ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Δ. ΟΙ AΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ
3. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι μέχρι το 1821
Όταν οι Οθωμανοί-Τούρκοι έκαναν την εμφάνισή τους στην Ήπειρο, θα πρέπει να δεχτούμε, έστω και με κάποια επιφυλακτικότητα, πως ένα τουλάχιστον μέρος των προγόνων των Αρβανιτόβλαχων κατοικούσαν στις περιοχές του Νταγκλί (Dangëlli) και της Κολώνιας (Kolonje), με επίκεντρο το βουνό Ραντομίτ. Το 16° αιώνα, ο Αραβαντινός αναφέρει πως δημιουργήθηκε μια σοβαρή οικιστική και δημογραφική αναστάτωση στην περιοχή του Νταγκλί, η οποία επηρέασε κατά πολύ τους εκεί μόνιμα εγκαταστημένους Βλάχους, αλλά και άλλους βλάχικους πληθυσμούς της Πίνδου. Αναφέρει λοιπόν πως οι σπαχήδες, στα χέρια των οποίων είχαν περάσει ως τιμάρια πολλά από τα χωριά του Νταγκλί και από τα οποία μέχρι τότε εισέπρατταν μόνο το φόρο της δεκάτης, διατάχθηκαν να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη στενότερη και πιο άμεση καταπίεση των χριστιανών που κατοικούσαν εκεί και οι οποίοι ήταν, τουλάχιστον εν μέρει, βλάχικης καταγωγής. Οι αρπαγές και οι καταπιέσεις των σπαχήδων οδήγησαν σε έξοδο από το Νταγκλί ένα σημαντικό αριθμό Βλάχων και πιθανότατα κυρίως των εμποροβιοτεχνών. Στη θέση τους παρέμειναν ή και εγκαταστάθηκαν αλβανικοί πληθυσμοί που είχαν γίνει ή που τότε γίνονταν μουσουλμάνοι. Όσο για τους σπαχήδες, αναφέρει πως, σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις, προέρχονταν από περιοχές της Μακεδονίας και της Βουλγαρίας και πως οι φημισμένοι αργότερα μπέηδες της Φράσαρης και του Κοστρετσίου ήταν απόγονοι σπαχήδων που είχαν έρθει από τη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας. 373 Κατά τη διάρκεια μάλιστα του 16ου αιώνα ο σπαχής της Φράσαρης Αγιάμπεης ο εκ Φιλιππουπόλεως φέρεται να έγινε όχι μονάχα δυνάστης της περιοχής, αλλά παρουσιάζεται να έφτασε μέχρι το σημείο να συγκρουστεί με την κεντρική οθωμανική εξουσία. Αν όλα αυτά ευσταθούν, φαίνεται ότι υπήρχαν σοβαροί λόγοι εξόδου από την περιοχή ενός σημαντικού μέρους των κατοίκων και ανάμεσά τους και των Βλάχων, που είχαν βρεθεί να κατοικούν εκεί για αρκετές γενιές.374 Επιπλέον είναι γνωστό πως την ίδια περίπου εποχή και για τους ίδιους προφανώς λόγους ένας σημαντικός αριθμών αλβανόφωνων χριστιανικών πληθυσμών από τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου έφυγε προς τα ανατολικά και δημιούργησε τους αρβανίτικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις της Ανατολικής Θράκης, των νησιών της θάλασσας του Μαρμαρά και της βορειοδυτικής Μικράς Ασίας (Βιθυνίας), που επιβίωναν μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1922-24.375
Όπως και να έχει, μετά από αυτά τα γεγονότα η περιοχή δεν πρέπει να εγκαταλείφθηκε εντελώς από τους Βλάχους. Σε κάποια άλλη του αναφορά ο Αραβαντινός επισημαίνει πως οι Βλάχοι της περιοχής του Νταγκλί, κάτω από τις προαναφερόμενες συνθήκες, αναγκάστηκαν να αλλάξουν σταδιακά οικονομία και τρόπο ζωής και να γίνουν νομάδες κτηνοτρόφοι. Τους χειμώνες κατέβαιναν με τα κοπάδια τους στα παράλια της Αδριατικής και του Ιονίου και τα καλοκαίρια επέστρεφαν στα βουνά και στα χωριά του Νταγκλί, αλλά και σε άλλες ορεινές περιοχές της κεντρικής Αλβανίας. Σταδιακά οι νομάδες αυτοί ανέπτυξαν ιδιαίτερα στενές σχέσεις με την άρχουσα τάξη των μπέηδων, των ισχυρών μουσουλμάνων Αλβανών τοπαρχών, και τέθηκαν κάτω από την προστασία τους. Θα πρέπει βέβαια να απέδιδαν σε αυτούς κάποιες εισφορές, ίσως κάποιο φόρο υποτέλειας, πέρα από το αντίτιμο για τη χρήση των θερινών λιβαδιών του Νταγκλί. Ωστόσο, η δημογραφική διάσταση των Βλάχων της περιοχής είχε πια περιοριστεί κατά πολύ.376 Η συρρίκνωση του πληθυσμού τους θα πρέπει να οφείλεται σε τρεις βασικούς παράγοντες: 1). Πρώτος παράγοντας ήταν η οριστική εγκατάλειψη της περιοχής από κάποιους Βλάχους, που πιθανότατα ανήκαν στις ευπορότερες τάξεις των εδραίων επαγγελματιών, εμπόρων και βιοτεχνών, αν και από τα μέσα του 18ου αιώνα κάποιος αρβανιτοβλάχικος πληθυσμός αναφέρεται σταθερά εγκατεστημένος ή στενά συνδεδεμένος με διάφορα χωριά του Νταγκλί και της Κολωνίας, όπως τα χωριά Φράσαρη, Κοστρέτσι, Ζάρκανη, Ζαβαλιάνη και Μίτσανη.377 2). Δεύτερος παράγοντας ήταν η διασκόρπιση και σε άλλες περιοχές, βορειότερες και νοτιότερες, εκείνων των ομάδων που είχαν εξελιχθεί σε νομαδοκτηνοτρόφους δίχως σταθερό θερινό ή χειμερινό οικισμό. 3). Τρίτος παράγοντας της πληθυσμιακής συρρίκνωσης θα πρέπει να στάθηκε ο εξισλαμισμός κάποιων Βλάχων, οι οποίοι ερχόμενοι σε επιγαμίες με τους εξισλαμισμένους αλβανικούς πληθυσμούς συνετέλεσαν πληθυσμιακά στη δημιουργία των λεγομένων Τουρκαλβανών της περιοχής. 378 Το αποτέλεσμα ήταν οι Βλάχοι αυτών των περιοχών να συνδεθούν στενότερα με τη νομαδική κτηνοτροφία από ό,τι άλλες ομάδες Βλάχων. Η νομαδική κτηνοτροφία ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσης που τους απέμεινε. Μπορεί να υπάρχει, και σίγουρα είναι λανθασμένη, η γενική εντύπωση πως όλοι οι Βλάχοι ήταν πάντα κτηνοτρόφοι, ωστόσο το πιο πιθανό είναι να έγιναν κτηνοτρόφοι και μάλιστα νομάδες, όταν δεν τους είχε απομείνει άλλο μέσο επιβίωσης ή όταν οι περιστάσεις απέδειξαν πως η νομαδική κτηνοτροφία ήταν ο καλύτερος και αποδοτικότερος τρόπος ζωής. Ίσως αν δεν υπήρχαν αυτά τα γεγονότα του 16ου και 17ουαιώνα, να είχε αναπτυχθεί στα βουνά του Νταγκλί και της Κολώνιας μία ομάδα βλάχικων οικισμών ανάλογη με αυτές του Γράμμου και της Πίνδου.
Κατά τη διάρκεια των πρώτων οθωμανικών αιώνων, πέρα από τις περιοχές του Νταγκλί και της Κολώνιας, θα πρέπει να υπήρξαν στην Ήπειρο και άλλες περιπτώσεις βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων, που ήταν απομονωμένες και αποκομμένες από τον κύριο κορμό των βλαχοχωριών, κατά μήκος της Πίνδου. Με το πέρασμα όμως του χρόνου οι εγκαταστάσεις αυτές φαίνεται πως έχασαν το βλάχικο πληθυσμό τους, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως αυτοί οι απομονωμένοι βλάχικοι πληθυσμοί δε χάθηκαν έτσι απλά, αλλά ίσως έπαιξαν το ρόλο των κέντρων της δημογραφικής εκκίνησης ενός μέρους των Αρβανιτόβλαχων. Μία τέτοια περίπτωση ίσως ήταν το Βλαχάτανο ή Βλαχοκάτουνο στην περιοχή των Κουρέντων, βορειοδυτικά των Ιωαννίνων. Ο I. Λαμπρίδης αναφέρει πως σύμφωνα με έγγραφες πηγές από τη μονή Ζαγόριανης το Βλαχάτανο κατοικούνταν από Βλάχους ή και από Βλάχους μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνα.379 Επιπλέον, οι περιοχές των Κουρέντων και του Παρακάλαμου ή Κεστρίνης, όπου βρίσκεται το Βλαχάτανο, κατά μήκος του ποταμού Καλαμά, μέχρι τα παράλια του Ιονίου, ήταν από τις κύριες περιοχές όπου οι νομάδες Αρβανιτόβλαχοι αναζητούσαν, κατά παράδοση, χειμαδιά για τα κοπάδια τους.
Γύρω στο 1710 αναφέρεται πως έφτασε στη Μοσχόπολη μία τελευταία μεγάλη ομάδα προσφύγων-μετοίκων, αυτή τη φορά από το χωριό Ποστένανι που βρίσκεται κοντά στο Λεσκοβίκι, στα νότια όρια των περιοχών του Νταγκλί και της Κολώνιας. Μετά την άφιξή τους στη Μοσχόπολη, οι τελευταίοι αυτοί μέτοικοι συγκρότησαν μία νέα συνοικία στην άκρη της πόλης, την Ποστενίκα, η οποία όμως δεν είχε προλάβει να οργανωθεί όπως οι άλλες συνοικίες, καθώς η Μοσχόπολη οδηγούνταν σταδιακά στην καταστροφή του 1769.380 Αν και δε μπορούμε να ισχυριστούμε πως όλοι όσοι κατέφυγαν και εγκαταστάθηκαν στη Μοσχόπολη κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου ήταν Βλάχοι, οι φυγάδες από το Ποστένανι ήταν κατά πάσα πιθανότητα Αρβανιτόβλαχοι. Ίσως το Ποστένανι ήταν ένας από τους τελευταίους οργανωμένους αρβανιτοβλάχικους οικισμούς του Νταγκλί και της Κολόνιας που διαλύθηκε και οι κάτοικοί του αναγκάστηκαν να σκορπίσουν. Μερικές δεκαετίες αργότερα ανάλογη τύχη φαίνεται πως είχαν και οι κάτοικοι της Ζάρκανης κοντά στη Φράσαρη. Σύμφωνα με παραδόσεις, οι Ζιαργκαναίοι δέχτηκαν επιθέσεις Τουρκαλβανών και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους το 1767, δύο χρόνια πριν τη μεγάλη καταστροφή της Μοσχόπολης. Κάποιες από τις φάρες της Ζάρκανης είναι πιθανότατο να κατέφυγαν τότε στην Πελοπόννησο, ενώ κάποιες άλλες σκόρπισαν προς βορειότερες περιοχές της Αλβανίας και την περιοχή της Κορυτσάς. Η μετακίνησή τους στην Πελοπόννησο διασώθηκε από τη δημοτική μούσα, όπως και τόσα άλλα γεγονότα της βλάχικης ιστορίας. Σύμφωνα με μία εκδοχή, από τις αρβανιτοβλάχικες φάρες της Ζάρκανης φέρεται να καταγόταν και η φάρα των γνωστών Κολοκοτρωναίων. Ωστόσο, παρά την ύπαρξη αρκετών ενδείξεων, η βλάχικη καταγωγή των Κολοκοτρωναίων δύσκολα επιβεβαιώνεται, αλλά και δεν αποκλείεται.381
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα υποθέτουμε πως είχαν ήδη παγιωθεί οι συνθήκες που γέννησαν τον κλάδο των Αρβανιτόβλαχων. Καθώς στην πλειοψηφία τους είχαν γίνει νομάδες κτηνοτρόφοι, σχημάτισαν ανεξάρτητες φάρες και φαλκάρια που σκορπίζονταν σε διάφορα μέρη της Ηπείρου και της Αλβανίας δίχως ιδιαίτερες και πολύ σταθερές θερινές και χειμερινές εγκαταστάσεις. Όταν στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων είχε απόλυτη κυριαρχία, παρουσιάζεται σε κάποιες περιπτώσεις να χρησιμοποίησε τους νομαδικούς πληθυσμούς των Αρβανιτόβλαχων για την επίτευξη της εποικιστικής πολιτικής του. Στην προσπάθειά του να δημιουργήσει μία νέα πόλη στη θέση του χωριού Βαργιάδες, στην περιοχή της Τσαρκοβίτσας, νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων, μετέφερε και εγκατέστησε εκεί τους κατοίκους του χωριού Κοπανά μαζί με 10 οικογένειες από τη Χειμάρα και 100 οικογένειες νομάδων κτηνοτροφών. Δυστυχώς οι οικογένειες αυτών των νομάδων χάθηκαν λίγο αργότερα από επιδημία ευλογιάς.382 Αν και στη σχετική αναφορά δεν αποσαφηνίζεται η καταγωγή τους, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως ήταν Αρβανιτόβλαχοι. Και αυτό γιατί την ίδια περίοδο ο Αλή δημιούργησε ή βοήθησε στη δημιουργία ενός άλλου οικισμού νομάδων, που σίγουρα ήταν Αρβανιτόβλαχοι. Ο οικισμός αυτός ονομαζόταν Μπιτσικόπουλο και βρισκόταν στις νότιες πλαγιές του όρους Νεμέρτσικα ή Δούσκο, δίπλα σχεδόν στη σημερινή συνοριακή γραμμή Ελλάδας-Αλβανίας. Η θέση όπου βρισκόταν το Μπιτσικόπουλο είναι γνωστή σήμερα με το όνομα Παλαιοχώρι. Αναφέρεται πως στο Μπιτσικόπουλο είχαν συγκεντρωθεί γύρω στις 650 νομαδικές οικογένειες Αρβανιτόβλαχων. Αν ο αριθμός αυτός είναι πραγματικός, στο Μπιτσικόπουλο δημιουργήθηκε μία από τις μεγαλύτερες βλάχικες εγκαταστάσεις εκείνης της εποχής και μάλιστα με αποκλειστικά αρβανιτοβλάχικο πληθυσμό.383 Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο αυτής της περίπτωσης είναι πως οι Αρβανιτόβλαχοι παρουσιάζονται να δημιούργησαν μία σταθερή ορεινή κοινότητα, ανάλογη ίσως με τα ημινομαδικά βλαχοχώρια της Βόρειας Πίνδου, όπως τη Σαμαρίνα. Το γεγονός αυτό μπορεί να δηλώνει τη διάθεση και την τάση των Αρβανιτόβλαχων για την εδραίωση και την ανάπτυξη σταθερών ορεινών οικισμών και κοινοτήτων και τη μετατροπή τους από νομάδες σε ημινομάδες, όταν οι περιστάσεις τους το επέτρεπαν.
Την ίδια περίπου περίοδο ο Αλή Πασάς μετέφερε και εγκατέστησε έναν αριθμό Αρβανιτόβλαχων και στην περιοχή της Κονίσπολης, κοντά στους Αγίους Σαράντα. Με αυτή την εποικιστική επέμβαση, ο Αλή είχε ως απώτερο στόχο να τιμωρήσει και να εκδιώξει από εκεί και τους τελευταίους Τουρκαλβανούς μπέηδες της Κονίσπολης, οι οποίοι του είχαν αντισταθεί κατά την άνοδό του. Ο Pouqueville αναφέρει πως μέχρι τότε αυτοί οι Αρβανιτόβλαχοι ήταν εγκατεστημένοι στα παράλια του Παγασητικού κόλπου, στη νοτιοανατολική Θεσσαλία.384 Οι Αρβανιτόβλαχοι που βρέθηκαν τότε στην περιοχή της Κονίσπολης δε θα πρέπει να μεταφέρθηκαν για να εγκατασταθούν εκεί μόνιμα, αλλά πιθανότατα μόνο για το χειμώνα και για την ανάγκη της χειμερινής βοσκής των κοπαδιών τους. Τα κοπάδια τους θα πρέπει να προκαλούσαν ζημίες στα σπαρτά και τα χωράφια των Τουρκαλβανών της Κονίσπολης και ίσως με αυτό τον τρόπο ο Αλή Πασάς προσπαθούσε να τους τιμωρήσει και να τους εκδιώξει. Βασιζόμενοι σε αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαμε ίσως να υποθέσουμε πως οι αρβανιτοβλάχικοι πληθυσμοί του Μπιτσικόπουλου και της Κονίσπολης ταυτίζονταν. Και αυτό αν αναλογιστούμε πως οι Αρβανιτόβλαχοι από το Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου, το παλιό Μετζιτιέ, οι οποίοι προέρχονται από το Μπιτσικόπουλο, κατέβαιναν παραδοσιακά για χειμαδιά στην περιοχή των Αγίων Σαράντα, του Δέλβινου και των Φιλιάτων μέχρι τη χάραξη των συνόρων.
Αυτές όμως οι περιπτώσεις των ηθελημένων ή μη πληθυσμικών μετακινήσεων, που είχαν ως πρωταγωνιστές ομάδες Αρβανιτόβλαχων, δεν πρέπει να ήταν οι μόνες που σημειώθηκαν στα χρόνια του Αλή Πασά. Ο I. Λαμπρίδης αναφέρει πως γύρω στα 1817 μία ομάδα οικογενειών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το χωριό Μαλιέσοβο της Πρεμετής και στράφηκε προς τα βόρεια όπου δημιούργησε ένα νέο οικισμό, το Βορτόπι (σήμερα Vërtop), λίγο νοτιότερα του Μπερατίου, στην κοιλάδα του ποταμού Όσουμ. Όταν το 1880 ο Λαμπρίδης κατέγραψε αυτή τη μετακίνηση, στο Βορτόπι υπήρχαν 40 οικογένειες. Οι κάτοικοί του ζούσαν απομονωμένοι, καθώς ήταν οι μόνοι χριστιανοί ανάμεσα σε χωριά εξισλαμισμένων Αλβανών και έτσι η ομάδα τους «από φοβεράς αμαθείας κατατρύχεται».385 Οι μετακινηθέντες στο Βορτόπι θα πρέπει να ήταν εν μέρει Αρβανιτόβλαχοι, αν όχι στο σύνολό τους, και αυτό γιατί σύμφωνα με την πατριαρχική απογραφή του 1905 στο Βορτόπι αναφέρονται πως κατοικούσαν 10 βλάχικες οικογένειες.386 Απόγονοι αυτών των Αρβανιτόβλαχων ζουν μέχρι και σήμερα στο Βορτόπι.
