Σταδιακά και από τις αρχές του 19ου αιώνα, η Κατερίνη εξελίχθηκε σε διοικητικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής ανάμεσα στα Πιέρια και τον Όλυμπο. Εκείνη την εποχή, η περιοχή της Πιερίας αποτελούσε μία από τις ανατολικότερες περιφέρειες κάτω από την εξουσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Στα χρόνια της παντοδυναμίας του, η εξουσία του έφτανε μέχρι το λιμανάκι του Ελευθεροχωρίου, τη σημερινή Μεθώνη.
Τοποτηρητής της κυριαρχίας του Αλή στη περιοχή ήταν ο γιος του Βελή Πασάς, ο οποίος με έδρα το θεσσαλικό Τύρναβο φρόντιζε για την υποταγή των πάντων στη θέληση του πατέρα του. Τα χρόνια αυτά, o οικισμός της Κατερίνης παρουσιάζεται ως ένα χωριό με 140 σπίτια και, κυρίως, χριστιανούς κατοίκους. Ωστόσο, υπήρχαν και ορισμένοι μουσουλμάνοι κάτοικοι τουρκικής ή και αλβανικής καταγωγής.
Η Αστική Σχολή Βαρδαρίου υπήρξε το δεύτερο πρωτοβάθμιο εκπαιδευτήριο για αγόρια που έθεσε σε λειτουργία η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης, μετά από αυτό της Κεντρικής Αστικής Σχολής. Το πιθανότερο είναι πως πρωτολειτούργησε στα 1866, στα δυτικά της περιτειχισμένης ακόμη πόλης, σε μια προσπάθεια να καλύψει τις διογκούμενες εκπαιδευτικές ανάγκες της κοινότητας. Κατά το σχολικό έτος 1874-1875, στην Αστική Σχολή Βαρδαρίου φαίνεται πως είχαν εγγραφεί 93 μικροί μαθητές, ενώ στην Κεντρική Σχολή είχαν εγγραφεί 340 μαθητές και στο παρθεναγωγείο 344 μαθήτριες. Σε αυτούς τους αριθμούς συμπεριλαμβανόταν και οι μαθητές και οι μαθήτριες των εξαρτημένων μικτών νηπιαγωγείων. Από τους 93 μαθητές της Αστικής Σχολής Βαρδαρίου μόλις 5 δεν κατάγονταν από την ίδια την πόλη2 .
Η παρουσία στη Θεσσαλονίκη ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου αριθμού ορθόδοξων χριστιανών βλάχικης καταγωγής επιβεβαιώνεται, μέσα από αρχειακές πηγές, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν την επανάσταση του 1821 και την ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους στα 1830, διαδοχικά κύματα Βλάχων συνέρρευσαν στη μακεδονική πρωτεύουσα, προσαυξάνοντας ακόμη περισσότερο την προηγούμενη βλάχικη παρουσία.
Άλλοι αναζήτησαν εδώ ασφάλεια μετά από τις έκρυθμες καταστάσεις που γέννησαν επαναστατικές κινήσεις και πολεμικές περιπέτειες, (1821, 1854, 1878, 1904-1908), και άλλοι ευκαιρίες οικονομικής και κοινωνικής προόδου, καθώς η πόλη σταδιακά μεταλλάσσονταν, παίρνοντας τη μορφή ενός δυναμικού διοικητικού και οικονομικού κέντρου στην καρδιά των τελευταίων οθωμανικών επαρχιών στα Βαλκάνια.
Όταν γύρω στα 1770 ξέσπασε το κίνημα των Ορλωφικών, τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου βρίσκονταν σε μία πορεία ανάπτυξης, όπως κι άλλες ορεινές και προνομιούχες, για τα τότε δεδομένα, περιοχές της Ελλάδας. Από τότε και μέχρι τα 1832 και τη δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους, για περισσότερες από δύο γενιές, μία σειρά από δύσκολες κι αξεπέραστες καταστάσεις ήρθαν να αποδυναμώσουν, σταδιακά, και τελικά να εξαφανίσουν σχεδόν ολοκληρωτικά τις συνθήκες για μεγαλύτερη πρόοδο.
