Ο γιατρός Δημήτριος Κ. Ζάννας, Θεσσαλονίκη 1907Η παρουσία στη Θεσσαλονίκη ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου αριθμού ορθόδοξων χριστιανών βλάχικης καταγωγής επιβεβαιώνεται, μέσα από αρχειακές πηγές, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν την επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους στα 1830, διαδοχικά κύματα Βλάχων συνέρρευσαν στη μακεδονική πρωτεύουσα, προσαυξάνοντας ακόμη περισσότερο την προηγούμενη βλάχικη παρουσία.
Άλλοι αναζήτησαν εδώ ασφάλεια μετά από τις έκρυθμες καταστάσεις που γέννησαν επαναστατικές κινήσεις και πολεμικές περιπέτειες, (1821, 1854, 1878, 1904-1908), και άλλοι ευκαιρίες οικονομικής και κοινωνικής προόδου, καθώς η πόλη σταδιακά μεταλλάσσονταν, παίρνοντας τη μορφή ενός δυναμικού διοικητικού και οικονομικού κέντρου στην καρδιά των τελευταίων οθωμανικών επαρχιών στα Βαλκάνια.

 

Είναι γεγονός πως, μέχρι την απελευθέρωση στα 1912, η μεγαλύτερη και πιθανότερα η δυναμικότερη ομάδα των Βλάχων της Θεσσαλονίκης προερχόταν από τα βλαχοχώρια στην περιφέρεια του Ολύμπου και ιδιαίτερα από το Λιβάδι. Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, έκαναν πιο αισθητή την παρουσία τους εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες Βλάχοι από τις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Πελαγονίας, (Κλεισούρα, Νυμφαίο, Βλάστη, Μοναστήρι, Κρούσοβο κ.α.). Πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν εδώ ακολουθώντας παραδοσιακές μεταναστευτικές πρακτικές που απαιτούσαν την ανάπτυξη  επαγγελματικών δικτύων αλληλοϋποστήριξης. Συνεταίροι και συνεργάτες, με στενές συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους, διασκορπίζονταν και εγκαθίσταντο στα αναπτυσσόμενα οικονομικά κέντρα όλων των βαλκανικών χωρών προς ενίσχυση κοινών οικονομικών στόχων.

            Αξίζει   να γίνει μία αποσπασματική αναφορά στα γραφόμενα ενός πραγματικά άριστου γνώστη της πόλης, του Ιωσήφ Νεχαμά. Αυτός ο σημαντικότατος ιστορικός περιγράφει παραστατικότατα το τρόπο με το οποίο εγκαταστάθηκαν και ενσωματώθηκαν στην τοπική ελληνορθόδοξη κοινότητα της Θεσσαλονίκης αυτοί οι νεότεροι Βλάχοι μέτοικοι.
«...Η ελληνική κοινότητα έπειτα από την εγκατάσταση των σιδηροδρόμων, ενισχύθηκε αριθμητικά από ένα πλήθος ορθόδοξων αποικιών, που ήρθαν απ' όλα τα μέρη της Μακεδονίας και της Ηπείρου και εγκαταστάθηκαν στην πόλη. Οι έμποροι της ενδοχώρας, που ερχόταν να κάνουν προμήθειες, τα 'χαναν κατά κάποιον τρόπο στην μεγάλη αγορά της Θεσσαλονίκης. Εκ φύσεως δύσπιστοι, ήθελαν να έχουν επί τόπου δικούς τους αντιπροσώπους. Από κάθε κωμόπολη ήρθε στη Θεσσαλονίκη ένας αντιπρόσωπος, που επιφορτίστηκε με τις αγορές, τις πωλήσεις, τις αποστολές των συμπολιτών του, των οποίων έγινε ο εκπρόσωπος και ο αποκλειστικός πράκτορας και συνάμα ο οδηγός και ο σύμβουλος. Ο εντολοδόχος εφάρμοζε αυστηρά τοπικιστικά κριτήρια στην επιλογή του προσωπικού του, έπαιρνε στη δουλειά του υπάλληλους και υπηρέτες που καταγόταν μόνο από το μικρό του μέρος. Γύρω του και χάρη σ' αυτόν, συγκροτήθηκε μία μικρή αποικία. Όταν έκανε περιουσία, γινόταν εκείνος ο ίδιος έμπορος, ίδρυε πλούσιους εμπορικούς οίκους και παραχωρούσε την θέση του μεσάζοντα σ' έναν συμπατριώτη του. Έτσι σχηματίζονταν στη Θεσσαλονίκη μικροσκοπικές αποικίες, πιστές στην γενέτειρά τους, που διοργάνωναν κάθε χρόνο στην πόλη γιορτές, χορούς, υπέρ του σχολείου ή της εκκλησίας του χωριού τους. Ενσωματώνονταν, όμως, όλες στην ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης, μετείχαν στην διοίκησή της, συντελούσαν με τις δωρεές τους στην ευημερία της. Οι ορθόδοξοι Τόσκηδες [Αρβανίτες – Αλβανοί] και οι Βλάχοι, που είχαν γίνει κάτοικοι της πόλης, δεν ξεχώριζαν από τους Έλληνες, των οποίων αύξαναν το πληθυσμιακό δυναμικό. Δεν έγινε το ίδιο με τους Βούλγαρους...»