Είναι σίγουρο πως η μετακινηθείσα ομάδα στο Βορτόπι συνάντησε και κάποιους άλλους Αρβανιτόβλαχους στην περιοχή, τους λεγάμενους Μουζακιαραίους, αυτούς δηλαδή που κατά παραδοσιακό τρόπο παραχείμαζαν στις πεδινές εκτάσεις της Μουζακιάς στην κεντρική Αλβανία. Ο W.M. Leake αναφέρει πως στα 1805 οι παραχειμάζοντες κτηνοτρόφοι της Μουζακιάς ήταν κυρίως βλάχικης καταγωγής και μιλούσαν τόσο τα βλάχικα όσο και τα αλβανικά. Αρκετοί από αυτούς είχαν στην κυριότητά τους κοπάδια χιλιάδων προβάτων και παρήγαγαν σημαντικές ποσότητες τυριού και βουτύρου. Τα καλοκαίρια ανέβαιναν στα ορεινά της κεντρικής Αλβανίας, όπως μία αξιόλογη ομάδα, η οποία είχε δημιουργήσει ένα θερινό καλυβικό οικισμό στα ανατολικά του Μπερατίου, πάνω στις πλαγιές του όρους Τόμαρος. Ο οικισμός αυτός ήταν γνωστός με το όνομα Τόμορ ή Ντόμορ. Ο αρχιτσέλιγκας του οικισμού Δημήτριος φαίνεται πως ζούσε μία πιο άνετη ζωή από τους υποτακτικούς του και μιλούσε τα ελληνικά που τα είχε μάθει στα ταξίδια του στις περιοχές της Αιτωλοακαρνανίας.387
Θα πρέπει να δεχτούμε πως ο απόλυτα νομαδοκτηνοτροφικός βίος, που κατέληξαν να ζουν οι Αρβανιτόβλαχοι, επηρέασε σημαντικότατα και σε μεγάλο βαθμό πολλά κοινωνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά αυτής της ιδιαίτερης ομάδας των Βλάχων. Ο τρόπος ζωής τους και οι ανάγκες που γεννούσε αυτή ενίσχυσαν τη διαφοροποίησή τους. Όταν κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα διαμορφώνονταν στα Βαλκάνια οι οικονομικές, οι κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές, που έφερε η ανάπτυξη της βιοτεχνίας, του εμπορίου, της εκπαίδευσης και η ενδυνάμωση της αστικής τάξης, ο παραδοσιακός τρόπος οργάνωσης των Αρβανιτόβλαχων βρέθηκε να είναι πια ξεπερασμένος. Έτσι ακόμη και για τους άλλους Βλάχους, οι Αρβανιτόβλαχοι αποτελούσαν χαμηλότερες πολιτισμικές και κοινωνικές ομάδες, οι οποίες όμως σίγουρα θα αναζητούσαν έναν τρόπο ανόδου και εξέλιξης, παρόλη την εμμονή τους στην παραδοσιακή νομαδική κτηνοτροφία. Για αυτούς τους λόγους παρατηρούμε πως οι Αρβανιτόβλαχοι σκιαγράφονται αρνητικά από τους πρώτους ερευνητές. Στα μέσα του 19ου αιώνα, ο Π. Αραβαντινός τους χαρακτηρίζει ως τους πιο «βάρβαρους» και πιο «άγριους» από τους διάφορους νομαδοκτηνοτροφικούς πληθυσμούς που ζούσαν τότε στα Βαλκάνια. Σε κάποιες άλλες αναφορές επισημαίνεται το γεγονός πως μπορεί να παρέμεναν χριστιανοί, να βαπτίζονταν και να έπαιρναν χριστιανικά ονόματα, όμως είχαν κάποια αποστροφή προς την εκκλησία και σπάνια εκκλησιάζονταν εκτός από το Πάσχα. Ελάχιστοι από αυτούς είχαν κάποια μόρφωση, έτσι ώστε να γίνουν παπάδες, που θα μπορούσαν να τους ακολουθήσουν στις μετακινήσεις τους. Αναφέρεται μάλιστα πως ανάμεσά τους παρουσιαζόταν συχνότερα το φαινόμενο της τάσης προς τη ληστεία και την εξαπάτηση. Το σκληρό έθιμο της βεντέτας ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ηθικής τους, θεωρούνταν πως είχαν τη μικρότερη έφεση προς υιοθέτηση των κοινωνικών και πολιτιστικών αλλαγών της εποχής. Το γεγονός αυτό τους έφερνε σε αντίθεση με τους ελληνόφωνους πληθυσμούς, αλλά και τους αστούς - εμποροβιοτέχνες Βλάχους, που ήταν από τους κυριότερους φορείς αυτών των αλλαγών. Απέφευγαν συστηματικότατα τις επιγαμίες με τους άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς, ακόμη και με τους άλλους Βλάχους. Διατηρούσαν στενές και καλές επαφές με τους Τουρκαλβανούς, ενώ βρίσκονταν σε όχι και τόσο καλές σχέσεις με τους Γκραίκους. Ίσως τελικά αυτή η απομόνωση να τους οδήγησε στη διατήρηση ή τη δημιουργία μίας ξεχωριστής βλάχικης διαλέκτου. Μίας διαλέκτου που σύμφωνα με κάποιες απόψεις είναι πλησιέστερη σε παλαιότερους γλωσσολογικούς τύπους.388 Στη μεγαλύτερή τους πλειοψηφία σχημάτιζαν φάρες και φαλκάρια δύναμης μέχρι και 100 οικογενειών, συγγενικών και εξαρτώμενων μεταξύ τους, που μαζί με τα κοπάδια τους μετακινούνταν κάθε φθινόπωρο και άνοιξη. Ο αρχιτσέλιγκας ήταν ο απόλυτος άρχοντας όλης της φάρας και του φαλκαριού. Ελάχιστοι από αυτούς γνώριζαν έναν άλλο τρόπο ζωής ή κάποια τέχνη πέρα από τα σχετικά με την κτηνοτροφία και την υφαντουργική των γυναικών τους. Τα περισσότερα από τα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια δεν είχαν ιδιαίτερα σταθερές εγκαταστάσεις ούτε στα ορεινά ούτε στα πεδινά και δε σχημάτιζαν ορεινές-θερινές κοινότητες, όπως οι ημινομαδικοί βλάχικοι πληθυσμοί της Πίνδου, αν και υπήρχαν εξαιρέσεις όπως οι κάτοικοι του Μπιτσικόπουλου-Κεφαλόβρυσου.
373. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Γ', ό.π., σελ.70-71.
374. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Γ', ό.π., σελ.76. Ωστόσο τα γραφόμενα του Αραβαντινού πέφτουν σε αντιφάσεις, καθώς σε μία άλλη του εργασία (Αραβαντινός, Π., «Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων», Αθήνα 1903, σελ.34-35) αναφέρει πως η εγκατάσταση των Βλάχων στην περιοχή του Νταγκλί έγινε τον 13° αιώνα, όταν βρέθηκε εδώ μία ομάδα Βλάχων προερχόμενη από τη Στενήμαχο. Μάλιστα αναφέρει πως την πληροφορία αυτή τη συνέλεξε ως τοπική προφορική παράδοση.
375. Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Τουρκοκρατία 1453- 1669, Τόμος Β', Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας», έκδοση Β', Θεσσαλονίκη 1976, σελ.442-443,452-455. Ψάλτης, Στ.Β., «Η Θράκη και η δύναμις του εν αυτή ελληνικού στοιχείου. Α'. Στατιστικοί περί του ελληνικού πληθυσμού πληροφορίαι», Αθήνα 1919 (ανατύπωση 1997), σελ.169-170, passim.
376. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Α', ό.π., σελ.196.
377. Capidan, Theod., «Românii Nomazi», Cluj 1926, σελ.67.
378. Αραβαντινός, Χρονογραφία, τόμος Β', ό.π., σελ.146-147.
379. Λαμπρίδης, I., «Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 3, Κουρεντιακά και Τσαρκοβιστιακά», Εν Αθήναις 1888, σελ.27.
380. Μαρτινιανός, I., «Η Μοσχόπολης, 1330-1930», Ε.Μ.Σ. 21, Θεσσαλονίκη 1957, σελ.75.
381. Κολτσίδας, Αντώνης Μιχ., «Ιστορία της Βωβούσας. Απομνημονεύματα Απόστολου Χατζή ή Τσαρούχα για τη Βωβούσα Ιωαννίνων του 19ου αιώνα», Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997, σελ.68-69. Για τη βλάχικη καταγωγή των Κολοκοτρωναίων βλέπε: Έξαρχος, Γιώργης, «Αυτοί είναι οι Βλάχοι», Γαβριηλίδης, Αθήνα 1994, σελ.207-212.
382. Λαμπρίδης, ό.π., σελ.17.
383. Λαμπρίδης I., «Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 5, Μαλακασιακά, μέρος Β', Μέτσοβον και Σεράκου», Εν Αθήναις 1888, σελ.10.
384. Pouqueville, Ήπειρος, ό.π., σελ.53-54.
385. Λαμπρίδης I., «Περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων, μέρος Β'», Εν Αθήναις 1880, σελ.233.
386. Πατριαρχικό Τυπογραφείο, «Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηρός καταστάσεως, εν Κωνσταντινουπόλει, έκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου 1906», Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993, σελ,μζ'.
387. Leake, W.M., «Η Ηπειρος 1805-1810», μετάφραση: Γεώργιος Δ. Στάθης, Εκδόσεις Ροσσολάτος, Αθήνα 1976, σελ.113.
388. Αραβαντινός, Χρονογραφία, τόμος Β', ό.π., σελ.147. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Α', ό.π., σελ.196. Αραβαντινός, Μονογραφία, ό.π., σελ.34-35. Λαμπρίδης I., «Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 5, Μαλακασιακά, Μέρος Β', Μέτσοβον και Σεράκου», Εν Αθήναις 1888, σελ.10,12.
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Δ. ΟΙ AΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ
2. Οι Βυζαντινοί Χρόνοι
Η ενασχόληση με τα διάφορα ονόματα των Αρβανιτόβλαχων δεν μπορεί να απαντήσει άμεσα στα ερωτήματα για το ποιοι είναι οι Αρβανιτόβλαχοι και γιατί θεωρούνται ιδιαίτερη ομάδα των Βλάχων. Η οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα γύρω από αυτούς έρχεται αντιμέτωπη με την έλλειψη ιδιαίτερων ιστορικών στοιχείων, καθώς μάλιστα, οι πηγές δεν τους διαχωρίζουν και τόσο εύκολα από τους υπόλοιπους Βλάχους. Ίσως βέβαια αυτό να συμβαίνει γιατί κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της εμφάνισης των Βλάχων στον ιστορικό χώρο, δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί οι συνθήκες που διαφοροποίησαν τους Αρβανιτόβλαχους. Για τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους δε μπορούμε να αναφερόμαστε με σιγουριά για το πού ζούσαν και ποια ήταν η ιστορική διάσταση των προγόνων τους. Θα μπορούσαμε ίσως να υποθέσουμε πως δε διαφοροποιούνταν κατά πολύ από τα δεδομένα που υπάρχουν για τους υπόλοιπους βλάχικους πληθυσμούς και κύρια για αυτούς που φέρονται να ζούσαν τότε σε σημαντικούς αριθμούς και σε διάφορες περιοχές της σημερινής Θεσσαλίας, Ηπείρου, Ρούμελης- Στερεάς Ελλάδας, Μακεδονίας και Αλβανίας.
Είναι γενικότερα παραδεκτό πως οι εγκαταστάσεις λατινόφωνων πληθυσμών και ο εκλατινισμός γηγενών ομάδων είχαν πάρει μαζικότερη διάσταση στις δυτικές χώρες της Βαλκανικής κατά μήκος των ακτών της Αδριατικής. Μία από τις πρώτες αναφορές για την επιβίωση αυτών των λατινόφωνων πληθυσμών στις ακτές της Αδριατικής, αλλά και στην άμεση ενδοχώρα, από το Δυρράχιο μέχρι το Ντουμπρόβνικ, γίνεται στα τέλη του 10ου αιώνα (980-990) από το λόγιο βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ζ' Πορφυρογέννητο.362 Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις του G. Hammond, ο οποίος ανάγει τις πρώτες επαφές των Βλάχων με τους Αλβανούς πολύ πριν τις μαζικές μετακινήσεις, των αλβανικών-αρβανίτικων κυρίως πληθυσμών, αλλά και βλάχικων προς τη νότια Ελλάδα, κατά τη διάρκεια του 13ου και 14ου αιώνα. Είναι λοιπόν αρκετά πιθανό κάποιοι λατινόφωνοι-βλαχόφωνοι πληθυσμοί να είχαν ήδη βρεθεί από πολύ πιο νωρίς να κατοικούν μαζί με τους προγόνους των σημερινών αλβανικών πληθυσμών σε περιοχές της κεντρικής Αλβανίας. Τα γεωγραφικά σημεία αυτών των συγκατοικήσεων και επαφών είναι πιθανό να εντοπίζονται κυρίως στην περιοχή της Μαλακάστρας ή Μαλακάσας, ανάμεσα στην Αυλώνα και το Μπεράτι. Από αυτή την περιοχή ίσως ξεκίνησε για να εγκατασταθεί τελικά στην Κεντρική Πίνδο ένα τουλάχιστον μέρος των Μαλακασίων ή Μαλακασιωτών Βλάχων, αν και η εγκατάστασή τους στην Πίνδο θα πρέπει να έγινε ανάμεσα σε βλάχικους πληθυσμούς που βρίσκονταν ήδη εκεί. Μία άλλη περιοχή εκκίνησης ίσως βρισκόταν δυτικά και νότια της λίμνης Αχρίδας, από όπου ξεκίνησαν οι Μπούιοι Βλάχοι για να βρεθούν αργότερα εγκατεστημένοι σε περιοχές ανάμεσα στη νότια Θεσσαλία και τη βορειοανατολική Στερεά Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια αυτών των μετακινήσεων ένας ορισμένος βλάχικος πληθυσμός θα πρέπει να παρέμεινε στις περιοχές εκκίνησης, όπου αργότερα και με το πέρασμα των χρόνων σχημάτισε τις βλάχικες εγκαταστάσεις των περιοχών του Νταγκλί, της Κολώνιας, της πεδιάδας της Μουζακιάς και των βλαχοχωριών γύρω από τη Μοσχόπολη, όπως τη Νίτσα, τη Λάγγα, τη Γκράμποβα, τη Σίπισκα και άλλα. 363
Βυζαντινές πηγές έρχονται να ενισχύσουν την άποψη πως υπήρχαν βλάχικοι πληθυσμοί σε περιοχές της Βόρειας Ηπείρου τουλάχιστον από τον 11ο αιώνα και πως, παρόλες τις μετακινήσεις και τις δημογραφικές ανακατατάξεις, κάποιοι από αυτούς παρέμειναν τελικά στην περιοχή. Από τα έργα του αρχιεπισκόπου Αχρίδας Δημήτριου Χωματιανού πληροφορούμαστε πως στα μέσα περίπου του 13ου αιώνα κάποια ομάδα Βλάχων κατοικούσε στο χωριό Χοτεάχοβο της επισκοπής Βοθρωτού. Ο τότε επίσκοπος Βοθρωτού Δημήτριος προσέφυγε στη σύνοδο της αρχιεπισκοπής της Αχρίδας, όπου υπαγόταν η επισκοπή του, ζητώντας τη γνώμη της σχετικά με κάποιο πρόβλημα που είχε προκύψει με αυτούς τους Βλάχους. Αναφέρει πως «Βλάχοι τινές εις γην προκαθήμενοι χωρίου τινός υπό εμήν ενορίαν όντος» προσέφεραν τα δώρα τους στο ναό αυτού του χωριού, μεταλάμβαναν και τελούσαν τις θρησκευτικές πράξεις που απέρρεαν από τη χριστιανική τους ιδιότητα. Ο ηγούμενος όμως της παρακείμενης μονής Χοτεάχοβου, στην οποία περιήλθε το χωριό μετά το θάνατο του ιερέα του επέμεινε να υποστηρίζει ότι «ουκ εδικαιούντο επί τοις Βλάχοις» οι ιερείς που χειροτονήθηκαν μετέπειτα για αυτό το χωριό. Υποστήριζε τη θέση του επικαλούμενος το γεγονός πως το χωριό είχε περάσει στην κυριότητα της μονής του πριν από 15 και πλέον χρόνια. Αντίθετα ο επίσκοπος Βοθρωτού υποστήριζε ότι «υπό την πνευματικήν εξουσίαν του κατά χώραν αρχιερέως οφείλουσιν είναι οι λαϊκοί πάντες, οποίου άρα και γένους εισί». 364 Για να τονίζει κάτι τέτοιο θα πρέπει να υποθέσουμε πως μέσα στα γεωγραφικά όρια της επισκοπής Βοθρωτού υπήρχαν ομάδες ανθρώπων που ανήκαν σε διάφορα «γένη» και πιθανότατα και άλλοι Βλάχοι πέρα από αυτούς του Χοτεάχοβου. Το χωριό αυτό δεν πρέπει να είναι άλλο από το χωριό Χοτοχόβα (Hotovë) της Πρεμετής στην περιοχή του Νταγκλί, όπου μέχρι και σήμερα, μετά από επτά και πλέον αιώνες, κατοικούν Βλάχοι της ομάδας των Αρβανιτόβλαχων. Αξίζει να αναφερθεί πως από αυτές τις βλάχικες οικογένειες της Χοτοχόβας καταγόταν ο μεγάλος εθνικός ευεργέτης Απόστολος Αρσάκης.365
Κάποιες άλλες πληροφορίες προέρχονται από ένα μεταγενέστερο χρυσόβουλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου σε σχέση με την αποκατάσταση των δικαίων, των προνομίων και των περιουσιακών στοιχείων της μητρόπολης Ιωαννίνων και το οποίο εκδόθηκε το 1321. Σε αυτό το χρυσόβουλο αναφέρεται πως ανάμεσα στους διάφορους αγρότες που δούλευαν τα κτήματα της μητρόπολης υπήρχαν και πέντε ομάδες βλάχικων οικογενειών.
Αυτοί οι Βλάχοι θα πρέπει να ζούσαν και να εργάζονταν στα εκκλησιαστικά αυτά κτήματα ως δουλοπάροικοι καλλιεργητές, κατά έναν παραδοσιακό και δεσμευτικό τρόπο, από πατέρα σε γιο. Τα κτήματα βρίσκονταν κυρίως στη σημερινή περιοχή των Κατσανοχωρίων, νότια των Ιωαννίνων.366 Ο Αραβαντινός, ο οποίος πρωτοδημοσίευσε το σχετικό χρυσόβουλο, αναφέρει πως Βλάχοι δουλοπάροικοι υπήρχαν στις αναφερόμενες στο χρυσόβουλο περιοχές ήδη πριν το 1080.367 Κατά τη διάρκεια των νορμανδικών επιδρομών, το 1082, ο Βοημούνδος φέρεται να κατέλαβε τα Ιωάννινα και την Άρτα με τη βοήθεια κάποιων Βλάχων της περιοχής, γεγονός που μάλλον δηλώνει την ήδη ισχυρή παρουσία τους στα εδάφη της Ηπείρου.368 Ανάμεσα στις διάφορες βλάχικες εγκαταστάσεις που αναφέρονται στο χρυσόβουλο υπάρχει κάποιο χωριό με το όνομα Σούχα, το οποίο περνούσε και πάλι στην ιδιοκτησία της μητρόπολης Ιωαννίνων και στο οποίο κατοικούσαν Βλάχοι απαλλαγμένοι από στρατιωτικές υποχρεώσεις. Το γεγονός αυτής της απαλλαγής θα μπορούσε να μας οδηγήσει στην υπόθεση πως είχαν κάποιες άλλες υποχρεώσεις, πιθανά προς τη μητρόπολη Ιωαννίνων, όπως την καλλιέργεια των κτημάτων του χωριού ή τη βοσκή κοπαδιών. Το σημαντικότερο είναι πως το χωριό αυτό ταυτίζεται με το ομώνυμο χωριό Σούχα (Suhe) της περιοχής Αργυροκάστρου, όπου και σήμερα κατοικούν Βλάχοι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται ως Αρβανιτόβλαχοι.
Ο Κ. Κρυστάλλης, σχολιάζοντας και ερμηνεύοντας τα περιεχόμενα του χρυσόβουλου, συνδέει τις αναφερόμενες βλάχικες εγκαταστάσεις στα Καστανοχώρια των Ιωαννίνων με μετακινήσεις βλάχικων πληθυσμών από περιοχές της Βόρειας Ηπείρου, θεωρεί λοιπόν πως με το πέρασμα του χρόνου η εγκατάσταση κάποιου Κολωνιάτη Βλάχου, μαζί με τις εξαρτώμενες από αυτόν οικογένειες, οδήγησε στην οικιστική γέννηση του Κολωνιάτι, ενός οικισμού που βρισκόταν κοντά στη σημερινή Νεοκαισάρεια, νότια των Ιωαννίνων. Συνεχίζοντας, θεωρεί τον αναφερόμενο Κολωνιάτη Βλάχο ως αρχηγό μίας ομάδας-πατρίας που βρέθηκε στην περιοχή προερχόμενης από την περιοχή της Κολώνιας στη Βόρεια Ήπειρο. Για την αναφορά στο χρυσόβουλο περί Βλάχων στο χωριό Λουζέτσι, το σημερινό Ελληνικό Ιωαννίνων, επισημαίνει πως υπήρχε κάποια παράδοση στο χωριό Λουζάτι του Τεπελενίου (Luzat), και η οποία μιλούσε για μία ομαδική φυγή από αυτό κάποιων παλαιότερων κατοίκων του, πολύ πριν να εξισλαμιστεί το χωριό. Πιστεύει πως η ομάδα αυτή κατέληξε αρκετά νοτιότερα και δημιούργησε το Λουζέτσι. Επιπλέον ο Κρυστάλλης, όπως και ο Αραβαντινός, θεωρεί πως τα λεγάμενα Κατσανοχώρια των Ιωαννίνων και οι κάτοικοί τους, που ονομάζονταν Κατσάνοι, πήραν το όνομά τους από κάποια οικογένεια «φεουδαρχών» της περιοχής, τους Κασσιάνους ή Κατσιάνους, οι οποίοι έπαιξαν κάποιο ρόλο στα δρώμενα του 14ου αιώνα. Ο Κρυστάλλης εκφράζει την άποψη πως οι Κασσιάνοι ή Κατσιάνοι είχαν αρβανιτοβλάχικη καταγωγή. Η άποψη αυτή ίσως να είναι παρακινδυνευμένη, καθώς δεν είχαν ακόμη διαμορφωθεί οι συνθήκες που δημιούργησαν τους Αρβανιτόβλαχους, έτσι τουλάχιστον όπως τους γνωρίζουμε στους νεότερους χρόνους. Ίσως λοιπόν προέρχονται από πληθυσμούς που αργότερα γέννησαν τους Αρβανιτόβλαχους. Ως απόρροια της εγκατάστασης Βλάχων, αλλά και Αλβανών στα Καστανοχώρια ή Κατσανοχώρια, ο Κρυστάλλης θεωρεί την επιβίωση κάποιας συνθηματικής και συντεχνιακής γλώσσας στην περιοχή με πολλές βλάχικες και αλβανικές λέξεις. Βέβαια τα ελληνικά ήταν η μόνη γλώσσα που μιλούσαν οι κάτοικοι των Κατσανοχωρίων, τουλάχιστον από το 19ο αιώνα.369 Ωστόσο, από την άλλη μεριά, έχουμε την πληροφορία από το F. Pouqueville πως στις αρχές του 19ου αιώνα ο πληθυσμός των Κατσανοχωρίων, αλλά και άλλων ομάδων χωριών ανάμεσα στα Ιωάννινα και την Πίνδο, είχε μικτή σύνθεση Γκραίκων και Βλάχων.370 Παρά την έλλειψη πιο ισχυρών στοιχείων, το σημαντικό ίσως συμπέρασμα είναι πως υπήρχαν βλάχικες εγκαταστάσεις σε περιοχές της Βόρειας Ηπείρου-Νότιας Αλβανίας, τουλάχιστον από τον 11ο αιώνα, και πως, παρά τις πληθυσμιακές μετακινήσεις που σημειώθηκαν στους αιώνες που ακολούθησαν, κάποιες από αυτές διατηρήθηκαν, για να μας δώσουν αργότερα τον κλάδο των Αρβανιτόβλαχων. Ίσως τελικά, η παρουσία Βλάχων σε χωριά της Βόρειας Ηπείρου, όπως η Χοτοχόβα και η Σούχα, είναι περισσότερο διαχρονική από όσο αρχικά μπορεί να εκτιμηθεί λόγω του νομαδοκτηνοτροφικού, μέχρι πρόσφατα, χαρακτήρα των σημερινών Αρβανιτόβλαχων κατοίκων τους.
