Πριν ασχοληθούμε πιο διεξοδικά με το θέμα επιτρέψτε μου να απαντήσω, με έναν έμμεσο τρόπο, σε ένα πολύ βασικό ερώτημα. Ίσως το πιο βασικό και κυρίως για αυτούς που θέλουν να βλέπουν τα πράγματα στην απόλυτή τους μορφή, δηλαδή είτε ως μαύρα, είτε ως άσπρα. «Οι Βλάχοι είναι Έλληνες ή αποτελούν μία μειονότητα;»
Αν υποθέσουμε πως ο Καραγκιόζης ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο, ακούγοντας ένα τέτοιο ερώτημα θα έβαζε τα γέλια και μάλλον θα μας περιέλουζε με όχι ιδιαίτερα κολακευτικά επίθετα, με εκείνη τη χαρακτηριστική φωνή του. Ο Καραγκιόζης, ο πρωταγωνιστής του ανατολίτικου θεάτρου σκιών που οικειοποιήθηκε και ενσωμάτωσε στην παράδοσή της η Ρωμιοσύνη, έχει ταυτιστεί στη συνείδηση όλων μας με ένα πρόσωπο που κουβαλά πάνω του όλα τα θετικά και όλα τα αρνητικά χαρακτηριστικά του Ρωμιού, του Νεοέλληνα.
Αυτός, λοιπόν, ο συμπαθής κατεργάρης έχει ένα θείο, που όλοι γνωρίζουμε, τον μπάρμπα-Γιώργο το Βλάχο, ο οποίος συχνά πυκνά καλείται να βοηθήσει και να βγάλει από δύσκολες καταστάσεις το ανεψούδι του. Αν αναλογιστούμε πως ο Καραγκιόζης έχει ένα Βλάχο θείο, τότε μπορούμε να καταλάβουμε πως στη συλλογική λαϊκή συνείδηση, που έπλασε τους χαρακτήρες του θεάτρου σκιών, και αυτός ο ίδιος ο Καραγκιόζης, ο κατεξοχήν Ρωμιός, έχει μια κάποια βλάχικη καταγωγή. Επομένως, μπορούμε να κατανοήσουμε πως επιχειρώντας κάποιος να απαντήσει το παραπάνω ερώτημα έρχεται αντιμέτωπος με το εξής δίλημμα. Μήπως τελικά το ζήτημα δε είναι αν οι Βλάχοι είναι Έλληνες, αλλά αν οι Ρωμιοί, οι σύγχρονοι Έλληνες είναι και λίγο Βλάχοι;
Επιστρέφοντας, όμως, στην επιστημονική θεώρηση των πραγμάτων, το ερώτημα παραμένει και έχει δύο σκέλη. Το ένα σκέλος έχει να κάνει με καθαρά επιστημονικές αναζητήσεις και θεωρήσεις όσον αφορά την απώτερη καταγωγή αυτών των ανθρώπων, δηλαδή με το ερώτημα «τι είναι οι Βλάχοι». Το ζήτημα όμως της καταγωγής δεν έχει κάποιο ουσιαστικό νόημα, πέρα από το καθαρά επιστημονικό ενδιαφέρον, καθώς όποια κι αν είναι αυτή η καταγωγή, είτε καθαρά ελληνική, είτε ετερογενής και ετερόκλητη, δεν προσδίδει αναγκαστικά στους Βλάχους μία σύγχρονη συλλογική ταυτότητα. Το άλλο σκέλος έχει να κάνει με θέματα που άπτονται του παρόντος, και πολύ πιο απλά με το ερώτημα «ποιοι είναι οι Βλάχοι». Έχω την αίσθηση πως αυτό το δεύτερο σκέλος παρουσιάζει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον καθώς μας φέρνει σε επαφή με το ερώτημα αν σήμερα υφίσταται ένα οποιοδήποτε «Βλάχικο Ζήτημα».
Είναι σίγουρο πως υπάρχουν αρκετοί δογματισμοί και προκαταλήψεις που έχουν οδηγήσει σε χρόνια πόλωση. Στη σύγχρονη ελληνική σκηνή η πόλωση έχει ως εξής. Από τη μία μεριά, έχει κυριαρχήσει μέχρι και σήμερα, ιδιαίτερα στη νοτιότερη Ελλάδα, η λανθασμένη και προσβλητική άποψη πως οι Βλάχοι ήταν μία ομάδα απολίτιστων, άξεστων νομαδοκτηνοτρόφων, μία ομάδα ανάξια λόγου. Από την άλλη καλλιεργείται έντεχνα η πολιτική θεώρηση πως οι Βλάχοι παραμένουν μία άγνωστη, παραμελημένη και καταπιεσμένη στερεότυπη βαλκανική μειονότητα, η οποία χρήζει ανάγκης προστασίας. Είναι σαφές, βέβαια, πως οι απαντήσεις δεν μπορεί να βρίσκονται στα δύο αυτά άκρα.
