έθεσαν τα θεμέλια μίας μικρής, αλλά σταδιακά εξελισσόμενης, τοπικής εξαρχικής - βουλγαρικής κοινότητας και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της6 .

 

Από τον ελληνοτουρκικό πόλεμο έως την απελευθέρωση, 1897-1912

 

Με τη λήξη του ατυχούς για την Ελλάδα ελληνοτουρκικού πολέμου στα 1897 και μέχρι την απελευθέρωση στα 1912, οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης και της μακεδονικής ενδοχώρας, χριστιανοί, μουσουλμάνοι και εβραίοι, τόσο σε ατομικό και οικογενειακό όσο και σε κοινοτικό επίπεδο, βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις της εποχής κι ακόμη περισσότερο με τα καταλυτικά εθνικά ιδεολογήματα7 . Υπήρξε έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στα Βαλκανικά Κράτη και την Οθωμανική Αυτοκρατορία για την τύχη των τελευταίων ευρωπαϊκών επαρχιών της, με αποκορύφωμα τον ένοπλο Μακεδονικό Αγώνα την περίοδο 1904-1908 και την επανάσταση των Νεότουρκων στα 19088 . Τα εκπαιδευτικά ιδρύματα όλων των κοινοτήτων της πόλης είναι σίγουρο πως αντικατόπτριζαν τα πολιτικά φαινόμενα και τις πολεμικές εντάσεις εκείνης της εποχής.

Από το 1897 μέχρι και το 1908, στους δύο πρώτους κώδικες του αρχείου της Αστικής Σχολής Βαρδαρίου καταγράφονται κατά σχολικό έτος και ονομαστικά οι εγγραφέντες μαθητές όλων των τάξεων εκτός, συνήθως, της πρώτης τάξης. Επιπλέον, μας μεταφέρονται πληροφορίες σχετικές με τη βαθμολογία, την παρακολούθηση, τη διαγωγή, την προαγωγή, το θρήσκευμα, το προηγούμενο σχολείο φοίτησης, τον τόπο καταγωγής και το επάγγελμα του πατέρα του κάθε μαθητή. Δυστυχώς, στις καταγραφές που σώθηκαν, από το σχολικό έτος 1908-09 και μέχρι και το σχολικό έτος 1911-12, δεν αναφέρεται ο τόπος καταγωγής και το επάγγελμα του πατέρα και έτσι δε στάθηκε ικανό να αξιοποιηθούν για την παρούσα μελέτη. Δεν μπορούμε να είμαστε πολύ σίγουροι γιατί υπήρξε αυτή παράληψη. Ίσως να έπαιξαν κάποιο ρόλο τα ιδεολογήματα και οι πολιτικές επιρροές της επανάστασης των Νεότουρκων για «ισότητα και αδελφότητα».

Στον πίνακα 1.1. παρουσιάζονται αναλυτικότερα οι πληροφορίες για το μαθητικό δυναμικό ανά τάξη και σχολικό έτος9 . Αν και δε γνωρίζουμε πόσοι, ακριβώς, ήταν όλοι οι μαθητές κατά σχολικό έτος, συμπεριλαμβανομένων και των μαθητών της πρώτης τάξης, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως, μέσα σε έντεκα χρόνια, το δυναμικό των εγγραφέντων μαθητών διπλασιάστηκε. Από 67 καταχωρήσεις μαθητών για το σχολικό έτος 1897-98 καταλήγουμε σε 133 καταχωρήσεις για το σχολικό έτος 1907-08.

Στον πίνακα 1.2. παρουσιάζεται η ανά σχολικό έτος ποσοστιαία επί τοις εκατό προέλευση ή η καταγωγή των μαθητών από διάφορες περιοχές και ειδικότερα: 1. Από τη Θεσσαλονίκη. 2. Από κοντινούς οικισμούς του σημερινού νομού Θεσσαλονίκης. 3. Από τη σημερινή Κεντρική και Δυτική Μακεδονία μαζί με την επαρχία Ελασσόνας. 4. Από τη σημερινή Ανατολική Μακεδονία. 5. Από τα εδάφη της π.Γ.Δ.Μ.. 6. Από την Ήπειρο, βόρεια και νότια, όπως την ορίζει η ελληνική ιστοριογραφία. 7. Από τη Δυτική Θράκη. 8. Από την Ανατολική Θράκη μαζί με την Κωνσταντινούπολη. 9. Από τα εδάφη της σημερινής Βουλγαρίας. 10. Από τη Μικρά Ασία και τις περιοχές του Καυκάσου. 11. Από τα υπό οθωμανική κυριαρχία ή εξάρτηση νησιά του Αιγαίου. 12. Από τα εδάφη του τότε ελληνικού κράτους, (Παλιά Ελλάδα). Και τέλος, 13. από διάφορες μακρινές ή άγνωστες - αταύτιστες περιοχές.

Στον πίνακα 1.3. παρουσιάζονται αναλυτικότερα και ανά σχολικό έτος οι διάφοροι οικισμοί και οι αριθμοί των μαθητών, που φέρονται να κατάγονταν ή να προέρχονταν από αυτούς. Παρατηρούμε, λοιπόν, πως η μεγαλύτερη ομάδα μαθητών παρουσιάζεται να κατάγεται από την ίδια τη Θεσσαλονίκη, με ποσοστό που κυμάνθηκε μεταξύ 40,32% και 65,90% και με μέσο όρο 53,90%.

Ακολουθούσε η ομάδα των μαθητών που προέρχονταν από κοντινούς οικισμούς, με ποσοστό που κυμάνθηκε μεταξύ 5,97% και 17,29%, με μέσο όρο 12,39%. Οι περισσότεροι από αυτούς τους οικισμούς ήταν κεφαλοχώρια, που κατοικούνταν κυρίως από αγροτοκτηνοτρόφους, όπως ο Πεντάλοφος, το Ασβεστοχώρι, τα Λαγυνά, το Μελισσοχώρι, ο Δρυμός, η Άσσηρος, ο Λαγκαδάς, ο Βερτίσκος, ο Σωχός, τα Βασιλικά και η Επανομή. Ωστόσο, υπήρχαν, έστω και λίγοι, μαθητές από οικισμούς που τότε ήταν μικρά τσιφλίκια, κυρίως μουσουλμάνων ιδιοκτητών, όπως η Σίνδος, η Βαλμάδα, το Άδενδρο και το Μεγάλο Έμβολο10 . Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως τη μεγαλύτερη ομάδα, με συνεχή παρουσία και με αυξητική τάση, συγκροτούσαν μαθητές που προέρχονταν από το Μελισσοχώρι, την παλιά Μπάλτζα. Σύμφωνα με τις καταγραφές για το επάγγελμα των πατεράδων τους παρατηρούμε πως, σχεδόν όλοι, ήταν κηπουροί, δηλαδή καλλιεργητές οπωρολαχανικών στους μπαχτσέδες έξω από τα δυτικά τείχη της πόλης. Τα μαθητολόγια έρχονται να επιβεβαιώσουν νεότερες ιστοριογραφικές καταγραφές για τη μαζική εγκατάσταση Μπαλτζινών «μπαχτσεβάνων» στην πόλη της Θεσσαλονίκης11 .

Η τρίτη σε δυναμικό ομάδα των μαθητών προερχόταν από τους υπόλοιπους νομούς της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας μαζί με την υπό οθωμανική κυριαρχία επαρχία Ελασσόνας. Κυμαινόταν μεταξύ 6,06% και 19,35%, με μέσο όρο 11,06%. Καταγράφηκαν από ένας έως δύο ή τρεις μαθητές ανά έτος από πόλεις όπως τα Γιαννιτσά, η Έδεσσα, η Νάουσα, η Βέροια, η Κοζάνη, η Σιάτιστα και η Καστοριά. Το ίδιο ίσχυε και για μικρές κωμοπόλεις και ακμαία κεφαλοχώρια όπως η Κασσάνδρα, η Βάβδος, η Γαλάτιστα, ο Κολινδρός, το Λιτόχωρο, το Λιβάδι Ελασσόνας, η Βλάστη, η Νεάπολη Βοΐου, το Βογατσικό, η Κορησός, η Κλεισούρα και το Νυμφαίο, ή και μικρά χωριά όπως ο Άγιος Πέτρος Παιονίας, η Σκοτίνα και η Μηλιά Πιερίας, ο Άγιος Γεώργιος Γρεβενών, το Τσακνοχώρι, το Κριμήνι και ο Αυγερινός Βοΐου. Οι κάτοικοι των πόλεων, των κωμοπόλεων και τα κεφαλοχωριών διατηρούσαν στενές παραδοσιακές σχέσεις με τη αγορά και το διοικητικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Συνέρρευσαν κατά κύματα, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, ακολουθώντας παραδοσιακές τάσεις μετανάστευσης προς αυτή. Επρόκειτο, κυρίως, για εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες, οι οποίοι εργάζονταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα μακριά από τις ιδιαίτερες πατρίδες τους, ενώ οι οικογένειές τους παρέμεναν στις αρχικές τους εστίες12 . Ωστόσο, τα μαθητολόγια μαρτυρούν πως δεν ήταν λίγες οι οικογένειες που ακολούθησαν τους ξενιτεμένους στις νέες τους εστίες. Τα ίδια, λίγο ή πολύ, ίσχυαν και για τις μικρότερες ομάδες που προέρχονταν από πόλεις και κωμοπόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας, όπως οι Σέρρες, το Σιδηρόκαστρο, τα Άνω Πορόια και η Καβάλα, ή τα εδάφη της σημερινής π.Γ.Δ.Μ., όπως το Μοναστήρι, η Νιζόπολη, η Ρέσνα, το Κρούσοβο, η Δοϊράνη και η Στρώμνιτσα.

