Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
1. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΣΑΡΟΥΝΑ
1.1. Η ΒΛΑΧΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ, 15ος - ΜΕΣΑ 18ου αι.
Στις αρχές του 15ου αιώνα, οι Τούρκοι εδραίωσαν σταδιακά τις κατακτήσεις τους στα Βαλκάνια και άρχισαν να απειλούν σοβαρά τη Θεσσαλονίκη. Οι Βενετοί, τότε, κύριοι της πόλης προσπαθούσαν να οργανώσουν την άμυνά της όσο καλύτερα μπορούσαν. Σύμφωνα με έγγραφο των αρχείων της Βενετίας, στις 27 Ιουλίου 1423, η γερουσία της Βενετίας και ο Δόγης διάτασσαν τους διοικητές της Θεσσαλονίκης:
"....Δια τη φύλαξιν της πόλεως, αν το κρίνεται εύλογον, να ζητήσετε από την εν Κρήτη διοίκησιν να σας στείλη 500 βαλλισταρίους. Σας δίδομεν επίσης το δικαίωμα, αν ίδητε ότι αναγκαιούν προς φύλαξιν της ειρημένης πόλεως μισθοφόροι στρατιώται μέχρις εκατόν, είτε Βλάχοι, είτε άλλων εθνοτήτων, (vel Valachos vel aliam gentem), να προβήτε εις την πρόσληψίν των με μισθόν δύο δουκάτων μηνιαίως και να τους προσλάβητε δια τέσσαρας ή εξ μήνας, ως υμείς κρίνητε προτιμότερον.....".1
Ίσως, λοιπόν, κάποιοι Βλάχοι πολεμιστές προσλήφθηκαν τελικά από τους Βενετούς και πολέμησαν στα τείχη της. Ποιοι ήταν αυτοί οι Βλάχοι και πού βρίσκονταν οι εστίες των οικογενειών τους είναι δύσκολο να απαντηθεί. Σίγουρα όμως οι οικογένειές τους δε ζούσαν μέσα στη Θεσσαλονίκη, αλλά κάπου στη μακεδονική ενδοχώρα. Μέσα όμως από αυτή την ολιγόλογη αναφορά μπορούμε να υποθέσουμε πως κάποιοι βλάχικοι πληθυσμοί ήταν ήδη γνωστοί για τις "πολεμικές αρετές" τους. Έτσι, δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως μέσα στους επόμενους αιώνες οι Βλάχοι της ενδοχώρας έγιναν γνωστοί όχι μόνο ως νομαδοκτηνοτρόφοι και εμποροβιοτέχνες, αλλά και ως πολεμιστές των αρματολικίων.
Έναν αιώνα αργότερα, το 1525, οι Τούρκοι πια κύριοι της Θεσσαλονίκης συνέταξαν ένα μεγάλο κατάλογο με τα ονόματα των εκατοντάδων χριστιανών ραγιάδων που κατοικούσαν σε αυτή. Σύμφωνα με την τυπολογία τους αρκετά από αυτά τα ονόματα θα μπορούσαν να ήταν ονόματα ραγιάδων με βλάχικη καταγωγή. Ανάμεσά τους υπήρχε κάποιος ραγιάς με το όνομα Θόδωρος Βλάχος (Ulaho). Θα μπορούσαμε λοιπόν να υποθέσουμε πως, από τους πρώτους ακόμη τουρκικούς χρόνους, ανάμεσα στους χριστιανούς ραγιάδες της πόλης υπήρχαν και ορισμένοι με βλάχικη καταγωγή, έστω και λίγοι.2
Όταν το 1667 ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή πέρασε από τη Θεσσαλονίκη μας πληροφορεί πως οι χριστιανοί ραγιάδες της πόλης κατοικούσαν σε 16 μαχαλάδες - συνοικίες. Ανάμεσα τους αναφέρει μαχαλάδες Ρωμιών, Αρμενίων, Φράγκων, Σέρβων και Βουλγάρων, καθώς και ένα μαχαλά όπου κατοικούσαν μέλη του Λατίν-μιλέτι, "γιατί, μαζί με τους άλλους άπιστους κατοικούσαν κι αυτοί οι απαίσιοι". Οι Φράγκοι θα πρέπει να είναι οι γνωστοί Φραγκολεβαντίνοι, δηλαδή οι διάφοροι καθολικοί χριστιανοί από την Δύση που εγκαταστάθηκαν κατά διαστήματα και δημιούργησαν παροικίες στις πόλεις και ιδιαίτερα τα λιμάνια της Ανατολής. Με τον όρο Λατίν-μιλέτι ή Λατίν-ραγιάσι οι Τούρκοι δήλωναν τους καθολικούς χριστιανούς υπηκόους του σουλτάνου. Όμως, η αναφορά για την ύπαρξη τόσο Φράγκων, όσο και Λατίν-μιλέτι ραγιάδων αφήνει περιθώρια να υποθέσουμε πως μία από τις δύο αυτές ομάδες δεν ήταν καθολικοί στο θρήσκευμα ραγιάδες, αλλά Βλάχοι. Ο Τσελεμπή χρησιμοποιεί τον όρο Λατίν-μιλέτι για ομάδες χριστιανών ραγιάδων που κατοικούσαν και σε άλλες πόλεις, όπως στις Σέρρες, τη Βέροια, την Αχρίδα, τα Σκόπια, την Άρτα, τη Λαμία και τη Λειβαδιά, όπου, εκτός από τα Σκόπια, είναι σίγουρο πως εκείνες τις εποχές δεν υπήρχαν οργανωμένες ομάδες καθολικών χριστιανών. Άρα, τα γραφόμενα του Τσελεμπή μπορούν να σταθούν ως μία επιπλέον μαρτυρία για την ύπαρξη βλάχικης καταγωγής ραγιάδων μέσα στη Θεσσαλονίκη.3
Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από μία σειρά τουρκικών εγγράφων του Ιστορικού Αρχείου Θεσσαλονίκης, όπου υπάρχουν σαφείς αναφορές για την εγκατάσταση στην πόλη πολλών χριστιανών ραγιάδων γνωστών με το συλλογικό όνομα "Σκούρτα", ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα.4 Με αυτό το όνομα δηλώνονται οι χριστιανοί των ορεινών όγκων της Πίνδου, κυρίως των Αγράφων και του Ασπροπόταμου, οι οποίοι άφηναν τις ορεινές εστίες τους για να εγκατασταθούν ως εμποροβιοτέχνες και επαγγελματίες στις αναπτυσσόμενες πολιτείες των πεδινών και τα μεγάλα διοικητικά κέντρα. Αρχικά, η παρουσία τους στις πολιτείες, όπως η Θεσσαλονίκη, ήταν περιοδική και μέσα από τα έγγραφα πληροφορούμαστε πως δε θεωρούνταν μόνιμοι κάτοικοι της. Η πρώτη αναφορά για την παρουσία τους εδώ χρονολογείται από το 1605.5
Η αρχική φάση της εγκατάστασής τους στη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια του α' μισού του 17ου αιώνα (1600-1650), συμπίπτει με την αναστάτωση που επικράτησε στις ορεινές κοινότητες της Πίνδου μετά τα επαναστατικά κινήματα του μητροπολίτη Τρικάλων Διονύσιου (1600 και 1611). Η καταστολή τους οδήγησε σε έξοδο από την Πίνδο ενός απροσδιόριστου, αλλά αρκετά μεγάλου αριθμού ορεινών χριστιανικών πληθυσμών που κατευθύνθηκαν για περισσότερη ασφάλεια σε άλλους ορεινούς όγκους, όπως ο Όλυμπος, ο Κίσαβος και το Πήλιο, αλλά και σε αναπτυσσόμενους τότε χριστιανικούς οικισμούς, όπως η Μοσχόπολη, η Κοζάνη και η Σιάτιστα, διοικητικά κέντρα όπως η Λάρισα και μέχρι τη Φιλιππούπολη. Η τάση εξόδου από την Πίνδο διογκώθηκε ακόμη περισσότερο, καθώς αρκετοί από τους πρώην προνομιούχους οικισμούς της Πίνδου πέρασαν στην ιδιοκτησία τιμαριούχων σπαχήδων, παράλληλα με τις προσπάθειες των αρχών να περιορίσουν τη δύναμη των χριστιανών αρματολών.6 Ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος εξέφρασε την άποψη πως οι χριστιανοί που αναφέρονται ότι βρέθηκαν και εγκαταστάθηκαν αυτή την περίοδο στη Θεσσαλονίκη ήταν μία μίξη ελληνόφωνων και βλαχόφωνων που προέρχονταν από όλο το μήκος της Πίνδου7 και ίσως και από άλλους ορεινούς όγκους όπως ο Όλυμπος.
Αν και οι τότε μέτοικοι έχει επικρατήσει να θεωρούνται στο σύνολό τους Αγραφιώτες και άρα στην πλειοψηφία τους ελληνόφωνοι, η άφιξη και βλαχόφωνων θα πρέπει να θεωρείται βέβαιη. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την πληροφορία που αντλείται από ένα σχετικό έγγραφο του 1707, όπου αναφέρεται η εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη τεσσάρων ανδρών που κατάγονταν από το χωριό Βελίτσα των "Αγράφων" και οι οποίοι ζητούσαν να απαλλαγούν από τις πιέσεις των φοροεισπρακτώρων. Οι διαμαρτυρόμενοι θεωρούσαν την εγκατάστασή τους στη Θεσσαλονίκη οριστική και ανέφεραν πως δεν είχαν πια καμία περιουσία στο παλιό τους χωριό.8 Το χωριό Βελίτσα θα πρέπει να ταυτίζεται με τη σημερινή Καλλιρόη του Ασπροποτάμου, γνωστή παλαιότερα ως Βιλικάνι ή Βελίτσενα, και όχι με κάποιο χωριό της περιοχής που σήμερα είναι γνωστή ως Άγραφα. Γνωρίζουμε πως η Καλλιρόη, ένα από τα παλαιότερα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου, είχε αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα και ένα μέρος των κατοίκων της είχε κατευθυνθεί και εγκατασταθεί σε οικισμούς της ανατολικής Θεσσαλίας, στις πλαγιές του Κίσαβου.9 Αν η Βελίτσα του εγγράφου δεν είναι η σημερινή Καλλιρόη θα μπορούσε να είναι η "οχυρή Βυλίζα", ένα άλλο μεγάλο και σχεδόν μυθικό βλαχοχώρι του Βλαχοτζουμέρκου - Νότιου Μαλακασίου οι κάτοικοι του οποίου φέρονται να ενίσχυσαν δημογραφικά τους γειτονικούς Καλαρίτες και το Συρράκο, μετά τη διάλυσή του πιθανότατα κάπου ανάμεσα στον 16ο με 17ο αιώνα.10 Γνωρίζοντας την ύπαρξη ανάλογων εξόδων και από άλλους βλάχικους οικισμούς της Νότιας Πίνδου κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, μπορούμε να υποθέσουμε πως ήταν αρκετοί οι βλαχόφωνοι μέτοικοι που βρέθηκαν ανάμεσα στην ομάδα των "Σκούρτα". Όπως από το χωριό Μαλακάσι, από όπου σύμφωνα με παραδόσεις, γύρω στα μέσα του 17ου αιώνα, αρκετοί κάτοικοι έφυγαν κατευθυνόμενοι προς την Ανατολική Μακεδονία.11
Σταδιακά και μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, το ρεύμα μετεγκατάστασης διογκώθηκε και αρκετοί από τους μετοίκους εγκαταστάθηκαν σταθερά και οριστικά μέσα στη Θεσσαλονίκη, ως άνθρωποι της αγοράς, προσαυξάνοντας τον αριθμό των χριστιανών ραγιάδων και ανατρέποντας την παλαιότερη δημογραφική αναλογία υπέρ των Εβραίων της πόλης. Η αναλογία αυτή ανατράπηκε όχι μόνο λόγω της μαζικής άφιξης των "Σκούρτα", αλλά και λόγω της μείωσης του πληθυσμού των Εβραίων. Μετά από μία μεγάλη πυρκαγιά στα 1660 που κατέστρεψε την αγορά και το κυρίως εβραϊκό κέντρο της πόλης πολλοί Εβραίοι κάτοικοί της έφυγαν για τις πόλεις και τις αγορές της μακεδονικής ενδοχώρα. Ένα ακόμη σοβαρότερο πλήγμα για την εβραϊκή κοινότητα ήρθε γύρω στα 1666 όταν 300 περίπου από τις άρχουσες εβραϊκές οικογένειες εξισλαμίστηκαν ακολουθώντας το παράδειγμα του ψευδομεσία Σαμπετάι Σεβή, οι διδαχές του οποίου είχαν αναστατώσει τη ζωή των Εβραίων της πόλης ήδη από το 1655.12 Έτσι, γύρω στα 1687 η παρουσία των μετοίκων "Σκούρτα" μαρτυρείται πως ήταν ιδιαίτερα αισθητή και το άθροισμα των παλαιότερων και των νεότερων και ευκατάστατων χριστιανών κατοίκων ξεπερνούσε πια τον αριθμό των Εβραίων ραγιάδων.13 Η ανατροπή των δημογραφικών αναλογιών ανάμεσα στους Εβραίους και χριστιανούς ραγιάδες οδήγησαν σε προστριβές για την κατανομή των φορολογικών υποχρεώσεων και των αγκαριών που τους αναλογούσαν. Οι Εβραίοι κάτοικοι διαμαρτυρήθηκαν και ζητούσαν να επανεξεταστούν οι αναλογίες αυτών των υποχρεώσεων, αν και η ομάδα των χριστιανών ραγιάδων ανέφερε στις αρχές πως η παρουσία των "Σκούρτα" δεν ήταν μόνιμη και οριστική. Τελικά εκ των πραγμάτων οι τουρκικές αρχές δεν πείστηκαν και θεώρησαν την παρουσία των "Σκούρτα" ως οριστική. Έτσι, στις αρχές του 18ου αιώνα (1718, 1720), οι μουσουλμάνοι κάτοικοι κατέβαλαν το 1/4 των υποχρεώσεων, οι Εβραίοι το 1/4, οι γηγενείς χριστιανοί το 1/4 και οι μέτοικοι "Σκούρτα" το υπόλοιπο 1/4.14 Το συμπέρασμα είναι πως στα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αιώνα η ομάδα των χριστιανών μετοίκων, εμπόρων και βιοτεχνών, από την Πίνδο, και ανάμεσά τους και αρκετών Βλάχων κυριαρχούν στην αγορά και ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις τους δραστήριους Εβραίους.15 Γύρω στα 1731 αρκετοί από τους μετοίκους φαίνεται πως είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τη Θεσσαλονίκη και οι χριστιανοί κάτοικοι διαμαρτύρονταν για την αναλογία των φορολογικών υποχρεώσεων.16 Όπως θα εξετάσουμε αναλυτικότερα, ίσως ορισμένοι από αυτούς εγκαταλείποντας την πόλη βρέθηκαν εγκατεστημένοι στο Ασβεστοχώρι, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη.17
1. Μέρτζος, Κωνσταντίνος Δ., "Μνημεία Μακεδονικής Ιστορίας", Ε.Μ.Σ. 7, Θεσσαλονίκη 1947, σελ.37-39.
