Κεστρινιώτισσες Αρβανιτόβλαχες από την ΉπειροΤα χρόνια και τα γεγονότα που συνδέονται με την επανάσταση του 1821 αποτέλεσαν μία χρονική και ιστορική καμπή για τη γεωγραφική χωροθέτηση των Αρβανιτόβλαχων στη Βαλκανική. Μέχρι τότε μπορούμε να πούμε πως το μεγαλύτερο μέρος των προγόνων των σημερινών Αρβανιτόβλαχων κινούνταν κυρίως στην Ήπειρο και τη σημερινή κεντρική και νότια Αλβανία.
Αν και είναι σίγουρο πως η συνεχής αναζήτηση των αναγκαίων για τα κοπάδια τους χορτολιβαδικών εκτάσεων και κυρίως χειμαδιών έφερνε, συχνά, ορισμένες αρβανιτοβλάχικες ομάδες μέχρι τις πεδινές εκτάσεις της Θεσσαλίας και της Ρούμελης. Όμως, από τη δεκαετία του 1820, τα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων εμφανίζονται να εξαπλώνονται σταδιακά, αναζητώντας ευκαιρίες για νέες σταθερότερες εγκαταστάσεις πέρα από την Ήπειρο και την Αλβανία. 

Η έλλειψη αξιόπιστων πληροφοριών μας οδηγεί στην υπόθεση πως δεν είχαν σημειωθεί μαζικές μετακινήσεις αρβανιτοβλάχικων πληθυσμών, υπό την μορφή εξόδου, πριν από την πτώση και το θάνατο του Αλή Πασά το 1822, όπως συνέβη με άλλες ομάδες Βλάχων.

Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι πληθυσμοί των Αρβανιτόβλαχων δεν αντιμετώπισαν τις καταπιέσεις και τις διώξεις που βίωσαν άλλοι πληθυσμοί και ανάμεσά τους και Βλάχοι, κατά την περίοδο της κυριαρχίας του Αλή Πασά. Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως ο Αλή φέρεται να βοήθησε στη δημιουργία του Μπιτσικόπουλου στο Πωγώνι, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι σχέσεις ανάμεσα στο Αλή Πασά και τους Αρβανιτόβλαχους ήταν σχετικά αγαθές. Ο Αλή παρουσιάζεται ως καταχραστής του ζωικού κεφαλαίου αρκετών αντιπάλων του, κυρίως άλλων Τουρκαλβανών μπέηδων αλλά και χριστιανών τσελιγκάδων. Ο F. Pouqueville αναφέρει πως, γύρω στα 1815, ο Αλή Πασά είχε στην κυριότητά του 2.000.000 κεφάλια αξίας 2.000.000 πιάστρων, αριθμοί πιθανότατα υπερβολικοί, όμως σίγουρα ενδεικτικοί. Ο Αλή είχε γίνει ο μεγαλύτερος αρχιτσέλιγκας της επικράτειάς του και σίγουρα χρειαζόταν ικανούς τσοπαναραίους για τη φύλαξή αυτών των κοπαδιών. Το ρόλο αυτό, κατά πάσα πιθανότητα, ανέλαβαν κάποιες ισχυρές και μάλλον πιστές σε αυτόν φάρες Αρβανιτόβλαχων.