Για την καταγωγή των Βλάχων έχουν εκφραστεί πολλές θεωρήσεις και απόψεις, λιγότερο ή περισσότερο πειστικές, συνδεδεμένες τις περισσότερες φορές με τα εθνικά συμφέροντα και τις προσδοκίες των βαλκανικών λαών και κρατών, αλλά και με αυτά των εκάστοτε μεγάλων δυνάμεων. Είναι γνωστό άλλωστε πως η επιστήμη παίζει πολλές φορές το ρόλο της βολικής θεραπαινίδας για την πολιτική. Μία απλή προσέγγιση θα μπορούσε να επιχειρηθεί εξετάζοντας τα διάφορα ονόματα με τα οποία είναι γνωστοί οι Βλάχοι. Οι απαντήσεις γύρω από την ονοματολογία των Βλάχων μπορούν να οδηγήσουν σε έναν αρχικό διαχωρισμό ανάμεσα στο μύθο και την πραγματικότητα. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων, τόσο στο μητροπολιτικό τους χώρο, δηλαδή κυρίως στην Ελλάδα, όσο και στη διασπορά στις γύρω Βαλκανικές Χώρες, όταν αυτοπροσδιορίζονται, στην ίδια τους τη γλώσσα, κάνουν χρήση του όρου «Αρμούν-Αρμούνι», ο οποίος συναντιέται σε διάφορες φωνολογικές παραλλαγές και νεολογικούς τύπους, με επικρατέστερο τον όρο «Αρωμάνος-Αρωμάνοι». Αυτός ο όρος δεν έχει διαφορετικές καταβολές από τον όρο «Ρωμιός-Ρωμιοί» που χρησιμοποιούσαν οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί μέχρι τη νεότερη επικράτηση του όρου «Έλληνας-Έλληνες». Ο όρος «Αρμούν» είναι παραφθορά του λατινικού όρου «Romanus», όπως ο όρος «Ρωμιός» είναι παραφθορά του ελληνικού όρου «Ρωμαίος». Ωστόσο, οι δύο αυτοί όροι είναι ταυτόσημοι καθώς και οι δύο προσδιορίζουν, ο ένας στα λατινικά και ο άλλος στα ελληνικά, τον «πολίτη» και αργότερα τον «πολιτισμικό κληρονόμο» της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της μετέπειτα Ρωμανίας, της κρατικής και πολιτισμικής οντότητας που είναι περισσότερο γνωστή σε μας με το νεολογικό όρο Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Θα πρέπει επίσης να γνωρίζουμε πως οι όροι «Ρουμανία» και «Ρουμάνοι» είναι, μάλλον, δύο όροι νεολογικοί που υιοθετήθηκαν από τους σύγχρονους Ρουμάνους μόλις στις αρχές του 19ου αιώνα.
Ο όρος «Βλάχος-Βλάχοι» έχει γερμανική γλωσσολογική καταβολή. Αρχικά χρησιμοποιούταν για τον προσδιορισμό των Ρωμαίων ή ακόμη πιο αόριστα των λιγότερο ή περισσότερο εκρωμαϊσμένων πολιτισμικά και εκλατινισμένων γλωσσικά κατοίκων των ρωμαϊκών εδαφών, δυτικά και νότια του Ρήνου και του Δούναβη αντίστοιχα. Ο όρος αυτός πέρασε στους Σλάβους και από αυτούς στους Βυζαντινούς και αργότερα στους Οθωμανούς. Εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί πως από τους βυζαντινούς ακόμη χρόνους και μέχρι σήμερα ο όρος «βλάχος-βλάχοι», με το βήτα μικρό, δηλώνει εκείνους τους πληθυσμούς, όχι απαραίτητα βλαχόφωνους, που ασχολούνται με τη κτηνοτροφία και κυρίως με τις νομαδικές και ημινομαδικές της μορφές. Κατ` επέκταση, ο όρος αυτός έφτασε στο σημείο να δηλώνει στα νεοελληνικά και πολλές φορές και στα ίδια τα βλάχικα το νομαδοκτηνοτρόφο, τον άξεστο, τον αγροίκο, τον απολίτιστο, το χωριάτη. Ωστόσο, είναι εμφανές πως υπάρχει μία σαφής διάκριση ανάμεσα στο σημερινό όρο «Βλάχος», με το βήτα κεφαλαίο, και τον όρο «βλάχος», με το βήτα μικρό.
Αν και ο όρος «Ελληνόβλαχος-Ελληνόβλαχοι», όπως και ο ταυτόσημος όρος «Γραικόβλαχος-Γραικόβλαχοι», έχει χρησιμοποιηθεί από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, δηλαδή πολύ πριν την έκρηξη των βαλκανικών εθνικισμών και των επακόλουθων προπαγανδών, είναι εμφανές πως πέρα από το δικαιολογημένο πολιτισμικό προσδιορισμό, από κάποια ιστορική καμπή και μετά εμπεριέχει και μία πολιτική διάκριση και διάσταση. Ο όρος αυτός φαίνεται πως είχε λόγο ύπαρξης και χρήσης για όσο καιρό χρησιμοποιούνταν σε αντιδιαστολή με τον όρο «Σλαβόβλαχος-Σλαβόβλαχοι», ο οποίος με τη σειρά του χρησιμοποιούταν για τον πολιτισμικό προσδιορισμό των Ρουμάνων. Σήμερα πια, η προσδιοριστική χρήση του όρου «Έλληνας», ως πρώτο συνθετικό, φαντάζει ως πλεονασμός, όπως ίσως και στις περιπτώσεις των όρων «Ελληνοπόντιος» και «Ελληνοκαραμανλής». Επιπλέον, η χρήση του όρου αυτού θα άφηνε περιθώρια για τη αποδοχή και θα δικαιολογούσε τη χρήση τεχνητών όρων, όπως: «Αλβανόβλαχοι», «Βουλγαρόβλαχοι», «Ρουμανόβλαχοι», «Σερβόβλαχοι» και «Μακεδονόβλαχοι».
