Είναι γνωστό[1] από την ιστοριογραφία περί Βλάχων πως μία σειρά από ιστορικά γεγονότα, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, στάθηκαν αφορμές και αιτίες για τη μαζική διασπορά βλάχικων πληθυσμών από τις ορεινές μητροπολιτικές περιοχές τους κατά μήκος της Πίνδου και των προεκτάσεών της. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι Βλάχοι που, ακολουθώντας τα κύματα των εξόδων, αναζήτησαν ασφάλεια και τρόπους επιβίωσης πέρα από τον ποταμό Αξιό, το μέχρι τότε ανατολικό γεωγραφικό όριό τους, όπου δε συνάντησαν προηγούμενους τοπικούς βλάχικους πληθυσμούς.
Οι διάφορες μελέτες αναγνωρίζουν το ιστορικό γεγονός πως τα σημερινά βλαχοχώρια και οι εγκαταστάσεις των Βλάχων στην περιοχή του Βερμίου, της Βέροιας και της Νάουσας είναι αποτέλεσμα πληθυσμιακών μετακινήσεων και πως αυτά εδραιώθηκαν και αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, με εναρκτήριο ορόσημο την καταστροφή της Νάουσας στα 1822. Έτσι, γεννάται το ερώτημα για την παρουσία Βλάχων στην περιοχή σε παλαιότερους χρόνους [1].
Ταξιδεύοντας στο παρελθόν, γνωρίζουμε πως δύο αιώνες πριν, κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, είχε, ήδη, διαμορφωθεί και αναπτυχθεί, στις πλαγιές του Βερμίου, το οικιστικό δίκτυο μίας ομάδας χριστιανικών χωριών που βρίσκονταν σε άμεση σχέση με τη μικρή, αλλά δυναμική και, μάλλον, προνομιούχα, τότε, πολιτεία της Νάουσας, όπως και με το διοικητικό κέντρο της Βέροιας.
Είναι αλήθεια πως, μέχρι και σήμερα, κυριαρχούν κάποιες ισχυρά στερεότυπες αντιλήψεις περί Βλάχων. Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που αγνοούν τις πολλαπλές οικονομικές δραστηριότητες και το εύρος της κοινωνικής διαστρωμάτωσής τους και που εξακολουθούν να έχουν την εντύπωση πως οι Βλάχοι δεν ήταν τίποτε άλλο παρά κάποιοι απολίτιστοι νομαδοκτηνοτρόφοι κι ακόμη χειρότερα μια περιθωριακή ομάδα αμφίβολης εθνικής ταυτότητας και δράσης.
Με τη σημερινή ευκαιρία, που μας προσφέρει η Πανελλήνια Ομοσπονδία Πολιτιστικών Συλλόγων Βλάχων, κι έχοντας ως παράδειγμα τη διασύνδεσή τους με τη Θεσσαλονίκη θα καταδειχθεί το άτοπο και άδικο αυτών των αρνητικών συνειρμών.
Ο τόσο χαρακτηριστικός ρόλος των Βλάχων ως συνδημιουργοί της αστικής ελληνορθόδοξης κοινότητας της πόλης, από τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης και μέχρι την απελευθέρωση, έρχεται να αποκαταστήσει, έστω, μερικώς την εικόνα τους και να παρουσιάσει παραγνωρισμένες διαστάσεις της ιστορικής τους ταυτότητας.
Τα βλαχοχώρια της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας αναπτύχθηκαν στα ορεινά και τις διαβάσεις της περιοχής ως δορυφόροι ενός οικιστικού συστήματος με αναμφισβήτητο μητροπολιτικό κέντρο την περιοχή στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου. Το Πισοδέρι, το Νυμφαίο (Νέβεσκα) και η Κλεισούρα, αλλά και η Βλάστη (Μπλάτσι), τα Νάματα (Πιπιλίστα) και το Σισάνι, παρά την αμφιλεγόμενη συμμετοχή Βλάχων στην εδραίωσή τους, σχημάτιζαν το βασικό δίκτυο.