Όταν πια, από το 1820, ο Αλή Πασάς βρισκόταν σε ανοιχτή πολεμική σύγκρουση με τα στρατεύματα, που είχε στείλει προς εξουδετέρωσή του ο σουλτάνος Μαχμούτ, θα πρέπει να άρχισαν τα προβλήματα και για τους Αρβανιτόβλαχους. Ίσως γιατί βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις αρπαγές και τις επιτάξεις των στρατευμάτων των αντιπάλων πλευρών. Τα κοπάδια και οι αγέλες των φορτηγών ζώων ήταν η μόνη παραγωγική περιουσία τους, αλλά ήταν εύκολος στόχος των, συνεχώς, μετακινούμενων στρατευμάτων, τακτικών και ατάκτων. Μπορεί τα καλοκαίρι να βρίσκονταν στην ασφάλεια των βουνών, κατά τη διάρκεια, όμως, των δύο ετήσιων μετακινήσεων και κατά την περίοδο της παραμονής τους στα χειμαδιά ήταν εκτεθειμένοι σε κάθε κίνδυνο. Επιπλέον, είχαν να αντιμετωπίσουν τις ληστρικές ομάδες, που μέσα στην έκρυθμη κατάσταση δρούσαν ανεξέλεγκτα σε όλη την παλαιότερη επικράτεια του Αλή Πασά. Όταν, μάλιστα, το 1821 ξέσπασε και η ελληνική επανάσταση, οι περιουσίες και οι οικογένειές τους βρίσκονταν σε ακόμη πιο επισφαλή θέση, εξαιτίας της γενικότερης πολεμικής αναστάτωσης που ακολούθησε. Η καταστροφή και η ερήμωση του Μπιτσικόπουλου από ληστές, στα 1840, είναι μία ιδιαίτερα ενδεικτική περίπτωση για τις δυσκολίες που ακολούθησαν.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ξεκίνησαν οι πρώτες μαζικές έξοδοι των Αρβανιτόβλαχων προς τη Μακεδονία. Στραφήκαν προς τα μέρη όπου είχαν καταλήξει και άλλες πολυπληθέστερες ομάδες Βλάχων φυγάδων. Δυστυχώς, δεν έχει εντοπιστεί κάποια πολύ αξιόπιστη καταγραφή αυτών των αρβανιτοβλάχικων εξόδων. Ωστόσο, αρκετά και σημαντικά στοιχεία μπορούν να αντληθούν από προφορικές παραδόσεις, που είχαν διασωθεί ανάμεσα στους κατοίκους των βλάχικων εγκαταστάσεων στο Βέρμιο. Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις παραδόσεις, ένα αρκετά μεγάλο φαλκάρι Αρβανιτόβλαχων έφτασε στην ορεινή περιοχή του Μοριχόβου, στα βορειοδυτικά της Έδεσσας, πιθανά μετά το 1822. Το φαλκάρι αυτό φέρεται να οδηγήθηκε στο Μορίχοβο κάτω από την ηγεμονία των Τζεγκαίων, μίας δυναμικής οικογένειας αρχιτσελιγκάδων. Στις παραδόσεις αυτές αναφέρεται αόριστα πως οι προηγούμενες εστίες αυτών των φυγάδων βρίσκονταν στην περιοχή του Νταγκλί και της Κολώνιας, δίχως ιδιαίτερο προσδιορισμό κάποιων χωριών ή οικισμών. Ωστόσο, η προσωνυμία Φρασαριώτες, που χρησιμοποιούν οι άλλοι Βλάχοι της Κεντρικής Μακεδονίας, όταν αναφέρονται σε αυτούς και τους απογόνους τους, μπορεί να είναι ενδεικτική για την υπόθεση πως προέρχονταν είτε από την ίδια τη Φράσαρη είτε από τη γύρω από αυτή περιοχή. Δε μπορούμε να γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η δύναμη αυτού του φαλκαριού σε οικογένειες και κοπάδια, αν και στην καταγραφή των προφορικών παραδόσεων αναφέρονται, με μια δόση υπερβολής, 200 οικογένειες και 50.000 πρόβατα. Οι αριθμοί αυτοί ίσως να ανταποκρίνονται στα δεδομένα μετά το σχηματισμό και την εδραίωση της εγκατάστασής τους στο Μορίχοβο, αφού προστέθηκαν στην αρχική ομάδα και άλλες μικρότερες αρβανιτοβλάχικες φάρες και φαλκάρια. Σύμφωνα με κάποια άλλη καταγραφή αυτής της εξόδου, το αρχικό φαλκάρι μετακινήθηκε σταδιακά προς την περιοχή του Μοριχόβου. Αρχικά, παρέμειναν για κάποιο απροσδιόριστο χρόνο στη θέση Λαπουσνέτς κοντά στη Φλώρινα, η οποία πρέπει να ταυτίζεται με τη θέση Λοπουσέτς της κοινότητας Σκοπιάς. Από εκεί τράβηξαν για το Μορίχοβο και τα υψώματα του Καϊμάκτσαλαν ή Νίτσε, του ελληνικού Βόρρα. Εκεί πια δημιούργησαν ένα νέο θερινό καλυβικό οικισμό στη θέση Τσιακούρα ή Τσεκούρα, ο οποίος σε πολλούς χάρτες και μεταγενέστερες αναφορές ταυτίζεται με τον καλυβικό οικισμό Καλύβια της Παπαδιάς ή απλά Παπαδί. Θα πρέπει, βέβαια, να εξετάσουμε την περίπτωση ο οικισμός που δημιούργησαν στην Τσιακούρα να μην ήταν ο μοναδικός, αλλά απλά ο σημαντικότερος και κεντρικότερος μίας ομάδας μικρών καλυβικών οικισμών, που δημιούργησαν στα υψώματα του Βόρρα για τις ανάγκες της βοσκής των κοπαδιών τους.

