Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογλενά
Μελέτες για τους Βλάχους - 3ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
408 σελίδες, 3 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
177 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2001
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
του Καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου,
Διευθυντή του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης
Μελέτες για τους Βλάχους Γ`,
Οι Ολύμπιοι Βλάχοι και τα Βλαχομογενά
Στον τρίτο τόμο της ενότητας “Μελέτες για τους Βλάχους” επιχειρείται μία αναλυτικότερη καταγραφή της ιστορικής εξέλιξης των βλάχικων πληθυσμών, των οικισμών και των εγκαταστάσεών τους στις περιοχές του Ολύμπου και των Μογλενών. Οι βλάχικοι οικισμοί και οι πληθυσμοί αυτών των δύο περιοχών αποτελούν μητροπολιτικές ομάδες που όμως αναπτύχθηκαν σε κάποια απόσταση από τον κύριο όγκο των βλάχικων μητροπόλεων κατά μήκος της Πίνδου. Υπήρξαν περιοχές συρροής της βλάχικης διασποράς και με τη σειράς τους αποτέλεσαν αφετηρίες νέων εγκαταστάσεων. Ωστόσο, οι δύο αυτές μητροπολιτικές ομάδες, με βεβαιωμένες ρίζες, το αργότερο, στους μεσαιωνικούς χρόνους, παρουσιάζουν σημαντικότατες διαφορές μεταξύ τους. Ανάμεσά τους συναντούμε όλους τους τύπους τους βλάχικων εγκαταστάσεων. Καταγράφονται εγκαταστάσεις εδραίες και νομαδικές, ημινομαδικές και αγροτικές, ημιαστικές και αστικές, παράλληλα με την εκδήλωση όλων των δυνατών ιδεολογικών προσανατολισμών. Η ταυτόχρονη παρουσίας τους στο παρόντα τόμο αποσκοπεί στην έκθεση του πολυσύνθετου βλάχικου μωσαϊκού και της εξέλιξής του. Η επέκταση μίας ανάλογης αναλυτικής καταγραφής και μελέτης και σε άλλες μητροπολιτικές γεωγραφικές περιφέρειες μπορεί να προσέφερε περισσότερα στοιχεία για τους διάφορους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις όμως δε θα άλλαζε κατά πολύ τα βασικά συμπεράσματα. Αν μάλιστα η αναλυτικότερη εξέταση των βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων επεκτείνονταν προς την Ήπειρο και τη Θεσσαλία τότε θα ενισχύονταν ακόμη περισσότερο η θεμελιώδης άποψη για την ελληνική διάσταση της ταυτότητας των Βλάχων.
Οι Ολύμπιοι Βλάχοι δε διαφοροποιούνται από αυτούς της Πίνδου, ενώ για τους Μογλενίτες Βλάχους υπάρχουν στοιχεία και ενδείξεις, πως παρά τη διαχρονική παρουσία βλάχικων πληθυσμών στην Κεντρική Μακεδονίας, ίσως έχουν εν μέρη διαφορετικές καταβολές και έχουν δεχτεί επιρροές διαφορετικές από ό,τι οι υπόλοιποι βλαχόφωνοι της Νότιας Βαλκανικής. Οι Ολύμπιοι Βλάχοι ακολούθησαν πιστά τα γνωστά βλάχικα πρότυπα, πρωταγωνιστώντας στην ανάπτυξη και τη δράση των αρματολικίων, όπως και στις επακόλουθες επαναστατικές και απελευθερωτικές κινήσεις του νεότερου ελληνισμού. Οι οικισμοί τους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με την κτηνοτροφική οικονομία των ορεινών και εξελικτικά με τις παράγωγες εμποροβιοτεχνικές δραστηριότητες. Οι πληθυσμοί τους συμμετείχαν ενεργά στην ενίσχυση των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων στα αναπτυσσόμενα αστικά, οικονομικά και διοικητικά κέντρα, όπως στις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις της Θεσσαλονίκης και της Κατερίνης. Από την άλλη μεριά, όταν προς τα τέλη του 19ου αιώνα οι Μογλενίτες Βλάχοι “ανακαλύπτονται” από τους πρώτους ερευνητές σε μία απόμερη γωνιά της μακεδονικής ενδοχώρας, παρουσιάζονται ως κολίγοι και μικροκαλλιεργητές συνδεδεμένοι απόλυτα με την αγροτική οικονομία της γης τους και σε μία σχέση διάχυσης με τους σλαβόφωνους γείτονές τους. Επιπλέον, οι κάτοικοι του σημαντικότερου οικισμού τους, της Νώτιας, είχαν εξισλαμιστεί στα μέσα περίπου του 18ου αιώνα.
Αυτές οι διαφορές ανάμεσα στους Ολύμπιους και τους Μογλενίτες Βλάχους καθόρισαν και τη διαφορά των βιωμάτων τους σε σχέση με τη δράση της ρουμανικής προπαγάνδας, με αποκορύφωμα τις διαφορετικές εμπειρίες τους κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, όπως και στις επακόλουθες επιπτώσεις. Τα βλαχοχώρια του Ολύμπου και των Μογλενών αποτελούν τα δύο εκ διαμέτρου αντίθετα άκρα μίας κλίμακας που θα μπορούσε να μετρήσει το βαθμό της επιτυχίας ή της αποτυχίας της προπαγάνδας. Η απόλυτη αποτυχία της ανάμεσα στους βλαχόφωνους πληθυσμούς της περιοχής του Ολύμπου οφείλεται στο γεγονός πως τόσο οι πρόκριτοι, όσο και οι απλοί κάτοικοι δεν αισθάνονταν να διαφοροποιούνται από τους ελληνόφωνους γείτονές τους στην ανάπτυξη της νεοελληνικής πραγματικότητας και ταυτότητας. Από την άλλη μεριά, τα αίτια της όποιας επιτυχίας της προπαγάνδας στις περιπτώσεις των λιγότερων προνομιούχων, όπως οι Βλαχομογλενίτες, εντοπίζονται σε κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά δεδομένα. Το άφθονο ρουμανικό χρήμα και η στενή συνεργασία ανάμεσα στην προπαγάνδα και τους κομιτατζήδες ήταν παράγοντες ενίσχυσης του διχασμού των βλαχομογλενίτικων κοινοτήτων. Η αντιπαράθεση πήρε ουσιαστικά τη μορφή εμφύλιας σύρραξης με τον πολυπληθέστερο αριθμό θυμάτων και καταστροφών από οποιαδήποτε άλλη βλάχικη ομάδα στη Νότια Βαλκανική.
Γιάννης Ζ. Δρόσος
Διευθυντής Ι.Α.Α.