Τα παιδιά της λύκαινας, Παπαγιάννης Σταύρος1. Παπαγιάννης, Σταύρος Αστερίου, “Τα Παιδιά της Λύκαινας. Οι “επίγονοι” της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944)”, Εκδόσεις Σόκολη, Αθήνα 1999.
Ο κύριος Παπαγιάννης φαίνεται πως κατέβαλε εντονότατη προσπάθεια για την καταγραφή όλων εκείνων των καταστάσεων, των γεγονότων και των προσώπων που εμπλέκονται στο βίο και τη δράση της περίφημης “Λεγεώνας” στα χρόνια της Κατοχής.
Η παρουσίαση μίας τέτοιας εργασίας ήταν ζήτημα χρόνου. Αν και παραμένουν άγνωστα πολλά ακόμη από τα επεισόδια που συνθέτουν την ιστορία της Ελλάδας στα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου και που συνδέονται με άλλες ομάδες των Ελλήνων.

 Η πραγμάτωση και η έκδοση αυτής της εργασίας έρχεται να ρίξει φως στο μόνο αξιόλογο και τόσο σοβαρό θέμα που στιγμάτισε συλλογικά τους Βλάχους στα μάτια των υπόλοιπων Ελλήνων. Ωστόσο, το βιβλίο αυτό δίνει τη λαμπρή ευκαιρία για την αποκατάσταση του ονόματος των Βλάχων στην ελληνική κοινωνία.

Η λεπτομερέστατη και με πάθος ανασκόπηση του βίου της “Λεγεώνας” από τον κύριο Παπαγιάννη καταδεικνύει πόσοι και ποιοι ήταν τελικά οι Βλάχοι που μπλέχθηκαν σε αυτά τα γεγονότα και τις καταστάσεις. Μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου γίνεται κατανοητό πως η ενοχική δράση της “Λεγεώνας” αφορούσε ένα χαρακτηριστικά περιορισμένο αριθμό Βλάχων και σίγουρα όχι το σύνολό τους. Αν κάποιος καταβάλλει την προσπάθεια να μετρήσει πόσα ήταν τα ένοχα ή μη φυσικά πρόσωπα αυτή της υπόθεσης σίγουρα ο αριθμός στον οποίο θα καταλήξει δε θα ξεπερνά τα 250. Έτσι γίνεται κατανοητό πως ο βίος και η πολιτεία ορισμένων προδοτών και δοσίλογων βλάχικης καταγωγής δεν μπορεί να στιγματίζει τις δεκάδες χιλιάδες των Βλάχων που στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων. Πολύ περισσότερο δε θα μπορούσε να μειώσει την τεράστια έκταση της συνεισφοράς των Βλάχων στη σύνθεση της Ρωμιοσύνης και την οικοδόμηση της σύγχρονης Ελλάδας.

Ο βασικός στόχος του συγγραφέα μοιάζει να ήταν περισσότερο η καταγραφή των στιγματισμένων προσώπων και όχι τόσο η απόδοση συμπερασμάτων. Αν και ξεκινά την εργασία του αποδίδοντας τιμή στους Βλάχους που αντιστάθηκαν στη “Λεγεώνα” αυτό μοιάζει να μην είναι αρκετό. Ίσως θα έπρεπε να εξηγήσει στον αναγνώστη για το πως το φαινόμενο της “Λεγεώνας” βρήκε έδαφος για δράση. Για το πως και το γιατί υπήρχαν ρουμανικά σχολεία σε ορισμένα βλαχοχώρια μέχρι τα χρόνια της Κατοχής. Για το λάθος της υπογραφής του Ελευθέριου Βενιζέλου στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου στα 1913. Μία υπογραφή που κάποιοι τη θεώρησαν αναγκαία, όμως τα γεγονότα της Κατοχής έρχονται σίγουρα να την αναγνωρίζουν ως λανθασμένη, αν όχι προσβλητική και μάλλον προδοτική για τη συντριπτική πλειοψηφία των Βλάχων. Ας μη ξεχνούμε πως υπήρξαν πολιτικοί άνδρες που είχαν το σθένος να αντιδράσουν, όπως ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Στέφανος Δραγούμης, ο οποίος παραιτήθηκε από τη θέση του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας γιατί οι τότε διπλωματικοί χειρισμοί “δημιουργούσαν ένα πρόβλημα εκ του μη όντως”. Με αυτή την υπογραφή, για να μην αναφερθούμε σε παλαιότερους λανθασμένους χειρισμούς, ξεκινά η μάλλον αποσιωπημένη συνενοχή της πολιτείας στο φαινόμενο της “Λεγεώνας”. Είναι σίγουρο πως ο κύριος Παπαγιάννης κατέγραψε συνταρακτικές λεπτομέρειες, όμως μοιάζει να ξέχασε πολλά και σοβαρότατα θέματα που εμπλέκονται στην όλη υπόθεση. Σε τελική ανάλυση το βιβλίο του κυρίου Παπαγιάννη αποκτά ουσιαστικότερο νόημα μόνο μέσα σε μία γενικότερη θεώρηση και επισκόπηση και παράλληλα με την παρουσίαση της ασύγκριτα μεγάλης προσφοράς των Βλάχων στα χρόνια της Κατοχής.