Θα πρέπει, όμως, να εξετάσουμε τις εγκαταστάσεις των Αρβανιτόβλαχων στο Μορίχοβο σε σχέση και με τις άλλες ομάδες νομαδοκτηνοτρόφων, Βλάχων και μη, που έφτασαν στην περιοχή την ίδια περίπου εποχή, αλλά και σε σχέση με προϋπάρχουσες βλάχικες εγκαταστάσεις. Είναι σίγουρο πως στην περιοχή του Μοριχόβου ήρθαν σε επαφή με βλάχικα φαλκάρια που είχαν προηγηθεί και που προέρχονταν από την περιοχή του Γράμμου και αρκετά αργότερα με Σαρακατσαναίους. Ωστόσο, οι Αρβανιτόβλαχοι θα πρέπει να ήταν η πολυπληθέστερη ομάδα νομάδων κτηνοτρόφων του Μοριχόβου καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αν μάλιστα δεχτούμε πως η δημοτική ποίηση μπορεί να διασώζει πραγματικά ιστορικά γεγονότα, τότε θα πρέπει να δεχτούμε πως ήδη από την αρχική φάση της εγκατάστασης των Αρβανιτόβλαχων στο Μορίχοβο είχε δημιουργηθεί κάποια πληθυσμιακή συμφόρηση ανθρώπων και κοπαδιών, με αποτέλεσμα μία ομάδα 60 περίπου οικογενειών κάτω από την αρχηγεία του τσέλιγκα Βασίλη ή Σέρμπου να φύγει γύρω στο 1837 από την Τσιακούρα και να δημιουργήσει μία νέα θερινή εγκατάσταση στο βόρειο Βέρμιο, στη θέση των ερειπίων του χωριού Σέλι, το οποίο είχε καταστραφεί με τα γεγονότα της επανάστασης το 1822. Αυτή η ομάδα έθεσε τα θεμέλια του μεγαλύτερου ορεινού αρβανιτοβλάχικου οικισμού στην Κεντρική Μακεδονία, του Άνω Βερμίου (Σέλια ντιν Σους). Γύρω στα 1878, μέσα στον απόηχο της τότε επαναστατικής κίνησης, ο οικισμός στην Τσιακούρα διασπάστηκε με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες ορεινές καλυβικές εγκαταστάσεις, όπως στο Πάτημα (Πατιτσίνα) στις νότιες πλαγιές του Βόρρα, στο Άνω Γραμματικό (Καλίβιλι ντιν Γραμματίκοβα), τον Άγιο Δημήτριο Έδεσσας (Κίντροβα) και τη Μεταμόρφωση (Ντρζίλοβα) στις βόρειες πλαγιές του Βερμίου και στην Ελαφίνα (Σπουρλίτα) στα Πιέρια. Όσον αφορά τις ανάγκες των κοπαδιών τους για χειμερινές βοσκές, από την αρχική ακόμη φάση της εγκατάστασής τους στη Μακεδονία, στράφηκαν, κυρίως, προς τους χαμηλούς λόφους και τις πεδινές εκτάσεις της Ημαθίας και της Πιερίας. Σε αυτές τις περιοχές, μαζί με άλλους Βλάχους, που είχαν βρεθεί εγκατεστημένοι στο Βέρμιο προερχόμενοι από τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών, αναζήτησαν και σχημάτισαν ένα πυκνό και ισχυρό δίκτυο χειμαδιών. Κάποια από τα χειμαδιά τους οργανώθηκαν και αξιοποιήθηκαν πιο συστηματικά, όπως το χειμαδιό στα Πολλά Νερά (Φέτιτσα), ανάμεσα στην Έδεσσα και τη Νάουσα. Στις αρχές πια του 20ού αιώνα ορισμένοι από τους αρχιτσελιγκάδες τους ήταν ήδη ιδιόκτητες πεδινών εκτάσεων ή και ολόκληρων τσιφλικιών, όπως στο Νεόκαστρο Ημαθίας, και τη Χράνη και τον Κούκο στην Πιερία. Και ενώ οι καλυβικές εγκαταστάσεις τους στα ορεινά έπαιρναν σταδιακά τη μορφή ημινομαδικών οικισμών, κάποιοι επιχείρησαν να εγκατασταθούν σταθερά στα πεδινά, όπως στην περίπτωση του Στενήμαχου (Χωροπάνι) κάτω από τη Νάουσα.

