Τα Μεγάλα Λιβάδια, μία από τις τελευταίες εξαιρεθείσες και εναπομείναντες κοινότητες της Ελλάδας, υπάγονται στην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Είναι κτισμένα πάνω στο κεντρικό οροπέδιο του δασωμένου Πάικου, σε ύψος 1.200 περίπου μέτρων και σε απόσταση 28 χιλιομέτρων δυτικά της Γουμένισσας. Τη χειμερινή περίοδο και η έδρα της κοινότητας μεταφέρεται στη γειτονική Αξιούπολη. Η ιστορία του χωριού μας μπορεί να μην είναι πολύ παλιά, όμως η ιστορία των κατοίκων του είναι ένα κεφάλαιο της ιστορίας των περήφανων Βλάχων της Ελλάδας.
Μέχρι τα γεγονότα της Κατοχής και του Εμφυλίου τα Μεγάλα Λιβάδια, μαζί με τον περιφερειακό οικισμό των Μικρών Λιβαδίων, ήταν μία από τις μεγαλύτερες και ακμαιότερες βλάχικες κοινότητες της Μακεδονίας.
Οι ρίζες των περισσότερων από τους οικιστές των δύο χωριών βρίσκονται στη Γράμμουστα του νομού Καστοριάς, ένα από τα παλαιότερα και σχεδόν μυθικά μητροπολιτικά βλαχοχώρια κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της Πίνδου.
Οι ρίζες των περισσότερων από τους οικιστές των δύο χωριών βρίσκονται στη Γράμμουστα του νομού Καστοριάς, ένα από τα παλαιότερα και σχεδόν μυθικά μητροπολιτικά βλαχοχώρια κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της Πίνδου. Οι πρώτοι οικιστές βρέθηκαν στις πλαγιές του Πάικου γύρω στα 1760 αναζητώντας ασφάλεια και προοπτική μακριά από τους επικίνδυνους Τουρκαλβανούς. Στα 1769 ακολούθησαν νέα κύματα προσφύγων προερχόμενα και πάλι από τη Γράμμοστα, αλλά και από τη Μοσχόπολη, την άλλοτε μεγάλη και ένδοξη μητρόπολη των Βλάχων, που εκείνη τη χρονιά γνώρισε την πρώτη καταστροφή της στα χέρια των Τουρκαλβανών γειτόνων της. Οι αφίξεις των προσφύγων με το βιος και τα κοπάδια που μπόρεσαν να περισώσουν συνεχίστηκαν και στα χρόνια της κηδεμονίας του Αλή Πασά των Ιωαννίνων (1788-1820), έχοντας για αιτία, αν όχι τα όμορφα μάτια κάποιας βλαχοπούλας, όπως θέλουν οι παραδόσεις, τουλάχιστον τα μυθικά πλούτη των τσελιγκάτων της Γράμμουστας και την αντίσταση των Γραμμουστιάνων στις διαθέσεις του Αλή. Την ίδια περίοδο, ανάμεσα στα 1812 με 1816, και για τους ίδιους λόγους έφτασε και προστέθηκε μία μεγάλη ομάδα οικογενειών από το Περιβόλι των Γρεβενών. Αργότερα και πιθανά μετά το 1856 εγκαταστάθηκαν εδώ και ορισμένες οικογένειες προερχόμενες από τη Σαμαρίνα.
Αρχικά οι περισσότεροι από αυτούς τους φυγάδες-πρόσφυγες βρίσκονταν σκορπισμένοι σε οικογενειακούς και λίγο ή πολύ ανεξάρτητους καλυβικούς οικισμούς στη γύρω περιφέρεια του Πάικου, της Τζένας, του Καϊμακτσαλάν και μέχρι την περιοχή του Τίκβες. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα είχαν μπει τα θεμέλια του οικισμού των Μικρών Λιβαδίων, στην περιοχή που ήταν γνωστή με το όνομα Πάσσιανα ή Πασσιάνα, και αργότερα, ανάμεσα στα 1830 με 1840, άρχισαν να κτίζονται τα πρώτα πέτρινα σπίτια του οικισμού των Μεγάλων Λιβαδίων, όπου συγκεντρώθηκε ο μεγαλύτερος αριθμών των οικογενειών των μέχρι τότε σκορπισμένων τσελιγκάτων. Η παλιότερη παραδοσιακή οικονομία των κατοίκων, που βασίζονταν στην ημινομαδική κτηνοτροφία, έδωσε στους δύο οικισμούς την εικόνα και το χαρακτήρα των ορεινών ημινομαδικών βλάχικων κοινοτήτων. Αν και τα δύο αυτά χωριά βρέθηκαν να αναπτύσσονται ανάμεσα στους εδραίους βλάχικους οικισμούς της περιοχής των Βλαχομογλενών δεν είναι βλαχομογλενίτικοι οικισμοί. Οι κάτοικοί τους διέφεραν από τους Μογλενίτες Βλάχους ως προς την προέλευση, τη διάλεκτο, τον τρόπο ζωής, τις ασχολίες, την οικονομία γενικότερα, την ενδυμασία, τα ήθη και τα έθιμα.