ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Ε. OI BΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΜΟΣΧΟΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΥΡΩ ΠΕΡΙΟΧΗΣ. ΟΙ ΜΟΣΧΟΠΟΛΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
2.2. Η ΜΟΣΧΟΠΟΛΗ ΚΑΙ ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ.
Ένα εύλογο ερώτημα για την καταγωγή των πρώτων οικιστών της Μοσχόπολης και των γύρω οικισμών είναι αν είχαν κοινή προέλευση με τους Βλάχους που αργότερα έγιναν γνωστοί ως Αρβανιτόβλαχοι. Αν δεχτούμε πως αυτοί οι πρώτοι οικιστές ήταν νομάδες κτηνοτρόφοι θα πρέπει επίσης να δεχτούμε, έστω και με επιφύλαξη, πως μετακινούνταν εποχιακά ανάμεσα στα βουνά της περιοχής της Μοσχόπολης-Κορυτσάς και τους κάμπους της κεντρικής Αλβανίας, στα παράλια της Αδριατικής. Το 19ο αιώνα, οι πεδιάδες της Mικρής και της Μεγάλης Μουζακίας, αλλά και της Μαλακάστρας, που εκτείνονται ανάμεσα στην Αυλώνα, το Δυρράχιο και το Μπεράτι, κατοικούνταν από ανάμεικτο πληθυσμό εδραίων αλβανόφωνων και νομαδοκτηνοτρόφων βλαχόφωνων.
Γύρω στο 1830 στη "Γεωγραφία της Αλβανίας και της Ηπείρου" των Κοσμά Θεσπρωτού και Αθανάσιου Ψαλίδα επισημαίνεται η ύπαρξη του βλάχικου στοιχείου στα περίπου 250 μικρά χωριά-τσιφλίκια και χειμαδιά της Μουζακιάς, με συνολικό πληθυσμό 12.000 κατοίκων. Από αυτούς, οι χριστιανοί ήταν κυρίως Βλάχοι και οι μουσουλμάνοι Αλβανοί.1 Το 1880, ο Ι. Λαμπρίδης αναφέρει πως οι Βλάχοι υπερτερούσαν στα χωριά του κάμπου του Μπερατίου.2 Ήταν κυρίως νομαδοκτηνοτρόφοι, αν και ορισμένοι από αυτούς έμεναν σταθερά στα χωριά του κάμπου και οι περισσότεροι οικισμοί είχαν μικτή οικονομία, καθώς κάποιοι από αυτούς τους Βλάχους ασχολούνταν και με τη γεωργία, άγνωστο όμως από πότε. Οι Βλάχοι αυτών των περιοχών ήταν και εξακολουθούν να είναι γνωστοί με το όνομα Μουζακιαραίοι. Το όνομα αυτό τους δόθηκε λόγω της τακτικής τους να περνούν τους χειμώνες στους μικρούς πεδινούς οικισμούς της Μουζακιάς. Σήμερα πια είναι αρκετά δύσκολο να διαχωρίσουμε τους Μουζακιαραίους από τους υπόλοιπους Αρβανιτόβλαχους των νοτιότερων περιοχών, μέχρι τη νότια Ήπειρο. Ωστόσο, ίσως να μην είναι και τόσο παρακινδυνευμένο να υποθέσουμε πως οι Μουζακιαραίοι είναι τα υπολείμματα των βλάχικων πληθυσμών, που από το 13ο τουλάχιστον αιώνα παρουσιάζονται να ξεκινούν από τις κεντρικές περιοχές της Αλβανίας προς τις νότιες ελληνικές περιοχές.3 Τη χρονική περίοδο ανάμεσα στους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους και τους πρώτους χρόνους της τουρκικής κυριαρχίας, το 13ο με 15ο αιώνα, οι Βλάχοι, που εξακολουθούσαν να ζουν και να κινούνται στις σημερινές περιοχές της κεντρικής Αλβανίας, θα πρέπει να ενίσχυσαν παλαιότερους βλάχικους οικισμούς ή να έθεσαν τα θεμέλια νέων τόσο στην περιοχή της Μοσχόπολης, όσο ίσως και στις περιοχές του Νταγκλί, της Κολώνιας και του Γράμμου. Κατέφυγαν σε ορεινές και απρόσιτες περιοχές αναζητώντας ασφαλή και σταθερή εγκατάσταση, εκεί όπου ήδη αναζητούσαν θερινές βοσκές για τα κοπάδια τους.4 Και ενώ ένα μέρος τους δημιούργησε μόνιμους οικισμούς ή ημινομαδικές κοινότητες, κάποιοι άλλοι, πιθανότατα οι πρόγονοι των Μουζακιαραίων, συνέχισαν το απόλυτα νομαδοκτηνοτροφικό βίο.
Μία γλωσσολογική επισήμανση για τη διαλεκτική διαφορά ανάμεσα στα βλάχικα της Μοσχόπολης και αυτά της γειτονικής Σίπισκας και κυρίως για την προφορά του "ρο", που οι Σιπισκιώτες παρουσιάζονται να το προφέρανε με διαφορετικό τρόπο,5 όπως πιθανά το προφέρουν οι περισσότεροι μέχρι και σήμερα Αρβανιτόβλαχοι, ίσως είναι ένα ακόμη ενδεικτικό στοιχείο της προγονικής σχέσης ανάμεσα στους Μουζακιαραίους και τους Βλάχους των σταθερών οικισμών της περιοχής της Μοσχόπολης. Καθώς η Μοσχόπολη προσέλκυσε Βλάχους πρόσφυγες και εποίκους από διάφορες περιοχές, η προφορά και η γλώσσα των κατοίκων της διαφοροποιήθηκε, ενώ στη μικρότερη Σίπισκα, που ίσως δε δέχτηκε ανάλογους εποίκους, διατηρήθηκε μία προφορά πλησιέστερη προς αυτή των Μουζακιαραίων και των Αρβανιτόβλαχων γενικότερα. Εκτός αν η αρβανιτοβλάχικη προφορά του "ρο" μεταφέρθηκε στη Σίπισκα μετά την εγκατάσταση κάποιων Αρβανιτόβλαχων σε αυτή. Όπως και να έχει, την περίοδο της ακμής των βλάχικων οικισμών της περιοχής της Μοσχόπολης, το 18ο αιώνα, οι νομάδες Μουζακιαραίοι θα πρέπει να είχαν ήδη στενές σχέσεις με τους σταθερούς βλάχικους οικισμούς της περιοχής της Μοσχόπολης, καθώς τα γύρω βουνά παρέμεναν μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα οι περιοχές όπου οι Μουζακιαραίοι και άλλοι νομάδες Αρβανιτόβλαχοι αναζητούσαν θερινά, ορεινά λιβάδια για τα κοπάδια τους, αν και η συνεχής αναζήτηση θερινών λιβαδιών οδήγησε κάποια μουζακιάρικα φαλκάρια μέχρι και τα βουνά του Κοσσόβου.6 Επιπλέον, τα κοπάδια των ίδιων των Μοσχοπολιτών, που συχνά τα δούλευαν Μουζακιαραίοι, κατέβαιναν για χειμαδιά στην Μουζακιά και την περιοχή του Μπερατίου.7 Σύμφωνα μάλιστα με παλιές παραδόσεις, κατά την περίοδο της ακμής, το 17ο-18ο αιώνα, αναφέρονται να υπήρχαν και Αρβανιτόβλαχοι ανάμεσα στους κατοίκους της Μοσχόπολης, οι οποίοι πιθανότατα βρέθηκαν εδώ όπως και τόσοι άλλοι μέτοικοι, που αναζήτησαν ασφάλεια και προοπτική στην αναπτυσσόμενη πολιτεία.8
1. Θεσπρωτός, Κοσμάς και Ψαλίδας, Αθανάσιος, "Γεωγραφία Αλβανίας και Ηπείρου", Ε.Η.Μ., Ιωάννινα 1964, σελ.23.
2. Λαμπρίδης, Ιωάννης, "Περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων", μέρος Β', Εν Αθήναις, 1880, σελ.225.
3. Ηammond, N.G.L., "Migrations and invasions in Greece and adjacent areas", Noyes Press, Park Ridgen, New Jersey 1976, σελ.37-46.
4. Haciu, ο.π., σελ. 118-120. Capidan, ο.π..
5. Μαρτινιανός, ο.π., σελ.62.
6. Capidan, ο.π., σελ.66-71.
7. Γεωργιάδης, ο.π., σελ.111.
8. Wace-Thompson, ο.π., σελ.215.

Οι Μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων
Μελέτες για τους Βλάχους - 2ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
520 σελίδες, 10 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
224 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2000
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Διάβασέ το
Διάβασέ το βιβλίο στη Μέδουσα, το ψηφιακό αποθετήριο της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης της Βέροιας.

Οι Μητροπόλεις και η διασπορά των Βλάχων
Μελέτες για τους Βλάχους - 2ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
520 σελίδες, 10 πρωτότυποι έγχρωμοι χάρτες
224 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2000
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Φωτογραφίες
Φωτογραφίες
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Α. ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΠΙΝΔΟΥ. ΟΙ ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΙΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΑΛΑΚΑΣΙΩΤΕΣ ΒΛΑΧΟΙ
Β. ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΟΥ ΖΑΓΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΟΝΙΤΣΑΣ
Γ. ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΠΙΝΔΟΥ. ΤΑ ΒΛΑΧΟΧΩΡΙΑ ΤΩΝ ΓΡΕΒΕΝΩΝ
Δ. ΟΙ ΑΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ
Ε. 01 ΒΛΑΧΟΙ ΤΉΣ ΜΟΣΧΟΠΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΥΡΩ ΠΕΡΙΟΧΗΣ. ΟΙ ΜΟΣΧΟΠΟΛΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
ΣΤ. ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΟΥ. ΟΙ ΓΡΑΜΜΟΥΣΤΙΑΝΟΙ ΒΛΑΧΟΙ.
Ζ. ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΒΔ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Α. OI ΒΛΑΧΟΙ ΤΗΣ ΝΟΤΙΑΣ ΠΙΝΔΟΥ. ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΙΤΕΣ ΚΑΙ MAΛΑΚΑΣΙΩΤΕΣ ΒΛΑΧΟΙ
2. ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΧΡΟΝΟΙ. "Η ΜΕΓΑΛΗ ΒΛΑΧΙΑ".
Οι βλάχικοι οικισμοί του Ασπροποτάμου και του Μαλακασίου διαφύλαξαν μέχρι σήμερα ένα σημαντικό μέρος του βλάχικου δημογραφικού δυναμικού της μεσαιωνικής Θεσσαλίας, της Μεγάλης Βλαχίας. Η ιστορική ταυτότητα αυτού του πληθυσμού, μέσα από τους τελευταίους βυζαντινούς χρόνους και την τουρκοκρατία, είναι η πλέον ισχυρότερη μαρτυρία για την κοινή ιστορική και πολιτισμική πορεία των λατινόφωνων Βλάχων και των ελληνόφωνων Γκραίκων. Στα βλαχοχώρια της Νότιας Πίνδου γίνεται άμεσα κατανοητή η συμβολή των Βλάχων στη δημιουργία και την ανάπτυξη της νεοελληνικής πραγματικότητας και ταυτότητας.1
Tουλάχιστον από τα τέλη του 10ου αιώνα, η παρουσία βλάχικων πληθυσμών, διάσπαρτων στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία και την Αλβανία, ήταν σίγουρα αρκετά έντονη και σημαντική. Οι ίδιες περιοχές είχαν υπάρξει για χρόνια το θέατρο του ανταγωνισμού ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Βουλγάρους. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της αντιπαράθεσης και για λόγους ίσως στρατηγικούς, ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β' Βουλγαροκτόνος τοποθετεί, γύρω στα 980, το Λαρισαίο πρόκριτο Νικολίτσα στη θέση του "Aρχηγού των Βλάχων της Ελλάδας". Ο Νικολίτσας αναφέρεται να είχε τους τίτλους του σπαθάριου και του βέστη και τα αξιώματα του δούκα και του δομέστικου των εξκουβίτων της Ελλάδος.2 Ο γεωγραφικός προσδιορισμός του τίτλου θα πρέπει να περιελάμβανε εκτός από τη Θεσσαλία και περιοχές της σημερινής Στερεάς Ελλάδας-Ρούμελης, της Ηπείρου και της Νοτιοδυτικής Μακεδονίας. Αυτή είναι μία από τις πρώτες σαφείς αναφορές για την ύπαρξη κάποιου, μάλλον, αξιόλογου βλάχικου πληθυσμού στην ευρύτερη Θεσσαλία. Το 1001 ο Νικολίτσας παρουσιάζεται στο πλευρό των Βουλγάρων ως διοικητής του κάστρου των Σερβίων, το οποίο τελικά παρέδωσε στο Βασίλειο Β΄.3 Η οικογένεια Νικολίτσα φέρεται να διατήρησε και στη συνέχεια πρωταγωνιστικό ρόλο στα ιστορικά δρώμενα και ένα υψηλό κύρος ανάμεσα στους Βλάχους και τους υπόλοιπους κατοίκους της Θεσσαλίας, έχοντας μάλιστα αναπτύξει σχέσεις αγχιστείας με σημαίνουσες βυζαντινές οικογένειες εκείνης της εποχής. Παρά τα όσα έχουν κατά καιρούς γραφτεί, η βλάχικη καταγωγή της οικογένειας Νικολίτσα δύσκολα τεκμηριώνεται, αλλά δεν αποκλείεται.
Κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα έχουμε πια πολύ περισσότερες αναφορές για την ύπαρξη και τη στάση των διάσπαρτων βλάχικων πληθυσμών. Από εδώ και πέρα η θέση των Βλάχων ισχυροποιείται και γίνονται ένας σημαντικός πολιτικός παράγοντας μέσα στη βυζαντινή ιστορία και τις αντιπαραθέσεις των Βυζαντινών. Το 1066, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου Ι' Δούκα ξέσπασε στάση στη Θεσσαλία, με κέντρο τη Λάρισα, λόγω της φορολογικής πολιτικής του αυτοκράτορα. Στη στάση συμμετείχαν Ρωμαίοι (Γκραίκοι), Βλάχοι και Βούλγαροι της Λάρισας και της περιοχής της. Αρχηγός της εξέγερσης τέθηκε ένα νεότερο μέλος της οικογένειας Νικολίτσα και πρόκριτος της Λάρισας, γνωστός με το όνομα Νικολίτσας ο Δελφινάς. Η εξέγερση έληξε μετά από διαπραγματεύσεις και σίγουρα δεν είχε εθνικά κίνητρα. Τα γραφόμενα του Κεκαυμένου στο "Στρατηγικό", την ιστορική πηγή για αυτή την εξέγερση, δίνουν ενδιαφέροντα στοιχεία για την ύπαρξη των Βλάχων στη Θεσσαλία και τις όμορες περιοχές όπου φέρονται να ήταν μάλλον πολυάριθμοι και ιδιαίτερα στην περιοχή των Φαρσάλων. Κάποιοι από αυτούς ήταν σίγουρα νομαδοκτηνοτρόφοι, καθώς κατά τη διάρκεια της επαναστατικής κίνησης οι οικογένειες και τα κοπάδια των Βλάχων βρίσκονταν στα παραδοσιακά ορεινά λιβάδια τους, κάπου στα κοντινά βουνά της «Μακεδονίας». Κάποιοι άλλοι φέρονται να ήταν εδραίοι και πιθανότατα μέρος του πληθυσμού κάποιων αστικών κέντρων. Όπως ο τοπικός Βλάχος άρχοντας Βεριβόης ο οποίος φέρεται να είχε σπίτι μέσα στη Λάρισα.4 Κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα, η ύπαρξη βλάχικων πληθυσμών μόνιμα εγκαταστημένων σε διάφορα σημεία της Θεσσαλίας είναι σίγουρη, δίχως όμως να μπορούμε να προσδιορίσουμε το μέγεθός τους ή τη χρονολόγηση της απαρχής τους. Ο Αραβαντινός, βασιζόμενος σε βυζαντινά χρυσόβουλα των Μετεώρων, επισημαίνει πως ήδη στα 1040 υπήρχαν ομάδες βλάχικων οικογενειών που κατοικούσαν και εργάζονταν σε εκκλησιαστικά κτήματα της επισκοπής Σταγών, της σημερινής Καλαμπάκας.5 Αυτή ίσως είναι και η πρώτη σαφής αναφορά για Βλάχους στην περιοχή τους Ασπροποτάμου ή τόσο κοντά σε αυτή.
