Βενιαμίν εκ ΤουδέληςΕίναι γνωστό πως ο εθνονυμικός όρος «Βλάχος» και κατ’ επέκταση το παράγωγο τοπωνύμιο «Βλαχία», όπως κι ο επιθετικός προσδιορισμός «βλάχος», είναι όροι πολύ γενικοί. Έχουν υιοθετηθεί και ενσωματωθεί σε διάφορες γλώσσες παίρνοντας λιγότερο ή περισσότερο διαφοροποιημένες γραμματικές μορφές σε διαφορετικά αλφάβητα. Επιπλέον, με τον όρο «Βλάχοι» δεν δηλώνεται αποκλειστικά ένας και μοναδικός πληθυσμός. Απεναντίας, σε διαφορετικές γλώσσες αποδίδεται σε πολλούς και διαφορετικούς πληθυσμούς. Και καθώς οι «Βλάχοι» δεν συγκρότησαν ποτέ κάποιον συγκεκριμένο και ομογενοποιημένο λαό, το επακόλουθο ήταν να προκύψουν πολλές, διαφορετικές και διάσπαρτες «Βλαχίες».
Έγγραφες πηγές μαρτυρούν την ύπαρξη Βλάχων στον ελληνικό χώρο το αργότερο από το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα2 , αρκετά πριν από τις μαρτυρίες για άλλες περιοχές των Βαλκανίων και ιδιαίτερα για περιοχές βόρεια του Δούναβη. Οι αναφορές συνεχίζονται και τον 11ο αιώνα, όταν ο Κεκαυμένος στο έργο του με τον τίτλο Στρατηγικόν μας δίνει περισσότερα στοιχεία για Βλάχους που φέρονταν να ζούσαν στην περιοχή της σημερινής Θεσσαλίας3

Για την ύπαρξη Βλάχων, ίσως κάπου κοντά στον Όλυμπο, γύρω στα 1083, μας μιλά και η Άννα Κομνηνή στην Αλεξιάδα4 . Στα 1160, ο ισπανοεβραίος περιηγητής Βενιαμίν εκ Τουδέλης ταξιδεύοντας στις ελληνικές χώρες του Βυζαντίου επισημαίνει την ύπαρξη βλάχικων πληθυσμών κάπου στα βουνά κοντά στη Λαμία και είναι ο πρώτος που φέρεται να χρησιμοποίησε τον όρο Βλαχία για να προσδιορίσει κάποια περιοχή της κεντρικής Ελλάδας –πιθανότατα λόγω της ύπαρξης αξιόλογης δημογραφικής παρουσίας Βλάχων αλλά και του ισχυρού ρόλου που έπαιζαν5 . Από τον 13ο αιώνα, σύμφωνα με αναφορά του βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, η Θεσσαλία μαζί με κάποιες όμορες περιοχές, κυρίως προς τη Στερεά Ελλάδα, ονομάζονταν Βλαχία, Μεγάλη Βλαχία, Μεγαλοβλαχία ή και Άνω Βλαχία6 .

Σταδιακά οι αναφορές για «Βλάχους» και «Βλαχίες» και σε άλλες περιοχές των Βαλκανίων πληθαίνουν. Δύσκολα, όμως, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως οι διάσπαρτοι αυτοί πληθυσμοί είχαν μία κοινή προέλευση, μία κοινή και προσδιορίσιμη εστία εκκίνησης κι ακόμη λιγότερο πως είχαν μια διαμορφωμένη κοινή συνείδηση και δράση. Η διάλυση του Βυζαντίου, με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των Σταυροφόρων το 1204, ίσως βοήθησε τους Βλάχους που ζούσαν ήδη σε περιοχές της σημερινής κεντρικής Ελλάδας, ή έστω κάποιες ομάδες τους, στο να ενισχύσουν τις τάσεις απειθαρχίας που ήδη τους χαρακτήριζαν. Ίσως απέκτησαν έναν κάποιο βαθμό τοπικής αυτονομίας, όπως και άλλες ομάδες και τμήματα της αυτοκρατορίας. Πολύ γρήγορα, οι εστίες τους βρέθηκαν μέσα στην επικράτεια του Δεσποτάτου της Ηπείρου, συμβάλλοντας κι αυτοί στην εξέλιξή του ως ενός από τους υπολογίσιμους τοπικούς και, κυρίως, στρατιωτικούς ρυθμιστικούς παράγοντες.

Η σποραδική εγκατάσταση Βλάχων στην κεντρική Ελλάδα επιβεβαιώνεται μέσα από έγγραφες βυζαντινές πηγές. Ενδεικτικά αναφέρεται πως το 1221 ο Επίσκοπος Ναυπάκτου Ιωάννης Απόκαυκος επισημαίνει την ύπαρξη στην περιοχή της Ακαρνανίας, κάπου κοντά στη Βόνιτσα, ενός μάλλον αξιόλογου αριθμού«Ρωμαίων αποίκων», οι οποίοι, όπως χαρακτηριστικά τονίζει, ονομάζονταν πια Βλάχοι. Επιπλέον μας μεταφέρει το όνομα ενός αρχηγικού προσώπου ανάμεσά τους, του Κωνσταντίνου Αυρηλιόνη, ενός ανθρώπου τυχοδιωκτικού και βίαιου, καθώς παρουσιάζεται ως βιαστής κάποιας κοπέλας και οργανωτής επεισοδίων7 . Το 1228, ο Γεώργιος Χωνιάτης, αδελφός του ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, είχε ονομαστεί «πρωτοβεστιαρίτης» του Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου Δούκα και φέρεται να διοικούσε την περιοχή της Βλαχίας, επιφορτισμένος πιθανόν με την είσπραξη των στρατιωτικών φόρων. Την ίδια περίοδο και στην ίδια περιοχή, μία ομάδα οικισμών που κατοικούνταν από Βλάχους είχαν παραχωρηθεί ως «πρόνοια» σε κάποιον μικρότερο στρατιωτικό αξιωματούχο. Ο Χωνιάτης εξέφρασε την επιθυμία να επισκεφτεί ένα από τα χωριά αυτής της πρόνοιας και ο «προνοιάριος» παράγγειλε στον πιο ευκατάστατο του χωριού να ετοιμάσει τα σχετικά για να φιλοξενήσει τον επισκέπτη, αν και γνώριζε πως «το βλάχικο γένος ήταν πολύ αφιλόξενο». Ο συγκεκριμένος πάροικος φαίνεται πως δεν υπάκουσε στην εντολή και στο επεισόδιο που ακολούθησε ο προνοιάριος σκότωσε έναν άλλο δουλοπάροικο που τόλμησε και αναμείχθηκε στη φιλονικία. Ο δράστης κρίθηκε ένοχος φόνου και τιμωρήθηκε από τον Απόκαυκο8 .