2. Δημητριάδης, Βασίλης, "Ο Kannuname και οι χριστιανοί κάτοικοι της Θεσσαλονίκης γύρω στα 1525", Μακεδονικά 19, Θεσσαλονίκη 1979, σελ.328-395, (σελ.369).
3. Δημητριάδης, Βασίλης, "Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή", Ε.Μ.Σ. 39, Θεσσαλονίκη 1973, σελ.70. Τσελεμπή, Εβλιγιά, "Ταξίδι στην Ελλάδα", Έρευνα-Λογοτεχνική Απόδοση: Νίκος Χειλαδάκης, Εκάτη, Αθήνα 1991, σελ.118.
4. Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., "Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, Α' Αρχείο Θεσσαλονίκης, 1695-1912", Ε.Μ.Σ. 13, Θεσσαλονίκη 1952, εγγ. 1, 65, 87, 101, 112, 119, 150, 211.
5. Βασδραβέλλης, ο.π., σελ.4, εγγρ.1.
6. Βλέπε κεφάλαιο: "Οι Βλάχοι της Νότιας Πίνδου. Ασπροποταμίτες και Μαλακασιώτες".
7. Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., "Ιστορία του Νέου Ελληνισμού. Τουρκοκρατία 1453-1669. Τόμος Β'. Οι ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας", έκδοση Β', Θεσσαλονίκη 1976, σελ.426-427. Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., "Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833", Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.143, 494.
8. Βασδραβέλλης, ο.π., σελ.79, εγγρ.65.
9. Παπασωτηρίου, Ι.Β., "Επαρχία Καλαμπάκας", Τρικαλινά 7, Τρίκαλα 1987, (πρώτη έκδοση 1935-39), σελ.217.
10. Καλούσιος, Δημήτριος, "Η Βυλίζα", Ματσούκι Ιωαννίνων 1992.
11. Παπασωτηρίου, ο.π., σελ. 199.
12. Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., "Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833", Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1992, σελ.235-237.
13. Βασδραβέλλης, ο.π., σελ.108, εγγρ.87.
14. Βασδραβέλλης, ο.π., σελ.133 εγγρ.101, 147 εγγρ.112, 156, εγγρ.119.
15. Μοσκώφ, Κωστής, "Θεσσαλονίκη, τομή της μεταπρατικής πόλης", Στοχαστής, Αθήνα 1978, σελ.48.
16. Βασδραβέλλης, ο.π., σελ.192, εγγρ.150.
17. Βλέπε κεφάλαιο: "Ασβεστοχώρι".
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
1. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΣΑΡΟΥΝΑ
1.1. Η ΛΑΤΙΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΤΟΥΣ ΡΩΜΑΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ.
Η αρχαία μακεδονική πόλη της Θεσσαλονίκης μεταμορφώθηκε ριζικά και ανδρώθηκε ουσιαστικά κατά τη διάρκεια των ρωμαϊκών χρόνων. Οι Ρωμαίοι ήταν αυτοί που την ονόμασαν πρωτεύουσα της επαρχίας της Μακεδονίας (2ο αι. π.Χ.), με διευρυμένα, αλλά και πολύ συχνά μεταλλασσόμενα σύνορα. Τα μακεδονικά εδάφη υπήρξαν για αρκετές εκατονταετίες το κέντρο του ανατολικού ρωμαϊσμού. Οι γηγενείς πληθυσμοί της νότιας Βαλκανικής ιδιαίτερα της Μακεδονίας και της Ιλλυρίας στρατολογήθηκαν από τους Ρωμαίους για την κατάκτηση των βορειότερων και ανατολικότερων περιοχών. Ήταν η εποχή που η Θεσσαλονίκη έκτισε τις βάσεις της για το ρόλο ενός από τα σημαντικότερα πολιτισμικά κέντρα των Βαλκανίων. Ο ρόλος αυτός κατοχυρώθηκε από τη Θεσσαλονίκη, όταν για πρώτη φορά τα Βαλκάνια βρέθηκαν να αποτελούν έναν ενιαίο και σχετικά ασφαλές διοικητικό χώρο κάτω από την ισχυρή εξουσία των Ρωμαίων. Η Θεσσαλονίκη εκείνων των εποχών ήταν γεμάτη πλούτη και δόξα και τα λατινικά φαίνεται πως ήταν σε παράλληλη χρήση με τα ελληνικά. Όταν οι Ρωμαίοι παραχώρησαν στους κατοίκους των ελληνικών πόλεων τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη και η κάθε πόλη εντάχθηκε σε μία από τις φυλές της Ρώμης, η Θεσσαλονίκη προσαρτιόταν άλλοτε στην Κορνήλια και άλλοτε στην Κλαύδια. Οι πολιτάρχες της τοπικής διοίκησης ήταν πολίτες ελληνικής καταγωγής, όσο και κάτοικοι εκρωμαϊσθέντες ή και γνήσιοι Ρωμαίοι. Η πόλη της Θεσσαλονίκης παρουσιάζεται να συμμετέχει συχνά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις και στις αντιπαραθέσεις των πολιτικών παραγόντων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αυτοκράτορες, στρατάρχες, πολιτικοί παράγοντες και άνθρωποι των γραμμάτων περνούν και εγκαθίστανται κατά διαστήματα στην πόλη. Τους ακολουθούν και εγκαθίστανται σε σταθερότερη βάση απροσδιόριστοι αριθμοί λατινόφωνων εμπορευόμενων, απόστρατων και αποίκων, οι οποίοι εισάγουν νέες λατρείες και έθιμα. Η Εγνατία οδός που περνά από τη Θεσσαλονίκη έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ρωμαϊκή-λατινική διάσταση της πόλης. Ποιο ήταν το μέγεθος αυτής της ρωμαϊκής-λατινικής διάστασης της Θεσσαλονίκης είναι δύσκολο να απαντηθεί. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο η Θεσσαλονίκη ήταν μία ελληνορωμαϊκή πόλη και η παρουσία ενός πλήθους λατινόφωνων ή εκλατινισμένων κατοίκων θεωρείται βέβαιη. Το 2ο μ.Χ. αιώνα η Θεσσαλονίκη τιμήθηκε με τους τίτλους: μητρόπολις και κολώνια. Το προσδιοριστικό κολώνια εξηγείται από το γεγονός ότι μεταφέρθηκαν στην πόλη νέοι πάροικοι, με σκοπό να πληρώσουν τα κενά τα οποία δημιουργήθηκαν μετά τους πολέμους κατά των βαρβάρων και προ πάντων κατά των Γότθων. Οι πάροικοι αυτοί ήταν πιθανότατα Έλληνες και Ιλλυριοθράκες, καθώς και Ρωμαίοι ή εκρωμαϊσθέντες πληθυσμοί σε περιορισμένο ίσως αριθμό. Είναι, όμως, γνωστό πως η Θεσσαλονίκη υπήρξε ρωμαϊκή αποικία-κολώνια από παλαιότερους ακόμη χρόνους. Ένα ακόμη κύμα πάροικων, ακαθόριστης και πιθανότατα μικτής προέλευσης, εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη το 253, υπό την ηγεσία του Βαλεριανού. Ο Γαλέριος τη διάλεξε για έδρα του και υπό την ηγεσία του, γύρω στα 306, μαρτύρησε στην πόλη ο Άγιος Δημήτριος, ένας Ρωμαίος ή τουλάχιστον ένας στρατιωτικός που μιλούσε τόσο τα λατινικά, όσο και τα ελληνικά. Αυτοκράτορες που κατάγονται από Ρωμαίους αποίκους ή τουλάχιστον από εκλατινισμένους γηγενείς πληθυσμούς των Βαλκανίων κυβερνούν την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ρωμανίας μέχρι την πρώτη δεκαετία του 8ου αιώνα. 1
Στη ρωμαϊκή εποχή έχει τις ρίζες του το βλάχικο όνομα της Θεσσαλονίκης. Για τους βλαχόφωνους πληθυσμούς της νότιας Βαλκανικής η Θεσσαλονίκη είναι ακόμη γνωστή με το όνομα Σαρούνα. Το όνομα αυτό φέρεται να είναι παραφθορά της λατινικής ονομασίας Σάλωνα, που της είχε δοθεί από τους λατινόφωνους και ήταν για αρκετό καιρό σε παράλληλη χρήση με το όνομα Θεσσαλονίκη. Όταν οι Σλάβοι έκαναν την εμφάνισή τους στα Βαλκάνια αυτό τα όνομα φαίνεται πως έμαθαν από τους λατινόφωνους πληθυσμούς που συνάντησαν και η σλαβική ονομασία της πόλης, Σόλουν, είναι μάλλον παραφθορά του λατινικού Σάλωνα. 2 Μέχρι πότε επιβίωσαν λατινόφωνοι κάτοικοι ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης είναι δύσκολο να απαντηθεί, αν και η αναφορά του Ιωάννη Λυδού ενισχύει την άποψη πως ίσως υπήρχαν Θεσσαλονικείς που μιλούσαν κάποια δημώδη πιθανότατα λατινικά μέχρι τον 6ο αιώνα, και αυτό γιατί ο Λυδός μας μεταφέρει την άποψη πως στις βαλκανικές επαρχίες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας η λατινοφωνία χαρακτήριζε περισσότερο τους ανθρώπους που είχαν δημόσιες θέσεις και κατά συνέπεια θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως χαρακτήριζε πολλούς από τους ανθρώπους που κατοικούσαν στα διοικητικά κέντρα, όπως η Θεσσαλονίκη. 3 Η παρουσία αυτών των λατινόφωνων στην πόλη θα πρέπει να ενισχυόταν και από τις συνεχείς επαφές της Θεσσαλονίκης με τις βορειότερες και κατεξοχήν λατινόφωνες περιοχές του βαλκανικού βορρά και ιδιαίτερα με το παραδουνάβιο Σίρμιο της Παννονίας. Φυγάδες από το Σίρμιο είναι πιθανό να κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη ήδη από το 460 μεταφέροντας μαζί τους τα λείψανα της Αγίας Αναστασίας. Η άφιξη λατινόφωνων προσφύγων στη Θεσσαλονίκη και τις νοτιότερες και ασφαλέστερες περιοχές θα πρέπει να συνεχίστηκε μέχρι το 535, όταν επί Ιουστινιανού το Σίρμιο χάθηκε για τους Ρωμαίους-Βυζαντινούς και πέρασε οριστικά στα χέρια των επιδρομέων βαρβάρων και η έδρα της επαρχίας του Ιλλυρικού μεταφέρθηκε οριστικά από το Σίρμιο στη Θεσσαλονίκη. Αυτές οι μετακινήσεις και οι δημογραφικές ανακατατάξεις υπό την πίεση των βαρβάρων προκάλεσαν τη σύγχυση ως προς τις ρίζες της λατρεία του Αγίου Δημητρίου. 4 Η περίφημη γραμμή Jirecek που χώριζε τη Βαλκανική σε ένα βορειοδυτικό λατινικό τομέα και ένα νοτιοανατολικό ελληνικό τομέα ήταν πλέον διάτρητη.
Όμως η οριστική εγκατάσταση των Σλάβων αποσπά από τη ρωμαϊκή-βυζαντινή διοίκηση όλες εκείνες της επαρχίες όπου υπήρξε εντονότερη παρουσία των λατινόφωνων υπηκόων και η Θεσσαλονίκη παίρνει σταδιακά τη μορφή της βυζαντινής-ελληνικής πόλης. Ωστόσο οι Σλάβοι δεν εξαφάνισαν δια παντός τους λατινόφωνους πληθυσμούς και τη λατινοφωνία, όπως δε χάθηκαν ούτε οι ελληνόφωνοι και ούτε οι αλβανόφωνοι-ιλλυρικοί πληθυσμοί. Οι σκλαβηνίες που σχηματίζονται γύρω από τη Θεσσαλονίκη έχουν πιθανότατα μικτή πληθυσμιακή σύνθεση, γηγενών και πρώην επιδρομέων. Τον 7ο αιώνα, οι διάφοροι "σλαβικοί" πληθυσμοί, όπως οι Σαγουδάτοι, οι Ρυγχίνοι, οι Στρυμονίτες και οι Δραγουβίτες, που βρέθηκαν εγκατεστημένοι στις περιοχές γύρω από τη Θεσσαλονίκη θα πρέπει να είχαν στους κόλπους και αρκετούς από τους παλαιότερους πληθυσμούς της υπαίθρου και ανάμεσά τους και αρκετούς λατινόφωνους. Οι επαφές του ρήγα των Ρυγχίνων, Περβούνδου, με την πόλη και τους άρχοντές της μπορούν να ενισχύσουν την άποψη για μία έστω περιορισμένη επιβίωση της λατινοφωνίας ακόμη και μέσα στη βυζαντινή πια πολιτεία της Θεσσαλονίκης. 5 Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί κάποια πληροφορία από τα γραφόμενα στα Θαύματα του Αγίου Δημητρίου, όπου μαρτυρείται πως τον 7ο αιώνα υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη και πολίτες "εκ του Ρωμαίου φύλου". 6 Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι η ελληνοφωνία κυριαρχούσε και η λατινοφωνία σταδιακά περιορίζονταν.
Αυτή η περιορισμένη παρουσία ίσως δέχτηκε κάποια ενίσχυση κατά τη διάρκεια του α' μισού του 7ου αιώνα με τα γεγονότα που είχαν ως βασικούς πρωταγωνιστές τον Κούβερ και το Μαύρο. 7 Το πλήθος των ανθρώπων που βρέθηκε στον "Κεραμίσιο κάμπο", στα δυτικά της Θεσσαλονίκης, προερχόμενο από τις όχθες του Δούναβη στην περιοχή της Παννονίας, είχε μικτή σύνθεση. Ανάμεσά τους υπήρχαν ελληνόφωνοι και λατινόφωνοι πρώην υπήκοοι της Αυτοκρατορίας, οι οποίοι είχαν αιχμαλωτιστεί από τις βαλκανικές επαρχίες, τη Μακεδονία και τη Θράκη και είχαν οδηγηθεί αιχμάλωτοι στα εδάφη των Αβάρων. Επιστρέφοντας στα εδάφη της Αυτοκρατορίας, αρκετοί από αυτούς εγκατέλειψαν τους αλλοεθνείς συνοδοιπόρους και το στρατόπεδο του "Κεραμίσιου κάμπου" και αναζήτησαν τις παλαιότερες εστίες τους και την ασφάλεια των πόλεων της Μακεδονίας και της Θράκης, από όπου είχαν αρπαχθεί οι ίδιοι ή και οι πρόγονοί τους. Κάποιοι από αυτούς κατέφυγαν στην ίδια τη Θεσσαλονίκη και ορισμένους οι αρχές τους μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη. Ο συγγραφέας των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου, της πηγής αυτών των γεγονότων, μας πληροφορεί πως ο Μαύρος και κατ' επέκταση και αρκετοί από τους ανθρώπους του καταυλισμού του "Κεραμίσου κάμπου" μιλούσαν "την καθ' ημάς γλώσσαν (ελληνικά) και των Ρωμαίων (λατινικά), Σλάβων και Βουλγάρων". Τα γραφόμενα αυτά θα πρέπει να έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς ο συγγραφέας τους φέρεται να ήταν ο τότε επίσκοπος της πόλης, ο οποίος θα πρέπει να δεχτούμε πως γνώριζε καλά τη Θεσσαλονίκη και την ενδοχώρα της και ήταν σε θέση να κάνει την διάκριση ανάμεσα στα λατινικά και τα ελληνικά.
