ΟΙ ΒΕΡΓΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΟΙ ΒΕΡΓΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
1. Η ΒΛΑΧΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΕΡΜΙΟΥ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΒΛΑΧΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
Οι σημερινοί βλάχικοι οικισμοί και οι εγκαταστάσεις στην περιοχή της Βέροιας είναι αποτέλεσμα μαζικών πληθυσμιακών μετακινήσεων που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Το 1822, έτος άφιξης στο Βέρμιο του φαλκαριού των Μπαδραλεξαίων από την Αβδέλλα, είναι η χρονική καμπή για τη νεότερη βλάχικη παρουσία στην περιοχή της Ημαθίας. Ωστόσο, μία σειρά από στοιχεία και ενδείξεις έρχονται να ενισχύσουν την άποψη πως η παρουσία των Βλάχων στην Ημαθία έχει πολύ πιο παλιές ρίζες.
1.1 ΡΩΜΑΙΚΟΙ ΧΡΟΝΟΙ.
Η αρχαία μακεδονική πόλη της Βέροιας βρισκόταν στο γεωγραφικό και πολιτισμικό κέντρο από όπου ξεκίνησαν οι αρχαίοι Μακεδόνες. Η πόλη γνώρισε εποχές ακμής κατά τους ελληνιστικούς χρόνους και υπήρξε έδρα του "Κοινού των Μακεδόνων". Όταν πια οι Ρωμαίοι εδραίωσαν την κυριαρχία τους στην Μακεδονία, η Βέροια εξακολουθούσε να βρίσκεται σε ακμή και το "Κοινό των Μακεδόνων" είχε να επιτελέσει έναν ακόμη καθήκον. Όφειλε να αποδίδει τις απαιτούμενες τιμές στο Ρωμαίο αυτοκράτορα. Για αυτό εξάλλου υπήρχε στην πόλη ναός αφιερωμένος στον εκάστοτε αυτοκράτορα. Η προσκύνηση και λατρεία του προσώπου και του θεσμού του αυτοκράτορα, ήταν ουσιαστικά η αναγνώριση της ρωμαϊκής κυριαρχίας. Μετά την οριστική υποταγή τους, τα μακεδονικά εδάφη χρησίμευσαν στους Ρωμαίους ως βάσεις για την επέκταση των κατακτήσεών τους σε βορειότερες βαλκανικές περιοχές. Η πόλη της Βέροιας, ως ακμαίο διοικητικό και οικονομικό κέντρο, προσέλκυσε τότε ένα σημαντικό αριθμό λατινόφωνων αποίκων, ρωμαϊκής ή μη καταγωγής. Σύμφωνα με το Δ. Σαμσάρη, η Βέροια, ως έδρα του "Κοινού των Μακεδόνων", ήταν η δεύτερη μακεδονική πόλη μετά τη Θεσσαλονίκη που ευνοήθηκε ιδιαίτερα από την πολιτογραφική τακτική των Ρωμαίων. Ένας σημαντικός αριθμός Βεροιαίων, όποια και αν ήταν η καταγωγή τους, απέκτησαν τον τίτλο του Ρωμαίου πολίτη και ίσως η λατινική γλώσσα είχε δημιουργήσει ισχυρά ερείσματα ανάμεσα στους κατοίκους. Το αξιοσημείωτο στην περίπτωση της ρωμαϊκής αποικίας της Βέροιας είναι πως ανάμεσα στα μέλη της υπήρχαν και ιδιοκτήτες γης. Το γεγονός αυτό πιθανότατα δηλώνει το μέγεθος και την ισχύ της αποικίας και την παρουσία ενός υπολογίσιμου αριθμού λατινόφωνων. Ρωμαϊκές αποικίες υπήρχαν και σε άλλες μακεδονικές πόλεις, όπως το Δίο, η Έδεσσα, η Πέλλα, οι Στόβοι, η Θεσσαλονίκη, η Κασσανδρεία, η Άκανθος, η Αμφίπολη και οι Φίλιπποι. Ωστόσο η περίπτωση της Βέροιας με τους "αγρότες" αποίκους αναφέρεται σαν μία από τις σπάνιες περιπτώσεις, καθώς στις περισσότερες των περιπτώσεων οι Ρωμαίοι-λατινόφωνοι άποικοι και πάροικοι ανήκαν σε οικογένειες "negotiatores", που είχαν διεισδύσει στην Ανατολή ασκώντας κυρίως τα επαγγέλματα του εμπόρου, του τραπεζίτη και του ναύκληρου. 1
Ίσως τελικά, αυτή η ρωμαϊκή αποικία στη Βέροια και ο γλωσσικός εκλατινισμός αρκετών από τους γηγενείς κατοίκους θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως απαρχή της βλάχικης παρουσίας. Όμως, το πιθανότερο είναι πως με το πέρασμα του χρόνου αυτοί οι λατινόφωνοι άποικοι, οι εκλατινισμένοι γλωσσικά γηγενείς και οι απόγονοί τους έγιναν δίγλωσσοι, ελληνόφωνοι και λατινόφωνοι, και σταδιακά η λατινοφωνία εξαφανίστηκε. Ωστόσο, η εξαφάνιση ή ο περιορισμός των λατινόφωνων πληθυσμών από τις ελληνικές χώρες και τις άλλες βορειότερες ρωμαϊκές επαρχίες στα Βαλκάνια, θα πρέπει να ήταν μία σταδιακή και πιθανότατα μακροχρόνια διαδικασία. Μία διαδικασία που σημειώθηκε παράλληλα με τη μεταλλαγή της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στο γνωστό μας Βυζάντιο, όταν πια επικράτησε ο χριστιανικός ελληνικός-βυζαντινός πολιτισμός.
1.2 ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ.
Σε αντιδιαστολή της υπόθεσης για την εξαφάνιση της λατινοφωνίας θα πρέπει να αντιπαρατεθεί η αναφορά του Ιωάννη Λύδου, που χρονολογείται από τον 6ο αιώνα. Ο Ιωάννης Λύδος αναφέρει πως κατά τη διάρκεια των πρώτων βυζαντινών χρόνων ένας σημαντικός αριθμός των κατοίκων της Βαλκανικής και κυρίως αυτοί που έρχονταν σε επαφή με το κράτος και είχαν διοικητικές θέσεις εξακολουθούσαν να μιλούν τα λατινικά. 2 Είναι γνωστό ότι από την αναφορά του Ιωάννη Λύδου, τον 6ο αιώνα, και μέχρι τις πρώτες σαφέστερες αναφορές για τους Βλάχους το 10ο αιώνα υπάρχει σιγή για την επιβίωση της λατινοφωνίας ανάμεσα στους κατοίκους των κεντρικών Βαλκανίων. Αυτή την περίοδο εδραιώθηκε η εγκατάσταση των σλαβικών φύλων και η ενδοχώρα των βαλκανικών επαρχιών γνώρισε βαθιές πληθυσμιακές ζυμώσεις. Ωστόσο, η σιωπή των πηγών δε σημαίνει πως μέσα σε αυτές τις ζυμώσεις εξαφανίστηκε οριστικά η όποια λατινοφωνία. Κάποιες ομάδες ίσως να εξακολουθούσαν να μιλούν μια κάποια δημώδη λατινική γλώσσα.
Μέσα από κάποιο ανώνυμο ιστορικό της Θεσσαλονίκης πληροφορούμαστε για την άφιξη και την αρχική εγκατάσταση ενός μεγάλου πλήθους ανθρώπων, δυτικά της Θεσσαλονίκης, στην περιοχή του "Κεραμίσιου κάμπου". Κάποιοι από τους παλαιότερους μελετητές αναφέρουν πως ο "Κεραμίσιος κάμπος" βρισκόταν κάπου στην περιοχή της Πελαγονίας, κοντά στο Μοναστήρι. Ωστόσο έχουν εκφραστεί νεότερες απόψεις που τον τοποθετούν πιο κοντά στη Θεσσαλονίκη, κάπου ανάμεσα στην Έδεσσα και τα Γιαννιτσά. Σύμφωνα με τους ιστορικούς Ο. Ταρφαλή και Γ. Θεοχαρίδη, οι μετακινηθέντες βρέθηκαν υπό την αρχηγία του Κούβερ κοντά στη Θεσσαλονίκη γύρω στο 683 με 688 και αποτελούσαν ένα φυλετικό συνονθύλευμα. Ανάμεσά τους υπήρχαν σίγουρα Σλάβοι και ίσως και κάποιοι Άβαροι μαζί με Βούλγαρους. Ωστόσο, ένα σημαντικό ποσοστό από αυτούς ήταν πρώην υπήκοοι της αυτοκρατορίας. Στα "Θαύματα του Αγίου Δημητρίου" το πλήθος αυτό καταγράφεται ως "Ρωμαίων λαόν μετά και ετέρων εθνικών". Αυτοί οι "Ρωμαίοι" είχαν αιχμαλωτιστεί κατά περιόδους, και πιθανότερα ανάμεσα στο 616 με 623, από τους Αβάρους επιδρομείς και είχαν οδηγηθεί στις όχθες του Δούναβη, στα εδάφη των Αβάρων, στην περιοχή της Παννονίας. Στην Παννονία, οι αιχμάλωτοι φαίνεται πως διατήρησαν κάποια αυτοτέλεια, όπως και τη χριστιανική τους πίστη μαζί με τη χρήση της ελληνικής και της λατινικής γλώσσας. Η ομάδα τους ήταν γνωστή ως Σερμησιάνοι επειδή είχαν βρεθεί εγκατεστημένοι στο Σίρμιο της Παννονίας (σήμερα Μιτροβίτσα της Σερβίας). Μετά από 60 περίπου χρόνια, ένας μεγάλος αριθμός των Σερμησιάνων, έχοντας προφανώς έρθει σε επιμειξίες με τους τότε κατοίκους της Παννονίας, Αβάρους, Σλάβους, Πρωτοβουλγάρους και άλλους, αποδεσμεύτηκαν και με αρχηγό τον Κούβερ κίνησαν προς το νότο επιθυμώντας να επιστρέψουν στις προηγούμενες εστίες τους. Ο ίδιος ο Κούβερ ήταν μάλλον σλαβικής ή πρωτοβουλγαρικής καταγωγής και είχε διοριστεί αρχηγός των Σερμησιάνων από τον χαγάνο των Αβάρων. Φτάνοντας στην περιοχή του "Κεραμίσου κάμπου" ζήτησαν την αρωγή της αυτοκρατορίας και αρκετοί από αυτούς τους παλιννοστούντες πρώην ρωμαίους-βυζαντινούς υπηκόους εγκατέλειψαν τους συνοδοιπόρους τους και στράφηκαν κυρίως προς τη Θεσσαλονίκη, αλλά και τις γύρω μακεδονικές και θρακικές πόλεις και περιοχές, από όπου είχαν μάλλον αιχμαλωτιστεί, αναζητώντας την ασφάλεια και την προστασία της αυτοκρατορίας. Αναγνωρίζοντάς τους ως αναξιοπαθούντες ομογενείς, οι αρχές μετέφεραν με πλοία αρκετούς από αυτούς στην ίδια την Κωνσταντινούπολη. 3
Η επιβίωση της χρήσης μίας λατινικής γλώσσας ανάμεσα στους παλιννοστούντες και επομένως και στις βαλκανικές περιοχές από όπου είχαν αιχμαλωτιστεί, επιβεβαιώνεται έστω και έμμεσα από τους ισχυρισμούς για τα προσόντα και τις ικανότητες του Μαύρου, ενός τυχοδιωκτηκού προσώπου, συνεργάτη στη συνωμοσία για την κατάληψη της Θεσσαλονίκης που είχε τότε οργανώσει ο Κούβερ. Όταν ο Μαύρος εμφανίστηκε ενώπιον των αρχών της Θεσσαλονίκης ισχυρίστηκε ότι διέθετε όλα τα προσόντα για να διοικήσει τον καταυλισμό του "Κεραμίσου κάμπου" και παρουσίασε τους παλιννοστούντες-πρόσφυγες ως ομογενείς που επέστρεφαν στα πάτρια εδάφη. Ανάμεσα στα προσόντα που παρουσίασε πως είχε ήταν και το γεγονός πως μιλούσε τις τέσσερις πιο διαδεδομένες τότε γλώσσες στα Βαλκάνια, τα ελληνικά, τα λατινικά, τα σλαβικά και τα πρωτοβουλγαρικά, γλώσσες που προφανώς γνώρισαν και αρκετοί από τους νεοαφιχθέντες στον "Κεραμίσιο κάμπο". 4 Τι είδους λατινικά ήταν αυτά που μιλούσε ο Μαύρος δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Η περίπτωση να γνώριζε λόγια λατινικά μοιάζει αρκετά απίθανη, αν αναλογιστούμε πως τον 7ο πια αιώνα η όποια βαλκανική λατινογενής γλώσσα είχε αποκοπεί από τη λόγια μορφή της. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως ο Μαύρος και οι άρχοντες της Θεσσαλονίκης θεωρούσαν προσόν τη γνώση αυτής της δημώδους γλώσσας. Ίσως λοιπόν ήταν μία γλώσσα που γνώριζαν και χρησιμοποιούσαν αρκετοί κάτοικοι των κεντρικών βαλκανικών επαρχιών της αυτοκρατορίας και των περιοχών γύρω από τη Θεσσαλονίκη.