Είναι πολύ πιθανό Βλάχοι να κατοικούσαν και σε νοτιότερες από τη σημερινή Θεσσαλία περιοχές, όπως στην περιοχή της Βελεχατουΐας, η οποία ταυτίζεται, μάλλον, με την περιοχή της Δωρίδας μεταξύ Ναυπάκτου, Άμφισσας και Υπάτης9 . Κάποιες άλλες έγγραφες βυζαντινές αναφορές μιλούν για ομάδες Βλάχων που φέρονται να κατοικούσαν ως δουλοπάροικοι σε μοναστηριακά κτήματα της Μακρυνίτσας και της Πορταριάς στο Πήλιο το 1266 και 127310 . Παρατηρούμε, λοιπόν, πως αν και μία μερίδα των Βλάχων σκιαγραφούνται αρνητικά, οι περισσότεροι θα πρέπει να ήταν εγκατεστημένοι σε σταθερούς οικισμούς, συνδεδεμένοι με την αγροτοκτηνοτροφική ζωή και ενταγμένοι στη δομή του τόπου, καθώς κάποιοι από αυτούς ήταν δουλοπάροικοι σε εκκλησιαστικά κτήματα και στρατιωτικές πρόνοιες.

Μετά τον θάνατο του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β’ Αγγέλου Κομνηνού Δούκα, πιθανόν το 1271, το δεσποτάτο του διασπάστηκε και μοιράστηκε ανάμεσα σε δύο από τους γιους του. Μέχρι το 1289, ηγεμόνας του ανατολικού τμήματος, δηλαδή της Μεγάλης Βλαχίας, παρουσιάζεται ο Ιωάννης Α’ Άγγελος Κομνηνός Δούκας11 , νόθος γιος του Μιχαήλ Β’ και της Γαγγρινής12 , μίας γυναίκας από την Άρτα, η οποία ίσως ήταν βλάχικης καταγωγής. Ο Ιωάννης Α’ βρέθηκε σε αυτή την ηγεμονική θέση έχοντας, ήδη, νυμφευθεί μία όμορφη, σύμφωνα με τις γραφές, κόρη του Ταρωνά, κάποιου «άρχοντα» των Βλάχων που κατοικούσαν στην περιοχή. Οι πηγές μοιάζει να μην είναι και τόσο σαφείς, ώστε να είμαστε σίγουροι για το αν οι Ταρανάδες είχαν και οι ίδιοι βλάχικη καταγωγή ή όχι. Παρουσιάζονται περισσότερο ως μέλη της τοπικής αριστοκρατίας, ως τοπικοί δυνάστες, παρά ως φυσικές κεφαλές κάποιων Βλάχων13 . Το πιθανότερο είναι πως αποτελούσαν κλάδο μίας επιφανούς οικογένειας του στρατιωτικού και κοινωνικού βυζαντινού κατεστημένου, γνωστής και ως Ταρωνίτες. Κατάγονταν από τον ηγεμόνα των Αρμενίων Κρικόρ (Γρηγόριο), ο οποίος είχε υποταγεί στους Βυζαντινούς επί Λέοντος ΣΤ’ (886-912) και έκτοτε είχε εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη. Από τα τέλη του 10ου και καθ’ όλη τη διάρκεια του 11ου αιώνα, οι εκβυζαντινισμένοι απόγονοί του διακρίθηκαν ως υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, συμμετείχαν στις διαπλοκές των Κομνηνών και ανέπτυξαν επιγαμίες με τους δυναστικούς οίκους του Βυζαντίου και της Βουλγαρίας14 . Από τη μεριά της μητέρας της, η κόρη του Ταρωνά καταγόταν, μάλλον, από μία άλλη γνωστή οικογένεια τοπικών αριστοκρατών, τους Λεβαχάτους ή Λεοβάχους των Θηβών. Οι μεγάλες περιουσίες τέτοιων οικογενειών σε κτήματα και ζώα τις έφερνε σε στενή σχέση αλληλεξάρτησης με τους κατεξοχήν κτηνοτρόφους και συχνά απείθαρχους Βλάχους της περιοχής. Ο γάμος του Ιωάννη Α’ με κόρη των Ταρωνάδων μοιάζει να αποσκοπούσε σε ενίσχυση της υποτέλειας της τοπικής κοινωνίας, σε αυτή την περίπτωση των Βλάχων, απέναντι στον ηγεμόνα και το κράτος δια μέσω της αριστοκρατίας15 .

Οι Βλάχοι υπό την αρχηγεία του Ιωάννη Α' αναφέρεται πως είχαν βοηθήσει, στα 1258-59, το Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β’ Δούκα στις αντιπαραθέσεις του με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας αλλά και με τους Φράγκους ηγεμόνες της νοτιότερης Ελλάδας. Οι Μεγαλοβλαχίτες των έγγραφων πηγών αποτέλεσαν τον κύριο όγκο του στρατεύματος που διέθεσε ο Μιχαήλ Β’ στην περίφημη μάχη της Πελαγονίας. Στην κρισιμότερη φάση της, ο Ιωάννης Α’ λέγεται ότι απέσυρε τους πολεμιστές του, πρόδωσε και εγκατέλειψε τον πατέρα του, θέλοντας να υπερασπιστεί την τιμή του και την τιμή της όμορφης συζύγου του από τους προσβλητικούς φράγκους ιππότες.

Η πρωτεύουσα της Μεγάλης Βλαχίας, ή καλύτερα το διοικητικό της κέντρο, βρισκόταν στην οχυρή Υπάτη –τις Νέες Πάτρες– στις βόρειες πλαγιές της Οίτης, κοντά στη Λαμία. Εξ αιτίας αυτού του γεγονότος, ο Ιωάννης Α’ καταγράφηκε στις δυτικές πηγές και με το προσωνύμιο Λαπατρίας, από το La Patria, το «φράγκικο» όνομα των Νέων Πατρών16 . Αν και τα σύνορά της επικράτειάς του ήταν ευμετάβλητα, κατά την περίοδο της μεγάλης ισχύος του, ξεκινούσαν από το Λιδωρίκι και το Γαλαξίδι στον κορινθιακό κόλπο και έφταναν μέχρι το Σαραντάπορο της Ελασσόνας, τα Σέρβια και την Πέτρα στις βόρειες πλαγιές του Ολύμπου17 . Η πολιτική του Ιωάννη Α’ προσέδωσε στη Μεγάλη Βλαχία διαστάσεις μίας ηγεμονίας με επεκτατικές δυνατότητες και ενισχυμένο ρόλο στα δρώμενα της νότιας Βαλκανικής. Ο Ιωάννης Α’, όπως και ο Νικηφόρος, ο ετεροθαλής αδελφός του στην Άρτα, αναγνώριζαν την ένωση όλων των ορθόδοξων Ρωμαίων και την ανώτατη εξουσία ενός και μόνου αυτοκράτορα. Όμως, ήταν αποφασισμένοι να παραδώσουν στους Παλαιολόγους, στους ανορθωτές της Αυτοκρατορίας, όσο το δυνατόν λιγότερα από την ανεξαρτησία τους και από τις περιοχές που είχε κερδίσει η οικογένειά τους, οι Κομνηνοδούκες18 . Οι προσπάθειες που κατέβαλε ο Ιωάννης Α’ να συντηρήσει την όποια ανεξαρτησία της ηγεμονίας του προκύπτουν και από τη σύναψη συγγενικών σχέσεων και συμμαχιών, μέσω των παιδιών του, με τους οίκους των γειτονικών κρατών και ηγεμονιών. Είχε τρεις γιους: τον ιδιαίτερα ικανό πρωτότοκο Δημήτριο-Μιχαήλ, τον Κωνσταντίνο και τον Θεόδωρο και τέσσερις κόρες, εκ των οποίων γνωρίζουμε το όνομα μόνο της μιας, της Ελένης.