Στους επόμενους αιώνες οι εναπομείναντες λατινόφωνοι πληθυσμοί των βυζαντινών πόλεων και της Θεσσαλονίκης αφομοιώνονται και αυτοί της υπαίθρου μεταλλάσσονται και βρίσκονται να κατοικούν διάσπαρτοι τόσο στα εδάφη των Βυζαντινών, όσο και στα εδάφη των Βουλγάρων και των Σέρβων. Ενώ οι ρίζες τους και η ταυτότητα των πρώην Ρωμαίων υπηκόων ξεχνιούνται και οι Σλάβοι γείτονές τους τους ονομάζουν Βλάχους, έτσι όπως έμαθαν να τους αποκαλούν από τους Γότθους, οι ίδιοι εξακολουθούν να αυτοπροσδιορίζονται στη γλώσσας τους ως Αρμούνοι-Ρωμάνοι, όπως άλλωστε και οι πολίτες του Βυζαντίου αυτοπροσδιορίζονταν στα ελληνικά ως Ρωμαίοι-Ρωμιοί. Μπορεί στη Θεσσαλονίκη η λατινοφωνία να εξέλειψε για αρκετούς αιώνες, όμως η επιβίωση λατινόφωνων-βλαχόφωνων πληθυσμών στην ενδοχώρα της θα πρέπει να θεωρηθεί βέβαιη. Τον 10ου αιώνα, (980-990) ο Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος είναι μάλλον ο πρώτος που επισημαίνει την επιβίωση αυτή και κάνει τη διάκριση ανάμεσα σε λατινόφωνους Ρωμάνους-Αρμούνους και σε ελληνόφωνους Ρωμαίους-Ρωμιούς. 8 Από εδώ και πέρα και καθώς οι Βυζαντινοί άρχισαν να διεκδικούν και να επανακτούν τα εδάφη με μεγαλύτερες συγκεντρώσεις λατινόφωνων πληθυσμών, που είχαν περιέλθει για πολλά χρόνια στους Σλάβους και τους Βούλγαρους, οι αναφορές για βλάχικους πια πληθυσμούς πληθαίνουν.
1 Ταρφαλή, Ορέστης, "Θεσσαλονίκη, από τις απαρχές μέχρι τον ΙΔ' αιώνα", μετάφραση: Αγγελική Νικολοπούλου, επιμέλεια: Α.Γ.Κ. Σαββίδης, Τροχαλίας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ.25-61. Θεοχαρίδης, Γεώργιος Ι., "Ιστορία της Μακεδονίας κατά τους μέσους χρόνους, 285-1354", Ε.Μ.Σ. 55, Θεσσαλονίκη 1980, σελ.17-59. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., "Η Αρωμουνική και αι μετά της Ελληνικής σχέσης αυτής. Βλάχοι, Ιστορική-Φιλολογική-Μελέτη", β' έκδοση, Αθήνα 1986, σελ.63-115. Για τους Ρωμαίους αποίκους στα μακεδονικά εδάφη βλέπε: Σαμσάρης, Δημήτριος Κ., "Ατομικές χορηγήσεις της Ρωμαϊκής πολιτείας (civitas Romana) και η διάδοσή της στη ρωμαϊκή επαρχία Μακεδονία ΙΙ. Η περίπτωση της Βέροιας, έδρας του Κοινού των Μακεδόνων", Μακεδονικά 27, Θεσσαλονίκη 1989-1990, σελ.327-382. Σαμσάρης, Δημήτριος, "Οι Ρωμαίοι και η Χαλκιδική", Μακεδονικά 25, Θεσσαλονίκη 1985-86, σελ.33-46. Σαμσάρης, Δημήτριος Κ., «Έρευνες στην ιστορία, την τοπογραφία και τις λατρείες των ρωμαϊκών επαρχιών Μακεδονίας και Θράκης», Θεσσαλονίκη 1984. Samsaris, Dimitrios C., "La vallee du Bas-Strymon a l' epoque imperiale. Contribution epigraphique a la topographie, l' onomastique, l' histoire et aux cultes de la province romaine de Macedoine", Δωδώνη 18, Ιωάννινα 1989, σελ.203-382. Γιά τη ρωμαϊκή παρουσία στα Βαλκάνια και τη διασύνδεσή της με τους Βλάχους βλέπε επίσης: Winnifrith, T.J., "The Vlachs, the history of a balkan people", Duckworth, London 1987, σελ.57-87. Winnifrith, T.J., "Shattered Eagles, Balkan Fragments", Duckworth, London 1995, σελ.26-42.
2. Λαζάρου, Αχιλλέας Γ., "Βαλκάνια και Βλάχοι", "Τρία ελληνικά τοπωνύμια στο γλωσσικό ιδίωμα των βλαχόφωνων Ελλήνων", Εκδόσεις Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, Αθήνα 1993, σελ.246-256.
3. Λιάκος, Σωκράτης Ν., "Καταγωγή των Βλάχων ή Αρμανίων", Μικροευρωπαϊκές (Βαλκανικές) Μελέτες 2, Θεσσαλονίκη 1965, σελ.29- 35. Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., "Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Τόμος Α', Αρχές και διαμόρφωση του", έκδοση Β', Θεσσαλονίκη 1974, σελ.34-40.
4. Ταρφαλή, ο.π., σελ.71-76, 261-262. Θεοχαρίδης, ο.π., σελ.61-82.
5. Βλέπε κεφάλαιο: "Μογλενά".
6. Λιάκος, ο.π., σελ.10.
7. Βλέπε κεφάλαιο: "Η βλάχικη παρουσία στην περιοχή της Βέροιας και του Βερμίο πριν την εδραίωση των νεότερων βλάχικων οικισμών και εγκαταστάσεων".
8. Λιάκος, ο.π., σελ.9-10.. Brezeanu, Stelian, "Από τους εκλατινισμένους πληθυσμούς στους Βλάχους της Βαλκανικής", μετάφραση: Α.Ε. Καραθανάσης, Βαλκανική βιβλιογραφία, Τόμος V- 1976, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1979.
Η Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι
Μελέτες για τους Βλάχους - 1ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
270 σελίδες
100 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2000
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Φωτογραφίες
Φωτογραφίες
1. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΣΑΡΟΥΝΑ
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
Παράρτημα - Από την Πίνδο ως τη Ροδόπη
Η Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι
Μελέτες για τους Βλάχους - 1ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
270 σελίδες
100 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2000
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Διάβασέ το
Διάβασέ το βιβλίο στη Μέδουσα, το ψηφιακό αποθετήριο της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης της Βέροιας.
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΟΙ ΒΛΑΧΟΙ
1. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΣΑΡΟΥΝΑ
1.4. Η ΒΛΑΧΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ 1821 ΜΕ 1912
Μπορεί στις προηγούμενες περιόδους η παρουσία Βλάχων στη Θεσσαλονίκη να θεωρείται περιορισμένη ή τουλάχιστον δύσκολη να εντοπιστεί, όμως μετά τη λήξη της επανάστασης του 1821 και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, η βλάχικη παρουσία στην πόλη γνώρισε μία βαθμιαία πρόοδο και το βλάχικο στοιχείο έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στα δρώμενα της τοπικής “ρωμέικης” κοινότητας. Όπως θα εξεταστεί αναλυτικότερα, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, οι Βλάχοι της Θεσσαλονίκης δεν αποτελούσαν απλά ένα σημαντικό δημογραφικό μέρος της τοπικής “ρωμέικης” - ελληνορθόδοξης κοινότητας, αλλά παρουσίαζαν την πλέον δυναμική οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και πατριωτική δράση.
Το 1825, μετά τις σφαγές και τις διώξεις με τα γεγονότα της ελληνικής επανάστασης, ο αριθμός των χριστιανών της πόλης είχε περιοριστεί κατά πολύ. Ίσως είχαν σφαγιαστεί ή είχαν εγκαταλείψει τη Θεσσαλονίκη μέχρι και 8.000 χριστιανοί. Έτσι, οι Εβραίοι ήταν πια τετραπλάσιοι των χριστιανών.[1] Όμως ένα τουλάχιστον μέρος του δημογραφικού κενού στους κόλπους της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης συμπληρώθηκε σύντομα από νέους εσωτερικούς μετανάστες - φυγάδες. Επιβεβαιωτικό της μετακίνησης και της εγκατάστασης φυγάδων μετά το 1821, ιδιαίτερα από την περιοχή του Ολύμπου στη Θεσσαλονίκη, είναι ένα τουρκικού έγγραφο του Ιστορικού Αρχείου Θεσσαλονίκης. Σύμφωνα με αυτό, το 1829, οι τουρκικές αρχές αναζητούσαν επώνυμα 89 χριστιανούς πρώην κατοίκων του καζά Ελασσόνας, ώστε να εισπράξουν από αυτούς τον κεφαλικό φόρο που χρωστούσαν. Οι φυγάδες αναζητούνταν στη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Αχρίδα και τη Λάρισα. Σύμφωνα με τα ονόματά τους αρκετοί από αυτούς ήταν Βλάχοι και μάλλον κατάγονταν από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου, κάποιοι επισημαίνεται πως ήταν μπακάληδες και ράφτες. Με την ίδια διαταγή αναζητούνταν επώνυμα 5 άνδρες από τον Κοκκινοπλό οι οποίοι ήταν γνωστό πως είχαν καταφύγει και εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη.[2]
Στα 1835 και σύμφωνα με τουρκικό απογραφικό κατάστιχο του Ιστορικού Αρχείου Θεσσαλονίκης, τα άρρενα μέλη της ελληνοορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης αριθμούσαν περίπου 3.621 ψυχές. Στον αριθμό αυτό συμπεριλαμβάνονταν όχι μόνο οι ενήλικοι άνδρες, αλλά και τα νεογέννητα αγόρια. Από τον αριθμό των αρρένων μελών μπορούμε να υποθέσουμε πως το σύνολο των χριστιανών της πόλης αριθμούσε τότε γύρω στις 7.000 ψυχές. Σύμφωνα με άλλες ανάλογες δημογραφικές πηγές της ίδιας περιόδου, οι Εβραίοι αποτελούσαν τότε το 44.55% των ανδρών της πόλης, οι μουσουλμάνοι το 33.76% και οι χριστιανοί το 21.69%. Συνολικά υπήρχαν 12.720 άνδρες και ίσως γύρω στις 35.000 με 40.000 κάτοικοι. Το απογραφικό κατάστιχο των χριστιανών συντάχθηκε από τις τουρκικές αρχές για φορολογικούς κυρίως λόγους και αποτελεί μία ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών για τη σύνθεση και το δυναμικό της ελληνορθόδοξης κοινότητας. Ανάμεσα στα μέλη της υπήρχαν περίπου 1.277 άνδρες και αγόρια που αντιμετωπίζονταν ως ξένοι - μέτοικοι και όχι ως οριστικοί κάτοικοι της πόλης, καθώς οι ίδιοι ή οι γονείς τους είχαν πρόσφατα εγκατασταθεί εδώ, πιθανότατα μετά τα τραγικά γεγονότα του 1821 και μέσα στα 10 επόμενα χρόνια. Οι νεοφερμένοι αποτελούσαν περίπου το 35,26% του δημογραφικού δυναμικού των χριστιανών και σύμφωνα με τους οικισμούς προέλευσή τους σχημάτιζαν ένα ετερόκλητο μωσαϊκό. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους προέρχονταν από την κοντινή περιφέρεια της Θεσσαλονίκης, αλλά και από πιο μακρινές περιοχές της μακεδονικής ενδοχώρα. Ωστόσο υπήρχαν μέτοικοι και από άλλες οθωμανικές επαρχίες στα Βαλκάνια, όπως από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και από ακόμη πιο μακρινά μέρη. Η πολυπληθέστερη ομάδα των μέτοικων δεν απογράφηκε σύμφωνα με τον οικισμό προέλευσής τους, αλλά σύμφωνα με την καταγωγή τους. Καθώς ανάμεσα στους 1.277 μέτοικους υπήρχαν 130 άτομα τα οποία απογράφηκαν απλά ως Βλάχοι. Σίγουρα όμως υπήρχαν πολύ περισσότεροι μέτοικοι βλάχικης καταγωγής. Όπως 69 άτομα που προέρχονταν από το Λιβάδι ή Βλαχολίβαδο του Ολύμπου, 17 άτομα από το Μοναστήρι, 3 άτομα από τη Σίπισκα και 1 άτομο από το Κρούσοβο. Βλάχικης καταγωγής ίσως ήταν και ορισμένοι από αυτούς που προέρχονταν από τα Ιωάννινα, την περιοχή του Ζαγορίου, τα Τρίκαλα, τη Λάρισα, την Ελασσόνα, τη Σιάτιστα, την Εράτυρα, τους Πύργους Εορδαίας (Κατράνιτσα -Kartica), το Σέλι, τη Νάουσα, τη Βέροια, την Κατερίνη και τις Σέρρες. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε πως οι μέτοικοι βλάχικης καταγωγής ήταν περισσότεροι από 220 άτομα και αποτελούσαν περίπου το 1/5 των νεοφερμένων χριστιανών της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, η παρουσία των Βλάχων δεν περιορίζονταν μόνο ανάμεσα στους μέτοικους. Βλάχοι θα πρέπει σίγουρα να υπήρχαν και ανάμεσα στους χριστιανούς που απογράφηκαν ως γηγενείς. Ισχυρότατη ένδειξη αυτής της υπόθεσης αποτελούν τα πολυάριθμα ονόματα που αναγνωρίζονται ως υποκοριστικά ονομάτων που προέρχονται από τα βλάχικα ή και από τα βλάχικα. Όπως είναι τα υποκοριστικά ονόματα Γιάγκος, Γιαγκούλας, Γιαμαντής, Γκόγκος, Γούσος, Γούτας, Γώγος, Δόδος, Ζήκας, Κόλας, Λιόλιος, Μήτας, Μίσος, Μίχος, Μούρτζος, Νάκος, Νάνος, Νάτσος, Πάτσικας, Πούλιος, Ρίζος, Ρούσος, Τάκος, Τασούλας, Τζάνας, Τζήκας, Τζήμας, Τζήτζης, Τζίκος, Τζινίτας, Τζίτζος, Τζόμος, Τζόντζος, Τζότζης, Φάκας. Ανάμεσα στους Βλάχους που θεωρούνταν πια ως γηγενείς Θεσσαλονικείς θα πρέπει σίγουρα να συμπεριλαμβάνονταν αρκετοί από τους φυγάδες της Μοσχόπολης και της περιοχής της. Όπως ο σαραντάχρονος αμαξάς Πέτρος, ο οποίος κατοικούσε στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου και είχε τρεις μικρούς γιους. Την περίοδο της απογραφής ο Πέτρος έλειπε και δικοί του δήλωσαν στις αρχές πως βρίσκονταν στη Μοσχόπολη. Άρα μπορούμε να υποθέσουμε πως οι φυγάδες της Μοσχόπολης εξακολουθούσαν να διατηρούν επαφές με την πατρίδα τους. Εκτός από αυτή την περίπτωση παρατηρούμε πως ορισμένοι από τους νεότερους μέτοικους βλάχικης καταγωγής έλειπαν από την πόλη ή την είχαν εγκαταλείψει οριστικά. Κάποιοι από αυτούς βρίσκονταν στα Γιαννιτσά, την Κατερίνη, τη Λάρισα, το Κρούσοβο, το Μοναστήρι και το Βλαχολίβαδο. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να υποθέσουμε πως οι επαγγελματικές τους υποχρεώσεις τους έφερναν συχνά πίσω στις πατρίδες τους ή πως φρόντιζαν για την επέκταση των δραστηριοτήτων τους και σε άλλες περιοχές, εκτός της Θεσσαλονίκης. Ίσως πάλι η εγκατάστασή τους στη πόλη της Θεσσαλονίκης δεν ήταν οριστική και συνέχιζαν να αναζητούν καλύτερες ευκαιρίες και συνθήκες σε άλλες περιοχές.