Αυτή την περίοδο, οι απόγονοι των λατινόφωνων πληθυσμών των ρωμαϊκών και των πρώτων βυζαντινών χρόνων μαζί με τους ελληνόφωνους και άλλους γηγενείς πληθυσμούς των κεντρικών Βαλκανίων ζυμώθηκαν με τα σλαβικά φύλλα και ίσως κάποιες από τις γνωστές μας Σκλαβηνίες ήταν γέννημα τέτοιων ζυμώσεων. Ο καθ. Φ. Μαλιγκούδης εξέφρασε την άποψη πως η Σκλαβηνία της Σουβδελιτίας, η οποία τον 9ο αιώνα βρίσκονταν πιθανότατα στην περιοχή του Βερμίου, ίσως ήταν αποτέλεσμα ανάμιξης διάφορων φυλετικών και γλωσσικών ομάδων. Αν δεχτούμε ως σωστότερη την ετυμολόγηση του ονόματος της Σουβδελιτίας από τα λατινογενή βλάχικα, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι Σλάβοι που βρέθηκαν στην περιοχή του Βερμίου δανείστηκαν το όνομα από προϋπάρχοντες πληθυσμούς που μιλούσαν μία δημώδη λατινογενή γλώσσα, τα βλάχικα. 5 Ανάλογη πρέπει να ήταν και η περίπτωση της Σκλαβηνίας των Σαγουδάτων που βρίσκονταν ανάμεσα στη Θεσσαλονίκη, τη Βέροια και τον Όλυμπο. Το πιθανότατα λατινικής προέλευσης συλλογικό όνομα των Σαγουδάτων έρχεται προς ενίσχυση της άποψης για την μερική έστω λατινόφωνη προέλευσή τους. 6
Όταν από το 10ο αιώνα και μετά πληθαίνουν οι αναφορές για την παρουσία διάσπαρτων Βλάχων στα Βαλκάνια, η περιοχή της Βέροιας δεν αναφέρεται ανάμεσα στους τόπους με βλάχικη παρουσία. Η πόλη και η γύρω περιοχή γνώρισαν διαδοχικούς κυρίαρχους που αντιπαρατίθενται στους Βυζαντινούς. To 1345 ή 1346 η Βέροια καταλήφθηκε από τον αυτοκράτορα των Σέρβων Στέφανο Ντουσάν. Μετά την κατάληψη οι Σέρβοι κατακτητές φέρονται να είχαν προβλήματα επισιτισμού. Έτσι, ανέθεσαν σε κάποιους νομαδοκτηνοτρόφους την εκτροφή και φροντίδα κοπαδιών για την εξασφάλιση των αναγκών τους σε κρέας. Αρχηγός, πιθανότατα αρχιτσέλιγκας, αυτών των κτηνοτρόφων παρουσιάζεται να είναι κάποιος Μαρτζέλατος. Από το όνομα του, αλλά και από την επαγγελματική του ιδιότητα, θα μπορούσε να υποτεθεί πως ήταν Βλάχος και αρχηγός μίας βλάχικης φάρας, των Μαρτζελαίων. Ο Μαρτζέλατος, πριν μπει στην υπηρεσία των Σέρβων, παρουσιάζεται ως υποτελής του προηγούμενου Βυζαντινού άρχοντα της πόλη και της περιοχής, του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού. Σε αυτόν στράφηκε για βοήθεια ο Μαρτζέλατος, όταν οι Τούρκοι σύμμαχοι του Καντακουζηνού είχαν αιχμαλωτίσει το γιο του σε μία επιδρομή τους στα πεδινά ανάμεσα στη Βέροια και τη Θεσσαλονίκη. Από αυτά τα γεγονότα διαπιστώνεται η ύπαρξη μίας φάρας, πιθανότατα βλαχόφωνων, που ενάλλασσε τις ορεινές της εγκαταστάσεις με χειμαδιά που βρίσκονταν στην πεδιάδα ανάμεσα στη Βέροια και τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο δεν είναι ξεκάθαρο το που βρίσκονταν οι ορεινές εγκαταστάσεις τους. Ο Σέρβος γεωγράφος J. Cvijic θεωρεί πως οι Μαρτζέλοι ήταν Σέρβοι, οι οποίοι αποτελούσαν τμήμα της εποικιστικής πολιτικής του Ντουσάν και πως προέρχονταν από τη σημερινή περιοχή του Κοσσυφοπεδίου. Αυτό φαίνεται απίθανο, καθώς οι Μαρτζέλοι παρουσιάζονται να ήταν οικείοι με την περιοχή της Βέροιας και γνώριμοι ή υποτελείς των προηγούμενων Βυζαντινών αρχόντων της. Επιπλέον, πληροφορούμαστε πως το 1350 οι Μαρτζελαίοι βοήθησαν τους Βυζαντινούς στην ανακατάληψη της Βέροιας. Ο Σωκράτης Λιάκος θεωρεί πως οι Μαρτζελαίοι ήταν Βλάχοι και ως οικισμούς της φάρας τους αναφέρει ομώνυμα χωριά στην Παλαιά Σερβία, την Άνω Αλβανία, τη Βόρεια Ήπειρο και άλλες περιοχές. Ίσως οι Μαρτζελαίοι είχαν κάποιες ορεινές εγκαταστάσεις κάπου στις πηγές του Αξιού, στα βουνά του Σκάρδου ή γενικά στα βουνά ανάμεσα στη Π.Γ.Δ.Μ. και του Κοσσυφοπεδίου, ενώ τα χειμαδιά τους βρίσκονταν για αρκετές γενιές στις πεδιάδες της Βέροιας και της Θεσσαλονίκης. 7
Δεν πρέπει να αποκλείεται όμως το ενδεχόμενο να βρίσκονταν στο Βέρμιο οι ορεινές εγκαταστάσεις των Μαρτζελαίων και άλλων πιθανά Βλάχων νομαδοκτηνοτρόφων. Την εποχή των Μαρτζελαίων, το 14ο αιώνα, πληροφορούμαστε για την ύπαρξη κάποιου καλόγερου με το όνομα Νεόφυτος, ο οποίος είχε γεννηθεί στον οικισμό του Σόσκου, κάπου ανάμεσα στη Βέροια και την Έδεσσα. Ο Νεόφυτος και οι γονείς του, Στάνα και Φρατίλα, ήταν κτηνοτρόφοι και ο Νεόφυτος παρουσιάζεται να χρησιμοποιεί συχνά "μη ελληνικές" λέξεις. 8 Ίσως λοιπόν ο Νεόφυτος είχε βλάχικη καταγωγή και έτσι να επιβεβαιώνεται, έστω και έμμεσα, η παρουσία κάποιου βλάχικου πληθυσμού στις πλαγιές του Βερμίου.
1 Σαμσάρης, Δημήτριος Κ., "Ατομικές χορηγήσεις της Ρωμαϊκής πολιτείας (civitas Romana) και η διάδοσή της στη ρωμαϊκή επαρχία Μακεδονία ΙΙ. Η περίπτωση της Βέροιας, έδρας του Κοινού των Μακεδόνων", Μακεδονικά 27, Θεσσαλονίκη 1989-1990, σελ.327-382, Χιονίδης, Γιώργος Χ., "Η αρχαία και η Βυζαντινή Βέροια", Βέροια 1993, σελ. 50. Θεοχαρίδης, Γεώργιος Ι., "Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους, 285-1354", ΕΜΣ 55, Θεσσαλονίκη 1980, σελ.29, 32-33, 36. Για τους Ρωμαίους αποίκους στα μακεδονικά εδάφη βλέπε: Σαμσάρης, Δημήτριος, "Οι Ρωμαίοι και η Χαλκιδική", Μακεδονικά 25, Θεσσαλονίκη 1985-86, σελ.33-46. Σαμσάρης, Δημήτριος Κ., «Έρευνες στην ιστορία, την τπογραφία και τις λατρείες των ρωμαϊκών επαρχιών μακεδονίας και Θράκης», Θεσσαλονίκη 1984. Samsaris, Dimitrios C., "La vallee du Bas-Strymon a l' epoque imperiale. Contribution epigraphique a la topographie, l' onomastique, l' histoire et aux cultes de la province romaine de Macedoine", Δωδώνη 18, Ιωάννινα 1989, σελ.203-382.
2 Για τη ρωμαϊκή πολιτική και πολιτισμική κυριαρχία στη Μακεδονία και τα Βαλκάνια βλέπε: Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., "Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσης αυτής. Βλάχοι, Ιστορική-Φιλολογική-Μελέτη", Αθήνα 1986, σελ.63- 119. Θεοχαρίδης, ο.π., σελ.17-86. Winnifrith, T.J., "The Vlachs, the history of a balkan people", Duckworth, London 1987, σελ.57-73.
3 Ταρφαλή, Ορέστης, "Θεσσαλονίκη, από τις απαρχές μέχρι τον ΙΔ' αιώνα", μετάφραση: Αγγελική Νικολοπούλου, επιμέλεια: Α.Γ.Κ. Σαββίδης, Τροχαλίας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ.91-94, 285-289. Θεοχαρίδης, ο.π., σελ.166-179. Winnifrith, ο.π., σελ.97-99. Μίντσης, Γεώργιος Ι., "Εθνολογική σύνδεση της Μακεδονίας, (αρχαιότητα, μεσαίωνας, νέοι χρόνοι)", Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ.68-71.
4 Μαλιγκούδης, Φ., "Πρώιμες ειδήσεις για τους Βλάχους στην περιοχή του Βερμίου", Συμπόσιο "Οι Βλάχοι στην ιστορία του ελληνισμού. Παρελθόν-Προοπτικές", Δήμος Βέροιας, 25-26 Ιουνίου 1994. Λιάκος, Σωκράτης Ν., "Καταγωγή των Βλάχων ή Αρμανίων", Μικροευρωπαϊκές (Βαλκανικές) Μελέτες 2, Θεσσαλονίκη 1965. σελ.10-11.
5 Μαλιγκούδης, ο.π.. Winnifrith, o.π., σελ.99.
6 Βλέπε κεφάλαιο: "Μογλενά".