Υπήρξαν οικισμοί που δέχθηκαν κύματα Βλάχων προσφύγων από τις περιοχές της Μοσχόπολης και του Γράμμου, στα τέλη του 18ου αιώνα, και με τη σειρά τους προώθησαν νέες κινήσεις μετοικεσίας. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ανέπτυξαν μια κοινωνική και οικονομική ταυτότητα που βασίστηκε κατά πολύ στις μεταφορές, τη βιοτεχνία, το εμπόριο και την περιοδική μετανάστευση σε αναζήτηση επαγγελματικών ευκαιριών.
Είναι γνωστό πως η παλαιότερη σαφής αναφορά για την παρουσία βλάχικων πληθυσμών στον ελληνικό χώρο και γενικότερα στη νότια Βαλκανική, πολύ κάτω από το Δούναβη, χρονολογείται στα 976. Εκείνη τη χρονιά, κάπου ανάμεσα στην Καστοριά και τις Πρέσπες, σε κάποια τοποθεσία με το όνομα Καλάς Δρύς, κάποιοι βλάχοι οδίτες, δηλαδή κάποιοι μεταφορείς, σκότωσαν το Δαβίδ, έναν από τους αδελφούς του τότε Βούλγαρου τσάρου Σαμουήλ.
Όποιοι κι αν ήταν αυτοί οι Βλάχοι θα πρέπει να αποτελούσαν μέρος ενός ευρύτερου πληθυσμού, που μερικές δεκαετίες αργότερα, στα 1020, εντάχθηκε στην επισκοπή Βρεανύτης ήτοι Βλάχων Επισκοπή, όταν ο αυτοκράτορας Βασίλειος Βουλγαροκτόνος φέρεται να αναδιοργάνωσε την αρχιεπισκοπή της Αχρίδας. Η επισκοπή των Βλάχων μοιάζει να θεσμοθετήθηκε οριστικά στα χρόνια των Κομνηνών, στα μέσα του 11ου αιώνα.
Όταν αναφερόμαστε στους διάφορους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα σε αυτούς. Παραμένει μία από τις πλέον άγνωστες περιπτώσεις. Ωστόσο, αν και δεν κατοικήθηκε ποτέ αποκλειστικά και μόνο από Βλάχους, υπήρξε η πιο αξιόλογη εγκατάστασή τους σε ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία.
Γνωστή παλιότερα με το όνομα Κάτω Τζουμαγιά δε φημίζεται για το απώτερο ιστορικό παρελθόν της, καθώς μας παρουσιάζεται ως ένας οικισμούς που δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων της οθωμανικής κυριαρχίας. Αυτό που την έκανε ξεχωριστή, άλλοτε, ήταν ο ρόλος της ως ένα ιδιαίτερα δυναμικό κέντρο εμπορίου, το οποίο γεννήθηκε μέσα από την παραγωγική οικονομία του κάμπου του Στρυμόνα και τις επιχειρηματικές ικανότητες των Βλάχων κατοίκων της και το οποίο τόλμησε, κάποτε, να ανταγωνιστεί ακόμη και τις Σέρρες.
Τα χρόνια και τα γεγονότα που συνδέονται με την επανάσταση του 1821 αποτέλεσαν μία χρονική και ιστορική καμπή για τη γεωγραφική χωροθέτηση των Αρβανιτόβλαχων στη Βαλκανική. Μέχρι τότε μπορούμε να πούμε πως το μεγαλύτερο μέρος των προγόνων των σημερινών Αρβανιτόβλαχων κινούνταν κυρίως στην Ήπειρο και τη σημερινή κεντρική και νότια Αλβανία.
Αν και είναι σίγουρο πως η συνεχής αναζήτηση των αναγκαίων για τα κοπάδια τους χορτολιβαδικών εκτάσεων και κυρίως χειμαδιών έφερνε, συχνά, ορισμένες αρβανιτοβλάχικες ομάδες μέχρι τις πεδινές εκτάσεις της Θεσσαλίας και της Ρούμελης. Όμως, από τη δεκαετία του 1820, τα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων εμφανίζονται να εξαπλώνονται σταδιακά, αναζητώντας ευκαιρίες για νέες σταθερότερες εγκαταστάσεις πέρα από την Ήπειρο και την Αλβανία.
Σελίδα 2 από 5