Τέταρτη σε μέγεθος ομάδα ήταν αυτή των μαθητών από την Παλιά Ελλάδα, με πτωτική όμως τάση, που κυμάνθηκε μεταξύ 11,26% και 1,19%, με μέσο όρο 6,04%. Υπήρχαν μαθητές από πόλεις όπως η Αθήνα, ο Πειραιάς, ο Βόλος και η Λάρισα, από νησιά όπως η Ζάκυνθος και η Σύρος, αλλά και από μικρά βλαχοχώρια της νότιας Πίνδου, όπως οι Καλαρίτες στον τότε νομό Άρτας και η Πύρρα Τρικάλων. Είναι σχεδόν σίγουρο πως αυτοί οι μικροί μαθητές ήταν έλληνες και όχι οθωμανοί υπήκοοι, όπως οι υπόλοιποι συμμαθητές τους. Οι γονείς τους είχαν ακολουθήσει μια γνωστή μεταναστευτική τάση από το ελληνικό βασίλειο προς τα οθωμανικά εδάφη. Εκμεταλλευόμενοι τις διομολογήσεις, οι οποίες ίσχυαν και για τους έλληνες πολίτες πέρα από τους άλλους ευρωπαίους, αναζήτησαν ή δημιουργούσαν ευκαιρίες οικονομικής και κοινωνικής ανέλιξης.

Η πέμπτη σε μέγεθος ομάδα μαθητών προερχόταν από την Ήπειρο, από πόλεις, περιοχές και χωριά όπως τα Ιωάννινα, το Ζαγόρι, η Πεδινή και το Βασιλικό Ιωαννίνων, το Λεσκοβίκι, η Κορυτσά και ο Πρωτόπαπας. Είναι γνωστό πως η φτωχή και πολύπαθη Ήπειρος δεν μπορούσε να συντηρήσει τα παιδιά της και τα έστελνε στην ξενιτιά για να αναζητήσουν μια καλύτερη τύχη13 . Αυτή την περίοδο πριν την απελευθέρωση, οι αριθμοί και τα ποσοστά των μαθητών από περιοχές όπως η Θράκη, τα νησιά του Αιγαίου, η Μικρά Ασία με τον Καύκασο και η Βουλγαρία ήταν πραγματικά μικροί ή και ασήμαντοι.

Οι καταγραφές στα μαθητολόγια αυτής της περιόδου μας προσφέρουν σημαντικά συμπεράσματα. Κάποιες χρονιές, το άθροισμα των αριθμών και των ποσοστών των μαθητών, οι οποίοι προέρχονταν ή κατάγονταν από κοντινά ή μακρινά μέρη, άγγιζε ή και ξεπερνούσε το μισό του συνολικού μαθητικού δυναμικού. Έτσι, επιβεβαιώνεται η ιδιαίτερα ισχυρή συρροή ενός μεγάλου αριθμού χριστιανών μεταναστών και μετοίκων προερχόμενων κυρίως από τη μακεδονική ενδοχώρα. Σε εποχές που η εκπαιδευτική ένταξη των παιδιών δήλωνε τις εθνικές επιλογές και τις ταυτίσεις των οικογενειών τους, παρατηρούμε πως οι νεόφερτοι προσαύξαναν σε καθοριστικό βαθμό το μέγεθος και το δυναμικό της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας. Αξίζει και πρέπει να επισημανθεί το γεγονός πως οι γλωσσικές ταυτότητες των νεόφερτων μαθητών, άρα και των ελληνορθόδοξων μετοίκων και, γενικότερα, των κατοίκων της πόλης, ξεπερνούσαν κατά πολύ τα στενά όρια της απόλυτης και αποκλειστικής ελληνοφωνίας. Καταγράφηκαν βλαχόφωνοι προερχόμενοι τόσο από βλαχοχώρια και τις βλάχικες εγκαταστάσεις της οθωμανικής μακεδονικής ενδοχώρας, (Λιβάδι Ελασσόνας, Βλάστη, Κλεισούρα, Νυμφαίο, Άνω Πορόια, Μοναστήρι, Νιζόπολη, Ρέσνα, Κρούσοβο), όσο και από βλαχοχώρια της νότιας Πίνδου στην ελληνική επικράτεια, (Καλαρίτες, Πύρρα Τρικάλων). Επίσης, υπήρχε ένας αξιόλογος αριθμός σλαβόφωνων μετοίκων οι οποίοι παρέμεναν προσκυρωμένοι στην ελληνική παράταξη και ήταν ανεπηρέαστοι από τα εθνικά ιδεολογήματα και τις προτάσεις των γειτονικών βαλκανικών κρατών. Προέρχονταν τόσο από αστικά κέντρα όπου επικρατούσε η σλαβοφωνία ανάμεσα στους χριστιανούς, (Έδεσσα, Γιαννιτσά, Λαγκαδάς, Δοϊράνη, Στρώμνιτσα), όσο και από κεφαλοχώρια και μικρά χωριά ή τσιφλίκια, (Κορησός Καστοριάς, Άγιος Πέτρος Παιονίας, Άδενδρο, Βαλμάδα, Σίνδος, Πεντάλοφος, Ασβεστοχώρι, Άσσηρος, Σωχός). Δεν έλειπαν ούτε οι αλβανόφωνοι ελληνορθόδοξοι από πόλεις και χωριά της Βόρειας Ηπείρου, (Λεσκοβίκι, Κορυτσά, Πρωτόπαπας).

 

Από την απελευθέρωση έως τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, 1912-1918

 

Το φθινόπωρο του 1912, έχοντας, ήδη, συμμαχήσει κρυφά, τα Βαλκανικά Κράτη επιτέθηκαν στον κοινό εχθρό. Κατά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, ο στρατηγός Ταχσίν Πασάς παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στους προελαύνοντες Έλληνες. Στις 26 Οκτωβρίου, ο ελληνικός στρατός πρόλαβε κι απελευθέρωσε τη Θεσσαλονίκη πριν εισέλθουν σε αυτή οι τότε βούλγαροι σύμμαχοι. Ο πόλεμος έληξε τον Απρίλιο του 1913, αφήνοντας όλα τα μέλη της συμμαχίας, μα ιδιαίτερα τους Βούλγαρους, ανικανοποίητους με τη μοιρασιά των απελευθερωμένων εδαφών. Κατά το σχολικό έτος 1912-13, και σύμφωνα με την έλλειψη καταγραφών στα αρχεία που σώθηκαν, η Αστική Σχολή Βαρδαρίου δε λειτούργησε. Το πιθανότερο είναι πως πολλά από τα σχολεία της πόλης, αν όχι όλα και όλων των κοινοτήτων, μαζί με άλλα δημόσια κτήρια, στέγασαν ένα μεγάλο αριθμό στρατευμάτων και προσφύγων που συνέρρευσαν στην πόλη. Στις 29 Ιουνίου του 1913, ξεκίνησε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος, ξεσηκώνοντας ακόμη μεγαλύτερα κύματα προσφύγων, που κινούνταν προς κάθε κατεύθυνση για να σωθούν. Ο ελληνικός στρατός προήλασε προς την Ανατολική Μακεδονία. Στο τέλος του πολέμου και σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου αναγκάστηκε να αποσυρθεί από τα εδάφη της Δυτικής Θράκης, την οποία, τελικά, κράτησαν οι Βούλγαροι, ενώ η Ανατολική Θράκη επιστράφηκε στους Οθωμανούς. Ταυτόχρονα, οι Σέρβοι κατοχύρωσαν τα βορειότερα μακεδονικά εδάφη που σήμερα αποτελούν την π.Γ.Δ.Μ.. Σύμφωνα με τις καταγραφές στα αρχεία της Σχολής, λειτούργησε μόνο για τα επόμενα δύο σχολικά έτη, 1913-14 και 1914-15, καθώς επικράτησε σχετική γαλήνη και επιχειρήθηκε μερική επούλωση των πληγών.