Καθώς είναι δύσκολο να εντοπίσουμε με ακρίβεια ποιοι από τους γηγενείς χριστιανούς ήταν βλάχικης καταγωγής, τα συμπεράσματα για τους Βλάχους της Θεσσαλονίκης βασίζονται κυρίως στα στοιχεία της ομάδας των μετοίκων που απογράφηκαν σαφώς ως Βλάχοι και στα στοιχεία της ομάδας των μετοίκων που προέρχονταν από το Λιβάδι του Ολύμπου. Το σύνολο των 130 μετοίκων που απογράφηκαν απλά ως Βλάχοι, δίχως κάποια ένδειξη για τον οικισμό προέλευσής τους, παρουσιάζονται να κατοικούσαν στην συνοικία του Αγίου Αθανασίου και αποτελούσαν το 42.70% των μετοίκων αυτής της χριστιανικής συνοικίας. Αν όμως σε αυτούς προστεθούν 2 μέτοικοι με καταγωγή από το Λιβάδι, 4 μέτοικοι από το Μοναστήρι και 1 μέτοικος από το Κρούσοβο που κατοικούσαν επίσης στην ίδια συνοικία, όπως και ορισμένους άλλους μέτοικους πιθανής βλάχικης καταγωγής από τις πόλεις που προαναφέρθηκαν, τότε θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως τα άτομα βλάχικης καταγωγής αποτελούσαν τους μισούς περίπου από τους μετοίκους της συνοικίας του Αγίου Αθανασίου. Οι 69 μέτοικοι που φέρονται να προέρχονταν από το Λιβάδι κατοικούσαν στις εξής συνοικίες: Αγίου Νικολάου 29 μέτοικοι, Παναγούδας 15 μέτοικοι, Αγίου Υπατίου 10 μέτοικοι, Μητροπόλεως 10 μέτοικοι, Μονής Λαγού 3 μέτοικοι και Αγίου Αθανασίου 2 μέτοικοι. Το γεγονός πως η μεγαλύτερη συγκέντρωση Βλάχων μετοίκων σημειώνεται στη συνοικία του Αγίου Αθανασίου μπορεί να μας οδηγήσει στην υπόθεση πως σε αυτή τη συνοικία υπήρχε ήδη ένας ισχυρός πυρήνας κατοίκων βλάχικης καταγωγής οι οποίοι αντιμετωπίζονταν πια ως γηγενείς.
Για τις ασχολίες των Βλάχων μετοίκων παρατηρούμε πως έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση, με μονοπωλιακές τάσεις, στα επαγγέλματα του φούρναρη (ψωμάδες και φραντζολάδες), του χανιτζή, του ταβερνιάρη, του μπακάλη, του ράφτη και του χαλκωματή. Από τους 85 χριστιανούς ψωμάδες της πόλης οι 58 ήταν μέτοικοι και από αυτούς οι 31 ήταν σίγουρα βλάχικης καταγωγής. Ανάμεσά τους υπήρχαν 11 μέτοικοι από το Λιβάδι. Από τους 21 χριστιανούς χανιτζήδες της πόλης οι 16 ήταν βλάχικης καταγωγής. Οι 13 χανιτζήδες της συνοικίας του Αγίου Αθανασίου ήταν όλοι Βλάχοι. Από τους 5 χανιτζήδες της συνοικίας του Αγίου Νικολάου οι 2 ήταν από Λιβάδι. Από τους 45 χριστιανούς ταβενιάρηδες της πόλης οι 26 ήταν μέτοικοι και από αυτούς οι 20 ήταν βλάχικης καταγωγής. Από τους 6 χριστιανούς χαλκωματάδες της πόλης οι 5 ήταν μέτοικοι βλάχικης καταγωγής και από αυτούς οι 2 ήταν από το Λιβάδι. Ανάμεσά στους Βλάχους μέτοικους συναντούμε επίσης ορισμένους κατασκευαστές μάλλινων υφασμάτων και σειρητιών (αμπατζήδες και γαϊταντζήδες), χρυσοχόους, παραγγελιοδόχους, εργάτες (μάλλον οικοδόμοι), αγωγιάτες, μυλωνάδες, μυροπώλες (αχτάρηδες), μαθητευόμενους τεχνίτες και παραγιούς, υπηρέτες, βοσκούς, πλανόδιους πωλητές και έναν ιερέα. Συγκριτικά και σύμφωνα με τα επαγγέλματα και τις τέχνες που ασκούσαν οι μέτοικοι βλάχικης καταγωγής ήταν αρκετά ευκατάστατοι. Αν μάλιστα κρίνουμε από τις φορολογικές υποχρεώσεις των 200 χριστιανών μέτοικων με σίγουρη βλάχικη καταγωγή μπορούμε να υποθέσουμε πως η οικονομική τους κατάσταση ήταν καλύτερη από αυτή του μέσο όρου των χριστιανών της Θεσσαλονίκης. Οι 118 από αυτούς πλήρωναν φόρους, οι 18 υπάγονταν στην ανώτερη φορολογική κλίματα, οι 76 στη μεσαία και οι 24 στην κατώτερη.
Αν και παρατηρούμε πως οι γιοι εργάζονταν συνήθως δίπλα στον πατέρα τους, όπως και οι νεότεροι αδελφοί δίπλα στο μεγαλύτερο αδελφό, δε λείπουν οι περιπτώσεις που τα μέλη της ίδια οικογένειας ασκούσαν διαφορετικά επαγγέλματα. Όπως στις εξής περιπτώσεις: 1. Ο Βλάχος μέτοικος Γιάννης του Αναστάση (73 ετών) ήταν χρυσοχόος, ενώ ο γιος του Τζήκας (28 ετών) ήταν ταβερνιάρης. 2. Ο Βλάχος μέτοικος Γιαννούλης του Δημήτρη (28 ετών) ήταν ψωμάς, ενώ τα αδέλφια του Δημήτρης (25 ετών) και Κωνσταντίνος (22 ετών) ήταν ράφτες. 3. Ο μέτοικος από το Λιβάδι Κώστας του Νίκου (63 ετών) ήταν βοσκός, ενώ οι γιοι του Γιώργος (32 ετών) και Νικόλας (19 ετών) ήταν ψωμάδες. Επίσης παρατηρούμε πως αν και οι μέτοικοι βλάχικης καταγωγής προτιμούσαν να προσλαμβάνουν τεχνίτες και παραγιούς επίσης βλάχικης καταγωγής, δεν λείπουν οι περιπτώσεις που οι παραγιοί και τα αφεντικά δεν είχαν την ίδια καταγωγή. Το γεγονός αυτό ίσως δηλώνει μία τάση σταδιακής και αμοιβαίας αφομοίωσης ανάμεσα στις διάφορες ομάδες που αποτελούσαν τότε την κοινότητα των χριστιανών - Ρωμιών της Θεσσαλονίκης.[3] Μία περίπου γενιά αργότερα (1856, 1865) και μέσα από κατάστιχα των κατοίκων των 12 χριστιανικών μαχαλάδων και των χριστιανικών συντεχνιών της Θεσσαλονίκης επιβεβαιώνεται η ύπαρξη των προγόνων αρκετών οικογενειών βλάχικης καταγωγής που δραστηριοποιούνται στους κόλπους της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα.[4]
Καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, οι Βλαχολιβαδιώτες ή απλά Λιβαδιώτες αποτελούσαν το πολυπληθέστερο στοιχείο ανάμεσα στους Βλάχους της πόλης. Ο Ν. Γεωργιάδης μας πληροφορεί πως από το 1821 και μέχρι την πρώτη έκδοση του βιβλίου του με τον τίτλο "Θεσσαλία" το 1880, υπήρξε μία συνεχής ροή Βλαχολιβαδιωτών μεταναστών στη Θεσσαλονίκη, όπου αναζητούσαν μία καλύτερη τύχη και όπου αποτελούσαν σπουδαίο μέρος του πληθυσμού της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας.[5] Οι Ολύμπιοι Βλάχοι που συνέρευσαν σταδιακά στη Θεσσαλονίκη μετά το 1821 δεν ανήκαν μόνο στην ανήσυχη τάξη των εμποροβιοτεχνών και επαγγελματιών. Ανάμεσά τους υπήρχαν και απελπισμένοι άνθρωποι που οι καταστροφές και η ανέχεια τους οδήγησαν στη μεγάλη πόλη, ελπίζοντας πως θα μπορούσαν να επιβιώσουν δίπλα στους πιο δραστήριους συμπατριώτες τους. Γύρω στα 1837 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, ως μαθητευόμενος χρυσοχόος δίπλα σε έναν τεχνίτη ηπειρώτικης και μάλλον βλάχικης καταγωγής, ο Δημήτριος Λάζος ή Κοεμτζόπουλος, δευτερότοκος γιος του πρωταρματολού του Ολύμπου Γιάννη Λάζου. Ανάλογο παράδειγμα είναι αυτό της συζύγου του αρματολού Λιόλιου Λάζου, η οποία μαζί με την κόρη της Τριανταφυλλιά βρέθηκαν, το 1863, να ζουν πάμπτωχες στη Θεσσαλονίκη.[6] Τα γραφόμενα του Γεωργιάδη δε διαφέρουν ουσιαστικά από τις επισημάνσεις του G. Weigand, ο οποίος αναφέρει πως η μαζική μετανάστευση των Ολύμπιων Βλάχων στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε ανάμεσα στο 1820 με 1830. Επιπλέον μας πληροφορεί πως, γύρω στα 1888, σχεδόν όλοι οι φουρνάρηδες και περισσότεροι από τους καφετζήδες της Θεσσαλονίκης κατάγονταν από το Βλαχολίβαδο. Ίσως όμως ο Weigand να υπερβάλλει όταν αναφέρει πως η παροικία των Βλαχολιβαδιωτών αριθμούσε τότε γύρω στις 3.000 ψυχές.[7] Όμως οι έξοδοι ανθρώπων από την περιοχή του Ολύμπου και η μαζική εγκατάστασή τους στη Θεσσαλονίκη δεν αφορούσαν μόνο τους Βλάχους. Ανάλογα κύματα είχαν για αφετηρία τους και τους ελληνόφωνους οικισμούς στις πλαγιές του Ολύμπου, όπως το Λιτόχωρο, αλλά και τα χωριά του Κάτω Ολύμπου, όπως η Κρανιά και η Ραψάνη. Τα κύματα των Βλάχων και Γκραίκων μετοίκων από την περιοχή του Ολύμπου διογκώνονταν κάθε φορά που ξεσπούσε κάποια επαναστατική κίνηση (1854, 1878) ή σημειώνονταν έξαρση της ληστείας.
Τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα η θέση και ο ρόλος της Θεσσαλονίκης ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο και εξελίχθηκε στο σημαντικότερο αποκεντρωτικό πόλο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Η πρόοδό της σε όλους τους τομείς ήταν ραγδαία με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη συγκέντρωση εσωτερικών μεταναστών από όλο το βαλκανικό χώρο. Όπως ήταν επόμενο προσέλκυσε έναν ιδιαίτερα σημαντικό αριθμό Βλάχων εμποροβιοτεχνών και επαγγελματιών από όλες σχεδόν τις ανθηρότατες μέχρι τότε βλάχικες πολιτείες της Μακεδονίας. Δεκάδες οικογένειες από την Κλεισούρα, το Νυμφαίο, τη Βλάστη, το Πισοδέρι, το Μοναστήρι, το Κρούσοβο, το Μεγάροβο, το Τύρνοβο, τη Νιζόπολη, τη Μηλόβιστα, το Γκόπεσι, τη Ρέσνα, την Αχρίδα, αλλά και από τα Βελασσά (Τίτο Βέλες)[8] δημιούργησαν μικρές ή μεγαλύτερες παροικίες στην αναπτυσσόμενη μεγαλούπολη των Βαλκανίων. Λιγότερο γνωστές είναι οι περιπτώσεις οικογενειών που βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη προερχόμενες από τις βλάχικες εγκαταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί στην Ανατολική Μακεδονία, όπως από τις Σέρρες, αλλά και από τα μητροπολιτικά βλαχοχώρια κατά μήκος της Πίνδου. Το μεταναστευτικό ρεύμα προς τη Θεσσαλονίκη και όχι μόνο των Βλάχων, διογκώθηκε ιδιαίτερα την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα, καθώς οι αντιπαραθέσεις για την τύχη των οθωμανικών επαρχιών στα Βαλκάνια νέκρωσαν σχεδόν τις οικονομικές δραστηριότητες στην ύπαιθρο και έκαναν επικίνδυνη τη διαμονή των εύπορων οικογενειών στις απομονωμένες πολιτείες τους και ακόμη πιο δύσκολη την επιβίωση των οικονομικά ασθενέστερων βιοπαλαιστών. Η παλιά παροικία των Κρουσοβιτών προσαύξησε το δημογραφικό δυναμικό της ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα του Ίλιντεν (1903) και τις καταστροφές που γνώρισαν τότε ιδιαίτερα οι "γραικομάνοι" Βλάχοι κάτοικοι του Κρουσόβου. Πολλές από τις οικογένειες που εγκατέλειψαν τότε το Κρούσοβο βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη κοντά στους συγγενείς τους που είχαν ήδη αποκατασταθεί και εργάζονταν εδώ. Η μετεγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη φαίνεται πως ήταν ευκολότερη για εκείνους που ήρθαν ως πράκτορες των οικογενειακών επιχειρήσεων και των δικτύων των εμπορικών οίκων των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της βορειοδυτικής Μακεδονίας.
Εδώ αξίζει να αναφερθεί μία αποσπασματική παραπομπή στα γραφόμενα του Ιωσήφ Νεχαμά, ο οποίος περιγράφει παραστατικότατα το τρόπο με το οποίο εγκαταστάθηκαν και ενσωματώθηκαν στην τοπική ελληνορθόδοξη κοινότητα της Θεσσαλονίκης αυτοί οι νεότεροι Βλάχοι μέτοικοι.