Βέβαια τα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια που βρέθηκαν στο Μορίχοβο και το Βέρμιο δεν ήταν τα μόνα που εγκατέλειψαν τις προηγούμενες εστίες τους, για να στραφούν προς βορειότερες περιοχές. Κάποιες άλλες φάρες και φαλκάρια στράφηκαν προς τον ορεινό όγκο του Μοράβα, στα ανατολικά της Κορυτσάς. Εκεί, υπό την ηγεμονία των Μπαλιμάτσαίων μίας αρχιτσελιγκάδικης φάρας, δημιούργησαν νέες θερινές εγκαταστάσεις με σημαντικότερη αυτή στην Άνω Πλεάσα. Αυτοί που βρέθηκαν στις πλαγιές του Μοράβα στράφηκαν για χειμαδιά στην ανατολική Θεσσαλία, στις περιοχές του Αλμυρού και του Σέσκλου. Το 1880 ο Ι. Λαμπρίδης αναφέρει την ύπαρξη τριών βλάχικων θερινών καλυβικών εγκαταστάσεων κοντά στην Κορυτσά, στο τμήμα του Δεβολίου, των οποίων οι κάτοικοι κατέβαιναν το χειμώνα στη Θεσσαλία. Τις αναφέρει με τα ονόματα Καλύβια Γιαννούλη Βλάχου, Καλύβια Σπύρου Βλάχου και Καλύβια Πήτου Βλάχου, δίχως να δίνει περισσότερα στοιχεία για αυτές. Οι τρεις αυτές καλυβικές εγκαταστάσεις θα πρέπει να ταυτίζονται με τις αρβανιτοβλάχικες εγκαταστάσεις που αναφέρει ο G. Weigand, μερικά χρόνια αργότερα, στις θέσεις Άνω Πλεάσα, Στροπάνι και Μοράβα. Όταν το 1881 το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας ενσωματώθηκε στην Ελλάδα, η ύπαρξη της νέας συνοριακής γραμμής ανάμεσα στις ορεινές τους εγκαταστάσεις και τα θεσσαλικά χειμαδιά τους φέρεται να δημιούργησε προβλήματα και ορισμένα από τα φαλκάρια της Κορυτσάς προτίμησαν να αναζητήσουν νέα χειμαδιά στην Πιερία. Μία τέτοια μικρή ομάδα έθεσε τα θεμέλια μίας σταθερότερης αρβανιτοβλάχικης εγκατάστασης στις βόρειες πλαγιές του Ολύμπου στην Πέτρα (Λόκοβη).

Ο Σωκράτης Λιάκος, κάνοντας κάποια αναφορά για την καταγωγή των αστών Βλάχων της Κορυτσάς, επισημαίνει πως, σύμφωνα με κάποια γραπτή μαρτυρία που είχε εντοπίσει και που χρονολογούταν από το 1867, εκτός από τους Μοσχοπολίτες υπήρχαν και Βλάχοι που προέρχονταν από το χωριό Σιάλεσι (Shalles) της Κολώνιας, το οποίο χαρακτηρίζει ως πρώην αρβανιτοβλάχικη εγκατάσταση. Ο Παναγιώτης Αραβαντινός αναφέρει πως η εγκατάσταση των Σιαλεσαίων και πολλών Μοσχοπολιτών στην Κορυτσά έγινε μάλλον με κάποια οργάνωση, όταν μετά το 1834 επικράτησε σχετική ηρεμία στην περιοχή. Οι έποικοι αυτοί δημιούργησαν το Βαρόσι, τη συνοικία της αγοράς στην Κορυτσά. Αν αναλογιστούμε πως οι Αρβανιτόβλαχοι, που στις αρχές του 19ου αιώνα έφτασαν στην περιοχή της Κορυτσάς, συνέβαλαν κατά πολύ στη δημιουργία της χριστιανικής αστικής τάξης της Κορυτσάς, τότε, με κάποια ίσως επιφυλακτικότητα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως μία από τις εστίες εκκίνησής τους βρίσκονταν και στο Σιάλεσι.

