Πιθανώς οικογένεια από το χωριό Περιβόλι στα Τρίκαλα.Καλησπέρα κυρίες και κύριοι, 
Απόψε, εδώ στην καρδιά του θεσσαλικού κάμπου, συναντιόμαστε για να γιορτάσουμε και να διασκεδάσουμε, Καραγκούνηδες, Βλάχοι και Σαρακατσαναίοι. Η αντάμωσή μας δε θα μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να έχει το χαρακτήρα της γνωριμίας, είτε μεταξύ μας είτε με τον ίδιο τον τόπο. Κι αυτό γιατί οι τρεις αυτές ομάδες του λαμπρού μωσαϊκού της Ρωμιοσύνης είναι παλιοί γνώριμοι μεταξύ τους αλλά και γνώστες του θεσσαλικού τόπου που τους φιλοξένησε και τους ανάθρεψε για αιώνες και για γενιές ολόκληρες.
Στη σημερινή εκδήλωση τους Βλάχους εκπροσωπεί ένας από τους πλέον δραστήριους και καταξιωμένους συλλόγους τους, ο Σύλλογος Βλάχων Νομού Σερρών “Γεωργάκης Ολύμπιος”. Ίσως ακούγεται περίεργο ένας σύλλογος από την Ανατολική Μακεδονία να εκπροσωπεί τους Βλάχους στη Θεσσαλία.

 




 Όμως αυτοί που γνωρίζουν τα πράγματα ξέρουν καλά πως οι Βλάχοι που σκόρπισαν και βρέθηκαν πέρα από τον Αξιό έχουν τις ρίζες τους στα βουνά που μας περικλείουν και κυρίως σε αυτά της Πίνδου. Ο θεσσαλικός κάμπος είχε αναθρέψει τους προγόνους και τα κοπάδια τους  μέχρι τα χρόνια του Αλή Πασά και της Επανάστασης του 21. Οι ιστορικές συγκυρίες τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τις προγονικές εστίες τους και να ριζώσουν στην πολύκαρπη Μακεδονία. Η αποψινή παρουσίας τους εδώ θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα προσκύνημα στα χειμερινά λημέρια των προγόνων τους. 

Όμως τα γεγονότα της βλάχικης διασποράς μας είναι λίγο ή πολύ γνωστά. Εξάλλου, υπάρχουν ακόμα πολλοί ηλικιωμένοι που μπορούν να μας μεταφέρουν ζωντανά τις σχετικές παραδόσεις και τις αναμνήσεις των πρόσφατων προγόνων τους. Το ερώτημα που παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τη συνάντησή μας είναι άλλο. Ποιά είναι η προγονική σχέση των λατινόφωνων Βλάχων με τη θεσσαλική γη και κυρίως με το θεσσαλικό κάμπο; 

Η ιστορική αναδρομή μας θα μπορούσε να ξεκινήσει με αναφορές στους Ρωμαϊκούς Χρόνους και στα πρώιμα χρόνια του Βυζαντίου, στα πρώτα χρόνια της δικής μας Ρωμανίας. Τέτοιες αναφορές είναι άκρως επιστημονικές και μάλλον κουραστικές για τον ακροατή που δεν είναι εξοικειωμένος με το θέμα. Θα ήταν καλύτερα να ξεκινήσουμε με εκείνες τις αναφορές που μιλούν για Βλάχους  με πιο ξεκάθαρο τρόπο. Οι βλάχικοι πληθυσμοί της Θεσσαλίας διαφύλαξαν μέχρι σήμερα ένα σημαντικό μέρος του δημογραφικού δυναμικού της μεσαιωνικής Θεσσαλίας. Εδώ, με επίκεντρο την Πίνδο και το θεσσαλικό κάμπο, μας παρουσιάζονται οι πλέον ισχυρές μαρτυρίες για την κοινή ιστορική και πολιτισμική πορεία των λατινόφωνων Βλάχων και των ελληνόφωνων Γκραίκων. Εδώ, μας γίνεται άμεσα κατανοητή η συμβολή των Βλάχων στη γέννηση και την ανάπτυξη της νεοελληνικής πραγματικότητας και ταυτότητας. 