"... Η ελληνική κοινότητα έπειτα από την εγκατάσταση των σιδηροδρόμων, ενισχύθηκε αριθμητικά από ένα πλήθος ορθόδοξων αποικιών, που ήρθαν απ' όλα τα μέρη της Μακεδονίας και της Ηπείρου και εγκαταστάθηκαν στην πόλη. Οι έμποροι της ενδοχώρας, που ερχόταν να κάνουν προμήθειες, τα 'χαναν κατά κάποιον τρόπο στην μεγάλη αγορά της Θεσσαλονίκης. Εκ φύσεως δύσπιστοι, ήθελαν να έχουν επί τόπου δικούς τους αντιπροσώπους. Από κάθε κωμόπολη ήρθε στη Θεσσαλονίκη ένας αντιπρόσωπος, που επιφορτίστηκε με τις αγορές, τις πωλήσεις, τις αποστολές των συμπολιτών του, των οποίων έγινε ο εκπρόσωπος και ο αποκλειστικός πράκτορας και συνάμα ο οδηγός και ο σύμβουλος. Ο εντολοδόχος εφάρμοζε αυστηρά τοπικιστικά κριτήρια στην επιλογή του προσωπικού του, έπαιρνε στη δουλειά του υπάλληλους και υπηρέτες που καταγόταν μόνο από το μικρό του μέρος. Γύρω του και χάρη σ' αυτόν, συγκροτήθηκε μία μικρή αποικία. Όταν έκανε περιουσία, γινόταν εκείνος ο ίδιος έμπορος, ίδρυε πλούσιους εμπορικούς οίκους και παραχωρούσε την θέση του μεσάζοντα σ' έναν συμπατριώτη του. Έτσι σχηματίζονταν στη Θεσσαλονίκη μικροσκοπικές αποικίες, πιστές στην γενέτειρά τους, που διοργάνωναν κάθε χρόνο στην πόλη γιορτές, χορούς, υπέρ του σχολείου ή της εκκλησίας του χωριού τους. Ενσωματώνονταν, όμως, όλες στην ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης, μετείχαν στην διοίκησή της, συντελούσαν με τις δωρεές τους στην ευημερία της. Οι ορθόδοξοι Τόσκηδες (Αρβανίτες - Αλβανοί) και οι Βλάχοι, που είχαν γίνει κάτοικοι της πόλης, δεν ξεχώριζαν από τους Έλληνες, των οποίων αυξάναν το πληθυσμιακό δυναμικό. Δεν έγινε το ίδιο με τους Βούλγαρους..."[9]
Τις ομάδες των Βλάχων που προέρχονταν από οικισμούς με εμποροβιοτεχνικό - "αστικό" προσανατολισμό ήρθαν να ενισχύσουν και μεμονωμένα άτομα προερχόμενα από βλάχικες κοινότητες όπου επικρατούσε η οικονομία της κτηνοτροφίας. Οι τσελιγκάδες των Ολύμπιων και των Βεργιάνων Βλάχων, των Αρβανιτόβλαχων της Κεντρικής Μακεδονίας και των Γραμμουστιάνων Βλάχων από τα Μεγάλα Λιβάδια του Πάικου διατηρούσαν στενές επαφές με την αγορά της Θεσσαλονίκης, όπου προωθούσαν τα προϊόντα τους και συχνά έκαναν τις προμήθειές τους. Στην αγορά του Βαρδαρίου πωλούνταν τα βλάχικα μάλλινα και οι περίφημες βλάχικες κάλτσες. Ορισμένα μέλη των τσελιγκάδικων οικογενειών που αναζητούσαν οικονομική διέξοδο στην εμπορική και βιοτεχνική εκμετάλλευση της οικογενειακής παραγωγής και άλλες ανεξάρτητες δραστηριότητες προσπάθησαν να δημιουργήσουν σταθερότερη εγκατάσταση στην πόλη και την αγορά της. Από όλους αυτούς τους ημινομάδες Βλάχους, οι Μεγαλολιβαδιώτες είχαν αναπτύξει τη στενότερη επαφή με τη Θεσσαλονίκη, καθώς ένα πολύ σημαντικό μέρος των φαλκαριών τους αναζητούσε χειμαδιά στους χαμηλούς λόφους γύρω από τις πλαγιές του Χορτιάτη, την περιοχή της Καλαμαριάς και μέχρι τη Χαλκιδική. Τα χάνια της περιοχής Βαρδαρίου ήταν γεμάτα από Βλάχους κυρατζήδες - μεταφορείς και τσαμπάζηδες - ζωεμπόρους. Οι προμήθειες της Θεσσαλονίκης σε πρόβιο κρέας γίνονταν κυρίως από τους Βλάχους της ενδοχώρας και τους Βλάχους μεσάζοντες που ήταν ήδη εγκατεστημένοι στην πόλη. Τα αρνιά που προορίζονταν για σφαγή οδηγούνταν από τους Βλάχους μέχρι την κεντρική αγορά του Καπανίου.[10] Η επαφή τουλάχιστον των μεγαλοτσελιγκάδων με τη Θεσσαλονίκη θεωρείται βέβαιη ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα και πριν το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821. Ως διαχειριστές της οικονομικής ζωής των τσελιγκάτων, τα αρχηγικά δηλαδή στελέχη, κατέβαιναν στη Θεσσαλονίκη όχι μόνο για την αγορά της, αλλά και για τις ετήσιες επαφές και δοσοληψίες με τους Τούρκους τσιφλικάδες που ζούσαν στην πόλη. Από αυτούς ενοικίαζαν τα περισσότερα από τα χειμαδιά στην πεδιάδα της Κεντρικής Μακεδονίας, τη Χαλκιδική, τις χαμηλές πλαγιές του Χορτιάτη και μέχρι τα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης, στις πλαγιές του Σέιχ-Σου.[11] Η περιοδική έστω παρουσία των νομαδοκτηνοτρόφων Βλάχων γύρω από τη Θεσσαλονίκη, αλλά και μέσα στην πόλη επιβεβαιώνεται, έστω και έμμεσα από το τουρκικό απογραφικό κατάστιχο του 1835, όπου καταγράφονται αρκετοί βοσκοί με πιθανή βλάχικη καταγωγή, αλλά και δύο επιστάτες χειμαδιών.[12]
Η χαρακτηριστικότερη, ίσως, περίπτωση βλάχικης παροικίας που αναπτύχθηκε αυτή την περίοδο στη Θεσσαλονίκη είναι αυτή των κατοίκων της Κλεισούρας. Ήδη από τα τέλη του 18ου και καθόλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ένας από τους σημαντικότερους πόλους της μεταναστευτικής έλξης των Κλεισουριωτών ή Κλεισουριάνων εμποροβιοτεχνών και επαγγελματιών είχε σταθεί η Κωνσταντινούπολη, όπως και οι μεγάλες πόλεις της Σερβίας και της Αυστροουγγαρίας. Οι επαφές και οι σχέσεις με την αγορά της Θεσσαλονίκης ενισχύθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Ωστόσο, οι επαφές των Κλεισουριάνων με τη Θεσσαλονίκη θα πρέπει να ξεκίνησαν σε πολύ παλαιότερους χρόνους. Στις 8 Νοεμβρίου του 1767 δύο Κλεισουριάνοι, ο γαλακτοπώλης Κώστας και ο λαχανοπώλης Παναγιώτης προσέφυγαν ως πληρεξούσιοι στις τουρκικές δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης ζητώντας το δίκιο τους για τη ληστρική επίθεση που είχαν δεχτεί, δύο μήνες νωρίτερα, αυτοί και οι σύντροφοί τους λίγο έξω και προς τα δυτικά της Θεσσαλονίκης. Το καραβάνι των Κλεισουριάνων επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη, ωστόσο το γεγονός πως προσέφυγαν με άνεση προς τις δικαστικές αρχές της Θεσσαλονίκης δηλώνει πιθανά την επαφή τους ή και την παραμονή τους κατά διαστήματα στη Θεσσαλονίκη.[13] Από το 1890 περίπου, η μεταναστευτική κίνηση των Κλεισουριάνων προς τη Θεσσαλονίκη πήρε μαζικότερη διάσταση και τους άνδρες εμποροβιοτέχνες ακολούθησε οριστικά και ένας σημαντικός αριθμός οικογενειών. Κύρια αίτια του περιορισμού του ρόλου της Κλεισούρας ως ένα αξιόλογο διαμετακομιστικό κέντρο και της μαζικής μεταναστευτικής κίνησης που ακολούθησε θα πρέπει να θεωρήσουμε πως ήταν: 1. H ανάπτυξη του σιδηροδρομικού δικτύου, που είχε ως αποτέλεσμα την πτώση των μεταφορών με τα καραβάνια των Κλεισουριάνων. 2. Η έξαρση του φαινομένου της ληστείας που είχε σαν στόχο τις πιο αρχοντικές και πιο πλούσιες οικογένειες. 3. Η δράση της ρουμανικής προπαγάνδας που δημιούργησε εντάσεις, αντιπαλότητες και εχθρότητες ανάμεσα στους κατοίκους της μικρής πολιτείας και 4. Οι διώξεις μετά την αποκάλυψη της συμμετοχής αρκετών Κλεισουριάνων στη “Νέα Φιλική Εταιρεία” (1886). Έτσι, ενώ γύρω στα 1870 η Κλεισούρα αναφέρεται πως συγκέντρωνε 6.400 κατοίκους, το 1912 είχε μόνο 3.000 κατοίκους. Αν και όλοι όσοι εγκατέλειψαν αυτή την περίοδο την Κλεισούρα δε συγκεντρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη, η μακεδονική πρωτεύουσα φαίνεται πως προσέλκυσε κάποιους από τους πιο δραστήριους Κλεισουριάνους. Οι πρώτοι και παλαιότεροι μετανάστες που βρέθηκαν εγκατεστημένοι στη Θεσσαλονίκη ενσωματώθηκαν γρήγορα στην τοπική ελληνορθόδοξη κοινότητα και ορισμένοι από αυτούς υπήρξαν από τα πιο αξιόλογα μέλη της. Από απλοί βιοτέχνες, μικρέμποροι και επαγγελματίες ορισμένοι Κλεισουριάνοι εξελίχθηκαν σε δυναμικούς παραγγελιοδόχους και χονδρέμπορους με μεγάλη οικονομική επιφάνεια και σημαντική επιρροή στους κόλπους της κοινότητας. Όπως ο Σίμος Σιμώττας και ο γιος του Γιαννάκης, μεγάλοι υφασματέμποροι με εμπορικές διασυνδέσεις με την Ευρώπη και τη μακεδονική ενδοχώρα και ο Γεώργιος Τορνιβούκας, μεγάλος καπνέμπορος όπως και ο γιος του Κωνσταντίνος που αργότερα ήταν ιδιοκτήτης του φημισμένου ξενοδοχείου "Ολύμπιον Μέγαρον της Μεσογείου - Mediterrane" στην παραλία της Θεσσαλονίκης. Οι βάσεις της οικονομικής δεινότητας και του πρωταγωνιστικού ρόλου των Κλεισουριάνων στη σκηνή της ελληνικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης θα πρέπει να αναζητηθούν στις πολύ στενές επαφές τους με τις δυναμικές παροικίες που είχαν από καιρό σχηματίσει οι Κλεισουριάνοι στις πόλεις της Αυστροουγγαρίας, της Σερβίας, μέχρι τη Δρέσδη και την Οδησσό και επιπλέον στην Κωνσταντινούπολη. Οι παροικίες αυτές είναι προφανές πως λειτούργησαν ενισχυτικά ως ένα δίκτυο αλληλοϋποστήριξης για τις πάσης φύσεως οικονομικές δραστηριότητές τους. Όταν μετά το 1908 η παλιά παροικία των Κλεισουριάνων στην Κωνσταντινούπολη άρχισε να διαλύεται το δυναμικό της μεταφέρθηκε στην παροικία της Θεσσαλονίκης.[14]
Την εγκατάσταση των Κλεισουριάνων στη Θεσσαλονίκη ακολούθησαν στενά μικρότερες ομάδες μετοίκων από όλες σχεδόν τις βλάχικες εγκαταστάσεις και τους οικισμούς της βορειοδυτικής Μακεδονίας. Καθώς οι οικονομίες αυτών των οικισμών βασίζονταν κατά πολύ στην εποχιακή, αλλά πολλές φορές και στη μακροχρόνια μετανάστευση των ανδρών ήταν επόμενο αρκετοί Βλάχοι επαγγελματίες και εμποροβιοτέχνες να εγκατασταθούν στη μακεδονική πρωτεύουσα. Οι περισσότεροι από τους Νυμφαιώτες ή Νεβεστιάνους εγκαταστάθηκαν αρχικά ως χρυσοχόοι, ράφτες και βαφείς. Αρκετοί από αυτούς εξελίχθηκαν σε ιδιαίτερα δραστήριους εμπορευόμενους και μεταπράτες. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα οι καπνεμπορικοί οίκοι Σωσσίδη, Λιάτση, Μίσιου, Νίκου, Κίκη και Τορνιβούκα από την Κλεισούρα και το Νυμφαίο, έχοντας ως κέντρα τους τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, ανέπτυξαν ισχυρά οικογενειακά δίκτυα στις καπνοπαραγωγικές αγορές των Γιαννιτσών, των Σερρών, της Δράμας, της Καβάλας και της Ξάνθης και τα κέντρα προώθησης στην Κωνσταντινούπολη, την Αίγυπτο και την Ευρώπη.[15]Ανάλογο παράδειγμα είναι και η οικογένεια Μπουτάρη με καταγωγή από το Νυμφαίο. Με ενδιάμεσο σταθμό τη Νάουσα, τα μέλη της οικογένειας Μπουτάρη εξελίχθηκαν σε αξιολογότατους οινεμπόρους. Κάποιοι από τους κεφαλαιούχους έγιναν σαράφηδες και αργότερα τραπεζίτες και τσιφλικάδες, όπως οι Μιχαήλβεης (από Κρούσοβο - Σέρρες), Οικονόμου (από Νυμφαίο), Τσικαρδέκος (από Βελασσά), Κοβτσιντάρης (από Κρούσοβο), Παπάζογλου (από Μοναστήρι).[16] Δίπλα στους μεγάλους επιχειρηματίες και κεφαλαιούχους βρέθηκαν φτωχοί βιοπαλαιστές που αναζήτησαν εδώ πελατεία για τις τέχνες τους, όπως καζαντζήδες, σιδεράδες, πεταλωτές, ράφτες και χρυσοχόοι από το Κρούσοβο, ράφτες και χρυσοχόοι από το Μεγάροβο και το Τύρνοβο, μαχαιροποιοί από τη Σαμαρίνα και ένα μεγάλο πλήθος από χανιτζήδες, καφετζήδες, φουρνάρηδες, χασάπηδες και μαγαζάτορες από τα βλαχοχώρια του Ολύμπου και όλα σχεδόν τα άλλα γνωστά βλαχοχώρια. Οι τάξεις όμως όλων αυτών των ανθρώπων της αγοράς δεν άργησαν να γεννήσουν μορφωμένους ανθρώπους και επιστήμονες. Θα ήταν περιττό να καταγράψουμε τους Βλάχους εκπαιδευτικούς, γιατρούς και δικηγόρους που γεννήθηκαν και έζησαν στη Θεσσαλονίκη πριν το 1912, όμως η ύπαρξή τους και μάλιστα σε υψηλές αναλογίες, είναι η επιβεβαίωση πως οι Βλάχοι της Θεσσαλονίκης αξιοποίησαν τις ευκαιρίες που τους προσέφερε η πιο εξευρωπαϊσμένη και κοσμοπολίτικη πόλη των τότε οθωμανικών Βαλκανίων.
