Ο Γιάγκος Καραγιώργης και το Στέργιος ΚουκούδηςΕίναι γνωστό πως εκτός από τους ίδιους τους Βλάχους υπάρχουν αρκετοί που παρουσιάζονται να ενδιαφέρονται για τα “βλάχικα πράγματα”. Το να ενδιαφέρονται κάποιοι για μας ή να παρουσιάζονται πως νοιάζονται δεν είναι απαραίτητα κακό. Όταν όμως, παρουσιάζονται να μιλούν και να ενεργούν για μας δίχως εμάς, τότε σίγουρα υπάρχει κάποιο μάλλον σοβαρό πρόβλημα.
Για αυτό κρίνεται αναγκαίο να εξεταστούν και να γίνουν κατανοητά κάποια από τα γεγονότα και τις αναλογίες τους που διέπουν τα “βλάχικα πράγματα” και που θα έπρεπε να γνωρίζουν οι όποιοι ενδιαφερόμενοι και πολύ περισσότερο εμείς οι Βλάχοι.
Τα νούμερα της παλαιότερης και σύγχρονης δημογραφίας των Βλάχων είναι σίγουρο πως κάνουν κατανοητές αυτές τις αναλογίες. Επίσης, θα πρέπει να επισημανθεί και να τονιστεί ιδιαίτερα το γεγονός πως υπάρχουν διαμορφωμένες και αναγνωρίσιμες Βλάχικες Μητροπόλεις και Βλάχικη Διασπορά. Και μόνο η γνώση αυτού του γεγονότος καθιστά τον πρόσφατο πολιτικό χαρακτηρισμό των Βλάχων από την πρόταση 1333 του Συμβουλίου της Ευρώπης ως μία “Διασκορπισμένη Εθνοτική Μειονότητα” τουλάχιστον αποτυχημένο αν όχι άδικο και μάλλον επικίνδυνο για τους Βλάχους.

 

 Οι άνθρωποι που εργάστηκαν, που πίεσαν και που μεθόδευσαν αυτό το χαρακτηρισμό δεν είναι άλλοι από τους γνωστούς “αλυτρωτικούς κύκλους” του εξωτερικού που εδώ και καιρό προσπαθούν να μας παρουσιάσουν μία νέα θεωρεία για την ταυτότητα των Βλάχων. Μοιάζει να έχουν σχεδόν εγκαταλείψει την προηγούμενη και για πολύ περισσότερο από έναν αιώνα άποψή τους, την οποία υποστήριζαν με πάθος και που ήθελε τους Βλάχους να είναι ένα κομμάτι των Ρουμάνων. Σήμερα, μας λεν πως οι Βλάχοι δεν είναι Ρουμάνοι, αλλά ούτε και Έλληνες, και πως είναι μία “Διασκορπισμένη Εθνοτική Μειονότητα”. Βέβαια, για την υιοθέτηση από το Συμβούλιο της Ευρώπης αυτής της λανθασμένης άποψης ευθύνη έχουν όχι μόνο οι “αλυτρωτικοί κύκλοι”, αλλά και οι Ευρωπαίοι εντολοδόχοι (βλέπε κύριος Lluis Maria de Puig) που ανέλαβαν, με ελαφριά την καρδιά, την έρευνα των “βλάχικων πραγμάτων”, όπως και η δική μας πολιτεία, οι θεσμοί και οι άνθρωποί της που μάλλον έδειξαν αδιαφορία για την αποτροπή αυτής της εξέλιξης. Ευθύνη μοιάζει να έχουν και οι θεσμοθετημένες οργανώσεις των Βλάχων της Ελλάδας, όπως η “Πανελλήνια Ένωση Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων” που μάλλον ενήργησε κατόπιν εορτής, ακόμη και οι κατά τόπους Σύλλογοι Βλάχων που είτε δεν ενήργησαν σωστά, είτε αδιαφόρησαν.