Η ενσωμάτωση των Βλάχων στην τοπική ελληνορθόδοξη κοινότητα δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως κάτι το αξιοπερίεργο, αλλά ως μία δικαιωματική και αναγκαία εξέλιξη. Το γεγονός πως η μητρική τους γλώσσα ήταν άλλη από τα ελληνικά ήταν κοινωνικά αποδεκτό και δεν αποτελούσε εμπόδιο, καθώς η παρουσία βλαχόφωνων μέσα στην κοινότητα είχε διαχρονικό χαρακτήρα. Επιπλέον, οι νεότεροι μέτοικοι βλάχικης καταγωγής δεν αποτελούσαν μία περιθωριακή ομάδα επυλίδων, η οποία θα μπορούσε εύκολα να αποκλειστεί από την αγορά και την κοινοτική οργάνωση. Η κοινωνική διαστρωμάτωση των Θεσσαλονικέων Βλάχων είχε τη βάση της ανάμεσα στους απλούς τεχνίτες και επαγγελματίες της αγοράς, όπως τους πολλούς χανιτζήδες και φουρνάρηδες. Ωστόσο, έφτανε μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια της κοινωνικής ιεράρχησης. Βλάχοι υπήρχαν ανάμεσα στα αιρετά μέλη των συντεχνιών και των κοινοτικών ιδρυμάτων, τους εκπαιδευτικούς, τους εκδότες εφημερίδων, τους επιστήμονες τους κτηματίες, τους μεγαλοεπιχειρηματίες και το «αρχοντολόι». Ο προσανατολισμός τους προς την οικονομία της αγοράς φαίνεται πως ενίσχυσε και καθόρισε ακόμη περισσότερο τη δικαιωματική και ισότιμη ένταξή τους στις τάξεις της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Στις αρχές πια του 20ού αιώνα, στα κρίσιμα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, συγκρίνοντας τις διάφορες βιβλιογραφικές και αρχειακές πηγές, δεν είναι δύσκολο να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα πως οι Θεσσαλονικείς που είχαν μακρινή ή κοντινή βλάχικη καταγωγή αποτελούσαν το λιγότερο το ένα τρίτο και ίσως να πλησίαζαν το μισό της δημογραφικής δύναμης της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητος.

Η δραματική εθνικιστική πολιτική εισήχθηκε από την Ευρώπη στα Βαλκάνια με κάποια καθυστέρηση. Ωστόσο, πήρε εκρηκτικές διαστάσεις όταν συγκροτήθηκαν πολλαπλές και συγκρουόμενες μεταξύ τους εθνικές κοινότητες μέσα στην ασθενική Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων έτσι και στη Θεσσαλονίκη, η ρουμανική εθνικιστική παρέμβαση προσπάθησε, αρχικά, να διεισδύσει ανάμεσα στους εδώ εγκατεστημένους Βλάχους με την ίδρυση ρουμανικών σχολείων. Ωστόσο, η ύπαρξη δυναμικών ελληνικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων φαίνεται πως απέτρεψε για μεγάλο χρονικό διάστημα την εδραίωση ρουμανικών σχολείων στην πόλη και την επίτευξη του πραγματικού στόχου, που ήταν η ίδρυση μίας διασπαστικής κοινότητας με ρουμανίζουσες εθνικές επιλογές. Επιπλέον, η ταυτότητα της βλάχικης εγκατάστασης στη Θεσσαλονίκη, όπως αυτή περιγράφθηκε εν συντομία πιο πάνω, εκμηδένιζε τις πιθανότητες για τη δημιουργία και την εδραίωση ρουμανίζουσας κοινότητας στην πόλη. Είναι προφανές πως οι ιθύνοντες της προπαγανδιστικής κίνησης γνώριζαν αρκετά καλά πως η βλάχικη εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη ήταν πολύ διαφορετική από τα απλά βλαχοχώρια και τους νομαδοκτηνοτροφικούς οικισμούς της μακεδονικής ενδοχώρας. Είχαν να κάνουν με μία από τις πλέον αστικοποιημένες και εκμοντερνισμένες βλάχικες εγκαταστάσεις στα Βαλκάνια. Όμως, η επίτευξη των ρουμανικών στόχων στη μακεδονική πρωτεύουσα δίπλα στις οθωμανικές και τις διπλωματικές αρχές κρινόταν ως άκρως επιβεβλημένη.