Το 1083 και μέσα από τις γραφές της Άννας της Κομνηνής έχουμε την πληροφορία πως στην ανατολική Θεσσαλία, κάπου ανάμεσα στον Όλυμπο και τον Κίσαβο, υπήρχε κάποιο χωριό Βλάχων με το όνομα Εζεβάν.6 Το χωριό αυτό θα μπορούσε να ταυτιστεί με το χωριό Nεζερός, τη σημερινή Καλλιπεύκη, στις νότιες πλαγιές του Ολύμπου. Επιπλέον, πολλά τοπωνύμια των περιοχών της Ελασσόνας και των Σερβίων έχουν πιθανότατα λατινική προέλευση, όπως τα τοπωνύμια Μιλόγουστα, Δομενικό, Βερδικούσα, Πραιτώρι, Αμούρι, Βίγλα, Βελβεντός, Σέρβια, Καισαρεία, Γράτσιανη, Κάλλιανη, Δεσκάτη, Μπανάσια κ.α.. Ο Α. Λαζάρου, βασιζόμενος σε αυτές τις πρώτες βυζαντινές αναφορές για Βλάχους στη Θεσσαλία, στα λατινογενή τοπωνύμια, αλλά και στο βλάχικο όνομα της Ελασσόνας, που είναι Λασούν, εκφράζει την άποψη πως τουλάχιστον ένα μέρος των προγόνων των σημερινών Βλάχων της Θεσσαλίας, στην περιοχή του Ολύμπου, και κατ' επέκταση και στην Πίνδο, ήταν αυτόχθονοι. Τον εκλατινισμό - βλαχοφωνία αυτού του αυτόχθονου πληθυσμού τον ανάγει πριν από τον 6ο αιώνα, καθώς δεν είναι απίθανο να είχε εκλατινιστεί μέρος των αρχαίων πληθυσμών, όπως οι Περραιβέοι που ζούσαν νότια του Ολύμπου.7
Το 1160, ο Ισπανοεβραίος περιηγητής Βενιαμίν εκ Τουδέλης ταξιδεύοντας στις ελληνικές χώρες του Βυζαντίου επισημαίνει την ύπαρξη βλάχικων πληθυσμών στα βουνά της περιοχής της Λαμίας, στα όρια της σημερινής Θεσσαλίας.
«Σε μια ημέρα φθάνουμε στο Σινόν ποταμό (Ζητούνιον - Λαμία), όπου ζουν πενήντα περίπου Ιουδαίοι, με πρώτους ανάμεσά τους τους ραβίνους Σολομώντα και Ιακώβ. Η πόλη βρίσκεται στους πρόποδες των λόφων της Βλαχίας. Στα βουνά αυτά ζει το έθνος που ονομάζεται Βλάχοι. Είναι πολύ γρήγοροι και κατεβαίνουν από τα βουνά για να καταστρέψουν και να λεηλατήσουν την ελληνική γη. Κανείς δεν μπορεί να τους πολεμήσει και κανένας βασιλιάς δεν καταφέρνει να τους κυβερνήσει. Δεν είναι ιδιαίτερα δεμένοι με την πίστη των Ναζαρηνών (χριστιανών), αλλά δίνουν στους εαυτούς τους ιουδαϊκά ονόματα. Μερικοί υποστηρίζουν ότι αυτοί είναι Ιουδαίοι - και πράγματι αποκαλούν τους Εβραίους αδελφούς τους - και όταν συναντώνται μαζί τους, αν και τους ληστεύουν, δεν τους σκοτώνουν, όπως κάνουν με τους Έλληνες. Είναι όλοι μαζί εκτός νόμου.» 8
Αυτή είναι η πρώτη σαφής αναφορά πως, τουλάχιστον από το 12ο αιώνα, η Θεσσαλία, μαζί με κάποιες όμορες περιοχές, επικράτησε να ονομάζεται Βλαχία, πιθανότατα λόγω της ύπαρξης αξιόλογης δημογραφικής παρουσίας Βλάχων κατοίκων αλλά και του ισχυρού πολιτικού ρόλου που έπαιζαν. Επιπλέον, ο Βενιαμίν μας πληροφορεί πως, κατά κάποιον τρόπο, ένα τουλάχιστον μέρος αυτών των Βλάχων βρίσκονταν σε κατάσταση ανυποταξίας ή αυτονομίας και είχαν ληστρικές διαθέσεις. Από το 13ο αιώνα και σύμφωνα με την αναφορά του βυζαντινού ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη η Θεσσαλία ονομαζόταν, ξεκάθαρα πια, Μεγάλη Βλαχία ή Άνω Βλαχία.9 Από τότε και μέχρι τους τουρκικούς ακόμη χρόνους αυτό ήταν το όνομα για το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο F. Ροuqueville την ονομάζει Ελληνική Βλαχία, έτσι ώστε να αποφύγει την πιθανή σύγχυση με μία άλλη Βλαχία, τη ρουμανική επαρχία βόρεια του Δούναβη. 10
Οι αναφορές για την παρουσία βλάχικων πληθυσμών στη Θεσσαλία και την Ήπειρο δε θα πρέπει να εξετάζονται αποκομμένες από ανάλογες αναφορές για άλλες περιοχές της Βαλκανικής, καθώς είναι εμφανές πως «βλάχικοι πληθυσμοί», όποιοι και αν ήταν αυτοί, ήταν και τότε, όπως και σήμερα, διάσπαρτοι τόσο στα βυζαντινά όσο και στα βουλγαρικά τότε εδάφη. Όπως και να έχει, από το 12ο αιώνα και μετά, οι αναφορές για τους Βλάχους πληθαίνουν. Οι βλάχικοι πληθυσμοί εκείνης της εποχής δεν πρέπει να είχαν διαμορφώσει ακόμη μεγάλες συγκεντρώσεις οικισμών με αποκλειστικά βλάχικο πληθυσμό, εκτός ίσως από την περιοχή κατά μήκος της Πίνδου, ανάμεσα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο. Γύρω στα 1228, πληροφορούμαστε πως ο Γεώργιος Χωνιάτης, αδελφός του ιστορικού Νικήτα Χωνιάτη, είχε ονομαστεί «πρωτοβεστιαρίτης» του Δεσπότη της Ηπείρου και φέρεται να διοικούσε την περιοχή της «Βλαχίας», επιφορτισμένος πιθανά με την είσπραξη των στρατιωτικών φόρων. Την ίδια περίοδο και στην ίδια περιοχή, μία ομάδα οικισμών που κατοικούνταν από Βλάχους είχαν παραχωρηθεί ως «πρόνοια» σε κάποιο μικρότερο στρατιωτικό αξιωματούχο. Ο Χωνιάτης εξέφρασε την επιθυμία να επισκεφτεί ένα από τα χωριά αυτής της πρόνοιας και ο προνοιάριος παράγγειλε στον πιο ευκατάστατο του χωριού να ετοιμάσει τα σχετικά για να φιλοξενήσει τον επισκέπτη, αν και γνώριζε πως «το βλάχικο γένος ήταν πολύ αφιλόξενο». Ο συγκεκριμένος πάροικος φαίνεται πως δεν υπάκουσε στην εντολή και στο επεισόδιο που ακολούθησε ο προνοιάριος σκότωσε έναν άλλο δουλοπάροικο που τόλμησε να αναμείχθηκε στη φιλονικία. Ο δράστης κρίθηκε ένοχος φόνου και τιμωρήθηκε από τον επίσκοπο Ναυπάκτου Ιωάννη Απόκαυκο. 11 Τη σποραδική εγκατάσταση Βλάχων σε διάφορα σημεία της Θεσσαλίας κατά το 13ο αιώνα (1266, 1273) επιβεβαιώνουν και κάποιες άλλες έγγραφες βυζαντινές αναφορές για ομάδες Βλάχων, οι οποίοι φέρονται να κατοικούσαν ως δουλοπάροικοι σε μοναστηριακά κτήματα της Μακρυνίτσας και της Πορταριάς στο Πήλιο. 12 Παρατηρούμε, λοιπόν, πως αρκετοί Βλάχοι ήταν εγκατεστημένοι σε σταθερούς οικισμούς, συνδεδεμένοι με την αγροτοκτηνοτροφική ζωή και ενταγμένοι στη βυζαντινή κοινωνικοοικονομική διάρθρωση, καθώς κάποιοι από αυτούς ήταν δουλοπάροικοι σε εκκλησιαστικά κτήματα και στρατιωτικές πρόνοιες.
Υπάρχουν ενδείξεις πως Βλάχοι υπήρχαν και σε νοτιότερες από τη Θεσσαλία περιοχές. Σε αντιδιαστολή με τη Μεγάλη Βλαχία, η περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας και της Ευρυτανίας επικράτησε να είναι γνωστή με το όνομα Μικρή Βλαχία. Το 1221 ο επίσκοπος Ναυπάκτου Ιωάννης Απόκαυκος επισημαίνει την ύπαρξη στην περιοχή της Ακαρνανίας, κάπου κοντά στη Βόνιτσα, ενός μάλλον αξιόλογου αριθμού "Ρωμαίων αποίκων", οι οποίοι, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει, ονομάζονταν πια Βλάχοι. Επιπλέον μας μεταφέρει το όνομα ενός αρχηγού τους, του Αυριλιόνη Κωνσταντίνου, ενός ανθρώπου βίαιου, καθώς παρουσιάζεται ως βιαστής κάποιας κοπέλας και οργανωτής βίαιων επεισοδίων. Το όνομα Αυριλιόνης μοιάζει πιθανά να είναι παραφθορά του λατινικού ονόματος Αυριλιανός. Βέβαια, δε μπορούμε να είμαστε και τόσο σίγουροι για το ποιοι ακριβώς ήταν αυτοί οι Βλάχοι στην περιοχή της Αιτωλίας και Ακαρνανίας και τι τελικά απέγιναν. 13 Ενδιαφέρον για την εξάπλωση λατινόφωνων πληθυσμών σε ακόμη νοτιότερες περιοχές παρουσιάζει μία αρκετά μεταγενέστερη αναφορά του Χαλκοκονδύλη για Βλάχους οι οποίοι ίσως βρέθηκαν να κατοικούν στη Μάνη μαζί με τους σλαβικούς πληθυσμούς που είχαν εγκατασταθεί εκεί. 14
Η διάλυση του Βυζαντίου με την πτώση της Κωνσταντινούπολης στα χέρια των σταυροφόρων το 1204 ίσως βοήθησε στο να αποκτήσουν οι Βλάχοι της Θεσσαλίας μία σχετική τοπική αυτονομία, όπως και άλλες ομάδες και τμήματα της αυτοκρατορίας. Αν και στα χρόνια που ακολούθησαν, μέχρι την άφιξη των Τούρκων, η Θεσσαλία γνώρισε μία σειρά από νέους και βραχύβιους κατακτητές, όπως τους Φράγκους, τους Καταλανούς και τους Σέρβους, οι Βλάχοι συνέχισαν να παίζουν σημαντικό πολιτικό ρόλο στα δρώμενα της περιοχής. Μετά το θάνατο του Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Άγγελου, από το 1271 και μέχρι το 1295, ημιανεξάρτητος κυβερνήτης της Μεγάλης Βλαχίας παρουσιάζεται να είναι ο Ιωάννης Α' Άγγελος Δούκας, νόθος γιος του Μιχαήλ Β' και της Γαγγρινής, μίας γυναίκας από την Άρτα η οποία ίσως ήταν βλάχικης καταγωγής. 15 Ο Ιωάννης Δούκας βρέθηκε σε αυτή τη ηγεμονική θέση έχοντας νυμφευθεί την όμορφη, σύμφωνα με τις γραφές, κόρη του Ταρόνα ή Ταρωνά, κάποιου "κληρονομικού άρχοντα των Βλάχων" της Θεσσαλίας-Φθιώτιδας. 16 Η Μεγάλη Βλαχία είχε ήδη βρεθεί συνδεδεμένη με το Δεσποτάτο της Ηπείρου από την ίδρυσή του και οι Βλάχοι υπό την αρχηγεία του Ιωάννη Α΄ παρουσιάζονται να βοήθησαν στα 1258-59 το Δεσποτάτο της Ηπείρου στις αντιπαραθέσεις του με την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, αλλά και με τους Φράγκους ηγεμόνες της νότιας Ελλάδας. Οι Μεγαλοβλαχίτες αποτελούσαν το κύριο στρατιωτικό σώμα που είχε ο Μιχαήλ Β΄ στην κρίσιμη μάχη της Πελαγονίας. Εκείνα τα χρόνια, η πρωτεύουσα της Μεγάλης Βλαχίας ή καλύτερα το διοικητικό της κέντρο βρίσκονταν στην οχυρή Υπάτη - τη Νέα Πάτρα στις βόρειες πλαγιές της Οίτης κοντά στη Λαμία. Αν και τα σύνορα της Μεγάλης Βλαχίας ήταν συχνά μεταλλασσόμενα, κατά την περίοδο της μεγάλης ισχύος του Ιωάννη Α`, ξεκινούσαν από το Λιδορίκι και το Γαλαξίδι στον Κορινθιακό κόλπο και έφταναν μέχρι το Σαραντάπορο της Ελασσόνας και τα Σέρβια στις πλαγιές του Ολύμπου. Προσπαθώντας μάλιστα να ενισχύσει τη θέση και την ηγεμονία του έδωσε ως σύζυγο μία από τις κόρες του σε έναν ανιψιό του βυζαντινού αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου, τον Ανδρόνικο Ταρχανειώτη, και ο ίδιος ο Ιωάννης Α`, ο οποίος δεν είχε επίσημο τίτλο, ονομάστηκε σεβαστοκράτορας και έτσι απέκτησε μία επίτιμη θέση στο βυζαντινό κατεστημένο. 17
Ωστόσο, λίγο αργότερα, γύρω στα 1271, ο Ιωάννης Α΄ βρέθηκε σε ανοιχτή αντιπαράθεση με τον αυτοκράτορα. Ανάμεσα στις διαφορές τους υπήρχαν και εκκλησιαστικά θέματα. Στο χώρο του Δεσποτάτου της Ηπείρου και της Μεγάλης Βλαχίας είχαν καταφύγει αρκετοί από αυτούς που αντιδρούσαν στην ένωση των εκκλησιών που επεδίωκε τότε ο Μιχαήλ Η΄, γεγονός που είχαν καταδικάσει σε τοπική σύνοδο οι εκκλησιαστικές αρχές της Μεγάλης Βλαχίας, αναθεματίζοντας τον τότε ενωτικό πατριάρχη και τους επίσης ενωτικούς επισκόπους Υπάτης και Τρίκκης ακόμη και τον ίδιο τον αυτοκράτορα. 18 Λίγο αργότερα, αυτοκρατορικά στρατεύματα 40.000 περίπου ανδρών, ανάμεσα στους οποίος υπήρχαν Κουμάνοι και άλλοι Τούρκοι μισθοφόροι, εισέβαλαν στη Μεγάλη Βλαχία και πολιόρκησαν το οχυρό κάστρο της Νέας Πάτρας - Υπάτης, όπου είχε καταφύγει ο Ιωάννης Α΄. Ξεγλιστρώντας ανάμεσα από τους πολιορκητές ο Ιωάννης Α΄ κατέφυγε στη Θήβα και ζήτησε βοήθεια από τον τότε Δούκα της Αθήνας Ιωάννη ντε λα Ρος (Jean de la Roche). Με τη βοήθεια των Φράγκων ηγεμόνων της Αθήνας ο Ιωάννης Α΄ νίκησε και εξεδίωξε τα αυτοκρατορικά στρατεύματα από την επικράτειά του. Σε ανταμοιβή για αυτή τη βοήθεια προσέφερε το χέρι μία άλλης κόρης του, της Ελένης, και ως προίκα τις περιοχές της Λαμίας, του Γαρδικίου, της Γραβίας και του Σιδηροκάστρου στο Γουλιέλμο ντε λα Ρος (Guillaume de la Roche), αδελφό του Ιωάννη και επόμενο δούκα των Αθηνών. Ο Ιωάννης Α΄ απεβίωσε πιθανότατα το 1289 και η ηγεμονία της Μεγάλης Βλαχίας πέρασε στους δύο δευτερότοκους γιους του, το Θεόδωρο και τον Κωνσταντίνο, καθώς ο πρωτότοκος Μιχαήλ βρίσκονταν αιχμάλωτος του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Οι νέοι ηγεμόνες συνέχισαν μία πολιτική σύγκρουσης με τους συγγενείς τους και ηγεμόνες του Δεσποτάτου της Ηπείρου για εδάφη που ανήκαν στο Δεσποτάτο. Πολύ γρήγορα ο Θεόδωρος χάνεται από το προσκήνιο και ο Κωνσταντίνος παρέμεινε ηγεμόνας της Μεγάλης Βλαχίας μέχρι το θάνατό του στα 1303. Τη θέση του πήρε ο ανήλικος γιος του Ιωάννης Β΄, η κηδεμονία του οποίου ανατέθηκε στο θείο του και Δούκα των Αθηνών Γκουίδων Β΄ (Γκιγιό) ντε λα Ρος. Το 1309 ή το 1315 νυμφεύτηκε την Ειρήνη, μία νόθα κόρη του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγο, και κυβέρνησε τη χώρα περισσότερο ως υποτελής του αυτοκράτορα παρά σαν ανεξάρτητος ηγεμόνας. 19
Η «βλάχικη ηγεμονία» στην Κεντρική Ελλάδα φαίνεται πως διαλύθηκε μετά το θάνατο του Ιωάννη Β' Δούκα το 1318. Η άφιξη των Καταλανών φαίνεται πως οδήγησε σε οριστική διάλυση της ηγεμονίας της Μεγάλης Βλαχίας. Το 1348 ακολούθησαν οι Σέρβοι του Στέφανου Δουσάν και οι διάφοροι ηγεμονίσκοι, μικτής ή ακαθόριστης καταγωγής οι οποίοι σύμφωνα με τους τίτλους τους παρουσιάζονται ως κύριοί της. "Το Χρονικό του Μορέως" παραμένει η πλέον ανεκτίμητη πηγή για τα γεγονότα εκείνων των εποχών και τη συνύφανση των Βλάχων με τα δρώμενα στον ελληνικό χώρο. 20 Οι Βλάχοι δέθηκαν τόσο στενά με τον ελληνικό χώρο, ώστε πέρασαν μέχρι και στην αναγεννησιακή ελληνική λογοτεχνία, αν κρίνουμε από τον ενδιαφέροντα και πρωταγωνιστικό τους ρόλο στην πλοκή του "Ερωτόκριτου" του Βιτσέντζου Κορνάρου και την αντιπαλότητά τους με το "βασίλειο της Αθήνας". 21
Ήδη από τα τέλη του 13ου αιώνα και κυρίως κατά τη διάρκεια του 14ου, παρατηρούνται νέες πληθυσμιακές ανακατατάξεις στη Θεσσαλία και τη νοτιότερη Ελλάδα. Είναι η εποχή που μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες «Αλβανών» κάνουν την εμφάνισή τους καθώς μετακινούνται προς το νότο. Ανάμεσα όμως σε αυτούς τους αλβανικούς - αρβανίτικους πληθυσμούς είναι σίγουρο πως υπήρχαν ομάδες Βλάχων, οι οποίοι φέρονται να ακολούθησαν την ίδια πορεία, προερχόμενοι πιθανότατα από περιοχές της σημερινής κεντρικής και νότιας Αλβανίας. Αν και είναι δύσκολο να γίνει κάποιος σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στους μετακινούμενους βλάχικους και αρβανίτικους πληθυσμούς, πολλοί ερευνητές έρχονται να συμφωνήσουν πως οι «φυλές» των επονομαζόμενων Μαλακασίων ή Μαλακασιωτών, Βούιων ή Μπούιων και Μεσσαρητών ή Δασσαρητών ήταν βλάχικης καταγωγής, ή τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος από αυτούς. Οι Μαλακασιώτες φέρονται να εγκαταστάθηκαν σταθερά και οριστικά κατά μήκος της Νότιας Πίνδου, ανάμεσα στη Θεσσαλία και την Ήπειρο, και οι Μπούιοι στα εδάφη ανάμεσα στη σημερινή Θεσσαλία και τη Στερεά Ελλάδα, ενώ οι Μεσσαρήτες θα πρέπει να παρέμειναν αμετακίνητοι στις βορειότερες προεκτάσεις της Πίνδου. 22 Οι εγκαταστάσεις αυτές ήταν μάλλον μαζικές και πολυάριθμες. Όμως είναι σίγουρο πως έγιναν επάνω ή δίπλα σε προϋπάρχοντες βλάχικους πληθυσμούς της Κεντρικής Ελλάδας τους οποίους θα πρέπει να ενίσχυσαν και με τους οποίους, σταδιακά, ήρθαν σε αμοιβαία αφομοίωση.
