Αν και τα βοσκοτόπια των βόρειων πλαγιών του Βερμίου θα πρέπει να ήταν γνωστά στα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων που έφτασαν ήδη από τα μέσα του α' μισού του 19ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή, ανάμεσα στο Βόρρα και το Μορίχοβο και το βόρειο Βέρμιο, η παρουσία τους στην περιοχή του Γραμματικού υποθέτουμε ότι ήταν περιστασιακή και παροδική μέχρι το 1878. Σύμφωνα με παλαιότερα καταγεγραμμένες παραδόσεις, μετά το 1878 και τη διάσπαση του μεγάλου καλυβικού οικισμού της Τσιακούρας στο Μορίχοβο, κάποιο φαλκάρι, ακολουθώντας τους τσελιγκάδες Γούσιο Τσέλιο και Τέγα Κούσα, βρέθηκε να αναζητά την ευκαιρία να δημιουργήσει κάποιον πιο σταθερό θερινό οικισμό στα πλούσια βοσκοτόπια της περιοχής του βόρειου Βερμίο 2. Ακολουθώντας τις πρακτικές των απόλυτα νομαδικών φαλκαριών, περιπλανήθηκαν για αρκετά χρόνια και έστησαν τις θερινές τους καλύβες σε διάφορες τοποθεσίες. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, δημιούργησαν ένα σταθερότερο θερινό καλυβικό οικισμό σε κτήματα της τότε κοινότητας Γραμματίκοβου, του σημερινού Κάτω Γραμματικού. Καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, το Κάτω Γραμματικό κατοικούταν από περίπου ισάριθμους σλαβόφωνους χριστιανούς, πιστούς στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και κατ' επέκταση στις ελληνικές θέσεις, και Τούρκους με καταγωγή από τα γειτονικά κονιαροχώρια της Εορδαίας3 .
Έτσι, λόγω της θέσης όπου ιδρύθηκε ο νέος τότε αρβανιτοβλάχικος καλυβικός οικισμός επικράτησε να ονομάζεται Καλύβια της Γραμματίκοβας και στα βλάχικα ήταν γνωστός σαν Καλίβιλι ντι Γραμματίκοβα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920 τα Καλύβια της Γραμματίκοβας μετονομάστηκαν σε Άνω Γραμματικό, σε αντιδιαστολή με το Γραμματίκοβο, που μετονομάστηκε σε Κάτω Γραμματικό. Η δημιουργία του νέου αυτού οικισμού φαίνεται πως δεν έγινε δίχως προβλήματα. Τα καλύβια στήθηκαν σε κτήματα που παρουσιάζονται να ανήκαν συνιδιοκτησιακά στη χριστιανική ομάδα των κατοίκων του Κάτω Γραμματικού και σε Τούρκους μπέηδες. Οι εγκατάσταση των Αρβανιτόβλαχων στα Καλύβια της Γραμματίκοβας φαίνεται πως έγινε με τη σύμφωνη γνώμη μόνο των μπέηδων και παρά τις διαμαρτυρίες των χριστιανών του Κάτω Γραμματικού. Η αντιπαράθεση για τις καταπατημένες εκτάσεις ανάμεσα στους νομάδες Αρβανιτόβλαχους των Καλυβίων της Γραμματίκοβας και τους μονίμους σλαβόφωνους, αλλά πατριαρχικούς κατοίκους του Γραμματίκοβου φαίνεται πως καθόρισαν τις εξελίξεις του ακολούθησαν κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα 4 .
Η οριστικοποίηση της εγκατάστασης παρουσιάζεται να πραγματοποιήθηκε μετά από έγγραφη συμφωνία που υπογράφηκε, στις 26 Οκτωβρίου 1902, από το φερόμενο ως ιδιοκτήτη των κτημάτων Σουλεϊμάν μπέη και από μια ομάδα προκρίτων των συνοικιστών, Οι όροι του συμφωνητικού μας παρέχουν ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τους σχετικούς διακανονισμούς ανάμεσα σε ιδιοκτήτες ορεινών χορτολιβαδικών εκτάσεων και νομαδοκτηνοτρόφους ενοικιαστές, σε αυτή την περίπτωση Αρβανιτόβλαχων στο Βόρειο Βέρμιο. Το συμβόλαιο βρέθηκε στο Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών5 .
Οι συμβαλλόμενοι συμφωνούσαν ως προς τα εξής:
1. Οι συνοικιστές μπορούσαν να κτίσουν όσα σπίτια επιθυμούσαν και να τα κατοικούν χειμώνα καλοκαίρι για απεριόριστο χρονικό διάστημα.