7 Χιονίδης, Γ., "Ιστορία της Βέροιας", τομ. 2ος, Βυζαντινοί χρόνοι, Θεσσαλονίκη 1970, σελ.48-49, 106. Λιάκος, Σωκράτης, "Σύντομη επισκόπηση της ιστορίας των Αρμενταρίων της Μικρευρώπης", Μικροευρωπαικές-Βαλκανικές Μελέτες 8, Θεσσαλονίκη 1974, σελ.38. Βακαλόπουλος, Απόστολος, "Προβλήματα αναφερόμενα στην ιστορία της περιοχής Θεσσαλονίκης-Βέροιας κατά τα μέσα του 14ου αιώνα", Παγκαρπία Μακεδονικής Γης, ΕΜΣ 53, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 639-645.
8 Caranica, Nicolas, "Les Aroumains: Recherches sur l' identite d' ume ethnie", διδακτορική διατριβή, Universite de Franche-Comte, Departement des Sciences Humaines, 28 Juin 1990, σελ.293.
Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλάχοι της Κεντρικής Μακεδονίας
Μελέτες για τους Βλάχους - 4ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
462 σελίδες, 4 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
220 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2001
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Φωτογραφίες
ΟΙ ΒΕΡΓΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Α. ΟΙ ΒΕΡΓΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
Β. ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλάχοι της Κεντρικής Μακεδονίας
Μελέτες για τους Βλάχους - 4ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
462 σελίδες, 4 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
220 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2001
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Διάβασέ το
Διάβασέ το βιβλίο στη Μέδουσα, το ψηφιακό αποθετήριο της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης της Βέροιας.
ΟΙ ΒΕΡΓΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
2. ΟΙ ΒΛΑΧΙΚΟΙ ΟΙΚΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΠΛΑΓΙΕΣ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ, ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΒΕΡΜΙΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΙΕΡΙΩΝ.
ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Όσο αβέβαιες και αν είναι χρονολογικά οι αφίξεις των Βλάχων στις πλαγιές του Βόρρα, τελικά από το α' μισό του 19ου αιώνα άρχισαν να αναπτύσσονται κάποιοι ορεινοί και αρχικά καλυβικοί οικισμοί, που σταδιακά επεκτάθηκαν στις πλαγιές του βόρειου Βερμίου, των Πιερίων και μέχρι τις πλαγιές του Ολύμπου. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους oι οικιστές αυτής της ομάδας ήταν αρβανιτοβλάχικης καταγωγής και κατ' επέκταση η ομάδα τους ταυτίζονται με τους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις που δημιούργησαν οι Αρβανιτόβλαχοι στην Κεντρική Μακεδονία.
Όσον αφορά τους υπόλοιπους Βλάχους της Κεντρικής Μακεδονίας, επικράτησε οι οικιστές και οι απόγονοι αυτής της ομάδας να ονομάζονται Φαρσιαριώτες ή Φρασιαριώτες Βλάχοι. Εκτός όμως από Φαρσιαριώτες, οι Βλάχοι των Μεγάλων Λιβαδίων στο Πάικο τους προσδιόριζαν και με το όνομα Πιρουσιάνοι.[1] Το όνομα αυτό τους δόθηκε λόγω του ότι οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας εκτός από νομαδοκτηνοτρόφοι ήταν και παραδοσιακοί παραγωγοί ξυλοκάρβουνου. Ο τοπωνυμικής προέλευσης επιθετικός προσδιορισμός Φαρσιαριώτης έχει σαφώς να κάνει με τη μακρινή καταγωγή τους και με την πιθανολογούμενη εστία εκκίνησής τους, το χωριό Φράσιαρη (Frasher), στην περιοχή του Νταγκλί (Dangelli), στη Βόρεια Ήπειρο - Νότια Αλβανία. Βέβαια αυτό δε σημαίνει απαραίτητα πως ήρθαν κατευθείαν από τη Φράσιαρη και μόνο από αυτή. Το πιο πιθανό είναι πως προέρχονταν από την ευρύτερη περιοχή του Νταγκλί και της Κολώνιας (Kolonje), όπου η Φράσιαρη ήταν ένας από τους μεγαλύτερους και σημαντικότερους οικισμούς, με παρουσία νομαδικών, ημινομαδικών ή και εδραίων βλάχικων πληθυσμών. Ωστόσο, ο όρος Φαρσιαριώτης Βλάχος είναι ένα από τα πολλά ονόματα που δόθηκαν ή και που υιοθετήθηκαν από τις διάφορες ομάδες των Αρβανιτόβλαχων και δεν αποδίδεται στο σύνολό τους. Οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας αποδέχονται το χαρακτηρισμό Φαρσιαριώτες μόνο ως όρο διάκρισης από τις άλλες βλάχικες ομάδες της περιοχής, καθώς ο αυτοπροσδιοριστικός όρος που εξακολουθούν να χρησιμοποιούν στη βλάχικη διάλεκτό τους είναι το όνομα Ρμένοι ή Ρεμένοι, με χαρακτηριστική προφορά του αρχικού ρο. Το όνομα αυτό ταυτίζεται με το όνομα Αρμούνοι ή Αρωμούνοι, που χρησιμοποιεί το μεγαλύτερο μέρος των υπόλοιπων Βλάχων για να αυτοπροσδιοριστούν. Στη Ρουμανία, όπου μετανάστευσε ένας σημαντικός αριθμός οικογενειών αυτής της ομάδας στα χρόνια του μεσοπολέμου, είναι γνωστοί και με το όνομα Σιόπανοι.[2]
Ο πρώτος και σημαντικότερος ορεινός οικισμός τους ήταν τα Καλύβια της Τσιακούρας, στο Μορίχοβο. Παράλληλα με αυτόν, αναπτύχθηκε και ο γειτονικός οικισμός Καλύβια της Παπαδιάς. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, οι δύο αυτοί οικισμοί τελικά ταυτίστηκαν. Κατά πάσα πιθανότητα στα 1837 τέθηκαν τα θεμέλια του οικιστικού πυρήνα του Άνω Βερμίου ή Άνω Σελίου πάνω στα ερείπια του παλιού Σελίου, στο βόρειο Βέρμιο. Μετά τη διάσπαση της Τσιακούρας, πιθανότατα στα 1878, ανεξάρτητα φαλκάρια Αρβανιτόβλαχων διασκορπίστηκαν στις πλαγιές του Βόρρα, του βόρειου Βερμίου, των Πιερίων και μέχρι τις πλαγιές του Ολύμπου, όπου σταδιακά δημιούργησαν αυτοδύναμους ορεινούς καλυβικούς οικισμούς. Με το πέρασμα του χρόνου, κάποιοι από αυτούς εξελίχθηκαν σε ορεινές κοινότητες ημινομάδων Βλάχων, όπως το Πάτημα (Πατιτσίνα), στις νότιες πλαγιές του Βόρρα, ο Άγιος Δημήτριος (Κεδρώνας ή Κίντροβα στα βλάχικα), το Άνω Γραμματικό (Καλύβια της Γραμματίκοβας ή Καλίβιλι ντι Γραμματίκουβα) και η Μεταμόρφωση (Ντριζίλοβα), στο βόρειο Βέρμιο και η Ελαφίνα (Σπουρλίτα) στα Πιέρια. Από τα μέσα, τουλάχιστον, του 19ου αιώνα αναζήτησαν χειμαδιά γύρω από την Έδεσσα και τη Νάουσα, γύρω από τις χαμηλές πλαγιές των Πιερίων και μέχρι την πόλη της Κατερίνης. Στο σημερινό νομό Ημαθίας βρέθηκαν για χειμαδιά στα Πολλά Νερά (Φετίτσα), το Στενήμαχο (Χοροπάνι), τα Παλατίτσια, το Νεόκαστρο, τα Καλύβια της Σφίντσας και τα Καλύβια του Τρίχλεβου, στο νομό Πιερίας βρέθηκαν στη Χράνη, το Κίτρος, το Σφενδάμι (Πάλιανη), την Παλαιοστάνη (Παλιονέστανη), το Λιβάδι (Βούλτσιστα), τα Καταλώνια, την Καστανιά και αλλού. Σύμφωνα με τα διάφορα δημογραφικά στοιχεία που παρουσιάζονται στα επόμενα κεφάλαια, την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας που κινούνταν από τις πλαγιές του Βόρρα μέχρι τις πλαγιές του Ολύμπου αριθμούσαν γύρω στις 4.500 ψυχές.[3] Εκτός όμως από τους αρβανιτοβλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις, στην ομάδα αυτή εντάσσονται και τα Καλύβια της Ρόντοβας, ο παλιός καλυβικός οικισμός μίας ομάδας Γραμμουστιάνων Βλάχων στις νοτιανατολικές πλαγιές του Βόρρα, όπως και οι αστικού τύπου βλάχικες εγκαταστάσεις στις πόλεις της Έδεσσας και της Αριδαίας.
Η ανάπτυξη των αρβανιτοβλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων στην Κεντρική Μακεδονία δεν περιορίζεται αυστηρά μόνο σε ένα γεωγραφικό της τμήμα. Παρατηρούμε πως επεκτείνεται και σε περιοχές όπου επικρατούν άλλες ομάδες Βλάχων, όπως οι Βεργιάνοι και οι Ολύμπιοι Βλάχοι. Όμως, οι Αρβανιτόβλαχοι της περιοχής διατήρησαν μία ισχυρή μεταξύ τους συνοχή μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και συνήθιζαν να αναπτύσσουν συγγένειες μόνο μεταξύ τους. Για πολλές δεκαετίες μετά την άφιξή τους στην περιοχή, διατήρησαν τον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό χαρακτήρα των νομαδικών πληθυσμών. Σχεδόν όλοι οι ορεινοί οικισμοί που δημιούργησαν διατήρησαν το χαρακτήρα του προσωρινού και τη μορφή της καλυβικής εγκατάστασης, μέχρι την αλλαγή του αιώνα. Εκείνη την περίοδο οι περισσότεροι από αυτούς τους οικισμούς σταθεροποιήθηκαν και κάτοικοί τους εξελίχθηκαν από νομάδες σε ημινομάδες. Οι καλύβες αντικαταστάθηκαν, σταδιακά, από πέτρινα σπίτια και οικισμοί άρχισαν να διαμορφώνονται σε σταθερές ορεινές κοινότητες ημινομάδων Βλάχων. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί πως στην οργάνωση σταθερών ορεινών κοινοτήτων είχαν ήδη προηγηθεί οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Γραμμουστιάνοι του Πάικου και αργότερα ακολούθησαν οι Αρβανιτόβλαχοι. Όσον αφορά τους ελληνόφωνους Σαρακατσαναίους της περιοχής, οι ραγδαίες εξελίξεις των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα τους βρήκαν στο στάδιο του απόλυτου νομαδισμού.
Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, εκτός από τους Αρβανιτόβλαχους που ανέπτυξαν στην Κεντρική Μακεδονία τόσο τις θερινές - ορεινές, όσο και τις χειμερινές - πεδινές εγκαταστάσεις τους, άρχισαν να παρουσιάζονται και κάποιες άλλες μικρές αρβανιτοβλάχικες ομάδες, κυρίως στην περιοχή της Πιερίας και μόνο κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Ήταν μικρά φαλκάρια που κατέβαιναν για χειμαδιά από την περιοχή της Κορυτσάς. Κάποια από αυτά τα φαλκάρια βρέθηκαν για χειμαδιά στην Πιερία μετά το 1881 και την ενσωμάτωση του μεγαλύτερου μέρους της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Μέχρι τότε κατέβαιναν για χειμαδιά σε θεσσαλικές περιοχές και κυρίως στην περιοχή του Αλμυρού. Στις αρχές του 20ου αιώνα, Αρβανιτόβλαχοι αυτής της προέλευσης δημιούργησαν μία νέα εγκατάσταση στη περιοχή του ερημωμένου και πιθανότατα παλιού βλάχικου οικισμού της Πέτρας, στις βόρειες πλαγιές του Ολύμπου. Κάποιες μικρές ομάδες βρέθηκαν σκορπισμένες στο Λιτόχωρο, τη Σκοτίνα, τον Παντελεήμονα και τους Πόρους, στις ανατολικές πλαγιές του Ολύμπου.[4] Στα χρόνια πια του μεσοπολέμου και ήδη από τα 1918-19 έφτασαν τα τελευταία κύματα Αρβανιτόβλαχων από τα μέρη της Ηπείρου. Είναι αυτοί που συγκεντρώθηκαν και δημιούργησαν την ιδιαίτερη αρβανιτοβλάχικη εγκατάσταση στην Κρύα Βρύση Γιαννιτσών.