Η ενσωμάτωση των Βλάχων μετοίκων στην τοπική ελληνορθόδοξη κοινότητα δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως κάτι το αξιοπερίεργο, αλλά ως μία δικαιωματική και αναγκαία εξέλιξη. Η αλλογλωσσία τους ήταν κοινωνικά αποδεκτή και δεν αποτελούσε εμπόδιο. Επιπλέον, οι νεότεροι Βλάχοι μέτοικοι δεν αποτελούσαν μία περιθωριακή ομάδα επυλίδων, η οποία θα μπορούσε εύκολα να αποκλειστεί από την αγορά και την κοινοτική οργάνωση. Η κοινωνική τους διαστρωμάτωση ξεκινούσε με τους απλούς τεχνίτες και επαγγελματίες της αγοράς και έφτανε μέχρι τα ανώτατα κλιμάκια της κοινωνικής ιεράρχησης, το "αρχοντολόι", τους μεγαλοεπιχειρηματίες, τους τραπεζίτες, τους επιστήμονες και τους εκπαιδευτικούς. Εξάλλου, οι βλαχόφωνοι κάτοικοι στη Θεσσαλονίκη δεν ήταν κάτι το πρωτόγνωρο. Η ύπαρξη από παλαιότερους χρόνους δραστήριων μελών με βλάχικη καταγωγή μέσα στους κόλπους της τοπικής ελληνορθόδοξης κοινότητας φαίνεται πως βοήθησε στην ενσωμάτωση των νεότερων μετοίκων. Ο προσανατολισμός τους προς την οικονομία της αγοράς φαίνεται πως ενίσχυσε και καθόρισε ακόμη περισσότερο τη δικαιωματική και ισότιμη ένταξή τους στις τάξεις της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως στα 1868 ο σοφός Μαργαρίτης Δήμιτσας, Μοσχοπολιάνος Βλάχος από την Αχρίδα, προσκλήθηκε και ανέλαβε το έργο της διεύθυνσης της ελληνικής σχολής της πόλης, που εκείνη την περίοδο είχε αναβαθμιστεί σε γυμνάσιο και είχε καταστεί το ανώτατο ελληνικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στη Μακεδονία.[17] Αρκετά συχνά, Βλάχοι εκλέγονται στις θέσεις των εκπροσώπων των συντεχνιών,[18] των δημογερόντων,[19] των κοινοτήτων και ενοριακών αντιπροσώπων και επιτρόπων, των εφόρων για τα κοινοτικά σχολεία, το νοσοκομείο, το γηροκομείο και τα άλλα ιδρύματα.[20] Έτσι, όταν στα τέλη του 19ου αιώνα, η ζωή των μελών της κοινότητας αναστατώνεται από διαμάχες και αντιπαλότητες, για τη διαχείριση της, συναντούμε Βλάχους και στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις, δηλαδή την "αριστοκρατική" και τη λαϊκή παράταξη των λεγόμενων "οχλαγωγών".[21] Γνωρίζοντας όλα αυτά μπορούμε να υποθέσουμε είτε πως τα μέλη της κοινότητας με βλάχικη καταγωγή ήταν πραγματικά πολυπληθή, είτε πως τα προσόντα που συγκέντρωναν ήταν αρκετά ισχυρά και ανταγωνιστικά για την κατοχύρωση αυτών των αξιόλογων θέσεων.[22] Από τις 19 σημαντικότερες οικογένειες των προυχόντων της ελληνορθόδοξης κοινότητας, ανάμεσα στα 1700 με 1912, οι Ζάννα, Καυτατζόγλου, Μιχαήλβεη, Πάικου, Παπαγεωργίου, Τάττη και Χατζηκώστα είναι γνωστό πως είχαν κάποια μακρινή ή κοντινή βλάχικη καταγωγή. Η συμμετοχή των Βλάχων στα κοινά της πόλης δεν περιορίζονταν μόνο στα οικονομικά και τα κομματικά πράγματα, αλλά επεκτείνονταν και στα πνευματικά. Αξίζει να αναφερθεί η συμμετοχή τους στην ίδρυση και την έκδοση ελληνικών εφημερίδων. Όπως η πρώτη ελληνόγλωσση μη κρατική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης ο “Ερμής” που εκδόθηκε το 1875 από το Σοφοκλή Γκαρμπολά. Ο Σ. Γκαρμοπλάς είχε ελληνική υπηκοότητα και είχε εγκατασταθεί στην πόλη στα 1850. Η οικογένειά του φέρεται να ήταν βλάχικης καταγωγής και προέρχονταν από την Κρανιά του Ολύμπου. Το 1881 η εφημερίδα του μετονομάζεται "Φάρος της Μακεδονίας” και το 1898 “Φάρος της Θεσσαλονίκης". Την εκδοτική του δράση συνέχισαν οι γιοι του Νίκος και Αλέκος Γκαρμπολάς. Το 1908 εκδόθηκε το "Σύνταγμα" από το δικηγόρο Αθανάσιο Βόγα με καταγωγή από την Πελαγονία και το 1911 η "Μακεδονία" από τον Κωνσταντίνο Βελλίδη, ο οποίος γεννήθηκε κάπου κοντά στη Δεσκάτη Γρεβενών με καταγωγή, όμως, από το Βλαχολίβαδο.[23]
Η ροή Βλάχων μετοίκων στη Θεσσαλονίκη καθόλη τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα τροφοδοτούσε συνεχώς με νέο αίμα τη βλάχικη ομάδα των κατοίκων της πόλης. Έτσι, ενώ από τη μία μεριά οι παλαιότερες οικογένειες βλάχικης καταγωγής ήρθαν σε επιγαμίες με τους ελληνόφωνους χριστιανούς που βρήκαν να κατοικούν στην πόλη και αναπόφευκτα αφομοιώνονταν γλωσσικά, από την άλλη μεριά η παρουσία αυτών των συνεχώς αφομοιούμενων φαίνεται πως ήταν ένας από τους λόγους προσέλκυσης των νεότερων μετοίκων που διατηρούσαν ζωντανή τη χρήση της βλάχικης γλώσσας. Η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στη Θεσσαλονίκη ανάγκασε τον Γάλλο M. E. Picot, έναν από τους πρώτους ερευνητές με φιλορουμανικές θέσεις, να καταγράψει πως, το 1875, η βλάχικη εγκατάσταση στη Θεσσαλονίκη ήταν “γραικομάνικη” - “ελληνίζουσα”.[24] Ίσως λοιπόν οι εντυπώσεις που κατέγραψε στα 1889 ο G. Weigand να ανταποκρίνονται πλήρως στη γλωσσική πραγματικότητα που είχε διαμορφωθεί στους κόλπους της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Ο Weigand αναφέρει πως ένα σημαντικό μέρος του ελληνικού στοιχείου της πόλης προερχόταν από "εξελληνισμένους γλωσσικά" Βλάχους, αλλά και Βούλγαρους. Ελληνικά μιλούσαν και πολλοί από τους Εβραίους της πόλης. Οι περισσότεροι από τους Βλάχους της Θεσσαλονίκης κατάγονταν από το Λιβάδι του Ολύμπου, την Κλεισούρα και τη Μοσχόπολη. Ωστόσο επισημαίνει πως τα βλάχικα εξακολουθούσαν να μιλιούνται από αρκετούς κατοίκους στις χριστιανικές συνοικίες όπου υπήρχε μεγαλύτερη συγκέντρωση Βλάχων, όπως στις συνοικίες του Αγίου Νικολάου, του Αγίου Αθανασίου και της Αγίας Θεοδώρας.[25] Το γεγονός πως ένα υψηλό ποσοστό των Βλάχων της Θεσσαλονίκης κατοικούσε στις συνοικίες του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Νικολάου, όπου μέχρι τη δημιουργία των αριστοκρατικών συνοικιών στην ανατολική πλευρά και έξω από τα τείχη της πόλης, συγκεντρώνονταν τα οικονομικά και κοινωνικά πιο δραστήρια μέλη της ελληνικής κοινότητας[26] μπορεί να δηλώνει από μόνο του τη θέση των Βλάχων στους κόλπους της κοινότητας.
Αυτός ο ενισχυμένος οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά ρόλος των Θεσσαλονικέων Βλάχων επιβεβαιώνεται απόλυτα μέσα από μία σειρά εγγράφων του Ιστορικού Αρχείου Μακεδονίας. Χαρακτηριστικός είναι ένας κατάλογος με την επιγραφή "Κατάλογος Λογίων και Προκρίτων Ελλήνων της πόλεως Θεσσαλονίκης", όπου αναγράφονται συνολικά 439 ονοματεπώνυμα ανδρών κατοίκων, καθώς και η συνοικία όπου διέμενε ο καθένας. Ο κατάλογος αυτός συντάχθηκε από τη μητρόπολη Θεσσαλονίκης γύρω στον Απρίλιο του 1913, μερικούς μήνες μετά την απελευθέρωση της πόλης. Περιελάμβανε όλα εκείνα τα μέλη της κοινότητας που θεωρούνταν ικανά να βοηθήσουν στην πρώτη επίσημη ελληνική απογραφή του πληθυσμού της πόλης.[27] Αν και τα ονοματεπώνυμα μπορεί να σταθούν παραπλανητικά σε μία προσπάθεια για την εκτίμηση της καταγωγής του φέροντος, είναι σαφές πως ο κατάλογος περιέχει δεκάδες κατοίκους βλάχικης καταγωγής. Έχοντας υπόψη τα επώνυμα γνωστών οικογενειών βλάχικης καταγωγής μπορούμε να εκτιμήσουμε πως οι Θεσσαλονικείς Βλάχοι αποτελούσαν τουλάχιστον το ένα τέταρτο (1/4) των λογίων και προκρίτων Ελλήνων κατοίκων της. Αυτή η αναλογία μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη αν στην εκτίμηση συνυπολογίζονταν και τα άτομα που φέρουν επώνυμα κοινά ανάμεσα σε Βλάχους και μη. Η παρουσία των Βλάχων επισημαίνεται και σε άλλους καταλόγους που συντάχθηκαν με τον ίδιο σκοπό και όπου περιλαμβάνονται τα μέλη λεσχών, οι υπάλληλοι τραπεζικών οργανισμών, οι πρόεδροι και τα μέλη συντεχνιών ακόμη και οι μαθητές του ελληνικού γυμνασίου.[28]
Όσον αφορά την οικονομική θέση των Βλάχων κατοίκων της Θεσσαλονίκης πριν την απελευθέρωση, ο οδηγός του Γεώργιου Χατζηκυριάκου του 1910-11 είναι ίσως η πλέον ισχυρή μαρτυρία. Στον οδηγό αυτό παρουσιάζεται μία από τις πληρέστερες εικόνες της επαγγελματικής και οικονομικής ταυτότητας των κατοίκων της. Σε πολλές περιπτώσεις άνθρωποι βλάχικης καταγωγής και γνωστά μέλη της ελληνικής κοινότητας παρουσιάζονται σε υψηλές αναλογίες και σε αρκετές περιπτώσεις ως οι μόνοι χριστιανοί ανάμεσα σε πολυπληθέστερους Εβραίους διαφόρων εμπορικών, βιοτεχνικών, επαγγελματικών και μεταπρατικών κλάδων της οικονομικής ζωής της Θεσσαλονίκης. Όπως στην περίπτωση των παραγγελιοδόχων, όπου ανάμεσα στους 27 επαγγελματίες αυτού του κλάδου, οι 12 τουλάχιστον αναγνωρίζονται ως βλάχικης καταγωγής.[29]
[1] Βασδραβέλλη, Ι.Κ., "Οι Μακεδόνες εις τους υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνας, 1796-1832", Ε.Μ.Σ. 10, Θεσσαλονίκη 1950, σελ.149.
[2] Βασδραβέλλης, Ιωάννης Κ., "Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, Α' Αρχείο Θεσσαλονίκης, 1695-1912", Ε.Μ.Σ. 13, Θεσσαλονίκη 1952, σελ.514- 517. Οι Κοκκινοπλίτες που αναζητιόνταν ήταν οι: Παπαγιάννης Γεώργιος, Δήμος Γεώργιος, Νικόλαος Σαλάρης και ο γιος του και ο Νικόλαος Δήμου Χατζή.
[3] Τα στοιχεία για την παρουσία των Βλάχων στη Θεσσαλονίκη σύμφωνα με το τουρκικό απογραφικό κατάστιχο του 1835 προέρχονται από τις εργασίες: 1. Anastassiadou, Meropi, "Yanni, Nikola, Lifder et les autres ... Le profil demographique et socio-professionnel de la popoulation orthodoxe de Salonique a la veille des Tanzimat", Sudost- Forschungen, Band 53/1994, σελ.73-130. 2. Δημητριάδης, Βασίλης, “Η Θεσσαλονίκη της παρακμής. Η ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης κατά τη δεκαετία του 1830 με βάση ένα οθωμανικό κατάστιχο απογραφής του πληθυσμού”, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σελ.29-30, 61-65, 85, 139-140 και σποράδην. Θα πρέπει να επισημανθεί πως και στις δύο αυτές εργασίες υπάρχει λανθασμένη ταύτιση του Λιβαδίου ή Βλαχολίβαδου του Ολύμπου στην πρώτη εργασία με το χωριό Λιβάδι, στα όρια των νομών Θεσσαλονίκης και Χαλκιδικής και στη δεύτερη με την πόλη της Λειβαδιάς στη Ρούμελη.
[4] Βακαλόπουλος, Κωνσταντίνος Α., "Χριστιανικές συνοικίες, συντεχνίες και επαγγέλματα της Θεσσαλονίκης στα μέσα του 19ου αιώνα", Μακεδονικά 18, Θεσσαλονίκη 1978, σελ.103-141.
[5] Γεωργιάδης, Ν., "Θεσσαλία", (πρώτη έκδοση 1880), Ελλα, Λάρισα 1995, σελ.179.
[6] Κοεμτζόπουλος, Κίμων Γ., "Οι Λαζαίοι του Ολύμπου και απόγονοι", Δωδώνη, Γιάννινα-Αθήνα 1994, σελ.71-83, 131-133.
[7] Weigand, G., "Die sprache des Olympo-Valachen", Leipzing 1888, σελ.12-13.