Οι ιστορικές συγκυρίες είχαν ήδη μεταλλάξει και μετατρέψει τους λατινόφωνους πληθυσμούς σε βλαχόφωνους έτσι ώστε η παρουσία Βλάχων στη Θεσσαλία να έχει τις μαρτυρημένες ρίζες της το αργότερο στο 10ο αιώνα. Σύμφωνα με κάποιο κώδικα της μονής Βαρλαάμ των Μετεώρων, τα σημερινά βλαχοχωριά Περτούλι, Άγιος Νικόλαος, Χαλίκι, Κλεινός, Καστανιά και Ελάφι στην περιφέρεια του Ασπροποτάμου παρουσιάζονται να υπάρχουν ήδη ως οικισμοί από τις αρχές του 10ου αιώνα. Γύρω στα 980 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος απένειμε στο Λαρισαίο πρόκριτο Νικολίτσα τον τίτλο και το έργο του "Aρχηγού των Βλάχων της Ελλάδας". Ο γεωγραφικός προσδιορισμός του τίτλου θα πρέπει να περιελάμβανε εκτός από τη Θεσσαλία και περιοχές της σημερινής Ρούμελης, της Ηπείρου και της νοτιοδυτικής Μακεδονίας. Βυζαντινά χρυσόβουλα των Μετεώρων αναφέρουν πως στα 1040 υπήρχαν ομάδες βλάχικων οικογενειών που κατοικούσαν και εργάζονταν σε εκκλησιαστικά κτήματα της επισκοπής Σταγών, της σημερινής Καλαμπάκας. Στα 1066, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ι' Δούκα ξέσπασε στάση στη Θεσσαλία, με κέντρο τη Λάρισα, λόγω της φορολογικής πολιτικής του αυτοκράτορα. Στη στάση συμμετείχαν Ρωμαίοι, Βλάχοι και Βούλγαροι της Λάρισας και της περιοχής της. Αρχηγός της εξέγερσης τέθηκε ένα νεότερο μέλος της οικογένειας Νικολίτσα και πρόκριτος της Λάρισας, γνωστός με το όνομα Νικολίτσας ο Δελφινάς. Μέσα από τις πηγές αυτών των γεγονότων πληροφορούμαστε πως οι Βλάχοι ήταν μάλλον πολυάριθμοι και ιδιαίτερα στην περιοχή των Φαρσάλων. Κάποιοι από αυτούς ήταν σίγουρα νομαδοκτηνοτρόφοι, καθώς κατά τη διάρκεια της επαναστατικής κίνησης οι οικογένειες και τα κοπάδια των Βλάχων βρίσκονταν στα παραδοσιακά ορεινά λιβάδια τους, κάπου στα κοντινά βουνά της “Μακεδονίας”. Κάποιοι άλλοι φέρονται να ήταν εδραίοι και πιθανότατα μέρος του πληθυσμού κάποιων αστικών κέντρων. Όπως ο τοπικός Βλάχος άρχοντας Βεριβόης ο οποίος φέρεται να είχε σπίτι μέσα στη Λάρισα. Το 1083 και μέσα από τις γραφές της Άννας της Κομνηνής έχουμε την πληροφορία  πως στην ανατολική Θεσσαλία, κάπου ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσαβο, υπήρχε κάποιο χωριό Βλάχων με το όνομα Εζεβάν. Το χωριό αυτό θα μπορούσε να ταυτιστεί με το χωριό Nεζερός, τη σημερινή Καλλιπεύκη, στην περιοχή του Κάτω Ολύμπου.