Μόλις ο Ιωάννης Α’ ανέλαβε επίσημα την εξουσία προσπάθησε να ενισχύσει τη θέση του και την ηγεμονία του απέναντι στον τότε διεκδικητικό βυζαντινό Αυτοκράτορα Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο. Έτσι, έδωσε μία από τις κόρες του ως σύζυγο σε έναν ανιψιό του αυτοκράτορα, τον Ανδρόνικο Ταρχανειώτη. Το 1270, ο τελευταίος ήταν κυβερνήτης της Αδριανούπολης, σύντομα όμως δυσαρεστήθηκε από τον θείο του και κατέφυγε με τη σύζυγό του στην επικράτεια και την υπηρεσία του πεθερού του. Το σπουδαιότερο αποτέλεσμα αυτού του γάμου ήταν πως ο Ιωάννης Α’, ο οποίος δεν είχε μέχρι τότε κάποιον επίσημο τίτλο, ονομάστηκε σεβαστοκράτορας και απέκτησε μία επίτιμη θέση στο βυζαντινό κατεστημένο19 . Αν και με το γάμο αυτό και την αποδοχή του τίτλου αναγνώριζε ουσιαστικά την επικυριαρχία του αυτοκράτορα, χάραξε μία αυτόνομη εξωτερική πολιτική και συμμαχίες που έρχονταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας. Πέρα από εδαφικές διαφορές, ο Ιωάννης Α’ και ο Μιχαήλ Η’ διαφωνούσαν και σε εκκλησιαστικά θέματα. Στο χώρο του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της Μεγάλης Βλαχίας είχαν καταφύγει αρκετοί από αυτούς που αντιδρούσαν στην ένωση των εκκλησιών, την οποία επεδίωκε ο Μιχαήλ Η’ και είχαν καταδικάσει σε τοπική σύνοδο οι εκκλησιαστικές αρχές της Μεγάλης Βλαχίας, αναθεματίζοντας τον τότε ενωτικό πατριάρχη και τους επίσης ενωτικούς επισκόπους Υπάτης και Τρίκκης (Τρικάλων), ακόμη και τον ίδιο τον αυτοκράτορα20 .

Οι δύο αντίπαλοι δεν άρχισαν να έρθουν σε ανοιχτή αντιπαράθεση όταν, στα 1275, ο αυτοκράτορας έστειλε πολυάριθμα στρατεύματα να εισβάλουν στη Μεγάλη Βλαχία. Ανάμεσα σε αυτά κυριαρχούσαν πολυπληθείς ομάδες Κουμάνων και Τουρκόπουλων (εκχριστιανισμένων Τούρκων), που πολιόρκησαν τον Ιωάννη Α’ στο οχυρό κάστρο της Υπάτης. Μέσα στη νύχτα, ο ηγεμόνας, ντυμένος με φθαρμένα ρούχα, κατέβηκε με σχοινί τα τείχη και επιχείρησε να διασχίσει κρυφά το στρατόπεδο των πολιορκητών. Όταν έπεσε στην αντίληψή τους, τούς μίλησε σε μία «βαρβαρίζουσα φωνή» και προσποιήθηκε πως ήταν κάποιος χωρικός που έψαχνε το υποζύγιό του. Αυτοί άρχισαν να τον χλευάζουν και να γελούν μαζί του, αλλά έτσι μπόρεσε να ξεφύγει της προσοχής τους και να αποδράσει21 . Το επεισόδιο έχει ενδιαφέρον καθώς γεννά το ερώτημα για το ποια μπορεί να ήταν η άγνωστη σε μας γλώσσα που μιλούσε, μάλλον, με άνεση ο Ιωάννης. Θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στην υπόθεση πως ο Ιωάννης γνώριζε καλά τη γλώσσα των βλάχων υποτελών του. Ίσως την είχε μάθει συναναστρεφόμενος τους βλάχους υποστηρικτές του. Ίσως, πάλι, είχε μάθει τα βλάχικα στην αγκαλιά της μητέρας του Γαγγρινής ή από τη σύζυγό του και τους συγγενείς της, τους Ταρωνάδες. Κάτι τέτοιο έρχεται να ενισχύσει, αλλά δεν αποδεικνύει την άποψη πως η Γαγγρινή ή πως οι Ταρωνάδες ήταν Βλάχοι.

Όπως και να είχε, ο Ιωάννης Α’ κατέφυγε τελικά στη Θήβα, όπου ζήτησε βοήθεια από τον τότε Δούκα της Αθήνας Ιωάννη (Ζαν) ντε λα Ρος. Με την αρωγή των βουργουνδών (φράγκων) ηγεμόνων της Αθήνας, τελικά νίκησε και εξεδίωξε τα αυτοκρατορικά στρατεύματα από την επικράτειά του22 . Σε ανταμοιβή προσέφερε το χέρι μίας άλλης κόρης του, της Ελένης Δούκαινας, και ως προίκα τα κάστρα του Σιδερόκαστρου, της Λαμίας, του Γαρδικίου και της Γραβιάς στον Γουλιέλμο, αδελφό του ηλικιωμένου Ιωάννη (Ζαν) ντε λα Ρος και επόμενο δούκα των Αθηνών. Στην προίκα της κόρης συμπεριλαμβανόταν και το περίφημο μοναστήρι του Όσιου Λούκα στη Βοιωτία, το οποίο ίσως είχε περάσει σε αυτήν από την προίκα της μητέρας της που ήταν κόρη των Ταρωνάδων και των Λεοβάχων23 . Την ίδια περίπου περίοδο, μία άλλη κόρη του Ιωάννη Α’ έγινε η πρώτη σύζυγος του Στεφάνου Μιλούτιν, δευτερότοκου γιου του τότε Βασιλιά της Σερβίας Στεφάνου Ουρός, ενισχύοντας ακόμη μία συμμαχία εναντίον των Παλαιολόγων. Ο Μιλούτιν ανήλθε στο σερβικό θρόνο το 1282, διαδεχόμενος τον πρωτότοκο αδελφό του Στέφανο Δραγούτιν. Στην πορεία χώρισε από την κόρη του Ιωάννη Α’, έκανε άλλους δύο γάμους και τελικά νυμφεύθηκε σκανδαλωδώς για τέταρτη φορά, στα 1299, με την πεντάχρονη Σιμονίδα, κόρη του αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου24 .

Αυτοκρατορικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Μεγάλη Βλαχία για άλλη μια φορά το 1278. Η εισβολή έληξε και πάλι με νίκη του Ιωάννη Α’. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η’ επέμεινε και εισέβαλε εκ νέου τέσσερα χρόνια αργότερα. Το νέο του «όπλο» ήταν 400 Τάταροι του ηγεμόνα της Χρυσής Ορδής Χάνου Νογκάι, από τις στέπες της σημερινής νότιας Ρωσίας και της Ουκρανίας. Ο ασθενής αυτοκράτορας πέθανε στην αρχή, ακόμη, της εκστρατείας αφήνοντας τον Ιωάννη Α’ νικητή για άλλη μια φορά, αν και οι Τάταροι σχεδόν ερήμωσαν την επικράτειά του. Ο νέος αυτοκράτορας, γιος του προηγουμένου, ο Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος επιχείρησε μία τελευταία εισβολή το 1284, δίχως να κάμψει την αντίσταση του Ιωάννη Α’. Ωστόσο, επέμεινε και επιχείρησε να εξουδετερώσει τον αντίπαλό του με διαφορετικές πια μεθόδους.

Ο τότε σύμμαχός του, ο Δεσπότης της Ηπείρου Νικηφόρος Β’, ετεροθαλής αδελφός κι αντίπαλος του Ιωάννη Α’, και η σύζυγός του Άννα Καντακουζηνή Παλαιολογίνα αιχμαλώτισαν με προδοσία τον ανιψιό τους Δημήτριο-Μιχαήλ, πρωτότοκο γιο του Ιωάννη Α’. Τον είχαν ξεγελάσει καλώντας τον στην Άρτα για να του προσφέρουν, δήθεν, το χέρι μιας κόρης τους. Ο αιχμάλωτος παραδόθηκε στον αυτοκράτορα στη μακρινή Κωνσταντινούπολη το 1284. Την ίδια χρονιά στα χέρια του αυτοκράτορα έπεσε και μία από τις κόρες του Ιωάννη Α’. Η νεαρή είχε αρραβωνιαστεί, στα 1281-82, με τον Θεόδωρο Σβετοσλάβο, γιο του Γεωργίου Α’ Τερτέριου, του κουμανικής καταγωγής τσάρου της Βουλγαρίας. Ο Τερτέριος παρέδωσε την υποψήφια νύφη του στον αυτοκράτορα, όταν συμφιλιώθηκε με τους Παλαιολόγους σπάζοντας την όποια συμμαχία του με τη Μεγάλη Βλαχία. Αρχικά, θεωρήθηκε πως οι δύο αιχμάλωτοι βρίσκονταν σε τιμητική κράτηση στην αυλή του αυτοκράτορα. Στον Δημήτριο-Μιχαήλ, μάλιστα, προτάθηκε γάμος με μία ανιψιά του αυτοκράτορα, κόρη του Ιωάννη Ασάν Γ’, του προηγούμενου τσάρου της Βουλγαρίας. Μέσα από έναν τέτοιο γάμο, ο αυτοκράτορας ήλπιζε να ασκήσει τελικά κάποιον έλεγχο στη Μεγάλη Βλαχία. Ωστόσο, η μόνιμη σκέψη του υποψήφιου γαμπρού ήταν πάντα η απόδραση με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στη φυλακή. Σκοτώθηκε από την αυτοκρατορική φρουρά των Βαράγγων, όταν πολλά χρόνια αργότερα, στα 1307, επιχείρησε για άλλη μια φορά να αποδράσει25 .

Ο Ιωάννης Α’ απεβίωσε, πιθανότατα, στα 1289 και θάφτηκε στο μοναστήρι της Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών, γνωστό περισσότερο ως Πόρτα-Παναγιά, κοντά στο χωριό Πύλη Τρικάλων, στα ριζά του Κόζιακα. Το μοναστήρι είχε ιδρυθεί από τον ίδιο στα 1283. Ο τάφος του σώζεται ακόμη, όπου, σε τοιχογραφία της εποχής, ο Ιωάννης απεικονίζεται ως μοναχός να οδηγείται από τον Χριστό στην ένθρονη Παναγία. Η ηγεμονία της Μεγάλης Βλαχίας πέρασε στο δευτερότοκο γιο του Κωνσταντίνο και τον τριτότοκο Θεόδωρο, οι οποίοι κυβέρνησαν από κοινού, παίρνοντας κι αυτοί τον τίτλο του σεβαστοκράτορα. Η μητέρα τους, η κόρη του Ταρωνά, έγινε μοναχή παίρνοντας το όνομα Υπομονή κι αποσύρθηκε από τα εγκόσμια στη μονή της Θεοτόκου Ελεούσης στη Λυκουσάδα κοντά στο Φανάρι, που η ίδια είχε ιδρύσει και που φρόντισε να ευεργετήσει ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Οι νέοι ηγεμόνες συνέχισαν μία φιλόδοξη πολιτική αντεκδίκησης και σύγκρουσης με τους συγγενείς τους και ηγεμόνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου διεκδικώντας εδάφη που ανήκαν στο Δεσποτάτο, στις περιοχές της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας. Σύντομα υποχώρησαν, καθώς τα εδάφη αυτά είχαν παραχωρηθεί ως προίκα της εξαδέλφης τους ηπειρώτισσας πριγκίπισσας Αικατερίνης (Θαμάρ) στον Φίλιππο Ανδεγαυό (Ανζού) του Τάραντα. Το 1294-95, τα δύο αδέλφια, αλλά και η αδελφή τους, η χήρα πια του δούκα των Αθηνών, φέρονται να δήλωσαν υποταγή στον Κάρολο Β’ της Νεάπολης, πατέρα του Φίλιππου, και έτσι συνδέθηκαν στενότερα με τη λατινική εξουσία26 .

Ο Κωνσταντίνος φέρεται να νυμφεύθηκε κάποια τοπική αρχόντισσα, την Άννα Εβαγιόνισσα, αν και του είχε προταθεί να παντρευτεί κάποια ανιψιά του σέρβου Βασιλιά Μιλούτιν. Για τον Θεόδωρο αναφέρεται πως υπήρξαν σχέδια να νυμφευτεί, άλλοτε τη Θεοδώρα, εξαδέλφη του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου, και άλλοτε, στα 1296, την πριγκίπισσα της Μικρής Αρμενίας Θεοδώρα (Θεοφανώ), αδελφή της Ρίτας–Ξένης (Μαρίας) και συζύγου του προηγούμενου αυτοκράτορα Μιχαήλ Θ’ Παλαιολόγου, παίρνοντας για προίκα την παράλια εμπορική πόλη της Δημητριάδας στη Μαγνησία. Ο δεύτερος γάμος δεν πραγματοποιήθηκε, καθώς η υποψήφια νύφη απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη, ενώ βρισκόταν καθοδόν προς τη Μεγάλη Βλαχία. Όμως, η Δημητριάδα δεν επιστράφηκε πίσω στον αυτοκράτορα δημιουργώντας νέα αιτία για προστριβές27 .