Ας πιάσουμε όμως το θέμα από μία λογική αρχή. Εξετάζοντας κανείς τις δημογραφικές ανακατατάξεις των Βλάχων γίνεται αντιληπτό πως, από το 1912-13 και μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων στα Βαλκάνια, τα 2/3 σύμφωνα με τις δημογραφικές εκτιμήσεις του G. Weigand, απέκτησαν και την ταυτότητα του έλληνα πολίτη, πέρα από αυτήν που ήδη είχαν ως συστατικά μέλη της ρωμιοσύνης. Το 1912-13, από το σίγουρα υποτιμημένο αριθμό των περίπου 160.000 Βλάχων, που ο G. Weigand υπολόγισε πως ζούσαν στα Βαλκάνια στα τέλη του 19ου αιώνα, οι 102.330 βρέθηκαν στην Ελλάδα, οι 30.830 στη σημερινή π.Γ.Δ.Μ., οι 13.465 στην Αλβανία και περίπου 10.000 στη Βουλγαρία, τη Σερβία, το Κόσσοβο και τη Βοσνία. Ωστόσο οι δημογραφικές καταγραφές του G. Weigand δε χαρακτηρίζονται από πληρότητα και απόλυτη ακρίβεια, όπως και άλλες της ίδιας περιόδου, (στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου). Εκ διαμέτρου αντίθετη και σίγουρα υπερβολική θέση παρουσιάζουν οι δημογραφικές αναφορές και οι πληθυσμιακοί κατάλογοι συγγραφέων της ρουμανικής βιβλιογραφίας (όπως οι στατιστικές Μαργαρίτη - Rubin, και Boga), όπου οι σκόπιμα προσαυξημένοι αριθμοί έρχονται σε πλήρη αντίθεση τόσο με τις σλαβικές (βουλγαρικές και σερβικές), όσο και με τις τότε επίσημες οθωμανικές - τουρκικές στατιστικές. Έτσι, συγκρίνοντας τις διάφορες ετερόκλιτες δημογραφικές αναφορές και συνυπολογίζοντας και κάποια άγνωστα ή λιγότερο γνωστά στατιστικά στοιχεία δεν είναι δύσκολο να καταλήξουμε στο ασφαλές συμπέρασμα πως στις αρχές του 20ου αιώνα οι Βλάχοι της Μητρόπολης και της Διασποράς στη νότια Βαλκανική αριθμούσαν τουλάχιστον 200.000 ψυχές και μάλλον όχι περισσότερες από 220.000. Είναι, βέβαια, σίγουρο πως οι “αλυτρωτικοί κύκλοι” και οι όποιοι οπαδοί τους θα εξέφραζαν αντίρρηση ως προς αυτό το νούμερο, αλλά και εμείς ως Βλάχοι θα επιθυμούσαμε να ήταν μεγαλύτερο. Όμως τα αποτελέσματα των συγκρίσεων των διάφορων πηγών μιλούν από μόνα τους.

Επιπλέον, αν εξετάζουμε ποιοι ήταν οι βλάχικοι οικισμοί και οι εγκαταστάσεις που απελευθερώθηκαν και ενσωματώθηκαν τότε στην Ελλάδα αποδεικνύεται πως όχι μόνο η δημογραφική πλειοψηφία των Βλάχων, αλλά και το σύνολο των βλάχικων μητροπολιτικών εστιών, εκτός της παρηκμασμένης Μοσχόπολης και ορισμένων άλλων εξαιρέσεων (Σίπισκα, Λάγγα, Νίτσα, Γκόπεσι, Μηλόβιστα, Ούμα), αποτελούν οριστικά πια αναπόσπαστο μέρος της ίδιας της Ελλάδας. Μόνο στις πλαγιές της Πίνδου από τη Γράμμοστα μέχρι το Περτούλι, εξακολουθούν να υπάρχουν 80 περίπου ορεινά μητροπολιτικά βλαχοχώρια, παρά τις βαθιές αλλαγές που έφεραν οι δεκαετίες του 20ου αιώνα. Αυτά τα βλαχοχώρια μαζί με ένα σωρό άλλα στέκουν ως οι πλέον κραυγαλέοι μάρτυρες απέναντι στη άδικη και μεθοδευμένη πρόταση 1333. Όμως η βλάχικη δημογραφική παρουσία στην ελληνική επικράτεια δεν είναι ένα φαινόμενο που περιορίζεται απλά και μόνο σε κάποιες ορεινές και απρόσιτες περιοχές. Μικρότερες ή μεγαλύτερες συγκεντρώσεις ομάδων βλάχικης καταγωγής υπάρχουν από την Ξάνθη μέχρι την Κέρκυρα και από τις εκβολές του Αχελώου μέχρι τις εκβολές του Σπερχειού, μέχρι τις γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά. Στην Ελλάδα και σε αντίθεση με την εικόνα που παρουσιάζει η βλάχικη δημογραφία στις γύρω βαλκανικές χώρες, ένα μεγάλο πλήθος νεώτερων βλάχικων εγκαταστάσεων στα πεδινά μέρη και τα αστικά, οικονομικά και διοικητικά κέντρα συνυπάρχει μαζί με τις πολυάριθμες μεσαιωνικές και ορεινές μητροπόλεις όλων των Βλάχων. Θα πρέπει λοιπόν να γίνει συνείδηση όλων μας πως η ίδια η Ελλάδα είναι η ουσιαστική Μητρόπολη των Βλάχων και πως οι Βλάχοι στις γύρω Βαλκανικές Χώρες βρίσκονται στη Διασπορά.