 Στα 1160, ο Ισπανοεβραίος περιηγητής Βενιαμίν εκ Τουδέλης ταξιδεύοντας στις ελληνικές χώρες του Βυζαντίου επισημαίνει την ύπαρξη βλάχικων πληθυσμών στα βουνά της περιοχής της Λαμίας, στα όρια της σημερινής Θεσσαλίας, σε μία περιοχή την οποία αποκαλεί Βλαχία, πιθανότατα λόγω της ύπαρξης αξιόλογης δημογραφικής παρουσίας Βλάχων κατοίκων αλλά και του ισχυρού πολιτικού ρόλου που έπαιζαν. Από το 13ο αιώνα και σύμφωνα με την αναφορά του βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη η Θεσσαλία ονομαζόταν, ξεκάθαρα πια, Μεγάλη Βλαχία ή Άνω Βλαχία. Από τότε και μέχρι τους οθωμανικούς ακόμη χρόνους αυτό ήταν το όνομα για το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο F. Ροuqueville την ονομάζει Ελληνική Βλαχία, έτσι ώστε να αποφύγει την πιθανή σύγχυση με μία άλλη, μεταγενέστερη, Βλαχία, βόρεια του Δούναβη. 

Η διάλυση του Βυζαντίου με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των σταυροφόρων το 1204 ίσως βοήθησε στο να αποκτήσουν οι Βλάχοι της Θεσσαλίας μία σχετική τοπική αυτονομία, όπως και άλλες ομάδες και τμήματα της αυτοκρατορίας. Οι εστίες τους βρέθηκαν μέσα στην επικράτεια του Δεσποτάτου της Ηπείρου, συμβάλλοντας σημαντικά στην εδραίωση και την εξέλιξή του. Η σποραδική  εγκατάσταση Βλάχων σε διάφορα σημεία της Θεσσαλίας επιβεβαιώνονται από έγγραφες βυζαντινές αναφορές. Γύρω στα 1228 αρκετοί οικισμοί που κατοικούνταν από Βλάχους, ίσως κάπου πάνω στην Πίνδο, είχαν παραχωρηθεί ως πρόνοιες, κάτι σαν τσιφλίκια, σε στρατιωτικούς αξιωματούχους του Δεσποτάτου. Στα 1266 και 1273, ομάδες Βλάχων φέρονται να κατοικούσαν ως δουλοπάροικοι σε μοναστηριακά κτήματα της Μακρινίτσας και της Πορταριάς στο Πήλιο.

Μετά το θάνατο του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Άγγελου, από τα 1271 και μέχρι τα 1295, ημιανεξάρτητος κυβερνήτης της Μεγάλης Βλαχίας παρουσιάζεται να είναι ο Ιωάννης Α' Άγγελος Δούκας,  νόθος γιος του Μιχαήλ Β' και της Γαγγρινής, μίας γυναίκας από την Άρτα η οποία ίσως ήταν  βλάχικης καταγωγής. Ο Ιωάννης Δούκας βρέθηκε σε αυτή τη ηγεμονική θέση έχοντας νυμφευθεί την όμορφη, σύμφωνα με τις γραφές, κόρη του Ταρόνα ή Ταρωνά, κάποιου "κληρονομικού άρχοντα των Βλάχων" που κατοικούσαν στη σημερινή Θεσσαλία, αλλά και τη Φθιώτιδα. Οι Βλάχοι υπό την αρχηγεία του Ιωάννη Α΄ παρουσιάζονται να βοήθησαν στα 1258-59 το Δεσποτάτο της Ηπείρου στις αντιπαραθέσεις του με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, αλλά και με τους Φράγκους ηγεμόνες της νότιας Ελλάδας. Οι Μεγαλοβλαχίτες αποτελούσαν το κύριο στρατιωτικό σώμα που διέθετε ο Μιχαήλ Β΄ στην κρίσιμη μάχη της Πελαγονίας. Εκείνα τα χρόνια, η πρωτεύουσα της Μεγάλης Βλαχίας ή καλύτερα το διοικητικό της κέντρο βρίσκονταν στην οχυρή Υπάτη - τη Νέα Πάτρα στις βόρειες πλαγιές της Οίτης κοντά στη Λαμία. Αν και τα σύνορα της Μεγάλης Βλαχίας ήταν συχνά μεταλλασσόμενα, κατά την περίοδο της μεγάλης ισχύος του Ιωάννη Α`, ξεκινούσαν από το Λιδόρικι και το Γαλαξίδι στον Κορινθιακό κόλπο και έφταναν μέχρι το Σαραντάπορο της Ελασσόνας, τα Σέρβια και τις πλαγιές του Ολύμπου. Προσπαθώντας μάλιστα να ενισχύσει τη θέση και την ηγεμονία του έδωσε ως σύζυγο μία από τις κόρες του σε έναν ανιψιό του βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, τον Ανδρόνικο Ταρχανειώτη, και ο ίδιος ο Ιωάννης Α`, ο οποίος δεν είχε επίσημο τίτλο, ονομάστηκε σεβαστοκράτορας και έτσι απέκτησε μία επίτιμη θέση στο βυζαντινό κατεστημένο.