Αν και τους χώριζε κάποια απόσταση, οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας διατήρησαν στενές επαφές και ανέπτυξαν συγγενικές σχέσεις με τους Αρβανιτόβλαχους της περιοχής της Κορυτσάς μέχρι τα χρόνια του μεσοπολέμου. Και αυτό γιατί αναγνώριζαν οι μεν στους δε μία κοινή μακρινή καταγωγή από τις περιοχές του Νταγκλί και της Κολώνιας. Τις σχέσεις αυτές ενίσχυσε ο κοινός τρόπος ζωής, η κοινή μεταξύ τους βλάχικη διάλεκτος, αλλά και η περιθωριοποίηση την οποία φαίνεται πως τους επέβαλαν όχι μόνο οι γειτονικοί εδραίοι πληθυσμοί, αλλά και οι άλλες γειτονικές βλάχικες ομάδες. Με τα χρόνια οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας έπαψαν να μιλούν τα αλβανικά παράλληλα με τα βλάχικα, καθώς η γλώσσα αυτή δεν τους ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη στα μακεδονικά εδάφη όπου βρέθηκαν. Το γεγονός αυτό μπορεί να δηλώνει πως η παράλληλη χρήση της αλβανικής από τους Αρβανιτόβλαχους ήταν επίκτητη, λόγω της γειτνίασης και της συμβίωσης με αλβανόφωνους πληθυσμούς στις περιοχές της Ηπείρου. Στις μακεδονικές πια εστίες τους πολλοί από τους άνδρες και σε μικρότερο βαθμό οι γυναίκες μιλούσαν με σχετική άνεση τη σλαβική γλώσσα της περιοχής, αλλά και τα ελληνικά, και πολλές φορές και τα τουρκικά. Γλώσσες αναγκαίες, για να μπορέσουν να επικοινωνούν με τους σλαβόφωνους γείτονές τους στα ορεινά και σε ορισμένα από τα χειμαδιά τους, τους ελληνόφωνους γείτονές τους στα διοικητικά και οικονομικά κέντρα και στα χειμαδιά τους, κυρίως γύρω από τα Πιέρια, και τις οθωμανικές αρχές των πόλεων.
ΟΙ ΒΕΡΓΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΟΙ ΒΕΡΓΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
9. ΒΕΡΟΙΑ
9.6. Οι εξελίξεις στη Βέροια και την περιοχή της μετά το 1912 και η μεταναστευτική έξοδος προς τη Ρουμανία
Το 1914, δύο χρόνια μετά την απελευθέρωση, και σύμφωνα με αρχειακή πηγή, κατά τη θερινή περίοδο, βλάχικοι πληθυσμοί κατοικούσαν στους εξής ορεινούς οικισμούς γύρω από τη Βέροια: Άνω Βέρμιο, Κάτω Βέρμιο, Μαρούσια, Ξηρολίβαδο, Μικρή Σάντα, Καστανιά, Κωστοχώρι, Καράτσαλι (;) και Ελαφίνα.[1] Μαζί με αυτούς τους βλάχικους οικισμούς θα πρέπει να συνυπολογίσουμε την Κουμαριά, το Στενήμαχο, τη Νάουσα και τη Βέροια, όπου κατοικούσαν Βλάχοι καθόλη τη διάρκεια του χρόνου. Στα χρόνια που ακολούθησαν την απελευθέρωση, η ρουμανίζουσα ομάδα των Βεργιάνων Βλάχων ήταν ελεύθερη να συνεχίσει τη δράση της, λόγω ειδικών διπλωματικών χειρισμών του Βενιζέλου στο πλαίσιο της Συνθήκης του Βουκουρεστίου το 1913.[2] Οι βλάχικες, και όχι ρουμανικές κοινότητες, που είχαν σκοπίμως αναγνωρίσει οι οθωμανικές αρχές με τον περίφημο σουλτανικό ιραδέ του 1905, μετατράπηκαν με τη συγκατάθεση του επίσημου ελληνικού κράτους ουσιαστικά σε ρουμανικές κοινότητες. Οι χειρισμοί του Βενιζέλου δεν είχαν την καθολική υποστήριξη των τότε πολιτικών παραγόντων της χώρας και κατηγορήθηκε πως με τους χειρισμούς του δημιουργούσε ένα ανύπαρκτο ζήτημα. Είναι ενδεικτικό πως ο πρώην υπουργός εξωτερικών Στέφανος Δραγούμης που μόλις είχε διοριστεί στη θέση του Γενικού Διοικητή Μακεδονίας παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας.[3] Οι διπλωματικές εξελίξεις του 1913 οδήγησαν σε σύγχυση των καταστάσεων και φαίνεται πως προβλημάτισαν ιδιαίτερα εκείνους τους Βεργιάνους Βλάχους, που την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα συνεργάστηκαν στενά με την ελληνική παράταξη και είχαν θύματα στις οικογένειες τους από τη δράση των ρουμανιζόντων. Βλέποντας τους αντιπάλους τους να δικαιώνονται, κατά κάποιον τρόπο, από το ίδιο το ελληνικό κράτος, αισθάνθηκαν πως ο αγώνας τους προδόθηκε. Τους ήταν αδύνατον να κατανοήσουν πως επιτράπηκε η συνέχιση της λειτουργίας των ρουμανικών σχολείων και της δράσης της ρουμανικής προπαγάνδας. Είναι προφανές πως αντέδρασαν και δημιούργησαν κάποιες προστριβές με τους ρουμανίζοντες. Έτσι, ο τότε μητροπολίτης Βέροιας παρουσιάζεται να τους πίεσε να υποχωρήσουν και να κατανοήσουν πως η Συνθήκη του Βουκουρεστίου και η αναγνώριση των ρουμανιζόντων κοινοτήτων οφείλονταν σε λόγους εθνικού συμφέροντος και δεν αποτελούσε προδοσία τους.[4] Ωστόσο, έχοντας βιώσει τα τεράστια και τραγικά, πολλές φορές, αποτελέσματα του διχασμού των κοινοτήτων τους από τη δράση της προπαγάνδας, οι Βλάχοι θεώρησαν τον ίδιο το Βενιζέλο ως κύριο υπεύθυνο της διαιώνισης του προβλήματος. Όποιο και αν ήταν τελικά το συλλογικό εθνικό συμφέρον για το οποίο θυσιάστηκαν οι Βλάχοι, οι κοινωνίες τους συνέχισαν να βιώνουν τα αποτελέσματα αυτών των χειρισμών για τρεις ακόμη δεκαετίες. Αυτή την περίοδο ακούστηκε για πρώτη φορά η περίφημη βλάχικη κατάρα για το Βενιζέλου, "φόκλου τσπίρα σ'λου αρντά Βενιζέλου", "η φωτιά να κάψει και να φάει το Βενιζέλο", που δεν είχε να κάνει μόνο με (α) την αναγνώριση των διασπαστικών ρουμανικών κοινοτήτων, αλλά και με (β) την κομματική - πολιτική αδιαφορία για την τύχη των Βλάχων προσφύγων από την Πελαγονία, (γ) τις οικονομικές επιπτώσεις από την άφιξη και την αποκατάσταση των προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής και με (δ) τη συγκατάθεσή του για την ομαδική μεταναστευτική έξοδο ορισμένων Βλάχων προς τη Ρουμανία.[5]
Στα 1923, η Βέροια θεωρούταν πια κέντρο διάδοσης της ρουμανικής γλώσσας και των ρουμανικών ιδεών όχι μόνο ανάμεσα στους Βλάχους της περιοχής, αλλά και στον ευρύτερο μακεδονικό χώρο. Σύμφωνα με έκθεση του τότε γενικού επιθεωρητή της εκπαιδευτικής περιφέρειας της Βέροιας, το βλάχικο στοιχείο της περιοχής παρουσίαζε "σωματικόν οργανισμόν ακμαίο και πλήρη υγείας, ενδιαφερόταν πολύ για τη μόρφωση των παιδιών του". Εκείνη τη χρονιά 270 βλαχόπουλα φοιτούσαν στα ελληνικά σχολεία της πόλης και 600 στα ρουμανικά. Το ρουμανικό κράτος συντηρούσε στην πόλη εξατάξιο δημοτικό σχολείο αρρένων, εξατάξιο δημοτικό σχολείο θηλέων και νηπιαγωγείο. Έξω από τη Βέροια ρουμανικό σχολείο φέρεται να λειτουργούσε τότε μόνο στην Κουμαριά. Καθώς το ελληνικό γυμνάσιο της πόλης υστερούσε κατά πολύ από το ρουμανικό γυμνάσιο - εμπορική σχολή της Θεσσαλονίκης, 40 περίπου βλαχόπουλα από τη Βέροια και την περιοχή της φοιτούσαν στο ρουμανικό γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης και μόνο 5 περίπου στο ελληνικό γυμνάσιο της Βέροιας. Σε αντιστάθμισμα της τακτικής που ακολουθούσε η προπαγάνδα για τη στρατολόγηση των βλαχόπουλων και για την προσέλκυσή τους στο ελληνικό γυμνάσιο πρότεινε:
"1) ατελή εγγραφή, 2) διδακτικά βιβλία δωρεάν υπό σχολικής επιτροπής, 3) ποικίλα δώρα οίον εκλεκτά βιβλία, ενδύματα κ.λ.π. και κυβερνητική χορήγηση δια τους τυχόν απόρους, 4) δαψιλείς υποτροφίαι εις ικανό αριθμό τοιούτων βλαχοφώνων μαθητών, 5) διάκρισιν βαθμολογίας επί το επιεικέστερον των μαθητών τούτων. Σημαντικότερο δε μέτρο, ίσως υπέρτερον πάντων των ανωτέρω κρίνω την ανύψωσιν του γυμνασίου Βερροίας εις περιωπήν προτύπως λειτουργούντος σχολείου".
Χαρακτηριστική είναι και η συλλογικότερη εκτίμησή του για τους Βλάχους της περιοχής:
"Οι ρουμανίζοντες εκ των Βλαχοφώνων, αν και ολίγοι και ιδίως εν τη περιοχή Βεροίας, αποτελούσι κοινότητα ουχί ευκαταφρόνητον ενισχυόμενοι δια σχολείων και όλων των άλλων μέσων προπαγάνδας και μισούν παν το ελληνικόν. Όλως αντιθέτως προς αυτούς οι ελληνίζοντες Βλαχόφωνοι, αν και ούτε περί των σχολείων, ούτε περί της καθόλου πνευματικής αυτών αναδείξεως ελήφθη φροντίς, εργάζονται ως αληθείς Έλληνες και αποτελούν εθνική δύναμιν. Δεν έπεται όμως εκ τούτου ότι δια τους δευτέρους δεν είναι επιβεβλημένη η κρατική πρόνοια και υποστήριξις ιδίως ό,τι αφορά την εκπαίδευσιν αυτών".[6]
Toν Απρίλιο του 1925, ο τότε ρουμανίζων ιερέας Δημήτριος Πάντσης, συνάντησε στο δρόμο και χαιρέτησε όπως έπρεπε τον τότε μητροπολίτη Βεροίας Σωφρόνιο Σταμούλη. Όταν ο ιερέας συστήθηκε στο μητροπολίτη, αυτός φέρεται να του μίλησε άσχημα, λέγοντας του, "φύγε κατηραμένε, φύγε αφορισμένε, δεν είσαι ορθόδοξος". Το γεγονός θεωρήθηκε προσβλητικό από τη ρουμανίζουσα κοινότητα της πόλης, η οποία στη συνέχεια έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στο ρουμανικό προξενείο της Θεσσαλονίκης.[7] Ανάλογα επεισόδια άνευ ουσίας φαίνεται πως ήταν συχνά στην πόλη και κάποιες φορές ακόμη και οι γραικομάνοι Βλάχοι υπήρξαν θύματα διακρίσεων. Οι τοπικοί ρουμανίζοντες παράγοντες και οι ρουμανικές διπλωματικές αρχές φρόντιζαν πάντα να εκμεταλλεύονται τα όποια επεισόδια.