Όσο για τα βλάχικα, για τη λαλιά των Βλάχων, αν θέλουμε να αντιμετωπίζουμε το θέμα με σοβαρότητα και αντικειμενική διάθεση θα πρέπει να δεχτούμε πως είναι απόρροια της μακραίωνης ρωμαϊκής κυριαρχίας στα Βαλκάνια και κυρίως νότια του Δούναβη. Μιας κυριαρχίας που ποτέ δεν καταλύθηκε, αλλά απλά μεταλλάχθηκε. Ένας ανεπηρέαστος γλωσσολόγος θα ομολογούσε πως τα βλάχικα είναι μια νεολατινική ή αλλιώς ρωμανική γλώσσα. Ωστόσο, θα πρέπει να επισημανθεί πως ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με ομάδα διαλέκτων που δε συγκρότησαν ποτέ μια κοινά αποδεκτή, κωδικοποιημένη και ομογενοποιημένη, επίσημη μορφή, παρά τις κατά καιρούς προσπάθειες, είτε αυτές ήταν αυθόρμητες, είτε συστηματικές και με πολιτική ώθηση. Είναι βέβαια γεγονός πως η επίδραση των ελληνικών, σε επίπεδο τουλάχιστον λεκτικών δανείων, είναι τεράστια και στέκει ως ένας ισχυρός μάρτυρας, όπως καταγράφεται σε μια σειρά επιστημονικών λεξικογραφικών εργασιών. Όπως αληθές και το γεγονός πως όταν τα βλάχικα γράφηκαν για πρώτη φορά, κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, αυτό έγινε με ελληνικούς χαρακτήρες, οι οποίοι ωστόσο αδυνατούν να αποδώσουν ηχητικά όλους των φθόγγους των βλάχικων. Η εμμονή να υποβιβάζονται τα βλάχικα, σκόπιμα, στο επίπεδο της διαλέκτου ή του ιδιώματος, - άραγε ποιας γλώσσας; - όχι μόνο είναι ανεδαφική, αλλά ισοδυναμεί με την αναγνώριση δικαίου στις ρουμανικές θεωρήσεις.
Ωστόσο οι ιστορικές και γλωσσικές αναφορές αδυνατούν να μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε αυτό που, ίσως αυθαίρετα και από μόνος μου προσδιορίζω ως «σύγχρονη βλάχικη ταυτότητα». Παρά τις αντίθετες εντυπώσεις, σύλλογοι, σωματεία και αδελφότητες Βλάχων υπάρχουν σε λειτουργία στην Ελλάδα εδώ και πολλές δεκαετίες. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς είναι σχεδόν μνημειακοί, έχοντας δράση 100 περίπου χρόνων. Είναι αλήθεια πως στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια για να μην αναφερθούμε στην προηγούμενη περίοδο, η πολιτική σκηνή της Ελλάδας στάθηκε αφιλόξενη απέναντι σε ετερότητες όπως αυτή των Βλάχων. Βέβαια, κάτι ανάλογο συνέβαινε και στις άλλες Βαλκανικές Χώρες υπό την σοβιετική κηδεμονία. Ωστόσο, σταδιακά όλο και περισσότεροι σύλλογοι με ενδιαφέρον για την παράδοση, τα πολιτιστικά γενικότερα και τον τόπο καταγωγή της κάθε μίας ομάδας, άρχισαν να ιδρύονται από τις δεκαετίες του `60 και του `70. Στις αρχές πια της δεκαετίας του `80 σημειώθηκε το επόμενο μεγάλο βήμα. Η μεταπολεμική δημοκρατία στην Ελλάδα είχε πια ενηλικιωθεί. Ένας σημαντικός αριθμός τέτοιων συλλόγων προχώρησε στη συγκρότηση ενός δευτεροβάθμιου σώματος, της «Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων», που σήμερα πια αριθμεί περισσότερα από 90 μέλη, συλλόγους από όλη την Ελλάδα, από την Ξάνθη στη Θράκη, μέχρι την Παλαιομάνινα στη Δυτική Στερεά Ελλάδα και την Αθήνα. Δε θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει το γεγονός πως αυτή η ομοσπονδία είναι η πολυπληθέστερη και η μαζικότερη στα Βαλκάνια, με αυξητική μάλιστα τάση. Θα άξιζε να παρουσιαστεί πολύ πιο λεπτομερειακά το σημαντικότατο έργο που παράγουν και τις πολυποίκιλες δραστηριότητες που αναπτύσσουν οι διάφοροι σύλλογοι. Η δευτεροβάθμια Ομοσπονδία τους, με το αιρετό προεδρείο της, αναπτύσσει μία πολύ πιο συλλογική δράση. Το ετήσιο «Αντάμωμα των Βλάχων», που διοργανώνει κάθε καλοκαίρι εδώ και 20 περίπου χρόνια, είναι ίσως η πιο γνωστή και πιο προβεβλημένη δραστηριότητά της. Τις εκδηλώσεις του ανταμώματος παρακολουθούν πολλές χιλιάδες ανθρώπων βλάχικης καταγωγής, ακόμη και από τις γύρω Βαλκανικές Χώρες, δηλώνοντας, ίσως, έμπρακτα πως η Ελλάδα παραμένει «η Μητρόπολη των Βλάχων». Αυτές και μόνο οι αναφορές έρχονται σε αντίθεση με ένα κλίμα παρανοήσεων και παραπληροφόρησης που καλλιεργεί την αίσθηση πως οι Βλάχοι στην Ελλάδα καταπιέζονται ή ακόμη χειρότερα πως διώκονται. Αντίθετα μάλιστα οι σύλλογοι και η ομοσπονδία επιχορηγούνται και ενισχύονται συχνά από την πολιτεία και τους θεσμούς της. Γνωρίζοντας το παρελθόν, μπορεί κάποιος να κατανοήσει πως τίποτε από όλα αυτά δε θα υπήρχε αν η ελληνική πολιτεία είχε μια ανελεύθερη διάθεση απέναντι στις τόσες χιλιάδες μέλη αυτών των βλάχικων συλλόγων και τις δραστηριότητές τους. Θα ήταν μάλλον περιττό να αναφερθούμε στην έντονη ερευνητική προσπάθεια που καταβάλλεται από πολλούς και την πληθώρα των εκδόσεων γύρω από τους Βλάχους. Η ενασχόληση με τη βλάχικη θεματολογία στην Ελλάδα, είτε σε ακαδημαϊκό επίπεδο, είτε μεμονωμένα και ερασιτεχνικά έχει πάψει να θεωρείται ταμπού το τελευταίο τέταρτο του 20ου αιώνα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο είχε επιχειρηθεί, για πρώτη φορά στις αρχές της δεκαετίας του `90, η μελέτη και η διδασκαλία της βλάχικης γλώσσας από το Τμήμα της Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο στη Θεσσαλονίκη. Έχοντας όλα αυτά υπόψη θα μπορούσε να μιλήσει κάποιος για πραγματική αναγέννηση.