 Ωστόσο, λίγο αργότερα, γύρω στα 1271, ο Ιωάννης Α΄ βρέθηκε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με το συμπέθερό του, τον αυτοκράτορα. Ανάμεσα στις διαφορές τους υπήρχαν και εκκλησιαστικά θέματα, όπως η ένωση των εκκλησιών που επεδίωκε ο αυτοκράτορας. Στη συνέχεια, αυτοκρατορικά στρατεύματα πολιόρκησαν τον Ιωάννη Α` στο οχυρό κάστρο της Υπάτης. Αυτός, ξεγλιστρώντας, κατέφυγε στη Θήβα και ζήτησε βοήθεια από τον  τότε Δούκα της Αθήνας  Ιωάννη ντε λα Ρος. Με τη βοήθεια των Φράγκων ηγεμόνων της Αθήνας ο Ιωάννης Α΄ νίκησε και εξεδίωξε τα αυτοκρατορικά στρατεύματα από την επικράτειά του. Σε ανταμοιβή για αυτή τη βοήθεια προσέφερε το χέρι μία άλλης κόρης του, της Ελένης, και ως προίκα περιοχές και κάστρα κοντά στη Λαμία στο Γουλιέλμο ντε λα Ρος, τον επόμενο δούκα των Αθηνών. Ο Ιωάννης Α΄ απεβίωσε πιθανότατα το 1289 και η ηγεμονία της Μεγάλης Βλαχίας πέρασε στους δύο δευτερότοκους γιους του, το Θεόδωρο και τον Κωνσταντίνο, καθώς ο πρωτότοκος Μιχαήλ βρίσκονταν αιχμάλωτος του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Η μητέρα τους, η Βλάχα πριγκίπισσα, έγινε μοναχή παίρνοντας το όνομα Υπομονή και αποσύρθηκε από τα εγκόσμια στη μονή της Θεοτόκου Ελεούσης στη Λυκουσάδα κοντά στο Φανάρι, που η ίδια είχε ιδρύσει. Οι νέοι ηγεμόνες συνέχισαν μία πολιτική σύγκρουσης με τους συγγενείς τους και ηγεμόνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου για εδάφη που ανήκαν στο Δεσποτάτο. Πολύ γρήγορα ο Θεόδωρος χάνεται από το προσκήνιο και ο Κωνσταντίνος παρέμεινε ηγεμόνας της Μεγάλης Βλαχίας μέχρι το θάνατό του στα 1303. Τη θέση του πήρε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Β΄,  η κηδεμονία του οποίου ανατέθηκε στο θείο του και Δούκα των Αθηνών Γκουίδων Β΄ (Γκιγιό) ντε λα Ρος. Το 1309 ή το 1315 νυμφεύτηκε την Ειρήνη, μία νόθα κόρη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγο, και κυβέρνησε τη χώρα περισσότερο ως υποτελής του αυτοκράτορα παρά σαν ανεξάρτητος ηγεμόνας. Η “βλάχικη ηγεμονία” στην Κεντρική Ελλάδα φαίνεται πως διαλύθηκε μετά το θάνατο του Ιωάννη Β' Δούκα το 1318 και την άφιξη των Καταλανών. 