Ήδη από το 1881, ο τότε υπουργός παιδείας της Ρουμανίας Ουρέκιας, βλάχικης καταγωγής από τον Κλεινοβό του Ασπροποτάμου και πρώην πρόεδρος του Μακεδονορουμανικού Συλλόγου, του βασικού συλλογικού φορέα δράσης των προπαγανδιστών στο Βουκουρέστι, διέταζε και πίεζε το ρουμάνο πρόξενο στη Θεσσαλονίκη να προχωρήσει γρήγορα στη σύσταση και εδώ ενός δευτεροβάθμιου ρουμανικού εκπαιδευτικού ιδρύματος, «όπως ούτως επιταθώσιν αι υπέρ του ρουμουνικού προσηλυτισμού ενέργειαι και εν τη πόλει ταύτη». Θα περάσουν δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια με οικονομικά σκάνδαλα και καταχρήσεις μέχρι την ίδρυση μίας φιλόδοξης και μεγαλεπήβολης ρουμανικής «Εμπορικής Σχολής» το 1899, με φτωχά αποτελέσματα, συγκεντρώνοντας αρχικά 78 μαθητές και 9 καθηγητές. Το πρωτοβάθμιο ρουμανικό σχολείο για τα μικρότερα παιδιά συγκέντρωνε 62 μόνο μαθητές και μαθήτριες και κατά παράδοξο τρόπο φέρεται να ιδρύθηκε ένα χρόνο μετά την ίδρυση του δευτεροβάθμιου ιδρύματος. Η εντυπωσιακή διαφορά ανάμεσα στο μαθητικό δυναμικό του πρωτοβάθμιου και του δευτεροβάθμιου ιδρύματος προέκυπτε από το γεγονός πως η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών της «Εμπορικής Σχολής» ήταν οικότροφοι και προέρχονταν από τη μακεδονική ενδοχώρα και όχι από τις βλάχικες οικογένειες της πόλης. Το μέγεθος της οικονομικής παρέμβασης και επένδυσης για τον προσηλυτισμό νεοφώτιστων ανάμεσα στους Βλάχους υπέρ των καινοφανών ρουμανικών εθνικών απόψεων γίνεται κατανοητό από τον προϋπολογισμό του 1901 για τη λειτουργία της «Εμπορικής Σχολής» στη Θεσσαλονίκη. Σε αυτή εργάζονταν 12 εκπαιδευτικοί και άλλοι 9 υπάλληλοι. Για τους μισθούς τους, το ενοίκιο και τη γενικότερη λειτουργία της σχολής και του οικοτροφείου δαπανήθηκε το τεράστιο για τα δεδομένα της εποχής ποσό των 36.195 λέι. Συγκριτικά, για τα προϋπάρχοντα δευτεροβάθμια ρουμανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα στο Μοναστήρι και τα Ιωάννινα δαπανήθηκαν τότε αντίστοιχα 26.500 λέι και 24.260 λέι. Σύμφωνα με ρουμανικές πηγές, η «Εμπορική Σχολή» στη Θεσσαλονίκη ήταν ιδέα του τότε Υπουργού Παιδείας της Ρουμανίας Τάκη Ιονέσκου, ο οποίος είχε εν μέρη βλάχικη καταγωγή,  και πραγματοποιήθηκε ύστερα από τη διαμεσολάβηση και τις έντονες πιέσεις προς τις οθωμανικές αρχές εκ μέρους ισχυρών γερμανικών διπλωματικών παραγόντων στην Κωνσταντινούπολη. Τελικά, οι συνθήκες που αντιμετώπισε η ρουμανική παρέμβαση στη Θεσσαλονίκη της επέβαλαν αλλαγή της στρατηγικής της.