Τα έργα του Π. Αραβαντινού και του I. Λαμπρίδη είναι από τις λίγες ελληνικές βιβλιογραφικές πηγές όπου θησαυρίζονται πολλά στοιχεία για την ιστορική πορεία αυτού του κλάδου των Βλάχων και για το πώς κατέληξαν να θεωρούνται μία ιδιαίτερη ομάδα. Ο Αραβαντινός θεωρούσε πως το 10ο αιώνα οι πρόγονοι των Αρβανιτόβλαχων αποκόπηκαν από τον κύριο κορμό των Βλάχων στη Μακεδονία και βρέθηκαν εγκατεστημένοι στη δυτική πλευρά της Πίνδου σε περιοχές της Νέας Ηπείρου, που γειτνιάζουν με τη Μακεδονία, θα πρέπει βέβαια να εξετάζουμε με επιφυλακτικότητα την άποψη του Αραβαντινού, για το αν και κατά πόσο υπήρξε κάποτε ένας κάποιος συγκεντρωτικός κορμός βλάχικων πληθυσμών, από τον οποίο αποσπάστηκαν οι πρόγονοι των Αρβανιτόβλαχων. Οι περιοχές που αναφέρει πως πρωτοεγκαταστάθηκαν θα πρέπει να ταυτίζονται, λίγο ή πολύ, με περιοχές δυτικά και νότια των λιμνών της Πρέσπας και της Αχρίδας. Στη συνέχεια αναφέρει πως οι βλάχικοι αυτοί πληθυσμοί πιέστηκαν από τους Αλβανούς να μετεγκατασταθούν και να συγκεντρωθούν στην περιοχή του Νταγκλί, ανάμεσα σε αλβανόφωνους πληθυσμούς. Εκεί το αποτέλεσμα ήταν να έρθουν σε τόσο στενή επαφή με τους αλβανόφωνους, ώστε να καταλήξουν να γίνουν δίγλωσσοι και να μιλούν τόσο τα βλάχικα όσο και τα αλβανικά. Καταλήγει επισημαίνοντας πως αυτή η διγλωσσία τους στάθηκε η αιτία να ονομαστούν Αρβανιτόβλαχοι.371 Κατά πάσα πιθανότητα οι πρώτοι νομαδοκτηνοτρόφοι οικιστές της Μοσχόπολης ίσως είχαν κοινές ρίζες με τους Βλάχους που αργότερα και κυρίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, εξελίχθηκαν στον ιδιαίτερο κλάδο των Αρβανιτόβλαχων.372
362. Λιάκος, Σωκράτης Ν., «Καταγωγή των Βλάχων ή Αρμονίων», Μικροευρωπαϊκές (Βαλκανικές) Μελέτες 2, Θεσσαλονίκη 1965, σελ.9-10. Brezeanu, Stelian, «Από τους εκλατινισμένους πληθυσμούς στους Βλάχους της Βαλκανικής», μετάφραση: Α.Ε. Καραθανάσης, Βαλκανική Βιβλιογραφία, Τόμος V-1976, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1979, σελ.449-467.
363. Hammond, N.G.L., «Migrations and invasions in Greece and adjacent areas», Noyes Press, Park Ridgen, New Jersey 1976, σελ.39-46.
364. Δήμου, Βασίλειος Απ., «Εθνολογικά στοιχεία στα έργα του Δημήτριου Χωματιανού», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου (Άρτα, 27-31 Μαΐου 1990), Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Άρτης «Ο Σκουφάς», σελ.279-302.
365. Παπαγεωργίου, Στέφανος Π., «Έλληνες Ευεργέτες, Άξιοι της Εθνικής Ευγνωμοσύνης», Εκδόσεις Παπαζήση, Δήμος Αθηναίων Πολιτισμικός Οργανισμός, Αθήνα 1997, σελ.71-75.
366. Αραβαντινός, Π., «Χρονογραφία της Ηπείρου», τόμος Β', Εν Αθήναις 1856, σελ.307- 311.
367. Αραβαντινός, Π. «Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων» (γράφηκε το 1865), Αθήνα 1903, σελ.30-31.
368. Θεοχαρίδης, Γεώργιος I., «Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους, 285- 1354», ΕΜΣ 55, Θεσσαλονίκη 1980, σελ.286.
369. Κρυστάλλης, ό.π., σελ.464-465.
370. Pouqueville, F., «Ταξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος», μετάφραση Παναγιώτας Γ. Κώτσου, Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1994, σελ.298. Pouqueville, F., «Ταξίδι στην Ελλάδα. Τα ηπειρωτικά», τόμος Α', Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1994, σελ.81-82.
371. Αραβαντινός, Π., «Περιγραφή της Ηπείρου», μέρος Α' (πρώτη έκδοση 1866), Ε.Η.Μ., Ιωάννινα 1984, σελ.196.
372. Κρυστάλλης, ό.π., σελ.403.
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Δ. ΟΙ AΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ
1. Γενικά
Ήδη από το 1856 ο Π. Αραβαντινός χαρακτηρίζει τους Αρβανιτόβλαχους ως έναν ιδιαίτερο κλάδο των Βλάχων. Είναι γενικότερα παραδεκτό ότι οι Αρβανιτοβλαχοι, βάσει πολλών και ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών τους, διαφοροποιούνται μέχρι ένα βαθμό από τους υπόλοιπους Βλάχους. Το φαινόμενο όμως της πολυωνυμίας, που χαρακτηρίζει γενικότερα τους Βλάχους, επεκτείνεται και στους Αρβανιτόβλαχους. Τους έχουν δοθεί και έχουν υιοθετήσει και ίδιοι διάφορα ονόματα. Είναι δυνατό να τους συναντήσουμε και με τα ονόματα Καραγκούνοι, Καραγκούνηδες ή Γκαραγκούνοι και Φρασαριώτες ή Φαρσαριώτες. Ωστόσο ο αυτοπροσδιοριστικός όρος που χρησιμοποιούν στην ίδια τους τη γλώσσα είναι Ρμένοι ή Ρεμένοι, με χαρακτηριστική πολλές φορές εκφορά του αρχικού «ρο». Το όνομα αυτό είναι σίγουρο πως ταυτίζεται με το όνομα Αρμούνοι-Αρωμούνοι, που χρησιμοποιεί το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων Βλάχων για να αυτοπροσδιοριστούν.
Το πιο πιθανό είναι πως τους ονόμασαν Αρβανιτόβλαχους, για να τους διαχωρίσουν από τους υπόλοιπους Βλάχους. Ο Κ. Κρυστάλλης σημειώνει πως το όνομα Αρβανιτοβλαχοι τους δόθηκε από τους ελληνόφωνους Ηπειρώτες, λόγω των στενών τους σχέσεων με αλβανόφωνους πληθυσμούς. Οι στενές αυτές σχέσεις φαίνεται ότι δημιουργήθηκαν καθώς η πλειοψηφία των προγόνων των Αρβανιτόβλαχων είχε άλλοτε βρεθεί να κατοικεί σε νομαδοκτηνοτροφικές κυρίως εγκαταστάσεις, αλλά και σε σταθερούς οικισμούς, οι οποίοι βρίσκονταν ανάμεσα σε πολυπληθέστερους αλβανόφωνους πληθυσμούς.356 Θα πρέπει βέβαια να διευκρινιστεί πως όλοι οι Βλάχοι που ζούσαν, αλλά και ζουν στο γεωγραφικό χώρο της σημερινής Αλβανίας δεν είναι απαραίτητα Αρβανιτόβλαχοι. Ύστερα μάλιστα από τις συνεχείς μετατοπίσεις και αναμίξεις των διάφορων βλάχικων πληθυσμιακών ομάδων και ιδιαίτερα μετά το 1769 είναι πολύ δύσκολο να αναφερόμαστε με ακρίβεια σε κάποιον απόλυτο γεωγραφικό διαχωρισμό των Αρβανιτόβλαχων από τους υπόλοιπους Βλάχους και πολύ περισσότερο στην Αλβανία.
Από την άλλη μεριά μπορεί κανείς να συναντήσει ανθρώπους αρβανιτοβλάχικης καταγωγής πολύ πέρα από τα σύνορα της Αλβανίας και της Ηπείρου, όπως στη Στερεά Ελλάδα - Ρούμελη, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, αλλά και την π.Γ.Δ.Μ.. Ένας αριθμός Αρβανιτόβλαχων μετακινήθηκε προς τη Ρουμανία, κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, κυρίως από την Κεντρική Μακεδονία, αλλά και από την περιοχή της Κορυτσάς στην Αλβανία. Θα πρέπει επίσης να επισημάνουμε πως στον ελληνικό χώρο οι άνθρωποι που ανήκουν σε αυτό τον ιδιαίτερο κλάδο των Βλάχων δε δέχονται αβασάνιστα το χαρακτηρισμό Αρβανιτόβλαχοι, ο οποίος τους συνδέει με τους Αλβανούς, καθώς μάλιστα οι ίδιοι τους δεν αισθάνονται να είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τους υπόλοιπους Βλάχους. Για αυτό το λόγο, πολλές φορές, αλλάζουν την εκφορά του ονόματος σε Αρβαντόβλαχοι και όχι Αρβανιτόβλαχοι.
Το όνομα Καραγκούνοι ή Γκαραγκούνοι τους είχε δοθεί με κάποια σκωπτική και ίσως περιγραφική διάθεση. Ο Κ. Κρυστάλλης και πάλι σημειώνει πως το όνομα αυτό πρέπει να τους δόθηκε μετά την οθωμανική κατάκτηση. Καθώς είναι σίγουρο πως είναι σύνθετο όνομα και, κατά πάσα πιθανότητα, προέρχεται από την τουρκική λέξη «καρά», που σημαίνει «μαύρος» και κατ’ επέκταση «ισχυρός», και την αλβανική λέξη «γκούν», που σημαίνει «σιγκούνι» και κατ’ επέκταση «ένδυμα». Έτσι, σε κάποια ελεύθερη απόδοση θα μπορούσε να δηλώνει τους «μαυροφορεμένους» ή «μαυρο-σιγκούνηδες». Στη συνέχεια αναφέρει πως το όνομα αυτό θα πρέπει να τους δόθηκε από τους αλβανόφωνους γείτονές τους, οι οποίοι συνήθιζαν να φορούν λευκά ενδύματα. Θεωρεί δε σίγουρο πως δεν ονομάστηκαν μαυροσιγκούνηδες προς διάκριση από τους άλλους Βλάχους. Και αυτό γιατί, μπορεί μεν οι άλλοι νομαδοκτηνοτρόφοι Βλάχοι να φορούσαν λευκά, ωστόσο η τάξη των εμποροβιοτεχνών Βλάχων φορούσε σκούρα, μαύρα ενδύματα.357 Βέβαια έχουν εκφραστεί και άλλες απόψεις για το τι σημαίνει και από πού πηγάζει αυτή η προσωνυμία, όπως η άποψη του Α. Ρίζου, ο οποίος θεωρεί πως ο όρος Καραγκούνης έχει αποκλειστικά τουρκική ρίζα και στα ελληνικά θα μπορούσε να αποδοθεί ως «κακομοίρης - κακορίζικος». Ίσως η εικόνα που παρουσίαζαν αυτοί οι φτωχοί και περιπλανώμενοι νομαδοκτηνοτρόφοι στα μάτια των Τούρκων κυρίαρχων να στάθηκε η αιτία για την απόδοση αυτής της προσωνυμίας.358 Το πλέον σίγουρο είναι πως οι Αρβανιτόβλαχοι δεν ταυτίζονται και ούτε σχετίζονται με την ομάδα των ελληνόφωνων και πρώην κολίγων κατοίκων των χωριών της πεδινής δυτικής Θεσσαλίας και κυρίως της περιοχής ανάμεσα στην Καρδίτσα και τα Τρίκαλα, οι οποίοι είναι επίσης γνωστοί με την προσωνυμία Καραγκούνοι.
Το όνομα Φρασαριώτες ή Φαρσαριώτες έχει τοπωνυμική προέλευση, καθώς οι περισσότεροι μελετητές το σχετίζουν με το χωριό Φράσαρη ή Φράσιαρη (Frashër), που βρίσκεται στην περιοχή του Νταγκλί, στη Βόρεια Ήπειρο-Νότια Αλβανία. Και αυτό γιατί οι Αρβανιτόβλαχοι ή ένα μέρος από αυτούς πιστεύεται πως κατάγονται από τη Φράσαρη και τη γύρω περιοχή του Νταγκλί. Σήμερα το χωριό αυτό υπάγεται στην επαρχία Πρεμετής και απέχει 36 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης της Πρεμετής. Τον τοπωνυμικό αυτό προσδιορισμό τον υιοθετούν και πολλοί από τους ίδιους τους Αρβανιτόβλαχους, δίχως ιδιαίτερο προβληματισμό. Ωστόσο υπάρχουν ομάδες Αρβανιτόβλαχων τόσο στην Αλβανία όσο και στην Ελλάδα, που δε δέχονται τον προσδιορισμό Φρασαριώτες, καθώς υιοθετούν για τις ομάδες τους άλλα ονόματα, τοπωνυμικής πολλές φορές προέλευσης. Τέτοια είναι τα ονόματα Κεστρινιώτες (από το χωριό Κοστρέτσι), Ζαρκανιώτες (από το χωριό Ζάρκανη), Κουρτισιάνοι (από το χωριό Κουρτέσι), Γκουμπλιάροι (από το χωριό Κομπλιάρα), Πλεασιώτες (από το χωριό Πλεάσα), Πολονάκοι,359 Κολωνιάτες (από την περιοχή Κολώνιας), Μουζακιαραίοι (από την περιοχή Μουζακιάς), Τσαμουρένοι (από την περιοχή Τσαμουριάς-Θεσπρωτίας) και Μιτσιντόνοι (από το χωριό Κεφαλόβρυσο-Μετζιτιέ Πωγωνίου).360 Σε κάποιους από τους Αρβανιτόβλαχους δίνεται το όνομα Ντότανοι με σκωπτική σημασία, λόγω της συχνής χρήσης της λέξης «ντοτ» που σημαίνει «δεν, δίχως, όχι». Ακόμη και στην Αλβανία οι Βλάχοι διατηρούν την πολυωνυμία τους και οι αλβανόφωνοι συντοπίτες τους ονομάζουν Vllah-Βλάχοι, Qoban- Τσομπάνοι ή Gog-Γκόγκοι, ακόμη και Λατσιφάτσοι, παραφράζοντας περιπαικτικά τη βλάχικη φράση «τσι φατς - τι κάνεις».361
356. Κ. Κρυστάλλης, «Οι Βλάχοι της Πίνδου», Άπαντα Β' Έκδοση, Αθήνα 1959, σελ. 406- 407.
357. Κρυστάλλης, ό.π., σελ.391-392.
358. Ρίζος, Αντώνης, «Αρβανίτες και Γκαραγκούνηδες τον 14° αιώνα». Τα Ιστορικά, Τόμος 15ος, Τεύχος 28-29, Ιούνιος-Δεκέμβριος 1998, σελ.231-239.
359. Μπάλλας, Νικόλαος, «Ιστορία του Κρουσόβου», Ε.Μ.Σ. 56, Θεσσαλονίκη 1962, σελ.20.
360. Capidan, Th., «Fărșeroții. Studiu linguistic asupra Romanilor din Albania», Dacoromania Vol.6, Bucuresti 1930, σελ.19.
361. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Καταγωγή και επίτομη ιστορία των Βλάχων της Αλβανίας», Επιτροπή Ενημέρωσης για τα Εθνικά θέματα, Σειρά Μελετημάτων Αυτοτελών και σε Ανάτυπα, Ιωάννινα 1994, σελ.5.