Ο Θεόδωρος χάθηκε σύντομα από το προσκήνιο, μάλλον στα 1299, και ο Κωνσταντίνος παρέμεινε ηγεμόνας της Μεγάλης Βλαχίας μέχρι τον θάνατό του το 1303. Τη θέση του πήρε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Β’ Δούκας. Οι άρχοντες της τοπικής αριστοκρατίας, ακολουθώντας πιθανόν εντολές διαθήκης, μα περισσότερο αναγνωρίζοντας την αδύναμη θέση στην οποία βρέθηκε η ηγεμονία τους, προσκάλεσαν και ανέθεσαν την κηδεμονία του Ιωάννη Β’, μέχρι την ενηλικίωσή του, και τη διακυβέρνηση της Μεγάλης Βλαχίας στο Δούκα των Αθηνών Γκουίδων B’ (Γκιγιό) ντε λα Ρος, πρώτο εξάδελφο του ανήλικου ηγεμόνα. Ο κηδεμόνας τοποθέτησε αμέσως ως στρατάρχη-αντιπρόσωπό του στη Μεγάλη Βλαχία έναν από τους έλληνες βαρόνους του, τον Βουκομίτη, και ανέλαβε να εξουδετερώσει με επιτυχία την εισβολή της Άννας Παλαιολογίνας από το Δεσποτάτο της Ηπείρου, που είχε περάσει πάνω από την Πίνδο και είχε φτάσει μέχρι το Φανάρι. Όταν ο Ιωάννης Β’ ενηλικιώθηκε, επιχείρησε να ανακτήσει την ανεξαρτησία του από το δουκάτο της Αθήνας. Αναζητώντας συμμάχους, στράφηκε προς τον βυζαντινό Αυτοκράτορα Ανδρόνικο Β’ Παλαιολόγο και το 1309 (ή το 1315) νυμφεύτηκε την Ειρήνη, μία νόθα αυτοκρατορική κόρη, παίρνοντας και αυτός τον τίτλο του σεβαστοκράτορα28 . Μπορεί να απαλλάχθηκε για λίγο από τους διεκδικητικούς συγγενείς και γείτονες, όμως μοιάζει να κυβέρνησε τη Μεγάλη Βλαχία περισσότερο ως υποτελής του αυτοκράτορα παρά ως ανεξάρτητος ηγεμόνας.

Στη συνέχεια, ο νέος κίνδυνος ήρθε από τους μισθοφόρους της Καταλανικής Εταιρείας29 , οι οποίοι εισέβαλαν από το βορρά και λεηλάτησαν τα εδάφη της Μεγάλης Βλαχίας την περίοδο 1306-09. Αμέσως μετά προσελήφθηκαν από το νέο Δούκα των Αθηνών Βαλθέρο Α’ Βριένιο (Βάλτερ ή Γκοτιέ Α’ ντε Μπριέν) και κατέλαβαν ορισμένα φρούρια στα νότια κι ανατολικά της ηγεμονίας. Στην πορεία κατέλυσαν ακόμη και το δουκάτο του εργοδότη τους. Τελικά, η «ηγεμονία» της Μεγάλης Βλαχίας στην κεντρική Ελλάδα έμοιαζε σκιά του εαυτού της, όταν διαλύθηκε με το θάνατο του φιλάσθενου και άκληρου Ιωάννη Β’ το 1318. Κάποιες πόλεις και φρούρια, στα βόρεια κι ανατολικά, είχαν περάσει στα χέρια του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β’ Παλαιολόγου, ο οποίος διεκδικούσε όλη τη Μεγάλη Βλαχία ως κτήση της χήρας κόρης του. Άλλα εδάφη, στα δυτικά και κεντρικά, βρίσκονταν στον έλεγχο της τοπικής αριστοκρατίας και άλλα στο νότο τα κατείχαν οι Καταλανοί, οι οποίοι κατέλαβαν την Υπάτη (Νέες Πάτρες) τον επόμενο χρόνο (1319). Την εικόνα συμπλήρωνε η κυριαρχία των Βενετών επί του λιμανιού του Πτελεού στις ακτές του Παγασητικού30 . Η Μεγάλη Βλαχία έπαψε να αναφέρεται πια ως μία αυτοδύναμη ηγεμονία. Ακολούθησαν νέοι βραχύβιοι κυρίαρχοι, κυρίως Βυζαντινοί και Σέρβοι, οι οποίοι είτε δεν κατείχαν τα εδάφη της στο σύνολό τους είτε παρουσιάζονταν περισσότερο ως τιτουλάριοι.

Προς τα μέσα του 14ουαιώνα, εκμεταλλευόμενοι την έλλειψη ισχυρής τοπικής εξουσίας, πολυάριθμοι Βλάχοι, ολόκληρες φυλές («φάρες») νομαδοκτηνοτρόφων από τη βόρεια Ήπειρο, τη σημερινή νότια και κεντρική Αλβανία, ακολούθησαν πολυπληθέστερους μετακινούμενους αρβανίτικους πληθυσμούς και αναζήτησαν καλύτερες προοπτικές στην κεντρική Ελλάδα. Αν και οι πηγές δεν είναι απόλυτα σαφείς για την καταγωγή τους, οι επονομαζόμενοι Μαλακάσιοι ή Μαλακασιώτες φέρονται να εγκαταστάθηκαν σταθερά κι οριστικά κατά μήκος της νότιας Πίνδου, ανάμεσα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, κι οι Βόιοι ή Μπούιοι στα εδάφη ανάμεσα στη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα31 . Το 1334, αυτές οι αρβανίτικες ή οι βλάχικες νομαδοκτηνοτροφικές φυλές, που ίσως αριθμούσαν συνολικά 12.000 ψυχές, αναγκάστηκαν να δηλώσουν υποταγή και να αναγνωρίσουν τη βυζαντινή αυτοκρατορική κυριαρχία στα εδάφη της Θεσσαλίας. Η υποταγή τους σημειώθηκε όταν ο Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος έστειλε δυνάμεις από την Κωνσταντινούπολη για την επικύρωση της τοπικής κυριαρχίας του. Καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι ανυπότακτες φυλές συνθηκολόγησαν φοβούμενες την ολοσχερή καταστροφή, καθώς δεν μπορούσαν να καταφύγουν με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους στην ασφάλεια των βουνών. Εξελικτικά, σχεδόν όλοι οι Αρβανίτες προωθήθηκαν στη νοτιότερη Ελλάδα, όπου ενίσχυσαν τους εκεί αρβανίτικους εποικισμούς, ενώ οι Βλάχοι που τους είχαν ακολουθήσει μοιάζει να παρέμειναν στην περιοχή και να ενίσχυσαν το προϋπάρχον βλάχικο στοιχείο32 . Τελικά, στα 1392-94, οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλία, εκπόρθησαν το κάστρο της Υπάτης (στα τουρκικά Πατρατζίκ) και έφτασαν μέχρι τον Κορινθιακό.

Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται σαν ένα βυζαντινό παραμύθι, όμως αποτέλεσαν ιστορική πραγματικότητα. Το Χρονικό του Μορέως παραμένει η πλέον γνωστή πηγή για τα γεγονότα και το πνεύμα εκείνων των εποχών, καθώς και τη συνύφανση των Βλάχων με τα δρώμενα στον μεσαιωνικό ελληνικό χώρο33 . Τόσο το όνομά τους όσο μάλλον και οι ίδιοι συνδέθηκαν στενότατα με τον τόπο, ώστε πέρασαν μέχρι και στην αναγεννησιακή ελληνική λογοτεχνία, αν κρίνουμε από τον ενδιαφέροντα και πρωταγωνιστικό ρόλο τους στην πλοκή του Ερωτόκριτου του Βιτσέντζου Κορνάρου και την αντιπαλότητά τους με το«Βασίλειο της Αθήνας»34 .

Μέσα από αυτή την αναδρομή σε πρόσωπα και γεγονότα μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα την «ηγεμονία» που αναπτύχθηκε στη μεσαιωνική κεντρική Ελλάδα και που ήταν περισσότερο γνωστή ως Μεγάλη Βλαχία. Αυτή βρέθηκε να ισορροπεί ανάμεσα στην ανεξαρτησία και την υποτέλεια μέσα από γάμους και προδοσίες, συμμαχίες και πολέμους. Μοιάζει να έπαιξε το ρόλο ενός ενδιάμεσου χώρου ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Λατίνους35 , όπως άλλωστε και άλλα εδάφη της Ρωμανίας μετά τα 1204. Από την άλλη μεριά, δεν εντοπίζονται στοιχεία που να στηρίζουν την άποψη πως η Μεγάλη Βλαχία υπήρξε ένα αποκλειστικό δημιούργημα βλάχικων πληθυσμών, ένα ανεξάρτητο κράτος με βλάχικη υπεροχή, ούτε καν μία κρατική οντότητα ανάλογη των μεσαιωνικών σερβικών και βουλγαρικών κρατών και ηγεμονιών. Στην περίπτωση, μάλιστα, της ανασύστασης του μεσαιωνικού βουλγαρικού κράτους στα χρόνια της δυναστείας των Ασανιδών, οι τοπικοί «βλάχικοι πληθυσμοί», όποιοι κι αν ήταν αυτοί, συνέβαλαν καθοριστικά τόσο στη γέννηση της δυναστείας όσο και στην κρατική εδραίωση. Εξάλλου, στις δυτικές κυρίως πηγές το κράτος αυτό ήταν γνωστό ως «Αυτοκρατορία Βουλγάρων και Βλάχων»36 . Αντίθετα, η Μεγάλη Βλαχία δεν υπήρξε ποτέ μια ξεχασμένη ιστορική πατρίδα κάποιου ξεχωριστού λαού. Ωστόσο, στους μεσαιωνικούς βλάχικους πληθυσμούς της Μεγάλης Βλαχίας βρίσκονται οι προγονικές ρίζες των ανθρώπων βλάχικης καταγωγής που σήμερα ζουν στην Ελλάδα και τη νότια Βαλκανική. Η ιστορική τους ταυτότητα διαμορφώθηκε και συνυφάνθηκε με αυτή του μεσαιωνικού βυζαντινού κόσμου. Επιπλέον, αποστασιοποιήθηκε και διαφοροποιήθηκε ουσιαστικά και καθοριστικά από αυτή άλλων πληθυσμών γνωστών, επίσης, ως «βλάχικων» σε βορειότερες περιοχές των Βαλκανίων. Τα μεσαιωνικά ιστορικά στοιχεία συνηγορούν υπέρ της άποψη πως, ανεξάρτητα από την παλαιότερη ή και από τη σύγχρονη εθνογλωσσική ταυτότητά τους, οι Βλάχοι της νότιας Βαλκανικής αποτελούν συστατικό στοιχείο της νεοελληνικής ιστορικής πραγματικότητας.

 Η Μεγάλη Βλαχία και η βυζαντινή κοινοπολιτεία (13ος - 14ος αιώνας):
ισορροπώντας ανάμεσα στην ανεξαρτησία και την υποτέλεια μέσα από γάμους και προδοσίες, συμμαχίες και πολέμους
Αστέριος Κουκούδης
Ίστωρ, 15 (2009), σελ.49-61

 

 

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ ΔΟΥΚΩΝ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΛΑΧΙΑΣ

FAMILY TREE OF THE DUCAS DYNASTY OF THE DESPOTATE OF EPIRUS AND GREAT VLACHIA

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ ΔΟΥΚΩΝ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΛΑΧΙΑΣ

 

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΔΥΝΑΣΤΕΙΑΣ ΔΟΥΚΩΝ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΛΑΧΙΑΣ

 

 

Βιβλιογραφικές Αναφορές

Ανώνυμος (χ.έ.έ) Το χρονικό του Μορέως, επιμ. Πέτρος Π. Καλονάρος, Εκάτη, Αθήνα.

Αραβαντινός, Παναγιώτης(1856) Χρονογραφία της Ηπείρου, τόμ. Α’, Αθήνα.

Αραβαντινός, Παναγιώτης (1903) Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων, Αθήνα.

Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε. (1974) Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμ. Α’, Θεσσαλονίκη.

Βέλκος, Γρηγόριος Παν. (1980) Η επισκοπή Δομενίκου και Ελλασσώνος, Ιερά Μητρόπολης Ελασσόνας, Ελασσόνα.

Βενιαμίν εκ Τουδέλης (1994) Το βιβλίο των ταξιδιών στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, επιμ. Κοσμάς Μεγαλομάτης και Αλέξης Σαββίδης, Στοχαστής, Αθήνα.

Γεωργιάδης, Νικόλαος (1995) Θεσσαλία, Έλλα, Λάρισα.

Δήμου, Βασίλειος Απ., (1990) «Εθνολογικά στοιχεία στα έργα του Δημητρίου Χωματιανού» στο Πρακτικά διεθνούς συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου, Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Άρτης «Ο Σκουφάς», Άρτα.

Ευθύμιος (ιερομόναχος Πενταγιώτης) (1996) Το χρονικό του Γαλαξειδίου, επιμ. Κωνσταντίνος Ν. Σάθας, προλ. Αλέξης Γ. Κ. Σαββίδης, Δημιουργία, Αθήνα.

Ζιάγκος, Νικόλαος. Γ. (1974) Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ηπείρου. Συμβολή στο νέο ελληνισμό, Αθήνα.

Θεοχαρίδης, Γεώργιος Ι. (1980) Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους, 285-1354, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη.

Καλομενόπουλος, Νικ. (1933) «Ιωάννης Α’ Άγγελος Δούκας (ή Λαπατρίας)», Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια Πυρσός, τόμ. ΙΓ’, Αθήνα, 358.