Τα γεγονότα αυτής της περιόδου είχαν ως αποτέλεσμα αλυσιδωτές πληθυσμιακές εξόδους, τα κύματα των οποίων έφτασαν σε μακρινές περιοχές, συντελώντας στην ενίσχυση άλλων βλάχικων εγκαταστάσεων ή τη δημιουργία νέων.
Τις τελευταίες δεκαετίες, μία πληθώρα βιβλίων με αντικείμενο τους Βλάχους και τους Σαρακατσαναίους έχει κατακλίσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ενθαρρυντικό είναι επίσης το γεγονός πως πολλά από αυτά δεν είναι προϊόντα παραγωγής επαγγελματιών και ειδικών επιστημόνων, αλλά το αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς ανθρώπων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν, κάπως αβασάνιστα, ως ερασιτέχνες συγγραφείς.
Η αγάπη και η περηφάνια για τη βλάχικη ή τη σαρακατσάνικη ρίζα τους είναι, συνήθως, οι κινητήριες δυνάμεις πίσω από τέτοιου είδους συγγραφικές προσπάθειες. Καθώς οι νεότερες γενιές των Βλάχων και των Σαρακατσαναίων έχουν, αναπόφευκτα, απομακρυνθεί από τους αντιστοίχους παραδοσιακούς τρόπους ζωής κι έχουν ανέλθει στην κοινωνική και οικονομική ιεράρχηση αισθάνονται, μάλλον, την ανάγκη να καταγράψουν και να προσφέρουν στις επόμενες γενιές, που δεν θα έχουν τις απαραίτητες παραστάσεις, την ιστορία και τις παραδόσεις που διαφορετικά θα ξεχνιόνταν και θα χάνονταν.
Η διασπορά των Βλάχων από την περιοχή του Γράμμου ήταν εξίσου μεγάλη, όσο και αυτή από την περιοχή της Μοσχόπολης. Εξάλλου, και στις δύο περιπτώσεις τα αίτια ήταν τα ίδια, και κυρίως οι προστριβές με τους απαιτητικούς γείτονές τους, τους όλο και πιο άναρχους Τουρκαλβανούς.
Τα κύματα των εξόδων έχουν ως ορόσημο την καταστροφή του 1769 και το ένα διαδέχθηκε το άλλο, δίχως να είναι δυνατή η χρονολόγησή τους με απόλυτη ακρίβεια.
Γραμμουστιάνικα φαλκάρια είχαν κάνει την εμφάνισή τους στο Κρούσοβο και την περιοχή του, προς αναζήτηση θερινών βοσκών, πριν την εγκατάσταση σε αυτό των εδραίων Νικολιτσιάνων.Αρχικά, όταν το Κρούσοβο μεταμορφωνόταν σε οικισμό με εδραίο βλάχικο πληθυσμό, προερχόμενο και από άλλες περιοχές, οι Γραμμουστιάνοι κατοικούσαν σε αυτό μόνο τη θερινή περίοδο.
Την έκθεση και τον σχετικό κατάλογο επιμελήθηκε με ιδιαίτερη γνώση και φροντίδα ο ερευνητής και συγγραφέας Αστέριος Κουκούδης.
Συνέντευξη Στέλιος Κούκος
Στην έκθεση αυτή για την «κοινωνική ζωή στα βλαχοχώρια της Μακεδονίας στα 1900» ο επισκέπτης μπορεί να συναντήσει το ιδιαίτερο κομμάτι του βλαχόφωνου ελληνισμού, το οποίο «αποτελεί μέρος του πλούτου της ρωμιοσύνης που οφείλουμε να προστατέψουμε», όπως πολύ σωστά μας είπε ο Αστέριος Κουκούδης.
Σελίδα 3 από 5