Μετά το 1922, οι ανάγκες για την αποκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής και της ανταλλαγής των πληθυσμών με την Τουρκία και τη Βουλγαρία, είχαν ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της οικονομίας των Βεργιάνων Βλάχων, οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία εξακολουθούσαν να ζουν ή να εξαρτώνται από την κτηνοτροφία. Οι ακαλλιέργητες χορτολιβαδικές εκτάσεις των παραδοσιακών χειμαδιών τους στους κάμπους της Ημαθίας και της Πιερίας δόθηκαν αναγκαστικά για την αποκατάσταση των προσφύγων και των γηγενών ακτημόνων, παραβλέποντας όμως τις ανάγκες των νομαδοκτηνοτρόφων της περιοχής, Βλάχων και μη. Τα μεγάλα τσελιγκάτα των Βεργιάνων Βλάχων διασπάστηκαν και σταδιακά διαλύθηκαν. Για τους μεγαλοτσελιγκάδες αυτό σήμαινε μεγάλες οικονομικές ζημίες και την πτώση του κύρους τους. Όμως για τους υποτακτικούς των μεγαλοτσελιγκάδων και για τους μικρούς σμίκτες και τις οικογένειες τους αυτό σήμαινε οικονομική εξαθλίωση. Οι απλές και φτωχές οικογένειες των Βλάχων αντιμετώπισαν τότε σοβαρό πρόβλημα επιβίωσης. Έπρεπε να στραφούν σε νέες και άγνωστες για αυτούς παραγωγικές δραστηριότητες, όπως τη γεωργία. Λίγοι ήταν αυτοί που επωφελήθηκαν τότε από την αγροτική μεταρρύθμιση, που επιβλήθηκε εκ των πραγμάτων, και οι οποίοι απέκτησαν αγροτικούς κλήρους και στράφηκαν προς τη γεωργία. Και αυτό, όχι μόνο λόγω της παραδοσιακής αποστροφής προς τη γεωργία, αλλά και λόγω του αποκλεισμού τους από την παροχή κλήρων, καθώς προτεραιότητα αγροτικής αποκατάστασης είχαν οι παραδοσιακοί καλλιεργητές, πρόσφυγες ή γηγενείς, και όχι οι νομαδοκτηνοτρόφοι.[8]
Τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα σε θέματα κρατικής μέριμνας και περίθαλψης. Η κατάσταση στην εκπαίδευση, στην υγεία και στη δημόσια ασφάλεια παρέμενε στάσιμη όπως πριν το 1912. Σε μερικές περιπτώσεις η κατάσταση της εκπαίδευσης ήταν τόσο άθλια, ώστε ακόμη και γραικομάνοι Βλάχοι, που δεν έτρεφαν την παραμικρή συμπάθεια προς τη Ρουμανία, προκειμένου να μείνουν τα παιδιά τους αγράμματα, τα έστελναν στα ρουμανικά σχολεία, λόγω των αδυναμιών της ελληνικής εκπαίδευσης. Ακόμη και στις περιπτώσεις που λειτουργούσαν ελληνικά σχολεία, οι οικονομικές και υλικές παροχές των ρουμανικών σχολείων προσέλκυαν ένα σημαντικό ποσοστό σε αυτά.[9]
Κάτω από αυτές τις συνθήκες και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '30, σημειώθηκαν οι ομαδικές μεταναστευτικές έξοδοι προς τη Ρουμανία. Αυτή η εξέλιξη παρουσιάζεται να επιβεβαιώνει την άποψη πως, σε τελική ανάλυση, οι πολιτικοί ιθύνοντες στο Βουκουρέστι αντιμετώπιζαν τους Βλάχους ως αντικείμενο ή ως μοχλό συνδιαλλαγής, μέσα στις ραγδαίες βαλκανικές εξελίξεις και ανακατατάξεις, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Οι έξοδοι έρχονται να επαληθεύσουν τα προφητικά λόγια του Κωνσταντίνου Νικολαϊδη ο οποίος, ήδη το 1909, έγραψε πως για τη Ρουμανία:
“...πρωτεύει η γνωστή ήδη μελετωμένη συνεννόησις προς την Βουλγαρία περί ανταλλαγής του βορειοανατολικού τμήματος ταύτης (Νότια Δοβρουτσά) αντί των διεσπαρμένων εν τη Ελληνική Χερσονήσω Κουτσοβλάχων.”[10]
Πουθενά αλλού στην Ελλάδα οι μεταναστευτικοί έξοδοι προς τη Ρουμανία δεν πήραν τόσο σοβαρή διάσταση, όσο ανάμεσα στους Βλάχους της Κεντρικής Μακεδονίας και ιδιαίτερα ανάμεσα στους νομαδοκτηνοτρόφους, που είδαν να διαγράφεται ένα αβέβαιο και δύσκολο μέλλον για αυτούς. Ενδεικτικό του τοπικού χαρακτήρα της μεταναστευτικής εξόδου προς τη Ρουμανία είναι το γεγονός πως δε σημειώθηκαν τότε ανάλογες ομαδικές μεταναστεύσεις από τα μητροπολιτικά ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών, και αυτό γιατί η αποκατάσταση προσφύγων στη Θεσσαλία δε φαίνεται να επηρέασε τόσο σοβαρά τα δικά τους παραδοσιακά χειμαδιά και την οικονομία τους. Σύμφωνα μάλιστα με ζωντανές μέχρι και σήμερα παραδόσεις, αλλά και στοιχεία αρχειακών πηγών, είχαν την προνοητικότητα να εξετάσουν και να ελέγξουν προσεκτικά τις προτάσεις και τις συνθήκες για τη μετανάστευση και την αποκατάσταση στη Δοβρουτσά.[11] Ιδιαίτερα αδιάφοροι απέναντι σε αυτές τις προτάσεις στάθηκαν οι κάτοικοι βλάχικων κοινοτήτων και εγκαταστάσεων με εμποροβιοτεχνικό - "αστικό" προσανατολισμό. Ωστόσο, οι επιπτώσεις από τον ανταγωνισμό για τη χρήση της γης ανάμεσα στους νομαδοκτηνοτρόφους Βλάχους και τους καλλιεργητές πρόσφυγες στην Κεντρική Μακεδονία αποτέλεσαν περισσότερο μια προβαλλόμενη επίφαση καθώς πίσω από αυτή κρύβονταν και άλλες εξίσου ή περισσότερο σοβαρές αιτίες. Είναι σαφές πως υπήρξαν και άλλοι παράγοντες που υποκίνησαν ή που ενίσχυσαν αυτή τη μεταναστευτική τάση: 1. Η ανάγκη της Ρουμανίας να εποικίσει την περιοχή της Νότιας Δοβρουτσάς, που είχε αποκτήσει σε βάρος της Βουλγαρίας το 1913. 2. Η δράση Βλάχων καιροσκόπων και κερδοσκόπων, που στόχευαν σε προσωπικά οικονομικά οφέλη, κυρίως από την εκποίηση των περιουσιών αυτών που έφευγαν. 3. Η αδιαφορία, αν όχι η συγκατάβαση των ελληνικών αρχών, που παρουσιάζονται να διευκόλυναν τη μεταναστευτική κίνηση. Πόσοι ήταν οι Βεργιάνοι Βλάχοι που έφυγαν αυτή την περίοδο για τη Ρουμανία είναι δύσκολο να εκτιμηθεί με ακρίβεια. Σύμφωνα με ζωντανές μέχρι και σήμερα αναμνήσεις ίσως το 30% με 35% της δημογραφικής δύναμής τους, ποσοστά που αναλογούσαν σε λιγότερες από 500 συνολικά οικογένειες που αναχώρησαν εκποιώντας τις όποιες περιουσίες τους.[12]
Είναι σίγουρο πως η μετανάστευσή τους δεν αποτέλεσε μια αυθόρμητη εκδήλωση. Υπήρξε προϊόν μεθοδευμένων προσπαθειών ορισμένων ηγετικών προσώπων των ρουμανιζόντων από τις περιοχές της Βέροιας και της Έδεσσας, οι οποίοι φέρονται να πρωτοστάτησαν. Το θέμα άρχισε να συζητιέται από το 1923 και πήρε μια πιο θεσμοθετημένη μορφή σε συνέλευση αυτών των προσώπων που οργανώθηκε στη Βέροια στις 30 Νοεμβρίου 1924.[13] Τα μέλη της επιτροπής που εξέλεξε η συνέλευση ανέλαβαν να έρθουν σε επαφή τόσο με τις ελληνικές όσο και με τις ρουμανικές κρατικές και διπλωματικές αρχές στην Αθήνα και το Βουκουρέστι με σκοπό την οργάνωση της μετανάστευσης και της αποκατάστασης στη Νότια Δοβρουτσά.[14] Πρωταγωνιστής της όλης προσπάθειας υπήρξε ο ρουμανοδάσκαλος Γεώργιος Τσέλιος από το Άνω Γραμματικό. Την αντιπροσώπευση των ρουμανιζόντων της Βέροιας ανέλαβε ο Στέργιος Χατζηγώγος, αποκατεστημένος ήδη στη Ρουμανία. Σύμφωνα με αρχειακές πηγές ο Σ. Χατζηγώγος δεν κινούνταν έχοντας ως μόνο σκοπό την προάσπιση των συμφερόντων των λιγότερο προνομιούχων, παράλληλα είναι σίγουρο πως επεδίωκε την ικανοποίηση προσωπικών συμφερόντων. Το πλέον σημαντικό από αυτά ήταν η πώληση προς το ελληνικό δημόσιο των τσιφλικιών της οικογένειας Χατζηγώγου στη Δοβρά, το Τουρκοχώρι, τον Αϊγιάννη και την Τσαρκόβιανη.[15]
Στην πλειοψηφίας τους οι μετανάστες, εκτός από τα φανατικά στελέχη της προπαγάνδας, ήταν εξαθλιωμένες οικογένειες ακτημόνων κτηνοτρόφων, απόκληρων των τσελιγκάτων που πίστευαν, αλλά μάλλον δεν επαληθεύτηκαν, πως στη Δοβρουτσά θα έβρισκαν τη Γη της Επαγγελίας. Το ανθρώπινο δράμα της διάσπασης των οικογενειών υπήρξε μεγάλο. Ελάχιστοι ήταν αυτοί που δεν άφησαν πίσω τους αγαπημένα πρόσωπα και συγγενείς που δεν είδαν ποτέ ξανά. Είναι βέβαιο πως ανάμεσα στους μετανάστες υπήρχαν και οικογένειες που υπήρξαν παραδοσιακά γραικομάνικες ή οικογένειες που δεν είχαν καμία συμμετοχή στη δράση της προπαγάνδας. Αποτελούσαν μέρος των περίπου 2.000 με 2.500 βλάχικων οικογενειών από την Ελλάδα που την περίοδο του μεσοπολέμου (1925 - 1936) αναχώρησαν μέσω Θεσσαλονίκης και Καβάλας για το λιμάνι της Κωστάντζα στη Μαύρη Θάλασσα.[16] Οι ομάδες των Βεργιάνων Βλάχων ταξίδεψαν μαζί με ομάδες προερχόμενες από τους γειτονικούς αρβανιτοβλάχικους οικισμούς και τα βλαχοχώρια της περιοχής των Μογλενών και αποκαταστάθηκαν μαζί τους στις νέες τους εστίες.[17] Ήδη από τις αρχές του 1926 έφταναν πληροφορίες πως οι συνθήκες αποκατάστασης και διαβίωσης στη Νότια Δοβρουτσά, δεν ήταν οι ιδανικότερες. Παρά τις υποσχέσεις, οι μετανάστες που είχαν ήδη αναχωρήσει δεν έλαβαν το ποσό των 50.000 δραχμών ανά οικογένεια ως βοήθημα του ρουμανικού κράτους για την πρώτη εγκατάσταση, παρά μονάχα γη. Επιπλέον, έπρεπε να καταβάλλουν το αντίτιμο των 1.500 δραχμών για το εισιτήριο και άλλες 1.000 δραχμές για τα έξοδα του ταξιδιού στα μέλη της επιτροπής (Γ. Τσέλιος και λοιποί), που οργάνωνε τη μετανάστευση.[18] Πέρα από τις πρακτικές δυσκολίες, τις ανάγκες προσαρμογής προς το νέο περιβάλλον και την αλλαγή βιοπορισμού που επιβαλλόταν, οι μετανάστες - έποικοι βρέθηκαν αντιμέτωποι και με ένα βουλγαρικό αντάρτικο. Η βουλγαρική αλυτρωτική κίνηση στην περιοχή επεδίωκε την παρενόχληση και αποτροπή της αποκατάστασης των εποίκων και εξελικτικά την επιστροφή των εδαφών στη Βουλγαρία. Αρκετοί μάλιστα επιχείρησαν να επιστρέψουν, όμως η επιστροφή ήταν πρακτικά αδύνατη λόγω των συμφωνιών. Αυτοί που έφευγαν οργανωμένα έχαναν αυτόματα την ελληνική υπηκοότητα. Για μια σύντομη περίοδο μετά το 1929 η Ρουμανία ανέστειλε την αποδοχή περισσότερων μεταναστών. Σταδιακά, μέσα στη δεκαετία του `30, η μεταναστευτική έξοδος περιορίστηκε και τελικά σταμάτησε οριστικά. Παράλληλα βελτιώνονται οι συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα και οι Βεργιάνοι Βλάχοι προσάρμοσαν την οικονομία τους στις νέες συνθήκες. Αυτοί που μετανάστευσαν δε ρίζωσαν οριστικά στις νέες τους εστίες. Το 1940, με τη Συνθήκη της Κραϊόβας και με παρέμβαση της Γερμανίας, η Ρουμανία επέστρεψε τελικά τη Νότια Δοβρουτσά στη Βουλγαρία και οι Βλάχοι μετανάστες - έποικοι αναγκάστηκαν να μετακινηθούν και πάλι κατευθυνόμενοι κυρίως σε πόλεις και χωριά της Βόρειας Δοβρουτσάς.[19] Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν τότε στην πόλη της Κωστάντζας και το γειτονικό χωριό Τεκιργκιόλ.