            Ένα πρόχειρο σχεδιάγραμμα μίας υπό σύνταξη έκθεσης που προέρχεται από το Ελληνικό Προξενείο στη Θεσσαλονίκη μας μεταφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τη βλάχικη παρουσία στην πόλη και ρίχνει φως στα τότε τεκταινόμενα και τη δράση της προπαγάνδας. Το σχεδιάγραμμα αυτό γράφτηκε στις 6 Μαΐου 1900 και αναφέρει πως, μερικές μέρες πριν, η διεύθυνση της ρουμανικής «Εμπορικής Σχολής» είχε δημοσιεύσει στον τοπικό τύπο, στα ελληνικά και τα ρουμανικά, πρόσκληση για συνέλευση των Βλάχων εμπόρων και βιοτεχνών της πόλης. Σκοπός της συνέλευσης ήταν η σύσταση «συνεταιρισμού» προς ενίσχυση των διάφορων επαγγελματικών δραστηριοτήτων των συμμετεχόντων. Ωστόσο, ήταν σαφές πως ο ουσιαστικός στόχος δεν ήταν άλλος από την σύσταση ρουμανικής κοινότητας στην πόλη. Όμως, η πραγματικότητα αποσιωπόταν, καθώς οι προσκληθέντες ήταν μέλη της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Στη συνέλευση παρουσιαστήκαν μόλις 30 έμποροι, παραγγελιοδόχοι, ράφτες και αρτοποιοί. Ο διευθυντής της ρουμανικής σχολής Διμάνας από την Αχρίδα, παρουσία και των άλλων εκπαιδευτικών, πήρε το λόγο και εξήρε τις αρετές ενός υποτιθέμενου βλαχικού έθνους. Παρουσίασε το πρακτικό για τον προτεινόμενο συνεταιρισμό, συντεταγμένο στα ελληνικά, και ζήτησε να το υπογράψουν όσοι είχαν προσέλθει. Εκλέχθηκε δωδεκαμελής επιτροπή, αποτελούμενη κυρίως από Βλάχους προερχόμενους από την περιοχή της Πελαγονίας. Το έργο τους θα ήταν η σύνταξη ενός καταστατικού για τον συνεταιρισμό, ο οποίος δεν είχε αποφασιστεί αν θα είχε αποκλειστικά βλάχικο χαρακτήρα, αλλά ούτε και η επωνυμία του. Η επιτροπή συνεδρίασε μετά από μερικές μέρες, παρά τη διαρροή ορισμένων μελών. Ο συντάκτης του εγγράφου επισημαίνει πως η σύσταση ενός τέτοιου συνεταιρισμού από τους τοπικούς υποκινητές της ρουμανικής κίνησης έχει πιθανότητες να πετύχει, καθώς πολλοί από τους Βλάχους εμποροβιοτέχνες της πόλης είχαν ανάγκη παροχής πιστώσεων. Έκρινε πως αυτό θα μπορούσε να αποτραπεί με την ανάπτυξη ενός ανάλογου ελληνικού ιδρύματος. Η  ελληνική  εμπορική δραστηριότητα στην πόλη βρισκόταν σε ύφεση και είχε ανάγκη υποστήριξης και ενίσχυσης, ώστε να μην φτάσει σε οριακό σημείο. Όμως, ο πιο σοβαρός κίνδυνος ήταν εθνικός, αφού ο διακαής στόχος των υποκινητών ήταν η ίδρυση ρουμανικής κοινότητας. Επισημαίνεται, δε, η πολυάριθμη παρουσία Βλάχων στην πόλη, προερχόμενων από το Κρούσοβο, το Νυμφαίο, το Μεγάροβο, τα Βελεσσά, την Κλεισούρα, τη Σαμαρίνα και τη Βέροια, οι οποίοι έδιναν ζωογόνα πνοή στην ελληνορθόδοξη κοινότητα ως αναπόσπαστα μέλη της. Εντυπωσιακή ήταν η επισήμανση πως μία αποχώρηση των Βλάχων θα οδηγούσε την κοινότητα σε τέτοιο βαθμό συρρίκνωσης με αποτέλεσμα να καταστεί μικρότερη ακόμη και από αυτή των Βούλγαρων που είχαν συρρεύσει στην πόλη. Επιπλέον, αναφέρεται πως κάτι τέτοιο δεν αφορούσε τους ιδιαίτερα πολυάριθμους Λιβαδιώτες, καθώς αυτοί ήταν αποκατεστημένοι  στην πόλη για πάρα πολλά χρόνια, μιλούσαν με άνεση τα ελληνικά, είχαν ακραιφνή ελληνικά αισθήματα και είχαν ενσωματωθεί μέσω επιγαμιών με τους γηγενείς Θεσσαλονικείς. Υπό την πίεση των εξελίξεων ο τότε Έλληνας Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Ρωμανός έστειλε προς το Υπουργείο των Εξωτερικών επίσημη έκθεση, με ημερομηνία 10 Μαΐου 1900, όπου παρουσίασε προς τους ανωτέρους του, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, την κρισιμότητα της κατάστασης. Επισήμανε το ρόλο και μέγεθος της συμβολής των Βλάχων στην ενδυνάμωση της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας. Ζητούσε τη λήψη μέτρων με  την ίδρυση ελληνικών χρηματοπιστωτικών  οργανισμών, και κατέληγε λέγοντας πως οι πιο εξέχοντες έμποροι ανάμεσα στους Βλάχους της πόλης ανέλαβαν να μεταπείσουν αυτούς που είχαν παρασυρθεί και να ανατρέψουν πλήρως τα σχέδια των προπαγανδιστών. Από τα δύο αυτά έγγραφα κατανοούμε πως η ρουμανική προπαγάνδα προσπάθησε για άλλη μία φορά να εκμεταλλευτεί τόσο τη δύσκολη οικονομική κατάσταση ή τη φιλοχρηματία ορισμένων Βλάχων, όσο και το κενό που άφηναν οι χειρισμοί ή η αμέλεια των Ελλήνων ιθυνόντων. Τελικά, η προσπάθεια ίδρυσης «βλάχικου συνεταιρισμού» και έντεχνα μέσω αυτού μίας ρουμανικής κοινότητας, απέτυχε όταν τέθηκαν σε λειτουργία στη Θεσσαλονίκη, με αρκετή καθυστέρηση, οι πρώτοι ελληνικοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, το 1899 η Τράπεζα Μυτιλήνης, το 1905 η Τράπεζα Βιομηχανικής Πίστεως και το 1906 η Τράπεζα Ανατολής. Ωστόσο, ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως οι Θεσσαλονικείς με βλάχικη καταγωγή ήταν πραγματικά πολυάριθμοι και ίσως όσοι και οι αποκλειστικά ελληνόφωνοι. Επιπλέον, αντλούμε ενισχυτικές πληροφορίες για τον εθνικό και οικονομικό ρόλο τους μέσα στους κόλπους της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας.