Ωστόσο, η νηνεμία δεν κράτησε πολύ και η έλλειψη καταγραφών μας οδηγεί στη σκέψη πως η Σχολή δε λειτούργησε για τα επόμενα τέσσερα σχολικά έτη. Το καλοκαίρι του 1914, ξεκίνησε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και, το φθινόπωρο του 1915, οι Σύμμαχοι της Αντάντ αποβίβασαν τα πρώτα σώματα του «Στρατού της Ανατολής» στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Στις 30 Αυγούστου του 1916, αναγγέλθηκε η έναρξη του Εθνικού Διχασμού και ο Ελευθέριος Βενιζέλος οδήγησε την Ελλάδα στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Τον Αύγουστο 1917, η μεγάλη πυρκαγιά κατέκαψε, σχεδόν, τα τρία τέταρτα της παλιάς Θεσσαλονίκης εντός των τειχών, πιθανότατα μαζί με το παλιό κτήριο της Αστικής Σχολής Βαρδαρίου. Η λήξη του πολέμου ήρθε το φθινόπωρο 1918.

Στον πίνακα 2.1. καταγράφηκε το μαθητικό δυναμικό κατά τάξη και ανά σχολικό έτος για τα δύο χρόνια που φέρεται να λειτούργησε η Σχολή αυτή τη δεύτερη περίοδο. Παρατηρείται αλματώδη αύξηση του αριθμού των εγγραφέντων παιδιών, καθώς για το σχολικό έτος 1913-14 εγγραφήκαν 367 μαθητές και μαθήτριες, ενώ το σχολικό έτος 1914-15 εγγραφήκαν 830 μαθητές και μαθήτριες. Βλέπουμε πως η φοίτηση είναι πια μικτή, αν και οι αριθμοί των μαθητριών ήταν σαφώς μικρότεροι από αυτούς των μαθητών.

Στον πίνακα 2.2. παρουσιάζεται η ανά σχολικό έτος ποσοστιαία επί τοις εκατό προέλευση ή η καταγωγή των παιδιών από διάφορες περιοχές, όπως αυτές ομαδοποιηθήκαν και για την προηγούμενη περίοδο. Εντυπωσιακές είναι οι ανακατατάξεις που παρατηρούνται σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Αυτές ερμηνεύονται εύκολα αν μελετήσουμε τα πολεμικά επεισόδια, τα σύνορα που επαναχαράσσονταν, τις εθελούσιες μεταναστεύσεις, τις συχνά βίαιες μετακινήσεις πληθυσμών, τις εθνοκαθάρσεις και την προσφυγοποίηση χιλιάδων ανθρώπων.

Στον πίνακα 2.3. καταγράφεται αναλυτικότερα και ανά σχολικό έτος οι διάφοροι οικισμοί και οι αριθμοί των μαθητών που φέρονται να προέρχονταν από αυτούς. Έτσι, ενώ το 1913-14 οι προερχόμενοι από τη Θεσσαλονίκη μαθητές ανέρχονταν σε ποσοστό 40,59%, το 1914-15 το ποσοστό τους περιορίστηκε κατά πολύ, μόλις στο 14,69%. Ανάλογη πτωτική τάση παρατηρείται στους αριθμούς και τα ποσοστά των παιδιών που προέρχονταν από γειτονικούς οικισμούς του σημερινού νομού Θεσσαλονίκη, την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, την Ανατολική Μακεδονία και την Ήπειρο. Αυτές οι μεταβολή σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, μα κυρίως μετά τη λήξη τους, καθώς η Σχολή κατακλύστηκε από τα παιδιά των προσφύγων, οι οποίοι κατάφυγαν για ασφάλεια στην πόλη της Θεσσαλονίκης, από τα εδάφη που κατοχυρώθηκαν στα γειτονικά κράτη.

Την πρώτη σχολική χρονιά επαναλειτουργίας, αμέσως μετά τη φερόμενη ως γηγενή ομάδα μαθητών ερχόταν η ομάδα των μαθητών από πόλεις και χωριά στο έδαφος της σημερινής π.Γ.Δ.Μ., με ποσοστό 10.35%. Ήταν μέλη των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων που είχαν περιέλθει στην κυριότητα των Σέρβων, (Σκόπια, Κρούσοβο, Μοναστήρι, Μπογδάντσα, Γευγελή, Στρώμνιτσα). Αποτέλεσαν την πρώτη μεγάλη προσφυγική ομάδα από γειτονική χώρα που κατάφυγε στη Θεσσαλονίκη. Την επόμενη σχολική χρονιά, αν και ο αριθμός των μαθητών αυτής της ομάδας παρέμεινε ο ίδιος, το ποσοστό τους περιορίστηκε στο 4,69%, καθώς αυξήθηκαν οι αριθμοί και τα ποσοστά άλλων προσφυγικών ομάδων14 .

Την τρίτη σε μέγεθος ομάδα μαθητών, στα 1913-14, συγκροτούσαν αυτοί που προέρχονταν από την Παλιά Ελλάδα, με 34 παιδιά και ποσοστό 9,26%. Την επόμενη σχολική χρονιά 1914-15, το ποσοστό τους παρέμεινε το ίδιο αν και ο αριθμός τους υπερδιπλασιάστηκε και έφτασε τους 77. Προέρχονταν από ένα μεγάλο αριθμό, 26 συνολικά, πόλεων, κωμοπόλεων, χωριών και νησιών από όλη σχεδόν την παλιά επικράτεια της χώρα και κυρίως από το Βόλο, την Αθήνα και τη Σύρο. Αν κρίνουμε από τα επαγγέλματα των πατεράδων τους, ήταν παιδιά ανθρώπων που ακολούθησαν την εδραίωση των ελληνικών αρχών. Άλλοι ήταν δραστήριοι εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες ή απλοί τεχνίτες και εργάτες, ακόμη και καιροσκόποι, που αναζήτησαν ευκαιρίες και προοπτικές στα νέα εδάφη. Λιγότεροι ήταν οι στρατιωτικοί, οι αστυνομικοί και οι δημόσιοι υπάλληλοι, μέλη μίας επιχείρησης οργάνωσης της νέας ελληνικής διοίκησης.

Στα 1913-14, την τέταρτη ομάδα συγκροτούσαν μαθητές προερχόμενοι από τη Δυτική Θράκη, με 33 παιδιά και ποσοστό 8,99%. Το γεγονός είναι εντυπωσιακό αν αναλογιστούμε πως την προηγούμενη περίοδο δεν είχε εντοπιστεί ούτε ένας μαθητής από αυτή την περιοχή. Την επόμενη σχολική χρονιά, ο αριθμός τους αυξήθηκε στους 41, αν και το ποσοστό τους περιορίστηκε στο 4,93%. Προέρχονταν από το Διδυμότειχο, το Σουφλί, τις Φέρρες, την Αλεξανδρούπολη, τη Μαρώνεια, την Κομοτηνή, την Ξάνθη και τα Άβδηρα. Αυτές οι εξελίξεις μπορούν να ερμηνευτούν αν επισημανθεί πως, κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, τα εδάφη της Δυτικής Θράκης πέρασαν στον έλεγχο των Βουλγάρων. Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, αποτέλεσαν μέρος της Βουλγαρίας ακόμη και μετά το Β’ Βαλκανικό Πόλεμο. Ο ελληνικός στρατός αποχώρησε και ο βουλγαρικός μαζί με τις διοικητικές αρχές επέστρεψαν. Έτσι, τους δόθηκε η ευκαιρία να ασκήσουν εντονότερες πιέσεις, άλλοτε με την τρομοκρατία και άλλοτε με την ωμή βία, στα μέλη των τοπικών ελληνορθόδοξων κοινοτήτων ώστε να εγκαταλείψουν τις προαιώνιες εστίες τους. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που παρέμειναν ανεπηρέαστοι και αμετακίνητοι. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι διώξεις εντατικοποιηθήκαν και παγιώθηκαν15 .