Τα πράγματα στην Ελλάδα έμοιαζαν να εξελίσσονταν ομαλά και μάλλον φυσιολογικά, μέχρι την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και την αιματηρή διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας. Η γιουγκοσλαβική κρίση έφερε στην επιφάνεια προβλήματα που ο Ψυχρός Πόλεμος είχε αποσιωπήσει. Τα Βαλκάνια παρουσιαζόταν, για άλλη μια φορά, ως η πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης. Διάφορες μειονοτικές ομάδες ταλανιζόταν και με τη σειρά τους ταλάνιζαν τα Βαλκάνια και την Παγκόσμια Κοινότητα. Ήρθαν και πάλι στην επιφάνεια ξεχασμένοι από δεκαετίες προβληματισμοί, όπως το αν οι Βλάχοι αποτελούν μία μειονότητα και τι είδους.
Η μέχρι τότε υποτονική και σπασμωδική δράση ολιγομελών «Αλυτρωτικών Οργανώσεων», κυρίως πέρα από τα Βαλκάνια, αναζωπυρώθηκε, επιχειρώντας να παρουσιαστούν ως μοναδικοί εκφραστές και προασπιστές της όποιας βλάχικης ταυτότητας. Αποκορύφωμα της αλυτρωτικής επανεργοποίησης ήταν η περίφημη «Πρόταση 1333» του Συμβουλίου της Ευρώπης. Στις αρχές της δεκαετίας του `90, ένας εντολοδόχος παρατηρητής, ο κύριος De Puig από την Καταλονία της Ισπανίας, βρέθηκε να ταξιδεύει για λίγες μέρες στην Ελλάδα, επισκέφτηκε πρόχειρα ένα δύο βλάχικους συλλόγους και ένα δύο βλαχοχώρια, από τις δεκάδες που υπάρχουν. Δίχως σοβαρότερη και ουσιαστική ερευνητική διάθεση και με ελαφριά καρδιά προχώρησε σε μια έκθεση που με ισχυρή δόση αφέλειας υιοθετήθηκε αβασάνιστα από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Παράλληλα, ξένοι, μη Βαλκάνιοι, ερευνητές άρχισαν να διατρέχουν τους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις εκατέρωθεν των συνόρων, αναζητώντας τους Βλάχους και ερευνώντας την ταυτότητά τους, Την ίδια περίοδο, διάφορες «Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις», (NGOs), κάποιες διεθνούς εμβέλειας όπως η «Helsinki Watch», με αντικείμενο τα δικαιώματα των διάφορων επίσημων και μη μειονοτικών ομάδων επιχειρούν να εκφράσουν τη δική τους άποψη. Επίσημα ή μη γραφεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το «Γραφείο για τις Λιγότερο Ομιλούμενες Γλώσσες», (EBLUL), κάνουν τις δικές τους παρεμβάσεις. Ημιεπίσημες κρατικές οργανώσεις όπως το «Κέντρο Έρευνας Μειονοτικών Ομάδων», (ΚΕΜΟ), ασχολούνται με τους Βλάχους, θέλοντας ίσως να καλλιεργήσουν την εντύπωση πως η ελληνική πολιτεία έχει πια ένα δεκτικό ευρωπαϊκό προφίλ. Είναι αλήθεια πως και το επίσημο ρουμανικό κράτος, έστω και παρασκηνιακά, αλλά κάποιες φορές εντελώς απροκάλυπτα, στρέφει και πάλι το ενδιαφέρον του στους Βλάχους των άλλων Βαλκανικών Χωρών, κινώντας τα νήματα παλιών και γνωστών εθνικιστικών απόψεων. Ίσως η πιο συζητημένη πρακτική, αν και σίγουρα καθόλου καινούργια, είναι η παροχή υποτροφιών στα ρουμανικά πανεπιστημιακά ιδρύματα σε όσους δηλώνουν πως είναι «αλύτρωτοι αδελφοί από τα Βαλκάνια». Λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός πως η Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας αναγνωρίστηκε επίσημα, με το συνταγματικό της όνομα, από τη Ρουμανία όταν αυτή αποδέχθηκε να χαρακτηρίσει ως μειονότητα τους εκεί Βλάχους. Ο παλιός γνωστός φορέας έκφρασης και δράσης, που είχε επιχειρήσει να δώσει σάρκα και οστά στις απόψεις περί ταύτισης Βλάχων και Ρουμάνων, ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, το «Μακεδο-Ρουμανικό Κομιτάτο» επανιδρύθηκε και λειτουργεί και πάλι στο Βουκουρέστι. Το State Department των ΗΠΑ στις ετήσιες εκθέσεις του για την Ελλάδα κάνει συχνά αναφορά για τους Βλάχους ως μια μειονοτική ομάδα. Μέχρι και το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών αναφέρεται στους Βλάχους και την προάσπιση μειονοτικών δικαιωμάτων στην επίσημη ιστοσελίδα του στο διαδίκτυο, αγνοώντας ίσως την ύπαρξη μερικών χιλιάδων μουσουλμάνων Βλάχων στη δική του επικράτεια. Επιπλέον, ορισμένοι ελληνικοί εθνικιστικοί κύκλοι επανέφεραν στο προσκήνιο τη σίγουρα μειοδοτική και στιγματισμένη δράση κάποιων Βλάχων κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Αυτή η ανακίνηση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια προσπάθεια να προσδοθούν διαστάσεις επικινδυνότητας στην όποια σύγχρονη ενασχόληση με τους Βλάχους, επιστημονική ή πολιτική, και στις δραστηριότητες των βλάχικων συλλόγων και της Ομοσπονδίας τους. Μέσα σε όλη αυτή την περίπλοκη κατάσταση, η ίδια η επίσημη ελληνική πολιτεία έμοιαζε ξαφνιασμένη, μουδιασμένη και ιδιαίτερα επιφυλακτική.
Οι μόνοι που αντέδρασαν ουσιαστικά, έχοντας να αντιμετωπίσουν αυτά τα κύματα παραπληροφόρησης, ήταν οι ίδιοι οι Βλάχοι της Ελλάδας. Τους δινόταν η εντύπωση πως φαντάσματα του παρελθόντος και νέοι αυτόκλητοι προστάτες και πάτρωνες, αγνοούσαν επιδεικτικά τη δική τους αίσθηση για την ταυτότητά τους, την κοπιώδη δράση και τα επιτεύγματα τους. Η σύγχρονη πραγματικότητα των Βλάχων της Ελλάδας και η κοινή αίσθηση για την όποια ταυτότητά τους, που χαρακτηρίζει, πέρα από κάθε αμφιβολία, τη συντριπτική πλειοψηφία τους, ήταν και παραμένει άλλη από αυτή του προβάλλουν οι αυτόκλητοι προστάτες. Και μόνο η χρήση της λέξης μειονότητα προκαλεί αλλεργία στους περισσότερους. Ωστόσο, οι πραγματικά αξιέπαινες επιστολές διαμαρτυρίας των συλλογικών φορέων τους, που στάλθηκαν προς διάφορες κατευθύνσεις, μοιάζει να μην είναι αρκετές. Δυστυχώς, οι προσπάθειες να ακουστούν πιο δυνατά και πιο καθαρά οι δικές τους συλλογικές απόψεις δεν ήταν ούτε συστηματικές, ούτε συντονισμένες και προς κάθε κατεύθυνση που μπορεί να ασχημονούσε. Τα λάθη δεν αποφεύχθηκαν, όπως στην περίπτωση Μπλέτσα, όταν κάποιοι κινούμενοι από μάλλον υπέρμετρο πατριωτισμό και προστατευτισμό μοιάζει να έδωσαν σάρκα και οστά σε έναν ανύπαρκτο ήρωα, μίας ανύπαρκτης μειονότητας. Οι εμπλεκόμενοι έδωσαν μια πραγματικά μοναδική ευκαιρία σε όλους όσους ήθελαν να ισχυρίζονται πως οι Βλάχοι στην Ελλάδα καταπιέζονται και ακόμη χειρότερα, πως διώκονται. Το πραγματικό θύμα δεν ήταν ο κύριος Μπλέτσας, ο οποίος ίσως τελικά βγήκε κερδισμένος από το όλο θέμα. Το θύμα ήταν η εικόνα των Βλάχων της Ελλάδας. Η προσοχή των αυτόκλητων πατρώνων και προστατών επικεντρώθηκε σε αυτό το μεμονωμένο επεισόδιο. Όλα τα σημαντικά επιτεύγματα των Βλάχων στην Ελλάδα και όχι μόνο μέσα στις τελευταίες δεκαετίες, έμοιαζαν να αγνοήθηκαν επιδεικτικά. Βέβαια, όλα αυτά τα επιτεύγματα παραμένουν εκεί και μαρτυρούν σε οποιονδήποτε αντικειμενικό και καλοπροαίρετο παρατηρητή πως οι Βλάχοι της Ελλάδας μπορούν να χαρακτηριστούν από μία στερεή ισορροπία, ανάμεσα στην όποια γλωσσική ή άλλη ετερότητά τους και την αναφαίρετη ιδιότητά τους ως συστατικά και δικαιωματικά μέλη της Ρωμιοσύνης, του Νεότερου Ελληνισμού και της σύγχρονης Ελλάδας.