            Το 1903 με 1904 στη Θεσσαλονίκη εξακολουθούσε να φυτοζωεί η ρουμανική Eμπορική Σχολή με τέσσερις τάξεις. Σε αυτήν εργάζονταν 12 συνολικά δάσκαλοι για τους μόλις 49 μαθητές που συγκέντρωνε. Οι περισσότεροι από τους μαθητές ήταν οικότροφοι. Επιπλέον, λειτουργούσε ένα ρουμανικό σχολείο για τα μικρότερα παιδιά με ένα δάσκαλο, μία δασκάλα και μόλις 20 μαθητές και μαθήτριες. Το αξιοπερίεργο είναι πως τα ρουμανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα συνέχισαν τη λειτουργία τους σε μία πόλη όπου δεν υπήρχε αναγνωρισμένη από τις οθωμανικές αρχές ρουμανική ή ρουμανίζουσα κοινότητα. Έτσι, στις αρχές του 1904, για άλλη μια φορά, ο διευθυντής και το διδακτικό προσωπικό αυτών των ιδρυμάτων προσκάλεσαν σε συνέλευση τους Βλάχους κατοίκους με σκοπό την εκλογή επιτροπής που θα ενεργούσε για τη σύσταση μίας τέτοιας κοινότητας. Οι υπογραφές που συγκεντρώθηκαν για αυτό το σκοπό ήταν μόλις 40 και από αυτούς που έβαλαν την υπογραφή τους μόνο τέσσερις με πέντε ήταν διακεκριμένοι κάτοικοι της πόλης. Σύμφωνα με επιστολή, με ημερομηνία 6 Μαρτίου 1904,  του τότε Έλληνα προξένου στη Θεσσαλονίκη Ε. Ευγενιάδη προς τον Υπουργό των Εξωτερικών Α. Ρωμανό, η αντίδραση των Βλάχων της Θεσσαλονίκης ήταν και πάλι άμεση. Οι πλέον σημαίνοντες  ανάμεσά τους, σε συνεργασία με το προξενείο, ήρθαν σε επαφή με τους λιγότερο προνομιούχους και με αυτούς που είχαν παρασυρθεί. Βοήθησαν αρκετούς να κατανοήσουν τους κινδύνους και έπεισαν ορισμένους να ζητήσουν τη διαγραφή των υπογραφών τους από το σχετικό πρακτικό. Συγκρότησαν μια δεκαμελή επιτροπή επιστημόνων και εμπόρων, η οποία συσκέφτηκε σε χώρο της μητρόπολης, όπου πάρθηκαν αποφάσεις για την περαιτέρω δράση τους προς αντιμετώπιση του προβλήματος. Συνέταξαν υπόμνημα διαμαρτυρίας στο οποίο κατεδείκνυαν την ταύτιση των Βλάχων της Μακεδονίας με τον ελληνισμό και το αβάσιμο των ρουμανικών αξιώσεων. Κίνησαν διαδικασίες ώστε αυτό να υπογραφθεί από τους κατοίκους βλάχικης καταγωγής. Επιπλέον, μεθόδευσαν την αποστολή αντιγράφων στα βλάχικα χωριά και τις εγκαταστάσεις της μακεδονικής ενδοχώρας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως πρότυπο για την προώθηση συλλογικότερων αντιδράσεων και διαμαρτυριών από τους βλάχικους πληθυσμούς.

Μέχρι τα τέλη του 1904 και παρά τις συνεχείς προσπάθειες και τις χρηματικές χορηγήσεις που προσφέρονταν δεν είχε δημιουργηθεί ρουμανίζουσα κοινότητα, καθώς οι προπαγανδιστές βρίσκονταν αντιμέτωποι με τη συγκροτημένη και συλλογική αντίδραση των Θεσσαλονικέων Βλάχων. Επιπλέον, το αριθμητικό δυναμικό των μαθητών των ρουμανικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων παρουσίαζε μία συνεχώς φθίνουσα πορεία. Το 1905 και σύμφωνα με στατιστική του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην πόλη υπήρχαν δύο ρουμανικά εκπαιδευτικά ιδρύματα με 30 μαθητές, 15 μαθήτριες, 9 δασκάλους και 3 δασκάλες. Η αναλογία μαθητών και εκπαιδευτικών είναι δηλωτική των προσπαθειών που καταβάλλονταν. Από το 1903 και μέχρι τα χρόνια της Κατοχής τα ρουμανικά σχολεία λειτουργούσαν στην οδό Μισραχή, σήμερα Φλέμιγκ, στις νέες τότε συνοικίες στην ανατολική πλευρά της πόλης. Λίγο πριν το 1908, σημειώθηκαν προσπάθειες ώστε να τεθεί, για πρώτη φορά, σε λειτουργία και μία ρουμανική εκκλησία. Για το σκοπό αυτό ενοικίασαν ένα δωμάτιο σε οίκημα που ανήκε στο Βλάχο δικηγόρο Χρηστάκη Καλαϊτζή. Το ενδεικτικό στοιχείο στην περίπτωση αυτής της υποτυπώδους ρουμανικής εκκλησίας ήταν πως ο ιερέας της, που είχε ήδη μισθωθεί από τους κύκλους των ρουμανιζόντων, δε γνώρισε ρουμανικά και κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν καν βλάχικης καταγωγής. Ήταν μάλλον ελληνόφωνος, με καταγωγή από το Μελένικο,  ονομαζόταν Αγαθόνικος και εκείνη την εποχή κατέβαλε προσπάθειες να μάθει ρουμάνικα ώστε να μπορεί να ιερουργεί.