Ήδη από το 1881, οι Βούλγαροι είχαν ενσωματώσει στο κράτος τους ακμαίες ελληνικές κοινότητες στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας και εξελικτικά στα εδάφη της Ανατολικής Ρωμυλίας. Προσπάθησαν είτε να αφομοιώσουν είτε να ωθήσουν σε σταδιακή έξοδο προς την παλιά ελληνική επικράτεια μεγάλο αριθμό Ελλήνων. Από 1913 και μετά, αυτοί οι πρόσφυγες κατευθύνθηκαν κατά κύριο λόγω προς τα νέα ελληνικά εδάφη στη Μακεδονία. Με τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, εκτός από τη Δυτική Θράκη, η Βουλγαρία προσέθεσε στην κυριότητά της ένα κομμάτι της βορειοανατολικής Μακεδονίας, ένα κομμάτι της βορειοδυτικής Θράκης, όπως κι ένα μικρό κομμάτι της βορειοανατολικής Θράκης στα παραλία του Εύξεινου Πόντου. Οι Έλληνες και αυτών των νεοαποκτηθέντων για τη Βουλγαρία περιοχών εκδιώχθηκαν συστηματικά16 . Έτσι, ενώ κατά το σχολικό έτος 1913-14 καταγράφηκαν μόνο 2 παιδιά από το Ορτάκιοϊ – Ιβαΐλοβγκραντ στη βορειοδυτική Θράκη, κατά το σχολικό έτος 1914-1915 καταγράφηκαν 57 μαθητές από όλη τη σημερινή επικράτεια της Βουλγαρίας, σχηματίζοντας ποσοστό 6,86%. Προέρχονταν από την Αγαθούπολη, το Κωστί, το Βασιλικό, τον Πύργο, το Καβακλί – Τοπόλοβγκραντ, τη Βάρνα, τη Φιλιππούπολη – Πλόβντιφ, το Στενήμαχο – Ασένοβγκραντ, και τα Βοδενά Φιλιππούπολης.

Ωστόσο, η θεαματικότερη αλλαγή αφορά την προσέλευση μαθητών από την Ανατολική Θράκη συμπεριλαμβανομένης και της Κωνσταντινούπολης. Κατά το σχολικό έτος 1913-14, εγγράφηκαν 23 παιδιά τα οποία αναλογούσαν σε ποσοστό 6,26%. Όμως, το επόμενο σχολικό έτος 1914-15, ο αριθμός τους εκτινάχθηκε στα 279, σχηματίζοντας τη μεγαλύτερη ομάδα εγγραφέντων, η οποία αντιστοιχούσε σε ποσοστό 33,61%. Προέρχονταν από 40 διαφορετικές πόλεις, κωμοπόλεις, μεγάλα και μικρά χωριά, από τα στενά του Βοσπόρου μέχρι τις περιφερειακές συνοικίες της Αδριανούπολης και τα χωριά της Θρακικής Χερσονήσου17 . Οι πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, που εκείνα τα χρόνια βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη, είχαν βιώσει πραγματικά τραγικές εμπειρίες. Κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πόλεμου, οι τοπικές ελληνορθόδοξες κοινότητες δέχθηκαν έντονες πιέσεις από το βουλγαρικό στρατό, που προέλαυνε στην περιοχή, και υπήρξαν αντικείμενο βιαιοπραγιών από τον οθωμανικό στρατό, που οπισθοχωρούσε προς την Κωνσταντινούπολη. Λίγο μετά ακολούθησε ο Β’ Βαλκανικός Πόλεμος. Οι ρόλοι αντιστράφηκαν και ο οθωμανικός στρατός επέστρεψε στην περιοχή καταδιώκοντας το βουλγαρικό. Οι πολεμικές καταστάσεις, οι μάχες και οι πολιορκίες άφησαν πίσω τους καταστροφές και μεγάλο αριθμό θυμάτων. Βούλγαροι και Τούρκοι εφάρμοσαν στην περιοχή πολιτικές εθνοκάθαρσης και προσπάθησαν να απαλλαχθούν από όσο το δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό Ελλήνων. Τη μικρή περίοδο ανάμεσα στους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα πράγματα δεν ηρέμησαν. Οι οθωμανικές αρχές κατεύθυναν στην περιοχή κύματα μουσουλμάνων προσφύγων, που κατέφταναν από όλες τις Βαλκανικές Χώρες, και επιχείρησαν συστηματικά να τους εγκαταστήσουν στις εστίες των γηγενών Ελλήνων, τους οποίους προωθούσαν βίαια προς την Ελλάδα. Από τα τέλη του 1914, με την ευκαιρία της συμμετοχής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, οι διώξεις ήταν πλέον συστηματικές και απροκάλυπτες. Οι πιο τυχεροί βρέθηκαν στην Ελλάδα, ενώ ένας μεγάλος αριθμός εκτοπίστηκε και χάθηκε στη Μικρά Ασία. Υπολογίζεται πως από τους 193.000 πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης που κατάφυγαν στην Ελλάδα, ανάμεσα στα 1913 και 1917, περίπου 20.000 αναζήτησαν ασφάλεια και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στην ίδια τη Θεσσαλονίκη18 .

Εξίσου περιπετειώδη και τραγικά ήταν τα βιώματα των προσφύγων που συνέρρευσαν από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και τον Καύκασο. Κατά το σχολικό έτος 1913-14, εγγραφήκαν μόλις 20 παιδιά από αυτές τις περιοχές. Το ποσοστό που τους αναλογούσε ήταν 5,44%. Το επόμενο σχολικό έτος 1914-15, ο αριθμός τους πολλαπλασιάστηκε και έφτασε τα 118 παιδιά. Βρίσκονταν στην τρίτη θέση, με ποσοστό 14,21%, όσο, περίπου, και το ποσοστό των μαθητών που φέρονταν να κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Προέρχονταν από 31 διαφορετικές πόλεις, κωμοπόλεις, χωριά και περιοχές, που εκτίνονταν από τις ακτές του Μαρμαρά, του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου μέχρι τις περιοχές του Καρς και του Καυκάσου. Οι Έλληνες αυτών των περιοχών επηρεαστήκαν σε περιορισμένο βαθμό και μόνο έμμεσα και αντανακλαστικά από τα πολεμικά γεγονότα των δύο Βαλκανικών Πολέμων. Κάποιοι προνοητικοί έφυγαν έγκαιρα και πριν τα σοβαρά προβλήματα, που οξυνθήκαν κι από τη σταδιακά προσαυξανόμενη άφιξη των μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εισήλθε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων το Νοέμβριο του 1814. Από τότε επιταχύνθηκαν ανεμπόδιστα οι διώξεις. Οι νέοι άντρες επιστρατεύθηκαν και, ιδιαίτερα κατά μήκος των ακτών, ολόκληρα χωριά και πόλεις εκκενώθηκαν από τον ελληνικό πληθυσμό τους. Άλλοι στάλθηκαν με τη βία σε ελληνικό έδαφος και άλλοι οδηγήθηκαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Ένας μεγάλος αριθμός των προσφύγων κατάφυγε στη Θεσσαλονίκη. Οι πιο συστηματικές διώξεις και εκτοπίσεις, με απώτερο σκοπό τη φυσική εξόντωση, έλαβαν χώρα στις περιοχές του Πόντου19 .

Από την απελευθέρωση και μετά, τα μαθητολόγια της Σχολής επιβεβαιώνουν ένα μεγάλο μέρος των δυναμικών δημογραφικών ανατροπών που έλαβαν χώρα στην πόλη. Ξεκίνησε η δημογραφική περιθωριοποίηση των γηγενών Ελλήνων. Η ανερχόμενη μερίδα των λεγόμενων Παλαιοελλαδιτών καταλάμβανε όλο και πιο ρυθμιστικούς ρόλους, ενώ προοιωνιζόταν η καθοριστική και καταλυτική, για το μελλοντικό χαρακτήρα της πόλης, δραματική προσαύξηση του προσφυγικού στοιχείου. Οι νέοι κάτοικοι ενίσχυσαν ακόμη περισσότερο την πολυσυλλεκτική γλωσσική και πολιτισμική διάσταση του ελληνικού στοιχείου. Συναντούμε και πάλι βλαχόφωνους, τόσο ανάμεσα στους γηγενής και τους μετοίκους από τη μακεδονική ενδοχώρα, όσο και ανάμεσα στους πρόσφυγες από την τότε σερβική επικράτεια και τους νεοαφιχθέντες από την Παλιά Ελλάδα. Υπήρχαν σλαβόφωνοι γηγενείς, μετανάστες και πρόσφυγες, όπως και αλβανόφωνοι20 από την Ήπειρο, τη Θράκη και την Παλιά Ελλάδα και επιπλέον τουρκόφωνοι Μικρασιάτες. Τώρα πια, έφτασαν και εγκαταστάθηκαν κι οι πρώτοι Πόντιοι, τόσο από τον καθαυτό Πόντο όσο και από τις περιοχές του Καυκάσου υπό ρωσική διοίκηση.

Πρέπει να επισημανθεί πως, αυτή την περίοδο, ανάμεσα στους εγγραφέντες μαθητές της Σχολής συναντούμε τα δύο πρώτα Εβραιόπουλα. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός πως δεν ήταν παιδιά γηγενών Θεσσαλονικιών Εβραίων, αλλά επρόκειτο για παιδιά Εβραίων ελληνικής υπηκοότητας από τη Λάρισα, που έφτασαν στην πόλη μαζί με τους άλλους Έλληνες από την Παλιά Ελλάδα. Επιπλέον, συναντούμε μία ενδιαφέρουσα μεταγραφή, έχουμε ένα μικρό μαθητή που, κατά τη σχολική χρονιά 1913-14, εγκατέλειψε το βουλγαρικό σχολείο και εγγράφηκε στην ελληνική Σχολή Βαρδαρίου.