Αν και με αυτή τη μεταναστευτική έξοδο φαίνεται πως έφυγαν από τη Βέροια και την περιοχή της αρκετοί από τους φανατικούς οπαδούς της προπαγάνδας, οι εντάσεις δεν αποφεύχθηκαν ολοκληρωτικά. Το 1932, η δολοφονία ενός φερόμενου ως ρουμανίζοντα στρατιώτη της πόλης που είχε επιστρέψει στην Ελλάδα μετά τις σπουδές του στη Ρουμανία, η δίκη που ακολούθησε και η ένταση που δημιουργήθηκε παραλίγο να οδηγήσουν σε διπλωματικό επεισόδιο ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Ρουμανία. Ως κατηγορούμενοι παρουσιάζονταν δύο άλλοι ρουμανίζοντες, που φέρονταν να σκότωσαν το θύμα γιατί μιλούσε αρνητικά για τη Ρουμανία και τη μετανάστευση των Βλάχων σε αυτή. Στη δίκη αυτή ακούστηκαν πολλά για την ιστορική εξέλιξη και τη δράση της προπαγάνδας. Το πιο ενδεικτικό στοιχείο είναι η πληροφορία πως η Ρουμανία επιχορηγούσε τότε τη ρουμανική κοινότητα της Βέροιας με το τεράστιο ποσό, για τα δεδομένα της εποχής, των 40.000.000 λέι. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο οι δύο χώρες ήταν αποφασισμένες να αποφύγουν οποιουσδήποτε σκοπέλους στις σχέσεις τους και τα γεγονότα της δίκης γρήγορα ξεχάστηκαν.[20]
[1] Κολτσίδας, σελ.550.
[2] Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ευάγγελος, "Η πολιτική πλευρά του Κουτσοβλαχικού Ζητήματος", Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων, Ίδρυμα Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα, Τρίκαλα 1992.
[3] Για τους ελληνικούς διπλωματικούς χειρισμούς σε σχέση με τους Βλάχους βλέπε: Gardikas-Katsiadakis, Helen, "Greece and the Balkan Imbroglio. Greek foreign policy, 1911-1913", Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων 55, Αthens 1995, σελ.43, 218-221, 239, 252, 254, 261-262, 265-266.
[4] Διβάνη, Λένα, "Ελλάδα και Μειονότητες. Το σύστημα διεθνούς προστασίας της Κοινωνίας των Εθνών", Νεφέλη, Αθήνα 1995, σελ.98.
[5] Έξαρχος, Γιώργης, "Αυτοί είναι οι Βλάχοι", Γαβριηλίδης, Αθήνα 1994, σελ.115. Christodoulou, Christos K., "The Manakis brothers, the greek pioneers of the balkan cinema", Organization for the Cultural Capital of Europe Thessaloniki 1997, σελ.36.
[6] Λουκάτος, Σπύρος Δημ., "Πολιτειογραφία της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης, κατά την αυγή της δευτέρας από την απελευθέρωση της, 1923, Μέρος Α', Υποδιοικήσεις: Βερροίας-Θεσσαλονίκης-Κατερίνης", Ελληνική επιτροπή σπουδών Ν.Α. Ευρώπης-Κέντρο Σπουδών Ν.Α. Ευρώπης 21, Αθήνα 1987, σελ.35, 38, 96-97, 116-121, 127-128.
[7] Γ.Δ.Μ., Φ.108. Αναφορές Γ' Σώματος Στρατού, Υπολογαχός Λεωνίδας Βελτσίδης προς την 5η Μεραρχία Δυτικής Μακεδονίας Γραφείο 2ο, 6 Απριλίου 1925. Αν κρίνουμε από το γεγονός πως τη συγκεκριμένη ενημερωτική επιστολή έστειλε ο Λ. Βελτσίδης, - μέλος της άρχουσας τοπικής κοινωνίας και μοσχοπολίτικης καταγωγής - τότε η στάση της τοπικής εκκλησίας θα πρέπει να θεωρηθεί πως συνέχιζε να δυναμιτίζει την αντιπαράθεση.
[8] Α.Γ.Β.-Α.Φ.Δ., Φ.36.3/εγγ.28, Η Ανωτέρα Δ/σις Χωροφυλακής Μακεδονία προς το Αρχηγείον Χωροφυλακής (Τμήμα Ειδικής Ασφάλεια), ο Ανώτερος Διοικητής συντ/χης Β. Κολοκοτρώνης, Εν Θεσσαλονίκη τη 30 Νοεμβρίου 1932, αρ.πρ.41/7/32. Καραβίδας, Κ.Δ., "Αγροτικά", φωτογραφική ανατύπωση από την έκδοση του 1931, Εκδόσεις Παπαζήση, σελ.54-63, 73-82. Βλασίδης, Βλάσης, "Συνέπειες των δημογραφικών και κοινωνικών ανακατατάξεων στο βλαχόφωνο στοιχείο της ελληνικής Μακεδονίας, 1923-1926", ανέκδοτο. Διβάνη. ο.π., σελ.95-125.
[9] Βλασίδης, ο.π..
[10] Νικολαϊδης, Κωνσταντίνος, “Ετυμολογικόν Λεξικόν της Κουτσοβλαχικής Γλώσσης”, τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, Εν Αθήναις 1909, σελ.μγ.
[11] Α.Υ.Ε., 1927 Β/37, Διοίκηση Χωροφυλακής Μαγνησίας προς Υπουργείο Εξωτερικών, 18 Ιουλίου 1926, αρ.πρ.9017.
[12] Αναλυτικότερα εκτιμάται πως αναχώρησε περίπου το 1/3 των κατοίκων του Κάτω Βερμίου, το 1/2 των κατοίκων του Ξηρολιβάδου και τα 2/3 των κατοίκων της Κουμαριάς.. Πέρα από τις προφορικές παραδόσεις με τον αριθμό αυτό φαίνεται πως συμφωνούν νεότερα ρουμανικά δημοσιεύματα. Το 1996 ο N.. Cusa έφερε στη δημοσιότητα εκτενείς αρχειακούς καταλόγους όπου καταγράφονται τα ονόματα των κεφαλών των βλάχικων οικογενειών από όλη τη νότια Βαλκανική που ακολούθησαν αυτή τη οργανωμένη μεταναστευτική έξοδο προς τη Ρουμανία. Επιχειρώντας μία καταμέτρηση των Βεργιάνων Βλάχων που περιλαμβάνονται ανάμεσά τους θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στην εκτίμηση πως την έξοδο αυτή ακολούθησαν 400 με 450 οικογένειες. Στην εκτίμηση αυτή οδηγούμαστε έχοντας υπόψη τα οικογενειακά ονόματα των Βεργιάνων Βλάχων. Οικογένειες Βεργιάνων Βλάχων παρουσιάζονται να εγκαταστάθηκαν στις εξής πόλεις και χωριά της Νότιας Δοβρουτσάς: Gargaiicπερίπου 157 οικογένειες, Camilaru περίπου 67 οικ., Sabla περίπου 51 οικ., Cavarna περίπου 38 οικ, Enigea περίπου 28 οικ., Regina Maria περίπου 17οικ., Caracaschioi περίπου 14 οικ., Ezibei περίπου 15 οικ., Ceamurlia περίπου 10 οικ., Ghiore περίπου 8 οικ., Iazagilar περίπου 8 οικ., Chiuluc 4 οικ. και Caramanli 3 οικ.. Cusa, Nicolae, “Aromanii (Macedonenii) in Romania”, Editura Muntenia, Constanta 1996, σελ.53-134.
[13] Cuza, ό.π., σελ.23-25.
[14] Α.Υ.Ε., 1925/β/37,13 & Β/46, Πρέσβης Κόλιας προς Υπουργείο Εξωτερικών, Βουκουρέστι 24 Φεβ. 1925, αρ.πρ.21743. Αναφορά της Ανωτέρας Διεύθυνσης Χωροφυλακής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 7 Απρ. 1925.
[15] Α.Υ.Ε., 1932 Α/21/ΙΙΙ, “Επιστολή Στέργιου Χατζηγώγου προς πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο”.