Οι συλλογικοί φορείς έκφρασης των Βλάχων, προβληματισμένοι εδώ και καιρό, έχουν κατανοήσει πως οι δραστηριότητές τους, αν και πετυχημένες και αξιέπαινες, όπως τα ανταμώματα, δεν είναι αρκετές. Μοιάζει να αναζητούνται νέες μορφές δράσεις. Ίσως οφείλουν να δηλώνουν ένα πολύ πιο δυναμικό «παρών» εκεί όπου μεθοδεύονται καταστάσεις. Παραδείγματος χάρη, η Πανελλήνια Ομοσπονδία θα μπορούσε να κάνει πιο αισθητή την παρουσία της και να μεταφέρει τις απόψεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων βλάχικης καταγωγής που εκπροσωπεί σε μη κυβερνητικές οργανώσεις, διεθνείς ή εγχώριες, σε ενδιαφερόμενα ευρωπαϊκά γραφεία ή διεθνείς οργανισμούς, σε ερευνητικά κέντρα, σε συνέδρια ή συναντήσεις, εκεί όπου, τέλος πάντων, συζητείται το όνομα των Βλάχων. Και μόνο ο εντυπωσιακός αριθμός των μελών αυτής της Ομοσπονδίας και η προβολή του έργου της θα μπορούσαν να ανατρέψουν τις διαστρεβλωμένες εντυπώσεις που κάποιοι άλλοι καλλιεργούν. Η Ομοσπονδία και ο κάθε Σύλλογος χωριστά θα μπορούσαν να δώσουν μία πιο ουσιαστική και θεσμική μορφή στη στήριξη και τη βοήθεια που, ούτως ή άλλως, προσφέρουν κατά καιρούς τόσο σε απλούς ερευνητές, όσο και σε ελληνικά ακαδημαϊκά ερευνητικά κέντρα και θεσμούς. Η καθιέρωση και θεσμοθέτηση σοβαρών επιστημονικών συνεδρίων και παρουσιάσεων, η προκήρυξη ερευνητικών και συγγραφικών διαγωνισμών, η έκδοση και προώθηση μονογραφιών και επιστημονικών περιοδικών, η επιβράβευση εργασιών και προσώπων, η καλλιέργεια έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων ενημέρωσης μπορούν και ίσως θα έπρεπε να είναι οι επόμενοι στόχοι. Όλα αυτά σε ένα πνεύμα συνεργασίας και με γνώμονα τη συλλογική προσπάθεια και όχι την προσωπική προβολή ή την πολιτική εξυπηρέτηση ορισμένων. Είναι γνωστό πως αν κάποιος επιθυμεί να κερδίσει ένα κατεξοχήν πολιτικό παιχνίδι, όπως αυτό που μας απασχολεί εδώ σήμερα, θα πρέπει να είναι σε θέση να παρουσιάσει πειστική έρευνα, έγκυρη πληροφόρηση, ξεκάθαρη και σαφή εικόνα.
Υπάρχει η αίσθηση πως η πιο άδικη και ανεδαφική στάση και αντιμετώπιση των Βλάχων πηγάζει από την επιφυλακτικότητα, τη συχνά αρνητική στάση και την τραγική, πολλές φορές, άγνοια των ελλήνων πολιτικών ιθυνόντων και των θεσμών που υπηρετούν. Πολλές φορές μάλιστα, δημιουργείται η εντύπωση πως η ελληνική θέση είναι αμυντική απέναντι στις παρεμβάσεις που ειπώθηκαν παραπάνω. Οι ιστορικές αναφορές και η προβολή της συμβολής των Βλάχων στην οικοδόμηση της σύγχρονης Ελλάδας, όπως στις περιπτώσεις των εθνικών ευεργετών και των ηρώων βλάχικης καταγωγής, που άλλωστε δεν ήταν και λίγοι, μοιάζει να είναι τετριμμένες και μόνο για εσωτερική κατανάλωση. Υπάρχει ο φόβος πως για όσο καιρό οι διάφοροι αυτόκλητοι σωτήρες και πάτρωνες θα αυτοπαρουσιάζονται ως οι μόνες πηγές ορθής πληροφόρησης για θέματα σχετικά με τους Βλάχους, τόσο θα διαιωνίζονται τα όποια προβλήματα. Οι Βλάχοι της Ελλάδας και μαζί τους και η ελληνική πολιτεία με τους θεσμούς αρωγής που διαθέτει θα πρέπει να αρθρώσουν έναν πολύ πιο ισχυρό λόγο. Αντί να δίνουν την εντύπωση πως άγονται και φέρονται από εύκολα προβλεπόμενες καταστάσεις, καλούνται να πάρουν μία πολύ πιο δυναμική και αποφασιστική θέση.