 

Από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έως τη Μικρασιατική Καταστροφή, 1918-1922

 

Όταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε, τα δημόσια κτήρια που επιβίωσαν της φωτιάς στέγαζαν προσωρινά τις ανάγκες των πολυπληθών προσφύγων, των πυροπαθών, των διάφορων υπηρεσιών και των εκστρατευτικών σωμάτων. Τα μαθητολόγια μαρτυρούν πως, αναγκαστικά, το σχολείο λειτούργησε από την επόμενη σχολική χρονιά, 1919-20. Ωστόσο, τώρα πια, δεν ονομαζόταν Αστική Σχολή Βαρδαρίου αλλά 1ο Πλήρες Εξατάξιο Μεικτό Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης. Όσον αφορά το ιστορικό πλαίσιο, η Ελλάδα βρέθηκε στην παράταξη των νικητών και εξαργύρωσε με σημαντικά εδαφικά οφέλη τη συμμετοχή της στον πόλεμο. Της εκχωρήθηκε η Δυτική και η Ανατολική Θράκη μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης και το δικαίωμα διοίκησης και μελλοντικής ενσωμάτωσης ενός μέρους της δυτικής Μικράς Ασίας με κέντρο τη Σμύρνη. Αντιμέτωπη για σειρά ετών με το δισεπίλυτο πρόβλημα των προσφύγων, η Ελλάδα επιχείρησε να τους προωθήσει πίσω στις παλιές τους εστίες και να οργανώσει καλύτερα τη διοίκηση των νέων εδαφών. Μέχρι το 1922, οι περισσότεροι πρόσφυγες είχαν επιστρέψει και προσπάθησαν να επανέλθουν στον πρότερο βίο τους. Ωστόσο, οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί επιχείρησαν να καταβάλουν την κεμαλική αντίσταση και να προωθήσουν τα ελληνικά συμφέροντα στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας. Η Μικρασιατική Εκστρατεία οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή.

Στον πίνακα 3.1. καταγράφεται το πως, κατά τη διάρκεια των τριών σχολικών ετών αυτής της περιόδου, το συνολικό δυναμικό των εγγραφέντων μαθητών παρέμεινε υψηλό. Συγκέντρωνε, το 1919-20: 395 μαθητές και μαθήτριες, το 1920-21: 359 και το 1921-22: 431.

Από τους πίνακες 3.2. και 3.3. αντλούμε τα παρακάτω στοιχεία. Την πρώτη χρονιά η πολυπληθέστερη ομάδα, με 96 παιδιά και ποσοστό 28,19%, εξακολουθούσε να προέρχεται από την Ανατολική Θράκη, όπως και στις καταγραφές πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατάγονταν από 21 διαφορετικές πόλεις και χωριά. Τη δεύτερη χρονιά ο αριθμός τους έπεσε στα 78 παιδιά και ποσοστό 21,66% και την τρίτη χρονιά ο αριθμός τους περιορίστηκε ακόμη περισσότερο, στα 52 παιδιά και ποσοστό 12,06%. Την ίδια πτωτική πορεία και σε αριθμούς και ποσοστά ακολούθησε και η ομάδα των παιδιών από τη Δυτική Θράκη, (1919-20: 15 παιδιά και ποσοστό 3,91%, 1920-21: 3 παιδιά και ποσοστό 0,83%, 1921-22: 7 παιδιά και ποσοστό 1,62%). Ανάλογο, λίγο ή πολύ, φαινόμενο παρατηρείται και στην περίπτωση των παιδιών από τη Μικρά Ασία, (1919-20: 67 παιδιά και ποσοστό 17,49%, 1920-21: 36 παιδιά και ποσοστό 10,00%, 1921-22: 62 παιδιά και ποσοστό 14,38%). Είναι προφανές πως αυτές οι πτωτικές μεταβολές δηλώνουν την επιστροφή στις εστίες τους ενός μεγάλου αριθμού προσφύγων, αν και είναι σαφές πως ήταν αρκετοί αυτοί που δεν επέστρεψαν, αποφεύγοντας τις τραγικές περιπέτειες της Μικρασιατικής Καταστροφής που ακολούθησε.

Ενδιαφέρον έχουν οι καταγραφές της πτωτικής πορείας που ακολούθησαν οι αριθμοί και τα ποσοστά των παιδιών της προσφυγικής ομάδας από το έδαφος της τότε νότιας Σερβίας και που σήμερα αποτελεί την π.Γ.Δ.Μ.. Ιδιαίτερα περιοριστήκαν οι αριθμοί των παιδιών από τις κοντινές πόλεις της Γευγελής και της Δοϊράνης, δίχως οι πόλεις αυτές να δοθούν στην Ελλάδα, όπως στις περιπτώσεις της Θράκης και της Μικράς Ασίας. Ίσως οι οικογένειές τους μετακινήθηκαν σε άλλη περιοχή της Θεσσαλονίκης ή και της χώρας. Ίσως πάλι, οι ταλαιπωρίες της προσφυγιάς να τους έφεραν σε τέτοιο βαθμό απελπισίας ώστε να τους οδήγησαν πίσω στις παλιές τους εστίες υπό σερβική διοίκηση21 . Αντιθέτως, ελάχιστα μεταβληθήκαν οι αριθμοί και τα ποσοστά της ομάδας των παιδιών από τα εδάφη της Βουλγαρίας, καθώς οι εστίες τους παρέμειναν υπό διοίκηση εχθρική ως προς την επιστροφή τους.

Ανοδική πορεία είχαν οι αριθμοί και τα ποσοστά των παιδιών που κατάγονταν από την Κεντρική και τη Δυτική Μακεδονία, την Ανατολική Μακεδονία, την Ήπειρο, και τους κοντινούς οικισμούς γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Ίσως, η προσωρινή επιστροφή ενός σημαντικού μέρους των προσφύγων στις εστίες τους να δημιούργησε κενά και ευκαιρίες που φρόντισαν να καλύψουν εσωτερικοί μετανάστες.

Από την άλλη μεριά, οι εντυπωσιακότερες ανοδικές μεταβολές αφορούσαν την ομάδα των παιδιών που καταγραφήκαν ως γηγενείς Θεσσαλονικείς, (1919-20: 43 παιδιά και ποσοστό 11,22%, 1920-21: 72 παιδιά και ποσοστό 20,00%, 1921-22: 109 παιδιά και ποσοστό 25,29%). Μέσα σε τρία χρόνια η ομάδα τους ήταν και πάλι πρώτη σε δυναμικό. Αυτή η μεταβολή, ίσως, οφειλόταν στο ότι είχαν γεννηθεί στη Θεσσαλονίκη και έτσι καταγραφόταν ως γηγενή, αν και πολλά από αυτά ήταν παιδιά προσφύγων ή μεταναστών. Επιπλέον, αυτή την περίοδο άρχισε να αυξάνει σταθερά ο αριθμός των Εβραιόπουλων που εγγράφηκαν στο σχολείο, 3 παιδιά το σχολικό έτος 1919-20, 8 παιδιά το σχολικό έτος 1920-21 και 31 παιδιά το σχολικό έτος 1921-22. Οι πατεράδες όλων αυτών των παιδιών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ήταν φτωχοί βιοπαλαιστές, Εβραίοι της πόλης, αλλά και πρόσφυγες από το Μοναστήρι, (καπνεργάτες, μικροπωλητές, οπωροπώληδες, παλαιοπώλες, υποδηματοποιοί, ξυλουργοί, αχθοφόροι, εργάτες και υπάλληλοι). Σίγουρα δε διέθεταν τα μέσα να στείλουν τα παιδιά τους στα ξένα σχολεία της πόλης, όπως συνήθως έκαναν οι ευπορότεροι ομόθρησκοί τους ή ήταν οπαδοί της ένταξης στη νέα ελληνική πραγματικότητα της πόλης, που είχε πια πάρει διαστάσεις παγίωσης22 . Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός πως, κατά το σχολικό έτος 1920-21, εγγραφήκαν δύο μουσουλμάνες μαθήτριες με καταγωγή από την ίδια τη Θεσσαλονίκη. Μέσα στα επόμενα χρόνια αυτά τα δύο μικρά κορίτσια, μαζί με χιλιάδες άλλα παιδιά, θα ακολουθήσουν μια αντίθετη πορεία προσφυγιάς στις απέναντι ακτές του Αιγαίου23 .