Η μαζική τους όμως άφιξη στη Θεσσαλία, σε συνδυασμό με την έλλειψη ισχυρής κεντρικής εξουσίας, τους οδήγησε σε κατάσταση αναρχίας και πιθανότατα σε κάποιο μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας από ό,τι πριν. Το 1334, οι νομαδοκτηνοτροφικές φυλές των Μαλακασιωτών, των Μπούιων και των Μεσσαρητών, οι οποίες φέρονται να αριθμούσαν συνολικά περίπου 12.000 ψυχές, αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την υποταγή τους και τη βυζαντινή κυριαρχία στα εδάφη της Θεσσαλίας. Η υποταγή τους σημειώθηκε όταν ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Γ' Παλαιολόγος έστειλε δυνάμεις από την Κωνσταντινούπολη για την επικύρωση της τοπικής κυριαρχίας του. Καθώς οι πολεμικές επιχειρήσεις σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι ανυπότακτες φυλές συνθηκολόγησαν φοβούμενες την τέλεια καταστροφή τους μην μπορώντας να καταφύγουν με τις οικογένειες και τα κοπάδια τους στην ασφάλεια των βουνών. 23 Στα χρόνια που ακολούθησαν, και μέχρι την οριστική κατάκτηση της κεντρικής Ελλάδας από τους Τούρκους, οι Βλάχοι εξακολουθούν να παρουσιάζονται αναμεμιγμένοι στις διοικητικές και στρατιωτικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στους διάφορους τοπικούς ηγεμόνες και ηγεμονίσκους, δίχως να μπορούμε να τους διαχωρίσουμε με ευκολία από τις άλλες ομάδες και ιδιαίτερα από τους αρβανίτικους πληθυσμούς, με τους οποίους φέρονται να είχαν στενές επαφές και σχέσεις. 24 Τεκμήριο της ανάμειξης των διάφορων ομάδων που βρέθηκαν να κατοικούν από κοινού στις κεντρικές ελληνικές χώρες και να αφομοιώνονται μεταξύ τους είναι ο χαρακτηρισμός κάποιων επώνυμων εκείνων των εποχών ως "Σερβαλβανιτοβουλγαρόβλαχοι". 25 Με το πέρασμα τελικά των αιώνων, από όλο εκείνο το συνονθύλευμα Γκραίκων (Ρωμαίων-Ρωμιών), Βλάχων (Ρωμάνων-Αρμούνων), Αρβανιτών, Βούλγαρων και Σέρβων, στην περιοχή της Πίνδου απέμειναν μόνο ελληνόφωνοι και βλαχόφωνοι πληθυσμοί, γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι Ρωμιοί-Γκραίκοι και οι Αρμούνοι-Βλάχοι ίσως είχαν, από τότε, τα ισχυρότερα δημογραφικά και πολιτισμικά ερείσματα.
1 Ζιάγκου, Νικ. Γ., «Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ελλάδας. Σύμβολή στο Νέο Ελληνισμό», Αθήναι 1974 ιδιαίτερα σελ.232-250 και Ζιάγκου, Νικ. Γ. Τουρκοκρατούμενη Ήπειρος. Τιμαριωτισμός, Αστισμός, Νεοελληνική Αναγέννηση (1648-1820)», Αθήναι 1974. Σε αυτά τα δύο αξιολογότατα έργα του Ζιάγκου καταγράφεται ένα μεγάλο πλήθος ιστορικών πληροφοριών και κοινονικοοικονομικών στοιχείων για τη συνεισφορά των Βλάχων της Πίνδου στην ανάπτυξη της νεοελληνικής πραγματικότητας.
2 Κεκαυμένος, "Στρατηγικόν", γ' έκδοση, Εισαγωγή-Μετάφραση-Σχόλια: Δημήτρης Τσουγκράκης, Εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα 1996, σελ.254. Χρήστου, Κωνσταντίνου Π., "Αρωμούνοι, μελέτες για την καταγωγή και την ιστορία τους", Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1996, σελ.56.
3 Θεοχαρίδης, Γεώργιος Ι., «Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους (285-1354)», ΕΜΣ 55, Θεσσαλονίκη 1980, σελ.275, 304.
4 Κεκαυμένος, ο.π., σελ.15, 18, 216-234. Winnifrith, T.J., "The Vlachs, the history of a balkan people", Duckworth, London 1987, σελ.106, 108, 110-111. Χρήστου, ο.π., σελ.61. Harvey, Alan, "Οικονομική ανάπτυξη στο Βυζάντιο, 900-1200", Μετάφραση: Ελένη Σταμπογλή, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1997, σελ.190-191, 256-257.
5 Αραβαντινός, Π., "Μονογραφία περί Κουτσοβλάχων", (γράφτηκε 1865), Αθήνα 1903, σελ. 31.
6 Κομνηνή, Άννα, "Αλεξιάς", τόμος Α', Άγρας, Αθήνα 1990, σελ.198. Winnifrith, ο.π., σελ.111.
7 Λαζάρου, Α., "Βαλκάνια και Βλάχοι", Φιλολογικός Σύλλογος Παρνασσός, Αθήναι 1993, "Οι Βλάχοι του Ολύμπου", σελ.34-43, "Η εξέγερση των Λαρισαίων το 1066", σελ.44-73.
8 Βενιαμίν εκ Τουδέλης, "Το βιβλίο των ταξιδιών στην Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική", Εισαγωγή-Σχόλια: Κοασμάς Μεγαλομμάτης-Αλέξης Σαββίδης, Μετάφραση: Φωτεινή Βλαχοπούλου, Επιμέλεια μετάφρασης: Κοσμάς Μεγαλομμάτης, Βιβλιογραφία: Αλέξης Σαββίδης, Στοχαστής, Αθήνα 1994, σελ.63.
9 Winnifrith, ο.π., σελ.119.
10 Pouqueville, F., "Tαξίδι στην Ελλάδα. Τα ηπειρωτικά", Τόμος Α', Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1994, σελ.86-87.
11 Λαμπρόπουλος, Κοσμάς, «Ιωάννης Απόκαυκος. Συμβολή στην έρευνα του βίου και του συγγραφικού έργου του», Ιστορικές Μονογραφίες 6, Ιστορικές Εκδόσεις Στ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1988, σελ.157, 281-282.
12 Κορδάτος, Γ., "Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς", Eκδόσεις 20ος αιώνας, Αθήνα 1960, σελ.159-161.
13 Winnifrith, ο.π., σελ.119. Δήμου, Βασίλειος Απ., «Εθνολογικά στοιχεία στα έργα του Δημήτριου Χωματιανού», Πρακτικά Διεθνούς Συμποσίου για το Δεσποτάτο της Ηπείρου, (Άρτα 27-31 Μαϊου 1990), Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Άρτης «Ο Σκουφάς», σελ. 279-302. Λαμπρόπουλος, ο.π., σελ.271-272.
14 Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., "Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τόμος Α', Αρχές και διαμόρφωση του", έκδοση Β', Θεσσαλονίκη 1974, σελ.39, παραπέμπει: Χαλκοκονδύλης, εκδ. Ε. Darkό, τόμος 1, Budapest 1922-1923, σελ.31
15 Ζιάγκου, Νικ. Γ., «Φεουδαρχική Ήπειρος και Δεσποτάτο της Ηπείρου. Συμβολή στο Νέο Ελληνισμό, Αθήναι 1997, σελ.112.
16 Ο όνομα της κόρης του Ταρωνά και συζύγου του Ιωάννη Α΄ Άγγελου Δούκα παραμένει άγνωστο. Στα 1289, μετά το θάνατο του συζύγου της και ίσως λόγω παρασκηνιακών ενεργειών του αυτοκράτορα, αποσύρθηκε από τα εγκόσμια ως μοναχή με το όνομα Υπομονή στη μονή της Θεοτόκου Ελεούσης στη Λυκουσάδα κοντά στο Φανάρι της Θεσσαλίας. Στο μοναστήρι που είχε ιδρυθεί από την ίδια δόθηκαν τότε ειδικές αυτοκρατορικές παραχωρήσεις.
17 Nicol, Donald M., «Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, 1267-1479. Μία συνεισφορά στην ελληνική ιστορία κατά τον Μεσαίωνα», Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1991, σελ.23
18 Βέλκος, Γρηγόριος Παν., «Η επισκοπή Δομενικού και Ελλασσώνος», Έκδοση Ιεράς Μητροπόλης Ελασσόνας, Ελασσόνα 1980, σελ.61-62.
19 Ζιάγκου, ο.π., σελ.126-131, 134-137, 143-145, 149.
20 Τα στοιχεία για τη Μεγάλη Βλαχία προέρχονται από τα εξής έργα: Aνωνύμου, "Το Χρονικό του Μορέως", Εισαγωγή-Υποσημειώσεις- Επεξεργασία: Πέτρος Π. Καλονάρος, Εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα, σελ.κστ', 45, 47, 109, 132, 150-164, 174, 236, 322-323. Winnifrith, ο.π., σελ.121. Ταρφαλή, Ορέστης, "Θεσσαλονίκη, από τις απαρχές μέχρι τον ΙΔ' αιώνα", μετάφραση: Αγγελική Νικολοπούλου, επιμέλεια: Α.Γ.Κ. Σαββίδης, Τροχαλίας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ.176-178. Γεωργιάδης, Νικόλαος, «Θεσσαλία», Περιφεριακές Εκδόσεις «Έλλα», Λάρισα 1995, (πρώτη έκδοση 1880), σελ.74, 79-81. Ηammond, N.G.L., "Migrations and invasions in Greece and adjacent areas", Noyes Press, Park Ridgen, New Jersey, σελ.39. Παπαβασιλείου, Α., "Ιστορικά σημειώματα για τους Βλάχους ή Κουτσόβλαχους", Βέροια 1969, σελ.73-80. Παπαρηγόπουλος, Κ., "Ιστορία του ελληνικού έθνους", (πρώτη έκδοση 1885), βιβλίο 14ο, Κάκτος, Αθήνα 1992, σελ.35-36, 47-48. Θεοχαρίδης, Γεώργιος Ι., "Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους, 285-1354", ΕΜΣ 55, Θεσσαλονίκη 1980, σελ.353, 356, 358. Caranica, Nikolas, "Les Aroumains, recherches sur l'identite d'une ethnie", Universite de Franche-Comte, Departement des Sciences Humaines U.F.R. des Sciences du Langage, de l' Homme et de la Societe, These pour le Doctorat Nouveau Regime presentee par Nicolas Caranica sous la direction de Monsieur le Professeur Pierre Leveque Doyen de la Faculte de Lettres, Paris 28 Juin 1990, σελ.291, 307. Για το πνεύμα εκείνων των εποχών και για τα ιστορικά δρώμενα στην Κεντρική Ελλάδα βλέπε: Nicol, Donald M., «Το Δεσποτάτο της Ηπείρου, 1267-1479. Μία συνεισφορά στην ελληνική ιστορία κατά τον Μεσαίωνα», Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1991, σελ.21-117 και Ostrogorsky, Georg., "Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους", Τόμος 3ος, Μετάφραση: Ιωάννης Παναγόπουλος, Εποπτεία: Ευάγγελος Κ. Χρυσός, Εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος, Αθήνα 1981, σποράδην και σελ.189-190.
21 Κορνάρος, Βιτσέντζος, "Ερωτόκριτος", γ' έκδοση, Κριτική Έκδοση: Στυλιανός Αλεξίου, Εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1994, σελ.νζ'-νη', π'- πα'. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., "Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσης αυτής. Βλάχοι, Ιστορική-Φιλολογική-Μελέτη", β' έκδοση, Αθήνα 1986, σελ.125.
22 Pouqueville, F., "Tαξίδι στην Ελλάδα, Ήπειρος", Τολίδης Αθήνα 1994, σελ.287-319. Hammond, ο.π., σελ.39. Winnifrith, ο.π., σελ.120-121. Βακαλόπουλος, Α., ο.π., σελ.25-40. Ζιάγκου, ο.π., σελ. 218-225.
23 Pouqueville, ο.π., σελ.287-319. Αραβαντινός, Π., "Χρονογραφία της Ηπείρου", τόμος Α', Εν Αθήναις 1856, σελ.112-113. Aραβαντινός, Μονογραφία, ο.π., σελ.31-32. Κρυστάλλης, Κ., "Οι Βλάχοι της Πίνδου", Άπαντα, Β' έκδοση, Αθήνα 1959, σελ.518-519. Winnifrith, ο.π., σελ.120-121. Βακαλόπουλος, Α., ο.π..