[16] Μέχρι το Φεβρουάριο του 1926 1.100 βλάχικες οικογένειες, κυρίως από περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας, που αντιστοιχούσαν σε 4.720 άτομα, είχαν υποβάλλει τα απαραίτητα παραστατικά για να μεταναστεύσουν. Από αυτές τις οικογένειες 136 είχαν ήδη αναχωρήσει. Α.Υ.Ε. 1927 Β/37, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Υπουργείο Εξωτερικών, 16 Φεβρουαρίου 1926, αρ.πρ.2558. Την 31 Μαρτίου 1926 αναχώρησαν 3.743 άτομα με το πλοίο “Ντουροστόρ”, στις 11 Απριλίου 1926 αναχώρησαν 1.410 άτομα με το πλοίο “Ιάσι”, στις 7 Ιουνίου 1926 αναχώρησαν 1.251 άτομα με το πλοίο “Βουκουρέστι” και στις 11 Νοεμβρίου 1926 αναχώρησαν 866 άτομα με το πλοίο “Ντουροστόρ”. Α.Υ.Ε. 1927 Β/37, Κέντρο Κρατικής Άμυνας Φλωρίνης προς Υπουργείο Εξωτερικών, 30 Νοεμβρίου 1926, αρ. πρ.14155. Από 1928 και μέχρι το 1932 αναχώρησαν 753 οικογένειες που αντιστοιχούσαν σε 2.673 άτομα. Α.Υ.Ε. 1934, Α/21/ΙΙΙ, Μετανάστευση Ρουμανιζόντων, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Υπουργείο Εξωτερικών, 29 Φεβρουαρίου 1932, αρ.πρ.21893. Για τα στοιχεία αυτά ευχαριστώ την καθηγήτρια Λένα Διβάνη.
[17] Βλασίδης, ο.π.. Διβάνη, ο.π.. Σύμφωνα με ρουμανικές πηγές ο αριθμός των βλάχικων οικογενειών που εγκαταστάθηκαν στη Νότια Δοβρουτσά στα χρόνια ανάμεσα στο 1925 με 1932, προερχόμενες όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και την Αλβανία, την τότε Γιουγκοσλαβία και πολύ περισσότερο από τη Βουλγαρία, κυμαινόταν κάπου ανάμεσα στις 4.946 με 6.553 οικογένειες, Cusa, ό.π., σελ.59-60.
[18] Α.Υ.Ε. 1927 Β/37, Γενική Διοίκηση Μακεδονίας προς Υπουργείο Εξωτερικών, 16 Φεβρουαρίου 1926, αρ.πρ.2558.
[19] Στα 1972, αναφέρεται πως οι Βεργιάνοι Βλάχοι αποτελούσαν μόλις το 5% των Βλάχων που ζούσαν στη Βόρεια Δοβρουτσά. Saramandu, Nicolae, “Cercetari asupra Aromanei vorbite in Dobrogea, Fonetica observatii asupra sistemului fonologic”, Editura Academiei Republicii Socialiste Romania, Bucuresti 1972, σελ.19.
[20] Α.Γ.Β.-Α.Φ.Δ., Φ.36.3/εγγ.28, ο.π.. Διβάνη, ο.π., σελ.113.
Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλάχοι της Κεντρικής Μακεδονίας
Μελέτες για τους Βλάχους - 4ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
462 σελίδες, 4 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
220 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2001
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Χάρτες
Χάρτες
1. Οι οικισμοί του Βερμίου στα 1822
2. Οι Βεργιάνοι Βλάχοι, 1900-1912
3. Οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας, 1900-1912
4. Οι βλάχικες εγκαταστάσεις στην περιοχή των Γιαννιτσών, 1996
Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλάχοι της Κεντρικής Μακεδονίας
Μελέτες για τους Βλάχους - 4ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
462 σελίδες, 4 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
220 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2001
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Περιεχόμενα
Περιεχόμενα
Μέρος 1ο
“ΟΙ ΒΕΡΓΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ”
1. Η ΒΛΑΧΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΒΕΡΜΙΟΥ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΒΛΑΧΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
1.1. Οι Ρωμαϊκοί Χρόνοι
1.2. Οι Βυζαντινοί Χρόνοι
1.3. Οι Οθωμανικοί Χρόνοι
1.3.1. Η παρουσία Βλάχων στη Βέροια το 17ο αιώνα
1.3.2. Οι οικισμοί του Βερμίου μέχρι τα 1770
1.3.3. Το αρματολίκι του Βερμίου
1.3.4. Οι οικισμοί του Βερμίου ανάμεσα στα 1769 με 1822
1.3.5. Οι περιπτώσεις των Πύργων Εορδαίας και του Κάτω Γραμματικού Έδεσσας
1.3.6. Οι έξοδοι από τη Νάουσα και το Βέρμιο στα 1822
2. ΤΑ ΒΛΑΧΟΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΒΕΡΟΙΑΣ - ΒΕΡΜΙΟΥ. ΟΙ ΒΕΡΓΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
3. ΚΑΤΩ ΒΕΡΜΙΟ - ΚΑΤΩ ΣΕΛΙ Νάουσας
3.1. Γενικά.
3.2. Η σύσταση και η εξέλιξη του Κάτω Βερμίου
3.3. Οι Μπαδραλεξαίοι και η συμμετοχή των Βεργιάνων Βλάχων στην επανάσταση του 1878
3.4. Τα πρώτα βήματα της Ρουμανικής Προπαγάνδας στο Κάτω Βέρμιο και ανάμεσα στους Βεργιάνους Βλάχους
3.5. Η περίοδος του Μακεδονικού Αγώνα
3.6. Το Κάτω Βέρμιο μετά το 1912
3.7. Πληθυσμιακά
4. ΞΗΡΟΛΙΒΑΔΟ Ημαθίας
4.1. Γενικά
4.2. Το παλαιότερο Ξηρολίβαδο
4.3. Η σύσταση και η εξέλιξη του νεότερου Ξηρολιβάδου
4.4. Η Ρουμανική Προπαγάνδα στο Ξηρολίβαδο και η οικογένεια Χατζηγώγου
4.5. Πληθυσμιακά
5. KΟΥΜΑΡΙΑ - ΝΤΟΛΙΑΝΗ Ημαθίας
5.1. Γενικά
5.2. Η συνοίκηση και η εξέλιξη της Κουμαριάς
5.3. Η περίπτωση της Μαρούσιας
5.4. Η Ρουμανική Προπαγάνδα και ο Μακεδονικός Αγώνας στην Κουμαριά
5.5. Οι εξελίξεις στην Κουμαριά μετά το 1912
5.6. Πληθυσμιακά
6. ΜΙΚΡΗ ΣΑΝΤΑ - ΤΣΑΡΚΟΒΙΑΝΗ Ημαθίας
6.1. Η σύσταση και η εξέλιξη της Τσαρκόβιανης
6.2. Πληθυσμιακά
7. ΚΑΣΤΑΝΙΑ Ημαθίας
8. ΝΑΟΥΣΑ
8.1. Γενικά
8.2. Η βλάχικη παρουσία στη Νάουσα μετά το 1822
8.3. Πληθυσμιακά
9. ΒΕΡΟΙΑ
9.1. Γενικά
9.2. Η νεότερη βλάχικη παρουσία στη Βέροια, (19ος αι. - 1912)
9.3. Η Ρουμανική Προπαγάνδα και η αντιπαράθεση Βεργιάνων Βλάχων και Γκραίκων
9.5. Ο βίος και η οικονομία των Βεργιάνων Βλάχων
9.6. Οι εξελίξεις στη Βέροια και την περιοχή της μετά το 1912 και η μεταναστευτική έξοδος προς τη Ρουμανία
9.7. Στα χρόνια της Κατοχής
9.8. Πληθυσμιακά
10.ΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ ΤΩΝ ΒΕΡΓΙΑΝΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
10.1. Τα χειμαδιά των Βεργιάνων Βλάχων στο Νομό Ημαθίας
10.1.1. Tρίλοφος - Νέα Κούκλαινα ή Διαβόρνιτσα Ημαθίας
10.1.2. Παλατίτσια Ημαθίας
10.1.3. Μακροχώρι - Μικρογούζι Ημαθίας
10.1.4. Μελίκη Ημαθίας
10.1.5. Πλατύ, Νησί, Λιανοβέργι και Τρίκαλα Ημαθίας
10.2. Τα χειμαδιά των Βεργιάνων Βλάχων στο Νομό Πιερίας
10.2.1. Aιγίνιο - Λιμπάνοβα Πιερίας
10.2.2. Καταχάς Πιερίας
10.2.3. Παλιάμπελα - Λοτζίνο Πιερίας
10.2.4. Άγιος Ιωάννης Πιερίας
10.2.5. Κορινός Πιερίας
10.2.6. Καλλιθέα - Βρωμερή Πιερίας
10.2.7. Σβορώνος - Κολοκούρι Πιερίας
10.2.8. Κεραμίδι και Ρυάκια - Ράντιανη Πιερίας
10.3. Τα χειμαδιά των Βεργιάνων Βλάχων στο Νομό Θεσσαλονίκης
10. 3.1. Άδενδρο - Κιρτζιλάρ, Σίνδος - Τεκελί και Βραχιά - Καϊλί
11.ΚΑΛΥΒΙΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΚ και ΠΑΛΙΟ ΣΚΥΛΙΤΣΙ Ημαθίας
11.1. Το Παλιό Σκυλίτσι μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα
11.2. Οι οικισμοί Άνω και Κάτω Ιστόκ
11.3. Η εγκατάσταση στο Παλιό Σκυλίτσι και τα παραδοσιακά χειμαδιά της Θεσσαλίας
11.4. Πληθυσμιακά
ΜΕΡΟΣ 2ο
“ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ”
1. H ΒΛΑΧΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΟ ΜΟΡΙΧΟΒΟ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΔΡΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΒΛΑΧΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ
3. ΚΑΛΥΒΙΑ TΣΙΑΚΟΥΡΑΣ και ΚΑΛΥΒΙΑ ΠΑΠΑΔΙΑΣ Φλώρινας
3.1. Γενικά
3.2. Η σύσταση και η εξέλιξή τους
3.3. Η συμμετοχή στην επαναστατική κίνηση του 1878 και οι επιπτώσεις στους Αρβανιτόβλαχους του Μοριχόβου
3.4. Η Ρουμανική Προπαγάνδα στα Καλύβια της Τσιακούρας και της Παπαδιάς
3.5. Τα Καλύβια της Παπαδιάς μετά το 1912
3.6. Πληθυσμιακά
4. ΑΝΩ ΒΕΡΜΙΟ - ΑΝΩ ΣΕΛΙ Νάουσας
4.1. Γενικά
4.2. Η συνοίκηση και η εξέλιξη του Άνω Βερμίου μετά το 1822
4.3. Η Ρουμανική Προπαγάνδα και ο Μακεδονικός Αγώνας στο Άνω Βέρμιο και τα χειμαδιά της Πιερίας
4.4. Οι εξελίξεις στο Άνω Βέρμιο μετά το 1912
4.5. Πληθυσμιακά
4.6. Σαμπανίτσα
5. ΑΝΩ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟ - ΚΑΛΥΒΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΒΑΣ Έδεσσας και ΠΟΛΛΑ ΝΕΡΑ - ΦΕΤΙΤΣΑ Νάουσας
5.1. Γενικά
5.2. Η σύσταση και η εξέλιξη των Καλυβίων της Γραμματίκοβας και του χειμαδιού στη Φετίτσα
5.3. Η Ρουμανική Προπαγάνδα και ο Μακεδονικός Αγώνας στα Καλύβια της Γραμματίκοβας και στο χειμαδιό στη Φετίτσα
5.4. Οι εξελίξεις στο Άνω Γραμματικό και τα Πολλά Νερά μετά το 1912
5.5. Πληθυσμιακά
6. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ - ΚΙΝΤΡΟΒΑ Έδεσσας
7. ΠΑΤΗΜΑ - ΠΑΤΙΤΣΙΝΑ Έδεσσας
8. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ - ΝΤΡΖΙΛΟΒΑ και ΣΤΕΝΗΜΑΧΟΣ - ΧΟΡΟΠΑΝΙ Νάουσας
8.1. Νεότερες βλάχικες εγκαταστάσεις στη Μεταμόρφωση, το Ροδοχώρι και τον Άγιο Παύλο
8.2. Στενήμαχος ή Χοροπάνι
9. ΕΛΑΦΙΝΑ - ΣΠΟΥΡΛΙΤΑ Ημαθίας
10. ΤΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ ΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΩΝ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΑ ΠΙΕΡΙΑ
10.1. Νεόκαστρο - Νιόκαστρο Ημαθίας
10.1. Λιβάδι - Βούλτσιστα Πιερίας
10.3. Κυψέλη - Σφίντσα και Τριλοφιά - Τρίχλεβο Ημαθίας
10.4. Κίτρος και Σφενδάμι - Πάλιανη Πιερίας
10.5. Χράνη Πιερίας
10.6. Παλιοστάνη - Παλιονέστανη Πιερίας
10.7. Κσστανιά Πιερίας
11. ΚΑΛΥΒΙΑ ΡΟΝΤΟΒΑΣ
12. ΑΡΙΔΑΙΑ
13. ΕΔΕΣΣΑ
13.1. Γενικά
13.2. Η βλάχικη παρουσία στην Έδεσσα
13.3. Οι εξελίξεις στην Έδεσσα μετά το 1912
13.4. Πληθυσμιακά
14. ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ Γιαννιτσών
14.1. Γενικά
14.2. Οι νεότερες εγκαταστάσεις νομάδων Αρβανιτόβλαχων από τα μέρη της Ηπείρου στο Νομό Πέλλας
14.3. Η εγκατάσταση νομάδων Αρβανιτόβλαχων από τη Φούρκα της Κόνιτσας
14.4. Οι εγκαταστάσεις ημινομάδων Βλάχων από την Αετομηλίτσα της Κόνιτσας
14.5. Οι μετεγκαταστάσεις στην περιοχή των Πρεσπών
14.6. Η Κρύα Βρύση σήμερα
Σελίδα 1 από 2
Όταν αναζητούμε τους σημαντικότερους βλάχικους οικισμούς ή τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους πλέον προβεβλημένους. Παραμένει μία σχετικά άγνωστη περίπτωση,...