Όταν προς τα τέλη του 18ου αιώνα καταστράφηκαν τα βλαχοχώρια του Γράμμου και οι περισσότεροι από τους κατοίκους τους τα εγκατέλειψαν, κάποιοι άλλοι Βλάχοι ήρθαν με τα κοπάδια τους στα άδεια θερινά λιβάδια αυτού του βουνού. Ήταν κυρίως αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια, που και αυτά, με τη σειρά τους, είχαν αναγκαστεί να μετατοπιστούν στο Γράμμο. Έχουμε την πληροφορία πως στα 1845 μία ομάδα 10 με 15 αρβανιτοβλάχικων οικογενειών προσκλήθηκε να εγκαταλείψει το Γράμμο και να εγκατασταθεί στο Μεγάροβο, στις πλαγιές του Περιστερίου, δυτικά του Μοναστηρίου. Η μετεγκατάστασή τους αποσκοπούσε στο να καλυφθούν οι ανάγκες των κτηνοτρόφων του Μεγάροβου σε τσοπαναραίους, καθώς τα βλαχοχώρια της Πελαγονίας στις πλαγιές του Περιστερίου είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται σε κοινότητες εμποροβιοτεχνών, με συνέπεια την έλλειψη εργατικών χεριών.

Παρόμοιες μετακινήσεις και εγκαταστάσεις αρβανιτοβλάχικων πληθυσμιακών ομάδων σημειώθηκαν προς τα περισσότερα από τα βλαχοχώρια της δυτικής και βόρειας Μακεδονίας. Μία από τις πιο αξιόλογες περιπτώσεις είναι η εγκατάσταση μίας αρκετά μεγάλης ομάδας ανάμεσα στους παλαιότερους Βλάχους κατοίκους της Νιζόπολης, δίπλα στο Μεγάροβο, με αποτέλεσμα οι Αρβανιτόβλαχοι να αποτελούν πια ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρος των κατοίκων του χωριού. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Νιζόπολη εκκενώθηκε και καταστράφηκε, οι Αρβανιτόβλαχοι κάτοικοί της κατέφυγαν ως πρόσφυγες στην Κατερίνη, όπου αρκετοί τελικά παρέμειναν οριστικά.

Μία άλλη ενδεικτική περίπτωση είναι αυτή του χωριού Άνω Μπεάλα, δυτικά της Στρούγκας, στην π.Γ.Δ.Μ., δίπλα στα σύνορα με την Αλβανία. Τα κοπάδια των μόνιμων Βλάχων κατοίκων του χωριού τα φρόντιζαν νομάδες Αρβανιτόβλαχοι, και για την ακρίβεια Μουζακιαραίοι οι οποίοι μετακινούνταν ανάμεσα στην Άνω Μπεάλα και την παραλιακή πεδιάδα της Μουζακιάς, στην Κεντρική Αλβανία. Η αρχική ομάδα των Αρβανιτόβλαχων που έφτασε στην Άνω Μπεάλα αριθμούσε γύρω στα 150 άτομα. Όταν κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα η ομάδα αυτή προσπάθησε να εγκατασταθεί μέσα στην Άνω Μπεάλα συνάντησε την αντίθεση των παλαιότερων και εδραίων Βλάχων κατοίκων. Παρά τις προστριβές, μετά από διαπραγματεύσεις μπόρεσαν να εγκατασταθούν μέσα στο χωριό και αρχικά μόνο για τους θερινούς μήνες. Σιγά σιγά, κάποιες από αυτές τις οικογένειες αγόρασαν σπίτια στην Άνω Μπεάλα από τους παλαιότερους Βλάχους κατοίκους που εξισλαμίστηκαν και εγκατέλειψαν το χωριό. Σταδιακά, η αρχική ομάδα τους διασπάστηκε και μικρές ομάδες οικογενειών βρέθηκαν και στην Κάτω Μπεάλα, αλλά και στα γειτονικά μη βλάχικα χωριά Βέφτσανι, Βίσνι, Ποντγκόρτσι και Λαμπουνίστα. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι οικογένειες των Αρβανιτόβλαχων ήταν πια γύρω στις 40 με 50, ενώ 10 περίπου οικογένειες, οι πιο εύπορες, είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό και αφομοιώθηκαν από τους παλαιότερους και εδραίους Βλάχους κατοίκους. Αρβανιτόβλαχοι παρουσιάζονται να έφτασαν και να εγκαταστάθηκαν μέχρι το Κρούσοβο, όπου η ομάδα τους ήταν γνωστή με το ιδιαίτερο όνομα Πολονάκοι. Μικρές ομάδες Αρβανιτόβλαχων και κυρίως κυρατζίδες εγκαταστάθηκαν σταδιακά και ανάμεσα στις βλάχικες παροικίες της Αχρίδας και του Μοναστηρίου.