Καλομενόπουλος, Νικ. Και Δημ. Καμπούρογλους (1933) «Ταρωνίτης», Μεγάλη ελληνική εγκυκλοπαίδεια Πυρσός, τόμ. ΚΒ’, Αθήνα, 815-816.

Κεκαυμένος (1996) Στρατηγικόν, επιμ. Δημήτρης Τσουγκαράκης, Κανάκης, Αθήνα.

Κομνηνή, Άννα (1990) Αλεξιάς, τόμ. Α’, μτφ. Αλόη Σιδέρη, Άγρα, Αθήνα.

Κορδάτος, Γιάννης (1960) Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, 20ός Αιώνας, Αθήνα.

Κορνάρος, Βιτσέντζος (1994) Ερωτόκριτος, επιμ. Στυλιανός Αλεξίου, Ερμής, Αθήνα.

Κρυστάλλης, Κώστας (1959) «Οι Βλάχοι της Πίνδου» στο Άπαντα, Αθήνα, 5-176.

Κωνσταντινίδης,Γεώργιος Κ., (1996) Ιστορία των Αθηνών, από Χριστού γεννήσεως μέχρι έτους 1821 (Ρωμαιοκρατία, Βυζάντιον, Φραγκοκρατία, Τουρκοκρατία), Δημιουργία, Αθήνα.

Λαμπρόπουλος, Κοσμάς, (1988) Ιωάννης Απόκαυκος. Συμβολή στην έρευνα του βίου και του συγγραφικού έργου του, Βασιλόπουλος, Αθήνα.

Ντάμπλιας, Χρήστος Γ. (2002) Η ιστορία της Θεσσαλίας το 13ο αιώνα μ.Χ., ιστορικά γεγονότα, προσωπογραφική προσέγγιση και έγγεια ιδιοκτησία από το 1204 ώς το 1303, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη.

Παπαρρηγόπουλος, Κωνσταντίνος (1992) Ιστορία του ελληνικού έθνους, βιβλίο 14ο, Κάκτος, Αθήνα.

Σούλης, Γεώργιος (1980) Ιστορικά μελετήματα, βυζαντινά, βαλκανικά, νεοελληνικά, 1927-1966, Αθήνα.

Σταυρίδου-Ζαφράκα, Αλκμήνη (2000) «Μεγάλη και Μικρή Βλαχία», Τρικαλινά, 20: σελ.171-179.

Ταρφάλη, Ορέστης (1994) Θεσσαλονίκη, από τις απαρχές μέχρι τον ΙΔ’ αιώνα, μτφ. Αγγελική Νικολοπούλου, επιμ. Α. Γ. Κ. Σαββίδης, Τροχαλία, Αθήνα.

Ψιμούλη, Βάσω Δ. (1998) Σούλι και Σουλιώτες, Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα.

Fine, John V.A. (1994) The Late Medieval Balkans. A Critical Survey from the Late Twelfth Century to the Ottoman Conquest, The University of Michigan Press, Ann Arbor.

Hammond, Nicolas G.L. (χ.έ.έ.) Migrations and Invasions in Greece and Adjacent Areas, Noyes Press, New Jersey.

Harvey, Alan (1997) Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο, 900-1200, μτφ. Ελένη Σταμπογλή, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα.

Lock, Peter (1998) Οι Φράγκοι στο Αιγαίο, 1204-1500, μτφ. Γιώργος Κουσουνέλος, Ενάλιος, Αθήνα.

Magdalino, Paul (1991) «Μέση Ρωμανία: Η Θεσσαλία και η Ήπειρος στον ύστερο Μεσαίωνα», μτφ. Τόμης Αλεξόπουλος, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, 19: σελ.33-52.

Nicol, Donald M. (1991) Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, 1267-1479. Μία συνεισφορά στην ελληνική ιστορία κατά τον Μεσαίωνα, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα.

Ostrogorsky, Georg (1981) Ιστορία του βυζαντινού κράτους, τόμ. Γ’, μτφ. Ιωάννης Παναγόπουλος, επιμ. Ευάγγελος Κ. Χρυσός, Βασιλόπουλος, Αθήνα.

Pouqueville, F.C.H.L. (1994) Ταξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος, μτφ. Παναγιώτα Γ. Κώτσου, Τολίδης, Αθήνα.

Winnifrith, Tom. J. (1987) The Vlachs: The History of a Balkan People, Duckworth, Λονδίνο.

 

Υποσημειώσεις

 

1. Η εργασία παρουσιάστηκε πρώτη φορά σε εκδήλωση του Συλλόγου Φίλων Βυζαντινού Μουσείου Βέροιας το Φεβρουάριο του 2007. Προσχέδιο της έχει παρουσιαστεί στο διαδίκτυο στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις www.vlachs.gr και www.tamos.gr

2. Το 976, κάπου ανάμεσα στην Καστοριά και την Πρέσπα, κάποιοι ταξιδιώτες («οδίτες») Βλάχοι σκότωσαν τον Δαυίδ, έναν από τους αδελφούς του βούλγαρου Τσάρου Σαμουήλ· Σταυρίδου-Ζαφράκα (2000: 171), Θεοχαρίδης (1980: 260), Winnifrith (1987: 100).

3. Κεκαυμένος (1996: 214-239, 252-255), Winnifrith (1987: 106, 108, 110-111), Harvey (1997: 190-191, 256-257).

4. «Φτάνει στην περιοχή της Λάρισας, περνάει από το βουνό των Κελλίων, αφήνει στα δεξιά του τη δημόσια λεωφόρο και το βουνό που οι ντόπιοι ονομάζουν Κίσσαβο και κατεβαίνει στο Εζεβάν, ένα βλάχικο χωριό, πολύ κοντά στην Ανδρωνία»· Κομνηνή (1990: 198), Winnifrith (1987: 111).

5. «Σε μια ημέρα φθάνουμε στο Σινόν ποταμό [Ζητούνι/Λαμία], όπου ζουν πενήντα περίπου Ιουδαίοι, με πρώτους ανάμεσά τους τους ραβίνους Σολομώντα και Ιακώβ. Η πόλη βρίσκεται στους πρόποδες των λόφων της Βλαχίας. Στα βουνά αυτά ζει το έθνος που ονομάζεται Βλάχοι. Είναι πολύ γρήγοροι και κατεβαίνουν από τα βουνά για να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν την ελληνική γη. Κανείς δεν μπορεί να τους πολεμήσει και κανένας βασιλιάς δεν καταφέρνει να τους κυβερνήσει. Δεν είναι ιδιαίτερα δεμένοι με την πίστη των Ναζαρηνών [χριστιανών], αλλά δίνουν στους εαυτούς τους ιουδαϊκά ονόματα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αυτοί είναι Ιουδαίοι –και πράγματι αποκαλούν τους Εβραίους αδελφούς τους– και όταν συναντώνται μαζί τους, αν και τους ληστεύουν, δεν τους σκοτώνουν, όπως κάνουν με τους Έλληνες. Είναι όλοι μαζί εκτός νόμου»·Βενιαμίν εκ Τουδέλης (1994: 63).