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Ζ. OI BΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
3.2. Οι Βλάχοι και οι Μιγιάκοι
Στα τέλη του 17ου αιώνα οι βορειότερες περιοχές της Βαλκανικής αναστατώνονται από τις συγκρούσεις των Αψβούργων και των Οθωμανών. Ο αυστριακός στρατός πήρε το Βελιγράδι και έφτασε μέχρι τον άνω ρου του Αξιού. Η αρχική φάση των συγκρούσεων έληξε με τη συνθήκη του Κάρλοβατς το 1699, η οποία όμως δεν έμελλε να σταματήσει την αντιπαράθεση. Με τη συνθήκη του Πασάροβιτς, το 1718, τα σύνορα ανάμεσα στις δύο αυτοκρατορίες ακολουθούσαν πια τη γραμμή των ποταμών Σάβου και Δούναβη. Από τα σημαντικότερα αποτελέσματα αυτών των συγκρούσεων ήταν οι ομαδικές έξοδοι μεγάλου μέρους του χριστιανικού πληθυσμού των βορειότερων βαλκανικών περιοχών προς την επικράτεια των Αψβούργων, πέρα από το Δούναβη και το Σάβο. Στις εξόδους αυτές πήραν μέρος κυρίως σέρβικοι πληθυσμοί από τις περιοχές του Κοσσυφοπεδίου, αλλά και χριστιανικοί πληθυσμοί της Βόρειας Αλβανίας και των βορειότερων περιοχών της Μακεδονίας. Τα κύματα αυτών των εξόδων πήραν πραγματικά μεγάλη διάσταση, ακολουθώντας το παράδειγμα του τότε Σέρβου πατριάρχη του Πετς - Ιπεκίου, Αρσένιου Γ' Κρνόγεβιτς. Ανάμεσά τους φαίνεται πως υπήρξαν εκτός των σλαβικών - σερβικών πληθυσμών και κάποιοι αλβανικοί και βλάχικοι πληθυσμοί. Κάποιος βλάχικος πληθυσμός είναι αρκετά πιθανό να επιβίωνε μέχρι τότε και σε αυτές τις περιοχές.753 Μέσα στην αναστάτωση των πολεμικών συγκρούσεων και των μετακινήσεων κάποιες μικρές ομάδες Βλάχων αυτών των περιοχών φαίνεται πως πήραν αντίθετη πορεία και στράφηκαν προς το νότο, μέχρι τα χωριά της Στρούγκας. Αυτές οι μετακινήσεις και οι μετεγκαταστάσεις διήρκησαν από τα τέλη του 17ου αιώνα μέχρι το 1740 με 1750.754
Το όνομα Μιγιάκοι αποδίδεται στους σλαβόφωνους χριστιανούς κατοίκους των ορεινών χωριών που βρίσκονται στην περιοχή ανάμεσα στο Γκόστιβαρ και τη Δίβρη ή Ντέμπαρ και κυρίως γύρω από τον ορεινό όγκο της Μπιστρά, στις βορειοδυτικές περιοχές της π.Γ.Δ.Μ. Σύμφωνα με παλαιότερες παραδόσεις, οι πρόγονοι των Μιγιάκων παρουσιάζονται ως νομαδο-κτηνοτρόφοι, οι οποίοι κάτω από την πίεση της οθωμανικής κατάκτησης αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εγκαταστάσεις τους ή τα χειμαδιά τους στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, κοντά στον ποταμό Γαλλικό, και να δημιουργήσουν μονιμότερες κοινότητες πάνω στις πλαγιές της Μπιστρά. Σε αυτή την ορεινή περιοχή φέρονται να συνάντησαν, να εκτόπισαν ή και να αφομοίωσαν έναν παλαιότερο βλάχικο πληθυσμό. Η παρουσία και η αφομοίωση αυτού του βλάχικου πληθυσμιακού στοιχείου μαρτυρείται τόσο από οικογενειακές παραδόσεις και ονόματα όσο και από την καταγεγραμμένη βλάχικη επιρροή στο λαϊκό πολιτισμό των Μιγιάκων, αλλά και από ένα σημαντικό αριθμό βλάχικων τοπωνυμίων της περιοχής.755 Ένα μέρος των Μιγιάκων παρέμειναν νομαδοκτηνοτρόφοι μέχρι περίπου τα τέλη του 19ου αιώνα και συνέχισαν να αναζητούν χειμαδιά στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης.756 Οι Βλάχοι που αναφέρονται από τον J. Cvijic στα χωριά των Μιγιάκων είτε υπήρχαν ήδη εκεί είτε κατέληξαν εκεί από βορειότερες και δυτικότερες περιοχές, από περιοχές του Κοσσυφοπεδίου, του Μαυροβούνιου και της Βόρειας Αλβανίας, στα τέλη του 17ου και μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Βλάχοι προερχόμενοι από τη Βόρεια Αλβανία φέρονται να ήταν οι παλαιότεροι κάτοικοι του χωριού Ρόσοκι. Μικρές ομάδες βλάχικων οικογενειών υπήρχαν και στα χωριά Γκαλίτσνικ, Λαζαροπόλε και Μαύροβο. Παρουσιάζονται μάλιστα να ανήκουν στην ομάδα των παλαιότερων κατοίκων αυτών των οικισμών και ιδιαίτερα στο Γκαλίτσνικ. Ο Cvijic αναφέρει πως οι τελευταίοι χρήστες της βλάχικης γλώσσας στην περιοχή των Μιγιάκων χάθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα.757 Μικρότερες ομάδες βλάχικων οικογενειών είχαν φτάσει μέχρι τα χωριά Ντρένοκ, Μόντριτς, Λαμπούνιστα και Ποντγκόρτσι της περιοχής Ντρίμολ της Στρούγκας, βόρεια της Άνω και Κάτω Μπεάλας. Κάποια ανάλογη ομάδα κατέληξε στο χωριό Σμόλνικ της περιοχής Γκολομπόρντε, σήμερα στην Κεντρική Αλβανία.758 Καθώς οι αριθμοί αυτών των Βλάχων ήταν μικροί, όπως ήταν επόμενο, αφομοιώθηκαν, έχοντας όμως επηρεάσει τον τοπικό λαϊκό πολιτισμό των Μιγιάκων σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο τρόπο, ώστε ορισμένοι ερευνητές, όπως ο Cvijic, να αντιμετωπίζουν τους Μιγιάκους ως μία μείξη Σλάβων-Σέρβων και Βλάχων. Ο J. Ancel φτάνει μέχρι το σημείο να θεωρεί τους Μιγιάκους εκσλαβισμένους Βλάχους.759
Όπως και να έχει, το βλάχικο στοιχείο στην περιοχή των Μιγιάκων χάθηκε ανάμεσα στους πολυπληθέστερους σλαβόφωνους Μιγιάκους, εκτός ίσως από κάποιους που κατέληξαν στο χωριό Σμόλνικ στην Κεντρική Αλβανία, στα τέλη του 17ου με τις αρχές του 18ου αιώνα. Αφού παρέμειναν εκεί για 100 περίπου χρόνια, συναντήθηκαν στα τέλη του 18ου αιώνα με πολυπληθέστερους Βλάχους πρόσφυγες των εξόδων του 1769, προερχόμενους από την περιοχή της Μοσχόπολης. Τότε και σύμφωνα με παραδόσεις, μετακινήθηκαν από κοινού νοτιότερα και στα τέλη του 18ου αιώνα φέρονται να έθεσαν μαζί τα θεμέλια των βλαχοχωριών της Άνω και της Κάτω Μπεάλας.760 Ήδη κατά τη διάρκεια του α μισού 19ου αιώνα παρατηρείται μία μεταναστευτική μετακίνηση του πληθυσμού των Μιγιάκων προς νοτιότερες περιοχές, όπου δημιούργησαν νέα χωριά-αποικίες, όπως το Σμίλεβο. Μία αρκετά σημαντική ομάδα, κυρίως από το Λαζαροπόλε, αποτέλεσε τότε τον πυρήνα των σλαβόφωνων κατοίκων του Κρουσόβου, που εγκαταστάθηκαν δίπλα στους Βλάχους, στα μέσα πια του 19ου αιώνα.761 Η περίπτωση της ύπαρξης Βλάχων ανάμεσα στους Μιγιάκους, όπως και η αρχαιότερη ύπαρξη Βλάχων σε βορειότερες περιοχές των Βαλκανίων, από το Κοσσυφοπέδιο και μέχρι τη Βοσνία, αξίζουν περισσότερη έρευνα και απαιτούν σαφέστερες απαντήσεις.762
753. Καστελλάν, Ζωρζ, «Η ιστορία των Βαλκανίων», μετάφραση Βασιλική Αλιφέρη, Εκδόσεις Γκοβόστη, σελ. 267-274. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μαρία, «Οι βαλκανικοί λαοί, από την τουρκική κατάχτηση στην εθνική αποκατάσταση (14ος-19ος αι.)», Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σελ.53-55. Trajanovski, ό.π., σελ.19.
754. Trajanovski, ό.π., σελ.15-16, 19-21, 55, 64-65.
755. Matkovski, Aleksandar, «About the Wallachian livestock breeding organization in the Balkans with special attention to katun», Review XXXI 2, Skopje 1987, σελ.199-221.
756. Σχινάς, Νικόλαος Θ., «Οδοιπορικοί Σημειώσεις Μακεδονίας, Ηπείρου, Νέας οροθετικής γραμμής και Θεσσαλίας», Τόμος Β', Αθήνα 1886, σελ.321.
757. Cvijic, Jovan, «La peninsule Balkanique», Β' έκδοση Paris 1819, σελ.399-398,458-460. Capidan, Theod., «Românii Nomazi», Cluj 1926, σελ.57.
758. Trajanovski, ό.π., σελ.15-16, 19-21, 55, 64-65.
759. Cvijic, ό.π.. Ancel, Jacques, «Peuples et nations des Balkans», Paris 1930, σελ.112. Ancel, Jacques, «La Macédoine, son evolution contemporaine», Paris 1930, σελ.166.
760. Trajanovski, ό.π., σελ.15-16, 19-21, 55, 64-65.
761. Μπάλλας, N., «Ιστορία του Κρουσόβου», ΕΜΣ 56, Θεσσαλονίκη 1962, σελ.19.
762. Vucinich, Wayne S., «Α study in social survival: the Katun in Belica Rudine», University of Denver 1975. Η εργασία του Vucinich έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ύπαρξη «βλάχικων»-λατινόφωνων πληθυσμών στην περιοχή της νότιας Ερζεγοβίνης, κοντά στο Ντουμπρόβνικ (Ραγούζα).
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Ζ. OI BΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΒΟΡΕΙΟΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
3.3.3. Μεταναστευτικές κινήσεις κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και μέχρι το 1912
Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, είχε πια οριστικοποιηθεί το δίκτυο των βλάχικων οικισμών και των εγκαταστάσεων αυτής της ομάδας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως η άφιξη ιδιαίτερα μετά την επαναστατική κίνηση του 1854 νομαδοκτηνοτρόφων από τα βλαχοχώρια των Γρεβενών και η εγκατάστασή τους, κυρίως, στην Κλεισούρα, τη Βλάστη, τα Νάματα, την Εράτυρα, τη Σιάτιστα και το Τσοτύλι, αλλά και η εγκατάσταση Αρβανιτόβλαχων σε διάφορους οικισμούς, όπως στην Άνω Μπεάλα, τη Νιζόπολη, τη Δροσοπηγή, το Φλάμπουρο και αλλού. Αυτή την περίοδο, σημειώνεται μία κλιμακούμενη οικονομική πρόοδος και μεγάλη δημογραφική ανάπτυξη. Ενδεικτικοί είναι οι αριθμοί που μας μεταφέρει ο Π. Αραβαντινός. Στη μονογραφία του για τους Βλάχους, που εκδόθηκε το 1905, αλλά είχε γραφτεί το 1865 με προγενέστερα σίγουρα στοιχεία, αναφέρει: 80 βλάχικες οικογένειες στην Αχρίδα, 1.050 βλάχικες οικογένειες στο Γκόπεσι, 650 οικογένειες στη Μηλόβιστα, 1.250 οικογένειες στο Μεγάροβο και το Τύρνοβο, 200 οικογένειες στη Νιζόπολη, 1.350 οικογένειες στο Μοναστήρι και τα γύρω χωριά, 450 οικογένειες στο Μπούκοβο, 1.500 οικογένειες στο Κρούσοβο, 50 οικογένειες στα Βελεσσά, 700 οικογένειες στην Κλεισούρα, 500 οικογένειες στο Νυμφαίο, 400 οικογένειες στη Βλάστη και 400 οικογένειες στα Καλύβια(;),[1] συνολικά 8.600 οικογένειες και περίπου 43.400 Βλάχους.[2] Στον κατάλογο αυτό δεν περιλαμβάνονται οι Βλάχοι κάτοικοι της Άνω και της Κάτω Μπεάλας, της Στρούγκας, της Ρέσνας, του Γιαγκοβετσίου, της Μπιρίνας, του Τρεστενικίου, του Περλεπέ, του Πισοδερίου, των Ναμάτων και των μικρότερων εγκαταστάσεων σε πολιτείες και κεφαλοχώρια της περιοχής της, όπως στη Φλώρινα, την Καστοριά, το Άργος Ορεστικό, το Τσοτύλι, την Εράτυρα και τη Σιάτιστα. Ωστόσο αναφέρονται Βλάχοι στο χωριό Μπούκοβο του Μοναστηρίου και ίσως έτσι επιβεβαιώνονται και κάποιες άλλες αναφορές[3] για την ύπαρξη βλάχικων εγκαταστάσεων σε χωριά ανάμεσα στο Μοναστήρι και τις πλαγιές του Περιστερίου, όπως στα χωριά Μπούκοβο, Λάβτσι, Μπρούσνικ, Ντίχοβο και Μπράτιν Ντολ, όπου οι Βλάχοι ζούσαν μαζί με σλαβόφωνους χριστιανούς. Οι περισσότεροι από αυτούς θα πρέπει να συγκεντρώθηκαν σταδιακά στο Μοναστήρι. Αυτό που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι το γεγονός πως οι περισσότεροι από τους βλάχικους οικισμούς αυτής της ομάδας ήταν πραγματικά πολυπληθείς για τα δεδομένα και τις αναλογίες της εποχής. Αποτελούσαν λαμπρές εξαιρέσεις για τη δημογραφία της περιοχής τους, αν μάλιστα συγκριθούν με τους γειτονικούς ελληνόφωνους, σλαβόφωνους και αλβανόφωνους οικισμούς. Ενδεικτικό για τη διάσταση και το δυναμικό ορισμένων βλάχικων οικισμών αυτής της ομάδας είναι επίσης το γεγονός πως από τα τέλη τουλάχιστον του 19ου αι. το Κρούσοβο, το Νυμφαίο και η Κλεισούρα ήταν έδρες τριών μικρών αλλά ιδιαίτερα δυναμικών ναχιέδων.[4]
Μετά την εγκατάσταση των προσφύγων από τις περιοχές της Μοσχόπολης και του Γράμμου δεν άργησαν να αποκατασταθούν οι εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες τους. Μετέφεραν το ανήσυχο εμποροβιοτεχνικό πνεύμα τους στους νέους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις και ενίσχυσαν κατά πολύ το δυναμικό των παλαιότερων οικισμών. Έτσι, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, ο F. Pouqueville επισημαίνει την παρουσία δραστήριων Κλεισουριάνων εμπόρων και μεταφορέων στους δρόμους των Βαλκανίων με κατεύθυνση την Κεντρική Ευρώπη.[5] Οι διάφορες μορφές βιοτεχνίας, οι μεταφορές και το μεταπρατικό εμπόριο στάθηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα οι βασικές και αρκετά επικερδείς δραστηριότητες των κατοίκων, όλων σχεδόν των οικισμών και των εγκαταστάσεων αυτής της ομάδας. Οι επαφές με τους συγγενείς και τους πατριώτες τους, που βρέθηκαν στις παροικίες της Βόρειας Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης, πριν τις εξόδους, αλλά και κατά τη διάρκεια των μεγάλων εξόδων στα τέλη του 18ου αιώνα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω ανάπτυξή τους. Επιπλέον, φαίνεται πως υπήρξε μία συνεχής ροή μετοικεσίας μεμονωμένων ατόμων ή μικρών ομάδων οικογενειών προς τα αυστροουγγρικά εδάφη, τις βόρειες γιουγκοσλαβικές χώρες και τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μετά το 1769.
Οι κάτοικοι των περισσότερων οικισμών διατήρησαν μία μικτή αγροτοκτηνοτροφική οικονομία, παράλληλα με την όλο και μεγαλύτερη ανάπτυξη του εμπορίου, των βιοτεχνιών και των μεταφορών. Το μέγεθος της αγροτικής οικονομίας διέφερε από οικισμό σε οικισμό και ήταν αντιστρόφως ανάλογο της ανάπτυξης του εμπορίου. Η Κάτω Μπεάλα παρουσιάζεται ως ο οικισμός με τη στενότερη σχέση με τη γεωργική παραγωγή,[6] αν και η αμπελουργία δεν ήταν άγνωστη ακόμη και στην Κλεισούρα, όπου η οικονομία του εμπορίου επικρατούσε. Στις περισσότερες περιπτώσεις, την όποια γεωργική παραγωγή αναλάμβαναν συνήθως εργάτες και υπηρέτες που προσλαμβάνονταν από τα γειτονικά σλαβόφωνα ή ελληνόφωνα χωριά.[7]
Ήδη κατά τη διάρκεια του α' μισού του 19ου αιώνα, η κτηνοτροφική οικονομία άρχισε να περιορίζεται, καθώς σημειωνόταν μία ακόμη μεγαλύτερη στροφή προς τις βιοτεχνίες, το εμπόριο, τις μεταφορές και την περιοδική μετανάστευση. Το κενό αυτό ήρθαν να καλύψουν ομάδες νομαδοκτηνοτρόφων Αρβανιτόβλαχων και άλλων Βλάχων από τη Βόρεια Πίνδο, που βρέθηκαν συνδεδεμένοι με τους διάφορους οικισμούς και τελικά σε πολλές περιπτώσεις εγκαταστάθηκαν οριστικά εκεί. Η κτηνοτροφία βέβαια δεν εξέλειψε εντελώς ή δεν πέρασε στο σύνολό της στα χέρια των Αρβανιτόβλαχων. Στο Κρούσοβο αναφέρονται μεγάλα κοπάδια στα χέρια παλιών οικογενειών γραμμουστιάνικης καταγωγής μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.[8] Στη Βλάστη και τα Νάματα δημιουργήθηκαν δύο σαφώς διακριτές και περίπου ισομερείς ομάδες κατοίκων, αυτές των εδραίων κατοίκων και των νομαδοκτηνοτρόφων. Οι βλάχικες οικογένειες που συνέβαλαν στη δημιουργία της ομάδας των εδραίων κατοίκων, δηλαδή των εμποροβιοτεχνών, των επαγγελματιών, των μεταναστών και των μικροκαλλιεργητών, αποβλαχίστηκαν γλωσσικά πολύ γρήγορα, φτάνοντας μέχρι το σημείο της άρνησης της βλάχικης ταυτότητας ή και καταγωγής. Σε αυτή την εξέλιξη είναι σίγουρο πως συνέβαλε αρκετά η συνύπαρξη και οι επιγαμίες ανάμεσα σε Βλάχους και Γκραίκους, που βρέθηκαν να συνοικίζουν από κοινού και ιδιαίτερα τη Βλάστη, αλλά και οι ιδιαίτερα στενές σχέσεις με ελληνόφωνα κέντρα όπως η Σιάτιστα. Από την άλλη μεριά, η ομάδα των νομαδοκτηνοτρόφων κατοίκων ήταν αυτή που διατήρησε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα τόσο τη χρήση της βλάχικης γλώσσας, όσο και την αίσθηση της βλάχικης καταγωγής. Μέχρι περίπου το 1910, οι περισσότεροι από τους εδραίους κατοίκους των Ναμάτων μετακινήθηκαν για περισσότερη ασφάλεια στη διπλανή Βλάστη και το χωριό εξελίχθηκε σε ορεινή κοινότητα ημινομάδων Βλάχων, που λίγο ή πολύ είχαν και αυτοί αποβλαχιστεί γλωσσικά, ακολουθώντας το πρότυπο της Βλάστης.
Η αποστασιοποίηση από τις οργανωμένες μορφές της νομαδικής ή ημινομαδικής κτηνοτροφίας των περισσότερων οικισμών αυτής της ομάδας, οδήγησε σε έναν πολύ ενδιαφέροντα ενδοφυλετικό διαχωρισμό. Στο Νυμφαίο, οι εδραίοι Βλάχοι κάτοικοι αυτοχαρακτηρίζονταν ως Αρμούνοι (Βλάχοι στα βλάχικα) και διαχώριζαν τους εαυτούς τους από τους ομόγλωσσους και μη νομαδοκτηνοτρόφους, στους οποίους απέδιδαν συλλογικά το όνομα “βλάχοι”, με το βήτα μικρό και με στοιχεία πολιτισμικής, επαγγελματικής και κοινωνικής διάκρισης. Στο διαχωρισμό αυτό θα πρέπει να τους οδήγησε η μακροχρόνια και η παράλληλη συνύπαρξη τόσο βλάχικων κοινωνιών με εμποροβιοτεχνικό προσανατολισμό, όσο και κοινωνιών που βρίσκονταν σε άμεση και στενότατη επαφή με τις διάφορες μορφές της κτηνοτροφίας, Οι εμποροβιοτεχνικές-"αστικές" βλάχικες κοινωνίες αυτής της ομάδας έρχονται να καταρρίψουν τη λανθασμένα στερεοτυπική αίσθηση που κυριάρχησε για τους Βλάχους μέχρι και σήμερα.
Εδώ αξίζει να αναφερθεί το τι γράφει σχετικά με αυτό το θέμα ο συγγραφέας του "Ετυμολογικού Λεξικού της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης", Κωνσταντίνος Νικολαϊδης στα 1907. Πέρα από τους νομάδες και ημινομάδες Βλάχους:
"....Οι Κουτσόβλαχοι είναι κατ' εξοχήν λαός εμπορικός και βιομηχανικός, μετερχόμενος όλα τα επαγγέλματα και όλας τας τέχνας και επιστήμας...."[9]
Ανάλογη και ίσως ακόμη πιο διευκρινιστική είναι η εκτίμηση του Σκυριανού λογοτέχνη και δημοσιογράφου Κωνσταντίνου Φαλτάϊς, ο οποίος έγραψε στα χρόνια του μεσοπολέμου πως:
"Oι λατινόφωνοι Βλάχοι αποτελούν λαόν ασχολούμενον με παν είδος τέχνης. Οι Βλάχοι, θα ηδύνοντο να ονομασθούν οι παντεχνίται της Βαλκανικής. Ιδίως ασχολούνται με την αργυρουργίαν, την υφαντουργικήν, την βαρελοποιίαν, την κατασκευήν ξύλινων γεωργικών εργαλείων, την σαγματοποιίαν, την τσαρουχοποιίαν, την ορειχαλκουργικήν, την μαχαιροποιίαν, την αγιογραφίαν, την οικοδομικήν, την ραπτικήν, την ανθρακοποιίαν, την ξυλουργικήν, την υλοτομίαν, την τυροκομίαν. Είναι επίσης αγωγιάται, παντοπώλαι, ξενοδόχοι, διευθυνταί χανίων και γενικώς έμποροι, επιχειρηματίαι και επιστήμονες. Το υπόλοιπον μέγα μέρος των Βλάχων της Βαλκανικής είναι κτηνοτρόφοι, όχι όμως νομάδες, όπως κακώς και κατ' εσφαλμένην αρχήν γράφεται. Βλάχοι γεωργοί, ναυτικοί και χειράνακτες, άνευ ωρισμένης τέχνης, ελάχιστοι υπάρχουν."[10]
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, το κυρατζιλίκι, δηλαδή οι μεταφορές εμπορευμάτων, αγαθών και ανθρώπων με τα πολυάριθμα καραβάνια, βρίσκονταν σχεδόν αποκλειστικά στα χέρια των βλαχοχωριών της περιοχής που εξετάζουμε. Οι μόνοι ανταγωνιστές τους σε αυτό το χώρο ήταν πιθανότατα μόνο οι Γκραίκοι από πολιτείες όπως η Κοζάνη, η Σιάτιστα, η Καστοριά και τα κεφαλοχώρια της Ανεσελίτσας (επαρχία Βοϊου). Με την ανάπτυξη του βασικού τουρκικού οδικού δικτύου και την καταστευή των πρώτων σιδηροδρομικών γραμμών οι μεταφορές σημείωσαν κάμψη και οι κάτοικοι στράφηκαν ακόμη περισσότερο στην ανεύρεση εσόδων μέσω της αποδημίας των νέων ανδρών, για μεγάλα ή μικρά χρονικά διαστήματα.[11] Σε αυτή τη φάση και μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, η μεταναστευτική κίνηση και η δημιουργία παροικιών στρέφεται στο χώρο των Βαλκανίων, στα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τα βαλκανικά κράτη. Βέβαια υπήρξαν λαμπρές εξαιρέσεις, όπως οι παροικίες των Βλάχων αυτής της ομάδας, αλλά και του Μετσόβου, στην Αίγυπτο.[12] Η παράλληλη χρονικά μεταπρατική τομή που σημειώνεται στην οικονομική λειτουργία των βαλκανικών πόλεων βοήθησε ιδιαίτερα τους Βλάχους κατοίκους των οικισμών και των εγκαταστάσεων της βορειοδυτικής Μακεδονίας στο να ξεφύγουν από την παλαιότερη παραδοσιακή οικονομία τους. Οι παλιές γνώσεις τους στο χώρο του εμπορίου και των βιοτεχνικών ήταν τα πλέον πολύτιμα προσόντα για την ενίσχυση της παλιάς τους τάσης για αστικοποίηση.