Πέρα όμως από τους Αρβανιτόβλαχους που βρέθηκαν συνδεδεμένοι με τα μόνιμα βλαχοχώρια και τις βλάχικες παροικίες των μεγάλων πόλεων, κάποια ανεξάρτητα φαλκάρια εμφανίζονταν στην περιοχή μόνο κατά τους θερινούς μήνες και σχημάτιζαν θερινούς καταυλισμούς στα ορεινά της περιοχής, όπως αυτούς που αναφέρουν οι Thompson και Wace πως υπήρχαν στις αρχές του 20ού αιώνα στις πλαγιές της Γκαλισίτσας ή Πέτρινου, ανάμεσα στις λίμνες της Αχρίδας και της Μεγάλης Πρέσπας, στις θέσεις Ιλίνο και Λέβα Ρέκα. Από αυτά τα ανεξάρτητα φαλκάρια θα πρέπει πιθανά να προερχόταν η μικρή ομάδα των Αρβανιτόβλαχων που αναφέρεται πως εγκαταστάθηκε οριστικά στο Γκόπεσι ανάμεσα στο 1913 με 1920. Κάποια ανεξάρτητα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια βρέθηκαν και σε βορειότερες περιοχές της π.Γ.Δ.Μ. μέχρι την πόλη των Σκοπίων και την πεδιάδα του Κουμάνοβου.