Ο κύριος Παπαγιάννης πιστεύει πως υπήρξαν προσπάθειες συγκάλυψης και αποσιώπησης της δράσης της “Λεγεώνας” και πως η εργασία του έρχεται να ξεσκεπάσει τη λήθη και την εσκεμμένη παραπληροφόρηση. Όμως είναι σίγουρο πως αυτοί που δεν ξέχασαν ήταν κυρίως οι Βλάχοι. Και αυτό όχι γιατί ήταν συλλογικά ένοχοι, μα κυρίως γιατί αυτοί ήταν τα συνηθέστερα θύματα της “Λεγεώνας”. Όμως η πιο επικίνδυνη αποσιώπηση και λήθη μοιάζει να είναι αυτή γύρω από τη δράση του αντίπαλου δέους της “Λεγεώνας” και τα τραγικά βιώματα της συντριπτικής πλειοψηφίας των Βλάχων που αντιστάθηκαν και που μοιράστηκαν την τύχη των υπόλοιπων Ελλήνων. Πόσοι γνωρίζουν πως οι βραβευμένες γυναίκες της Πίνδου, που κουβαλούσαν στις πλάτες τους τα πολεμοφόδια κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, ήταν τόσο Βλάχες όσο και Γκραίκες; Πόσοι γνωρίζουν πως στα τέλη του 1944 η υποχώρηση των Γερμανών άφησε πίσω της περισσότερα από 50 καταστρεμμένα βλαχοχώρια, από τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου μέχρι το Κεφαλόβρυσο του Πωγωνίου και από τη Κλεισούρα της Καστοριάς μέχρι τον Κοκκινοπλό στον Όλυμπο και την Καστανιά Ασπροποτάμου; Πόσοι γνωρίζουν πως τα βλαχοχώρια φιλοξένησαν συστηματικά τους αντάρτες των διάφορων αντιστασιακών ομάδων και στελέχωσαν δυναμικά τις τάξεις τους; Αν κανείς μετρήσει πόσοι ήταν οι Βλάχοι που έπεσαν θύματα των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων των κατακτητών και των συνεργατών τους, ακόμη και των “Λεγεωνάριων”, είναι σίγουρο πως θα χάσει το λογαριασμό, αλλά σίγουρα θα καταλήξει σε έναν αριθμό κατά πολύ πολλαπλάσιων των 250 δοσίλογων βλάχικης καταγωγής που μας παρουσιάζει ο κύριος Παπαγιάννης. Ενδεικτικότατο παραμένει το ολοκαύτωμα της Κλεισούρας η οποία θρήνησε περισσότερα από 258 γυναικόπαιδα που εκτελέστηκαν τον Απρίλιο του 1944. Ο σκοπός του συγγραφέα θα είχε μάλλον επιτευχθεί καλύτερα αν μας μιλούσε όχι μόνο για τους προδότες αλλά και για τους πολλαπλάσιους ήρωες βλάχικης καταγωγής. Καθώς έτσι θα καταδεικνυόταν αποτελεσματικότερα η ουτοπία της “Λεγεώνας”.

Ο συγγραφέας μας αναφέρει το πως ο Νικόλαος Ι. Ράπτης, ο Ευάγγελος Αβέρωφ και ένα σωρό άλλοι Βλάχοι οργάνωσαν και ηγήθηκαν μίας θαρραλέας και τολμηρής προσπάθειας αντίστασης και αντιπερισπασμού απέναντι στη “Λεγεώνα” για να βρεθούν τελικά αιχμάλωτοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ιταλίας. Τους αξίζει πράγματι η αναγνώριση των πράξεών τους, όμως αυτοί δεν ήταν οι μόνοι Βλάχοι που αντιστάθηκαν. Ανάλογη, αλλά άγνωστη και μάλλον τραγικότερη μοίρα φαίνεται πως είχαν δεκάδες άλλοι λιγότερο επώνυμοι Βλάχοι, όπως από την Κουτσούφλιανη και άλλα βλαχοχώρια, που βρέθηκαν αιχμάλωτοι στο Νταχάου. Πόσοι άραγε είναι αυτοί που γνωρίζουν πως η κεφαλή “της κυβέρνησης του βουνού”, ο Αλέξανδρος Σβώλος, ένας επιφανής νομικός και λαμπρότατος ακαδημαϊκός δάσκαλος, ήταν Βλάχος με καταγωγή από το Κρούσοβο. Πόσοι γνωρίζουν πως Βλάχοι ήταν ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης, ο Ανδρέας Τζήμας (ή Σαμαρινιώτης) και ένα σωρό άλλοι από τους ηγέτες των διαφόρων ομάδων της Εθνικής Αντίστασης, μαζί με εκατοντάδες άλλους απλούς ανθρώπους βλάχικης καταγωγής που πήραν τα όπλα και τα βουνά.