24 Περισσότερα στοιχεία για αυτή την περίοδο και τα γεγονότα βλέπε: Αραβαντινός, Χρονογραφία, τόμος Α', ο.π., σελ.89-171. Κρυστάλλης ο.π., σελ.518-530.
25 Βακαλόπουλος, Α., σελ.260.
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Δ. ΟΙ AΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ
6. Οι Αρβανιτόβλαχοι στη Θεσσαλία
Για την εγκατάσταση Αρβανιτόβλαχων στη Θεσσαλία δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι πότε ξεκίνησε. Ίσως από τα τέλη του 18ου αιώνα και κατά την εποχή της κυριαρχίας του Αλή Πασά κάποια φαλκάρια να είχαν ήδη αναζητήσει χειμαδιά στα πεδινά της Θεσσαλίας, κατεβαίνοντας από τη Βόρεια Πίνδο, το Γράμμο ή και από τις περιοχές του Νταγκλί και της Κολόνιας. Η αναφορά του Pouqueville για κάποια ομάδα πιθανότατα Αρβανιτόβλαχων που μετακίνησε ο Αλή Πασάς από τα παράλια του Παγασητικού κόλπου στα παράλια των Αγίων Σαράντα, ίσως είναι μία ένδειξη για την παρουσία αυτών των αρβανιτοβλάχικων χειμαδιών στη Θεσσαλία. Είναι πολύ πιθανό οι Αρβανιτόβλαχοι να αντικατέστησαν, έστω και μερικά, τους Γραμμουστιάνους Βλάχους όχι μόνο στα ορεινά τους λιβάδια στο Γράμμο, αλλά και στα χειμαδιά, που κατά παράδοση είχαν στη νοτιοανατολική Θεσσαλία, κοντά στο Βόλο και τον Αλμυρό. Και αυτό γιατί παρατηρούμε πως ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Αρβανιτόβλαχοι που είχαν δημιουργήσει τις θερινές εγκαταστάσεις στις πλαγιές του Μοράβα, πάνω από την Κορυτσά, όπως την Άνω Πλεάσα, κατέβαιναν για χειμαδιά κοντά στον Παγασητικό.
Στα 1878 με 1880 και μέσα στον απόηχο της επαναστατικής κίνησης που είχε αναπτυχθεί στα εδάφη της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της νότιας Μακεδονίας, 168 οικογένειες νομαδοκτηνοτρόφων Αρβανιτόβλαχων, που ίσως αριθμούσαν 800 με 1000 ψυχές, δημιούργησαν σταθερότερες εγκαταστάσεις στα χειμαδιά τους στον Αλμυρό και τη γύρω περιοχή. Οι 134 από αυτές τις οικογένειες ξεκαλοκαίριαζαν μέχρι τότε στην Πλεάσα, οι 18 στη Ντίσνιτσα και οι υπόλοιπες 8 στην Κορυτσά, τη Δάρδα, τη Σλίμνιτσα και τα Τσιφλίκια. Στα χρόνια που ακολούθησαν και κυρίως μετά το 1881, καθώς το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας ενσωματώθηκε στην Ελλάδα, ένα από τα αποτελέσματα ήταν να επηρεάστε σοβαρότατα η ζωή και η οικονομία σχεδόν όλων των νομάδων και ημινομάδων κτηνοτροφών, Βλάχων και μη, που βρέθηκαν να έχουν τα χειμαδιά τους στην ελληνική Θεσσαλία και τα ορεινά χωριά ή τους καλυβικούς οικισμούς τους στο οθωμανικό ακόμη έδαφος. Η οριστικοποίηση της εγκατάστασης των νομαδοκτηνοτρόφων Αρβανιτόβλαχων στα πεδινά της Μαγνησίας, μετά το 1881, ενισχύθηκε επίσης από το γεγονός πως πολλοί από αυτούς προχώρησαν σταδιακά στην αγορά κτημάτων από τους αποχωρούντες Τούρκους. Ωστόσο η αγορά κτημάτων στα πεδινά της νοτιοανατολικής Θεσσαλίας είχε ξεκινήσει αρκετά χρόνια πριν. Λίγο μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, την περίοδο του Tanzimat, τέσσερις εύποροι Αρβανιτόβλαχοι τσελιγκάδες από τη Νιζόπολη κοντά στο Μοναστήρι είχαν αγοράσει το μισό κτήμα του χωριού Άγιος Γεώργιος δίπλα στο Βελεστίνο, προσπαθώντας να οργανώσουν σταθερότερα και αποκλειστικά χειμαδιά και έχοντας ως πιθανή επιθυμία την επένδυση των κεφαλαίων τους. Δίπλα σε αυτούς που ρίζωσαν τότε στα πεδινά, άλλες τουλάχιστον 50 συγγενικές τους οικογένειες συνέχιζαν μέχρι και μετά το 1912 να μετακινούν τα κοπάδια τους ανάμεσα στη Μαγνησία και τα θερινά λιβάδια του Μοράβα, του Γράμμου και του Βιτσίου, ενώ τα μέλη των οικογενειών τους περνούσαν τα καλοκαίρια στην Κορυτσά και σε χωριά όπως τη Δάρδα, τη Μπομποστίτσα, την Καμενίτσα, τη Μπόρια, το Γκιάντσι, το Πρόγρι, τα Τσιφλίκια και το Λέχοβο της Φλώρινας.433 Μέσα από αυτές τις εξελίξεις δημιουργήθηκαν οι σημερινές αρβανιτοβλάχικες εγκαταστάσεις στον Αλμυρό, τον Ανθότοπο (Κιολελέρι), τη Νεράιδα (Κελεμενί), το Νεοχωράκι (Ιντσέκ), τη Σούρπη, το Καστράκι, το Σέσκλο (Σέσου ή Σέσλι στα βλάχικα) και το Διμήνι της Μαγνησίας, αλλά και στο Καλαμάκι και το Καστρί της Αγιάς.434
Την ίδια περίοδο και λόγω των προβλημάτων που τους δημιουργούσε το πέρασμα των θεσσαλικών συνόρων και η φορολογία των τελωνείων, κάποιοι άλλοι Αρβανιτόβλαχοι αναζήτησαν τότε νέα χειμαδιά στο Βλαχογιάννι, στην περιοχή της Ελασσόνας, στο τμήμα δηλαδή της Θεσσαλίας που παρέμενε στους Τούρκους, αλλά και στα πεδινά της Πιερίας γύρω από την Κατερίνη. Οι παραχειμάζοντες στην περιοχή της Ελασσόνας δημιούργησαν σταδιακά τη μεγαλύτερη σήμερα αρβανιτοβλάχικη εγκατάσταση της Θεσσαλίας στο Αργυροπούλι, το παλιό Καρατζόλι, και άλλες εγκαταστάσεις στη γύρω περιοχή, όπως στη Ροδιά (Μουσαλάρ) και τα Δελέρια. Μετά το 1912 και μέχρι τα χρόνια του μεσοπολέμου τα μέλη αυτής της ομάδας δημιούργησαν νέους ορεινούς καλυβικούς οικισμούς δίπλα στα χωριά της περιοχής του Κάτω Ολύμπου, όπως τον καλυβικό οικισμό στη θέση Γκουνταμάνου κοντά στην Καλλιπεύκη. Ορισμένοι από αυτούς που προτίμησαν την οριστική παραμονή στο ελληνικό έδαφος μετά το 1881 και συνέχισαν το νομαδικό βίο αναγκάστηκαν να αναζητήσουν θερινά λιβάδια στα ορεινά της Θεσσαλίας και στράφηκαν κυρίως στο ελληνικό τότε τμήμα της Πίνδου. Τότε περίπου δημιουργήθηκε η αρβανιτοβλάχικη και αρχικά καλυβική εγκατάσταση στο χωριό Μαλακάσι της Καλαμπάκας, δίπλα στον προϋπάρχοντα βλάχικο οικισμό, και από εκεί βρίσκονται σήμερα σκορπισμένοι σε πεδινά χωριά των Τρικάλων και της Καλαμπάκας, όπως στη Νέα Ζωή Καλαμπάκας (Μπούρσιανη).435 Ανάλογη ήταν και η πορεία της ομάδας των Αρβανιτόβλαχων που έχουν εγκατασταθεί στη Φαρκαδώνα των Τρικάλων και οι οποίοι περνούσαν τα καλοκαίρια στο Ματσούκι του Βλαχοτζουμέρκου. Οι νέες τότε τοπικές ελληνικές αρχές στη Θεσσαλία φρόντισαν και για την εξουδετέρωση των διαφόρων εκτός νόμου ληστρικών ομάδων που λυμαίνονταν τις νέες επαρχίες και πολύ συχνά επέκτειναν τη δράση τους μέχρι την παλαιότερη ελληνική επικράτεια. Έτσι, αρκετοί εκτός νόμου Αρβανιτόβλαχοι, αλλά και Σαρακατσαναίοι, εγκατέλειψαν την ελληνική πια Θεσσαλία και πέρασαν στο οθωμανικό έδαφος. Μία τέτοια ομάδα Αρβανιτόβλαχων εγκαταστάθηκε τότε στην Τουρια-Κρανιά των Γρεβενών και στρατολογήθηκε στις ένοπλες τάξεις της ρουμανικής προπαγάνδας.
433. Αδάμου, Γ.Α., «Ξένες προπαγάνδες στην προξενική περιφέρεια Μοναστηριού», τόμος Β', Αριστοτέλης, τεύχος 245-246, Φλώρινα 1997, σελ.53-62.
434. Thompson & Wace, ό.π., σελ.208,213. Ζαχαρίου, Γιώργος, «Σελίδες από την ιστορία της Μαγνησίας», Βόλος 1994, σελ.177-183, 203-205, 294.
435. Παπασωτηρίου, I., «Επαρχία Καλαμπάκας», Τρικαλινά 1987, σελ. 199.
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Δ. ΟΙ AΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ
5. Οι Αρβανιτόβλαχοι στη Μακεδονία
Τα χρόνια και τα γεγονότα του 1821 υπήρξαν μία χρονική και ιστορική καμπή για τη γεωγραφική χωροθέτηση των Αρβανιτόβλαχων στη Βαλκανική. Μέχρι τότε μπορούμε να πούμε πως το μεγαλύτερο μέρος των προγόνων των σημερινών Αρβανιτόβλαχων κινούνταν κυρίως στην Ήπειρο και τη σημερινή Κεντρική και Νότια Αλβανία. Μετά όμως από το 1821 οι Αρβανιτόβλαχοι εξαπλώνονται και δημιουργούν νέες εγκαταστάσεις που μας έδωσαν τους σημερινούς αρβανιτοβλάχικους πληθυσμούς πέρα από την Ήπειρο και την Αλβανία. Η παρούσα εργασία δεν έχει εντοπίσει στοιχεία για την έξοδο και τη μαζική μετακίνηση αρβανιτοβλάχικων πληθυσμιακών ομάδων πριν από την πτώση και το θάνατο του Αλή Πασά το 1822. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι πληθυσμοί των Αρβανιτόβλαχων δεν αντιμετώπισαν τις καταπιέσεις και τις διώξεις που βίωσαν άλλοι πληθυσμοί και ανάμεσά τους και Βλάχοι, κατά την περίοδο της κυριαρχίας του Αλή Πασά. Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως ο Αλή βοήθησε στη δημιουργία του Μπιτσικόπουλου, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι σχέσεις ανάμεσα στον Αλή Πασά και τους Αρβανιτόβλαχους ήταν σχετικά αγαθές. Ο Αλή είχε κατακλέψει από διάφορους Τουρκαλβανούς μπέηδες και Βλάχους τσελιγκάδες χιλιάδες ζώα. Ο Pouqueville αναφέρει πως γύρω στα 1815 ο Αλή Πασά είχε στην κυριότητά του 2.000.000 κεφάλια αξίας περίπου 2.000.000 πιάστρων. Ο Αλή είχε γίνει ο μεγαλύτερος αρχιτσέλιγκας της επικράτειας του. Χρειαζόταν ικανούς τσοπαναραίους για την φύλαξή αυτών των κοπαδιών. Το ρόλο αυτό φαίνεται πως ανέλαβαν κάποιες ισχυρές και μάλλον πιστές σε αυτόν φάρες Αρβανιτόβλαχων.407
Όταν πια, από το 1820, ο Αλή Πασάς βρισκόταν σε πολεμική σύγκρουση με τα στρατεύματα που έστειλε ο σουλτάνος Μαχμούτ για να τον εξουδετερώσουν, θα πρέπει να άρχισαν τα προβλήματα και για τους Αρβανιτόβλαχους, καθώς βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις αρπαγές και τις επιτάξεις των στρατευμάτων των αντίπαλων πλευρών. Τα κοπάδια και οι αγέλες των φορτηγών ζώων ήταν η μόνη παραγωγική περιουσία τους, αλλά έγιναν σίγουρα στόχος των συνεχώς μετακινούμενων στρατευμάτων, ατάκτων και μη. Μπορεί τα καλοκαίρια να βρίσκονταν στην ασφάλεια των βουνών, κατά τη διάρκεια όμως των δύο ετήσιων μετακινήσεων και κατά την περίοδο της παραμονής τους στα χειμαδιά ήταν εκτεθειμένοι σε κάθε κίνδυνο. Επιπλέον είχαν να αντιμετωπίσουν τις ληστρικές ομάδες, που μέσα στα πολεμικά γεγονότα δρούσαν ανεξέλεγκτα σε όλη την παλαιότερη επικράτεια του Αλή Πασά. Όταν μάλιστα το 1821 ξέσπασε και η ελληνική επανάσταση, οι περιουσίες και οι οικογένειές τους βρίσκονταν σε ακόμη πιο επισφαλή θέση, εξαιτίας της γενικότερης πολεμικής αναστάτωσης που επέφερε. Η καταστροφή και η ερήμωση του Μπιτσικόπουλου από ληστές, στα 1840, είναι ίσως η πλέον ενδεικτική περίπτωση.
Έτσι, κάτω από αυτές τις συνθήκες, στις αρχές της δεκαετίας του 1820, ξεκίνησαν οι πρώτες μαζικές έξοδοι των Αρβανιτόβλαχων προς τη Μακεδονία. Δυστυχώς, δεν έχει εντοπιστεί κάποια πολύ αξιόπιστη καταγραφή αυτών των εξόδων. Ωστόσο αρκετά και σημαντικά στοιχεία μπορούν να αντληθούν από προφορικές παραδόσεις, που είχαν διασωθεί ανάμεσα στους κατοίκους των βλάχικων εγκαταστάσεων στο Βέρμιο.408 Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις παραδόσεις, ένα αρκετά μεγάλο φαλκάρι Αρβανιτόβλαχων έφτασε στην ορεινή περιοχή του Μοριχόβου, στα βορειοδυτικά της Έδεσσας, γύρω στα 1822. Το φαλκάρι αυτό φέρεται να οδηγήθηκε στο Μορίχοβο κάτω από την ηγεμονία των Τζεγκαίων, μίας δυναμικής οικογένειας αρχιτσελιγκάδων. Στις παραδόσεις αυτές αναφέρεται αόριστα πως οι προηγούμενες εστίες αυτών των φυγάδων βρίσκονταν στην περιοχή του Νταγκλί και της Κολωνίας, δίχως ιδιαίτερο προσδιορισμό κάποιων χωριών ή οικισμών. Ωστόσο, η προσωνυμία Φρασαριώτες, που χρησιμοποιούν οι άλλοι Βλάχοι της Κεντρικής Μακεδονίας, όταν αναφέρονται σε αυτούς και τους απογόνους τους, μπορεί να είναι ενδεικτική για την υπόθεση πως προέρχονταν είτε από την ίδια τη Φράσαρη είτε από τη γύρω από αυτή περιοχή. Δε μπορούμε να γνωρίζουμε ποια ακριβώς ήταν η δύναμη αυτού του φαλκαριού σε οικογένειες και κοπάδια, αν και στην καταγραφή των προφορικών παραδόσεων αναφέρονται 200 οικογένειες και 50.000 πρόβατα. Οι αριθμοί αυτοί ίσως να ανταποκρίνονται στα δεδομένα μετά το σχηματισμό και την εδραίωση της εγκατάστασής τους στο Μορίχοβο, αφού προστέθηκαν στην αρχική ομάδα και άλλες μικρότερες αρβανιτοβλάχικες φάρες και φαλκάρια. Σύμφωνα με κάποια άλλη καταγραφή αυτής της εξόδου το αρχικό φαλκάρι μετακινήθηκε σταδιακά προς την περιοχή του Μοριχόβου.409 Αρχικά, παρέμειναν για κάποιο απροσδιόριστο χρόνο στη θέση Λαπουσνέτς κοντά στη Φλώρινα, η οποία πρέπει να ταυτίζεται με τη θέση Λοπουσέτς της κοινότητας Σκοπιάς. Από εκεί τράβηξαν για το Μορίχοβο και τα υψώματα του Καϊμάκτσαλαν ή Νίτσε, του ελληνικού Βόρρα. Εκεί πια δημιούργησαν ένα νέο θερινό καλυβικό οικισμό στη θέση Τσιακούρα ή Τσεκούρα, ο οποίος σε πολλούς χάρτες και μεταγενέστερες αναφορές ταυτίζεται με τον καλυβικό οικισμό Καλύβια Παπαδιάς ή απλά Παπαδί. Θα πρέπει βέβαια να εξετάσουμε την περίπτωση ο οικισμός που δημιούργησαν στην Τσιακούρα να μην ήταν ο μοναδικός, αλλά απλά ο σημαντικότερος και κεντρικότερος από μία ομάδα μικρών καλυβικών οικισμών, που δημιούργησαν στα υψώματα του Βόρρα για τις ανάγκες της βοσκής των κοπαδιών τους.