Όλα αυτά μπορεί να ακούγονται όπως ένα ρομαντικό βυζαντινό παραμύθι όμως αποτέλεσαν ιστορική πραγματικότητα. "Το Χρονικό του Μορέως" παραμένει η πλέον ανεκτίμητη πηγή για τα γεγονότα εκείνων των εποχών και τη συνύφανση των Βλάχων με τα δρώμενα στον ελληνικό χώρο. Οι Βλάχοι δέθηκαν τόσο στενά με τον ελληνικό χώρο, ώστε πέρασαν μέχρι και στην αναγεννησιακή ελληνική λογοτεχνία, αν κρίνουμε από τον ενδιαφέροντα και πρωταγωνιστικό ρόλο τους στην πλοκή του "Ερωτόκριτου" του Βιτσέντζου Κορνάρου και την αντιπαλότητά τους με το "βασίλειο της Αθήνας". 

Στα τέλη του 13ου αιώνα και κυρίως κατά τη διάρκεια του 14ου, ακολουθώντας τους μετακινούμενους αρβανίτικους πληθυσμούς, πολυάριθμοι Βλάχοι, ολόκληρες “φυλές” νομαδοκτηνοτρόφων από τη Βόρεια Ήπειρο, έρχονται να προστεθούν και να ενισχύσουν το προϋπάρχον βλάχικο στοιχείο της Θεσσαλίας. Οι επονομαζόμενοι Μαλακάσιοι ή Μαλακασιώτες φέρονται να εγκαταστάθηκαν σταθερά και οριστικά κατά μήκος της Νότιας Πίνδου, ανάμεσα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, και οι Βόϊοι ή Μπούιοι στα εδάφη ανάμεσα στη σημερινή Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα. Το 1334, αυτές οι νομαδοκτηνοτροφικές φυλές,  που φέρονται να αριθμούσαν συνολικά περίπου 12.000 ψυχές, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την υποταγή τους και τη βυζαντινή κυριαρχία στα εδάφη της Θεσσαλίας. Η υποταγή τους σημειώθηκε όταν ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος έστειλε δυνάμεις από την Κωνσταντινούπολη για την επικύρωση της τοπικής κυριαρχίας του. Καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι ανυπότακτες φυλές συνθηκολόγησαν φοβούμενες την τέλεια καταστροφή μην μπορώντας να καταφύγουν με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους στην ασφάλεια των βουνών.   Στα βουνά που περικλείουν το θεσσαλικό κάμπο και στα οποία τελικά αναπτύχθηκαν και επιβιώσαν οι σημαντικότεροι βλάχικοι οικισμοί.