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα και ύστερα από την εξαγορά των απαραίτητων γειτονικών εκτάσεων και των ορεινών βοσκών του Πάικου, οι δύο οικισμοί είχαν εξελιχθεί σε δυναμικά κεφαλοχώρια. Η οικονομία της ημινομαδικής κτηνοτροφίας με τα πολυάριθμα κοπάδια των κατοίκων υπόσχονταν ένα καλύτερο μέλλον. Τη θερινή περίοδο τα Μεγάλα Λιβάδια λειτουργούσαν ως ένα αυτοδύναμο οικονομικό κέντρο για τη γύρω περιοχή των Βλαχομογλενών, αν και οι κάτοικοι διατηρούσαν επαφές και δοσοληψίες με τις πόλεις της Γευγελής και των Γιαννιτσών, μα ιδιαίτερα με τη Θεσσαλονίκη. Το χειμώνα οι κάτοικοι σκόρπιζαν αναζητώντας χειμαδιά στους κάμπους και τους χαμηλούς λόφους της Κεντρικής Μακεδονίας, από την Έδεσσα και τη Γευγελή μέχρι τη Χαλκιδική. Ωστόσο, η εμφάνιση της ρουμανικής προπαγάνδας, σε συνεργασία με τους Βούλγαρους κομιτατζίδες και τις τουρκικές αρχές, με τις διασπαστικές τάσεις, την αντιπαλότητα, τη διχόνοια, τις ταραχές, τις λεηλασίες, τις καταστροφές και τις δολοφονίες που τη συνόδευαν ήρθε να ανακόψει τη εξέλιξη και τη πρόοδο των Μεγάλων Λιβαδίων. Η αντίσταση που προέβαλαν οι Μεγαλολιβαδιώτες απέναντι στους σκοπούς και τους στόχους της προπαγάνδας τους οδήγησε στο μάτι του κυκλώνα. Ο αριθμός των θυμάτων του Μακεδονικού Αγώνα στους δύο οικισμούς ήταν από τους μεγαλύτερους που προσέφεραν τα βλαχοχώρια της Μακεδονίας.
Η απογραφή του 1913, αμέσως μετά την απελευθέρωση, παρουσιάζει 3.823 κατοίκους στα Μεγάλα Λιβάδια και 355 κατοίκους στα Μικρά Λιβάδια, αν και κάποιες άλλες αναφορές, όπως και οι παραδόσεις, αναφέρουν πως, εκείνη την εποχή και κατά τη θερινή περίοδο, οι δύο οικισμοί συγκέντρωναν περισσότερους από 5.500 κατοίκους. Και μόνο η αναφορά σε αυτούς τους αριθμούς μπορεί να μας μεταφέρει την εικόνα μίας μικρής αλλά δυναμικής πολιτείας για τα δεδομένα της εποχής και της περιοχής, καθώς τα Λιβάδια παρουσιάζονται ως η ένατη μεγαλύτερη κοινότητα σε όλη τη σημερινή Κεντρική Μακεδονία. Έτσι μπορούμε να κατανοήσουμε πόσο αξιόλογος οικισμός ήταν το δίδυμο των Μεγάλων και των Μικρών Λιβαδίων στις αρχές του 20ου αιώνα.
Από το 1912 και μετά, το μέλλον διαγράφονταν ευοίωνο για τους Μεγαλολιβαδιώτες καθώς τα κοπάδια τους είχαν πολύ πιθανά ξεπεράσει τις 200.000 αιγοπρόβατα. Ωστόσο νέα προβλήματα έκαναν την εμφάνισή τους. Οι μάχες του Μακεδονικού Μετώπου του Α` Παγκοσμίου Πολέμου κατέστρεψαν τους δύο οικισμούς και οι κάτοικοι σκόρπισαν για δύο και πλέον χρόνια (1916-18). Η επιδημία της ισπανικής γρίπης που ακολούθησε ενίσχυσε την εικόνα του μαρασμού. Οι ανάγκες για τη αποκατάσταση των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, από το 1922 και μετά, σε συνδυασμό με τη συνέχιση της δράσης της ρουμανικής προπαγάνδας, έφεραν την καταλυτικότερη κρίση που γνώρισαν μέχρι τότε οι Μεγαλολιβαδιώτες. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου η προπαγάνδα, αλλά ίσως και η αδιαφορία της πολιτείας, προκάλεσαν τη μεγαλύτερη αιμορραγία για το δυναμικό των δύο οικισμών, καθώς αντιμέτωποι με την οικονομική ανέχεια και εξαπατημένοι από τις υποσχέσεις των προπαγανδιστών το 1/3 των κατοίκων μετανάστευσαν στις αφιλόξενες τότε στέπες της Ντόμπρουτζας.