Ανοδική πορεία είχε και η ομάδα των παιδιών με καταγωγή από την Παλιά Ελλάδα, (1919-20: 14 παιδιά και ποσοστό 3,65%, 1920-21: 29 παιδιά και ποσοστό 8,05%, 1921-22: 51 παιδιά και ποσοστό 11,83%). Με γνώμονα τα επαγγέλματα των πατεράδων τους επιβεβαιώνεται η άποψη πως η οριστική ένταξη της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα, με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, έφερε στην πόλη ένα σταθερά διογκούμενο αριθμό στρατιωτικών, αστυνομικών, δημοσίων υπαλλήλων και ελεύθερων επαγγελματιών από την Παλιά Ελλάδα. Όλοι αυτοί έμοιαζε να είναι καταλληλότεροι από τους γηγενείς και τους προσφυγές στην κάλυψη τέτοιων προνομιούχων θέσεων. Το πιθανότερο, όμως, είναι πως διέθεταν ισχυρότερες διασυνδέσεις και υποστήριξη από τις αρχές, αν μπορούμε να κρίνουμε από το γεγονός πως ήταν, πραγματικά, ελάχιστοι οι κάτοχοι τέτοιων εργασιών από άλλες ομάδες.

 

Αντί επιλόγου

 

Στην παρούσα μελέτη και στους πίνακές της επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί ένα πολύ μικρό κομμάτι της εκπαιδευτικής ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Έχοντας ως κέντρο αναφοράς τα μαθητολόγια της ιστορικής Αστικής Σχολής Βαρδαρίου, έγινε σαφές πως οι αξεπέραστες συνθήκες, που δημιούργησαν τα ιστορικά γεγονότα και οι πολεμικές ανακατατάξεις, επηρέασαν το δυναμικό, τη σύνθεση και την προέλευση των μαθητών μέσα σε 25 χρόνια. Στη συνέχεια και πέρα από τα χρονικά όρια της μελέτης, η Μικρασιατική Καταστροφή και οι συμφωνίες ανταλλαγής πληθυσμών με την Τουρκία και τη Βουλγαρία μεγέθυναν και επισφράγισαν αυτές τις δημογραφικές και πολιτισμικές αλλαγές. Για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα, υπήρξε μια σταθερή ροή ενός μεγάλου και πολυσυλλεκτικού αριθμού μεταναστών και προσφύγων, οι οποίοι αναζήτησαν στη Θεσσαλονίκη ασφάλεια και προοπτική. Τα συνεχώς μεταβαλλόμενα όρια ανάμεσα στο «γηγενές» και το «ξένο» στοιχείο ήταν δύσκολο να προσδιοριστούν με σαφήνεια. Πολύ συχνά, ο «ξένος» δεν ήταν ανάγκη να ήταν αλλοεθνής, αλλόγλωσσος ή αλλόθρησκος για να θεωρείται και να αντιμετωπίζεται ως παρείσακτος και επικίνδυνος. Αρκούσε που είχε μια άλλη προέλευση. Όμως, η πόλη μπόρεσε να επουλώσει τις πληγές, αξιοποίησε με τον πιο θετικό τρόπο τις αλλαγές, δυνάμωσε, προόδευσε και, σίγουρα, βγήκε κερδισμένη.

Τα τελευταία δεκαπέντε και πλέον χρόνια, η χώρα μας και η Θεσσαλονίκη βιώνουν και πάλι ένα νέο περίγυρο δυναμικών ιστορικών γεγονότων και μια καινούργια δημογραφική μεταβολή, μία νέα πολιτισμική σύνθεση. Ο σύγχρονος αντικαταστάτης της Αστικής Σχολής Βαρδαρίου, το 57ο Δημοτικό Σχολείο είναι ένα από τα σχολεία της πόλης μας με υψηλό ποσοστό μαθητών, παιδιά αλλοδαπών μεταναστών, νεοπροσφύγων και παλινοστούντων ομογενών. Ως επακόλουθο, νέες Κασσάνδρες έχουν εκφράσει φόβους για αλλοίωση της ταυτότητας της πόλης και προβληματισμούς για την εκπαιδευτική αποτελεσματικότητα του σχολείου. Η γνώση του παρελθόντος συνηγορεί υπέρ μίας άμβλυνσης τέτοιων ανησυχιών. Ο «ξένος» έχει μια σταθερά διαχρονική παρουσία στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα σε υψηλές αναλογίες. Προσέφερε και προσφέρει καθοριστικά στοιχεία στη συνεχώς μεταβαλλόμενη ταυτότητά της. Από την άλλη μεριά, έχει αποδειχθεί πως η πόλη είναι ικανή να οικειοποιηθεί και τελικά να ενσωματώσει αρμονικά τον «ξένο». Η αποδοχή του σύγχρονου «ξένου» στοιχείου θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια νέα πρόκληση και ευκαιρία εμπλουτισμού και όχι απαραίτητα ως πηγή ανησυχίας και φόβου.

 

ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΚΟΥΚΟΥΔΗΣ 
Αστική Σχολή Βαρδαρίου, 1897-1922: ιστορικές τομές και προέλευση μαθητών1

 - Π Ι Ν Α Κ Ε Σ -

ΠΙΝΑΚΑΣ 1.1. ΔΥΝΑΜΗ ΜΑΘΗΤΩΝ ΑΝΑ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ & ΤΑΞΗ, 1897-1908

ΠΙΝΑΚΑΣ 1.2. ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΜΑΘΗΤΩΝ ΑΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗ, 1897-1908

ΠΙΝΑΚΑΣ 1.3. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΜΑΘΗΤΩΝ ΑΝΑ ΟΙΚΙΣΜΟ & ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ, 1897-1908

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.1. ΔΥΝΑΜΗ ΜΑΘΗΤΩΝ ΑΝΑ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ & ΤΑΞΗ, 1913-1915

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.2. ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΜΑΘΗΤΩΝ ΑΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗ, 1913-1915

ΠΙΝΑΚΑΣ 2.3. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΜΑΘΗΤΩΝ ΑΝΑ ΟΙΚΙΣΜΟ & ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ, 1913-1915

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.1. ΔΥΝΑΜΗ ΜΑΘΗΤΩΝ ΑΝΑ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ & ΤΑΞΗ, 1919-1922

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.2. ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΜΑΘΗΤΩΝ ΑΝΑ ΠΕΡΙΟΧΗ, 1919-1922

ΠΙΝΑΚΑΣ 3.3. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΜΑΘΗΤΩΝ ΑΝΑ ΟΙΚΙΣΜΟ & ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ, 1919-1922

 

- Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α -

 

Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α., Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού: Θράκη, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990.

Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Απ., Διωγμοί και γενοκτονία του Θρακικού Ελληνισμού: o πρώτος ξεριζωμός (1908-1917), Εθνικά Ζητήματα – Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1998.

Βασιλειάδης, Νικόλαος Αναστ., Η ελληνική παρουσία στη νότια Σερβία από τους Βαλκανικούς Πολέμους έως το Μεσοπόλεμο, πρόλογος: Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, Εκδόσεις Ανατροπή, Θεσσαλονίκη 2004.

Γκλαβέρης, Θεόδωρος Αθ., Ο κάμπος της Θεσσαλονίκης, μία αναδίφηση στη διαχρονική πορεία του, Κοινότητα Καλοχωρίου, Θεσσαλονίκη 1998.

Γούναρης, Βασίλης Κ., Θεσσαλονίκη, 1830-1912: ιστορία, οικονομία και κοινωνία, στο συλλογικό έργο Θεσσαλονίκη, τοις αγαθοίς βασιλεύουσα, ιστορία και πολιτισμός, επιμέλεια: Ι. Κ. Χασιώτης, Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997.

Δαλκαβούκης, Βασίλειος Κ., Μετοικεσίες Ζαγορίσιων, (1750-1922:. Προσεγγίσεις στις διαδικασίες προσαρμογής μιας τοπικής κοινωνίας στην ιστορική συγκυρία, Εκδόσεις Ριζαρείου Σχολής, Θεσσαλονίκη 1999.

Δημητριάδης, Βασίλης, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας 1430-1912, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών -Μακεδονική Βιβλιοθήκη 31, Θεσσαλονίκη 1983.

Δημητριάδης, Βασίλης, Η Θεσσαλονίκη της παρακμής: Η ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης κατά τη δεκαετία του 1830 με βάση ένα οθωμανικό κατάστιχο απογραφής του πληθυσμού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997.

Ζιώγου – Καραστεργίου, Σιδηρούλα, Η εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη: η περίοδος της Τουρκοκρατίας, στο συλλογικό έργο Θεσσαλονίκη, τοις αγαθοίς βασιλεύουσα, ιστορία και πολιτισμός, επιμέλεια: Ι. Κ. Χασιώτης, Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997.

Ηλιάδου – Τάχου, Σοφία, Ο ελληνισμός του ελληνισμού του Μοναστηρίου Πελαγονίας: κοινοτικός βίος και εκπαίδευση, Ιστορία – Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 2003.

Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου & Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Ανατολικής Ρωμυλίας, Οι Έλληνες της Βουλγαρίας: ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού, Επιμέλεια: Ξανθίππη Κοτζαγεώργη, Ι.Μ.Χ.Α. 271, Θεσσαλονίκη 1999.

Καμπασακαλής, Δημήτριος Ιωάν., Ιστορία της Μπάλτζας (Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη 1974.

Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τόμος Α’: Μαρτυρίες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικρασίας, Αθήνα 1980.

Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τόμος Β’: Μαρτυρίες από τις επαρχίες των της κεντρικής και νότιας Μικρασίας, Αθήνα 1982.

Κουκούδης, Αστέρης, Η Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι, Μελέτες για τους Βλάχους 1, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000.

Κουκούδης, Αστέριος Ι., Οι μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων, Μελέτες για τους Βλάχους 2, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000.

Κυριακίδης, Στίλπων Π., Η Δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων 4, Εν Αθήναις 1919, (ανατύπωσις 1997).

Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Απ., Οι προσφυγικές εγκαταστάσεις στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993.

Μέγας, Γιάννης, Οι «βαρκάρηδες» της Θεσσαλονίκης: Η αναρχική βουλγαρική ομάδα και οι βομβιστικές ενέργειες του 1903, Τροχαλία, Αθήνα 1994.

Μόλχο, Ρένα, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, 1856-1919: μία ιδιαίτερη κοινότητα, Θεμέλιο – Ιστορική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2001.

Μοσκώφ, Κώστας, Θεσσαλονίκη: τομή της μεταπρατικής πόλης, Αθήνα 1978.

Μπόνης, Κ., Η Στρώμνιτσα, Θεσσαλονίκη 1962.

Ξάνθος, Ιωάννης Γ., Ιστορία της Γευγελής και εθνική δράσις των κατοίκων και των πέριξ χωρίων, Θεσσαλονίκη 1954.

Οικουμενικό Πατριαρχείο, Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού 1914-1918, Εν Κωνσταντινουπόλει 1919, (επανέκδοση Εκδόσεις Αρσενίδη).

Παπαγεωργίου, Γεώργιος, Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στον ορεινό χώρο: Ζαγόρι (μέσα 18ου – αρχές 20ου αι.), Εκδόσεις Ριζαρείου Σχολής, Ιωάννινα 1995.

Παπαδόπουλος, Στέφανος Ι., Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του ελληνισμού της Μακεδονίας κατά το τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών -Μακεδονική Βιβλιοθήκη 31, Θεσσαλονίκη 1970.

Ριζάλ, Π. (Νεχαμά, Ιωσήφ), Θεσσαλονίκη: η περιπόθητη πόλη, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1997.

Σοϊλεντάκης, Νικόλαος Π., Ιστορία του Θρακικού Ελληνισμού, Εκδόσεις Πιτσιλός, Αθήνα 1996.

Τερζής, Ν. - Ζιώγου-Καραστεργίου, Σιδ. (επιμ.), Τα ελληνικά σχολεία στη Θεσσαλονίκη κατά τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, Πρακτικά Συμποσίου, Θεσσαλονίκη 1994.

Χατζηκυριακού, Γεώργιος, Μακεδονία μετά του παρακειμένου τμήματος της Θράκης, στο Οδηγός της Ελλάδος,τόμ. Α’ 1910-11, τμ. 2ο, Έκδοση Νικόλαου Γ. Ιγγλέση, Αθήνα 1911.

Anastassiadou, Meropi, Yanni, Nikola, LifteretlesautresLeprofil demographique et socio-professionnel de la popοulation orthodoxe de Salonique a la veille des Tanzimat, Sudost-Forschungen, Band 53/1994.

Bruce, Clark, Twice a Stranger: How Mass Expulsion Forged Modern Greece and Turkey, Granta Books, London 2006.

Glenny, Misha, TheBalkans, 1804-1999: Nationalism, WarandtheGreatPowers, GrantaBooks, London 2000.

Mazower, Mark, Salonica, CityofGhosts: Christians, MuslimsandJews 1430-1950, HarperCollinsPublishers, London 2004.

 

 

 

1To άρθρο αυτό παρουσιάστηκε σε πρώτη μορφή στο Συνέδριο, Οι εκπαιδευτικοί γράφουν και μιλούν για την ιστορία των σχολείων της Θεσσαλονίκης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Φιλοσοφίας – Παιδαγωγικής, Τομέας Παιδαγωγικής – Ι.Α.ΝΕ. και Δήμος Θεσσαλονίκης, Αντιδημαρχία Πολιτισμού, Κέντρο Ιστορίας Θεσσαλονίκης, 21 – 23 Σεπτεμβρίου 2006.

2 Δημητριάδης, Βασίλης, Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας 1430-1912, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών -Μακεδονική Βιβλιοθήκη 31, Θεσσαλονίκη 1983, σσ. 27-28, 73-74, 141, 252, 312-313, 389-392. Την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, εκτός από τα ελληνικά σχολεία, στην περιοχή του Βαρδάρη λειτουργούσαν το δεύτερο βουλγαρικό πρωτοβάθμιο σχολείο και ένα σερβικό νηπιαγωγείο. Χατζηκυριακού, Γεώργιος, Μακεδονία μετά του παρακειμένου τμήματος της Θράκης, στο Οδηγός της Ελλάδος,τόμ. Α’ 1910-11, τμ. 2ο, Έκδοση Νικόλαου Γ. Ιγγλέση, Αθήνα 1911, σσ. 31-32. Παπαδόπουλος, Στέφανος Ι., Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του ελληνισμού της Μακεδονίας κατά το τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών -Μακεδονική Βιβλιοθήκη 31, Θεσσαλονίκη 1970, σσ. 100-101. Γενική επισκόπηση για την εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη: Ζιώγου – Καραστεργίου, Σιδηρούλα, Η εκπαίδευση στη Θεσσαλονίκη: η περίοδος της Τουρκοκρατίας, στο συλλογικό έργο Θεσσαλονίκη, τοις αγαθοίς βασιλεύουσα, ιστορία και πολιτισμός, επιμέλεια: Ι. Κ. Χασιώτης, Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 362-378. Επίσης: Τερζής, Ν., Ζιώγου-Καραστεργίου, Σιδ. (επιμ.), Τα ελληνικά σχολεία στη Θεσσαλονίκη κατά τον τελευταίο αιώνα της Τουρκοκρατίας, Πρακτικά Συμποσίου, Θεσσαλονίκη 1994.

3 Χρησιμοποιήθηκαν οι κώδικες με τις εξής ενδείξεις στα εξώφυλλά τους: 1ος κώδικας, Βαθμολόγιον Αστικής Βαρδαρίου Σχολής, Αριθ. Ε/1, σχ. ετ. 1897-1898 έως 1903-1904. 2ος κώδικας, Μικτής Αστικής Σχολής Βαρδαρίου Θεσσαλονίκης, Βαθμολόγιον, Αριθ. Ε/2, σχ. ετ. 1904-1905 έως 1915-1916. 3ος κώδικας, Γενικός έλεγχος 1913-14 έως 1923-24, Αριθ. 5, Αριθ. Ε/3 σχ. ετ. 1913-1914 έως 1923-1924.

4 Μία σύγχρονη παρουσίαση της Θεσσαλονίκης του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, βλέπε: Mazower, Mark, Salonica, CityofGhosts: Christians, MuslimsandJews 1430-1950, HarperCollinsPublishers, London 2004.

5 Τα στοιχεία προέρχονται από τους τίτλους: Δημητριάδης, Βασίλης, Η Θεσσαλονίκη της παρακμής: Η ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης κατά τη δεκαετία του 1830 με βάση ένα οθωμανικό κατάστιχο απογραφής του πληθυσμού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997. Anastassiadou, Meropi, Yanni, Nikola, LifteretlesautresLeprofil demographique et socio-professionnel de la popοulation orthodoxe de Salonique a la veille des Tanzimat, Sudost-Forschungen, Band 53/1994, σσ. 73-130. Κουκούδης, Αστέρης, Η Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι, Μελέτες για τους Βλάχους 1, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 68-94.

6 Για τη βουλγαρική κοινότητα Θεσσαλονίκης: Μέγας, Γιάννης, Οι «βαρκάρηδες» της Θεσσαλονίκης: Η αναρχική βουλγαρική ομάδα και οι βομβιστικές ενέργειες του 1903, Τροχαλία, Αθήνα 1994, ιδιαίτερα σσ. 213-225.

7 Ριζάλ, Π. (Νεχαμά, Ιωσήφ), Θεσσαλονίκη: η περιπόθητη πόλη, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1997, σσ. 152-202. Μοσκώφ, Κώστας, Θεσσαλονίκη: τομή της μεταπρατικής πόλης, Αθήνα 1978. Mazower, Salonica, ιδιαίτερα σσ. 185-252.