Τώρα ας έλθουμε στη σύγχρονη δημογραφική εικόνα των Βλάχων. Αν στα 1912-13 υπήρχαν στη Ελλάδα το λιγότερο 102.000 Βλάχοι σήμερα θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως σίγουρα υπάρχουν περισσότεροι από 500.000 απόγονοί τους. Ο αριθμός αυτός ξεπερνά κατά πολύ το σύνολο των υπόλοιπων Βλάχων που έχουν βρεθεί πέραν της ελληνικής επικράτειας. Σύγχρονες αναφορές επισημαίνουν πως, μέχρι το 1991, στην Αλβανία ίσως υπήρχαν τουλάχιστον 150.000 άτομα βλάχικης καταγωγής. Μέσα στην τελευταία δεκαετία αρκετές χιλιάδες από αυτούς αναζήτησαν μία καλύτερη τύχη, είτε ως ομογενής είτε ως οικονομικοί πρόσφυγες, και μοιάζει να ρίζωσαν οριστικά στην Ελλάδα. Στην τελευταία απογραφή του 1994 στην π.Γ.Δ.Μ. καταγράφηκαν εθελούσια ως Βλάχοι 8.467 άτομα. Όμως ο πραγματικός αριθμός των ατόμων βλάχικης καταγωγής σε αυτή τη χώρα εκτιμάται πως θα πρέπει να κυμαίνεται κάπου γύρω στις 80.000. Στη Βουλγαρία σίγουρα δεν υπάρχουν περισσότερα από 5.000 με 7.000 άτομα βλάχικης καταγωγής, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων που βρέθηκαν διασκορπισμένοι σε αυτή τη χώρα, μετά το 1912-13, ακολούθησαν μία πραγματικά μαζική έξοδο προς τη Ρουμανία στα χρόνια του Μεσοπολέμου, κυρίως λόγω της αντιπαράθεσης των δύο χωρών για τα εδάφη της Νότιας Δοβρουτσάς. Η διασπορά των Βλάχων οδήγησε, ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα, έναν μάλλον μεγάλο αλλά απροσδιόριστο αριθμό τους και στο χώρο της Γιουγκοσλαβίας. Σήμερα εξακολουθούν να υπάρχουν, ίσως, μέχρι και 10.000 άτομα βλάχικης καταγωγής κυρίως σε πόλεις της Σερβίας. Ερχόμενοι στη Ρουμανία θα πρέπει να επισημανθεί πως ιδιαίτερα αυτή η χώρα θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένας χώρος διασποράς και σίγουρα όχι ως ένας παλαιότερος ή σύγχρονος μητροπολιτικός χώρος των Βλάχων. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την περίοδο του Μεσοπολέμου και κυρίως μετά το 1924, γύρω στις 5.500 οικογένειες Βλάχων μετανάστευσαν στη Ρουμανία και εγκαταστάθηκαν στην πλειοψηφία τους κυρίως στην περιοχή της Νότιας Δοβρουτσάς. Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί πως το 50% και πλέον αυτών των μεταναστών προέρχονταν από τη Βουλγαρία και ακολουθούσαν αναλογικά ομάδες οικογενειών προερχόμενες από την Ελλάδα, την Αλβανία και τη σημερινή π.Γ.Δ.Μ.. Σήμερα οι απόγονοι αυτών των μεταναστών ίσως αριθμούν γύρω στις 100.000 άτομα, αν και στην απογραφή του 1992 απογράφηκαν μόνο 28.088 άτομα βλάχικης καταγωγής. (Στους αριθμούς των Βλάχων θα μπορούσαν να συνυπολογιστούν μερικές ακόμη χιλιάδες εξισλαμισμένων και εκτουρκισμένων πλέον Βλάχων εγκατεστημένων κυρίως σε διάφορες πόλεις και χωριά της Ανατολικής Θράκης στην Τουρκία, προερχόμενοι από το χωριό Νώτια του Νομού Πέλλας). Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, τα νεότερα κύματα της διασποράς οδήγησαν αρκετές χιλιάδες Βλάχων μέχρι τις Η.Π.Α., τη Γερμανία, τη Γαλλία και μέχρι την Αυστραλία και τον Καναδά. Στις τρεις πρώτες χώρες απαντώνται οι λεγόμενοι “αλυτρωτικοί κύκλοι” που δεν αριθμούν παρά μερικές εκατοντάδες άτομα ο καθένας, απομεινάρια κάποιων θλιβερών εποχών και καταστάσεων.