 Οι Οθωμανοί Τούρκοι έκαναν την πρώτη εμφάνισή τους στη Θεσσαλία στα 1393. Το σίγουρο είναι πως στην αρχή, όπως όλοι οι προηγούμενοι κύριοί της, περιορίστηκαν στην κατοχή των πεδινών περιοχών, των κάστρων και των πόλεων. Στα 1430 οι Τούρκοι περνούν τις διαβάσεις της Πίνδου, ανάμεσα από τα βλαχοχώρια, με σκοπό να καταλάβουν τα Γιάννενα. Από τότε, ίσως, χρονολογείται η πρώτη παραχώρηση προνομίων από τους Οθωμανούς στους ορεινούς πληθυσμούς της Πίνδου, Βλάχους και μη. Το πιθανότερο είναι πως οι νέοι κατακτητές αδυνατούσαν να τους υποτάξουν με τα όπλα και είχαν ανάγκη της συνεργασίας τους για την απρόσκοπτη διάβαση των περασμάτων. Επιπλέον, προσπαθώντας να αποφύγουν τις ληστρικές τους επιδρομές αναγνώρισαν σε αυτούς κάποιο βαθμό “αυτονομίας”. Ωστόσο, η πρωταρχική συνύπαρξη Βλάχων και Τούρκων δεν πρέπει να ήταν και τόσο ειρηνική. Το 1440 οι Βλάχοι και άλλοι ορεινοί πληθυσμοί της Πίνδου σε συνεργασία με τον τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ` Δραγάση Παλαιολόγο, που τότε ακόμη βρίσκονταν στο Μυστρά, στην Πελοπόννησο, επιτέθηκαν κατά των Τούρκων στα πεδινά της Θεσσαλίας. Ανάλογες επιθέσεις φαίνεται πως επανέλαβαν και το 1444. Όμως σταδιακά, η αντίσταση των ορεινών ίσως ήταν πια μάταιη. Έτσι, γύρω στα 1480 οι Βλάχοι της Πίνδου υποχρεώθηκαν, για να αποφύγουν την ολοκληρωτική υποταγή, να υπαχθούν στην οθωμανική εξουσία κάτω όμως από το προνομιακό καθεστώς φορολόγησης από το ταμείο της Βαλιδέ Σουλτάνας, της μητέρας του εκάστοτε σουλτάνου. Το αντάλλαγμα ήταν η διατήρηση μέρους της αυτονομίας τους. Παράλληλα, η εκ των πραγμάτων προνομιακή αντιμετώπιση των ορεινών σηματοδότησε τη μετακίνηση ή μετατόπιση ενός σημαντικού αριθμού των πεδινών χριστιανικών πληθυσμών, Βλάχων και μη, οι οποίοι αποτραβιούνται στις ασφαλέστερες περιοχές των ορεινών. Η προσαύξηση του ορεινού πληθυσμού οδήγησε στη μετεξέλιξη των απλών ορεινών κατούνων σε δυναμικότερους οικισμούς που έπαιρναν τη μορφή των εδραίων χωριών, μία διαδικασία που σαφώς ευνόησε τα βλαχοχώρια κατά μήκος της Πίνδου. [xxii]

Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως χάθηκαν παντελώς οι πεδινές βλάχικες εγκαταστάσεις ή πως οι Βλάχοι έπαψαν τις επαφές με το θεσσαλικό κάμπο. Ανάμεσα στα 1454 με 1506 είναι σίγουρο πως εξακολουθούσαν να υπάρχουν Βλάχοι στα πεδινά της Θεσσαλίας. Στο Δαμάσι της Ελασσόνας, που τότε ήταν μία μικρή αλλά οχυρή πόλη, καταγράφηκαν 314 χριστιανικές οικογένειες. Από αυτές οι 184 αναφέρονται ως "ουλάχ", δηλαδή βλάχικες και οι 130 ως "ρουμ", δηλαδή γκραίκικες. Το 1506 οθωμανικές και πάλι πηγές αναφέρουν Βλάχους να κατοικούν στα Τρίκαλα, τη Λάρισα και τα Φάρσαλα. Το 1513 πληροφορούμαστε για την ύπαρξη κάποιου εξολοκλήρου βλάχικου χωριού, κάπου στα πεδινά, με 58 οικογένειες, 9 οικογένειες με κεφαλές χήρες γυναίκες και 6 άγαμους. Ενώ στο Φανάρι αναφέρεται η ύπαρξη δύο εξισλαμισμένων Βλάχων. Ενδεικτική είναι επίσης η μαρτυρία από κάποια διάταξη του 1520 για τα Τρίκαλα η οποία μνημονεύει ραγιάδες Ρωμιούς, Βλάχους και Αρναούτηδες, όχι όμως Σλάβους (Βούλγαρους ή Σέρβους).