2. Όφειλαν να καταβάλουν ετησίως ως ενοίκιο 35 γρόσια για κάθε σπίτι, 1,5 γρόσια για τη βοσκή κάθε αιγοπρόβατου και 10 γρόσια για τη βοσκή κάθε αλόγου.
3. Τα έξοδα για την ανέγερση των σπιτιών επιβάρυναν τους συνοικιστές, μπορούσαν όμως να χρησιμοποιήσουν δωρεάν όση ξυλεία τους ήταν αναγκαία.
4. Οριζόταν μία συγκεκριμένη περιοχή για την άνευ ενοικίου καλλιέργεια κήπων.
5. Κάθε σπίτι δικαιούνταν να διατηρεί μέχρι και 10 αιγοπρόβατα και από ένα άλογο, δίχως να καταβάλλει ενοίκιο για αυτά.
6. Οι συνοικιστές θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν όση έκταση επιθυμούσαν καταβάλλοντας στους ιδιοκτήτες το ένα τρίτο της παραγωγής.
7. Οι συνοικιστές μπορούσαν να κόψουν όσα καυσόξυλα επιθυμούσαν, όμως δεν είχαν το δικαίωμα να τα εμπορεύονται ή να παράγουν κάρβουνα. Δικαίωμα να παράγουν κάρβουνα δεν είχαν ούτε οι ιδιοκτήτες.
8. Για βακούφι της εκκλησίας παραχωρούνταν έξι στρέμματα αγρού και ένα λιβάδι.
9 . Οι ιδιοκτήτες δεν είχαν δικαίωμα να «βάλουν» στα κτήματά τους άλλα «ξένα» αιγοπρόβατα πέραν των 3.000 που ανήκαν στους ενοικιαστές. Μόνο στην περίπτωση που οι ενοικιαστές δεν θα συμπλήρωναν τον αριθμό των 3.000 κεφαλιών, οι ιδιοκτήτες είχαν το δικαίωμα να επιτρέψουν τη βόσκηση επιπλέον αιγοπροβάτων.
10. Οι ιδιοκτήτες αναλάμβαναν να κτίσουν δωρεάν σχολικό κτίριο.
11. Ο ιερέας και ο δάσκαλος δεν υποχρεούνταν να καταβάλλουν ενοίκιο για τα σπίτια τους, όμως δεν είχαν το δικαίωμα να καλλιεργήσουν.
Το συμβόλαιο πιθανότατα ίσχυσε για ένα άγνωστο χρονικό διάστημα. Μας βοηθά να υποθέσουμε, με σχετική ασφάλεια, πως η ενοικίαση των κτημάτων προσέφερε στο φερόμενο μουσουλμάνο ιδιοκτήτη σοβαρά έσοδα, δίνοντας παράλληλα σε ένα νομαδοκτηνοτροφικό πληθυσμό την ευκαιρία για σταθερή εδραία εγκατάσταση. Οι δυνατότητες και οι ευκαιρίες για καλλιέργειες στο νέο οικισμό έρχονται να δηλώσουν πως ακόμη και οι τόσο παραδοσιακοί Αρβανιτόβλαχοι αναζητούσαν ευκαιρίες για διέξοδο στην αγροτική οικονομία διατηρώντας, ωστόσο, τις κτηνοτροφικές τους πρακτικές. Επιπλέον, πληροφορούμαστε πως συμπλήρωναν την οικονομία τους μέσα από την ξύλευση και την παραγωγή και την εμπορία ξυλοκάρβουνου. Ο δάσκαλος του χωριού και δύο ακόμη από τους 31 συνυπογράφοντες υπογράφουν στα ρουμανικά, ενώ οι υπόλοιποι σε ανορθόγραφα, συνήθως, ελληνικά, δηλωτικό μιας ομάδας νομαδοκτηνοτρόφων πιεζόμενης ανάμεσα σε δύο εθνικούς κόσμους, τις προϋπάρχουσες παραδοσιακές γραικομάνικες καταβολές και τις νεοπαγείς ρουμανίζουσες προτάσεις. Δυστυχώς το συμβόλαιο δεν μας πληροφορεί πόσες ήταν, τελικά, οι οικογένειες που εγκαταστάθηκαν, τότε, στα Καλύβια Γραμματικό, ωστόσο μπορούμε να υποθέσουμε πως δεν είχαν περισσότερα από 3.000 αιγοπρόβατα. Βέβαια, υπάρχουν βιβλιογραφικές πληροφορίες πως εξελικτικά τα κοπάδια τους αυξήθηκαν και έβοσκαν και σε άλλα βοσκοτόπια της γύρω περιοχής, όπως στα λιβάδια του Μπεσμπουνάρ, της Λιβαδίτσας και των Πύργων6 .