[8] Για την εγκατάσταση βλάχικων οικογενειών από το Τίτο Βέλες πριν και μετά το 1912 βλέπε: Filipovic, Mil. S., "Cincari u Velesu", (Juzni Pregled, Skoplje sv.5, Maj 1936), Mετάφραση: Ι. Παπαδριανός, Βαλκανική Βιβλιογραφία, τόμος V-1976, ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη 1979, σελ.317-328.
[9] Ριζάλ, Π., (Νεχαμά, Ιωσήφ), "Θεσσαλονίκη η περιπόθητη πόλη", (πρώτη έκδοση στα γαλλικά το 1917), μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1997, σελ.161-162.
[10] Δημητριάδης, Βασίλης, "Τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, 1430-1912", Ε.Μ.Σ. 61, Θεσσαλονίκη 1983, σελ.192.
[11] Χιονίδης, Γ.Χ., "Οι ανέκδοτες αναμνήσεις του Γιώτη, (Παναγιώτη), Ναούμ για τους Βλάχους της Ηπείρου και της Μακεδονίας στη διάρκεια του 19ου αιώνα και για την επανάσταση του 1878 στη Μακεδονία", Μακεδονικά ΚΔ', Θεσσαλονίκη 1984.
[12] Δημητριάδης, Βασίλης, “Η Θεσσαλονίκη της παρακμής. Η ελληνική κοινότητα της Θεσσαλονίκης κατά τη δεκαετία του 1830 με βάση ένα οθωμανικό κατάστιχο απογραφής του πληθυσμού”, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997, σελ.71, 287.
[13] Βασδραβέλλης, ο.π., σελ.264-265.
[14] Τζιώγος, Αριστοτέλης Ι., "Συνοπτική ιστορία της Κλεισούρας Δυτικής Μακεδονίας", Θεσσαλονίκη 1961, σελ.42, 45-71. Παπαμιχαήλ, Μιχαήλ Κ., "Κλεισούρα Δυτ. Μακεδονίας", Θεσσαλονίκη 1972, σελ.9, 99, 140-142, 179-185. Βακουφάρης, Περικλής, "Ο Κώδικας της κοινότητας Κλεισούρας, 1868-1880", Έκδοση Συλλόγου απανταχού Κλεισουριέων ο "Αγιος Μάρκος" 2, Θεσσαλονίκη 1996, σποράδιν. Ορισμένα οικογενειακά ονόματα των παλαιότερων Κλεισουριάνων που εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη είναι: Βήκας, Βώβου, Δήμτσας, Δούμπης, Δούφος, Κιάντου, Κιούκας, Κοπέλος, Κούφας, Κώκκος ή Κόκκος, Λέκκου, Μανδρινός, Μάου, Μούσιος, Μπίμπης, Μυρώνης, Νανώρας, Νάσκου, Nάτσης, Νίκου, Παπαγερμανού, Παπάνας, Πάτσας, Πέκος, Ρούβας, Σιμώτας, Σιδέρης, Σουλτάνης, Τορνιβούκας, Τόττης, Τσιάρας, Τσίτσας, Τσούλης, Χατζηβιάλλου, Χατζηγιάντσου, Χερτούρας κ.α.
[15] Haciu, Anastase N., "Aromanii", Foscani 1936, σελ.255.
[16] Haciu, ο.π..
[17] Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε., “Ιστορία της Θεσσαλονίκης, 316π.Χ. - 1983”, Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1997. σελ.329.
[18] Το 1890 από τους 17 εκπροσώπους των χριστιανικών συντεχνιών της Θεσσαλονίκης, τουλάχιστον οι 6 αναγνωρίζονται ως βλάχικης καταγωγής. Ήταν οι εκπρόσωποι των χρυσοχόων, των ραπτάδων, των καπήλων, των ξενοδόχων, των καφεπωλών-καπνοπωλών και των νέων μπακάληδων. Χεκίμογλου, Ευάγγελος Α., "Θεσσαλονίκη, Τουρκοκρατία και Μεσοπόλεμος. Κείμενα για την ιστορία και την τοπογραφία της πόλης", "Ιστορία και Πολιτισμός" 3, Διεύθυνση: Π. Πετρίδης-Γ. Αναστασιάδης, Έκφραση-University Studio Press 1996, σελ.174-175.
[19] Στις αρχαιρεσίες του 1884 για την εκλογή των δημογερόντων οι τρεις από τους επτά δημογέροντες που εκλέχθηκαν ήταν βλάχικης καταγωγής: ο πρόεδρος Μιχαήλ Ν. Μιχαήλ, ο Βασίλειος Αστερίου, ο Κ. Συνδίκας και ο Βασίλειος Μάου. Βλάχοι υπήρχαν και ανάμεσα στους επιλαχόντες και τους αντιπροσώπους όπως: Αθ Βλιάτης, Αθ. Παπαγεωργίου, Ι. Σιμώτας, Β. Παπάζογλου, Δ. Βλάτσης, Ελ. Χατζηκώστας κ.α.. Χεκίμογλου, ο.π., σελ.184.
[20] Στις 23 Μαϊου 1991, από τα 34 άτομα που εξελέγησαν ως μέλη για την επιτροπή που θα εξέλεγε τους εφόρους των σχολείων, του γηροκομείου και του νοσοκομείου της κοινότητας μπορούμε να αναγνωρίσουμε πως τουλάχιστον 10 από αυτούς είχαν βλάχικη καταγωγή: Δ. Ζάννας, Ι. Αυγερινός, Ι. Μπίτσιος, Τ. Παπαγεωργίου, Ν. Βικόπουλος, Γ. Παπαγεωργίου, Σ. Τάττης, Κ. Μήττας, Ι. Μπουτάρης, Σ. Σιμώτας και Ε. Χατζηκώστας. Τομανάς, Κώστας, "Χρονικό της Θεσσαλονίκης, 1875-1920", Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1995, σελ.97-98.
[21] Μοσκώφ, σελ.129-130.
[22] Για τη δράση Θεσσαλονικέων Βλάχων στα κοινά της πόλης βλέπε: Χεκίμογλου, ο.π., σελ.173-217. Όπου αναφέρονται συχνά τα ονόματα μελών της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης τα οποία αναγνωρίζονται ως βλάχικης καταγωγής, όπως: B. Aστερίου, Κ. Συνδίκας, Β. Μάου, Αθ. Παπαγεωργίου, Τ. Παπαγεωργίου, Ι. Σιμώτας, Β. Παπάζογλου, Δ. Βλάτσης ή Μπλάτσης, Ε. Χατζηκώστας, Κ. Σφήκας, Δ. Ζάννας, Οικονόμου, Ι. Μπήτσιος, κ.α. Για τη δομή της κοινωνίας της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης βλέπε: Σερεμέτης, Δημήτρης Γ., "Ο Στέφανος Κων. Τάττης (1825-1910), στη δομή της κοινωνίας της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης (19ος αι.)", Μακεδονικά 25, θεσσαλονίκη 1986, σελ.266-296 και Μοσκώφ, Κ., "Θεσσαλονίκη 1700- 1912, τομή της μεταπρατικής πόλης", Αθήνα 1974, σελ.93 και passim.
[23] Kόκκας, Παναγιώτης Γ., "Οικογένεια Γκαρμπόλα και η πρώτη ελληνική εφημερίδα της Θεσσαλονίκης", Μακεδονικά 25, Θεσσαλονίκη 1981, σελ.222-251. Κανδυλάκης, Μανώλης, “Εφημεριδογραφία της Θεσσαλονίκης. Συμβολή στην Ιστορία του Τύπου, Α` Τουρκοκρατία”, University Studio Press / Έκφραση, Θεσσαλονίκη 1998, σελ.48, 183-184, 220 και σποράδην.
[24] Picot, M.E., "Les Roumains de la Macedoine", Paris 1875, σελ.39.
[25] Weigand, G., "Die Aromunen", τόμος A', Leipzing 1895, σελ. 221.
[26] Μοσκόφ, σελ.36-37.
[27] Δημητριάδης, Βασίλης, "Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης και η ελληνική κοινότητα της το 1913", Μακεδονικά 23, Θεσσαλονίκη 1983, σελ.88-116. Τα έγγραφα περιέχονται στον φάκελο ΓΔΜ.32-1913, "Φάκελλος Απογραφής Ελλήνων λογίων, προκρίτων κλπ. Θεσσαλονίκης".
[28] Μερικά από τα επώνυμα ατόμων με σίγουρη βλάχικη καταγωγή είναι: Αστερίου, Βαλαούρης, Βαλτατζής, Βελλίδης, Βέρρου, Βήκας, Βλιάντης, Βόγας, Βρέττας, Γιαννούλης, Γιάτας, Γιάκος, Γκινάλης, Γκοτζαμάνης, Γούσιας, Γριζόπουλος, Δαλέγκας, Δαναμπάσης, Δούμας, Δούφου, Δώδος, Ζάννας, Ζάχου, Ζουζακίδης, Καζάζης, Καλαϊτζής, Καπέττης, Κοεμτζόπουλος, Κόκκου, Κοπέλλης, Κούφας, Κουφτσιγάρης, Κράλλης, Κρέης, Λάλας, Λούσου, Μάνδρου, Μάνος, Μάου, Μητάκου, Μητσοπούνας, Μιχαήλβεης, Μούσιος, Μπέλλας, Μπίτσιος, Μπλάτσης, Μποσνάκου, Νάλτσας, Ναούμ, Νούσιας, Νούσκας, Παχέου, Παπαγεωργίου, Παπάζογλου, Πασανίκας, Πήκας, Πηχεών, Πισουρίκας, Πλάστας, Πρασάς, Ρούβας, Σακελλαρόπουλος, Σιάνου, Σιμώττας, Σιούντας, Σιώσσιου, Στράλλας, Συνδίκας, Τάττης, Τότης, Τέττος, Τζεμετίκου, Τζιοβαρίδης, Τορνιβούκας, Τσίτσας, Φάκας, Χατζηκώστας, Χερτούρας, Ωρολογάς κ.α.
[29] Χατζηκυριακού, Γ., "Οδηγός της Ελλάδος, τμήμα Α', 1910-11, Μακεδονία μετά του παρακείμενου τμήματος της Θράκης", έκδοση Νικ. Γ. Ιγγλέση, Αθήναι 1911, σελ.34-50.
Η Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι
Μελέτες για τους Βλάχους - 1ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
270 σελίδες
7100 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2000
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
Περιεχόμενα
Περιεχόμενα
1. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΣΑΡΟΥΝΑ
1.1. Η λατινική διάσταση της Θεσσαλονίκης στους ρωμαϊκούς και τους πρώτους βυζαντινούς χρόνους
1.2. Η βλάχικη παρουσία στη Θεσσαλονίκη στους πρώτους οθωμανικούς χρόνους, 15ος - μέσα 18ου αι.
1.3. Η βλάχικη παρουσία στη Θεσσαλονίκη στα τέλη του 18ου αι. και μέχρι το 1821
1.4. Η βλάχικη παρουσία στη Θεσσαλονίκη ανάμεσα στα 1821 με 1912
1.5. Ο Μακεδονικός Αγώνας και η Ρουμανική Προπαγάνδα στη Θεσσαλονίκη
1.6. Η βλάχικη παρουσία στη Θεσσαλονίκη μετά το 1912
1.7. Η Ρουμανική Προπαγάνδα στη Θεσσαλονίκη στα χρόνια του Μεσοπολέμου και της Κατοχής
1.8. Πληθυσμιακά
2. ΑΣΒΕΣΤΟΧΩΡΙ - ΝΙΧΩΡΙ ή ΚΙΡΕΤΣΟΪ - ΓΕΝΙΚΙΟΪ Θεσσαλονίκης
3. ΠΑΛΑΙΟΤΕΡΑ ΒΛΑΧΙΚΑ ΧΕΙΜΑΔΙΑ ΣΤΗ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗ, ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ, ΤΗ ΛΙΜΝΟΛΕΚΑΝΗ ΤΟΥ ΛΑΓΚΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥΣ
4. ΟΙ ΜΠΛΑΤΣΙΩΤΕΣ ΝΟΜΑΔΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΙ ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
4.1. Στη λιμνολεκάνη του Λαγκαδά - Μεγάλη Βόλβη Λαγκαδά
4.2. Στην περιοχή της Καλαμαριάς - Σουρωτή Θεσσαλονίκης
Η Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι
Μελέτες για τους Βλάχους - 1ος τόμος
σκληρό καπάκι 25Χ18 εκ
270 σελίδες
100 παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες
Εκδόσεις Ζήτρος - Θεσσαλονίκη 2000
Προλογική Εισαγωγή του καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
του Καθηγητή Γιάννη Ζ. Δρόσου,
Διευθυντή του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης
Μελέτες για τους Βλάχους Α`
Θεσσαλονίκη και οι Βλάχοι
Η τετράτομη ενότητα “Μελέτες για τους Βλάχους”, δεν έχει ως αντικείμενο εξέτασης την απώτερη καταγωγή των Βλάχων και αυτό γιατί όποια και αν είναι η καταγωγή τους δε φαίνεται να έχει διαδραματίσει κάποιον ιδιαίτερο ρόλο στη νεότερη εξέλιξή τους. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας, το ουσιαστικό ενδιαφέρον εστιάζεται στην παρουσίαση των ίδιων των Βλάχων και επικεντρώνεται στο ερώτημα “ποιοί είναι” και όχι “τί είναι” οι Βλάχοι.
Πέρα από το αναμφισβήτητο γεγονός της ύπαρξης των Βλάχων, η εργασία του κ. Κουκούδη εξετάζει τη συμβίωση και την ενσωμάτωση των βλαχόφωνων πληθυσμών με τους ελληνόφωνους, μα κυρίως μας παρουσιάζει την ιδιαίτερα σημαντική συμβολή και προσφορά τους στη διαμόρφωση της ρωμιοσύνης και στη δημιουργία της νεοελληνικής κοινωνικής ταυτότητας. Η ταύτιση των Βλάχων με τα ορεινά δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως ένδειξη στεγανότητας μίας κλειστής και αποκομμένης κοινωνίας. Αντίθετα, η αρχική και για αιώνες ανάπτυξη των μητροπολιτικών εστιών τους στα ορεινά φαίνεται πως προσέφερε στους Βλάχους τις καλύτερες ευκαιρίες για διάκριση. Επωφελούμενοι από τη γεωγραφία, τις ιδιόρρυθμες σχέσεις τους με την κεντρική εξουσία, τους πλούσιους και αξιοποιήσιμους στο δεδομένο χρόνο πόρους πρόβαλαν αποφασιστικά στο ιστορικό προσκήνιο τόσο ως βασικά στελέχη της παραδοσιακής classe militaire των ορεινών Βαλκανίων όσο και ως ιδιαίτερα δυναμικά στελέχη της εμποροβιοτεχνικής τάξης των αστικών κέντρων. Ήταν δύο ιδιότητες συμπληρωματικές του κτηνοτροφικού καταρχήν προσανατολισμού των ορεινών κοινοτήτων τους και έθεσαν τους Βλάχους στην κορυφή της παραδοσιακής κοινωνικής πυραμίδας των οθωμανικών Βαλκανίων. Τελικά, η οικονομική και κοινωνική εξέλιξη των διάφορων βλάχικων ομάδων, και όχι η γλωσσική τους ταυτότητα ή η καταγωγή τους, ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που διαμόρφωσε τις σχέσεις τους με τους γείτονες και ιδιαίτερα με τους υπόλοιπους Έλληνες.