Την ίδια περίοδο σημειώνεται η γέννηση, η ανάπτυξη και η εδραίωση του αρματολισμού. Η ενδυνάμωση των ορεινών, η νομαδοκτηνοτροφική οικονομία και ο αρματολισμός αποτέλεσαν ένα σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων που το ένα τροφοδοτούσε το άλλο. Δίχως αμφιβολία, οι βλάχικοι πληθυσμοί υπήρξαν συστατικό στοιχείο και των τριών. Βρέθηκαν να κατοικούν στις περιοχές σημαντικών ορεινών διαβάσεων που αντιμετωπίστηκαν ως προνομιούχες με αποτέλεσμα να γίνουν ρυθμιστές, τόσο της ασφάλειας όσο και της διαμετακομιστικής οικονομίας. Αναπτύσσοντας και ελέγχοντας την κτηνοτροφική παραγωγή μπόρεσαν να ξεπεράσουν τους καθηλωμένους και εξαρτώμενους πληθυσμούς  των πεδινών αγροτικών περιοχών. Σταδιακά εξελίσσονται σε εμποροβιοτέχνες, μεταφορείς και κεφαλαιούχους, με άμεσο αντίκτυπο τη συμμετοχή τους στην ανάπτυξη της νεοελληνικής πνευματικής αναγέννησης και του διαφωτισμού. Το πληθυσμιακό τους πλεόνασμα   συμμετέχει ενεργά στην ανάπτυξη των αστικών κέντρων. Παράλληλα, όπως χαρακτηριστικά μας το περιγράφει ο Νικόλαος Κασομούλης, οι κτηνοτροφικοί πληθυσμοί των Βλάχων επανδρώνουν συστηματικά τις τάξεις των πολεμιστών, των γνωστών μας αρματολών. Οι κοτζαμπάσηδες των βλαχοχωριών και οι δυναμικοί εμποροβιοτέχνες, οι αρχιτσελιγκάδες και οι απλοί πιστικοί, οι καπεταναίοι των αρματολικίων και οι ανυπότακτοι κλέφτες, πολλές φορές ταυτίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με ισχυρούς και συχνά συγγενικούς δεσμούς. Όλοι μαζί δεν ήταν παρά ένα κουβάρι δίχως ξεκάθαρη αρχή και τέλος.

Στα χρόνια αυτά και παρά την κινητικότητά τους, οι βλάχικοι πληθυσμοί βρέθηκαν αποτραβηγμένοι κατά μήκος της Πίνδου και των ορεινών προεκτάσεών της. Εκεί δημιούργησαν και ανέπτυξαν τα μητροπολιτικά τους κέντρα, Από τη Μοσχόπολη μέχρι το Περτούλι μπορεί να μετρήσει κανείς περισσότερα από 80 βλαχοχώρια. Ωστόσο, το ανήσυχο πνεύμα τους σε ειρηνικές περιόδους,  αλλά και οι δυσκολίες που αντιμετώπισαν σε περιόδους ανασφάλειας και πολεμικών γεγονότων τους διασκόρπισαν στις ελληνικές χώρες, αλλά και στις γύρω βαλκανικές, μέχρι τις ελληνορθόδοξες παροικίες της Ευρώπης και της Μεσογείου.