            Στα χρόνια της σκληρής φάσης του Μακεδονικού Αγώνα, στα μέσα της δεκαετίας του 1900-1910, οι Θεσσαλονικείς βλάχικης καταγωγής όχι μόνο απενεργοποίησαν τους στόχους των ρουμανιζόντων μέσα στην πόλη, αλλά πέρασαν και στην αντεπίθεση. Συνεργαστήκαν στενότατα με το κέντρο της λήψης των αποφάσεων, δηλαδή το Ελληνικό Προξενείο, και επέκτειναν τη δράση τους στη μακεδονική ενδοχώρα. Από τα 36 σπουδαιότερα στελέχη του «Κέντρου Θεσσαλονίκης» τα 17 τουλάχιστον αναγνωρίζονται ως βλάχικης καταγωγής. Είναι επίσης χαρακτηριστικό πως από τα επτά στελέχη του «Εκτελεστικού Θεσσαλονίκης» οι τρεις ήταν βλάχικης καταγωγής, ήταν οι Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Αλκιβιάδης Μάλτος και Κωνσταντίνος Τορνιβούκας. Στις 4 Δεκεμβρίου του 1905, το «Κέντρο Θεσσαλονίκης» αποφάσισε να εκτελέσει τον τότε επιθεωρητή των ρουμανικών σχολείων στο βιλαέτι Θεσσαλονίκης Λάζαρο Ντούμα ή Δούμα, με καταγωγή από το Πισοδέρι. Ο εκτελεστής Τάσος Βόγας ήταν κι ο ίδιος Βλάχος. Με μια κίνηση που άφησε μεγάλες εντυπώσεις για την αποφασιστικότητά της,  πυροβόλησε και εκτέλεσε το Δούμα μέσα σε ένα κατάμεστο από κόσμο εστιατόριο στην  κεντρική πλατεία Ελευθερίας. Οι διασυνδέσεις των Θεσσαλονικέων Βλάχων με τις ιδιαίτερες πατρίδες τους και τη μακεδονική ενδοχώρα στάθηκαν καταλυτικές για την οργάνωση των δικτύων δράσης του προξενείου. Θεσσαλονικείς βλάχικης καταγωγής που κατείχαν τσιφλίκια στις γύρω περιοχές, όπως οι συγγενείς μεταξύ τους Παπαγεωργίου και Ζανναίοι (τσιφλίκι Παλατιτσίων στη Βέροια), οι αδελφοί Μπίτσιου (τσιφλίκια Κίτρους και Αϊγιάννη στην Κατερίνη) και η οικογένεια Μιχαήλβεη (τσιφλίκι Αγίου Μάμαντος στη Χαλκιδική), προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο Προξενείο και βοήθησαν στο να αποτραπεί η περαιτέρω δράση της προπαγάνδας ανάμεσα στους λιγότερο προνομιούχους Βλάχους της μακεδονικής υπαίθρου. Το δυναμικό της παραδοσιακής αντίληψης πως «όλοι οι Βλάχοι είναι μια γενιά» στάθηκε καταλυτικό για την εξομάλυνση εκρηκτικών καταστάσεων. Όπως στην περίπτωση που ο πρόξενος Λάμπρος Κορομηλάς με τη βοήθεια των Παπαγεωργίου και των Ζανναίων μπόρεσε να έρθει τελικά σε επαφή με τους Βεργιάνους Βλάχους και μάλιστα την περίοδο που το «Κέντρο Βέροιας» καλλιεργούσε τη σύγκρουση με αυτούς και απέτρεπε κάθε επαφή τους με το προξενείο. Οι Συρρακιώτες στην καταγωγή αδελφοί Μπίτσιου βοήθησαν στο να αποτραπεί η προπαγανδιστική δράση ανάμεσα στους Αρβανιτόβλαχους του Άνω Βερμίου, οι οποίοι κατά παραδοσιακό τρόπο παραχείμαζαν στα κτήματα των Μπίτσιου στο Κίτρος της Πιερίας. Οι αστοί Βλάχοι της Θεσσαλονίκης στάθηκαν ουσιαστικά ο συνδετικός κρίκος με τους λιγότερο προνομιούχους νομαδοκτηνοτρόφους Βλάχους της υπαίθρου, σε εποχές που οι κατεξοχήν ελληνόφωνες μακεδονικές πολιτείες τους αντιμετωπίζονταν δεσποτικά και περιφρονητικά, με αποτέλεσμα να γίνονται ακόμη ευκολότερα θύματα της προπαγάνδας. Έχοντας υπόψη κυρίως τους Θεσσαλονικείς Βλάχους ο Λάμπρος Κορομηλάς φέρεται να δήλωσε πως «εάν πέτυχε ο Μακεδονικός Αγώνας, οφείλεται κατά μέγα μέρος στους Κουτσόβλαχους, που ήταν από τους πιο καλούς συνεργάτες».

            Στις 15 Μαρτίου 1907, 526 Βλάχοι της Θεσσαλονίκης συνυπέγραψαν και απέστειλαν επιστολή προς το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, διαμαρτυρόμενοι για τη συνεχιζόμενη δράση της ρουμανικής προπαγάνδας, όχι μόνο στην πόλη τους αλλά και στην υπόλοιπη Οθωμανική Αυτοκρατορίας. Δήλωναν πιστοί και άγρυπνοι θεματοφύλακες των πατρικών παραδόσεών τους και διαμαρτύρονταν με τον πλέον επίσημο τόπο κατά της σκόπιμης παραμόρφωσης του εθνικού χαρακτήρα τους. Αποκήρυτταν όλους όσους με αντικανονικό και παράλογο τρόπο εισηγούνταν υποβολιμαίες καινοτομίες στον εκκλησιασμό και την εκπαίδευση, καθώς αυτοί υποκινούνταν από ξένους πολιτικούς υπολογισμούς. Απαρνιόνταν με αγανάκτηση εκείνους τους Βλάχους που είχαν την αξίωση να παρουσιάζονται ως εκφραστές του συνόλου. Ανακοίνωναν πως μόνο αυτοί είχαν το δικαίωμα εκφράζουν με κύρος και αυθεντία τις όποιες επιθυμίες των Βλάχων, καθώς αντιπροσώπευαν από άποψη ποιότητας και μεγέθους τα εννέα δέκατα του βλάχικου πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κύρια επιθυμία τους ήταν να διατηρήσουν τη μακραίωνη χρήση της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών γραμμάτων στις εκκλησίες και τα σχολεία μας και να εξοβελίσουν την άγνωστη και ακατανόητη για αυτούς ρουμανική γλώσσα. Διευκρίνιζαν πως δεν αποτελούσαν κάποια περιθωριακή ομάδα, αλλά αντιθέτως, ανάμεσά τους υπάρχουν «λόγιοι, επιστήμονες, έμποροι και πάσης τέχνης και παντός επαγγέλματος εργάτες», γεγονός που τους καθιστούσε ικανούς να εκφράσουν άποψη για την ταυτότητά τους. Για την τεκμηρίωση των λεγομένων τους, οι υπογραφές και τα ονόματά τους συνοδεύονταν από το επάγγελμα και την ιδιότητα του κάθε ενός. Στην επιστολή τους επισύναπταν ακριβή ονομαστικό κατάλογο των μόλις τριάντα ρουμανιζόντων Βλάχων που ζούσαν τότε στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με την οθωμανική νομοθεσία, μόνο έξι πληρούσαν τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρούνται κάτοικοι της πόλης. Από τους υπόλοιπους οι δεκαέξι ήταν δάσκαλοι των ρουμανικών σχολείων ή άτομα που εξαρτιόνταν άμεσα από τη λειτουργία τους και τη δράση της ρουμανικής κίνησης.