Η σταθερή εγκατάσταση στο Άνω Γραμματικό, σε μια ημιορεινή τοποθεσία φαίνεται πως δεν ικανοποιούσε ούτε τις ανάγκες των οικιστών σε χειμερινές πεδινές βοσκές. To παραδοσιακό χειμαδιό τους στα Πολλά Νερά Νάουσας, την παλιά Φέτιτσα, θα πρέπει να είναι παλαιότερο της σταθερής ορεινής εγκατάστασή τους. Κατά πάσα πιθανότητα κάποια φαλκάρια κατέβαιναν στη Φέτιτσα πριν το 1878, όταν ακόμη οι Αρβανιτόβλαχοι του Άνω Γραμματικού αποτελούσαν μέρος των κατοίκων των Καλυβίων της Τσιακούρας στο Βόρρα. Και αυτό γιατί υπάρχει αναφορά, ήδη από το 1873, για την ύπαρξη χειμαδιού 50 βλάχικων οικογενειών στη Φέτιτσα, κοντά στη παλιά εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Η εκκλησία αυτή ήταν ό,τι είχε απομείνει από το χωριό που υπήρχε άλλοτε εδώ και το οποίο καταστράφηκε με τα γεγονότα του 18227 . Η ύπαρξη του χειμαδιού στη Φέτιτσα και ο αριθμός των 50 παραχειμαζόντων οικογενειών αναφέρεται και από το Ν. Σχινά, το 18878 . Μέχρι και μετά την απελευθέρωση το 1912, η Φέτιτσα ήταν τσιφλίκι που ανήκε στους αδερφούς Αντώνιο και Κωνσταντίνο Μαρκοβίτση από την Νάουσα. Η αξία του τσιφλικιού ανερχόταν τότε σε 1.500 περίπου τουρκικές λίρες9 . Οι παραχειμάζοντες της Φέτιτσας πλήρωναν προφανώς κάποιο ενοίκιο στους τσιφλικάδες για τη παραμονή τους εδώ και για τη χειμερινή βοσκή των κοπαδιών τους. Εκτός από την κτηνοτροφία, πολλοί από τους κατοίκους και ιδιαίτερα οι φτωχότερες οικογένειες, ασχολούνταν και με την υλοτομία και την παραγωγή ξυλοκάρβουνου. Στις αρχές του 20ού αιώνα, αρκετοί από τους καρβουνιαραίους και τους υλοτόμους μετακινούνταν το χειμώνα σε κοντινές και χαμηλότερες περιοχές, όπου μπορούσαν να συλλέξουν την άφθονη πρώτη ύλη για τα καμίνια τους, όπως στα σημερινά χωριά Ροδοχώρι και Γιαννακοχώρι10 . Εκείνη την περίοδο, ένα πολύ μεγάλο μέρος των δασικών ορεινών εκτάσεων του βόρειου Βέρμιου, γύρω στα 25.000 εκτάρια, είχαν περιέλθει στην ιδιοκτησία του άγγλου υπηκόου Canelli 11 . Δίπλα σε αυτό δημιουργήθηκες, τότε, ένας άλλος Αρβανιτοβλάχικος οικισμός στην παλιά Κίντροβα, τον σημερινό Κεδρώνα ή Άγιο Δημήτριο Έδεσσας.
Όσον αφορά στον πληθυσμό των συνοικιστών του Άνω Γραμματικού, πέρα από τις δημοσιευμένες και συγκρίσιμες μεταξύ τους πηγές, αξίζει να αναφερθούμε σε άγνωστες αρχειακές πηγές του Υπουργείο των Εξωτερικών. Έτσι, στα 1904, στο Άνω Γραμματικό αναφέρονται να κατοικούσαν 85 οικογένειες. Από αυτές μόνο οι 15 θεωρούνταν τότε πως ήταν επηρεασμένες από την ρουμανική προπαγάνδα12 . Στα 1906, πληροφορούμαστε πως, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, από το Άνω Γραμματικό κατέβαιναν στο χειμαδιό της Φέτιτσας 120 περίπου οικογένειες, που αριθμούσαν 614 ψυχές. Από αυτούς μόνο οι 400 περίπου θεωρούνταν τότε επηρεασμένοι από την προπαγάνδα και οι υπόλοιποι 214 αναφέρονται να παρουσίαζαν ακόμη κάποια αντίσταση στις επιδιώξεις της. Από την ίδια πηγή πληροφορούμαστε πως στη Φέτιτσα κατέβαινε και κάποιος ρουμανίζοντας ιερέας, που όμως αργότερα αναγκάστηκε να μετακινηθεί στην Έδεσσα και ιερουργούσε σε εξαρχική εκκλησία εκεί13 . Σύμφωνα με στατιστική έκθεση των ελληνικών προξενικών αρχών, το 1906 με 1907, εκτός από τους 614 Βλάχους που κατέβαιναν στη Φέτιτσα, άλλοι 60 κατέβαιναν το χειμώνα στην πόλη της Νάουσας14 . Αυτές οι οικογένειες κατοικούσαν προφανώς μόνιμα στο χειμαδιό της Φέτιτσας. Στην πρώτη επίσημη ελληνική απογραφή των πληθυσμών των νέων επαρχιών, το 1913, καταγράφονται 549 κάτοικοι στο Άνω Γραμματικό και 514 στη Φέτιτσα.