Θα πρέπει, όμως, να εξετάσουμε τις εγκαταστάσεις των Αρβανιτόβλαχων στο Μορίχοβο σε σχέση και με τις άλλες ομάδες νομαδοκτηνοτρόφων, Βλάχων και μη, που έφτασαν στην περιοχή την ίδια περίπου εποχή, αλλά και σε σχέση με προϋπάρχουσες βλάχικες εγκαταστάσεις. Είναι σίγουρο πως στην περιοχή του Μοριχόβου ήρθαν σε επαφή με βλάχικα φαλκάρια που είχαν προηγηθεί και που προέρχονταν από την περιοχή του Γράμμου και αρκετά αργότερα με Σαρακατσαναίους. Ωστόσο, οι Αρβανιτόβλαχοι θα πρέπει να ήταν η πολυπληθέστερη ομάδα νομάδων κτηνοτροφών του Μοριχόβου καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αν μάλιστα δεχτούμε πως η δημοτική ποίηση μπορεί να διασώζει πραγματικά ιστορικά γεγονότα, τότε θα πρέπει να δεχτούμε πως ήδη από την αρχική φάση της εγκατάστασης των Αρβανιτόβλαχων στο Μορίχοβο είχε δημιουργηθεί κάποια πληθυσμιακή συμφόρηση ανθρώπων και κοπαδιών, με αποτέλεσμα μία ομάδα 60 περίπου οικογενειών κάτω από την αρχηγεία του τσέλιγκα Βασίλη ή Σέρμπου να φύγει το 1837 από την Τσιακούρα και να δημιουργήσει μία νέα θερινή εγκατάσταση στο βόρειο Βέρμιο, στη θέση των ερειπίων του χωριού Σέλι, το οποίο είχε καταστραφεί με τα γεγονότα της επανάστασης το 1822. Αυτή η ομάδα έθεσε τα θεμέλια του μεγαλύτερου ορεινού αρβανιτοβλά- χικου οικισμού στην Κεντρική Μακεδονία, του Ανω Βερμίου (Σέλια ντιν Σους).410 Γύρω στα 1878 ο οικισμός στην Τσιακούρα διασπάστηκε με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν νέες ορεινές καλυβικές εγκαταστάσεις, όπως στο Πάτημα (Πατιτσίνα) στις νότιες πλαγιές του Βόρρα, στο Ανω Γραμματικό (Καλίβιλι ντιν Γραμματίκοβα) και στον Άγιο Δημήτριο Έδεσσας (Κίντροβα) στις βόρειες πλαγιές του Βερμίου, και στην Ελαφίνα (Σπουρλίτα) στα Πιέρια. Όσο για τις ανάγκες της χειμερινής βοσκής των κοπαδιών τους, από την αρχική ακόμη φάση της εγκατάστασής τους στη Μακεδονία, στράφηκαν προς τα πεδινά της Βέροιας και της Κατερίνης, εκεί όπου αναζήτησαν χειμαδιά και οι Βλάχοι που βρέθηκαν στο Βέρμιο, προερχόμενοι από τα ημινομαδικά βλαχοχώρια των Γρεβενών. Η ιστορική συνέχεια των Αρβανιτόβλαχων που βρέθηκαν τότε στο Μορίχοβο, το Βέρμιο και τα Πιέρια θα μας απασχολήσουν εκτενέστερα σε επόμενα κεφάλαια.411
Βέβαια τα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια που βρέθηκαν εκείνη την περίοδο στο Μορίχοβο και το Βέρμιο δεν ήταν τα μόνα που εγκατέλειψαν τις προηγούμενες εστίες τους, για να στραφούν προς βορειότερες περιοχές. Κάποιες άλλες φάρες και φαλκάρια στράφηκαν προς τον ορεινό όγκο του Μοράβα, στα ανατολικά της Κορυτσάς. Εκεί, κάτω από την ηγεμονία των αρχιτσελιγκάδων Μπαλιμάτση ή Μπαλαμάτση, δημιούργησαν νέες θερινές εγκαταστάσεις με σημαντικότερη αυτή στην Άνω Πλεάσα. Αυτοί που τότε βρέθηκαν στις πλαγιές του Μοράβα στράφηκαν για χειμαδιά στην ανατολική Θεσσαλία, στις περιοχές του Αλμυρού και του Σέσκλου. Το 1880 ο I. Λαμπρίδης αναφέρει την ύπαρξη τριών βλάχικων θερινών καλυβικών εγκαταστάσεων κοντά στην Κορυτσά, στο τμήμα του Δεβολίου, των οποίων οι κάτοικοι κατέβαιναν το χειμώνα στη Θεσσαλία. Τις αναφέρει με τα ονόματα Καλύβια Γιαννούλη Βλάχου, Καλύβια Σπύρου Βλάχου και Καλύβια Πήτου Βλάχου, δίχως να δίνει περισσότερα στοιχεία για αυτές.412 Οι τρεις αυτές καλυβικές εγκαταστάσεις θα πρέπει να ταυτίζονται με τις αρβανιτοβλάχικες εγκαταστάσεις που αναφέρει ο G. Weigand, μερικά χρόνια αργότερα, στις θέσεις Άνω Πλεάσα, Στροπάνι και Μοράβα.413
Ο Σ. Λιάκος, κάνοντας κάποια αναφορά για την καταγωγή των αστών Βλάχων της Κορυτσάς, επισημαίνει πως σύμφωνα με κάποια γραπτή μαρτυρία που είχε εντοπίσει και που χρονολογούνταν από το 1867 εκτός από τους Μοσχοπολίτες υπήρχαν και Βλάχοι που προέρχονταν από το χωριό Σιάλεσι (Shallës) της Κολώνιας, το οποίο χαρακτηρίζει ως πρώην αρβανιτοβλάχικη εγκατάσταση.414 Ο Π. Αραβαντινός αναφέρει πως η εγκατάσταση των Σιαλεσαίων και πολλών Μοσχοπολιτών στην Κορυτσά έγινε μάλλον με κάποια οργάνωση, όταν μετά το 1834 επικράτησε σχετική ηρεμία στην περιοχή. Οιέποικοι αυτοί δημιούργησαν τη συνοικία της αγοράς στην Κορυτσά, το Βαρόσι.415Αν αναλογιστούμε πως οι Αρβανιτόβλαχοι, που στις αρχές του 19ουαιώνα έφτασαν στην περιοχή της Κορυτσάς, συνέβαλαν κατά πολύ στη δημιουργία της χριστιανικής αστικής τάξης της Κορυτσάς, τότε, με κάποια ίσως επιφυλακτικότητα, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως μία από τις εστίες εκκίνησής τους βρισκόταν και στο Σιάλεσι.
Όταν προς τα τέλη του 18ου αιώνα καταστράφηκαν τα βλαχοχώρια του Γράμμου και οι περισσότεροι από τους κατοίκους τους τα εγκατέλειψαν, κάποιοι άλλοι Βλάχοι ήρθαν με τα κοπάδια τους στα άδεια θερινά λιβάδια αυτού του βουνού. Ήταν κυρίως αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια, που και αυτά, με τη σειρά τους, είχαν αναγκαστεί να μετατοπιστούν στο Γράμμο. Έχουμε την πληροφορία πως στα 1845 μία ομάδα 10 με 15 αρβανιτοβλάχικων οικογενειών προσκλήθηκε να εγκαταλείψει το Γράμμο και να εγκατασταθεί στο Μεγάροβο, στις πλαγιές του Περιστεριού, δυτικά του Μοναστηριού. Η μετεγκατάστασή τους αποσκοπούσε στο να καλυφθούν οι ανάγκες των κτηνοτροφών του Μεγάροβου σε τσοπαναραίους, καθώς τα βλαχοχώρια της Πελαγονίας στις πλαγιές του Περιστεριού είχαν αρχίσει να αναπτύσσονται σε κοινότητες εμποροβιοτεχνών, με συνέπεια την έλλειψη εργατικών χεριών.416
Παρόμοιες μετακινήσεις και εγκαταστάσεις αρβανιτοβλάχικων πληθυσμιακών ομάδων σημειώθηκαν προς τα περισσότερα από τα βλαχοχώρια της δυτικής και βόρειας Μακεδονίας. Μία από τις πιο αξιόλογες περιπτώσεις είναι η εγκατάσταση μίας αρκετά μεγάλης ομάδας ανάμεσα στους παλαιότερους Βλάχους κατοίκους της Νιζόπολης, δίπλα στο Μεγάροβο, με αποτέλεσμα οι Αρβανιτόβλαχοι να αποτελούν πια ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρος των κατοίκων του χωριού. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν η Νιζόπολη εκκενώθηκε και καταστράφηκε, οι κάτοικοι της, Αρβανιτόβλαχοι και μη, μετακινήθηκαν στην Κατερίνη, όπου αρκετοί τελικά παρέμειναν οριστικά.
Μία άλλη ενδεικτική περίπτωση είναι αυτή του χωριού Άνω Μπεάλα, δυτικά της Στρούγκας, στην π.Γ.Δ.Μ., δίπλα στα σύνορα με την Αλβανία. Τα κοπάδια των μόνιμων Βλάχων κατοίκων του χωριού τα φρόντιζαν νομάδες Αρβανιτόβλαχοι, και για την ακρίβεια Μουζακιαραίοι που μετακινούνταν ανάμεσα στην Άνω Μπεάλα και την παραλιακή πεδιάδα της Μουζακιάς, στην Κεντρική Αλβανία. Η αρχική ομάδα των Αρβανιτόβλαχων που έφτασε στην Άνω Μπεάλα αριθμούσε γύρω στα 150 άτομα. Όταν κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα η ομάδα αυτή προσπάθησε να εγκατασταθεί μέσα στην Άνω Μπεάλα συνάντησε την αντίθεση των παλαιότερων και εδραίων Βλάχων κατοίκων. Παρά τις προστριβές, μετά από διαπραγματεύσεις μπόρεσαν να εγκατασταθούν μέσα στο χωριό και αρχικά μόνο για τους θερινούς μήνες. Σιγά σιγά, κάποιες από αυτές τις οικογένειες αγόρασαν σπίτια στην Άνω Μπεάλα από τους παλαιότερους Βλάχους κατοίκους που εξισλαμίστηκαν και εγκατέλειψαν το χωριό. Σταδιακά, το αρχικό φαλκάρι τους διασπάστηκε και μικρές ομάδες οικογενειών βρέθηκαν και στην Κάτω Μπεάλα, αλλά και στα γειτονικά μη βλάχικα χωριά Βέφτσανι, Βίσνι, Ποντγκόρτσι και Λαμπουνίστα.417 Στις αρχές του 20ου αιώνα οι οικογένειες των Αρβανιτόβλαχων ήταν πια γύρω στις 40 με 50, ενώ 10 περίπου οικογένειες, οι πιο εύπορες, είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στο χωριό και αφομοιώθηκαν από τους παλαιότερους και εδραίους Βλάχους κατοίκους.418 Αρβανιτόβλαχοι έφτασαν και εγκαταστάθηκαν μέχρι το Κρούσοβο, όπου η ομάδα τους ήταν γνωστή με το ιδιαίτερο όνομα Πολονάκοι.419 Αρβανιτόβλαχοι εγκαταστάθηκαν σταδιακά δίπλα στις βλάχικες αστικές παροικίες της Αχρίδας και του Μοναστηριού.
Πέρα όμως από τους Αρβανιτόβλαχους που βρέθηκαν συνδεδεμένοι με τα μόνιμα βλαχοχώρια και τις βλάχικες παροικίες των μεγάλων πόλεων, κάποια ανεξάρτητα φαλκάρια εμφανίζονταν στην περιοχή μόνο κατά τους θερινούς μήνες και σχημάτιζαν θερινούς καταυλισμούς στα ορεινά της περιοχής, όπως αυτούς που αναφέρουν οι Thompson και Wace πως υπήρχαν στις αρχές του 20ου αιώνα στις πλαγιές της Γκαλισίτσας ή Πέτρινου, ανάμεσα στις λίμνες της Αχρίδας και της Μεγάλης Πρέσπας, στις θέσεις Ιλίνο και Λέβα Ρέκα.420 Από αυτά τα ανεξάρτητα φαλκάρια θα πρέπει πιθανά να προερχόταν η μικρή ομάδα των Αρβανιτόβλαχων που αναφέρεται να εγκαταστάθηκε οριστικά στο Γκόπεσι ανάμεσα στο 1913 με 1920.421 Κάποια ανεξάρτητα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια βρέθηκαν και σε βορειότερες περιοχές της π.Γ.Δ.Μ. μέχρι την πόλη των Σκοπίων και την πεδιάδα του Κουμάνοβου.
Εκτός από τις συνοικήσεις Αρβανιτόβλαχων με άλλους Βλάχους είχαμε και περιπτώσεις συνοικήσεων με Αρβανίτες. Το 1841 κάποιοι Αρβανιτόβλαχοι μαζί με πολυπληθέστερους Αρβανίτες και κάποιους λιγότερους Γκραίκους δημιούργησαν το χωριό Δροσοπηγή, την παλιά Μπελκαμένη, και το 1861 το χωριό Φλάμπουρο, την παλιά Νεγκοβάνη ή Νιγκουβάνλι στα βλάχικα.422 Οι πρώτοι οικιστές αυτών των δύο χωριών της Φλώρινας προέρχονταν από το χωριό Πληκάτι της Κόνιτσας, στις νότιες πλαγιές του Γράμμου. Εκεί, ανάμεσα στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, κατά την περίοδο των γενικότερων καταστροφών διάφορων οικισμών και των μετακινήσεων πολλών χριστιανικών πληθυσμών, βλάχικων και μη, βρέθηκαν να έχουν καταφύγει Αρβανίτες και Αρβανιτόβλαχοι προερχόμενοι από το Νταγκλί και την Κολώνια. Ανάμεσά τους ίσως είχαν βρεθεί και Βλάχοι από τα κατεστραμμένα βλαχοχώρια του Γράμμου, Γράμμουστα και Νικολίτσα. Ωστόσο, ο κύριος όγκος του πληθυσμού του Πληκατίου ήταν Αρβανίτες. Το 1839, λόγω των πιέσεων των Τουρκαλβανών της Κολώνιας, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που είχε συγκεντρωθεί στο Πληκάτι, έφυγε αναζητώντας ασφαλέστερες περιοχές προς τη Μακεδονία.423 Οι δύσκολες καταστάσεις που βίωσαν τότε οι κάτοικοι του Πληκατίου θα πρέπει να ήταν ανάλογες με αυτές που είχαν ως αποτέλεσμα την ταυτόχρονη καταστροφή και ερήμωση του Μπιτσικόπουλου. Οι οικογένειες των Αρβανιτόβλαχων που βρέθηκαν τελικά στη Δροσοπηγή και το Φλάμπουρο πρέπει να κατάγονταν ή να είχαν τις παλαιότερες εστίες τους σε διάφορα μέρη της Ηπείρου και όχι μόνο στο Πληκάτι, όπως τον Παρακάλαμο και τη Φούρκα στο νομό Ιωαννίνων, αλλά και σε διάφορα χωριά της Βορείου Ηπείρου, κυρίως στην περιοχή της Κολωνίας, όπως τα χωριά Φράσαρη, Ραντιμίστι, Μπαρμάσι, Κιαφζέζι, Στίκα, Κιουτέζα και Δάρδα.424 Ορισμένοι Αρβανιτόβλαχοι βρέθηκαν την ίδια περίπου περίοδο ή και νωρίτερα και στο Λέχοβο, ένα άλλο αρβανιτοχώρι της Φλώρινας.425 Ο ερευνητής των Βλάχων Σ. Διάκος αναφέρει πως οι Βλάχοι που συνέβαλαν στη δημιουργία του Φλάμπουρου και της Δροσοπηγής είχαν βρει καταφύγιο στο Πληκάτι, όπως και στα γειτονικά χωριά Πλαγιά και Χιονιάδες, μετά την καταστροφή των προηγούμενων εστιών τους στον οικισμό Βάλιανη. Σημειώνει πως η Βάλιανη ήταν αρβανιτοβλάχικος οικισμός και βρισκόταν στις δυτικές, σήμερα αλβανικές, πλαγιές του Γράμμου, στα ανατολικά της Ερσέκας.426 Αν και σήμερα το Πληκάτι φέρεται να είναι το μοναδικό αρβανίτικο χωριό της επαρχίας Κόνιτσας, το 1865 ο Αραβαντινός αναφέρει πως οι 90 οικογένειες που κατοικούσαν τότε στο Πληκάτι ήταν Βλάχοι.427 Η αναφορά του Σ. Λιάκου για τη Βάλιανη δεν πρέπει να είναι εντελώς αβάσιμη. Θα πρέπει να θεωρείται σίγουρο πως εκείνη την εποχή ύστερα από τις διάφορες καταστροφές, σημειώθηκαν ομαδικές πληθυσμιακές μετακινήσεις, μικρές όμως σε μέγεθος, που δεν άφησαν ιδιαίτερα ίχνη. Η εγκατάσταση βλάχικων προσφυγικών ομάδων για κάποια έστω χρόνια σε διάφορα χωριά της νότιας πλευράς του Γράμμου, που σήμερα δε θεωρούνται βλάχικα, έρχεται να ενισχυθεί και από σχετική αναφορά του F. Pouqueville. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ο Pouqueville επισημαίνει την εγκατάσταση στο χωριό Λυκόρραχη ή Κεφαλοχώρι (Λούψικο ή Λούμπισκο) της Κόνιτσας μίας ομάδας 70 οικογενειών, οι οποίες, όπως αναφέρει, είχαν καταφύγει εκεί προερχόμενες από τη Μοσχόπολη.428 Σήμερα βέβαια δεν υπάρχει κανένα ίχνος αυτή της βλάχικης εγκατάστασης στη Λυκόρραχη και το πιο πιθανό είναι ότι οι Βλάχοι πρόσφυγες που είχαν καταφύγει εκεί αναγκάστηκαν και πάλι να μετακινηθούν.