Εκτός από τις συνοικήσεις Αρβανιτόβλαχων με άλλους Βλάχους είχαμε και περιπτώσεις συνοικήσεων με Αρβανίτες. Το 1841 κάποιοι Αρβανιτόβλαχοι μαζί με πολυπληθέστερους Αρβανίτες και κάποιους λιγότερους Γκραίκους δημιούργησαν το χωριό Δροσοπηγή, την παλιά Μπελκαμένη, και το 1861 το χωριό Φλάμπουρο, την παλιά Νεγκοβάνη ή Νιγκουβάνλι στα βλάχικα. Οι πρώτοι οικιστές αυτών των δύο χωριών της Φλώρινας προέρχονταν από το χωριό Πληκάτι της Κόνιτσας, στις νότιες πλαγιές του Γράμμου. Εκεί, ανάμεσα στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, κατά την περίοδο των γενικότερων καταστροφών διάφορων οικισμών και των μετακινήσεων πολλών χριστιανικών πληθυσμών, βλάχικων και μη, βρέθηκαν να έχουν καταφύγει Αρβανίτες και Αρβανιτόβλαχοι προερχόμενοι από το Νταγκλί και την Κολώνια. Ανάμεσά τους ίσως είχαν βρεθεί και Βλάχοι από τα καταστραμμένα βλαχοχώρια του Γράμμου, Γράμμουστα και Νικολίτσα. Ωστόσο, ο κύριος όγκος του πληθυσμού του Πληκατίου ήταν Αρβανίτες. Το 1839, λόγω των πιέσεων των Τουρκαλβανών της Κολώνιας, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που είχε συγκεντρωθεί στο Πληκάτι, έφυγε αναζητώντας ασφαλέστερες περιοχές προς τη Μακεδονία. Οι δύσκολες καταστάσεις που βίωσαν τότε οι κάτοικοι του Πληκατίου θα πρέπει να ήταν ανάλογες με αυτές που είχαν σαν αποτέλεσμα την ταυτόχρονη καταστροφή και ερήμωση του Μπιτσικόπουλου. Οι οικογένειες των Αρβανιτόβλαχων που βρέθηκαν τελικά στη Δροσοπηγή και το Φλάμπουρο πρέπει να κατάγονταν ή να είχαν τις παλαιότερες εστίες τους σε διάφορα μέρη της Ηπείρου και όχι μόνο στο Πληκάτι, όπως τον Παρακάλαμο και τη Φούρκα στο νομό Ιωαννίνων, αλλά και σε διάφορα χωριά της Βορείου Ηπείρου, κυρίως στην περιοχή της Κολώνιας, όπως τα χωριά Φράσαρη, Ραντιμίστι, Μπαρμάσι, Κιαφζέζι, Στίκα, Κιουτέζα και Δάρδα. Ορισμένοι Αρβανιτόβλαχοι είναι πολύ πιαθανό να εγκαταστάθηκαν την ίδια περίπου περίοδο ή και νωρίτερα και στο Λέχοβο, ένα άλλο αρβανιτοχώρι της Φλώρινας. Ο ερευνητής των Βλάχων Σωκράτης Λιάκος αναφέρει πως οι Βλάχοι που συνέβαλαν στη δημιουργία του Φλάμπουρου και της Δροσοπηγής είχαν βρει καταφύγιο στο Πληκάτι, όπως και στα γειτονικά χωριά Πλαγιά και Χιονιάδες, μετά την καταστροφή των προηγούμενων εστιών τους στον οικισμό Βάλιανη. Σημειώνει πως η Βάλιανη ήταν αρβανιτοβλάχικος οικισμός και βρισκόταν στις δυτικές, σήμερα αλβανικές, πλαγιές του Γράμμου, στα ανατολικά της Ερσέκας. Αν και σήμερα το Πληκάτι φέρεται να είναι το μοναδικό αρβανίτικο χωριό της επαρχίας Κόνιτσας, το 1865 ο Αραβαντινός αναφέρει πως οι 90 οικογένειες που κατοικούσαν τότε στο Πληκάτι ήταν Βλάχοι. Η αναφορά του Λιάκου για τη Βάλιανη δεν πρέπει να είναι εντελώς αβάσιμη. Θα πρέπει να θεωρείται σίγουρο πως εκείνη την εποχή ύστερα από τις διάφορες καταστροφές, σημειώθηκαν ομαδικές πληθυσμιακές μετακινήσεις, μικρές όμως σε μέγεθος, που δεν άφησαν ιδιαίτερα ίχνη. Η εγκατάσταση βλάχικων προσφυγικών ομάδων για κάποια έστω χρόνια σε διάφορα χωριά της νότιας πλευράς του Γράμμου, που σήμερα δε θεωρούνται βλάχικα, έρχεται να ενισχυθεί και από σχετική αναφορά του F. Pouqueville. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Pouqueville επισημαίνει την εγκατάσταση στο χωριό Λυκόρραχη ή Κεφαλοχώρι (Λούψικο ή Λούμπισκο) της Κόνιτσας μίας ομάδας 70 οικογενειών, οι οποίες, όπως αναφέρει, είχαν καταφύγει εκεί προερχόμενες από τη Μοσχόπολη. Σήμερα βέβαια δεν υπάρχει κανένα ίχνος αυτή της βλάχικης εγκατάστασης στη Λυκόρραχη και το πιο πιθανό είναι οι Βλάχοι πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί αναγκάστηκαν και πάλι να μετακινηθούν.

Αρβανιτόβλαχοι της ίδιας προέλευσης με αυτούς που βρέθηκαν στα ανατολικά της Κορυτσάς, στο Μοράβα, θα πρέπει να ήταν αυτοί που στη διάρκεια του α' μισού του 19ου αιώνα βρέθηκαν εγκατεστημένοι και στο Πισοδέρι, για να καταλήξουν να αφομοιωθούν με τους παλαιότερους Βλάχους του χωριού. Οι θερινές βοσκές των βουνών γύρω από τις λίμνες των Πρεσπών και της Αχρίδας συνέχισαν να προσελκύουν λιγότερο οργανωμένα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια μέχρι και τα μέσα του 20ού αιώνα. Νομάδες Αρβανιτόβλαχοι θα πρέπει να είναι οι 30 βλάχικες οικογένειες που στην πατριαρχική απογραφή των βλάχικων πληθυσμών του 1905 καταγράφονται να κατοικούν στο χωριό Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι) της Φλώρινας, προφανώς δίπλα στους παλαιότερους, εδραίους σλαβόφωνους κατοίκους.