Oι κάτοικοι του Κρουσόβου, Βλάχοι και μη, μετανάστευαν ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η έλλειψη παραγωγικών πηγών ήταν επόμενο να τους αναγκάσει να στραφούν στην ανεύρεση καλύτερων ευκαιριών σε μακρινά ή κοντινά μέρη. Περίπου από το 1880 οι μετανάστες άρχισαν να παίρνουν μαζί και τις οικογένειες τους, με αποτέλεσμα να δημιουργήσουν μικρές ή μεγάλυτερες κρουσοβίτικες παροικίες σε όλες σχεδόν τις μακεδονικές πόλεις. Εγκαταστάθηκαν σε μεγάλες ομάδες στο Μοναστήρι, τον Περλεπέ, το Κίτσεβο, την Αχρίδα, τα Σκόπια,[13] το Κουμάνοβο, την Κότσανη, τη Θεσσαλονίκη, την Κορυτσά, τα Γιάννενα, την Άνω Τζουμαγιά[14] (Μπλαγκόεβγκραντ της Βουλγαρίας), τις Σέρρες, τη Δράμα, το Νευροκόπι (Γκότσε Ντέλτσεβ της Βουλγαρίας) και μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Μικρότερες ομάδες δημιούργησαν παροικίες στη Γευγελή, το Νεγκότινο, το Καφαντάρι και την Κρίβα Παλάνκα. Άλλοι έφταναν μέχρι την Αθήνα, τη Σόφια, το Βιδίνι, το Βελιγράδι, το Νις, το Βουκουρέστι, την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο και μέχρι την Αιθιοπία, την Νότια Αφρική, τις Η.Π.Α και τις Ινδίες.[15] Η έξοδος των Κρουσοβιτών πήρε μαζικότερη διάσταση μετά την αποτυχία της επανάστασης του Ίλιντεν το 1903, η οποία υποκινήθηκε ουσιαστικά από τη Βουλγαρία και είχε σαν επίκεντρό της το Κρούσοβο. Οι καταστροφές που υπέστησαν τότε οι κάτοικοι και ιδιαίτερα οι "γραικομάνοι" Βλάχοι οδήγησαν στην ενίσχυση και την εδραίωση των κρουσοβίτικων παροικιών σε όλη σχεδόν τη Μακεδονία, καθώς πολλές οικογένειες ακολούθησαν οριστικά τους άνδρες μετανάστες. Χαρακτηριστική ίσως είναι η περίπτωση της παροικίας των Κρουσοβιτών στο γειτονικό Κίτσεβο.[16]
Αυτή την περίοδο, οι κάτοικοι της Άνω και της Κάτω Μπεάλας αναζήτησαν καλύτερες ευκαιρίες κυρίως στη Στρούγγα, τη Δίβρη, τα Τίρανα και τις πόλεις της Κεντρικής Αλβανίας.[17] Οι παλαιότεροι Νιζοπολίτες και λιγότερο οι Αρβανιτόβλαχοι του χωριού, εγκαταστάθηκαν αυτή την περίοδο στο Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη. Οι Μεγαροβίτες και οι Τυρνοβίτες δημιούργησαν παροικίες στο Μοναστήρι, τη Φλώρινα, τη Θεσσαλονίκη, την Κότσανη, την Ξάνθη, τα Γιαννιτσά και την Αριδαία. Κάποιοι από αυτούς έφτασαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Αίγυπτο. Αρκετοί βρέθηκαν σε βουλγαρικές και ρουμανικές πόλεις. Οι κάτοικοι του Γκοπεσίου στράφηκαν περισσότερο προς τις πόλεις της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Μικρότερες ομάδες από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη. Η συγκέντρωση στο Μοναστήρι δεκάδων οικογενειών από το κάθε ένα βλαχοχώρι αυτής της ομάδας πήρε ακόμη μεγαλύτερη διάσταση, κατά τη διάρκεια της ένοπλης αντιπαράθεσης για την τύχη των μακεδονικών επαρχιών και ιδιαίτερα στις αρχές του 20ου αιώνα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως αυτή την περίοδο 60 οικογένειες από τη Μηλόβιστα είχαν εγκατασταθεί στο Μοναστήρι.[18] Η εξέλιξη του Μοναστηρίου σε πόλο έλξης και δραστήριο οικονομικό κέντρο ενός μεγάλου αριθμού Βλάχων μεταναστών ενισχύθηκε κατά πολύ από το γεγονός πως το Μοναστήρι ήταν τότε το διοικητικό και οικονομικό κέντρο του ομώνυμου τουρκικού Βιλαετίου. Μέσα στα όρια αυτού του Βιλαετίου περιλαμβάνονταν οι πλέον ανθηροί από τους βλάχικους οικισμούς της Βαλκανικής.[19]
Η μεταναστευτική τακτική σε συνδυασμό με τις αντιπαραθέσεις των βαλκανικών κρατών για την τύχη των μακεδονικών εδαφών οδήγησε σε μαρασμό τις βλάχικες εγκαταστάσεις της Αχρίδας και των Βελεσσών. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι Βλάχοι της Αχρίδας διακρίθηκαν ιδιαίτερα στην κατεργασία και το εμπόριο της γούνας και τις μεταφορές. Οι δραστηριότητές τους τους οδηγούσαν μέχρι τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Κεντρικής Ευρώπης, όπως τη Λειψία, τις τότε Παραδουνάβιες Ηγεμονίες και μέχρι την Κωνσταντινούπολη. Μέχρι την εμφάνιση και την εδραίωση της βουλγαρικής εκκλησιαστικής Εξαρχίας, οι Βλάχοι της Αχρίδας λειτουργούσαν από ένα ελληνικό σχολείο στις δύο βλάχικες συνοικίες της πόλης. Αρκετοί νέοι της Αχρίδας, βλαχόφωνοι και σλαβόφωνοι πήγαιναν για σπουδές στα σχολικά ιδρύματα της Αθήνας και των Ιωαννίνων. Η βλάχικη όμως παροικία της Αχρίδας δεν έμελλε να ριζώσει και να ευημερήσει. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα, τα μέλη της μετανάστευσαν μαζικά, αναζητώντας καλύτερη τύχη σε μακρινά ή κοντινά μέρη, όπου τους οδηγούσε η αναζήτηση εμποροβιοτεχνικών ευκαιριών.[20] Προς τα τέλη μάλιστα του 19ου αιώνα, όταν η βουλγαρική κίνηση στην πόλη είχε ενισχυθεί κατά πολύ, πολλές από τις βλάχικες οικογένειες φέρονται να ακολούθησαν την Εξαρχία, προσπαθώντας ίσως να εναρμονιστούν με το περιβάλλον τους. Ωστόσο, οι πιο δραστήριες από τις βλάχικες και κάποιες σλαβόφωνες οικογένειες, που παρέμεναν πιστές στις ελληνικές θέσεις και το Πατριαρχείο, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αχρίδα. Οι περισσότεροι από αυτούς βρέθηκαν τότε στο Μοναστήρι και μετά το 1912 στη Θεσσαλονίκη.[21]
Την ίδια φθίνουσα πορεία φαίνεται να ακολούθησε και η "ελληνοβλαχική" παροικία των Βελεσσών, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε ελληνικά διπλωματικά έγγραφα του 19ου αιώνα. Το 1894 και μετά την επικράτηση της βουλγαρικής εκκλησιαστικής κίνησης στην πόλη και την γύρω περιοχή, οι Βλάχοι των Βελεσσών παρέμειναν πιστοί στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και συνέχισαν τη λειτουργία της μικρής πατριαρχικής-ελληνορθόδοξης κοινότητας, η οποία στο σύνολό της αποτελούταν από τους Βλάχους της πόλης και αριθμούσαν μέχρι 200 περίπου οικογένειες. Το δυναμικό της κοινότητας φαίνεται πως εξασθένισε όταν έκανε την εμφάνισή της και η ρουμανική κίνηση με τη βοήθεια των Βουλγάρων.[22] Από το 1912 και μετά, τα ηγετικά στελέχη της κοινότητας και οι οικονομικά ισχυρότεροι έφυγαν για την Ελλάδα και στο σύνολό τους σχεδόν εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Κάποιες άλλες οικογένειες έφυγαν για τη Ρουμανία ή εφομοιώθηκαν ανάμεσα στους κατοίκων της Σερβίας και της π.Γ.Δ.Μ.[23]
Οι κάτοικοι του Πισοδερίου, οι οποίοι κατά παράδοση ασκούσαν το επάγγελμα του χανιτζή-πανδοχέα κατά μήκος των οδών επικοινωνίας της Βαλκανικής, δημιούργησαν μικρές παροικίες στη Ρέσνα, το Μοναστήρι, τη Φλώρινα, το Άργος Ορεστικό και την Καστοριά. Οι περισσότεροι, αν όχι και οι πιο δραστήριοι έφυγαν για πιο μακρινές περιοχές. Αναφέρεται πως από το 1830 μέχρι το 1912, 80 οικογένειες από το Πισοδέρι εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της τότε νότιας Σερβίας, ενώ άλλες οικογένειες μετανάστευσαν σε πόλεις της Ρωσίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας και κάποιες βρέθηκαν μέχρι τις παροικίες της Αιγύπτου.[24]
Την ίδια περίοδο οι περισσότεροι από τους άνδρες του Νυμφαίου, ζούσαν τις οικογένειές τους ασκώντας το επάγγελμα του χρυσοχόου, του ράφτη, του βαφέα ή του μεταφορέα. Αρχικά δούλευαν σαν πλανόδιοι τεχνίτες και σταδιακά δημιούργησαν παροικίες σε μία σειρά από πόλεις και κεφαλοχώρια της Μακεδονίας και πέρα από αυτή μέχρι την Πρεμετή και τη Θήβα. Πολλοί από αυτούς, ξεκινώντας κυρίως σαν χρυσοχόοι, εξελίχθηκαν σε δραστήριους εμπόρους και κυρίως καπνέμπορους, τόσο στα Βαλκάνια, όσο και στην Κωνσταντινούπολη, τη Ρουμανία, την Αίγυπτο και μέχρι τη Σουηδία. Τους ξενιτεμένους άνδρες ακολούθησαν σταδιακά και οι οικογένειές τους και ιδιαίτερα στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, σχηματίζοντας αξιόλογες παροικίες Νεβεστιάνων, άλλες ολιγομελείς και άλλες ιδιαίτερα αξιόλογες, στη Φλώρινα, την Καστοριά, το Μοναστήρι, την Έδεσσα, τη Νάουσα, τη Βέροια, τα Γιαννιτσά, με πιο πολυπληθή και πιο δυναμική αυτή της Θεσσαλονίκης. Στην Ανατολική Μακεδονία συνάντησαν τους παλαιότερους Νεβεστιάνους των προηγούμενων κυμάτων. Αυτή την εποχή με το νεότερο κύμα των μεταναστών από το Νυμφαίο δημιουργούνται δραστήριες και εύπορες παροικίες κυρίως χρυσοχόων και καπνεμπόρων στις Σέρρες, τη Δράμα, την Προσωτσάνη, το Δοξάτο, την Καβάλα, και την Ξάνθη. Από την Καβάλα και την Κωνσταντινούπολη θα πρέπει να ξεκίνησε η επαφή των Νεβεστιάνων με την Αίγυπτο, όπου δημιούργησαν δραστήριες και πλούσιες παροικίες.[25]
Οι κάτοικοι της Κλεισούρας, έχοντας ήδη στενές σχέσεις με τις παροικίες της Αυστροουγγαρίας και της Σερβίας, κινήθηκαν προς εκείνα τα μέρη μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα και δημιούργησαν πλούσιες παροικίες στη Βιέννη, τη Βουδαπέστη, τη Δρέσδη, το Ζέμουν, το Βελιγράδι, το Πάντσεβο, το Βουκουρέστι, το Ιάσιο και μέχρι την Οδησσό. Σε αυτές τις παροικίες των Κλεισουριάνων αναφέρεται πως βρέθηκαν σταδιακά περισσότερες από 2.000 οικογένειες, αριθμός πιθανότατα υπερβολικός, αλλά σίγουρα ενδεικτικός του μεγέθους των μεταναστευτικών εξόδων από την Κλεισούρα. Σε αντίθεση με τους κατοίκους των υπόλοιπων βλάχικων οικισμών και των εγκαταστάσεων αυτής της ομάδας, οι Κλεισουριάνοι δε σκόρπισαν σαν εμποροβιοτέχνες στις πόλεις και τα κεφαλοχώρια της Μακεδονίας, με τις εξαιρέσεις βέβαια των παροικιών τους στις γειτονικές πόλεις της Καστοριάς, Αμυνταίου και Πτολεμαϊδας. Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα η Κλεισούρα εξελίχθηκε σε δραστήριο εμπορικό, βιοτεχνικό και διαμετακομιστικό κέντρο, ανταγωνιστικό της Καστοριάς. Στη μεγάλη της ακμής έφτασε να έχει ίσως μέχρι και 1.000 σπίτια. Η αγορά της δυναμικότατης τότε πολιτείας είχε περισσότερα από 100 εμπορικά και βιοτεχνικά καταστήματα. Πολυάριθμα βλάχικα καραβάνια, ακόμη και από άλλες περιοχές, όπως από τη Βέροια και την Κατερίνη, ξεκινούσαν από την Κλεισούρα και έφταναν σε όλα τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της βαλκανικής μεταφέροντας κάθε εμπορεύσιμο και βιοτεχνικό είδος. Η μετανάστευση μείωσε στο μισό τους κατοίκους της, ανάμεσα στο 1870 (6.400 κάτοικοι) με 1912 (3.000 κάτοικοι). Οι περισσότεροι από αυτούς που ξενιτεύονταν τότε μέσα στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από το 1890 κατευθυνόταν μαζικότερα προς την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη. Στις αρχές του 20ου αιώνα η παροικία της Κωνσταντινούπολης αριθμούσε γύρω στους 80 δραστήριους εμποροβιοτέχνες και 300 συνολικά ψυχές. Για την καλύτερη οργάνωση της παροικίας ιδρύθηκε δραστήρια αδελφότητα με την επωνυμία "Προφήτης Ηλίας". Η αδελφότητα διαλύθηκε μετά το 1908 και το δυναμικό των Κλεισουριάνων μετατοπίστηκε κυρίως στη Θεσσαλονίκη, όπου η παλιά παροικία τους έπαιξε ηγετικό ρόλο στις υποθέσεις της ελληνικής κοινότητας. Το 1907 ίδρυσαν στην Θεσσαλονίκη την αδελφότητα "Άγιος Μάρκος". Μία μικρότερη ομάδα εγκαταστάθηκε αυτή την περίοδο και στην Καβάλα ασχολούμενοι κυρίως με το καπνεμπόριο.[26]
Οι Μπλατσιώτες, είτε αυτοί κατάγονταν από τους Βλάχους πρόσφυγες των εξόδων από το 1769 και μετά, είτε από Γκραίκους που βρέθηκαν να κατοικούν στη Βλάστη, συνέχισαν τις επαφές και την μεταναστευτική κίνηση προς τις παροικίες της Αυστρουγγαρίας και των βόρειων γιουγκοσλαβικών περιοχών, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ακολουθώντας τα βλάχικα ή γκραίκικα καραβάνια που τραβούσαν για το βορρά και τις περιοχές πέρα από το Δούναβη. Οι παροικίες που δημιούργησαν στις πόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας κατά την διάρκεια του α' μισού του 19ου αιώνα ενισχύθηκαν κατά πολύ από το 1860-70 και μέχρι τις αρχές του 20ου. Αυτή την τελευταία περίοδο οι μετακινηθέντες ήταν μετανάστες και όχι φυγάδες και προέρχονταν από τις τάξεις των εμποροβιοτεχνών και όχι των ημινομάδων κτηνοτρόφων του χωριού. Έτσι οι περισσότεροι από τους Μπλατσιώτες που βρέθηκαν αυτή την περίοδο στη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Καβάλα, τη Δράμα και μέχρι την Κωνσταντινούπολη και τις παροικίες της Αιγύπτου και της Ρουμανίας είχαν σχεδόν ξεχάσει τα βλάχικα.[27]
Πέρα από τις παροικίες που δημιουργούνται από τα πιο δυναμικά μέλη σε διάφορες μακρινές περιοχές, κάποιοι άλλοι σκόρπισαν σαν μικροβιοτέχνες και μεταπράτες σε διάφορους οικισμούς και κυρίως κεφαλοχώρια της Δυτικής Μακεδονίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα εδραιώνεται η αρχικά μικρή βλάχικη εγκατάσταση στη Φλώρινα από εμποροβιοτέχνες των γύρω χωριών και κυρίως από το Πισοδέρι.[28] Βλάχοι εμποροβιοτέχνες από την Κλεισούρα και τη Βλάστη φέρονται να είναι και οι πρώτοι χριστιανοί που μπόρεσαν να εγκατασταθούν ως επαγγελματίες στην τότε τούρκικη πόλη της Πτολεμαϊδας (Καϊλάρια). Την ίδια περίοδο, βλάχικες οικογένειες εμποροβιοτεχνών εγκαταστάθηκαν στο Αμύνταιο (Σόροβιτς) και κτηνοτρόφων από τη Βλάστη στο Μυλοχώρι (Λίνγκα) της Εοδραίας. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η στατιστική του D.M. Brancoff, όπου αναφέρονται μικρές ομάδες βλάχικων οικογενειών ανάμεσα στους κατοίκους χωριών της Καστοριάς, όπως στα χωριά Βασιλειάδα (Ζαγορίτσανη), Πεντάβρυσος (Ζελεγκόσντη), Κορησός (Γκορεντζί) και Καλοχώρι (Ντομπρολίτσα), αλλά και στο Βατοχώρι (Μπρέσνιτσα) της Φλώρινας.[29]
Ίσως η πλέον ακριβής μαρτυρία για την κοινωνική και οικονομική ταυτότητα, αλλά και για τη μεταναστευτική τακτική των μελών των βλάχικων κοινοτήτων και εγκαταστάσεων της βορειοδυτικής Μακεδονίας είναι ο "Κατάλογος των αρρένων της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Ρέσνης του έτους 1912. Εν Ρέσνη τη 10 Φεβρουαρίου 1912". Σε αυτό τον κατάλογο περιέχονται πολύτιμα στοιχεία για τους 220 άνδρες βλάχικης καταγωγής, οι οποίοι αποτελούσαν τότε τη μικρή αλλά αρκετά δυναμική ελληνορθόδοξη κοινότητα της Ρέσνας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του καταλόγου το 34.5% των μελών της κοινότητας ήταν μετανάστες. Από αυτούς οι μισοί είχαν μεταναστεύσει μέσα στα όρια της γεωγραφικής Μακεδονίας και την Κωνσταντινούπολη και οι άλλοι μισοί στις βαλκανικές χώρες και την Αμερική. Γνωρίζοντας τα επαγγέλματα του κάθε ενός πληροφορούμαστε πως το 64% των μελών, μετανάστες και μη, ήταν έμποροι, τεχνίτες και επαγγελματίες.[30]
Από τις δημοσιευμένες και γνωστές στατιστικές για τους βλάχικους πληθυσμούς της ομάδας της βορειοδυτικής Μακεδονίας, στα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα (1900-1912), η στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1905), παρά τα λάθη και τις παραλήψεις της, είναι ίσως η πιο κατατοπιστική. Σε αυτή τη στατιστική αναφέρονται: Μοναστήρι 2.107 βλάχικες οικογένειες, Μεγάροβο 454 βλ. οικ., Τύρνοβο 481 βλ. οικ., Νιζόπολη 186 βλ. οικ., Κρούσοβο 1.174 βλ.οικ., Περλεπές 75 βλ. οικ., Μηλόβιστα 304 βλ. οικ., Γκόπεσι 324 βλ. οικ., Ρέσνα 56 βλ. οικ., Γιαγκοβέτσι 28 βλ. οικ., Καλύβια Ιστόκ 130 βλ. οικ., Αχρίδα 121 βλ. οικ., Στρούγγα 17 βλ. οικ., Άνω Μπεάλα 208 βλ. οικ., Κάτω Μπεάλα 176 βλ. οικ., Πισοδέρι 140 βλ. οικ., Φλώρινα 29 βλ. οικ., Δροσοπηγή 230 (;) βλ. οικ., Φλάμπουρο 150 (;) βλ. οικ., Νυμφαίο 400 βλ. οικ., Καλύβια Μοριχόβου (Καϊμακτσιλάρ) 60 βλ. οικ., Κλεισούρα 515 βλ. οικ., Κρυσταλλοπηγή 30 βλ. οικ. και Άργος Ορεστικό 120 βλ. οικ., συνολικά 7.515 βλάχικες οικογένειες.[31] Συνυπολογίζοντας, όμως, και τις βλάχικες οικογένειες που σίγουρα ζούσαν στο Τρεστενίκ δίπλα στο Κρούσοβο, στην Καστοριά, τη Γράμμουστα, τη Βλάστη, το Σισάνι, τα Νάματα, το Τσοτύλι, την Εράτυρα, τη Σιάτιστα[32] και την Κοζάνη,[33] όπως και κάποια νομαδικά φαλκάρια Αρβανιτόβλαχων που κινούνταν στην περιοχή (Ιλίνο, Λέβα Ρέκα κ.α.), τότε ο συνολικός αριθμός των Βλάχων της ομάδας της βορειοδυτικής Μακεδονίας θα πρέπει σίγουρα να ξεπερνούσε τις 40.000 ψυχές. Ο αριθμός αυτός θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα καθώς για τους ίδιους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις σε αυτή την περιοχή ο Weigand (1894) αναφέρει 46.430 Βλάχους, ο Kancof(1900) αναφέρει 36.398 Βλάχους και ο Brancoff (1905) αναφέρει 37.004 Βλάχους. Έτσι γίνεται κατανοητό πως τα δημογραφικά δεδομένα της στατιστικής του Μαργαρίτη-Rubin (1894-1913) για 88.750 Βλάχους σε αυτή την περιοχή είναι σίγουρα υπερβολικά. [34] Θα πρέπει επίσης να επισημανθεί πως στις αρχές του 20ου αιώνα, από όλους αυτούς τους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις μόνο η Κλεισούρα, το Νυμφαίο, το Πισοδέρι, η Μηλόβιστα και το Γκόπεσι κατοικούνταν αποκλειστικά ή σχεδόν αποκλειστικά από Βλάχους, όπως και τα Καλύβια του Ιστόκ, αλλά και οι λιγότερο οργανωμένες ορεινές καλυβικές εγκαταστάσεις των Αρβανιτόβλαχων.