Όλες αυτές οι πληροφορίες για τη σύσταση του Άνω Γραμματικού έρχονται να ρίξουν φως σε ζητήματα οικονομικών αντιπαλοτήτων που εύκολα μεταλλάχθηκαν και εξελίχθηκαν, αλυσιδωτά, σε εθνικές αντιπαλότητες, την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα. Οι εδραίοι σλαβόφωνοι πατριαρχικοί χριστιανοί του Κάτω Γραμματικού έρχονται σε κτηματικές αντιπαράθεση με τους Τούρκους συγχωριανούς τους. Οι Τούρκοι ενοικιάζουν μονομερώς το κτήμα του Άνω Γραμματικού σε Αρβανιτόβλαχους νομαδοκτηνοτρόφούς. Οι χριστιανοί του Κάτω Γραμματικού επιδιώκουν την έξωσή τους. Οι Αρβανιτόβλαχοι έρχονται σε στενότερη επαφή με το αντίπαλο δέος, την Εξαρχία και τους κομιτατζήδες, υιοθετώντας τις ρουμανικές εθνικές προτάσεις ώστε να εξασφαλίσουν κάποια μορφή ενίσχυσης και πολιτικής στήριξης για να παραμείνουν στα λιβάδια του Βερμίου. Τελικά, σε πολλές περιπτώσεις όπως αυτή, οι ρουμανίζουσες εθνικές επιλογές, εκείνης της περιόδου, ανάμεσα σε βλάχικους πληθυσμούς δεν ήταν αποτέλεσμα γνήσιας έκφρασης εθνικής ταυτότητας. Οι ρουμανίζουσες επιλογές και σε αυτή την περίπτωση μοιάζει να είναι αποτέλεσμα ή να ενισχύθηκαν από οικονομικές αντιπαλότητες και ρήξεις. Η οικονομική ανασφάλεια και η κοινωνική περιθωριοποίηση μοιάζουν να ήταν καθοριστικοί και ιδιαίτερα ισχυροί παράγοντες για τις πολιτικές/εθνικές επιλογές, και ιδιαίτερα για τους περιφερόμενους νομάδες Αρβανιτόβλαχους της περιοχής που αναζητούσαν ευκαιρίες να εγκατασταθούν κάπου οριστικά.
Αστέριος Κουκούδης
εκπαιδευτικός – ιστορικός ερευνητής
ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ ΣΤΟ ΒΕΡΜΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΒΟΡΡΑ: ένα συμβόλαιο ενοικίασης καλυβικής εγκατάστασης, αρχές 20ού αιώνα1
15o Συμπόσιο Ιστορίας, Λαογραφίας, Βλάχικης Παραδοσιακής Μουσικής και Χορών
Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων
Νάουσα, 6-7 Σεπτεμβρίου 2014
1 Η παρουσίαση αποτελεί επεξεργασμένο και βελτιωμένο απόσπασμα από: Κουκούδης, Αστέριος , Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας, Μελέτες για τους Βλάχους 4, Εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2001, σσ.347-362.
2 Haciu, Anastase N., Aromanii: Comert, Industrie, Arte, Expansiune, Civlizatie, Tip, Cartea Rutnei, Focsani 1936, σσ. 221-222.
3 Το 1923 καταγράφηκαν 1.100 ανταλλάξιμοι μουσουλμάνοι σε σύνολο 2.180 κατοίκων, που είχαν απογραφεί το 1920.Στη θέση αυτών των Τούρκων εγκαταστάθηκαν 139 οικογένειες, 501 συνολικά πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία. Πελασγίδης, Ευστάθιος, Η αποκατάσταση των προσφύγων στην Δυτική Μακεδονία, 1923-1930, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1994, σσ. 75.