Ο 19ος αιώνας, πριν και μετά την Ελληνική Επανάσταση, βρήκε τη Θεσσαλία να κατοικείται από ελληνόφωνους και βλαχόφωνους πληθυσμούς, πέρα από τους λίγους Τούρκους και τους ακόμη λιγότερους Εβραίους των αστικών κέντρων. Όλοι οι υπόλοιποι που πέρασαν από τη Θεσσαλία είχαν οριστικά χαθεί. Αυτό το αναμφισβήτητο γεγονός πιστοποιεί πως οι Βλάχοι είχαν ιδιαίτερα ισχυρά πολιτισμικά ερείσματα στη Θεσσαλία, τόσο όσο και οι υπόλοιποι Έλληνες κάτοικοί της. Εδώ κοντά μας, στις πλαγιές της νότιας Πίνδου, στις περιοχές τους Ασπροποτάμου και της Ορεινής Καλαμπάκας, υπάρχουν μέχρι και σήμερα 40 βλαχοχώρια, το ένα δίπλα στο άλλο. Όταν τα χωριά αυτά ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα το 1881, μαζί με την υπόλοιπη Θεσσαλία, αριθμούσαν τουλάχιστον 18.000 ψυχές Ο αριθμός αυτός αντιστοιχούσε περίπου στο 30% του πληθυσμού του νομού Τρικάλων. Ενώ άλλες 10.000, τουλάχιστον, Βλάχοι βρέθηκαν σκορπισμένοι στα πεδινά της Θεσσαλίας και στις συνοικίες των πόλεων. Βέβαια, σήμερα πια, τα βλαχοχώρια της νότιας Πίνδου έχουν σχεδόν ερημώσει και μόνο το καλοκαίρι ζωντανεύουν για λίγο. Οι Βλάχοι κάτοικοί τους δε χάθηκαν, απλά μετακινήθηκαν και ρίζωσαν οριστικά στα πεδινά, αλλάζοντας οικονομία και συμβάλλοντας στη νεότερη ανάπτυξη του θεσσαλικού κάμπου και των αστικών, οικονομικών και διοικητικών του κέντρων. Από τα 1881, χιλιάδες Βλάχοι από τον Ασπροπόταμο, την Ορεινή Καλαμπάκα, το Βλαχοτζουμέρκο, τη Χώρα Μετσόβου, το Βλαχοζάγορο, τα βλαχοχώρια των Γρεβενών, της Κόνιτσας, του Γράμμου, του Άσκιου και την περιοχή του Ολύμπου ακολούθησαν μία σταδιακή πορεία οριστικής παραμονής στα πεδινά, είτε ως πρώην παραχειμάζοντες νομαδοκτηνοτρόφοι είτε ως εμποροβιοτέχνες και αγωγιάτες. Την ίδια πορεία ακολούθησαν ολόκληρα φαλκάρια απόλυτα νομάδων Αρβανιτόβλαχων από τις περιοχές της Κορυτσάς και του Μοναστηρίου. Όλοι αυτοί έδωσαν ζωή σε δεκάδες χωριά, είτε από μόνοι τους είτε μαζί με άλλους Θεσσαλούς. Σχημάτισαν ολόκληρες συνοικίες στα Τρίκαλα και την Καλαμπάκα, στην Ελασσόνα, τον Τύρναβο και τη Λάρισα, στην Καρδίτσα και τα Φάρσαλα, στο Βόλο, το Βελεστίνο και τον Αλμυρό.

 Όλα όσα αναφέρθηκαν σε αυτή την ομιλία στοιχειοθετούν την ταυτοποίηση της ιστορικής πορείας των Βλάχων με αυτή της Θεσσαλίας και όχι μόνο. Οι Βλάχοι δε συμπορεύτηκαν έτσι απλά με τη Ρωμιοσύνη, αλλά υπήρξαν ρυθμιστικοί παράγοντες της ίδιας της ανάπτυξής της. Η βλαχοφωνία τους, καθώς αυτό είναι το μόνο από τα χαρακτηριστικά τους που τους διαφοροποιεί από τους υπόλοιπους Έλληνες, δε μπορεί να σταθεί ικανή ώστε να τους χαρακτηρίσει ξένους ως προς τον τόπο που τους γέννησε. Το μήνυμα που θα θέλαμε να δώσουμε είναι πως οι Βλάχοι δεν μπορεί να μπουν στο περιθώριο και να χαρακτηριστούν ως μια μειονότητα μέσα στην ίδια τους πατρίδα, που συνδημιούργησαν με όλους τους άλλους Ρωμιούς.

 

ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΣΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ
Αστέρης Κουκούδης