Τα κύματα μετακίνησης Αρβανιτόβλαχων προς τη Μακεδονία συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωσή της το 1912, ιδιαίτερα μετά το 1918-19 και τον τερματισμό των πολεμικών γεγονότων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Μικρές ομάδες αρβανιτοβλάχικων οικογενειών από αυτές που βρέθηκαν ή πέρασαν εκείνη την περίοδο από το αλβανικό στο ελληνικό έδαφος στράφηκαν σταδιακά για νέες θερινές και χειμερινές εγκαταστάσεις στο νομό Πέλλας και εξελικτικά οι περισσότεροι βρέθηκαν, ήδη από το μεσοπόλεμο, να συγκεντρώνονται στην Κρύα Βρύση των Γιαννιτσών. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου και από το 1951 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Μακεδονία το τελευταίο κύμα νομάδων Αρβανιτόβλαχων. Με την καθοδήγηση και τη βοήθεια του κράτους ένας σημαντικός αριθμός χωριών της Φλώρινας και της Καστοριάς, που είχαν ερημώσει λόγω των γεγονότων του Εμφυλίου, εποικίστηκαν από Αρβανιτόβλαχους. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν περάσει στο ελληνικό έδαφος μετά την οριστική χάραξη των συνόρων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία. Χάνοντας τα θερινά τους λιβάδια, που παρέμειναν στο αλβανικό έδαφος, βρέθηκαν σκορπισμένοι κυρίως στην ελληνική Ήπειρο. Την περίοδο του μεσοπολέμου, πολλοί από αυτούς που συνέχισαν τη νομαδική κτηνοτροφική ζωή αναζήτησαν θερινά λιβάδια στην ελληνική πλευρά του Γράμμου και σε ορεινές περιοχές της Φλώρινας και της Καστοριάς, ενώ το χειμώνα κατέβαιναν κυρίως στη Θεσπρωτία. Στις αρχές της δεκαετίας του '50, το κράτος, θέλοντας να ενισχύσει πληθυσμιακά τις παραμεθόριες περιοχές, βοήθησε στη μόνιμη και οριστική εγκατάσταση αυτών των περιπλανώμενων ακόμη Αρβανιτόβλαχων σε χωριά γύρω από τις Πρέσπες. Έτσι σήμερα βρίσκουμε Αρβανιτόβλαχους στα χωριά Βροντερό (Γκάσντανη), Πύλη (Βίνενη), Άγιος Γερμανός (Γέρμαν), Καλλιθέα (Ρουντάρι), Καρυές, Οξυά (Μπουκόβικ) και Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι) της Φλώρινας και Ιεροπηγή (Κοστενέτσι) και Δενδροχώρι (Δίμπενη) της Καστοριάς. Σε κάποια από αυτά αποτελούν την πλειοψηφία, όπως στο Βροντερό, την Κρυσταλλοπηγή και την Ιεροπηγή, ενώ στα άλλα αποτελούν ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων.

Θα πρέπει να επισημανθεί πως στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα η διασπορά και η ενσωμάτωση μικρών ομάδων Αρβανιτόβλαχων σε όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια και τις εγκαταστάσεις της νότιας Βαλκανικής ήταν μάλλον ο κανόνας. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της ομάδας των Αρβανιτόβλαχων που εγκαταστάθηκαν και συνδέθηκαν με τη Φούρκα της Κόνιτσας. Οι μεγάλοι Βλάχοι τσελιγκάδες αναζήτησαν ανάμεσα στους Αρβανιτόβλαχους επιδέξιους πιστικούς για τις ανάγκες των κοπαδιών τους. Ωστόσο, οι κτηνοτροφικές ικανότητες και η τεχνογνωσία των Αρβανιτόβλαχων δεν ήταν τα μόνα κριτήρια για την πρόσληψή τους από τα άλλα βλάχικα τσελιγκάτα. Η γνώση της αλβανικής γλώσσας και οι διασυνδέσεις τους με τους τότε Τουρκαλβανούς, κυρίως, ληστές στάθηκαν εξίσου σημαντικά προσόντα για την αποτροπή των συχνών τότε ληστρικών επιθέσεων.

 

Αστέρης Κουκούδης. Ιεροπηγή, 29 Ιουνίου 2008
ΟΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΩΝ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