Στις 4 Μαϊου του 1943, στα χρόνια της Κατοχής, και ενώ τα Λιβάδια είχαν συνέλθει από τις προηγούμενες καταστροφές ήρθε η χαριστική βολή. Οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι συνεργάτες τους εκκένωσαν, λεηλάτησαν και πυρπόλησαν τους δύο οικισμούς. Ακολούθησαν τα πικρά χρόνια του Εμφυλίου και οι Μεγαλολιβαδιώτες ρίζωσαν στα χειμαδιά τους, στα χωριά και τις πόλεις της Κεντρικής Μακεδονίας. Σήμερα υπολογίζεται πως υπάρχουν γύρω στις 15.000 Μεγαλολιβαδιώτες σκορπισμένοι στους Νομούς Πέλλας, Κιλκίς, Ημαθίας και Θεσσαλονίκης. Αξίζει να αναφέρουμε έστω και επιγραμματικά τα 40 και πλέον χωριά και πόλεις όπου σήμερα κατοικούν Μεγαλολιβαδιώτες. Στο Νομό Πέλλας είναι: ο Προφήτης Ηλίας, η Καλή, τα Καλύβια, ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Λουκάς, τα Εσώβαλτα, η Ακρολίμνη, η Λάκκα, η Αραβησσός, το Αχλαδοχώρι, ο Παλιός και ο Νέος Μυλότοπος και τα Γιαννιτσά. Στο Νομό Κιλκίς είναι: η Γουμένισσα, η Αξιούπολη, ο Ευρωπός, το Πολύκαστρο, η Πλατανιά, το Βαφιοχώρι, η Κοτύλη, η Κοκάρτζα, το Κοιλάδι και το Κιλκίς. Στο Νομό Θεσσαλονίκης είναι: το Πρόχωμα, το Ανατολικό, το Πετρωτό, ο Πεντάλοφος, η Νεοχωρούδα, το Ωραιόκαστρο και το Παλαιόκαστρο, τα Διαβατά, ο Εύοσμος, η Μενεμένη, η Ευκαρπία, η Πολίχνη, τα Πεύκα, το Φίλυρο, το Ασβεστοχώρι, η Εξοχή, ο Χορτιάτης, η Πυλαία, η Θέρμη, το Τριάδι, ο Άγιος Βασίλειος, το Κολχικό, οι Πέντε Βρύσες και βέβαια η Θεσσαλονίκη.
Μετά τον Εμφύλιο, ένας πολύ μικρός αριθμός οικογενειών συνέχισε να ανεβαίνει τα καλοκαίρια στα εκτεταμένα ερείπια των δύο οικισμών. Ήταν οικογένειες που συνέχιζαν την παραδοσιακή ζωή των ημινομάδων κτηνοτρόφων, αλλά και οικογένειες που βρήκαν οικονομική διέξοδο στην πατατοκαλλιέργεια. Το 1970, τα ερείπια των Μεγάλων Λιβαδίων ισοπεδώθηκαν και κτίστηκαν 80 νέα μικρά σπίτια για τους κτηνοτρόφους και τους πατατοκαλλιεργητές. Σήμερα πια υπάρχουν περισσότερα από 120 νέα σπίτια και το χωριό αρχίζει να γνωρίζει μία νέα περίοδο ανάπτυξης, τελείως διαφορετική από την παραδοσιακή που είχε άλλοτε. Οι οικογένειες που κατάγονται από τα Μεγάλα Λιβάδια επιστρέφουν στο χωριό τους κτίζοντας νέα παραθεριστικά αυτή τη φορά σπίτια, ακολουθώντας την παράδοση που θέλει τους Βλάχους να ανεβαίνουν στα βουνά κάθε καλοκαίρι. Η περηφάνια των Μεγαλολιβαδιωτών για την καταγωγή τους και η αγάπη τους για την παράδοση οδήγησε στη δημιουργία τεσσάρων πολιτιστικών συλλόγων. Το 1964 ιδρύθηκε ο "Λαογραφικός Σύλλογος Μεγαλολιβαδιωτών Πάικου" με έδρα τη Θεσσαλονίκη, το 1994 ιδρύθηκε ο σύλλογος "Οι Πέντε Βρύσες" των Μεγαλολιβαδιωτών της Αξιούπολης, το 1995 ιδρύθηκαν δύο ακόμη σύλλογοι ο "Σύλλογος Βλάχων Θέρμης-Τριαδίου "Ο Άγιος Νικόλαος" και ο σύλλογος "Το Άγιο Πνεύμα" των Μεγαλολιβαδιωτών, Κοκκινοπλιτών και Κλεισουριωτών της Νέας Ευκαρπίας Θεσσαλονίκης.
Μία νέα γενιά Μεγαλολοβαδιωτών, μεγαλωμένων με τις διηγήσεις των παππούδων τους, φέρεται να έχει τη διάθεση να ξαναγεννήσει το χωριό, αλλά και να διατηρήσει και να προστατέψει τη παράδοση. Για άλλη μία φορά οι Μεγαλολιβαδιώτες φέρονται έτοιμοι και ικανοί να αρθρώσουν το δικό τους λόγο, αλλά και να προχωρήσουν σε ενέργειες για να αντιμετωπίσουν όλους εκείνους που μιλούν για μας χωρίς εμάς.
ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΛΙΒΑΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΚΟΥ.
Αστέρης Ι. Κουκούδης.