            Μέσα στο κλίμα της έντασης και της αναστάτωσης εκείνων των χρόνων οι σημαντικότερες από τις ομάδες των Βλάχων της Θεσσαλονίκης οργάνωσαν και έθεσαν σε λειτουργία συλλογικούς φορείς με στόχους την ενίσχυση της συνοχής των παροικιών τους, την ενίσχυση των μητροπολιτικών τους κέντρων και την άμυνά τους απέναντι στη δράση της προπαγάνδας. Το 1907 ιδρύθηκε η «Αδελφότητα των Κλεισουριαίων» με την επωνυμία «Άγιος Μάρκος», η οποία ακολούθησε τα πρότυπα της παλαιότερης αδελφότητας που είχαν ιδρύσει στην Κωνσταντινούπολη με την επωνυμία «Προφήτης Ηλίας». Η αδελφότητα των προερχόμενων από την Κλεισούρα δε διέφερε ουσιαστικά από ανάλογα σωματεία που διέθεταν στη Θεσσαλονίκη άλλες ομάδες ελληνοορθοδόξων παροίκων, όπως οι ελληνόφωνοι Κοζανίτες, Σιατιστινοί και Χαλκιδικιώτες, οι σλαβόφωνοι Δεβραλήδες και οι αλβανόφωνοι και βλαχόφωνοι Κορυτσαίοι. Μετά την Επανάσταση των Νεότουρκων, στις 28 Σεπτεμβρίου του 1908, η παλαιότερη και πολυπληθέστερη μέχρι τότε ομάδα των Βλάχων της Θεσσαλονίκης με καταγωγή από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου ίδρυσε το «Σύλλογο των Βλαχόφωνων Ελλήνων» με την επωνυμία «Ο Όλυμπος». Το μέγεθος της προσήλωσής τους στην ελληνική ιδέα και της αντίδρασής τους προς τη ρουμανική προπαγάνδα διαφαίνεται στα πρώτα άρθρα του σχετικού κανονισμού του συλλόγου, όπου δήλωναν πως:
«Άρθρον 1. Ιδρύεται υπό των εν Θεσσαλονίκη παροικούντων Βλαχολιβαδιτών του Ολύμπου Σύλλογος υπό την επωνυμίαν ο ΟΛΥΜΠΟΣ.
Άρθρον 2. Κύριος και πρωτεύων σκοπός του Συλλόγου έσται η κατάργησις της κοινώς Κουτσοβλαχικής λεγομένης γλώσσης και η εισαγωγή της Ελληνικής ως οικογενειακής γλώσσης των Βλαχόφωνων Ελλήνων.
Άρθρον 3. Ο κύριος σκοπός επιδιωχθήσεται συντόνως α'. δια των σχολείων, β'. δι' ιδρύσεως συσσιτίων αρρένων και θηλέων, γ'. δια παντός άλλου δυνατού ηθικού μέσου όπερ ο Σύλλογος κατά προτίμησιν θα θεωρή εκάστοτε προσφορώτερον και συντελεστικώτερον εις την επίτευξιν του επιδιωκόμενου τούτου εθνικού σκοπού.
Άρθρον 4. Δευτερεύοντες σκοποί έσονται α'. Η δια παντός ηθικού και νομικού μέσου συστηματική και αδιάλειπτος αντίδρασις κατά του Ρωμουνικού προσηλυτισμού. β'. Η πνευματική και υλική ευημερία των παρά τον Όλυμπον Κοινοτήτων, Βλαχολίβαδου, Κοκκινοπλού και Φτέρης δι' ευρυτέρας διαδόσεως της παιδείας, δι' ιδρύσεως καταλλήλων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, δια κατασκευής κρηνών, υδραγωγείων και οχετών, δι' οδοποιίας και δια παντός άλλου συντελεστικού μέσου. Εις επιτέλεσιν δε τούτων υποδεικνυομένων εις τας ανωτέρω Κοινότητας και όπου δει, ο Σύλλογος θα προσέρχηται επίκουρος εφ' όσον αι δυνάμεις θα επιτρέπωσιν αυτώ. γ'. Ο συνασπισμός και η αλληλοβοήθεια των μελών του Συλλόγου και η ανάλογος προς τας δυνάμεις αυτού ηθική και υλική υποστήριξις των αναξιοπαθούντων συμπολιτών.»
Η διάθεση των Ολύμπιων Βλάχων για την ενίσχυση της ελληνικής εκπαίδευσης στους ίδιους τους μητροπολιτικούς οικισμούς τους και η προφανής καταπολέμηση οποιασδήποτε προπαγανδιστικής πρακτικής επιβεβαιώνονται από το γεγονός πως σε κανένα από αυτά τα χωριά δεν μπόρεσε να εδραιωθεί, ούτε και για μικρό χρονικό διάστημα, κάποιο ρουμανικό σχολείο. Από την άλλη μεριά, το γεγονός πως ο βασικός σκοπός του συλλόγου ήταν η «κατάργηση» της βλάχικης γλώσσας δηλώνει από μόνο του πως, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές πολιτικές επιλογές, η ειδοποιός χρήση της βλάχικης παρουσίαζε εντονότατες αντιστάσεις στη φυσική διαδικασία της αφομοίωσης, ακόμη και ανάμεσα στους κόλπους της παλαιότερης και πλέον ενσωματωμένης βλάχικης παροικίας της Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, τα βλάχικα εξακολουθούν να μιλιούνται μέχρι και σήμερα στο Λιβάδι, τον Κοκκινοπλό και τη Φτέρη-Καρίτσα.