Ας έρθουμε, λοιπόν, στο τι θα μπορούσε να κάνει η ίδια η πολιτεία και οι θεσμοί της. Το σίγουρο είναι πως θα έπρεπε, από καιρό, να είχε ξεπεράσει τις όποιες αναστολές της. Πόσο τραγικά και τραυματικά ήταν τα περιστατικά των λαθρομεταναστών βλάχικης καταγωγής που απελαύνονταν στην Αλβανία, ως μη Έλληνες Βορειοηπειρώτες, στις αρχές της δεκαετίας του `90! Πόσο άτολμες και υποτονικές ακούγονταν οι φωνές των πολιτικών αντρών όταν αναφερόταν σε Έλληνες των Σκοπίων, δηλαδή σε ανθρώπους κυρίως βλάχικης καταγωγής! Είναι, άραγε, αλήθεια πως έλληνες αντιπρόσωποι σε ευρωπαϊκούς θεσμούς συνυπέγραψαν έντυπα που χαρακτήριζαν τους Βλάχους της Ελλάδας ως μία μειονότητα; Τέτοιες καταστάσεις δηλώνουν πως η πολιτεία είχε ουσιαστική άγνοια για το ποια πραγματικά είναι η βαλκανική της διάσταση και το εθνικό δυναμικό της. Έμοιαζε σαν να αποποιούταν την αναφαίρετη ιδιότητά της ως «Μητρόπολη των Βλάχων» και να αποκήρυττε δημόσια τα ίδια της τα παιδιά. Αν υποθέσουμε πως σήμερα υπάρχει «Βλάχικο Ζήτημα», και σίγουρα δεν υπάρχει στις διαστάσεις που κάποιοι θα ήθελαν να του προσδώσουν, είναι γιατί, από τους Βαλκανικούς Πολέμους και μετά, η πολιτεία αντιμετώπισε την ύπαρξη των Βλάχων, μέσα και έξω από τα σύνορά της, λίγο ή πολύ, ως ένα θέμα ταμπού.
Αν αυτά τα λάθη αποδίδονται στην άγνοια τότε είναι κατανοητό για το πόσο αναγκαία είναι η δημιουργία ενός κάποιου ανοιχτού κέντρου έρευνας και πληροφόρησης. Όσο καλή διάθεση κι αν έχουν δείξει κάποια ακαδημαϊκά πρόσωπα και απλοί ιδιώτες προς αυτή την κατεύθυνση δεν έχει επιχειρηθεί κάποια συστηματική και συντονισμένη προσπάθεια. Ένα τέτοιου είδους κέντρο, που θα μπορούσε να συνοδεύεται και από κάποιο μουσείο και αρχείο, μπορεί να αναπτυχθεί σε συνδυασμό με κάποιον προϋπάρχοντα ακαδημαϊκό θεσμό ή και να θεσπιστεί ανεξάρτητα. Πολλοί θα μπορούσαν και μάλλον θα έπρεπε να ανατρέξουν σε ένα κέντρο πληροφόρησης για τους Βλάχους ή και για τους Βλάχους, όπως οι δημόσιοι λειτουργοί, μα κυρίως οι δημοσιογράφοι από τους οποίους έχουμε ακούσει και διαβάσει ακατονόμαστα μαργαριτάρια περί Βλάχων. Θα μπορούσε να μορφώσει τόσο τους όποιους ενδιαφερόμενους από το εξωτερικό, όσο και την εγχώρια κοινή γνώμη, αποτρέποντας τη σύγχυση που επικρατεί. Αν όχι ένα κέντρο πληροφόρησης και έρευνας, τότε μία πανεπιστημιακή έδρα με αντικείμενο τους Βλάχους, ή μία άλλη για τις ρωμανικές γλώσσες και ουσιαστικό αντικείμενο τα βλάχικα θα μπορούσαν να βοηθήσουν αποτελεσματικότερα προς αυτή την κατεύθυνση. Ίσως δεν είναι άγνωστο σε ορισμένους πως το αντίπαλο δέος διαθέτει, ήδη, ένα ολόκληρο πανεπιστήμιο, με την επωνυμία «Αndrei Saguna» στην Κωστάντζα, το οποίο ασχολείται διεξοδικά και σχεδόν αποκλειστικά με τους Βλάχους. Ενώ εμείς στο Τμήμα Βαλκανικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου προσφέρουμε στους νέους ειδήμονες που θα διαθέτει η χώρα μας περισσότερες γνώσεις για τη Μαύρη Θάλασσα παρά για τα Βαλκάνια. Έστω και μία προσεγμένη και μάλλον τολμηρή αναφορά στα σχολικά βιβλία, θα μπορούσε να ξεδιαλύνει τις ατεκμηρίωτες απόψεις που συχνά πυκνά ακούγονται από εδώ και από εκεί.
Αρκετοί είναι αυτοί που πιστεύουν πως η όλη υπόθεση έχει πολωθεί, αποκλειστικά και μόνο, ανάμεσα στις ελληνικές και τις ρουμανικές θέσεις. Αυτό δεν ισχύει εδώ και καιρό, καθώς πέρα από τις δύο γνωστές, κυρίαρχες και αντικρουόμενες τοποθετήσεις περί Βλάχων, έχουν κάνει την εμφάνισή τους και άλλες νεότερες. Στην κάθε μία από τις Βαλκανικές Χώρες, που φιλοξενεί ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο αριθμό πολιτών βλάχικης καταγωγής, καλλιεργείται μια άλλη άποψη. Επιπλέον, προωθείται μία νεοπαγή θεώρηση πως οι Βλάχοι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια ανεξάρτητη εθνοτική ομάδα διάσπαρτη στα Βαλκάνια και στον κόσμο. Το όλο σκηνικό δηλώνει πόλωση και οριστική πολυδιάσπαση δίχως προοπτικές εξομάλυνσης. Επομένως δεν είναι παράξενο το ότι απασχολεί και ίσως απασχολήσει ακόμη πιο έντονα, κάποιους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ιδιαίτερα μέσα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής προοπτικής του συνόλου των Βαλκανίων. Για ορισμένους, οι όποιες ευρωπαϊκές παρεμβάσεις μπορεί να μεταφραστούν σε ευκαιρίες προσωπικής προβολής, αλλά και σε κονδύλια και επιχορηγήσεις. Για κάποιους άλλους, ίσως, αβέβαιους, απροετοίμαστους και μάλλον άτολμους, μεταφράζονται σε πιθανό κίνδυνο.
Απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο θα μπορούσε να προβληθεί το αναμφισβήτητο γεγονός πως οι άνθρωποι βλάχικης καταγωγής, που ζουν στην Ελλάδα, ξεπερνούν αριθμητικά όλους τους υπόλοιπους στις άλλες Βαλκανικές Χώρες κι επιπλέον η ομάδα τους εξακολουθεί να ζει στον προγονικό μητροπολιτικό χώρο όλων των Βλάχων. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσαν να παραμένουν δημοκράτες και παράλληλα να μιλούν και ακόμη χειρότερα να ενεργούν, στο όνομα του συνόλου των Βλάχων, δίχως τη συγκατάθεση της πλειοψηφίας τους; Η όποια αυτόκλητη ευρωπαϊκή παρέμβαση, με επιστημονικό ή πολιτικό ενδιαφέρον, θα ήταν τελικά σωτήρια ή θα κινδύνευε να φέρει αρνητικά αποτελέσματα, επιταχύνοντας το συνειδητό «αποβλαχισμό» και βαθαίνοντας ακόμη περισσότερο την πολυδιάσπαση; Θα έπρεπε να βοηθήσουμε να γίνει κατανοητό πως, στην πράξη, η ίδρυση βλάχικων σχολείων και εκκλησιών, που έχει ήδη επιχειρηθεί στην Αλβανία και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, όπως και τα τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά προγράμματα στα βλάχικα, δεν έφεραν τα αποτελέσματα που υποτίθεται αναμενόταν. Αντίθετα μάλιστα αντιμετωπίστηκαν με εντυπωσιακή αδιαφορία από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Μπροστά στην επιβολή ενός μειονοτικού χαρακτηρισμού αυτοί προτιμούν την αποποίηση της όποιας βλάχικης ταυτότητας και την πλήρη αφομοίωση. Μπορεί η παροχή μειονοτικών δικαιωμάτων να βελτιώνει την «ευρωπαϊκή εικόνα» της κάθε χώρας, όμως δυστυχώς συνοδεύεται από την ανάπτυξη και άλλων παράπλευρων τραγικών φαινομένων, όπως η παραγωγή κατ’ επάγγελμα μειονοτικών και η ώθηση της καριέρας πολιτικάντηδων. Αν λοιπόν, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί που φέρονται να παρεμβαίνουν ενδιαφέρονται τελικά μόνο για τις τυπικότητες και τις εικόνες ας πληροφορηθούν για την πραγματικότητα των παρενεργειών που θα επέφερε η επιβολή μειονοτικής πολιτικής. Είναι η συρρίκνωση, η πολυδιάσπαση και η μουσειακή διατήρηση της όποιας βλάχικης ταυτότητας αυτό που πραγματικά επιθυμούν;
Καταλήγοντας στο δια ταύτα, όσοι πραγματικά ενδιαφέρονται για τους Βλάχους θα πρέπει να λάβουν σοβαρά υπόψη τα αισθήματα, τις ανησυχίες και τις απόψεις της συντριπτικής πλειοψηφίας τους και όχι τις παραφωνίες που επιχειρούν να αυτοπαρουσιαστούν ως κυρίαρχες. Αυτή η πλειοψηφία, μέσω των συλλογικών φορέων έκφρασης που ανέπτυξε, έχει ήδη αποδείξει πως διαθέτει και λόγο και ταλέντο. Μέχρι στιγμής οι Βλάχοι της Ελλάδας έχουν προασπίσει και προβάλει αποτελεσματικά την ταυτότητά τους απέναντι σε όλους όσους θα ήθελαν να τους ετεροπροσδιορίσουν. Και αν τα χειρότερα έχουν αποφευχθεί είναι γιατί αυτοί αντιστάθηκαν. Η απόφαση για δράση είναι δική τους υπόθεση και κανείς δεν θα έπρεπε να τους επιβάλει πολιτικές κατευθύνσεις για το πως θα πρέπει να αντιλαμβάνεται τους ίδιους τους τούς εαυτούς. Όσον αφορά το βαθιά πολιτικό θέμα της γλωσσικής διάσωσης και διατήρησης, ίσως αν υπάρξει μια κάποια διασφάλιση, πως η όποια προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση δε θα χρησιμοποιηθεί ως ένας μοχλός για την ανατροπή της αίσθησης που έχουν για την ταυτότητά τους και της ισορροπίας που διαμόρφωσαν με την κοινωνία μέσα στην οποία ζουν, ίσως μόνον τότε θα επιχειρούσαν οι ίδιοι κάτι. Η πολιτεία ας στρέψει την προσοχή της προς αυτήν την κατεύθυνση, ας στηρίξει και ας προβάλει αυτήν την ήδη έμπρακτη τοποθέτηση των ίδιων της των πολιτών. Οι Βλάχοι αποτελούν ένα ζωντανό, και όχι απλά ένα ιστορικό, συστατικό στοιχείο της σύγχρονης Ελλάδας. Οι Βλάχοι είναι κομμάτι της σάρκας της και της ψυχοσύνθεσής της. Θα ήταν τραγικό να υποβάλει τον εαυτό της στη διαδικασία του αυτοακρωτηριασμού, όσο παράλογο θα ήταν για μια μάνα να αντιμετώπιζε τα παιδιά της ως νόθα.
Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2005
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Αστέρης Κουκούδης