Σε τελική ανάλυση η Βλαχουριά πλήρωσε σκληρότατα και κυρίως ηθικά την ύπαρξη ορισμένων προδοτών ανάμεσα στις τάξεις της, όμως θα είναι για πάντα περήφανη για την ακατάγραφη μέχρι σήμερα, αλλά σίγουρα τεράστια και ιδιαίτερα καθοριστική προσφοράς της στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό, πολιτικό και στρατιωτικό γίγνεσθαι της ρωμιοσύνης και της Ελλάδας. Τα δύο επόμενα βιβλία έρχονται να ρίξουν φως σε ορισμένους από τους λόγους αυτής της περηφάνιας.

 

Τα επώνυμα και τα βαφτιστικά  ονόματα της Σέλιτσας (Εράτυρας) 1650-19402. Βέλκος, Γρηγόριος Π., “Τα επώνυμα και τα βαφτιστικά ονόματα της Σέλιτσας (Εράτυρας), 1650-1940”, Προλόγιση: Νίκος Α. Κατσάνης, Ελασσόνα 1998.
Ο κύριος Βέλκος μας παρουσιάζει τη συνύπαρξη, τη συμβίωση και την αμοιβαία αφομοίωση διάφορων γλωσσικών ομάδων στην ακμαία άλλοτε κωμόπολη της Εράτυρας (Σέλιτσας) στη Δυτική Μακεδονία στις πλαγιές του Άσκιου (Σινιάτσικου). Η αξιολογότατη αυτή εργασία είναι μία αναδρομή στην ανθρωπολογική βάση και την πραγματικότητα που διαμορφώθηκε στη Εράτυρα στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Η συμβολή βλάχικων οικογενειών στον ιστορικό, πολιτισμικό και εθνογραφικό βίο της Εράτυρας τεκμηριώνεται πειστικότατα. Ο κύριος Βέλκος φαίνεται πως κατέγραψε με αντικειμενικότητα και αμεροληψία αυτή τη συμβολή των Βλάχων. Το βιβλίο αυτό μπορεί να σταθεί ως εκκίνηση μίας ευρύτερης έρευνας η οποία μπορεί σίγουρα να καταδείξει πως ανάλογη είναι η συμβολή των Βλάχων σε αρκετές πολιτείες και κωμοπόλεις της Δυτικής Μακεδονίας. Πέρα από τα γνωστά βλαχοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας, μικρότερες η μεγαλύτερες εγκαταστάσεις βλάχικων οικογενειών μπορεί να εντοπίσει κανείς σε όλα τα αστικά, οικονομικά και διοικητικά κέντρα της περιοχής, όπως στο Τσοτύλι, τη Σιάτιστα, την Κοζάνη, το Βογατσικό, το Άργος Ορεστικό, την Καστοριά και τη Φλώρινα. Στο επόμενο βιβλίο ο συγγραφέας μας πάει ακόμη παραπέρα.

 

 

«Βαλκάνιος Πραματευτής: Οδοιπορία μνήμης σε ελληνικές κοινότητες και παροικίες», Χρήστος Ζαφείρης3. Ζαφείρης, Χρίστος, “Βαλκάνιος Πραματευτής. Οδοιπορία Μνήμης σε Ελληνικές Κοινότητες και Παροικίες", Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1998.
Ο κύριος Ζαφείρης μας ταξιδεύει στα Βαλκάνια και στις ελληνορθόδοξες κοινότητες και παροικίες μέχρι την Κεντρική Ευρώπη. Εδώ μπορεί κανείς να διαβάσει πράγματα που μάλλον έχουν αγνοηθεί και ξεχαστεί. Ο συγγραφέας μαρτυρεί το γεγονός πως οι Βλάχοι ήταν αυτοί που έδιναν ζωή και οντότητα σε κάποιες από τις πιο γνωστές και πιο δραστήριες οικονομικά και πολιτισμικά ελληνορθόδοξες κοινότητες στο έδαφος της “ΠΓΔΜ” στις αρχές του 20ου αιώνα. Η εργασία αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μία αναδρομή στις ρίζες και τη συμβολή των Βλάχων για την ανάπτυξη ενός ιδιαίτερα σημαντικού και καθοριστικού μέρους της βαλκανικής διάστασης της Ελλάδας. Ωστόσο μετά το 1912-13 και την οριστική χάραξη των συνόρων ανάμεσα στα βαλκανικά κράτη οι κοινότητες αυτές βρέθηκαν πέρα από την ελληνική επικράτεια και σταδιακά διαλύθηκαν, όπως οι κοινότητες του Μοναστηρίου, του Κρουσόβου, του Μεγάροβου, του Τυρνόβου, της Νιζόπολης, τη Μηλόβιστας, του Γκοπεσίου, της Ρέσνας, της Αχρίδας, της Μπεάλας, των Βελεσσών και των Σκοπίων. Όμως οι απόγονοι των μελών αυτών των άλλοτε ακμαίων ελληνορθόδοξων κοινοτήτων εξακολουθούν να υπάρχουν.

 

ΒΙΒΛΙΑ ΒΛΑΧΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ
Αστέρης Κουκούδης