Η επιθυμία για «κατάργηση» της βλάχικης δε σήμαινε απαραίτητα την επιθυμία εξόντωσή της. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως ανάμεσα σε αυτούς που έλαβαν την πρωτοβουλία για την ίδρυση αυτού του συλλόγου ήταν και ο Κωνσταντίνος Νικολαΐδης. Υπήρξε πρώην γυμνασιάρχης Θεσσαλονίκης και ήταν ο συντάκτης του σχετικού καταστατικού. Ο Νικολαΐδης ήταν άριστος γνώστης της βλάχικης, καθώς καταγόταν από το Λιβάδι, και σίγουρα εκδήλωσε ουσιαστικό ενδιαφέρον για τη μελέτη της. Ήταν ο συγγραφέας του περίφημου και πρωτοποριακού για την εποχή του Ετυμολογικού Λεξικού της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης, το οποίο εκδόθηκε στην Αθήνα το 1909. Η συγγραφή του επικροτήθηκε ιδιαίτερα και από πολλούς εκείνη την εποχή και ανάμεσά τους και τον τότε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ΄, στον οποίο είναι  αφιερωμένο από τον Κωνσταντίνο Νικολαΐδη.  Ο υπουργός εξωτερικών Στέφανος Δραγούμης και άλλοι πολιτικοί άντρες της εποχής παρουσιάζονται ως θερμοί  υποστηρικτές του Νικολαΐδη σε αυτή του την προσπάθεια.

            Εκατό χρόνια πριν, την εποχή των κοινοτικών αντιπαραθέσεων, σημειώθηκε ένα από τα πλέον δραματικά επεισόδια των βαλκανικών εθνικιστικών συγκρούσεων και των παρεμβάσεων των Μεγάλων Δυνάμεων. Οι Θεσσαλονικείς Βλάχοι με βασικούς πρωταγωνιστές τους Λιβαδιώτες έδωσαν με έναν καταλυτικό τρόπο τις δικές τους απαντήσεις στις προκλήσεις εκείνης της εποχής. Εκατό χρόνια μετά και καθώς τα Βαλκάνια βιώνουν για άλλη μία φορά εθνικιστικές εκρήξεις και εξωγενείς παρεμβάσεις, οι Βλάχοι έγιναν θέμα συζητήσεων. Κύκλοι επιστημονολογούντων, επαγγελματιών ακτιβιστών, υποτιθέμενων ουδέτερων παρατηρητών, αλλά και κρατικές παρεμβάσεις  επιχειρούν να εκφράσουν τις δικές τους απόψεις. Κάποιοι επιχείρησαν να αποδώσουν μειονοτικές διαστάσεις στη γλωσσική ετερότητα των Βλάχων. Ωστόσο, οι στερεότυπες θεωρήσεις, η επιστημονολαγνεία, οι προσωπικές φιλοδοξίες ορισμένων και οι πολιτικές παρεμβάσεις σκόνταψαν και πάλι στη διαχρονική και σαφή τοποθέτηση των άμεσα ενδιαφερόμενων. Η τοποθέτησή τους δεν διαφέρει και πολύ από αυτή που είχε εκφραστεί στα 1907, μέσα από την επιστολή διαμαρτυρίας των Θεσσαλονικέων Βλάχων. Οι Βλάχοι εξακολουθούν να μην αποδέχονται την όποια ανατροπή της αίσθησης που οι ίδιοι διαμόρφωσαν και διατηρούν για την ταυτότητά τους. Εξακολουθούν να δηλώνουν την ταύτισή τους με τη Ρωμιοσύνη. 

 

Θεσσαλονίκη, 30 Μαρτίου 2008
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΩΝ
ΚΑΙ Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΟΥ ΒΛΑΧΙΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ, 1900-1912

Ο καταλυτικός ρόλος των Λιβαδιωτών του Ολύμπου
Αστέρης Κουκούδης