Με κάποιες πιθανά μικρές αποκλίσεις αυτά είναι μερικά από τα νούμερα και τις αναλογίες των “βλάχικων πραγμάτων”. Τηρουμένων των αναλογιών, το λογικό ερώτημα που γεννάται είναι πώς και γιατί μερικές εκατοντάδες ανθρώπων της νεότερης Διασποράς, που βρέθηκαν να ζουν για πάρα πολλές δεκαετίες ξεκομμένοι ουσιαστικά από την πραγματικότητα των Βλάχων, προσπαθούν να επιβάλλουν τις διάφορες θεωρίες και απόψεις τους για τα “βλάχικα πράγματα” στους κατά εκατοντάδες χιλιάδες πολλαπλάσιους Βλάχους που εξακολουθούν να ζουν στη γη των προγόνων τους, στην ίδια τους την πατρίδα, στους Βλάχους της Μητρόπολης ;
Και όσο για τον καταμερισμό των ευθυνών και για το τι θα έπρεπε ή τι πρέπει να γίνει ας το σκεφτούμε όλοι μας και ας αναλάβουμε το μερίδιο της ευθύνης που μας αναλογεί. Τόσο οι άνθρωποι των “αλυτρωτικών κύκλων”, με τους υποτιθέμενους ουδέτερους Ευρωπαίους εντολοδόχους παρατηρητές και τους διάφορους ξένους επιστήμονες και ερευνητές που κινούνται εδώ και χρόνια στα Βαλκάνια, όσο και οι άνθρωποι των θεσμοθετημένων βλάχικων οργανώσεων της Ελλάδας και οι Έλληνες ειδικοί επιστήμονες, μα κυρίως η ίδια η πολιτεία, οι θεσμοί της και οι άνθρωποι που τους στελεχώνουν, όμως πάνω από όλα εμείς οι ίδιοι οι Βλάχοι που κουραστήκαμε να ακούμε να μιλούν για μας δίχως εμάς.

Ωστόσο, η πιο άδικη και ανεδαφική στάση και αντιμετώπιση των “βλάχικων πραγμάτων” δεν πηγάζει από τους πρακτικά αδύναμους και χρονικά φθίνοντες κύκλους του εξωτερικού, αλλά από την επιφυλακτικότητα, τη συχνά αρνητική στάση και την τραγική, πολλές φορές, άγνοια των Ελλήνων πολιτικών ιθυνόντων, βλάχικης ή μη καταγωγής. Για όσο καιρό αυτοί οι “αλυτρωτικοί κύκλοι” θα παρουσιάζονται απέναντι στη διεθνή κοινότητα ως οι μόνες και αποκλειστικές πηγές πληροφόρησης για θέματα σχετικά με τους Βλάχους, τόσο θα διαιωνίζονται τα όποια προβλήματα. Η πολιτεία δεν είναι λιγότερο υπεύθυνη για το σημερινό ρόλο αυτών των “αλυτρωτικών κύκλων” και η όποια άγνοια δε δικαιολογεί τη στάση της και ιδιαίτερα στα μάτια των απλών Βλάχων. Για τους απλούς ανθρώπους ίσως θα αρκούσαν απλά πράγματα.

 

Αστέρης Ι. Κουκούδης