4 Ιστορικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών 1906 ΑΑΚ/ΣΤ Εθνογραφικός χάρτης Μακεδονίας,Ανυπόγραφο σχεδιάγραμμα προξενικής έκθεσης για τη ρουμανική προπαγάνδα στο σαντζάκι της Θεσσαλονίκης το 1905 με 1906. Κολτσίδας, Αντώνης Μ., Ιδεολογική συγκρότηση και εκπαιδευτική οργάνωση των Ελληνόβλαχων στο βαλκανικό χώρο, 1850-1913, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 245-246.
5 ΙΑΥΕ/Μακεδονικά 1905-1908, Υποφάκελος Ναούσης, Συμφωνητικόν δια την ενοικίασην των κτημάτων Γραμματικόβου Σουλεϊμάν μπέη από τους Βλάχους της Φετίτσης - Γραμματικόβου, 26 Οκτωβρίου 1902. Εκ μέρους των ενοικιαστών υπογράφουν: οι 1. Παπά Μιχαήλ Ιωάννου, 2. μουχτάρης Πουντίκι, 3. Αθανάσιος Ν. Παρίζη, 4. Χρίστου Κόστα Τώλη [δυσανάγνωστο], 5. Γιοργιστέφο, 6. Δίμος Μήσου, 7. Δημήτρη Γιοργάκι, 8. Γούλα Μούσιου, 9. Τάσι Καραμήτσου, 10. Τάσιου Στέργιου [δυσανάγνωστο], 11. Χρίστος Μήχου, 12. Naoum Nicolae instituteur, 13. Τάκου Κ. Τσίλια, 14. Iana Musi, 15. Φότου Κέντρου, 16. Δημίτρι Νάστα Λένο, 17. Κόστα Μημούλι, 18. Stergia Costa Ziambali, 19. Γιόργι Κόστα Στέλιου, 20. Σπίρου Τούσιου, 21. Κόστα Κιβρησίτου, 22. Γιόργι Νικόλα [δυσανάγνωστο], 23. Κόστα Στέργιου Πουντίκι, 24. Χρίστου Στέργιου Πουντίκι, 25. Χρίστου Λάνου, 26. Χρίστου Σταύρου, 27. Γιανάκι Μηχάλι, 28. Μηχάλι Γιάνι Τούσα, 29. Μηνά Μπαλαμάτση, 30. Κόλε, 31. Λέξα.
6 Capidan, Th., Românii nomazi; studii din viata Românilor din sudul Peninsulei Balcanice, Institutul de Arte Grafice "Ardealul", Cluj 1926, σσ.74-75.
7 Καραθανάσης, Αθ. Ε. - Σατραζάνης, Αν. Δ., Πρακτικά του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου της Έδεσσας, 1872-1874, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 100.
8 Σχινάς, Νικόλαος Θ., Οδοιπορικαί Σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας, Τόμος Γ', Αθήνα 1887, σσ. 825.
9 Στουγιαννάκης, Ευστάθιος, «Νάουσα», Μακεδονικό Ημερολόγιο, 1911, σσ. 146.
10 ΙΑΥΕ ΑΑΚ/Ι 1905, Εμπιστευτικά Προξενείου Θεσσαλονίκης και Υπουργείου Εξωτερικών, Λ. Κορομηλάς προς Υπουργείο Εξωτερικών, 14 Δεκεμβρίου 1905.
11 Paillares, M., H Mακεδονική Θύελλα, τα πύρινα χρόνια 1903-1907, Θεσσαλονίκη – Κοζάνη – Έδεσσα – Νάουσα – Σέρρες – Καβάλα – Δράμα – Μοναστήρι - Σκόπια, μετάφραση: B. Καρδιόλακα, Τροχαλίας, Αθήνα 1994, σσ. 235.
12 ΙΑΥΕ, 1904 Μακεδονικά, ΑΑΚ/Κ, α). Η ρουμανική προπαγάνδα εις την Μακεδονία και η ανακίνησις του κουτσοβλαχικού θέματος. Βλαχόφωνοι, κοινότητες καθ'ολοκληρίαν ή εν μέρη ρουμανίζουσες, Μάρτιος 1904 .
13 ΙΑΥΕ, 1908 Μακεδονικά, ΑΑΚ/Ζγ, Στατιστική Βλαχόφωνων καζά Βοδενών.
14 ΙΑΥΕ 1907, Προξενείο Θεσσαλονίκης Ιαν.-Ιουν., Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, φφ.8558-8559.