Κι όμως, σε αρκετές περιπτώσεις είχε παραβλεφθεί ο καθοριστικός χαρακτήρας της κοινωνικής και οικονομικής εξέλιξης των βλάχικων πληθυσμών, αν και είχε ελκύσει τον ενδιαφέρον των ξένων περιηγητών ήδη από τα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα. Η έρευνα είχε στραφεί περισσότερο γύρω από τις ομάδες των νομαδοκτηνοτρόφων Βλάχων και μάλλον αγνόησε τους εξίσου πολυπληθείς αλλά εδραίους εμποροβιοτέχνες. Ένα από τα άμεσα αποτελέσματα ήταν η ενίσχυση των λανθασμένων στερεοτυπικών αντιλήψεων. Ωστόσο, οι εμποροβιοτεχνικές - “αστικές” καταβολές των Βλάχων δε φαίνεται να είναι λιγότερο παλιές από τις νομαδοκτηνοτροφικές. Το αντίθετο μάλιστα, η αστική τους τάξη είναι ταυτόχρονη ή και παλαιότερη πολλών άλλων βαλκανικών ομάδων. Τα παραδείγματα των βλάχικων εγκαταστάσεων στις πολιτείες της ελληνικής χερσονήσου, ιδιαίτερα αυτών της Μακεδονίας, μα κυρίως στη Θεσσαλονίκη, αποτελούν μαρτυρίες μιας μάλλον αγνοημένης διάστασης των Βλάχων.
Στον παρόντα τόμο, η αναλυτικότερη εξέταση της βλάχικης παρουσίας στη Θεσσαλονίκη έρχεται να ανατρέψει τις στερεοτυπικές αντιλήψεις. Επιβεβαιώνει το γεγονός ότι για τη συντριπτική πλειοψηφία των, μάλλον αγνοημένων, αστών Βλάχων η ταύτισή τους με την τύχη της νεότερης Ελλάδας αποτελούσε έναν αυτονόητο και όχι απλά έναν επιλεγμένο μονόδρομο. Οι ελληνορθόδοξες κοινότητες των αστικών κέντρων των οθωμανικών Βαλκανίων στελεχώθηκαν από τους Βλάχους σε ποσοστό δυσανάλογο του μικρού δημογραφικού τους δυναμικού. Στην οθωμανική Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ου αιώνα οι Βλάχοι δεν αποτελούσαν απλά τα μισά σχεδόν από τα μέλη της τοπικής ελληνικής κοινότητας, αλλά ίσως το πλέον δυναμικό στοιχείο της. Δίχως τη συμβολή τους τα πράγματα ίσως ήταν διαφορετικά. Παρουσίαζαν την πλέον δυναμική οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και πατριωτική δράση. Ανεξάρτητα της γλωσσικής τους ταυτότητας, συμμετείχαν ισότιμα σε όλα τα κοινοτικά κλιμάκια. Τους συναντούμε ως βιοπαλαιστές στην αγορά της πόλης, ως πανδοχείς, εστιάτορες και καφετζήδες, αλλά και στις τάξεις των ελληνορθόδοξων αρχόντων. Υπήρξαν εκδότες εφημερίδων, γυμνασιάρχες, μεγαλέμποροι, τραπεζίτες, κτηματίες, γιατροί και δικηγόροι. Παρέμειναν πιστοί στο “ρωμαίικο μιλέτ” και διέπρεψαν ως βασικοί αρωγοί του Μακεδονικού Αγώνα και στυλοβάτες του Ελληνικού Προξενείου. Αντιπαρατέθηκαν ενεργά με την προπαγάνδα τόσο μέσα στην πόλη, όσο και στη μακεδονική ενδοχώρα, όπου ενίσχυσαν τους λιγότερο προνομιούχους νομαδοκτηνοτρόφους Βλάχους. Δε θα ήταν υπερβολή να δεχτούμε πως οι Βλάχοι της Θεσσαλονίκης αποτελούν μία από τις ιστορικές μαρτυρίες της ταύτισης των βλάχικων πληθυσμών με το Νεότερο Ελληνισμό, τη Ρωμιοσύνη.
Με ιδιαίτερη λοιπόν ευχαρίστηση χαιρετίζω την κυκλοφορία του παρόντος τόμου εκ μέρους του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων, στους καταστατικούς σκοπούς του οποίου περιλαμβάνεται και προτείνεται η στήριξη και εκπόνηση επιστημονικών μελετών και δημοσιεύσεων για σημαντικά θέματα της νεοελληνικής ιστορίας.
Γιάννης Ζ. Δρόσος
Διευθυντής Ι.Α.Α.
Σελίδα 1 από 2
Όταν αναζητούμε τους σημαντικότερους βλάχικους οικισμούς ή τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα στους πλέον προβεβλημένους. Παραμένει μία σχετικά άγνωστη περίπτωση,...
Εις μνήμην του ερευνητή, συγγραφέα και εκπαιδευτικού Αστέριου Κουκούδη, που “έφυγε” σε ηλικία 50 χρονών, στις 27 Φεβρουαρίου 2018, η ιστοσελίδα Πεμπτουσία αναδημοσίευσε μια παλαιότερη συνέντευξή του...
Εισαγωγικά - ιστορικές διευκρινίσεις Ο όρος εθνισμός (ethnicity) (Αγγελόπουλος 1997: 18-25, Williams 1989: 401-444. Barth 1969, Danfort, 1995, Hobsbawm, 1990) προσδιορίζει τις κοινωνικές σχέσεις...
Αν και τα βοσκοτόπια των βόρειων πλαγιών του Βερμίου θα πρέπει να ήταν γνωστά στα φαλκάρια των Αρβανιτόβλαχων που έφτασαν ήδη από τα μέσα του α' μισού του 19ου αιώνα στην ευρύτερη περιοχή, ανάμεσα...
1.1. Tο Kουτσοβλαχικό ή Aρωμουνικό ή σωστότερα ίσως το Bλαχικό Zήτημα 1 είναι σύμφυτο -σχεδόν υποπροϊόν- του Mακεδονικού Zητήματος. Aν και η ονομασία δεν βρίσκει σύμφωνη τη βιβλιογραφία, ωστόσο...
Παρά τα όποια προβλήματα προσαρμογής των πρώτων ημερών της απελευθέρωσης και σε αντίθεση με τους αναμενόμενους φόβους για πράξεις αντεκδικήσεις 1 , πολύ σύντομα, οι ομάδες των ρουμανιζόντων Βλάχων...
Αγαπητά μας παιδία, Φέτος συμπληρώνονται 100 χρόνια, δηλαδή ένας ολόκληρος αιώνας, από τότε που η Θεσσαλονίκη και η Μακεδονία απελευθερώθηκαν και εντάχθηκαν μαζί με άλλες περιοχές της πατρίδας μας...
Είναι γνωστό [1] από την ιστοριογραφία περί Βλάχων πως μία σειρά από ιστορικά γεγονότα, στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, στάθηκαν αφορμές και αιτίες για τη μαζική διασπορά βλάχικων...
Οι διάφορες μελέτες αναγνωρίζουν το ιστορικό γεγονός πως τα σημερινά βλαχοχώρια και οι εγκαταστάσεις των Βλάχων στην περιοχή του Βερμίου, της Βέροιας και της Νάουσας είναι αποτέλεσμα πληθυσμιακών...
Είναι αλήθεια πως, μέχρι και σήμερα, κυριαρχούν κάποιες ισχυρά στερεότυπες αντιλήψεις περί Βλάχων. Δυστυχώς, είναι πολλοί αυτοί που αγνοούν τις πολλαπλές οικονομικές δραστηριότητες και το εύρος της...
Τα βλαχοχώρια της σημερινής Δυτικής Μακεδονίας αναπτύχθηκαν στα ορεινά και τις διαβάσεις της περιοχής ως δορυφόροι ενός οικιστικού συστήματος με αναμφισβήτητο μητροπολιτικό κέντρο την περιοχή στη...
Είναι γνωστό πως η παλαιότερη σαφής αναφορά για την παρουσία βλάχικων πληθυσμών στον ελληνικό χώρο και γενικότερα στη νότια Βαλκανική, πολύ κάτω από το Δούναβη, χρονολογείται στα 976. Εκείνη τη...
Όταν αναφερόμαστε στους διάφορους βλάχικους οικισμούς και τις εγκαταστάσεις, η Ηράκλεια Σερρών σπάνια συμπεριλαμβάνεται ανάμεσα σε αυτούς. Παραμένει μία από τις πλέον άγνωστες περιπτώσεις. Ωστόσο,...
Τα χρόνια και τα γεγονότα που συνδέονται με την επανάσταση του 1821 αποτέλεσαν μία χρονική και ιστορική καμπή για τη γεωγραφική χωροθέτηση των Αρβανιτόβλαχων στη Βαλκανική. Μέχρι τότε μπορούμε να...
Σταδιακά και από τις αρχές του 19ου αιώνα, η Κατερίνη εξελίχθηκε σε διοικητικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής ανάμεσα στα Πιέρια και τον Όλυμπο. Εκείνη την εποχή, η περιοχή της Πιερίας αποτελούσε...
Η Αστική Σχολή Βαρδαρίου υπήρξε το δεύτερο πρωτοβάθμιο εκπαιδευτήριο για αγόρια που έθεσε σε λειτουργία η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης, μετά από αυτό της Κεντρικής Αστικής Σχολής. Το...
Η παρουσία στη Θεσσαλονίκη ενός μικρότερου ή μεγαλύτερου αριθμού ορθόδοξων χριστιανών βλάχικης καταγωγής επιβεβαιώνεται, μέσα από αρχειακές πηγές, καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Στα...
Όταν γύρω στα 1770 ξέσπασε το κίνημα των Ορλωφικών, τα βλαχοχώρια του Ασπροποτάμου βρίσκονταν σε μία πορεία ανάπτυξης, όπως κι άλλες ορεινές και προνομιούχες, για τα τότε δεδομένα, περιοχές της...
Τις τελευταίες δεκαετίες, μία πληθώρα βιβλίων με αντικείμενο τους Βλάχους και τους Σαρακατσαναίους έχει κατακλίσει τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Ενθαρρυντικό είναι επίσης το γεγονός πως πολλά από αυτά...
Η διασπορά των Βλάχων από την περιοχή του Γράμμου ήταν εξίσου μεγάλη, όσο και αυτή από την περιοχή της Μοσχόπολης. Εξάλλου, και στις δύο περιπτώσεις τα αίτια ήταν τα ίδια, και κυρίως οι προστριβές...
Η βλάχικη διάσταση της Ελλάδας την κάνει πιο «πλούσια και ισχυρή» Μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα έκθεση θα παρουσιαστεί στο Νυμφαίο της Φλώρινας από τις 11 ως τις 20 Αυγούστου. Πρόκειται για την έκθεση...
Αγαπητές κυρίες και κύριοι, Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να παραβρεθώ και να συμμετέχω στις εορταστικές εκδηλώσεις της Society Farcarotul για τα εκατό χρόνια από την ίδρυσή της....
Πριν ασχοληθούμε πιο διεξοδικά με το θέμα επιτρέψτε μου να απαντήσω, με έναν έμμεσο τρόπο, σε ένα πολύ βασικό ερώτημα. Ίσως το πιο βασικό και κυρίως για αυτούς που θέλουν να βλέπουν τα πράγματα στην...
1. Οι απαρχές Τα βλάχικα, αν και ποτέ δε συγκρότησαν μια ομογενοποιημένη, κωδικοποιημένη και κοινά αποδεκτή μορφή, είναι σίγουρο πως πρέπει να αντιμετωπίζονται ως μια λατινογενής ή αλλιώς...
Είναι γνωστό πως ο εθνονυμικός όρος «Βλάχος» και κατ’ επέκταση το παράγωγο τοπωνύμιο «Βλαχία», όπως κι ο επιθετικός προσδιορισμός «βλάχος», είναι όροι πολύ γενικοί. Έχουν υιοθετηθεί και ενσωματωθεί...
Καλησπέρα κυρίες και κύριοι, Απόψε, εδώ στην καρδιά του θεσσαλικού κάμπου, συναντιόμαστε για να γιορτάσουμε και να διασκεδάσουμε, Καραγκούνηδες, Βλάχοι και Σαρακατσαναίοι. Η αντάμωσή μας δε θα...
Με την ευκαιρία αυτής της λαμπρής εκδήλωσης του οργάνωσε ο Πολιτιστικός Συλλόγου Βλάχων Θέρμης και Τριαδίου “Ο Άγιος Νικόλαος” και μας παρουσιάζει ο Σύλλογος Βλάχων Ν. Σερρών “Γεωργάκης Ολύμπιος”,...
Συνεχίζοντας τις δημοσιεύσεις για τις επιστολές διαμαρτυρίας των Βλάχων της Πιερίας για τη δράση της Ρουμανικής Προπαγάνδας κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, παρουσιάζουμε τον κατάλογο των 444...
Για να γίνει καλύτερα κατανοητός ο πολιτισμικός χαρακτήρας των ημινομαδικών βλαχοχωριών των Γρεβενών θα ήταν σωστότερο να γίνει μία ιστορική αναδρομή και μία προσπάθεια εξήγησης για το πως οι Βλάχοι...
Τα Μεγάλα Λιβάδια, μία από τις τελευταίες εξαιρεθείσες και εναπομείναντες κοινότητες της Ελλάδας, υπάγονται στην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Είναι κτισμένα πάνω στο κεντρικό οροπέδιο του...
Πολλά έχουν γραφτεί γύρω από την ονοματολογία των Βλάχων και είναι μάλλον αναγκαίο να γίνει μία προσπάθεια παρουσίασης των διάφορων ονομάτων με τα οποία είναι γνωστοί οι Βλάχοι. Θα πρέπει να...
1. Παπαγιάννης, Σταύρος Αστερίου, “ Τα Παιδιά της Λύκαινας. Οι “επίγονοι” της 5ης Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941-1944) ”, Εκδόσεις Σόκολη, Αθήνα 1999. Ο κύριος Παπαγιάννης...
Ο εκμοντερνισμός των πάντων μέσα στις τελευταίες δεκαετίες ίσως δημιουργεί την αίσθηση σε ορισμένους πως οι Βλάχοι δεν πολυενδιαφέρονται για την ιστορία και τις παραδόσεις τους. Και πως με την...
Ο κύριος Αχιλλέας Ανθεμίδης έγραψε ένα βιβλίο 350 σελίδων με τίτλο "Οι Βλάχοι της Ελλάδος", αγνοώντας ή παραγνωρίζοντας ουσιαστικά τους Βλάχους και την ιστορία τους. Μπορεί να μεγάλωσε στην περιοχή...
Είναι γνωστό πως εκτός από τους ίδιους τους Βλάχους υπάρχουν αρκετοί που παρουσιάζονται να ενδιαφέρονται για τα “βλάχικα πράγματα”. Το να ενδιαφέρονται κάποιοι για μας ή να παρουσιάζονται πως...