[1] Ο οικισμός αυτός είναι πιθανό να ταυτίζεται είτε με τον οικισμό που δημιούργησαν τα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων στην περιοχή του Μοριχόβου, και πιθανότατα στη θέση Τσιακούρα, είτε με τους δύο οικισμούς που δημιούργησαν οι Περιβολιάτες στις θέσεις Ανω και Κάτω Ιστόκ, ανάμεσα στη Ρέσνα και την Αχρίδα.
[2] Αραβαντινός, Π., "Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων", Αθήνα 1905, σελ.50-52.
[3] Όπως στις στατιστικές καταγραφές του S. Gopgevic, “Makedonien und Alt Serbien”, Wien 1889, σελ. 409-4110, όπου αναφέρονατι βλάχικοι κάτοικοι και στα χωριά: Ντίχοβο, Ντραγκός και Κανίνο. Επίσης Κατσουγιάννης, Τηλέμαχος Μ., "Περί των Βλάχων των ελληνικών χώρων", Τόμος Β', Ε.Μ.Σ. 23, Θεσσαλονίκη 1966, σελ.59.
[4] Ο ναχιές ήταν υποδιαίρεση του καζά.
[5] Pouqueville, ο.π., σελ.75-76
[6] Τοπάλης, ο.π..
[7] Trifunovski, "Gopes", ο.π., σελ.259-266.
[8] Haciu, ο.π., σελ.185. Μπάλλας, ο.π., σελ.32-34.
[9] Νικολαϊδης, Κωνσταντίνος, "Ετυμολογικό Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης", Τύποις Π.Δ.Σακελλαρίου, Εν Αθήναις 1909, σελ.μδ'.
[10] Εγκυκλοπαίδεια "Πυρσός", Αθήνα 1933.
[11] Παπαμιχαήλ, ο.π., 9, 88-89.
[12] Χατζηφώτης, Ιωάννης Μ., "Οι Μετσοβίτες στην Αλεξάνδρεια" και Κατσάνης, Νικόλαος Α., "Η δημιουργία βλάχικης αστικής τάξης, (η περίπτωση της Μοσχόπολης, Μετσόβου, Νυμφαίου κ.λ.π.)", Πρακτικά Α' Συνεδρείου Μετσοβίτικων Σπουδών, Μέτσοβο 28-30 Ιουνίου 1991, Εξωραϊστικός Σύλλογος Μετσόβου, Αθήνα 1993, σελ.87-96, 445-452.
[13] Α.Γ.Β.-Α.Ο.Δ., Φ.206.1.1/εγγ.138, Επιστολή Γ. Σούνδου προς Κ. Λιάκο, Κρούσοβο, 8 Δεκεμβρίου 1903.
[14] Παπαδόπουλος, Στέφανος Ι., "Εκπαιδευτική και κοινωνική δραστηριότητα του ελληνισμού της Μακεδονίας κατά τον τελευταίο αιώνα της τουρκοκρατίας", ΕΜΣ 31, Θεσσαλονίκη 1970, σελ.30.
[15] Μπάλλας, ο.π., σελ.32-34. Haciu, ο.π., σελ.183-184.
[16] Α.Γ.Β.-Α.Ο.Δ., Φ.206.1.1/εγγ.138, Επιστολή Γ. Σούνδου προς Κ. Λιάκο, Κρούσοβο, 8 Δεκεμβρίου 1903. Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α., "Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, 1894- 1904", Μπαρμπουνάκης Θεσσαλονίκη 1986.
[17] Τοπάλης, ο.π..
[18] Ηaciu, ο.π., σελ.173-178. Χριστίδης, ο.π., σελ.65-67.
[19] Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος A., "Πολιτική, κοινωνική και οικονομική δομή του πασαλικίου Μοναστηρίου στα μέσα του 19ου αιώνα", Μακεδονικά 21, Θεσσαλονίκη 1981, σελ.168-199.
[20] Haciu, ο.π., σελ.104-108.
[21] Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α., "Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, 1878-1894. Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχέωνα", ΙΜΧΑ 196, Θεσσαλονίκη 1983, σελ.351. Βerard, V., "Τουρκία και Ελληνισμός. Οδοιπορικό στη Μακεδονία. Ελληνες-Τούρκοι-Βλάχοι-Αλβανοί-Βούλγαροι-Σέρβοι", μετάφραση: Λυκούδης Μ., εισαγωγή-σχόλια: Πυλαρινός, Θ., Εκδόσεις Τροχαλία Αθήνα 1987, σελ.155-161.
[22] Βακαλόπουλος, ο.π., σελ.314. Για τους Βλάχους των Βελεσσών και την τοπική ελληνική κοινότητα βλέπε: Αγγελόπουλος, Αθανάσιος, "Η εποπτεία της μητρόπολης Θεσσαλονίκης επί της ελληνικής ορθοδόξου κοινότητας Βελεσών, 1876-1914", Μακεδονικά 17, Θεσσαλονίκη 1977, σελ.139-180. Αγγελόπουλος, Αθανάσιος Α., "Ελληνοορθόδοξες κοινότητες της σημερινής νοτίου Γιουγκοσλαβίας, Β' μισό του 19ου αιώνα", Συμπόσιο "Η διαχρονική πορεία του κοινοτισμού στη Μακεδονία", Θεσσαλονίκη 1991, σελ.96-98.
[23] Filipovic, ο.π., σελ. 317-328.
[24] Λιάκος, ο.π., ένθετο φύλλο ανάμεσα στις σελ.64-65. Τσάμη, ο.π., σελ.16-19.
[25] Λούστας, ο.π., σελ.253-290, όπου υπάρχει κατάλογος της διασποράς των χρυσοχόων του Νυμφαίου.
[26] Τζιώγος, Αριστοτέλης Ι., "Συνοπτική ιστορία της Κλεισούρας Δυτική Μακεδονίας", Θεσσαλονίκη 1962, σελ.46-71. Παπαμιχαήλ, ο.π., σελ.87-99, 138-140.
[27] Καλινδέρης, ο.π., σελ.59-66. Τσίρος, ο.π., σελ.89-106.
[28] ΑΥΕ 1908, ΑΑκ/Ζγ, Μακεδονικά, άνευ αρ.πρ., Εν Φλώρινα 22 Δεκεμβρίου 1905, όπου αναφέρονται 29 κεφαλές οικογενειών. Από αυτούς οι 18 κατάγονταν από το Πισοδέρι, 2 από το Τύρνοβο, 2 από τη Σαμαρίνα, 2 από το Κρούσοβο, 2 από τη Μηλόβιστα, 1 από το Μεγάροβο, 1 από το Νυμφαίο και 1 από τη Βέροια. Οι παλαιότεροι αναφέρονται εγκατεστημένοι στη Φλώρινα από το 1870. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν εμποροβιοτέχνες.
[29] Brancoff, D.M., "La Macedoine et sa population chretienne", Paris 1905, σελ.182-183.
[30] Παπαστάθης, Χ., "Οι Έλληνες της Ρέσνης κατά τας αρχάς του 20ου αιώνα. Συμβολή στην δημογραφική και οικονομική δομή της Πελαγωνικής κωμόπολης", Μακεδονικά, Θεσσαλονίκη 1974, σελ.25-26, 30-38
[31] Πατριαρχικό Τυπογραφείο, "Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηράς καταστάσεως, εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου 1906", Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993. Σε αυτή τη στατιστική λανθασμένοι και σίγουρα υπερβολικοί είναι οι αριθμοί των βλάχικων οικογενειών που δίνονται για τη Δροσοπηγή και το Φλάμπουρο, καθώς φαίνεται πως ανάμεσά τους συνπολογίστηκαν και αρκετές από τις αρβανίτικες οικογένειες των δύο αυτών χωριών.
[32] ΑΥΕ 1908 ΑΑΚ/Ζγ, “Έκθεση-Επιστολή μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Σεραφείμ προς τον μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ για τους βλάχικους πληθυσμούς της εκκλησιαστικής επαρχίας Σισανίου και Σιατίστης” Εν Σιατίστη τη 24 Μαρτίου 1904, όπου αναφέρονται εδραίοι εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες Βλάχοι εγκατεστημένοι στο Τσοτύλι και την Σιάτιστα. ΑΥΕ 1908 ΑΑΚ/Ζγ, “Έκθεση για το νομαδοκτηνοτροφικό βλάχικο πληθυσμό της Βλάστης και των Ναμάτων προς τον μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Σεραφείμ”, εν Βλάστη τη 13 Μαρτίου 1904, όπου αναφέρεται πως, εκτός των εδραίων κατοίκων, στη Βλάστη υπήρχαν και 175 ημινομαδικές οικογένειες Βλάχων και στα Νάματα άλλες 30 ημινομαδικές οικογένειες Βλάχων.
[33] ΑΥΕ 1908 ΑΑΚ/Ζγ, “Έκθεση-Επιστολή αρχιερατικού επιτρόπου Κοζάνης Οικονόμος Ιωάννης προς τον μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ για τους βλάχικους πληθυσμούς της εκκλησιαστικής επαρχίας Κοζάνης και Σερβίων”, εν Κοζάνη τη 27 Φεβρουαρίου 1904, αρ.πρ.77, όπου αναφέρεται πως στην Κοζάνη υπήρχαν 50 βλάχικες οικογένειες από τη Σαμαρίνα. Από αυτές άλλες είχαν εγκατασταθεί στην πόλη μόνιμα και άλλες απλά παραχειμάζαν.
[34] Weigand, G., "Die Aromunen", τόμος A', Leipzing 1895. Kancof, Vasil, "Mακεδονία-Εθνογραφία και Στατιστική", (βουλγαρικά), Sofia 1900. Brancoff, D.M., "La Macedoine et sa population chretienne", Paris 1905. Rubin, A., "Les Roumains de la Macedoine", Bucarest 1913.
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
ΣΤ.ΟΙ BΛΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΟΥ.
ΟΙ ΓΡΑΜΜΟΥΣΤΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
2.8.4. Η διασπορά και οι αποικίες των Γραμμουστιάνων
Αξίζει να αναφερθούν, έστω και επιγραμματικά, οι οικισμοί και οι καλυβικές εγκαταστάσεις που συνοίκησαν ή δημιούργησαν από μόνοι τους οι Γραμμουστιάνοι, δίχως όμως να μπορούμε να τις χρονολογήσουμε με απόλυτη ακρίβεια, καθώς τα κύματα των εξόδων αλληλοδιαδέχτηκαν το ένα το άλλο. Γραμμουστιάνικα φαλκάρια είχαν κάνει την εμφάνισή τους στο Κρούσοβο και την περιοχή του, προς αναζήτηση θερινών βοσκών, πριν από την εγκατάσταση σε αυτό των εδραίων Νικολιτσιάνων. Αρχικά, όταν το Κρούσοβο μεταμορφωνόταν σε οικισμό με εδραίο βλάχικο πληθυσμό, οι Γραμμουστιάνοι κατοικούσαν σε αυτό μόνο τη θερινή περίοδο. Αργότερα και κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, εγκαταλείποντας τη νομαδοκτηνοτροφία, εγκαταστάθηκαν οριστικά στο Κρούσοβο. Λίγο νοτιότερα από το Κρούσοβο δημιούργησαν ένα μικρό οικισμό με αποκλειστικά γραμμουστιάνικο πληθυσμό, τη Μπιρίνα. Η Μπιρίνα φέρεται να είχε 100 περίπου οικογένειες και σύντομη ζωή, καθώς, ύστερα από επίθεση Τουρκαλβανών ληστών, οι κάτοικοί της αναγκάστηκαν να μετακινηθούν στο Κρούσοβο, όπου δημιούργησαν μία νέα συνοικία με το όνομα Μπιρίνα. Αναφέρεται πως αρκετοί από τους Γραμμουστιάνους της Μπιρίνας ήταν εκτός από κτηνοτρόφοι και πολύ καλοί σιδηροτεχνίτες. Δύο μάλλον μικρές εγκατάστασεις αποκλειστικά Γραμμουστιάνων είχαν δημιουργηθεί στις θέσεις Τσαρνούσι-Μουκός και Καντιγίτσα κοντά στα στενά της Μπαμπούνας, ανάμεσα στον Περλεπέ και το Τίτο Βέλες. Το Τσαρνούσι-Μουκός φέρεται να συγκέντρωνε τον πιθανότατα υπερβολικό αριθμό των 300-400 οικογενειών κτηνοτρόφων και κυρατζήδων και δεν έμελλε να ευημερήσει. Γύρω στα 1850, ύστερα και πάλι από ληστρική επίθεση Τουρκαλβανών, αυτή τη φορά από τη Σκόδρα, οι Γραμμουστιάνοι του Τσαρνούσι-Μουκός σκόρπισαν και πολλοί από αυτούς βρέθηκαν στο Κρούσοβο, το Στιπ και το Τέτοβο. Ανάμεσα σε αυτούς που εγκαταστάθηκαν στο Τέτοβο αναφέρονται και κάποιοι καλοί οπλουργοί.[1] Μετά την καταστροφή του Τσαρνούσι-Μουκός και της Καντιγίτσας είναι πολύ πιθανό να ενισχύθηκαν τα νομαδικά φαλκάρια και οι καλυβικές εγκαταστάσεις των Γραμμουστιάνων προς τα ανατολικότερα εδάφη της Μακεδονίας. Οι αναφορές για Γραμμουστιάνους σιδηρουργούς και οπλουργούς ενισχύουν την άποψη πως η Γράμμουστα δεν ήταν ένα απλό χωριό νομαδοκτηνοτρόφων Βλάχων και πως ανάμεσά τους υπήρχαν πληθυσμιακά στοιχεία με εμποροβιοτεχνικό προσανατολισμό. Μικρότερες ομάδες Γραμμουστιάνων, κυρίως κτηνοτρόφων, συνέβαλαν, όπως έχει ήδη αναφερθεί, στη συνοίκηση του Μεγάροβου, αλλά και του Τύρνοβου και της Νιζόπολης, στις πλαγιές του Περιστερίου, μαζί με Βλάχους φυγάδες και από άλλες περιοχές.
Για τους ορεινούς-θερινούς καλυβικούς οικισμούς των Γραμμουστιάνων είναι αρκετά δύσκολο να αναφερόμαστε με μεγάλη σαφήνεια, λόγω της ίδιας τους της φύσης. Πολύ συχνά διασπόνταν και ο πληθυσμός τους αυξομειώνονταν ή κατοικούνταν μόνο για κάποια χρόνια. Κάποιες από αυτές τις εγκαταστάσεις εξελίχθηκαν σε σταθερούς θερινούς οικισμούς με τη οργάνωση ορεινής κοινότητας. Όμως, οι περισσότερες από αυτές παρέμειναν, μέχρι την οριστική τους εγκατάλειψη, απλές θερινές καλυβικές εγκαταστάσεις με μικρό πληθυσμό και πολύ συχνά δεν εμφανίζονται στις διάφορες επίσημες ή μη στατιστικές. Ωστόσο, θα προσπαθήσουμε να κάνουμε μία όσο το δυνατόν πληρέστερη παρουσίασή τους, έτσι όπως τουλάχιστον είχαν διαμορφωθεί γύρω στα 1900.
Στην περιοχή του Μοριχόβου, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βόρρα, δημιουργήθηκε η εγκατάσταση Καλύβια της Ρόντοβας, που έμελλε να διατηρηθεί μόνο μέχρι τα τέλη περίπου τις δεκαετίας του 1900-1910, όταν οι περισσότερες οικογένειές της βρέθηκαν πια στην Έδεσσα. Στο Πάικο, ανάμεσα στους εδραίους Μογλενίτες Βλάχους, δημιουργήθηκαν οι οικισμοί Μεγάλα Λιβάδια και Μικρά Λιβάδια, οι οποίοι άρχισαν να παίρνουν τη μορφή σταθερής ορεινής ημινομαδικής κοινότητας με τη συνοίκηση όχι μόνο Γραμμουστιάνων, αλλά και Μοσχοπολιάνων, Περιβολιατών και Σαρμανιωτών. Οι οικισμοί της Ρόντοβας και των Λιβαδίων θα μας απασχολήσουν εκτενέστερα.