8 Γούναρης, Βασίλης Κ., Θεσσαλονίκη, 1830-1912: ιστορία, οικονομία και κοινωνία, στο συλλογικό έργο Θεσσαλονίκη, τοις αγαθοίς βασιλεύουσα, ιστορία και πολιτισμός, επιμέλεια: Ι. Κ. Χασιώτης, Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 1997, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997, σσ.117-133. Glenny, Misha, TheBalkans, 1804-1999: Nationalism, WarandtheGreatPowers, GrantaBooks, London 2000, σσ. 154-228.

9 Στον πίνακα δεν περιλαμβάνονται τα στοιχεία για τα παρακάτω σχολικά έτη: σχολικό έτος 1908-09: 133 μαθητές (ΣΤ’: 12, Ε’: 28, Δ’: 34, Γ’: 32, Β’: 27), σχολικό έτος 1909-10: 120 μαθητές (ΣΤ’: 18, Ε’: 27, Δ’: 26, Γ’: 27, Β’: 22), σχολικό έτος 1910-11: 102 μαθητές (ΣΤ’: 15, Ε’: 24, Δ’: 19, Γ’: 24, Β’: 20), σχολικό έτος 1911-12: 104 μαθητές (ΣΤ’: 16, Ε’: 14, Δ’: 26, Γ’: 25, Β’: 23).

10 Για τους οικισμούς στα δυτικά της Θεσσαλονίκης, βλέπε: Γκλαβέρης, Θεόδωρος Αθ., Ο κάμπος της Θεσσαλονίκης, μία αναδίφηση στη διαχρονική πορεία του, Κοινότητα Καλοχωρίου, Θεσσαλονίκη 1998.

11 Περισσότερα για το Μελισσοχώρι, βλέπε: Καμπασακαλής, Δημήτριος Ιωάν., Ιστορία της Μπάλτζας (Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη 1974, ειδικότερα σσ. 155, 163-172

12 Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πως, ήδη, στις αρχές του 20ου αιώνα, υπήρχαν στην πόλη οργανωμένα σωματεία μεταναστών - μετοίκων από τη Χαλκιδική, τη Σιάτιστα, την Κοζάνη, την Κλεισούρα, τη Δίβρη (στη σημερινή δυτική π.Γ.Δ.Μ.), την Κορυτσά και τα βλαχοχώρια του Ολύμπου. Χατζηκυριακού, σσ. 34. Κουκούδης, Η Θεσσαλονίκη, σσ. 106-109.

13 Ενδεικτικά για τις μεταναστευτικές τάσεις των Ηπειρωτών, βλέπε: Παπαγεωργίου, Γεώργιος, Οικονομικοί και κοινωνικοί μηχανισμοί στον ορεινό χώρο: Ζαγόρι (μέσα 18ου – αρχές 20ου αι.), Εκδόσεις Ριζαρείου Σχολής, Ιωάννινα 1995. Δαλκαβούκης, Βασίλειος Κ., Μετοικεσίες Ζαγορίσιων, (1750-1922:. Προσεγγίσεις στις διαδικασίες προσαρμογής μιας τοπικής κοινωνίας στην ιστορική συγκυρία, Εκδόσεις Ριζαρείου Σχολής, Θεσσαλονίκη 1999.

14 Κουκούδης, Αστέριος Ι., Οι μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων, Μελέτες για τους Βλάχους 2, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 474-484. Κουκούδης, Η Θεσσαλονίκη, σσ. 109-113. ΞΑΝΘΟΣ, Ιωάννης Γ., Ιστορία της Γευγελής και εθνική δράσις των κατοίκων και των πέριξ χωρίων, Θεσσαλονίκη 1954. Ανάμεσα στα 1912 με 1918, η Στρώμνιτσα είχε περιέλθει στη Βουλγαρία, αργότερα κατοχυρώθηκε στη Σερβία: Μπόνης, Κ., Η Στρώμνιτσα, Θεσσαλονίκη 1962. Ηλιάδου – Τάχου, Σοφία, Ο ελληνισμός του ελληνισμού του Μοναστηρίου Πελαγονίας: κοινοτικός βίος και εκπαίδευση, Ιστορία – Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 317-346. Βασιλειάδης, Νικόλαος Αναστ., Η ελληνική παρουσία στη νότια Σερβία από τους Βαλκανικούς Πολέμους έως το Μεσοπόλεμο, πρόλογος: Κωνσταντίνος Απ. Βακαλόπουλος, Εκδόσεις Ανατροπή, Θεσσαλονίκη 2004.

15 Κυριακίδης, Στίλπων Π., Η Δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων 4, Εν Αθήναις 1919, (ανατύπωσις 1997), σσ. 137-205. Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α., Ιστορία του Βόρειου Ελληνισμού: Θράκη, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990, σσ. 275-285. Σοϊλεντάκης, Νικόλαος Π., Ιστορία του Θρακικού Ελληνισμού, Εκδόσεις Πιτσιλός, Αθήνα 1996, σσ. 185-195.

16 Βακαλόπουλος, Κωνσ. Θράκη, σσ. 462-480. Μαραβελάκης, Μ. – Βακαλόπουλος, Απ., Οι προσφυγικές εγκαταστάσεις στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σσ. 10-25, 59-69, 176-194, 218-219, 223-225, 264-269, 273-278, 295-298, 344-357. Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Απ., Διωγμοί και γενοκτονία του Θρακικού Ελληνισμού: o πρώτος ξεριζωμός (1908-1917), Εθνικά Ζητήματα – Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 309-312. Για τους Έλληνες από τη Βουλγαρία, βλέπε: Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου & Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Ανατολικής Ρωμυλίας, Οι Έλληνες της Βουλγαρίας: ένα ιστορικό τμήμα του περιφερειακού ελληνισμού, Επιμέλεια: Ξανθίππη Κοτζαγεώργη, Ι.Μ.Χ.Α. 271, Θεσσαλονίκη 1999.

17 Ενδεικτικά αναφέρονται οι πιο πολυπληθείς περιπτώσεις: 41 μαθητές από το Σχολάρι, 35 από την Κωνσταντινούπολκ, 34 από την Αδριανούπολη, 21 από το Μηλιό, 16 από την Περίσταση, 15 από τα Γανόχωρα, 12 από το Ναΐπκιοϊ.

18 Οικουμενικό Πατριαρχείο, Μαύρη Βίβλος διωγμών και μαρτυρίων του εν Τουρκία Ελληνισμού 1914-1918, Εν Κωνσταντινουπόλει 1919, (επανέκδοση Εκδόσεις Αρσενίδη), σσ. 3-96, 373-384. Μαραβελάκης – Βακαλόπουλος, Οι προσφυγικές εγκαταστάσεις, σσ. 167-168, 171-176, 195-208, 215-217, 226-246, 269-271, 284-286, 362-374, 396-397, 408-435, 449-461, 471-483. Για λεπτομέρειες, βλέπε: Βακαλόπουλος, Κ., Διωγμοί και γενοκτονία. Βακαλόπουλος, Κωνσ. Θράκη, σσ. 482-500.

19 Οικουμενικό Πατριαρχείο, Μαύρη Βίβλος, σσ. 99-216. Μαραβελάκης – Βακαλόπουλος, Οι προσφυγικές εγκαταστάσεις, σσ. 31-45, 56-57, 70-166,208-214, 247-265, 286-294, 305-343, 389-407, 437-448, 468-470, 485-488. Συγκλονιστικές καταγραφές προσωπικών μαρτυριών, βλέπε: Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τόμος Α’: Μαρτυρίες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικρασίας, Αθήνα 1980 και Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Η Έξοδος, τόμος Β’: Μαρτυρίες από τις επαρχίες των της κεντρικής και νότιας Μικρασίας, Αθήνα 1982.

20 Κατά πάσα πιθανότητα αλβανόφωνοι ήταν αυτοί που προέρχονταν από εξής οικισμούς από την Ήπειρο: Λεσκοβίκι, Γερμένι Λεσκοβικίου Κορυτσά, από τη Θράκη: Ζαλούφι, από την Παλιά Ελλάδα: Ύδρα, Ελευσίνα.

21 Περισσότερα στοιχεία, βλέπε: Ξάνθος, Ιστορία της Γευγελής.

22 Για τα ιδεολογήματα στους κόλπους της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης εκείνα τα χρόνια, βλέπε: Μόλχο, Ρένα, Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, 1856-1919: μία ιδιαίτερη κοινότητα, Θεμέλιο – Ιστορική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2001.

23Γιααυτήτηνπροσφυγικήπορείακαιταβιώματατωνμουσουλμάνων, βλέπε:Bruce, Clark, Twice a Stranger: How Mass Expulsion Forged Modern Greece and Turkey, Granta Books, London 2006.