Εις μνήμην του ερευνητή, συγγραφέα και εκπαιδευτικού Αστέριου Κουκούδη, που “έφυγε” σε ηλικία 50 χρονών, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, η ιστοσελίδα Πεμπτουσία αναδημοσίευσε μια παλαιότερη συνέντευξή του...
Εισαγωγικά - ιστορικές διευκρινίσεις Ο όρος εθνισμός (ethnicity) (Αγγελόπουλος 1997: 18-25, Williams 1989: 401-444. Barth 1969, Danfort, 1995, Hobsbawm, 1990) προσδιορίζει τις κοινωνικές σχέσεις...
Αν και τα βοσκοτόπια των βόρειων πλαγιών του Βερμίου θα πρέπει να ήταν γνωστά στα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων που έφτασαν ήδη από τα μέσα του α' μισού του 19ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή, ανάμεσα...
1.1. Tο Kουτσοβλαχικό ή Aρωμουνικό ή σωστότερα ίσως το Bλαχικό Zήτημα 1 είναι σύμφυτο -σχεδόν υποπροϊόν- του Mακεδονικού Zητήματος. Aν και η ονομασία δεν βρίσκει σύμφωνη τη βιβλιογραφία, ωστόσο...
Παρά τα όποια προβλήματα προσαρμογής των πρώτων ημερών της απελευθέρωσης και σε αντίθεση με τους αναμενόμενους φόβους για πράξεις αντεκδικήσεις 1 , πολύ σύντομα, οι ομάδες των ρουμανιζόντων Βλάχων...
Αγαπητά μας παιδία, Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια, δηλαδή ένας ολόκληρος αιώνας, από τότε που η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία απελευθερώθηκαν και εντάχθηκαν μαζί με άλλες περιοχές της πατρίδας μας...
Είναι γνωστό [1] από την ιστοριογραφία περί Βλάχων πως μία σειρά από ιστορικά γεγονότα, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, στάθηκαν αφορμές και αιτίες για τη μαζική διασπορά βλάχικων...
Οι διάφορες μελέτες αναγνωρίζουν το ιστορικό γεγονός πως τα σημερινά βλαχοχώρια και οι εγκαταστάσεις των Βλάχων στην περιοχή του Βερμίου, της Βέροιας και της Νάουσας είναι αποτέλεσμα πληθυσμιακών...
Είναι αλήθεια πως, μέχρι και σήμερα, κυριαρχούν κάποιες ισχυρά στερεότυπες αντιλήψεις περί Βλάχων. Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που αγνοούν τις πολλαπλές οικονομικές δραστηριότητες και το εύρος της...
Τα βλαχοχώρια της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας αναπτύχθηκαν στα ορεινά και τις διαβάσεις της περιοχής ως δορυφόροι ενός οικιστικού συστήματος με αναμφισβήτητο μητροπολιτικό κέντρο την περιοχή στη...
Είναι γνωστό πως η παλαιότερη σαφής αναφορά για την παρουσία βλάχικων πληθυσμών στον ελληνικό χώρο και γενικότερα στη νότια Βαλκανική, πολύ κάτω από το Δούναβη, χρονολογείται στα 976. Εκείνη τη...
Όταν αναφερόμαστε στους διάφορους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα σε αυτούς. Παραμένει μία από τις πλέον άγνωστες περιπτώσεις. Ωστόσο,...
Τα χρόνια και τα γεγονότα που συνδέονται με την επανάσταση του 1821 αποτέλεσαν μία χρονική και ιστορική καμπή για τη γεωγραφική χωροθέτηση των Αρβανιτόβλαχων στη Βαλκανική. Μέχρι τότε μπορούμε να...
Σταδιακά και από τις αρχές του 19ου αιώνα, η Κατερίνη εξελίχθηκε σε διοικητικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής ανάμεσα στα Πιέρια και τον Όλυμπο. Εκείνη την εποχή, η περιοχή της Πιερίας αποτελούσε...
Η Αστική Σχολή Βαρδαρίου υπήρξε το δεύτερο πρωτοβάθμιο εκπαιδευτήριο για αγόρια που έθεσε σε λειτουργία η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης, μετά από αυτό της Κεντρικής Αστικής Σχολής. Το...
Η παρουσία στη Θεσσαλονίκη ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου αριθμού ορθόδοξων χριστιανών βλάχικης καταγωγής επιβεβαιώνεται, μέσα από αρχειακές πηγές, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Στα...
Όταν γύρω στα 1770 ξέσπασε το κίνημα των Ορλωφικών, τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου βρίσκονταν σε μία πορεία ανάπτυξης, όπως κι άλλες ορεινές και προνομιούχες, για τα τότε δεδομένα, περιοχές της...
Τις τελευταίες δεκαετίες, μία πληθώρα βιβλίων με αντικείμενο τους Βλάχους και τους Σαρακατσαναίους έχει κατακλίσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ενθαρρυντικό είναι επίσης το γεγονός πως πολλά από αυτά...
Η διασπορά των Βλάχων από την περιοχή του Γράμμου ήταν εξίσου μεγάλη, όσο και αυτή από την περιοχή της Μοσχόπολης. Εξάλλου, και στις δύο περιπτώσεις τα αίτια ήταν τα ίδια, και κυρίως οι προστριβές...
Η βλάχικη διάσταση της Ελλάδας την κάνει πιο «πλούσια και ισχυρή» Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έκθεση θα παρουσιαστεί στο Νυμφαίο της Φλώρινας από τις 11 ως τις 20 Αυγούστου. Πρόκειται για την έκθεση...
Αγαπητές κυρίες και κύριοι, Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να παραβρεθώ και να συμμετέχω στις εορταστικές εκδηλώσεις της Society Farcarotul για τα εκατό χρόνια από την ίδρυσή της....
Πριν ασχοληθούμε πιο διεξοδικά με το θέμα επιτρέψτε μου να απαντήσω, με έναν έμμεσο τρόπο, σε ένα πολύ βασικό ερώτημα. Ίσως το πιο βασικό και κυρίως για αυτούς που θέλουν να βλέπουν τα πράγματα στην...
1. Οι απαρχές Τα βλάχικα, αν και ποτέ δε συγκρότησαν μια ομογενοποιημένη, κωδικοποιημένη και κοινά αποδεκτή μορφή, είναι σίγουρο πως πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια λατινογενής ή αλλιώς...
Είναι γνωστό πως ο εθνονυμικός όρος «Βλάχος» και κατ’ επέκταση το παράγωγο τοπωνύμιο «Βλαχία», όπως κι ο επιθετικός προσδιορισμός «βλάχος», είναι όροι πολύ γενικοί. Έχουν υιοθετηθεί και ενσωματωθεί...
Καλησπέρα κυρίες και κύριοι, Απόψε, εδώ στην καρδιά του θεσσαλικού κάμπου, συναντιόμαστε για να γιορτάσουμε και να διασκεδάσουμε, Καραγκούνηδες, Βλάχοι και Σαρακατσαναίοι. Η αντάμωσή μας δε θα...
Με την ευκαιρία αυτής της λαμπρής εκδήλωσης του οργάνωσε ο Πολιτιστικός Συλλόγου Βλάχων Θέρμης και Τριαδίου “Ο Άγιος Νικόλαος” και μας παρουσιάζει ο Σύλλογος Βλάχων Ν. Σερρών “Γεωργάκης Ολύμπιος”,...
Συνεχίζοντας τις δημοσιεύσεις για τις επιστολές διαμαρτυρίας των Βλάχων της Πιερίας για τη δράση της Ρουμανικής Προπαγάνδας κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, παρουσιάζουμε τον κατάλογο των 444...
Για να γίνει καλύτερα κατανοητός ο πολιτισμικός χαρακτήρας των ημινομαδικών βλαχοχωριών των Γρεβενών θα ήταν σωστότερο να γίνει μία ιστορική αναδρομή και μία προσπάθεια εξήγησης για το πως οι Βλάχοι...
Τα Μεγάλα Λιβάδια, μία από τις τελευταίες εξαιρεθείσες και εναπομείναντες κοινότητες της Ελλάδας, υπάγονται στην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Είναι κτισμένα πάνω στο κεντρικό οροπέδιο του...
Πολλά έχουν γραφτεί γύρω από την ονοματολογία των Βλάχων και είναι μάλλον αναγκαίο να γίνει μία προσπάθεια παρουσίασης των διάφορων ονομάτων με τα οποία είναι γνωστοί οι Βλάχοι. Θα πρέπει να...
1. Παπαγιάννης, Σταύρος Αστερίου, “ Τα Παιδιά της Λύκαινας. Οι “επίγονοι” της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944) ”, Εκδόσεις Σόκολη, Αθήνα 1999. Ο κύριος Παπαγιάννης...
Ο εκμοντερνισμός των πάντων μέσα στις τελευταίες δεκαετίες ίσως δημιουργεί την αίσθηση σε ορισμένους πως οι Βλάχοι δεν πολυενδιαφέρονται για την ιστορία και τις παραδόσεις τους. Και πως με την...
Ο κύριος Αχιλλέας Ανθεμίδης έγραψε ένα βιβλίο 350 σελίδων με τίτλο "Οι Βλάχοι της Ελλάδος", αγνοώντας ή παραγνωρίζοντας ουσιαστικά τους Βλάχους και την ιστορία τους. Μπορεί να μεγάλωσε στην περιοχή...
Είναι γνωστό πως εκτός από τους ίδιους τους Βλάχους υπάρχουν αρκετοί που παρουσιάζονται να ενδιαφέρονται για τα “βλάχικα πράγματα”. Το να ενδιαφέρονται κάποιοι για μας ή να παρουσιάζονται πως...