6. Πληρέστερη παρουσίαση των μεσαιωνικών αναφορών για Βλάχους και Βλαχίες στη Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα στα Σούλης (1980: 109-117, 121-123), Σταυρίδου-Ζαφράκα (2000: 171-179), Winnifrith (1987: 119), Magdalino (1991: 40-45). Επισημαίνεται πως την ίδια περίοδο, τον 13ο αιώνα, η σημερινή ρουμανική επαρχία βόρεια του Δούναβη, η οποία εξελικτικά επικράτησε να είναι η γνωστότερη από όλες τις «Βλαχίες», ήταν γνωστή με το όνομα Κουμανία, δηλαδή χώρα των Κουμάνων.

7. Δήμου (1990: 279-302), Λαμπρόπουλος (1988: 271-272).

8. Λαμπρόπουλος (1988: 157, 281-282).

9. Το συμπέρασμα αντλείται από μία συνοδική απόφαση διαζυγίου του Ιωάννη Απόκαυκου, από την οποία πληροφορούμαστε πως η αρχόντισσα της Μάλαινας Θεοδώρα είχε υποχρεώσει ένα δεκαοκτάχρονο αναγνώστη να παντρευτεί μία γυναίκα, η οποία είχε ίσως τα χρόνια της γιαγιάς του. Το όνομα της ήταν Ρούσα, καταγόταν από τα ορεινά της Βελεχατουίας, ήταν «βάρβαρη» και μιλούσε με δυσκολία τα ελληνικά· Σταυρίδου-Ζαφράκα (2000: 178-179). Το πιθανότερο είναι πως ο Λαμπρόπουλος (1988: 210-211, 289-290) κάνει λάθος θεωρώντας τη Ρούσα σλαβόφωνη.

10. Κορδάτος (1960: 159-161).

11. Περισσότερα για το βίο και την πολιτική του Ιωάννη Α’ και των διαδόχων του, βλ. Ντάμπλιας (2002: ιδιαίτερα 63-105), Γεωργιάδης (1995: 74, 79-81),Ταρφάλη (1994: 176-178), Παπαρρηγόπουλος (1992: 35-36, 47-48), Θεοχαρίδης (1980: 353, 356, 358). Για το πνεύμα εκείνων των εποχών και για τα ιστορικά δρώμενα στην κεντρική Ελλάδα, βλ. Lock (1998: ειδικότερα 170-184), Nicol (1991: 21-117), Ostrogorsky (1981: σποράδην και 189-190), Magdalino (1991: 33-52).

12. Ζιάγκος (1974: 112, 134).

13. Από τις επιστολές του Επισκόπου Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκου πληροφορούμαστε για την ύπαρξη αρκετών προσώπων που έφεραν το όνομα Ταρωνάς ή Ταρωνίτης και οι οποίοι κατά πάσα πιθανότητα ήταν μέλη της ίδιας οικογένειας. Το 1223, κάποιος Ταρωνίτης πρώην «καστροφύλακας» του Αγγελόκαστρου, κοντά στις εκβολές του Αχελώου, είχε πέσει σε παράπτωμα και ήταν φυλακισμένος του Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου Δούκα. Την ίδια χρονιά, κάποιος άλλος Ταρωνάς, πρώην «παρακοιμώμενος» του δεσπότη, δηλαδή αρχηγός ή μέλος της προσωπικής του φρουράς, έχοντας, μάλλον, συνωμοτήσει εναντίον του ζητούσε συγχώρεση. Και ακόμη, κάποιος Νικόλαος Ταρωνάς ήταν ο ιδρυτής μίας ομώνυμης σταυροπηγιακής πατριαρχικής μονής στην Άρτα· Λαμπρόπουλος (1988: 140-141, 228-229, 291).

14. Για σημαίνοντα μέλη των Ταρωνιτών, βλ. Καλομενόπουλος και Καμπούρογλους (1933). Εξελικτικά, αν και είναι άγνωστο πότε, κλάδος των Ταρωνιτών βρέθηκε εγκατεστημένος στην Αθήνα. Κατά τους τουρκοβενετικούς πολέμους αγωνίστηκαν υπέρ των Βενετών επικεφαλής στρατιωτικών σωμάτων. Ανέπτυξαν στενές σχέσεις με επιφανείς οικογένειες των Αθηνών, όπως τους Χαλκοκονδύληδες, τους Κορδικάδες, τους Αστρακάρηδες και άλλους, και έλαβαν τίτλους ευγενείας από τους Βενετούς. Ο τελευταίος απόγονός τους Λέανδρος Ταρωνίτης πέθανε στην Αθήνα στα τέλη του 18ου αιώνα.

15. Magdalino (1991: 45-46).

16. Καλομενόπουλος (1933: 358).

17. Ευθύμιος (1996: 146-147).

18. Magdalino (1991: 33-34).

19. Nicol (1991: 23).

20. Βέλκος (1980: 61-62).

21. Ευθύμιος (1996: 148).

22. Για το μεσαιωνικό δουκάτο της Αθήνας και τις σχέσεις του με τη Μεγάλη Βλαχία, βλ. Κωνσταντινίδης (1996: 337-394).

23. Magdalino (1991: 45-46).

24. Για τους τέσσερις γάμους του Μιλούτιν, βλ. Fine (1994: 185, 217, 222).

25. Nicol (1991: 43), Fine (1994: 198-199).

26. Magdalino (1991: 36-37).

27. Για την πολιτική και τους γάμους του Κωνσταντίνου και του Θεόδωρου, βλ. Ντάμπλιας(2002: 95-105) και Nicol (1991: 87-89).

28. Magdalino (1991: 37) και Nicol (1991: 103-104, 115).

29. Περισσότερα για τους Καταλανούς, βλ. Lock (1998: 185-218).

30. Ζιάγκος (1974: 126-131, 134-137, 143-145, 149) και Fine (1994: 230-250).

31. Pouqueville (1994: 287-319), Hammond (χ.έ.έ: 39), Winnifrith (1987: 120-121), Βακαλόπουλος (1974: 25-40), Ζιάγκος (1974: 218-225), Magdalino (1991: 40-41, 46-48).

32. Pouqueville (1994: 287-319), Αραβαντινός(1856: 112-113), Αραβαντινός (1903: 31-32), Κρυστάλλης (1959: 518-519), Σούλης (1980: 127-130), Winnifrith (1987: 120-121), Βακαλόπουλος (1974: 25-40), Ψιμούλη (1998: 34-57).

33. Ανώνυμος (χ.έ.έ: κστ’, 45, 47, 109, 132, 150-164, 174, 236, 322-323).

34. Κορνάρος (1994: νζ’-νη’, π’-πα’) και Magdalino (1991: 35).

35. Magdalino (1991: 33-35).

36. Fine (1994: 10-33).

Ίστωρ, 15 (2007), 1-16