Προς τα ανατολικότερα μακεδονικά εδάφη, στις πλαγιές του Όρβηλου ή Πιρίν, αναπτύχθηκε μία ιδιαίτερα αξιόλογη ομάδα γραμμουστιάνικων καλυβικών οικισμών. Αναφέρονται οι καλυβικοί οικισμοί στη Λόποβα, τη Μπόζντοβα, τη Σιάτροβα ή Σιάτρα, το Λαϊλιά και το Παπά Τσιαϊρ, όπως και κάποιες μικρότερες εγκαταστάσεις, με τις οποίες θα ασχοληθούμε αναλυτικότερα. Μία άλλη ομάδα εγκαταστάσεων δημιουργήθηκε στη Ροδόπη, σε εδάφη, που μετά τη χάραξη των συνόρων (1878), βρέθηκαν άλλες στο οθωμανικό έδαφος και άλλες στο έδαφος της Ανατολικής Ρωμυλίας. Στο έδαφος της Ανατολικής Ρωμυλίας βρίσκονταν η Πίζντιτσα, το Καρτάλι του Γιάνκου, το Τσακμάκ, η Κρίβα Ρέκα, το Ζάλτι Καμέν, τα Καλύβια του Κοστάντοβου και ο μεγαλύτερος από αυτούς τους οικισμούς η Μπακίτσα ή Κούρτοβα. Οι Γραμμουστιάνοι αυτής της ομάδας επικράτησε να είναι γνωστοί ως Κουτρουβιάνοι. Σύμφωνα με τις καταγραφές του G. Weigand, λίγο πριν το 1907, οι εγκαταστάσεις αυτές αριθμούσαν συλλογικά 305 περίπου καλύβες και ίσως πολύ περισσότερες από 2.000 ψυχές. Στο οθωμανικό έδαφος, γραμμουστιάνικες καλυβικές εγκαταστάσεις αναπτύχθηκαν στις θέσεις Καραμάντρα και Σουφαντερέ, αλλά και δίπλα στους οικισμούς της Μπελίτσα, της Γκόλντοβα, του Νεντομπάρσκο, της Ντράγκλιστα, της Γκιακορούντα, του Μπάτσεβο και στην κωμόπολη του Ραζλόγκ - Μαχομία. Οι Γραμμουστιάνοι αυτής της ομάδας επικράτησε να ονομάζονται Ραζλουκιάνοι. Σύμφωνα με στατιστική των ελληνικών προξενικών αρχών, γύρω στο 1906, η ομάδα αυτή αριθμούσε γύρω στις 2.000 ψυχές.[2]
Mία άλλη ομάδα δημιουργήθηκε γύρω από το όρος Ρίλα τόσο στο τουρκικό, όσο και στο βουλγαρικό έδαφος. Κάποιοι από τους Γραμμουστιάνους που βρέθηκαν στο βουλγαρικό έδαφος φέρονται να είχαν περάσει πρώτα από την περιοχή του Όρβηλου. Οριστικοποίησαν τις εγκαταστάσεις τους εκεί μετά την αναγνώριση της αυτονομίας της Βουλγαρίας (1878). Στο βουλγαρικό τότε έδαφος αναφέρονται η Ράβνα Μπούκα, το Μπεσμπουνάρ και το Κοστενέτς Μπάνια. Στο τουρκικό έδαφος αναφέρονται θερινές καλυβικές εγκαταστάσεις στο Ντομπροπόλε, το Ρίσοβο ή Χρίσοβο, το Αργκάτς, τη Μπίστριτσα, το Μπακίρ Τεπέ, καθώς και οι χειμερινές εγκαταστάσεις στην Άνω Τζουμαγιά (Μπλαγκόεβγκραντ), το Στρούμσκι Τσιφλίκ τη Γραμάντα και το Κρούπνικ. Κάποια μικρότερα φαλκάρια είχαν δημιουργήσει ορεινές καλυβικές εγκαταστάσεις και στις δυτικές πλαγιές του Αίμου στην περιοχή του Πιρντόπ-Άντον.[3] Σύμφωνα με το G. Weigand η ομάδα στις πλαγιές της Ρίλας αριθμούσε γύρω στους 1.500 με 2.000 ψυχές. Οι Γραμμουστιάνοι που είχαν τις θερινές τους εγκαταστάσεις στα ορεινά της οθωμανικής επικράτειας, αναζητώντας χειμαδιά, πλημμύριζαν κάθε χειμώνα τις πεδιάδες κατά μήκος του Στρυμόνα, την πεδιάδα της Δράμας και τις παράλιες χαμηλές περιοχές από την Ιερισσό μέχρι το Πόρτο Λάγος. Ενώ αυτοί που βρίσκονταν στο έδαφος της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας αναζητούσαν χειμαδιά προς τον Δούναβη και κατά μήκος της κοιλάδας του Έβρου, μέχρι την Αδριανούπολη και τα λιβάδια της Ανατολικής Θράκης.
Στο σημερινό έδαφος της π.Γ.Δ.Μ., στις πλαγιές του Ογκράζντεν και της Καντιγίτσα είχαν δημιουργηθεί δύο καλυβικές εγκαταστάσεις, γνωστές με τα ονόματα Τσερναντόλ και Μαλέσοβο. Επίσης στην π.Γ.Δ.Μ., πάνω στις ορεινές βοσκές του Οσόγκοβου, υπήρχε ένας αξιόλογος αριθμός θερινών καλυβικών εγκαταστάσεων. Τέτοιες εγκαταστάσεις αναφέρονται να υπάρχουν στις θέσεις Καλίν Κάμεν, Κίτκα, Πόνικβα, Λόπεν, Ζάμιστα, Κοζαρίτσα ή Σαμάρι, Οζντένιτσα, Λίσετς, Στάντσι, Ντουράσκα και λίγο βορειότερα στις πλαγιές του Γέρμαν υπήρχαν η Μπάρα, το Βακούφ και η Ουσίτσα. Στο ορεινό όγκο του Γκόλακ υπήρχαν τουλάχιστον δύο θερινοί οικισμοί. Στον ορεινό όγκο της Πλατσκοβίτσα θερινές καλυβικές εγκαταστάσεις αναφέρονται να υπήρχαν στις θέσεις Τσατάλ Tσέσμα ή Παλιά Βλάχικα Καλύβια, Λίσετς, Καρτάλι, Τσούπινο, Ατζινίτσα, Κούκλα, Κολαρνίτσα, Καράτεπε, Ασανλία, Τσοκονίτσα, Λεονίτσα, Μπλάτσα ή Μπλάτετς, Ταραντσί και Ταρσίνο. Σύμφωνα με τον G. Weigand στις αρχές του 20ου αιώνα σε όλους αυτούς τους ορεινούς καλυβικούς οικισμούς υπήρχαν 500 καλύβες και ίσως περισσότερες από 3.000 ψυχές. Σύμφωνα με ελληνικό προξενικό έγγραφο της ίδια εποχής υπήρχαν συνολικά 314 καλύβες και ίσως γύρω στις 2.000 ψυχές.[4] Για χειμαδιά κατέβαιναν προς το Κουμάνοβο και κατά μήκος της κοιλάδας του Αξιού, μέχρι τις περιοχές του Κιλκίς, τη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά, την Καλαμαριά και μέχρι τη Χαλκιδική. Σταδιακά και κατά τη διάρκεια του 20ου πια αιώνα, ο πληθυσμός αυτών των ορεινών καλυβικών εγκαταστάσεων βρέθηκε να εγκαταλείπει τη νομαδική κτηνοτροφία και εγκαταστάθηκε τελικά κυρίως σε πεδινούς οικισμούς και πόλεις των ανατολικών επαρχιών της π.Γ.Δ.Μ., και κυρίως στις επαρχίες της Κότσανης, του Στιπ, του Όβτσε Πόλιε και του Τίτο Βέλες, κατά μήκος των κοιλάδων του Αξιού και του παραποτάμου του Μπρεγκάλνιτσα.
Πέρα από αυτές τις εγκαταστάσεις θα πρέπει να προστεθούν και αυτές που αναφέρονται να είχαν δημιουργηθεί μέσα στα σύνορα της τότε Σερβίας, ανάμεσα στο Πιρότ και τη Βράνια, στα βουνά Στάρα Πλανίνα, Γκαβέσκα Πλανίνα, Σλιέπ, Βίντλιτς, Σούχα Πλανίνα και μέχρι τις πλαγιές του Καποάνικ, στα σύνορα Σερβίας-Κοσσόβου.[5] Προς τα τέλη του 19ου αιώνα τα φαλκάρια στο Καποάνικ φέρονται να έχουν 80.000 πρόβατα και 2.000 φορτηγά ζώα.[6] Με τα χρόνια τα ίχνη αυτών φαλκαριών φαίνεται πως χάθηκαν οριστικά.
Κάποιες από αυτές τις εγκαταστάσεις ήταν αρκετά πολυπληθείς και συγκέντρωναν περισσότερες από 100 οικογένειες, ενώ κάποιες άλλες δεν είχαν περισσότερες από 15 με 20 οικογένειες. Ωστόσο και μόνο ο μεγάλος αριθμός τους και το μέγεθος της διασπορά τους μπορούν να μας δώσουν την εκπληκτική διάσταση των πληθυσμιακών εξόδων από τη Γράμμουστα και τους γύρω βλάχικους οικισμούς στις πλαγιές του Γράμμου. Με όλα αυτά τα δεδομένα ερχόμαστε να επιβεβαιώσουμε τις αναφορές και το γεγονός πως, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, η Γράμμουστα ήταν πραγματικά μία από τις πολυπληθέστερες βλάχικες κοινότητες. Έτσι δε θα ήταν υπερβολικό να δεχτούμε πως, μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, και ακόμη περισσότερο στα προηγούμενα χρόνια της ακμής, στη Γράμμουστα και τους περιφερειακούς οικισμούς της κατοικούσαν τουλάχιστον 3.000 οικογένειες και ίσως περισσότερες από 15.000 ψυχές.
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Ε. OI BΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΜΟΣΧΟΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΥΡΩ ΠΕΡΙΟΧΗΣ. ΟΙ ΜΟΣΧΟΠΟΛΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
3.2. Τα χρόνια της ακμής, 1700 - 1769
Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα η Μοσχόπολη και οι βλάχικοι οικισμοί της περιοχής της γνώρισαν το απόγειο της ανάπτυξης και της ακμής, αλλά και μία σειρά από αξεπέραστες καταστάσεις που οδήγησαν σε καταστροφές και μαρασμό. Βέβαια, τα θεμέλια για αυτή την ένδοξη εποχή είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, όταν η Μοσχόπολη ενδυναμώνονταν όχι μόνο πληθυσμιακά, αλλά οικονομικά και πολιτισμικά. Ενδεικτικό αυτής της εξέλιξης είναι το κτίσιμο, γύρω στο 1630, του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Πρόδρομου. Σε κάποιες εργασίες η Μοσχόπολη αναφέρεται πως ήταν τότε η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη των Οθωμανικών Βαλκανίων, μετά βέβαια από την Κωνσταντινούπολη. Γεγονός μάλλον απίθανο αν αναλογιστούμε πόλεις όπως τη Θεσσαλονίκη και την Αδριανούπολη. Ωστόσο, θα πρέπει να ήταν η μόνη τόσο μεγάλη πόλη με αποκλειστικά χριστιανούς κατοίκους. Υπήρχαν 6 μεγάλες και οργανωμένες συνοικίες και ίσως περισσότερες από 70 εκκλησίες, αριθμός μάλλον υπερβολικός. Αν και οι διάφορες πηγές συχνά διαφωνούν για τον ακριβή αριθμό των σπιτιών και των κατοίκων της, γύρω στο 1760, παρουσιάζεται να έχει από 20.000 έως 70.000 κατοίκους και ίσως 12.000 περίπου σπίτια. Οι αριθμοί αυτοί φαντάζουν απίθανοι για τα δεδομένα εκείνων των εποχών και ακόμη περισσότερο αν συγκριθούν με την εικόνα που παρουσίαζε η Μοσχόπολη από το 1769 και μετά. Η πόλη εκτεινόταν σε μία τεράστια έκταση και καταλάμβανε μεγάλο μέρος του κενού σήμερα οροπεδίου και των γύρω χαμηλών πλαγιών. Τελικά, ίσως να μην είναι παρακινδυνευμένο να δεχτούμε πως, την περίοδο της μεγάλης της ακμής, ο πληθυσμός της έφτανε κάπου ανάμεσα στις 40.000 με 60.000.[1]
Εκτός όμως από τη Μοσχόπολη, και οι γύρω από αυτή βλάχικοι οικισμοί συγκέντρωναν μεγάλο αριθμό κατοίκων για τα δεδομένα της εποχής. Αν και οι αριθμοί που δίνουν οι διάφορες σχετικές αναφορές φαντάζουν να είναι υπερβολικοί, η Νίτσα, η Λάγγα, η Γκραμπόβα, η Σίπισκα και το αρβανίτικο Βιθκούκι θα πρέπει να ήταν μεγάλες και δυναμικές κωμοπόλεις, που ακολουθούσαν στενά την πρόοδο της Μοσχόπολης.[2]Λόγω των φυσικών τους θέσεων προστατεύονταν από τις πιέσεις μικρών και μεγάλων Τουρκαλβανών φεουδαρχών και τοπαρχών και είχαν μετατραπεί σε δυναμικές τοπικές αγορές για το γύρω πληθυσμό, διατηρώντας μάλιστα ανεξάρτητες επαφές με τα εμπορικά κέντρα της Βαλκανικής και της Ευρώπης.[3] Ίσως τελικά η κάθε μία από αυτές συγκέντρωνε από 5.000 μέχρι και 10.000 κατοίκους.
Η κοινωνική διαστρωμάτωση της Μοσχόπολης χωρίζονταν σε τρεις βασικές τάξεις: 1). Στην κορυφή βρίσκονταν η κάστα των αρχόντων, που την αποτελούσαν οι παλαιότερες και ισχυρές οικογένειες. 2). Αμέσως μετά ακολουθούσαν οι πλούσιοι και συχνά απόδημοι έμποροι και βιοτέχνες, η ομάδα των οποίων σχημάτιζε τη μεσαία, αλλά πολύ δυναμική τάξη. 3) Στη βάση υπήρχαν οι απλοί εργάτες, τεχνίτες, αγωγιάτες, υλοτόμοι, τσοπαναραίοι και γεωργοί. Η διοίκηση της πόλης βρίσκονταν, στο μέγεθος του δυνατού, στα χέρια των ίδιων των κατοίκων και κυρίως αυτών της πρώτης και της δεύτερης τάξης. Κάθε συνοικία διόριζε από έναν προεστό και έτσι το κοινοτικό συμβούλιο είχε αρχικά 6 προεστούς ή άρχοντες με επικεφαλής τον πρόεδρο. Ο πρόεδρος εκλεγόταν με ψηφοφορία και η επιλογή του επικυρωνόταν με σχετικό φιρμάνι. Αργότερα τα μέλη του συμβουλίου ήταν 12, καθώς προστέθηκε και από ένας κοτζαμπάσης από κάθε συνοικία, επιφορτισμένος με την είσπραξη των φόρων. Εκτός όμως από το συμβούλιο των προεστών, ενεργό ρόλο στα κοινά της πόλης έπαιζαν και οι ισχυρές συντεχνίες ή ρουφέτια, οι οργανωμένες ομάδες των διαφόρων επαγγελματοβιοτεχνών, οι οποίες φαίνεται ότι ήταν από 13 έως 17, αν και υπάρχουν αναφορές για ακόμη μεγαλύτερο αριθμό. Για την ασφάλεια της πόλης υπήρχε μία μικρή φρουρά Τουρκαλβανών, η οποία ήταν επιφορτισμένη με την φύλαξη των γύρω δερβενίων που οδηγούσαν από και προς τη Μοσχόπολη και με σκοπό την απρόσκοπτη διεξαγωγή των μεταφορών και του εμπορίου.[4]
Ο πλούτος και η δύναμη της Μοσχόπολης αντλούνταν από το εμπόριο και τις διάφορες βιοτεχνικές δραστηριότητες. Όπως στην περίπτωση της ανάπτυξης και κάποιων άλλων βλάχικων κοινοτήτων, (π.χ. Μέτσοβο, Συρράκο, Καλαρίτες κ.λ.π.), το πρώτο και ισχυρά παραγωγικό κεφάλαιο, για την πρόοδο που ακολούθησε ήταν η κτηνοτροφία. Όμως, η Μοσχόπολη προηγήθηκε χρονικά κατά πολύ, ήδη από το 17ο αιώνα, και ήταν μάλλον αυτή που δίδαξε το δρόμο που ακολουθήθηκε και από τις άλλες ορεινές βλάχικες και μη κοινότητες. Η ικανή συγκέντρωση πρώτων υλών και χεριών οδήγησε σε μεγάλη ανάπτυξη της εριουργίας. Η αρχικά οικιακή βιοτεχνία μάλλινων ειδών οδήγησε σε οργανωμένη βιοτεχνική παραγωγή και τέλος στην εμπορεία των τελικών προϊόντων, αλλά και των πρώτων υλών. Το εμπόριο της δικής τους παραγωγής και η συγκέντρωση κεφαλαίου οδήγησε σταδιακά στην ανάπτυξη ευρύτερων εμπορικών, μεταπρατικών και βιοτεχνικών δραστηριοτήτων και τη γέννηση της κάστας των λεγόμενων πραματευτάδων (πραματέφτς ή πραματεφτάτζ στα βλάχικα). Οι βιοτέχνες οργάνωσαν και ενίσχυσαν το θεσμό των συντεχνιών. Υπήρχαν συντεχνίες μπακάληδων, ραφτάδων, χρυσοχόων, χασάπηδων, χαλκουργών και σιδηρουργών, οπλουργών, παπουτσήδων κ.α., οι οποίες έπαιζαν σπουδαίο ρόλο όχι μόνο στην οικονομική ανάπτυξη και τα τοπικά πολιτικά δρώμενα, αλλά και στην πολιτιστική πρόοδο, καθώς αναφέρονται να πλήρωναν υποτροφίες για τις σπουδές άπορων παιδιών, στα σχολεία της Μοσχόπολης, αλλά και σε σχολεία της Ευρώπης.[5]
Ωστόσο, ο μεγάλος οικονομικός και πολιτισμικός πλούτος ήρθε με την ανάπτυξη των επαφών με την Ευρώπη και τη στροφή προς το μεταπρατικό εμπόριο. Δεν είναι απίθανο να υπήρχαν, ήδη από το 1537, κάποιοι Μοσχοπολίτες ανάμεσα στους Βλάχους και Γκραίκους εμπορευόμενους της ελληνικής παροικίας της Βενετίας. Εκείνη τη χρονιά, οι πάροικοι της Βενετία δημιούργησαν ελληνική εκκλησία και ελληνικό σχολείο.[6] Κατά τη διάρκεια πια του 17ου αιώνα, οι Μοσχοπολίτες, μέσω του Δυρραχίου, είχαν αναπτύξει ιδιαίτερα στενές εμπορικές επαφές τόσο με τη Βενετία και την Αγκώνα, όσο και με άλλα ιταλικά λιμάνια της Αδριατικής.[7] Δραστήριοι έμποροι ταξίδευαν μέχρι εκεί μεταφέροντας διαφόρων ειδών εμπορεύματα, από όλα τα μέρη των Κεντρικών Βαλκανίων, μέχρι τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Από εκεί επέστρεφαν όχι μόνο με άλλα εμπορεύματα ή κεφάλαια, αλλά και με πολύτιμες γνώσεις. Τα ταξίδια των εμπόρων στη Βενετία ακολουθούσαν παιδιά της Μοσχόπολης με σκοπό να σπουδάσουν στα σχολεία της ή να μαθητεύσουν κοντά σε μεγάλους εμπόρους. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως, μεταξύ 1694-1703 και 1712-1716, ο Μοσχοπολίτης λόγιος ιερέας Ιωάννης Χαλκεύς ή Χαλκείας ανέλαβε το έργο του σχολάρχη του Φλαγγίνειου Φροντιστηρίου και του ιεροκήρυκα στην ελληνική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία, έχοντας αρχικά διατελέσει εφημέριος της ελληνικής παροικίας του Λιβόρνου.[8] Την ίδια εποχή οι Μοσχοπολίτες ταξίδευαν μέχρι την Κωνσταντινούπολη όχι μόνο για δικές τους ή κοινοτικές υποθέσεις, αλλά εκτελώντας υπηρεσίες και για τους Βενετούς.[9]
Οι επαφές με τη Βενετία συνεχίστηκαν μέχρι περίπου το 1761. Όλα αυτά τα χρόνια αρκετοί Μοσχοπολίτες εγγράφηκαν στα μητρώα της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας και δε φαίνεται να διαφοροποιούνται από τα υπόλοιπα μέλη της. Καθώς όμως το εμπόριο της Βενετίας άρχισε να παρακμάζει, οι Μοσχοπολίτες, αλλά και άλλοι έμποροι Βλάχοι και μη, από διάφορες πόλεις της Μακεδονίας, στράφηκαν προς την Κεντρική Ευρώπη, ακολουθώντας τα πολυάριθμα καραβάνια που τραβούσαν για το βορρά.[10] Ιδιαίτερα ευνοϊκές για αυτόν το νέο προσανατολισμό στάθηκαν οι συνθήκες του Πασσάροβιτς το 1718 και του Βελιγραδίου το 1739, ανάμεσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τους Αψβούργους-Αυστροουγγαρία. Έτσι από το 1718 και μέχρι το 1774 παρατηρείται μαζική εγκατάσταση Μοσχοπολιτών στα εδάφη της Αυστροουγγαρίας. Ορισμένοι έφτασαν και μέχρι τη Βαρσοβία στην Πολωνία και τη Λειψία στη Γερμανία. Αρχικά αυτοί που βρέθηκαν εκεί ήταν μόνο άνδρες και κυρίως νέοι, οι οποίοι αναζητούσαν ευκαιρίες εμπορίου ή και μόνιμης εγκατάστασης. Οι πολλαπλές εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητές τους τους οδήγησαν σύντομα στη δημιουργία παροικιών τόσο στην Κεντρική Ευρώπη, (Βουδαπέστη, Βιέννη, Miskolcz, Novi Sad, Zemun, Szentendre, Kecskemet, Temesvar κ.α.), όσο και στα διάφορα μικρά και μεγάλα εμπορικά και διοικητικά κέντρα της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Αλβανίας. Δραστήριοι Μοσχοπολίτες έμποροι και βιοτέχνες ταξίδευαν και δούλευαν στα σημαντικότερα από τα ετήσια παζάρια αυτών των οθωμανικών επαρχιών. Τα ταξίδια, το εμπόριο και τα χρήματα των ξενιτεμένων δεν άργησαν να φέρουν ακόμη μεγαλύτερη πρόοδο.[11]