Αρβανιτόβλαχοι της ίδιας προέλευσης με αυτούς που βρέθηκαν στα ανατολικά της Κορυτσάς, στο Μοράβα, θα πρέπει να ήταν αυτοί που στη διάρκεια του α' μισού του 19ου αιώνα βρέθηκαν εγκατεστημένοι και στο Πισοδέρι, για να καταλήξουν να αφομοιωθούν με τους παλαιότερους Βλάχους του χωριού.429 Οι θερινές βοσκές των βουνών γύρω από τις λίμνες των Πρεσπών και της Αχρίδας συνέχισαν να προσελκύουν λιγότερο οργανωμένα αρβανιτοβλάχικα φαλκάρια μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα. Νομάδες Αρβανιτόβλαχοι θα πρέπει να είναι οι 30 βλάχικες οικογένειες που στην πατριαρχική απογραφή των βλάχικων πληθυσμών του 1905 καταγράφονται να κατοικούν στο χωριό Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι) της Φλώρινας,430 προφανώς δίπλα στους εδραίους σλαβόφωνους χριστιανούς κατοίκους.
Τα κύματα μετακίνησης Αρβανιτόβλαχων προς τη Μακεδονία συνεχίστηκαν και μετά την απελευθέρωση της το 1912, ιδιαίτερα μετά το 1918-19 και τον τερματισμό των πολεμικών γεγονότων του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Μικρές ομάδες αρβανιτοβλάχικων οικογενειών από αυτές που βρέθηκαν ή πέρασαν εκείνη την περίοδο από το αλβανικό στο ελληνικό έδαφος στράφηκαν σταδιακά για νέες θερινές και χειμερινές εγκαταστάσεις στο νομό Πέλλας και εξελικτικά οι περισσότεροι βρέθηκαν, ήδη από το μεσοπόλεμο, εγκαταστημένοι στην Κρύα Βρύση των Γιαννιτσών. Η πορεία τους θα παρουσιαστεί εκτενέστερα σε επόμενα κεφάλαια. Μετά τη λήξη του Εμφυλίου και από το 1951 εγκαταστάθηκε οριστικά στη Μακεδονία το τελευταίο κύμα νομάδων Αρβανιτόβλαχων. Με την καθοδήγηση και τη βοήθεια του κράτους ένας σημαντικός αριθμός χωριών της Φλώρινας και της Καστοριάς, που είχαν ερημώσει λόγω των γεγονότων του Εμφυλίου, εποικίστηκαν από Αρβανιτόβλαχους. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν περάσει στο ελληνικό έδαφος μετά την οριστική χάραξη των συνόρων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία. Χάνοντας τα θερινά τους λιβάδια, που παρέμειναν στο αλβανικό έδαφος, βρέθηκαν σκορπισμένοι κυρίως στην ελληνική Ήπειρο. Την περίοδο του μεσοπολέμου, πολλοί από αυτούς που συνέχισαν τη νομαδική κτηνοτροφική ζωή αναζήτησαν θερινά λιβάδια στην ελληνική πλευρά του Γράμμου και σε ορεινές περιοχές της Φλώρινας και της Καστοριάς, ενώ το χειμώνα κατέβαιναν κυρίως στη Θεσπρωτία. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το κράτος, θέλοντας να ενισχύσει πληθυσμιακά τις παραμεθόριες περιοχές, βοήθησε στη μόνιμη και οριστική εγκατάσταση αυτών των περιπλανώμενων ακόμη Αρβανιτόβλαχων σε χωριά γύρω από τις Πρέσπες. Έτσι σήμερα βρίσκουμε Αρβανιτόβλαχους στα χωριά Βροντερό (Γκάσντανη), Πύλη (Βίνενη), Άγιο Γερμανό (Γέρμαν), Καλλιθέα (Ρουντάρι), Καρυές, Οξυά (Μπουκόβικ) και Κρυσταλλοπηγή (Σμαρδέσι) της Φλώρινας και Ιεροπηγή (Κοστενέτσι) και Δενδροχώρι (Δίμπενη) της Καστοριάς. Σε κάποια από αυτά είναι οι μόνοι κάτοικοι, όπως στο Βροντερό, την Κρυσταλλοπηγή και την Ιεροπηγή, ενώ στα άλλα αποτελούν ένα μόνο μέρος των κατοίκων.
Θα πρέπει να επισημανθεί πως στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα η διασπορά και η ενσωμάτωση μικρών ομάδων Αρβανιτόβλαχων σε όλα σχεδόν τα βλαχοχώρια και τις εγκαταστάσεις της νότιας Βαλκανικής ήταν μάλλον ο κανόνας. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της ομάδας των Αρβανιτόβλαχων που εγκαταστάθηκαν και συνδέθηκαν με τη Φούρκα της Κόνιτσας.431 Οι μεγάλοι Βλάχοι τσελιγκάδες αναζήτησαν ανάμεσα στους Αρβανιτόβλαχους επιδέξιους πιστικούς για τις ανάγκες των κοπαδιών τους. Ωστόσο, οι κτηνοτροφικές ικανότητες και τεχνογνωσία των Αρβανιτόβλαχων δεν ήταν τα μόνα κριτήρια για την πρόσληψή τους από τα άλλα βλάχικα τσελιγκάτα. Η γνώση της αλβανικής γλώσσας και οι διασυνδέσεις τους με τους τότε Τουρκαλβανούς κυρίως ληστές στάθηκαν εξίσου σημαντικά προσόντα για την αποτροπή των συχνών τότε ληστρικών επιθέσεων.432
407. Σιμόπουλος, ό.π., σελ. 348-349,400.
408. Χιονίδης, Γεώργιος X., «Οι ανέκδοτες αναμνήσεις του Γιώτη, (Παναγιώτη), Ναούμ για τους Βλάχους της Ηπείρου και της Μακεδονίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα και για την επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία», Μακεδονικά ΚΔ', Θεσσαλονίκη 1984, σελ.61-66.
409. Capidan, ό.π., σελ.63,74-75.
410. Χιονίδης ό.π., σελ.79. Παδιώτης, Γεώργιος, «Fărşeroteşti, Τραγούδια Φαρσαριωτών- Αρβανιτόβλαχων», Τοπικοί Πολιτισμοί αρ.2, Εταιρεία Αρωμανικού (Βλάχικου) Πολιτισμού, Αθήνα 1991, σελ.73.
411. Βλέπε: «Οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας».
412. Λαμπρίδης I., «Περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων», μέρος Β', Εν Αθήναις 1880, σελ.235.
413. Weigand, ό.π., σελ.289.
414. Walker, Mary Adelaide, «Διά της Μακεδονίας ως τις αλβανικές λίμνες, Οχρίδα και Μαλίκης», Μετάφραση: Κ. Πύρζας, Θεσσαλονίκη 1973, σελ.137.
415. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Α', ό.π., σελ.116.
416. Κίζας, Γεώργιος, «Μεγάροβο», Μακεδονικό Ημερολόγιο, Αθήνα 1910, σελ.239-250.
417. Trajanovski, Todor, «Vlazkite rodovi vo Struzko», Skopje 1979, σελ.29,66.
418. Τοπάλης Α., «Τα χωριά Άνω και Κάτω Μπεάλα. Η λιμνολεκάνη Στρούγκας Αχρίδας», Μακεδονικά, Θεσσαλονίκη 1972, σελ.432-433,440. Trajanovski, ό.π„ σελ.66-68.
419. Μπάλλας, ολ., σελ.20.
420. Wace, Alan J.B.-Thompson, Maurice S., «Οι Νομάδες των Βαλκανίων, Περιγραφή της ζωής και των εθίμων των Βλάχων της Βόρειας Πίνδου», Φ.Ι.ΛΟ.Σ. Τρικάλων, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1989, σελ.216-217.
421. Trifunovski, Jovan, «Gopes», (σλαβομακεδονικά), Faculte de Philosophic de l’Universite de Skopje, Tome 10 (1957), Skopje, σελ.259-266.
422. Ανωνύμου, «Η Νεγοβάνη», Μακεδονικό Ημερολόγιο 1908, σελ.218.
423. Hâciu, Anastase Ν., «Aromânii», Foscani 1936, σελ. 171-173. Στυλίδης, Χαράλαμπος I., «Το χωριό Φλάμπουρο (Νεγοβάνη), Ν. Φλώρινας», Θεσσαλονίκη 1990.
424. Στυλιάδης, ό.π., σελ.28-29, 35-41, 46-47.
425. Οικονόμου, Παντελής Π., «Το Λέχοβο στην ιστορική του πορεία», Θεσσαλονίκη 1976, σελ.7-11.
426. Λιάκος, Σ.Ν., «Τα 150 ονόματα των οικισμών της Λύγκου. Τεκμήρια καταγωγής των προ το 1912 κατοίκων της Μακεδονίας ειδικά και της Μικρευρώπης γενικά», Μικροευρωπαϊκές Μελέτες 10, Θεσσαλονίκη 1961, σελ.49.
427. Αραβαντινός, Μονογραφία, ό.π., σελ.49.
428. Pouqueville, F., «Ταξίδι στην Ελλάδα, Τα ηπειρωτικά», Τόμος Α', Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1994, σελ.169.
429. Hâciu, ό.π., σελ. 171. Βακαλόπουλος Κωνσταντίνος Α., «Ο βόρειος ελληνισμός κατά την πρώιμη φάση του Μακεδονικού Αγώνα, 1878-1894. Απομνημονεύματα Αναστάσιου Πηχέωνα», ΙΜΧΑ 196, Θεσσαλονίκη 1983, σελ.285.
430. Πατριαρχικό Τυπογραφείο, ό.π., σελ. μδ'.
431. Βλέπε κεφάλαιο: «Κρύα Βρύση Γιαννιτσών».
432. Αρσενίου, Λαζ. Αρσ., «Τα τσελιγγάτα», Β' έκδοση, Αθήναι 1972, σελ.33-34.
ΟΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ Η ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΤΩΝ ΒΛΑΧΩΝ
Δ. ΟΙ AΡΒΑΝΙΤΟΒΛΑΧΟΙ
4. Οι Αρβανιτόβλαχοι στην Ηπειρο και την Αλβανία μετά το 1821
Παρά τις όποιες διώξεις και τις σίγουρες μετακινήσεις ο κύριος όγκος των Αρβανιτόβλαχων παρέμεινε στις περιοχές της Ηπείρου και της Αλβανίας. Ο Π. Αραβαντινός υπολογίζει πως γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα ο πληθυσμός των νομάδων Αρβανιτόβλαχων στην Ήπειρο, βόρεια και νότια, ήταν κάπου ανάμεσα στις 1.500 με 2.000 οικογένειες.389 Σε αναλυτικότερες καταγραφές του αναφέρει πως 500 περίπου οικογένειες νομάδων Αρβανιτόβλαχων βρίσκονταν σκορπισμένες σε διάφορα χωριά της Πρεμετής, όπου και σήμερα υπάγεται διοικητικά η περιοχή του Νταγκλί. Κάνει κάποια ιδιαίτερη αναφορά για 20 οικογένειες Αρβανιτόβλαχων μόνιμα εγκατεστημένων στο χωριό Οστρίτσα (Odriçan), το οποίο σήμερα υπάγεται στην επαρχία Πρεμετής. Επίσης επισημαίνει την ύπαρξη άλλων 200 οικογενειών νομάδων Αρβανιτόβλαχων στην περιοχή της Αυλώνας, πέρα από 20 οικογένειες Βλάχων στην πόλη της Αυλώνας και άλλες 40 οικογένειες Αρβανιτόβλαχων στη γειτονική Σελενίτσα (Seleniçë). Οι οικογένειες της Σελενίτσας ζούσαν σταθερά εκεί δουλεύoντας στα ορυχεία της πίσσας και κυρίως ως αγωγιάτες.390 Ο I. Λαμπρίδης αναφέρει ότι γύρω στα 1888 υπήρχαν 143 αρβανιτοβλάχικες οικογένειες στο Μετζιτιέ, το σημερινό Κεφαλόβρυσο Πωγωνίου, 19 οικογένειες στα Καλύβια Πογδόριανης, σημερινό Παρακάλαμο (Πογδόριανη) Ιωαννίνων και 16 οικογένειες στον οικισμό Λουτρό κοντά στον Παρακάλαμο. Όλες αυτές οι οικογένειες προέρχονταν από το Μπιτσικόπουλο, το οποίο καταστράφηκε και εγκαταλείφθηκε ύστερα από ληστρικές επιθέσεις γύρω στα 1840.391
Στα 1853, οι οθωμανικές αρχές βοηθούν στη δημιουργία ενός νέου οικισμού για τους Αρβανιτόβλαχους του Μπιτσικόπουλου. Το νέο χωριό που θεμελιώθηκε όχι πολύ μακριά από το παλιό ονομάστηκε Μετζιτιέ, τιμώντας τον τότε σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α'.392 Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος των Αρβανιτόβλαχων του Μπιτσικόπουλου είχαν φύγει για το νεοσύστατο τότε ελληνικό κράτος, για να δημιουργήσουν αργότερα τα επτά σημερινά βλαχοχώρια της Αιτωλοακαρνανίας. Πολλοί όμως Αρβανιτόβλαχοι του Μπιτσικόπουλου σκόρπισαν σε μικρότερες ομάδες και βρίσκονται ακόμη εγκατεστημένοι σε διάφορα χωριά κυρίως του Πωγωνίου αλλά και των Κουρέντων. Το 1878, μετά τη συμμετοχή τους στο τότε επαναστατικό κίνημα, ένας σημαντικός αριθμός Αρβανιτόβλαχων κατέφυγε στην Κέρκυρα, αλλά και τη Λευκάδα, τόσο από το ίδιο το Κεφαλόβρυσο ή Μετζιτιέ όσο και από το χειμαδιό που είχαν στο Λυκούρσι των Αγίων Σαράντα. Στην Κέρκυρα οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν λίγο έξω από την πόλη της Κέρκυρας, στη σημερινή συνοικία της Γαρίτσας. Το 1889 ο G. Weigand αναφέρει πως οι Αρβανιτόβλαχοι της Γαρίτσας αριθμούσαν γύρω στις 2.000 ψυχές.393 Αν και εκ των πραγμάτων στην Κέρκυρα έπαψαν να είναι νομαδοκτηνοτρόφοι και πολύ γρήγορα απώλεσαν τη βλάχικη γλώσσα, οι Αρβανιτόβλαχοι της Κέρκυρας διατήρησαν τη μνήμη της βλάχικης καταγωγής τους όπως και το διαφορετικό ενδυματολογικό τους τύπο μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
Το 1880, ο I. Λαμπρίδης μας δίνει τα ονόματα 17 χωριών της Πρεμετής και της περιοχής της Ζαγοριάς όπου κατοικούσαν και Αρβανιτόβλαχοι.394 Τα ονόματα αυτών των χωριών είναι: Τόποβα, Ιλιάρα, Ζέι, Μαλιέσοβο, Μπρέζιανη, Γράμποβο Πέρα, Άργοβα, Μπούχαλη, Λίπα, Ελεούσα, Μαντιλιόνη, Γκίγκαρη, Πουντάρα, Κούταλη, Κοσήνα, Χοτοχόβα και Λιάψκα.395 Για τη Χοτοχόβα μάλιστα μας δίνει αναλυτική καταγραφή των κατοίκων της. Αναφέρει λοιπόν πως κατοικούσαν 34 χριστιανικές οικογένειες, πιθανότατα αλβανόφωνες, 10 οικογένειες Τσιγγάνων, 23 οικογένειες Οθωμανών, πιθανότατα μουσουλμάνων Αλβανών, και 18 οικογένειες Βλάχων. Θα μπορούμε να υποθέσουμε πως ανάλογη ήταν η πληθυσμιακή σύνθεση και των υπόλοιπων χωριών. Στην πατριαρχική απογραφή των βλάχικων πληθυσμών του 1905 αναφέρονται Βλάχοι κάτοικοι, σίγουρα Αρβανιτόβλαχοι, σε 10 χωριά της Πρεμετής που εκκλησιαστικά υπάγονταν στη μητρόπολη Κορυτσάς. Αναφέρονται 187 συνολικά οικογένειες και αναλυτικότερα 25 οικογένειες στην Κοσόβα, 36 οικ. στην Κοσίνα, 20 οικ. στην Κούταλη, 10 οικ. στο Μποντάρι, 20 οικ. στο Μπαντιλιόνι, 20 οικ. στην Πρεμετή, 10 οικ. στην Οδρίτσανη, 20 οικ. στη Χοτοχόβα, 15 οικ. στο Κιλαρίστι και 11 οικ. στο Τρεμπιζίστι.396 Την ίδια περίοδο (1910) και σύμφωνα με στοιχεία των ελληνικών προξενικών αρχών, στο καζά της Πρεμετής αναφέρονται να υπήρχαν συνολικά 247 οικογένειες και περίπου 1.235 Αρβανιτόβλαχοι. Αναλυτικότερα αναφέρονται 10 οικογένειες στη Μπούχαλη, 22 οικογένειες στην Πρεμετή, 20 οικογένειες στο Μπαντιλιόνι, 14 οικ. στη Χοτοχόβα, 25 οικ. στην Κοσόβα, 35 οικ. στην Κοσίνα, 28 οικ. στα χωριά Κούταλη και Μποντάρι, 4 οικ. στην Πρεμίστα (;), 25 οικ. στο Κιλαρίστι, 6 οικ. στο Πριμποσίτι (;), 35 οικ. στη Φράσαρη, 20 οικ. στη Γκορόσιανη και 3 οικ. στη Γορίτσα (;).397 Χαρακτηριστική είναι η κατάσταση που παρουσίαζε το χωριό Ζαβαλιάνη της περιοχής του Νταγκλί το 1906-1907. Στο χωριό κατοικούσαν κυρίως πλούσιοι Τουρκαλβανοί μπέηδες με εντυπωσιακά σπίτια, υπήρχαν επίσης και 10 φτωχές αρβανιτοβλάχικες οικογένειες που διατηρούσαν την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής και τα παιδιά τους πήγαιναν στο εκεί μικρό ελληνικό σχολείο. 398
Παρά τα λάθη και τις παραλήψεις τους, οι στατιστικές του G. Weigand (1889) και του Πατριαρχείου (1905) αποτελούν ίσως τις καλύτερες πηγές για τον εντοπισμό των οικισμών ή καλύτερα των χειμαδιών των Μουζακιαραίων στις κεντρικές περιοχές της σημερινής Αλβανίας. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι Μουζακιαραίοι αποτελούν απλά μία υποομάδα των Αρβανιτόβλαχων, οι οποίοι συνήθιζαν να παραχειμάζουν στις χέρσες τότε πεδινές εκτάσεις της Μουζακιάς ανάμεσα στο Δυρράχιο, την Αυλώνα και το Μπεράτι, κατά μήκος της παραλίας της Αδριατικής και των χαμηλών κοιλάδων των ποταμών Σκούμπη ή Γεννούσου, Σέμαν ή Άψου και Βοϊούσα ή Αώου. Αν και παραμένει άγνωστο πόσο παλιά είναι η πρακτική των Μουζακιαραίων να παραχειμάζουν σε αυτές τις περιοχές, οι ρίζες αυτής της παραδοσιακής πρακτικής μοιάζουν να χάνονται στους μεσαιωνικούς ακόμη χρόνους. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα οι Μουζακιαραίοι σχημάτιζαν εδώ ίσως μέχρι και 50 μικρά και μεγάλα χειμαδιά. Τα περισσότερα από αυτά ήταν ολιγοπληθή και βρίσκονταν δίπλα στους μικρούς και φτωχούς κολιγικούς οικισμούς του κάμπου. Μεγαλύτερες συγκεντρώσεις παρατηρούνταν γύρω από τις πόλεις της Αυλώνας, του Φιερίου, του Μπερατίου, της Λούσνιας, της Καβάγιας και του Δυρραχίου, θα πρέπει όμως να επισημανθεί πως, τουλάχιστον από το 1769 και μετά, σε αυτές τις περιοχές και ιδιαίτερα στις πολιτείες οι νομαδοκτηνοτρόφοι Αρβανιτόβλαχοι - Μουζακιαραίοι συνυπήρχαν με παροικίες εδραίων εμποροβιοτεχνών Βλάχων που βρέθηκαν οριστικά εδώ μετά την καταστροφή της Μοσχόπολης και των βλάχικων οικισμών γύρω από αυτή. Αυτή η συμβίωση, αρχικά τουλάχιστον κατά τους χειμερινούς μήνες, έφερε τις δύο ομάδες σε στενότερη επαφή. Το πέρασμα του χρόνου και οι μεταξύ τους επιγαμίες, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, κάνουν δύσκολο πια το διαχωρισμό τους. Ο Weigand αναφέρει πως γύρω στα 1889 στα 40 χειμαδιά των Μουζακιαραίων που κατέγραψε υπήρχαν 738 νομαδοκτηνοτροφικά σπιτικά και ίσως περισσότερες από 4.000 ψυχές.399 Το 1905 στη στατιστική του Οικουμενικού Πατριαρχείου αναφέρονται 1.352 βλάχικες οικογένειες στην επικράτεια της μητρόπολης Βελεγραδών και 799 βλάχικες οικογένειες στην επικράτεια της μητρόπολης Δυρραχίου. Αν από αυτές τις οικογένειες αφαιρέσουμε τους Βλάχους κατοίκους των πόλεων και των οικισμών με εδραίους Βλάχους κατοίκους, τότε ο αριθμός των νομαδοκτηνοτρόφων Μουζακιαραίων ίσως ήταν γύρω στις 869 οικογένειες, οι οποίες μάλλον αριθμούσαν περισσότερες από 4.500 ψυχές και κατοικούσαν σε 43 χειμαδιά και οικισμούς.400
Τα χωριά που αναφέρονται από το Λαμπρίδη, το Πατριαρχείο, το Weigand και τις ελληνικές προξενικές αρχές δεν αντιπροσωπεύουν σε καμία περίπτωση το σύνολο των οικισμών της Βορείου Ηπείρου - Νοτίου Αλβανίας και της Κεντρικής Αλβανίας όπου κατοικούσαν Αρβανιτόβλαχοι στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Αν μάλιστα αναλογιστούμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα νομαδικό στην πλειοψηφία του πληθυσμό, τότε είναι εύκολο να κατανοήσουμε τη μεγαλύτερη διασπορά του σε δεκάδες χωριά και πόλεις της περιοχής.401 Ιδιαίτερα μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την κολεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας στην Αλβανία και οι τελευταίοι νομάδες Αρβανιτόβλαχοι εγκαταστάθηκαν οριστικά σε διάφορους οικισμούς και κυρίως στα πρώην χειμαδιά τους στις επαρχίες Αγίων Σαράντα, Δέλβινου, Αργυρόκαστρου, Πρεμετής, Κολωνίας, Κορυτσάς, Αυλώνας, Φιερίου, Μπερατίου, Ελβασάν, Τιράνων, Λούσνιας, Καβάγιας και Δυρραχίου.402
Τελικά η διασπορά τους σε όλες σχεδόν τις νότιες και κεντρικές επαρχίες της Αλβανίας είναι μάλλον ο κανόνας. Εδώ αξίζει να αναφερθεί πως κατά τη διάρκεια του 19ου και μέχρι το 1914 η αέναη αναζήτηση χειμαδιών οδηγούσε κάποιους νομάδες Αρβανιτόβλαχους της Μουζακιάς και της Κολώνιας να περνούν κάθε χειμώνα με τα κοπάδια τους στο μικρό νησί Σάσων, στον κόλπο του Αυλώνα, όπου για πολλές δεκαετίες φαίνεται πως ήταν οι μόνοι κάτοικοί του, έστω και περιοδικά.403
Η οριστική χάραξη των συνόρων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αλβανία δημιούργησε προβλήματα στη ζωή πολλών αρβανιτοβλάχικων φαλκαριών που κινούνταν, κατά παράδοση, ανάμεσα στα βουνά της Βορείου Ηπείρου-Νοτίου Αλβανίας και τα χειμαδιά τους, που βρίσκονταν στο ελληνικό πια έδαφος και κυρίως στο νομό Θεσπρωτίας και την επαρχία Πωγωνίου. Ένας σημαντικός αλλά απροσδιόριστος αριθμός οικογενειών πέρασε οριστικά στην Ελλάδα και αναζήτησε νέα θερινά λιβάδια στα βουνά του ελληνικού τμήματος της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας από όπου κάποιες ομάδες οικογενειών κατέληξαν, όπως θα εξετάσουμε, στην Κρύα Βρύση των Γιαννιτσών. Το 1923 καταγράφηκαν 531 οικογένειες νομάδων Αρβανιτόβλαχων στους νομούς Ιωαννίνων και Θεσπρωτίας. Αναλυτικότερα αναφέρεται πως υπήρχαν 19 οικογένειες στην επαρχία Ιωαννίνων, 105 οικογένειες στην επαρχία Ηγουμενίτσας, 224 οικογένειες στην επαρχία Φιλιατών, 136 οικογένειες στην επαρχία Μαργαριτίου και 47 οικογένειες στην επαρχία Παραμυθιάς.404
Στους αριθμούς αυτούς είναι σίγουρο πως δεν περιλαμβάνεται το σύνολο των Αρβανιτόβλαχων της Ηπείρου, όπως οι κάτοικοι του Κεφαλόβρυσου, και σίγουρα δεν καταγράφηκαν ανάμεσά τους αυτοί που είχαν ήδη εγκατασταθεί οριστικά σε κάποιους οικισμούς. Πολλοί από αυτούς συνέχισαν τη ζωή των νομαδοκτηνοτρόφων μέχρι τα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο οι περισσότεροι από αυτούς αποκαταστάθηκαν σταδιακά και οριστικά σε χωριά και πόλεις των νομών Θεσπρωτίας και Πρέβεζας στο κενό που άφησαν μουσουλμάνοι Αλβανοί της περιοχής, οι γνωστοί Τσάμηδες, αλλά και σε διάφορα χωριά των περιοχών του Πωγωνίου και των Κουρέντων στο νομό Ιωαννίνων. Οι σημαντικότερες σήμερα εγκαταστάσεις τους σε χωριά και πόλεις των νομών Θεσπρωτίας και Πρέβεζας είναι στη Σαγιάδα, το Ασπροκκλήσι, την Ηγουμενίτσα, τον Άγιο Βλάσιο (Σούβλιασι), τον Παραπόταμο (Βάρφανη), την Πλαταριά, τους Μύλους (Σκέφαρι), την Παραμυθιά, τα Αμπέλια (Βρέστας), τη Ραχούλα (Τσιφλίκι), τον Ξηρόλοφο (Ζελεσό),το Καρβουνάρι, το Σκάνδαλο, τη Χόικα, την Πέρδικα (Αρπίτσα), τη Μηλοκοκκιά, την Καταβόθρα (Λιγοράτι), το Μαργαρίτι, την Καλουδίκη, τη Μόρφη (Μορφάτι), την Τζάρα, την Πάργα και τον μεγαλύτερο οικισμό τους, το Θέμελο (Ταμπάνια) στο νομό Πρέβεζας.405 Από τα χρόνια του μεσοπολέμου, στις επαρχίες Πωγωνίου και Ιωαννίνων εκτός από το Κεφαλόβρυσο και τον Παρακάλαμο (Πογδόριανη) μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες Αρβανιτόβλαχων βρέθηκαν εγκατεστημένες και στα χωριά Βήσσανη (Φραστανά), Κάτω Μερόπη, Πωγωνιανή, Δόλο, Δελβινάκι, Λίμνη, Άνω και Κάτω Ραβένια, Σιταριά, Κουκλιοί, Πρωτόπαππας και Χρυσορράχη.406
389. Αραβαντινός, Περιγραφή, μέρος Α', ό.π., σελ.196. Αραβαντινός, Χρονογραφία, τόμος Β', ό.π., σελ.147.
390. Αραβαντινός, Μονογραφία, ό.π., σελ.49-50.
391. Λαμπρίδης I., «Ηπειρωτικές Μελέτες, τεύχος 2. Ο Τεπελενλής Αλή Πασάς», Εν Αθήναις 1887, σελ.8. Λαμπρίδης I., «Ηπειρωτικά Μελετήματα, τεύχος 5, Μαλακασιακά, μέρος Β', Μέτσοβον και Σεράκου», Εν Αθήναις 1888, σελ.12. Για την εγκατάσταση των Αρβανιτόβλαχων στο Παρακάλαμο (Πογδόριανη) και τα γύρω χωριά βλέπε: Γκόγκος, Ανδρέας, Κ., «Παρακάλαμος, Α' τόμος, από τα προϊστορικά χρόνια ως την απελευθέρωση το 1913», Δωδώνη, Γιάννενα 1995, σελ.753-761. Στην απογραφή του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στα 1905, αναφέρεται πως στο Κεφαλόβρυσο κατοικούσαν 1.620 βλάχικες οικογένειες (περισσότερες από 8.000 ψυχές), αριθμός πραγματικά εντυπωσιακός, αν αναλογιστούμε πως σε αυτή την στατιστική η μόνη μεγαλύτερη βλάχικη εγκατάσταση ήταν αυτή του Μοναστηριού με 2.107 βλάχικες οικογένειες.
392. Αλεξάκης, Ελευθέριος Π., «Χορός, εθνοτικές ομάδες και συμβολική συγκρότηση της κοινότητας στο Πωγώνι της Ηπείρου, μελέτη μίας περίπτωσης», Εθνογραφικά τόμος 8, σελ.71-86.
393. Weigand, G., «Die Aromunen», τόμος A', Leipzing 1895, σελ.292.
394. Λαμπρίδης I., «Περί των εν Ηπείρω αγαθοεργημάτων», μέρος Β", Εν Αθήναις 1880, σελ.235.
395. Τα σημερινά αλβανικά ονόματά τους είναι: Topovë, Ιliar, Zheji, Maleshovë, Mbrezhdan, Grabovë, Argovë, Buhal, Lipë, Leuse, Badëlonjë, Gjinkar, Bodar, Kutal, Kosinë, Hotovë και Lupckë.
396. Πατριαρχικό Τυπογραφείο, «Επίσημα έγγραφα περί της εν Μακεδονία οδυνηρός καταστάσεως, εν Κωνσταντινουπόλει, εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου 1906», Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. μθ'.
397. Κολτσίδας, Αντώνιος Μιχ., «Ιδεολογική Συγκρότηση και Εκπαιδευτική Οργάνωση των Ελληνόβλαχων στο Βαλκανικό Χώρο, 1850-1913», Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1994, σελ.547-549.
398. Πλατάρης, Γ., «Το σημειωματάρι ενός Μετσοβίτη, 1871-1943», Αθήνα 1972, σελ.70.