Η οικονομική ευμάρεια ενίσχυσε και βελτίωσε τις συνθήκες για την πολιτιστική ανάπτυξη. Ιδιαίτερα ενδεικτικό είναι το γεγονός πως, από το 1715 μέχρι το 1760, κτίστηκαν 9 νέες και λαμπρές εκκλησίες. Όσες από αυτές στέκουν ακόμη όρθιες αποτελούν αδιάψευστους μέχρι και σήμερα μάρτυρες της ακμής και της δόξας της Μοσχόπολης.[12] Ήδη πριν από το 1700 υπήρχε οργανωμένο ελληνικό σχολείο. Το σχολείο αυτό ακολούθησε την εξέλιξη και τις απαιτήσεις της εύρωστης και φιλοπρόοδης κοινωνίας του. Οι δάσκαλοί του είχαν μεγάλη μόρφωση και ακτινοβολία και οι Μοσχοπολίτες φρόντιζαν να μετακαλούν, για να διδάξουν σε αυτό, εξέχοντες λόγιους και από άλλα μέρη. Το 1744, καθώς προστέθηκαν νέοι κύκλοι σπουδών, το σχολείο της Μοσχόπολης εξελίσσεται στην περίφημη Νέα Ακαδημία και το 1750, όταν μεταφέρθηκε σε νέο κτίριο, ανάλογο με τη φήμη της και τις απαιτήσεις, ονομάστηκε Ελληνικό Φροντιστήριο. Ο κύκλος των σπουδών που προσέφερε ήταν ίσως από τους ανώτερους που ένας χριστιανός μπορούσε να παρακολουθήσει τότε στα Βαλκάνια, καθιστώντας ουσιαστικά τη Μοσχόπολη σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Ελληνικού Διαφωτισμού. Η βιβλιοθήκη του ήταν από τις λαμπρότερες και μεγαλύτερες στις βαλκανικές επαρχίες εκείνων των εποχών. Στο πλαίσιο της Νέας Ακαδημίας δημιουργήθηκε ορφανοδιοικητήριο και απλό ορφανοτροφείο για τη στέγαση και τη σίτιση των μαθητών, οι οποίοι έρχονταν να σπουδάσουν στα σχολεία της Μοσχόπολης από όλα σχεδόν τα Βαλκάνια. Μέσα στους κοινωνικούς θεσμούς που αναπτύχθηκαν ήταν και η λεγόμενη “κάσα των φτωχών”, ένα κοινοτικό ταμείο με σκοπό την ανακούφιση των λιγότερων προνομιούχων κατοίκων της πόλης. Από τα πιο αξιοθαύμαστα ιδρύματα αυτής της μοναδικής πολιτείας ήταν το τυπογραφείο, το οποίο πρωτολειτούργησε το 1720 ή το 1735. Τα τυπογραφικά στοιχεία του ήταν ελληνικά και κατ' επέκταση ήταν το δεύτερο ελληνικό τυπογραφείο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μετά από αυτό της Κωνσταντινούπολης, (1627). Πολλοί νέοι της Μοσχόπολης και μαθητές των σχολείων της που έρχονταν εδώ από άλλα μέρη συνέχιζαν τις σπουδές τους σε σχολές και ιδρύματα της Αυστροουγγαρίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, μέχρι και της Ολλανδίας.[13] Δίκαια λοιπόν δόθηκε στη Μοσχόπολη ο τίτλος της "Νέας Αθήνας". Εκτός από τη Μοσχόπολη ζωηρή εκπαιδευτική κίνηση αναπτύχθηκε και στο Βιθκούκι, τη Σίπισκα και την Κορυτσά, όπου αναφέρεται να λειτουργούν ελληνικά σχολεία κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα.[14]
Αξίζει να επισημανθεί πως η συρροή στην αγορά και τα σχολεία της βλαχόφωνης Μοσχόπολης μετοίκων, εμπορευομένων, δασκάλων και μαθητών από όλη σχεδόν τη Βαλκανική, που μιλούσαν βλάχικα, ελληνικά, αλβανικά, και βουλγαρικά, οδήγησε στην έκδοση δύο περίφημων για την εποχή τους λεξικών. Σε εκείνες τις εποχές, που οι διάφορες εθνικιστικές τάσεις ήταν άγνωστες έννοιες, έτσι τουλάχιστον όπως διαμορφώθηκαν στα Βαλκάνια από τα μέσα του 19ου αιώνα, οι δραστήριοι και φιλοπρόοδοι Μοσχοπολίτες δεν έβλεπαν κίνδυνο, αλλά πρακτικό όφελος στην καταγραφή και τη μελέτη της βλάχικης, της αλβανικής και της βουλγαρικής γλώσσας. Η συγγραφή και η έκδοση των λεξικών αποσκοπούσε περισσότερο στην ενίσχυση της παιδείας των διάφορων αλλόγλωσσων, μη ελληνόφωνων, χριστιανών, καθώς η εκπαίδευση που τους προσφερόταν στη Μοσχόπολη, και όχι μόνο εκεί, χαρακτηριζόταν ουσιαστικά ως ελληνική. Το 1770 εκδόθηκε στη Βιέννη το βιβλίο "Πρωτοπειρία" του Θεόδωρου Αναστασίου Καβαλλιώτη, ενός από τους λαμπρότερους Μοσχοπολίτες δασκάλους και κορυφαία μορφή των ελληνικών γραμμάτων. Στο βιβλίο αυτό περιλαμβάνεται λεξικό 1.170 λέξεων της απλής νεοελληνικής ή ρωμέικης γλώσσας, της βλάχικης και της αλβανικής.[15] Την προσπάθεια αυτή συνέχισε ένας από τους σημαντικότερους δάσκαλους της Νέας Ακαδημίας, ο ιερομόναχος Δανιήλ ο Μοσχοπολίτης, με το έργο "Εισαγωγική Διδασκαλία περιέχουσα Λεξικόν Τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών διαλέκτων, ήτοι της απλής Ρωμαϊκής, της εν Μοισία Βλαχικής, της Βουλγαρικής και της Αλβανικής", το οποίο εκδόθηκε ή γράφηκε στη Μοσχόπολη το 1764 και ακολούθησαν εκδόσεις στη Βιέννη το 1794 και το 1802.[16]
[1] Περισσότερα στοιχεία για διάφορες αναφορές σχετικά με τον πληθυσμό της Μοσχόπολης βλέπε: Haciu, ο.π., σελ.152. Συγκριτικά δημογραφικά στοιχεία για διάφορες πόλεις της Αλβανίας εκείνης της εποχής, βλέπε: Αρς, Γκριγκόρι Λ. "Η Αλβανία και η Ήπειρος στα τέλη του ΙΗ' και στις αρχές του ΙΘ' αιώνα ", Μετάφραση: Αντωνία Διάλλα, Gutenberg, Αθήνα 1994, σελ.61.
[2] Ηaciu, ο.π., σελ.152. Αραβαντινός, Χρονογραφία Β', o.π., σελ.113, Σκενδέρης, ο.π., σελ.89-91.
[3] Αρς, ο.π., σελ.54.
[4] Βακαλόπουλος, Ήπειρος, ο.π., σελ.85-86.
[5] Μαρτινιανός, ο.π., σελ.111-113, Γεωργιάδης, ο.π., σελ.14, Κεκρίδης, Ευστάθιος Ν., Δρ.Θ., "Θεόδωρος Αναστασίου Καβαλλιώτης, (1718;-1789). Ο δάσκαλος του Γένους", Εκδόσεις "Παρουσία", Καβάλα 1991, σελ.24-25.
[6] Σπηλιοτόπουλος, Αντώνιος, "Οι Βλαχόφωνοι Έλληνες και η ρωμανική προπαγάνδα", Αθήνα 1905, σελ.38.
[7] Papahagi, V., "Οι Μοσχοπολίται και το μετά της Βενετίας εμπόριον κατά τον ΙΗ' αιώνα", Ηπειρωτικά Χρονικά, τομ. 9, (1934), σελ.127-139, του αυτού "Νέαι συμβολαί εις την ιστορία των κατά τον ΙΗ' αιώνα εμπορικών σχέσεων των Μοσχοπολιτών μετά της Βενετίας" τομ. 10, (1935) σελ.270-288.
[8] Βακαλόπουλος, Ήπειρος, ο.π., σελ.298-299.
[9] Μέρτζος, Κωνσταντίνος Δ., "Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας", Ε.Μ.Σ. 7, Θεσσαλονίκη 1947, "Εμπορική αλληλογραφία εκ Μακεδονίας", σελ. 208-255. "Οι εν Βενετία Μακεδόνες και η εν γένει δράσις τους", σελ.256-278. Μαρτινιανός, ο.π., σελ.106.
[10] Μέρτζος, ο.π., σελ.256-257, 276-277. Γεωργιάδης, ο.π., σελ.110.
[11] Για το εμπόριο και τις αποδημίες των Μοσχοπολιτών βλέπε Βακαλόπουλος, Απόστολος., "Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833", Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.271-275, 349-394, Βακαλόπουλος, Ηπειρος, ο.π., σελ.369-379. Παπαδριανός, Ιωάννης Α., "Οι Έλληνες απόδημοι στις Γιουγκοσλαβικές χώρες, 18ος-20ος αι.", Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993. Νικολαϊδου, Ελευθερία, "Συμβολή στην ιστορία τεσσάρων κοινοτήτων της Αυστροουγγαρίας, (Zemun, Novi Sad, Orsova, Temesvar)", Δωδώνη, τ.9, 1980.
[12] Βακαλόπουλος, Ηπειρος, ο.π., σελ.383.
[13] Περισσότερα για την πολιτιστική ακτινοβολία της Μοσχόπολης στα Βαλκάνια βλέπε: Βακαλόπουλος, Ηπειρος, ο.π., σελ.298-307. Κερκίδης, ο.π..
[14] Βακαλόπουλος, Ηπειρος, ο.π., σελ.316.
[15] Για το Θεόδωρο Α. Καβαλλιώτη και το βιβλίο "Πρωτοπειρία" βλέπε: Κερκίδης, ο.π., σελ.148-160.
[16] Γεωργιάδης, ο.π., σελ.46-47. Βακαλόπουλος, Ηπειρος, ο.π., σελ.301. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, Μαρία, “Οι Βαλκανικοί λαοί, από την τουρκική κατάκτηση στην εθνική αποκατάσταση (140ς-19ος αι.)” Β΄ εκδοση, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σελ.83.
Σελίδα 1 από 3
Όταν αναζητούμε τους σημαντικότερους βλάχικους οικισμούς ή τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους πλέον προβεβλημένους. Παραμένει μία σχετικά άγνωστη περίπτωση,...
Εις μνήμην του ερευνητή, συγγραφέα και εκπαιδευτικού Αστέριου Κουκούδη, που “έφυγε” σε ηλικία 50 χρονών, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, η ιστοσελίδα Πεμπτουσία αναδημοσίευσε μια παλαιότερη συνέντευξή του...
Εισαγωγικά - ιστορικές διευκρινίσεις Ο όρος εθνισμός (ethnicity) (Αγγελόπουλος 1997: 18-25, Williams 1989: 401-444. Barth 1969, Danfort, 1995, Hobsbawm, 1990) προσδιορίζει τις κοινωνικές σχέσεις...
Αν και τα βοσκοτόπια των βόρειων πλαγιών του Βερμίου θα πρέπει να ήταν γνωστά στα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων που έφτασαν ήδη από τα μέσα του α' μισού του 19ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή, ανάμεσα...
1.1. Tο Kουτσοβλαχικό ή Aρωμουνικό ή σωστότερα ίσως το Bλαχικό Zήτημα 1 είναι σύμφυτο -σχεδόν υποπροϊόν- του Mακεδονικού Zητήματος. Aν και η ονομασία δεν βρίσκει σύμφωνη τη βιβλιογραφία, ωστόσο...
Παρά τα όποια προβλήματα προσαρμογής των πρώτων ημερών της απελευθέρωσης και σε αντίθεση με τους αναμενόμενους φόβους για πράξεις αντεκδικήσεις 1 , πολύ σύντομα, οι ομάδες των ρουμανιζόντων Βλάχων...
Αγαπητά μας παιδία, Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια, δηλαδή ένας ολόκληρος αιώνας, από τότε που η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία απελευθερώθηκαν και εντάχθηκαν μαζί με άλλες περιοχές της πατρίδας μας...
Είναι γνωστό [1] από την ιστοριογραφία περί Βλάχων πως μία σειρά από ιστορικά γεγονότα, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, στάθηκαν αφορμές και αιτίες για τη μαζική διασπορά βλάχικων...
Οι διάφορες μελέτες αναγνωρίζουν το ιστορικό γεγονός πως τα σημερινά βλαχοχώρια και οι εγκαταστάσεις των Βλάχων στην περιοχή του Βερμίου, της Βέροιας και της Νάουσας είναι αποτέλεσμα πληθυσμιακών...
Είναι αλήθεια πως, μέχρι και σήμερα, κυριαρχούν κάποιες ισχυρά στερεότυπες αντιλήψεις περί Βλάχων. Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που αγνοούν τις πολλαπλές οικονομικές δραστηριότητες και το εύρος της...
Τα βλαχοχώρια της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας αναπτύχθηκαν στα ορεινά και τις διαβάσεις της περιοχής ως δορυφόροι ενός οικιστικού συστήματος με αναμφισβήτητο μητροπολιτικό κέντρο την περιοχή στη...
Είναι γνωστό πως η παλαιότερη σαφής αναφορά για την παρουσία βλάχικων πληθυσμών στον ελληνικό χώρο και γενικότερα στη νότια Βαλκανική, πολύ κάτω από το Δούναβη, χρονολογείται στα 976. Εκείνη τη...
Όταν αναφερόμαστε στους διάφορους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα σε αυτούς. Παραμένει μία από τις πλέον άγνωστες περιπτώσεις. Ωστόσο,...
Τα χρόνια και τα γεγονότα που συνδέονται με την επανάσταση του 1821 αποτέλεσαν μία χρονική και ιστορική καμπή για τη γεωγραφική χωροθέτηση των Αρβανιτόβλαχων στη Βαλκανική. Μέχρι τότε μπορούμε να...
Σταδιακά και από τις αρχές του 19ου αιώνα, η Κατερίνη εξελίχθηκε σε διοικητικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής ανάμεσα στα Πιέρια και τον Όλυμπο. Εκείνη την εποχή, η περιοχή της Πιερίας αποτελούσε...
Η Αστική Σχολή Βαρδαρίου υπήρξε το δεύτερο πρωτοβάθμιο εκπαιδευτήριο για αγόρια που έθεσε σε λειτουργία η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης, μετά από αυτό της Κεντρικής Αστικής Σχολής. Το...
Η παρουσία στη Θεσσαλονίκη ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου αριθμού ορθόδοξων χριστιανών βλάχικης καταγωγής επιβεβαιώνεται, μέσα από αρχειακές πηγές, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Στα...
Όταν γύρω στα 1770 ξέσπασε το κίνημα των Ορλωφικών, τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου βρίσκονταν σε μία πορεία ανάπτυξης, όπως κι άλλες ορεινές και προνομιούχες, για τα τότε δεδομένα, περιοχές της...
Τις τελευταίες δεκαετίες, μία πληθώρα βιβλίων με αντικείμενο τους Βλάχους και τους Σαρακατσαναίους έχει κατακλίσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ενθαρρυντικό είναι επίσης το γεγονός πως πολλά από αυτά...
Η διασπορά των Βλάχων από την περιοχή του Γράμμου ήταν εξίσου μεγάλη, όσο και αυτή από την περιοχή της Μοσχόπολης. Εξάλλου, και στις δύο περιπτώσεις τα αίτια ήταν τα ίδια, και κυρίως οι προστριβές...
Η βλάχικη διάσταση της Ελλάδας την κάνει πιο «πλούσια και ισχυρή» Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έκθεση θα παρουσιαστεί στο Νυμφαίο της Φλώρινας από τις 11 ως τις 20 Αυγούστου. Πρόκειται για την έκθεση...
Αγαπητές κυρίες και κύριοι, Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να παραβρεθώ και να συμμετέχω στις εορταστικές εκδηλώσεις της Society Farcarotul για τα εκατό χρόνια από την ίδρυσή της....
Πριν ασχοληθούμε πιο διεξοδικά με το θέμα επιτρέψτε μου να απαντήσω, με έναν έμμεσο τρόπο, σε ένα πολύ βασικό ερώτημα. Ίσως το πιο βασικό και κυρίως για αυτούς που θέλουν να βλέπουν τα πράγματα στην...
1. Οι απαρχές Τα βλάχικα, αν και ποτέ δε συγκρότησαν μια ομογενοποιημένη, κωδικοποιημένη και κοινά αποδεκτή μορφή, είναι σίγουρο πως πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια λατινογενής ή αλλιώς...
Είναι γνωστό πως ο εθνονυμικός όρος «Βλάχος» και κατ’ επέκταση το παράγωγο τοπωνύμιο «Βλαχία», όπως κι ο επιθετικός προσδιορισμός «βλάχος», είναι όροι πολύ γενικοί. Έχουν υιοθετηθεί και ενσωματωθεί...
Καλησπέρα κυρίες και κύριοι, Απόψε, εδώ στην καρδιά του θεσσαλικού κάμπου, συναντιόμαστε για να γιορτάσουμε και να διασκεδάσουμε, Καραγκούνηδες, Βλάχοι και Σαρακατσαναίοι. Η αντάμωσή μας δε θα...
Με την ευκαιρία αυτής της λαμπρής εκδήλωσης του οργάνωσε ο Πολιτιστικός Συλλόγου Βλάχων Θέρμης και Τριαδίου “Ο Άγιος Νικόλαος” και μας παρουσιάζει ο Σύλλογος Βλάχων Ν. Σερρών “Γεωργάκης Ολύμπιος”,...
Συνεχίζοντας τις δημοσιεύσεις για τις επιστολές διαμαρτυρίας των Βλάχων της Πιερίας για τη δράση της Ρουμανικής Προπαγάνδας κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, παρουσιάζουμε τον κατάλογο των 444...
Για να γίνει καλύτερα κατανοητός ο πολιτισμικός χαρακτήρας των ημινομαδικών βλαχοχωριών των Γρεβενών θα ήταν σωστότερο να γίνει μία ιστορική αναδρομή και μία προσπάθεια εξήγησης για το πως οι Βλάχοι...
Τα Μεγάλα Λιβάδια, μία από τις τελευταίες εξαιρεθείσες και εναπομείναντες κοινότητες της Ελλάδας, υπάγονται στην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Είναι κτισμένα πάνω στο κεντρικό οροπέδιο του...
Πολλά έχουν γραφτεί γύρω από την ονοματολογία των Βλάχων και είναι μάλλον αναγκαίο να γίνει μία προσπάθεια παρουσίασης των διάφορων ονομάτων με τα οποία είναι γνωστοί οι Βλάχοι. Θα πρέπει να...
1. Παπαγιάννης, Σταύρος Αστερίου, “ Τα Παιδιά της Λύκαινας. Οι “επίγονοι” της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944) ”, Εκδόσεις Σόκολη, Αθήνα 1999. Ο κύριος Παπαγιάννης...
Ο εκμοντερνισμός των πάντων μέσα στις τελευταίες δεκαετίες ίσως δημιουργεί την αίσθηση σε ορισμένους πως οι Βλάχοι δεν πολυενδιαφέρονται για την ιστορία και τις παραδόσεις τους. Και πως με την...
Ο κύριος Αχιλλέας Ανθεμίδης έγραψε ένα βιβλίο 350 σελίδων με τίτλο "Οι Βλάχοι της Ελλάδος", αγνοώντας ή παραγνωρίζοντας ουσιαστικά τους Βλάχους και την ιστορία τους. Μπορεί να μεγάλωσε στην περιοχή...
Είναι γνωστό πως εκτός από τους ίδιους τους Βλάχους υπάρχουν αρκετοί που παρουσιάζονται να ενδιαφέρονται για τα “βλάχικα πράγματα”. Το να ενδιαφέρονται κάποιοι για μας ή να παρουσιάζονται πως...