399. Weigand, G., «Die Aromunen», Α' τόμος, Leipzing 1895, σελ.289-291, αναλυτικότερα: Dusnik 10 σπ., Kilbisire 15 σπ., Schkjepur 20 σπ., Pobrat 15 σπ., Kaflan 10 σπ., Radostina 13 σπ., Kruegjata 15 σπ., Pojani 15 σπ., Sopi 12 σπ., Kolkondasi 20 σπ., Levani 20 σπ., Skrofotina 20 σπ., Tserkovina 40 σπ., Goristan 20 σπ., Kutali 10 σπ., Svernesi, Mefoli, Armenia, Skapari, Kolonia 40 σπ., Tsuplak 3 σπ., Liboftsa 20 σπ., Imista 20 σπ., Driza 5 σπ., Kossova 40 σπ., Uragurta 10 σπ., Suljani 15 σπ., Vadisa 10 σπ., Schtulas 10 σπ., Levan-Schaban 30 σπ., Levan-Samar 30 σπ., Frakula 20 σπ., Duviak 40 σπ., Kruate 20 σπ., Garmani 20 σπ., Miza 30 σπ., Kurekukje 20 σπ., Baburi 20 σπ., Kjatra 20 σπ., Gradiste 40 σπ., σύνολο 738 σπίτια.
400. Πατριαρχικό Τυπογραφείο, ό.π., σελ. μδ'-μθ'., αναλυτικότερα. Μητρόπολη Βελαγραδών: Φράκουλα 62 οικογένειες, Απολλωνία 32 οικ., Λιμπόφσα 21 οικ., Κολώνια 38 οικ., Διβιάκα 42 οικ., Γραμπιάνη 42 οικ., Γραδίστα 38 οικ., Μπουμπουλιμάνι 16 οικ.. Άνω Κρούατη 5 οικ., Κάτω Κρούατη 5 οικ., Γούρεζα 22 οικ., Τσέρμα 22 οικ., Βορτόπη 10 οικ., Δομπρονίκη 10 οικ., Δουσνίκη 15 οικ., Κονιοβάλτα 12 οικ., Σεκίστα 26 οικ., Σβερνέτση 8 οικ., Σκέπουρη 27 οικ., Σέλιστα 10 οικ., Κοσσόβα 8 οικ., Μεκάτιον 73 οικ., Μιφόλιον 30 οικ., Μποστρόβα 32 οικ., Πετροχόνδη 32 οικ., Πόσνια 20 οικ., Κούμανη 9 οικ., Σελενίτσα 47 οικ., Τσερβένη 30 οικ., στάνη Σίνια 5 οικ., Κελμπεσίρα 10 οικ.. Μητρόπολη Δυρραχίου: Σιναβλάς 7 οικ., Σσύχδη 10 οικ., Αράπα 4 οικ., Πιέσκιζα 20 οικ., Ρεθ 4 οικ., Λαγασέν 7 οικ., Ιούπα 2 οικ., Δουσκ 8 οικ., Ρούσκιλ 3 οικ., Μπλούτανι 12 οικ., Βήλλα 17 οικ., Γκρεθ 15 οικ., Σύνολο 869 οικογένειες. Βλέπε επίσης και Rubin, A., «Les Roumains de la Macédoine», Bucarest 1913, όπου δίνεται ένας ανάλογος και σίγουρα υπερβολικός κατάλογος 130 και πλέον χωριών της Κεντρικής Αλβανίας όπου φέρονται να κατοικούσαν Αρβανιτόβλαχοι.
401. Για τη σημερινή διασπορά τους στην Αλβανία βλέπε Winnifrith, Τ. J., «Shattered Eagles, Balkan Fragments», Duckworth, London 1995, σελ.56-70 και χάρτης 4. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., «Καταγωγή και επίτομη ιστορία των Βλάχων της Αλβανίας», Επιτροπή Ενημέρωσης για τα Εθνικά θέματα, Σειρά Μελετημάτων Αυτοτελών και σε Ανάτυπα, Ιωάννινα 1994, σελ.43-44.
402. Blanc, Andre, «L’evolution contemoraire de la vie pastorale en Albanie meridionale», Revue de Geographic Alpine, Vol.51, No 3,1963, σελ.424-461. Για τους οικισμούς όπου κατοικούν Βλάχοι (1995) και τους πληθυσμούς τους στις επαρχίες Αγίων Σαράντα, Δέλβινου και Αργυροκάστρου βλέπε: Βερέμης, Θ.-Κουλουμπής θ.- Νικολακόπουλος Η., «Ο Ελληνισμός της Αλβανίας», Βιβλιοθήκη Διεθνών Ευρωπαϊκών Μελετών, Πανεπιστήμιο Αθηνών-ΕΛΙΑΜΕΠ, Εκδόσεις Ι.Σιδέρης, Αθήνα 1995, σελ.51-58, 160, 214, 223. Ενδεικτικά και με επιφύλαξη αναφέρεται πως σύμφωνα με την «Ένωση Βλάχων Αλβανίας» και τον πρόεδρό της βουλευτή Κορυτσάς Χρήστο Γκότση οι Βλάχοι της Αλβανίας αριθμούν (1997) περίπου 250.000 ψυχές, αναλυτικότερα ανά επαρχία και κατά προσέγγιση: Άγιοι Σαράντα 4.000, Αργυρόκαστρο 8.000, Τεπελένι 1.000, Πρεμετή 20.000, Ερσέκα 5.000, Κορυτσά 40.000, Πόγραδετς 12.000, Αυλώνα 16.000, Φιέρι 22.000, Μπεράτι 30.000, Κουτσόβα 25.000, Ελβασάν 15.000, Λούσνια 16.000, Καβάγια 10.000, Δυρράχιο 7.000, Τίρανα 22.000. Σωτηρίου, Στέφανος Ν., «Οι Βλαχόφωνοι του ευρωπαϊκού και βαλκανικού χώρου». Εκδόσεις Πελασγός, Αθήνα 1998, σελ.77.
403. Αραβαντινός, Χρονογραφία, τόμος Α', ό.π., σελ.145. Pouqueville, F., «Ταξίδι στην Ελλάδα. Τα ηπειρωτικά», Τόμος Α', Εταιρεία Ηπειρωτικών Μελετών, Ιωάννινα 1994, σελ.28-30.
404. Καραβίδας, Κ.Δ., «Αγροτικά», φωτογραφική ανατύπωση από την έκδοση του 1931, Εκδόσεις Παπαζήση, σελ.55.
405. Μουσελίμης, Σπυρ. Γ., «Ιστορικοί περίπατοι ανά τη Θεσπρωτία», Θεσσαλονίκη 1976, σελ.91,98-99,106,109-111,115. Dahmen, Wolfgang-Kramer, Johannes, «Aromunischer Sprachatlas», Band I, Balkan Archiv, Neue Folge-Beiheft, Hamburg 1985, σελ.14-15.
406. Αλεξάκης, ό.π.. Γκόγκος, ό.π..
Σελίδα 1 από 4
Όταν αναζητούμε τους σημαντικότερους βλάχικους οικισμούς ή τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους πλέον προβεβλημένους. Παραμένει μία σχετικά άγνωστη περίπτωση,...
Εις μνήμην του ερευνητή, συγγραφέα και εκπαιδευτικού Αστέριου Κουκούδη, που “έφυγε” σε ηλικία 50 χρονών, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, η ιστοσελίδα Πεμπτουσία αναδημοσίευσε μια παλαιότερη συνέντευξή του...
Εισαγωγικά - ιστορικές διευκρινίσεις Ο όρος εθνισμός (ethnicity) (Αγγελόπουλος 1997: 18-25, Williams 1989: 401-444. Barth 1969, Danfort, 1995, Hobsbawm, 1990) προσδιορίζει τις κοινωνικές σχέσεις...
Αν και τα βοσκοτόπια των βόρειων πλαγιών του Βερμίου θα πρέπει να ήταν γνωστά στα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων που έφτασαν ήδη από τα μέσα του α' μισού του 19ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή, ανάμεσα...
1.1. Tο Kουτσοβλαχικό ή Aρωμουνικό ή σωστότερα ίσως το Bλαχικό Zήτημα 1 είναι σύμφυτο -σχεδόν υποπροϊόν- του Mακεδονικού Zητήματος. Aν και η ονομασία δεν βρίσκει σύμφωνη τη βιβλιογραφία, ωστόσο...
Παρά τα όποια προβλήματα προσαρμογής των πρώτων ημερών της απελευθέρωσης και σε αντίθεση με τους αναμενόμενους φόβους για πράξεις αντεκδικήσεις 1 , πολύ σύντομα, οι ομάδες των ρουμανιζόντων Βλάχων...
Αγαπητά μας παιδία, Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια, δηλαδή ένας ολόκληρος αιώνας, από τότε που η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία απελευθερώθηκαν και εντάχθηκαν μαζί με άλλες περιοχές της πατρίδας μας...
Είναι γνωστό [1] από την ιστοριογραφία περί Βλάχων πως μία σειρά από ιστορικά γεγονότα, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, στάθηκαν αφορμές και αιτίες για τη μαζική διασπορά βλάχικων...
Οι διάφορες μελέτες αναγνωρίζουν το ιστορικό γεγονός πως τα σημερινά βλαχοχώρια και οι εγκαταστάσεις των Βλάχων στην περιοχή του Βερμίου, της Βέροιας και της Νάουσας είναι αποτέλεσμα πληθυσμιακών...
Είναι αλήθεια πως, μέχρι και σήμερα, κυριαρχούν κάποιες ισχυρά στερεότυπες αντιλήψεις περί Βλάχων. Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που αγνοούν τις πολλαπλές οικονομικές δραστηριότητες και το εύρος της...
Τα βλαχοχώρια της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας αναπτύχθηκαν στα ορεινά και τις διαβάσεις της περιοχής ως δορυφόροι ενός οικιστικού συστήματος με αναμφισβήτητο μητροπολιτικό κέντρο την περιοχή στη...
Είναι γνωστό πως η παλαιότερη σαφής αναφορά για την παρουσία βλάχικων πληθυσμών στον ελληνικό χώρο και γενικότερα στη νότια Βαλκανική, πολύ κάτω από το Δούναβη, χρονολογείται στα 976. Εκείνη τη...
Όταν αναφερόμαστε στους διάφορους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα σε αυτούς. Παραμένει μία από τις πλέον άγνωστες περιπτώσεις. Ωστόσο,...
Τα χρόνια και τα γεγονότα που συνδέονται με την επανάσταση του 1821 αποτέλεσαν μία χρονική και ιστορική καμπή για τη γεωγραφική χωροθέτηση των Αρβανιτόβλαχων στη Βαλκανική. Μέχρι τότε μπορούμε να...
Σταδιακά και από τις αρχές του 19ου αιώνα, η Κατερίνη εξελίχθηκε σε διοικητικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής ανάμεσα στα Πιέρια και τον Όλυμπο. Εκείνη την εποχή, η περιοχή της Πιερίας αποτελούσε...
Η Αστική Σχολή Βαρδαρίου υπήρξε το δεύτερο πρωτοβάθμιο εκπαιδευτήριο για αγόρια που έθεσε σε λειτουργία η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης, μετά από αυτό της Κεντρικής Αστικής Σχολής. Το...
Η παρουσία στη Θεσσαλονίκη ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου αριθμού ορθόδοξων χριστιανών βλάχικης καταγωγής επιβεβαιώνεται, μέσα από αρχειακές πηγές, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Στα...
Όταν γύρω στα 1770 ξέσπασε το κίνημα των Ορλωφικών, τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου βρίσκονταν σε μία πορεία ανάπτυξης, όπως κι άλλες ορεινές και προνομιούχες, για τα τότε δεδομένα, περιοχές της...
Τις τελευταίες δεκαετίες, μία πληθώρα βιβλίων με αντικείμενο τους Βλάχους και τους Σαρακατσαναίους έχει κατακλίσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ενθαρρυντικό είναι επίσης το γεγονός πως πολλά από αυτά...
Η διασπορά των Βλάχων από την περιοχή του Γράμμου ήταν εξίσου μεγάλη, όσο και αυτή από την περιοχή της Μοσχόπολης. Εξάλλου, και στις δύο περιπτώσεις τα αίτια ήταν τα ίδια, και κυρίως οι προστριβές...
Η βλάχικη διάσταση της Ελλάδας την κάνει πιο «πλούσια και ισχυρή» Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έκθεση θα παρουσιαστεί στο Νυμφαίο της Φλώρινας από τις 11 ως τις 20 Αυγούστου. Πρόκειται για την έκθεση...
Αγαπητές κυρίες και κύριοι, Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να παραβρεθώ και να συμμετέχω στις εορταστικές εκδηλώσεις της Society Farcarotul για τα εκατό χρόνια από την ίδρυσή της....
Πριν ασχοληθούμε πιο διεξοδικά με το θέμα επιτρέψτε μου να απαντήσω, με έναν έμμεσο τρόπο, σε ένα πολύ βασικό ερώτημα. Ίσως το πιο βασικό και κυρίως για αυτούς που θέλουν να βλέπουν τα πράγματα στην...
1. Οι απαρχές Τα βλάχικα, αν και ποτέ δε συγκρότησαν μια ομογενοποιημένη, κωδικοποιημένη και κοινά αποδεκτή μορφή, είναι σίγουρο πως πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια λατινογενής ή αλλιώς...
Είναι γνωστό πως ο εθνονυμικός όρος «Βλάχος» και κατ’ επέκταση το παράγωγο τοπωνύμιο «Βλαχία», όπως κι ο επιθετικός προσδιορισμός «βλάχος», είναι όροι πολύ γενικοί. Έχουν υιοθετηθεί και ενσωματωθεί...
Καλησπέρα κυρίες και κύριοι, Απόψε, εδώ στην καρδιά του θεσσαλικού κάμπου, συναντιόμαστε για να γιορτάσουμε και να διασκεδάσουμε, Καραγκούνηδες, Βλάχοι και Σαρακατσαναίοι. Η αντάμωσή μας δε θα...
Με την ευκαιρία αυτής της λαμπρής εκδήλωσης του οργάνωσε ο Πολιτιστικός Συλλόγου Βλάχων Θέρμης και Τριαδίου “Ο Άγιος Νικόλαος” και μας παρουσιάζει ο Σύλλογος Βλάχων Ν. Σερρών “Γεωργάκης Ολύμπιος”,...
Συνεχίζοντας τις δημοσιεύσεις για τις επιστολές διαμαρτυρίας των Βλάχων της Πιερίας για τη δράση της Ρουμανικής Προπαγάνδας κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, παρουσιάζουμε τον κατάλογο των 444...
Για να γίνει καλύτερα κατανοητός ο πολιτισμικός χαρακτήρας των ημινομαδικών βλαχοχωριών των Γρεβενών θα ήταν σωστότερο να γίνει μία ιστορική αναδρομή και μία προσπάθεια εξήγησης για το πως οι Βλάχοι...
Τα Μεγάλα Λιβάδια, μία από τις τελευταίες εξαιρεθείσες και εναπομείναντες κοινότητες της Ελλάδας, υπάγονται στην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Είναι κτισμένα πάνω στο κεντρικό οροπέδιο του...
Πολλά έχουν γραφτεί γύρω από την ονοματολογία των Βλάχων και είναι μάλλον αναγκαίο να γίνει μία προσπάθεια παρουσίασης των διάφορων ονομάτων με τα οποία είναι γνωστοί οι Βλάχοι. Θα πρέπει να...
1. Παπαγιάννης, Σταύρος Αστερίου, “ Τα Παιδιά της Λύκαινας. Οι “επίγονοι” της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944) ”, Εκδόσεις Σόκολη, Αθήνα 1999. Ο κύριος Παπαγιάννης...
Ο εκμοντερνισμός των πάντων μέσα στις τελευταίες δεκαετίες ίσως δημιουργεί την αίσθηση σε ορισμένους πως οι Βλάχοι δεν πολυενδιαφέρονται για την ιστορία και τις παραδόσεις τους. Και πως με την...
Ο κύριος Αχιλλέας Ανθεμίδης έγραψε ένα βιβλίο 350 σελίδων με τίτλο "Οι Βλάχοι της Ελλάδος", αγνοώντας ή παραγνωρίζοντας ουσιαστικά τους Βλάχους και την ιστορία τους. Μπορεί να μεγάλωσε στην περιοχή...
Είναι γνωστό πως εκτός από τους ίδιους τους Βλάχους υπάρχουν αρκετοί που παρουσιάζονται να ενδιαφέρονται για τα “βλάχικα πράγματα”. Το να ενδιαφέρονται κάποιοι για μας ή να παρουσιάζονται πως...